τῶν παραλίωνκαὶ δεῖν ἀπροφασίστως ἐν τούτῳ καὶ ἀμᾶσθαι καὶ ἀροτριᾶν ἁπαξάπαντας τοὺς γεωργούς . οὗτός τοι πεδίων : καὶ τοῖς
χρόνῳ : κᾆθ ' ὡς ἐκεῖνος κατέδομαι καὶ τοὺς λίθους ἁπαξάπαντας , οὐ γὰρ οὖν τὴν γῆν μόνην . διαφέρει
7936071 παρατιλουμαι
μύρον εἶχον : ἀλλὰ νῦν . καὶ βάψομαι , καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ ἄνθρωπος ἐν
οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ ἄνθρωπος ,
7845248 βαψομαι
νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι , νὴ Δία , καὶ γενήσομαι Κτήσιππος
νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ
6579859 κατεδομαι
τὸ δὲ ὑποτακτικὸν διὰ τοῦ ω μεγάλου . Ἔδομαι , κατέδομαι , οὐ βρώσομαι . Ἄγαγε , ἀγαγών , ὡς
δεινὴ γλῶσσα Βρεττία παρῆν . Ἐπὶ τῷ ταρίχει τὸν γέλωτα κατέδομαι . Οὕτω γὰρ ἡμῖν ἡ πόλις μάλιστα σῶς ἂν
5709959 παλιναιρετους
τοῦτο ἐν τῷ λόγῳ . ὅτι γὰρ τοὺς τοιούτους ἐκάλουν παλιναιρέτους , καὶ τοὺς ἀποχειροτονηθέντας τὴν ἀρχὴν καὶ πάλιν χειροτονηθέντας
. ἢν οὖν ποιῶμεν ταῦτα , κίνδυνος λαθεῖν ἁπαξάπαντας γενομένους παλιναιρέτους . ἐπὶ δὲ τῶν καθαιρεθέντων οἰκοδομημάτων καὶ ἀνοικοδομηθέντων Πίνδαρος
5352947 σπληνοπεδον
κωμωιδοποιὸς ἐν τοῖς Ἰάμβοις φησίν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ μάλ '
, οὓς χλευάζων Ἕρμιππός φησιν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ μάλ '
5254845 Κυλικρανων
ἀλλ ' ἄσκαφον ματεύων , κυλικηγορήσων ἔρχομαι , οὐ τῶν Κυλικράνων εἷς ὑπάρχων , οὓς χλευάζων Ἕρμιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν
εἷς ὤν , οὓς χλευάζων Ἕρμιππός φησιν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ
5175459 ἐπιρρεοντας
ἐστι : ἔστι δὲ τοῦτο βαρύ . ἔχει δὲ ποταμοὺς ἐπιρρέοντας εἰς αὐτήν . τὸ γοῦν πνεῦμα ἀνιμώμενον ἐκ τῆς
σκοπός ἐστιν οὖν κενῶσαι τοὺς ποιοῦντας τὸ πάθος χυμούς , ἐπιρρέοντας δ ' αὐτοὺς ἔτι [ δὲ ] κωλῦσαι ,
5034339 κᾀθ
ἀντὶ τοῦ λιπαρός . ἀντὶ τοῦ ὀπίσω ὤν . . κᾆθ ' οἱ Κεραμῆς : δῆμος δὲ Ἀθηναίων . ἐκεῖ
. ὅθεν ἐν ταραχαῖς τε καὶ κακοῖς τὰ πράγματα . κᾆθ ' οἱ μὲν ἠσέλγαινον , ὁ δ ' ἐβρενθύετο
4969113 ὁτιη
' ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι . Ὀρθῶς γ ' , ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν . Ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω
ὁμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος . Ἆρ ' οἶσθ ' ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μάχη , οἳ τὰ ξίφη
4731094 κἀιθ
σὴν δεῦρ ' ἀποστέλλειν , Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην . κἆιθ ' ὑποστρέψας λέληψαι μεταβαλὼν ἄλλας γραφάς , ὡς φονεὺς
ὡς ἐμοῦ πεφευγότος ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων ἔσω . κἆιθ ' ὁ Βρόμιος , ὡς ἔμοιγε φαίνεται , δόξαν
4701441 ἐγωγ
εἰς τὴν πολιτείαν οὐ παραδεξόμεθα ἅτε τυραννίδος ὑμνητάς . Οἶμαι ἔγωγ ' , ἔφη , συγγιγνώσκουσιν ὅσοιπέρ γε αὐτῶν κομψοί
τῶν φίλων τῶν Πανταινέτου καὶ τῶν νόμων . οὐ γὰρ ἔγωγ ' ἐπεδήμουν , οὐδ ' αὐτὸς ἐγκαλεῖ . Βούλομαι
4698778 ποιω
. Ὅδ ' ἐστὶν ἁνὴρ ὃν λέγεις . Τί οὖν ποιῶ ; Ἀπόδυσον αὐτόν : οὐδὲν ὑγιὲς γὰρ λέγει .
δ : λαμβάνω μίαν πλευρὰν τοῦ κζ τὴν τριάδα καὶ ποιῶ τρὶς δ , γίνονται ιβ : ἰδοὺ ὁ ιβ
4656622 γενησομαι
. Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει
Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις ,
4509725 θεουϲ
! ] ϲη ? ? ! ! [ νὴ τοὺϲ θεοὺϲ [ ! ! ! εινλλ ! ! ! !
[ ὅδ ' ἀπολεϲα [ φιλωτι ϲυν [ νὴ τοὺϲ θεοὺϲ [ οὐ γὰρ λέγων [ οἷϲ ἂν μαθον [
4507427 ἐφθεγξατ
πήρας μὲν οὖν τρεῖς . ἀλλ ' ἐκεῖνος ῥῆμά τι ἐφθέγξατ ' οὐδὲν ἐμφερές , μὰ τὸν Δία , τῶι
πατὴρ Ταλαοῦ , ἐξ οὗ ὁ Ἄδραστος . τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ ' Ἀμφιάρηος : ὡς ἀπὸ τοῦ χοροῦ τὸ πρόσωπον
4383153 ὀψοποιειν
, οὐκ ἐμφαίνεται δὲ ἐνταῦθα τί σημαίνει . Ἄλεξις : ὀψοποιεῖν εὐφυῶς περὶ Σικελίαν ἔμαθον ὥστε τοὺς δειπνοῦντας εἰς βατάνειον
βατανίοισιν ἑφθός . Ἄλεξις ἐν Ἀσκληπιοκλείδῃ : οὕτως δ ' ὀψοποιεῖν εὐφυῶς περὶ τὴν Σικελίαν αὐτὸς ἔμαθον ὥστε τοὺς δειπνοῦντας
4345734 πασχω
ὁρᾷ οὐδὲ μετέρχεται αὐτῶν τὰς ἀσεβείας καὶ ἀσυνεσίας : † πάσχω δηλονότι : μοῦσαν οὐράνιόν φησι τὴν μεγάλην καὶ περίβλεπτον
' : ὦ τάλαιν ' ἐμὴ πατρίς , ὡς δεινὰ πάσχω . τί δέ με καὶ τεκεῖν ἐχρῆν ἄχθος τ
4340034 ἐγᾠδα
ᾧ προσέοικεν , ὦ Κρέων , τὸ βρέγμα σου ; ἐγᾦδα : δείνῳ περὶ κάτω τετραμμένῳ . Ἀρχέδικος δ '
ἐπὶ στρατείας αὐτῷ ἐχρῶντο , ὡς Χιωνίδης ἐν Ἥρωσιν πολλοὺς ἐγᾦδα κοὐ κατὰ σὲ νεανίας φρουροῦντας ἀτεχνῶς κἀν σάμακι κοιμωμένους
4331747 Κτησιππος
λέγων τῷ λέγοντι πῶς ἂν ἀντιλέγοι ; Καὶ ὁ μὲν Κτήσιππος ἐσίγησεν : ἐγὼ δὲ θαυμάσας τὸν λόγον , Πῶς
αὐτοῦ διήκουσαν Σωκράτους , Κριτόβουλος , Ἑρμογένης , Ἐπιγένης , Κτήσιππος . ὁ δ ' οὖν Κρίτων διαλόγους γέγραφεν ἐν
4326341 χλανιδ
πεντάκις τῆς ἡμέρας τότ ' , ἀλλὰ νῦν : οὐδὲ χλανίδ ' εἶχον , ἀλλὰ νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον
τῶν ἀδολεσχῶν εἷς γέ τις . τί οὖν ποῐῶμεν ; χλανίδ ' ἐχρῆν λευκὴν λαβεῖν : εἶτ ' Ἰσθμιακὰ λαβόντες
4325554 ἐποιησα
καρῖδα , φύκην , κωβιόν , πέρκην , σπάρον , ἐποίησά τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδι ' ἄττα
καρῖδα , φύκην , κωβίον , πέρκην , σπάρον , ἐποίησά τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδια , ποδάρια
4299801 ἀντακουε
ὥσπερ τοίνυν φῂς ἐκεῖνα ἀκούειν λεγόντων εἰς Περικλέα , οὕτως ἀντάκουε καὶ τῶν τἀληθῆ περὶ ἐκείνου λεγόντων καὶ οἷς οὐδεὶς
ἀπὸ νηῶν μικρῶν πρὸς μεγάλας . Εἰπὼν ἃ θέλεις , ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις : ἐπὶ τῶν ἀκουόντων κακὰ ,
4290359 εἰχ
' ἐν δόμοις ἔμεινεν Ἠλέκτρα πατρός , ταύτην ἐπειδὴ θαλερὸς εἶχ ' ἥβης χρόνος μνηστῆρες ἤιτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός .
τίς ἐστιν . . . . οὗτος οὖν πυγὴν μεγάλην εἶχ ' , ὦ Χαριάδη , καὶ καλήν . τοῦτον
4276833 ποϲθη
πρὸϲ τὴν πόϲθην ἤπερ τοὐναντίον : λεπτὴ γὰρ οὖϲα ἡ πόϲθη διατιτρᾶται ῥᾳδίωϲ . μετὰ δὲ τὴν ἀπόλυϲιν τῆϲ προϲφύϲεωϲ
ἀλλήλων διεϲτώϲαϲ . ἔϲτι δὲ διπλῆ κατὰ τὴν βάλανον ἡ πόϲθη : τὸ οὖν ἓν αὐτῆϲ , ἤγουν τὸ ἔνδοθεν
4252560 φαινομαι
εἰμι τὴν χώραν τὴν ὑμετέραν οὔτ ' ἐν τῇ ἀγορᾷ φαίνομαί τινι ὀχληρός : οὐ γάρ εἰμι ῥήτωρ : οὐδὲ
παῖς μου εἶπεν , ἐπείσθης ἄν : ἐγὼ δὲ οὐ φαίνομαί σοι ἀξιοπιστότερος εἶναι ; Δύσκολος σκάλαν καταβαίνων σφαλεὶς κατέπεσε
4238773 ὠργιζεσθε
' ἐμοῦ . εἶτα πρὶν μὲν ἐλεγχθῆναι τὸ πρᾶγμα , ὠργίζεσθε , προὐκαλεῖσθ ' ἐπὶ τιμωρίαν τὸν παθόντα , ἐκροτεῖθ
μοι : καὶ γὰρ ἐκρίνεθ ' ὑμεῖς καὶ ἀπεχειροτονεῖτε καὶ ὠργίζεσθε , καὶ πάντα ταῦτα σύνισθ ' ὑμεῖς : τῶν
4215961 παραδοθεισαν
σώζει τὸ ζῶον ἐκ τῆς ἀναπνοῆς . τὴν μὲν οὖν παραδοθεῖσαν ἡμῖν ἱστορίαν περὶ ψυχῆς διεληλύθαμεν , τὰ μὲν οἷς
τίθησι : Πολυνείκης δ ' ἀπήντησεν δορί , πληγὴν σιδήρωι παραδοθεῖσαν εἰσιδών , κνήμην τε διεπέρασεν Ἀργεῖον δόρυ : στρατὸς
4207736 κᾀτ
πάλιν οἴκαδε . Ὦ Θρᾷττα , τὴν κίστην κάθελε , κᾆτ ' ἔξελε τὸ πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν
ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους
4187971 κανδαυλον
τοῦτο κάνδαυλόν τινα παραθήσομεν . κάνδαυλον ; οὐκ ἐδήδοκα [ κάνδαυλον ] οὐδ ' ἀκήκο ' οὐδεπώποτε . θαυμαστὸν ἐμὸν
Ὃς μέλανα ποιεῖν ζωμὸν οὐκ ἠπίστατο , θρῖον δὲ καὶ κάνδαυλον ἢ τούτων τι τῶν εἰς ματτύην οὐδ ' ἕτερον
4170289 Κρανειῳ
γέγραπται : εἰ δὲ μή , κεκύλισται ὁ πίθος ἐν Κρανείῳ . Τῆς Λιβύης τὰ νότια ψάμμος ἐστὶν βαθεῖα καὶ
ὑποπτεύσαντος Πασιμήλου τὸ μέλλον ἔσεσθαι , ἡσυχίαν ἔσχον ἐν τῷ Κρανείῳ . ὡς δὲ τῆς κραυγῆς ᾔσθοντο , καὶ φεύγοντές
4169558 ἀνισταμαι
πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος ἐπὶ τὴν χύτραν τὴν τῆς ἀθάρης ἀνίσταμαι . Ταλάντατ ' ἀνδρῶν , οὐκ ἐδεδοίκεις τὸν θεόν
διὰ σὲ καὶ σφόδρ ' ἄκρατον , μοὶ δοκῶ : ἀνίσταμαι γοῦν τέτταρας κεφαλὰς ἔχων . κωμῳδοῦνται δὲ ὡς μέθυσοι
4160376 ποιησω
ὅ τι ἂν ἅπαντες οὗτοι γνῶσι πράττειν με δεῖν , ποιήσω . καὶ πρὸς μὲν σὲ ταῦθ ' ἱκανά :
διὰ πλατείας . . . οὐράνιον . . παιδιάν βάψας ποιήσω μέλαν . ἀκούεις ὡς στένει ; Ἀστυάναξ γέγονα .
4160297 παλαιοντας
κωμικὸν ποιητὴν λέγουσιν , ὃς κινουμένους τοὺς χοροὺς εἰσῆγε καὶ παλαίοντας . 〛 ἐγένετο δὲ στρατηγὸς , ἐφ ' οὗ
: καὶ γὰρ τὸν Λεοντίσκον καταβαλεῖν μὲν οὐκ ἐπίστασθαι τοὺς παλαίοντας , νικᾶν δὲ αὐτὸν κλῶντα τοὺς δακτύλους . τὸν
4154172 ὑπτιους
κατιόντας καὶ ἐπὶ τράχηλον ὠθοῦντος τοῦ Ἑρμοῦ ὅμως ἀντιβαίνοντας καὶ ὑπτίους ἀντερείδοντας οὐδὲν δέον . Ἔγωγ ' οὖν καὶ διηγήσομαι
τοῦτο τῇ πόλει , πρὸς ἑκάτερον ἀπήντησεν . ἐπειδὴ δὲ ὑπτίους αὐτοὺς ἐποίησεν εἰπὼν τὸ δύσμαχον τοῦ Μακεδόνος ὑπὲρ Ἀθηναίων
4145881 ὀφειλεις
καὶ ἀλγεῖς τὴν ψυχὴν περὶ τῆς σῆς συνουσίας , σιωπᾶν ὀφείλεις , ἵνα μὴ δόξῃς διὰ λαγνείαν χαλεπαίνειν : τὸ
: τὸ δὲ τρίγωνον παράδειγμά ἐστι τοῦ ζητουμένου , ὅπερ ὀφείλεις γινώσκειν τί σημαίνει , ἤγουν τὸ ὑπὸ τριῶν γραμμῶν
4139338 ᾐδειν
με πολλὰ κατεφίλει . ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ᾔδειν ὅστις ἦν , ἀλλ ' εἱστήκειν ἐκπεπληγμένος καὶ δεχόμενος
ὥστε μηδ ' εἰς ταῦτα ἀναχώρησιν εἶναι . οὐ γὰρ ᾔδειν , οὐ γὰρ ἠπιστάμην , ὅστις ἦν . οὐ
4137794 ἱκοιθ
νιν ] μονομαχήσειν ἀνέπεισαν . [ Ζεῦ , ς ' ἵκοιθ ] ' ἡ γῆρύς [ ] μου μηδὲ λάθοι
σὺν Βάκχαις . μή τί ποτ ' εἰς ἐμὰν πόλιν ἵκοιθ ' ὁ παῖς , νέαν δ ' ἁμέραν ἀπολιπὼν
4136769 ἐδομαι
προσδοκίαν χάρις , ὡς ἡ τοῦ Κύκλωπος , ὅτι ὕστατον ἔδομαι Οὖτιν . οὐ γὰρ προσεδόκα τοιοῦτο ξένιον οὔτε Ὀδυσσεὺς
δὲ λεγόμενον ἐπὶ τρίτου ἂν ἠκούετο , Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι , εἰ μὴ ἀνθυπαλλαγῇ τῆς ἀντωνυμίας εἰς δεύτερον αὐτὸ
4134843 δεσποθ
ὕστερον βλάβην . λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά . ὦ δέσποθ ' , ὑγίαιν ' . ὡς χρόνιος ἐλήλυθας .
' ἀφῆκας τῷ γέροντι τῷδε σύ ; Κατοικτίσας , ὦ δέσποθ ' , ὡς ἄλλην χθόνα δοκῶν ἀποίσειν , αὐτὸς
4134286 εἰασα
ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους : Τζέτζου : ἐκ τῆς τρίτης εἴασά τι ποσῶς γράφειν : ἐντεῦθεν ἠρξάμην δὲ τῆς γραφῆς
ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους : Τζέτζου : ἐκ τῆς τρίτης εἴασά τι ποσῶς γράφειν : ἐντεῦθεν ἠρξάμην δὲ τῆς γραφῆς
4122335 εἰσαγαγοντας
ἢ ἠκούσατε οἶνον Ἀθήναζε ἐκ τοῦ Πόντου κατ ' ἐμπορίαν εἰσαγαγόντας , ἄλλως τε καὶ Κῷον . πᾶν γὰρ δήπου
τούτοις εὐθὺς ἐκπλαγῆναι ἔφη , ἐκείνους δὲ τοὺς ἐξ ἀρχῆς εἰσαγαγόντας τὴν διάπειραν τὸν Δάμωνα χλευάζειν ὡς ἐγκαταλειφθησόμενον καὶ σκώπτοντας
4119548 τοὐψον
, πάντες ἴστε : τίς γὰρ ὑμῶν οὐ πώποτε εἰς τοὖψον ἀφῖκται καὶ τὰς δαπάνας τὰς τούτων οὐ τεθεώρηκεν ;
χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ ' Ἰταλιώτης :
4114583 μενεις
ἀκοῦσαι τὰ παρὰ σοῦ λεχθησόμενα , εἴτε μενεῖς εἴτε οὐ μενεῖς : ἄλλως : σοφὸς ὁ πρῶτος ἐπινενοηκὼς τρόπον τινὰ
, οὐκέτι γυῖα κινήσεις , ἀλύτῳ δ ' ὡς ἀδάμαντι μενεῖς , ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος
4113922 γλαφυρως
' . ἀλλ ' ἐγὼ σοφῶς ταῦτ ' οἰκονομήσω καὶ γλαφυρῶς καὶ ποικίλως . ὅτι Μετάνειρα ἡ ἑταίρα , ὡς
εἰσι διὰ τὸ ταχὺ καὶ ἀκοπίαστον αὐτῶν . ἄλλως : γλαφυρῶς ἀπέπαυσε τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς μίξεως , εἰπὼν ὅτι
4112953 δεδιτε
οὐκ οἶδ ' ὅπως ἀπεστραμμένοι : τί γὰρ ἄλλο ἢ δέδιτε εὖ παθεῖν ὑπ ' ἐμοῦ ; ἐπεὶ τίνος ἕνεκεν
Ἑλλὰς διῄρηται ; οὐ γὰρ μὴ Φλιάσιοί γε ὑμῖν ἀμφισβητήσωσι δέδιτε , καὶ οὔπω λέγω δεῖν ἐπὶ τούτῳ δέξασθαι τοὺς
4111294 Οἰει
φιλοσοφίας καὶ μηκέτι τῶν ἐν τῇ Οἴτῃ καταλελειμμένων δεομένῳ ; Οἴει γὰρ ὅτι ἑαυτοῦ χάριν ἐκεῖνος περὶ τὰ τοιαῦτα ἐσπούδακεν
καὶ μήτηρ , καὶ ἀδελφὸς ἀδελφῷ καὶ γυνὴ ἀνδρί . Οἴει ἂν οὖν , ὦ Ἀλκιβιάδη , ἄνδρα γυναικὶ περὶ
4110851 ἐνεγκον
ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ μεθ ' ὑγείας , καὶ τὴν φάσιν ἔνεγκόν μοι . Μὴ ὁμοιωθῇς τῷ κόρακι , ὃν ἐξαπέστειλε
ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ μεθ ' ὑγείας , καὶ τὴν φάσιν ἔνεγκόν μοι . Μὴ ὁμοιωθῇς τῷ κόρακι , ὃν ἐξαπέστειλε
4098667 βλεπεις
ὑπὲρ ὧν πονεῖς . οὐ γὰρ εἰς χρυσόν γε σὺ βλέπεις , ἀλλ ' ἐπαίνων ἐρᾷς : ὃ καὶ ἡνίκα
δὲ καὶ ἐπὶ ταύτης τὸ ἐπίγραμμα τόδε : ὕδατα ταῦτα βλέπεις φοβερά , ξένε , τῶν ἄπο χερσὶ λουτρὰ μὲν
4091100 ψευδῃ
Χαναὰν ἐπρίαντό με . Ὁ δὲ ἠπίστησε , λέγων ὅτι ψεύδῃ : καὶ γυμνόν με ἐκέλευσε τύπτεσθαι . Ἡ δὲ
ἂν αὐτὴν ἐπιλύσῃς . ” καὶ ὁ Αἴσωπος : „ ψεύδῃ : θεὸς γὰρ παρὰ ἀνθρώπου οὐδὲν δεῖται μαθεῖν .
4089858 ἐοικα
ἄμβροτος , οὐκέτι θνητὸς πωλεῦμαι μετὰ πᾶσι τετιμένος , ὥσπερ ἔοικα , ταινίαις τε περίστεπτος στέφεσίν τε θαλείοις : τοῖσιν
τὸ σχῆμα , καὶ σκέψαι μ ' ὅτῳ μάλιστ ' ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων . ὅτῳ ; δοθιῆνι σκόροδον
4083504 Χθες
εἶναι δοκεῖ . ἀλλὰ θεραπείᾳ τοὺς πόνους αὐτῷ συγκαλύψωμεν . Χθὲς παιδαγωγὸς ἦν ὁ σήμερον ὑπὸ παιδὸς ἀγόμενος , καὶ
χρώμενοι τῷ τολμήματι ἰσόρροπον τῇ πράξει τὴν τιμωρίαν ἐκτίσουσιν . Χθὲς Καρίωνος περὶ τὸ φρέαρ ἀσχολουμένου εἰσέφρησα εἰς τοὐπτάνιον :
4083289 ἀλγεινοτατον
ἀποθνῃσκέτω πεσοῦσα ἐπὶ τοῦ λίθου , θάνατον δὲ αὐτῇ τὸν ἀλγεινότατον καὶ μακρότατον ἐξεύρωμεν καὶ ὅστις αὐτὴν χρόνῳ καὶ βασάνῳ
ἀλεγεινότατον : ἤτοι κατὰ πρόσθεσιν τοῦ ε : ἔστι γὰρ ἀλγεινότατον , παρὰ τὸ ἀλγεῖν εἰρημένον . ἢ εἴρηται τὸ
4076002 ποει
ουτε ? [ ] ! ουϲ ϲαυτῶι ? ? ? πόει [ κατὰ ] χώραν λαβέ ] ον ἐπιτίθει ?
ἅπαντα μᾶλλον ” , εὐθὺς εἰπεῖν ἂν δοκῶ , “ πόει με πλὴν ἄνθρωπον : ἀδίκως εὐτυχεῖ κακῶς τε πράττει
4066244 σκεψαι
, ἀγαθόν . Οὐ φαίνεται . Ἔτι τοίνυν καὶ ὧδε σκέψαι . ὅστις καλῶς πράττει , οὐχὶ καὶ εὖ πράττει
, ὑπερηφανεύεσθαι . . . κλέπτειν ] κατ ' εἰρωνείαν σκέψαι ] πρόσεξον τοὺς ῥήτορας ] διασύρει τοὺς ῥήτορας .
4064200 θυραν
⌈ , τουτέστι τὸν ἀντιβάτην , ? , πρὸς τὴν θύραν , αὐτῇ δὲ τῇ δοκῷ τὸν ὅλμον : κατὰ
σφάζοντες , θύονται δὲ οἱ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντευόμενοι . θύραν καὶ θυραίαν φησὶ διαφέρειν . θυραία μὲν γάρ ἐστι
4050988 καταξαι
. οὕτως Πλάτων ἐν Τιμαίῳ . Κατεαγέναι καὶ καταγῆναι καὶ κατάξαι . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ κἄν τινα δόξῃ
Γ συσκεύαζε ] εὐτρέπιζε . νῶϊν ] συνίζησις . καὶ κατάξαι ] γρ . ⌈ καὶ Γ “ πατάξαι ”
4043062 ὁρω
τὸ ἀπόρρητον τοῦτο τῆς γνώμης μηνύει ἐν ἄλλῳ λόγῳ : ὁρῶ δ ' ὑμᾶς Φιλίππου μὲν καταφρονοῦντας , βασιλέα δὲ
παρόντων ἐπαμῦναι τοῖς πράγμασιν , τοῦ μὲν κατηγορεῖν οὐδένα καιρὸν ὁρῶ , πειράσομαι δ ' ἃ κράτιστα νομίζω , συμβουλεῦσαι
4041009 ἀχθομαι
μήποτ ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον : οὕτω τοῖς παροῦσιν ἄχθομαι . Οὐκ εἶ κακὸς σύ , πρὸς κακῶν δ
νῦν δ ' ἴσον ἀπέχομεν εὐπορίας καὶ κολακείας καὶ οὐκ ἄχθομαι τῷ μὴ πλουτεῖν , ἀλλὰ φιλοτιμοῦμαι τῷ μὴ δουλεύειν
4024823 ἐα
ἐστ ' ἰσάργυρον ; Ὡς σκαιὸς εἶ κἄγροικος αἰσχροεπῶν : ἔα , ἐπαρίστερ ' ἐν τῷ στόματι τὴν γλῶτταν φορεῖς
ἀπίστασθαι , Ἑκαταῖος δ ' ὁ λογοποιὸς πρῶτα μὲν οὐκ ἔα πόλεμον βασιλέϊ τῷ Περσέων ἀναιρέεσθαι , καταλέγων τά τε
4021193 ὑλιστηρ
καὶ ὁ σάκος ἐπὶ τοῦ τρυγοίπου εἰρημένος , καὶ ὁ ὑλιστήρ . Ἱππῶναξ δέ φησι στάζουσιν ὡσπερεὶ τροπηίον σάκκος .
Τρὼς Τρωὸς , Τρωΐα καὶ Τροία . Τρύγοιπος . ὁ ὑλιστήρ . παρὰ τὸ ἰποῦσθαι τὴν τρύγα . Τέκμωρ .
4020207 γραπτεον
τῷ κάμνοντι βρωθεὶς ὀπτός φρύνης ] εἶδος βατράχων λημναίης ] γραπτέον ἐστὶ λιμναίης μετὰ τοῦ ἰῶτα πολυηχέος ] πολυφώνου ἥ
: σκοτώδους , ἤγουν ὠχροῦ . μολίβδου : ἢ μολίβου γραπτέον ἤ , ἐπεὶ ὄνομα , οὐδὲν κωλύει τὸ δ
4014480 μιμει
πάνυ χρῇ τούτῳ διὰ τέλους , ἀλλὰ μιμεῖ σοφιστὰς , μιμεῖ συκοφάντας , μιμεῖ Θρασύμαχον τὸν οὐδεπώποτε ἐρυθριάσαντα , θυρωροὺς
δ ' οὐ πάνυ χρῇ τούτῳ διὰ τέλους , ἀλλὰ μιμεῖ σοφιστὰς , μιμεῖ συκοφάντας , μιμεῖ Θρασύμαχον τὸν οὐδεπώποτε
4013688 Νικοστρατος
Εὐριπίδῃ . οὐ Μενεκράτης μὲν ἔφασκεν εἶναι Ζεὺς θεός ; Νικόστρατος δ ' ἁργεῖος ἕτερος Ἡρακλῆς ; ἔνθ ' ὄνων
τῷ σκίμποδι κατακεῖσθαι σκύμνον , ἐφ ' ᾧ ἐκάθευδεν ὁ Νικόστρατος . Νικοστράτῳ μὲν δή , ὡς ηὐξήθη , καὶ
3996812 Περικλεης
, ἐπειδὴ ἐν τῇ ἐντελείᾳ βαρύνονται , οἷον Ἡρακλέης Σοφοκλέης Περικλέης , καὶ λοιπὸν συναιρούμενα περισπῶνται , οἷον Ἡρακλῆς Σοφοκλῆς
: καὶ πάλιν ἐν ἄλλοις [ Εὔπολις ὁ ποιητής ] Περικλέης οὑλύμπιος ἤστραπτεν , ἐβρόντα , συνεκύκα τὴν Ἑλλάδα .
3985869 λογισαι
πλείους ] περισσότεροι , πλείονες . σκόπει ] ὅρα , λόγισαι . , στοχάζου . σκοπῶ ] βλέπω , λογίζομαι
αὐτὸ λέγειν οὐκ ἐδόξαμεν : ἔστι δὲ τόδε σὸν εἶναι λόγισαι , πάτερ , τὸ παιδίον , οὐκ ἐμόν :
3972616 σφοδρυνῃ
ὡς νεοζυγὴς πῶλος βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ . ἀτὰρ σφοδρύνῃ γ ' ἀσθενεῖ σοφίσματι . αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι
ἡνίας ] ἤγουν τὴν ἰσχὺν τοῦ Διός ἀτὰρ ] δὲ σφοδρύνῃ ] θρασύνῃ , κομπάζεις ἀσθενεῖ ] ἀδυνάτῳ σοφίσματι ]
3970640 ἀνεῳγετο
καὶ Λυσίας . Ἀνέῳγα . καὶ ὁ Πλάτων : „ ἀνεῴγετο γὰρ οὐ πρωΐ . „ Ἀνέῳγε βούλονται μὴ λαμβάνεσθαι
ἀνέῳγέ μοι θύραν „ , καὶ ὁ Πλάτων : ” ἀνεῴγετο γὰρ οὐ πρῴ ” καὶ ὁ Δημοσθένης : „
3970463 ὀψομαι
πι συλλαβῆς : ὄπτω γάρ ἐστιν , ἀφ ' οὗ ὄψομαι , καὶ παράγωγον ὀπτεύω : ἀποβολῇ τοῦ τ ὀπεύω
βοᾶι : τὸ παιδίον φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν . ὑιδοῦν ὀπτώμενον ὄψομαι . πάλιν πέπληχε τὴν θύραν . στρόβιλος ἢ σκηπτὸς
3961947 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου
3958242 ἐγχελεσιν
τοῖς Ἀττικοῖς ἀλλ ' ἐγχέλεις καὶ αἱ πτώσεις ἐγχέλεων , ἐγχέλεσιν . Εὔπολις : „ τὸ σῶμ ' ἔχουσι λεῖον
: καὶ ἀλλαχοῦ : οὐ χαίρω βατίσιν , οὐδ ' ἐγχέλεσιν : καὶ Στράττις ἐγχέλεων ἀνεψιός . Ἀριστοτέλης δ '
3946869 θετω
, εἰ ὅτι καὶ σοὶ χαριεῖται γνοίη . μα - θέτω τοίνυν οὗτος ἀκούσας διαρρήδην ἐκ τοῦ σοῦ στόματος ὡς
εἶναι φήσει , ἐκεῖνό γ ' οὐ λόγος : αὐτὸς θέτω , καὶ μὴ λεγέτω τοῦθ ' , ὡς οὐ
3937692 εἰληφ
ἄλλως ἀποθανεῖν . ἰσχυρικός ἐπιπονώτερον ἔργον μὰ τὸν Διόνυσον οὐκ εἴληφ ' ἐγώ , ἀφ ' οὗ παρασιτῶ . μεμβράδας
ποθ ' ὁ πατήρ , ἐπώμοσα . τὸ παιδίον γενόμενον εἴληφ ' οὐ πάλαι : ἀπὸ ταὐτομάτου δὲ συμβέβηκε καὶ
3935285 Κρωβυλην
τοίνυν περὶ τοὺς αὐτοὺς χρόνους Διοπείθης ἐμβαλὼν εἰς τὴν χώραν Κρωβύλην μὲν καὶ τὴν Τιρίστασιν ἐξηνδραποδίσατο , τὴν δὲ προσεχῆ
σιωπᾶν βούλομαι τὴν νύκτα τὴν πολλῶν κακῶν ἀρχηγόν . οἴμοι Κρωβύλην λαβεῖν ἔμ ' , ἑκκαίδεκα τάλαντα . . .
3920025 ἀνερευνων
τε αὐτὸς κρίνῃς ἐάν τε ἄλλου κρίναντος ἀποβᾶσαν μάθῃς , ἀνερευνῶν εὑρήσεις ἰατρικώτατα ἔχουσαν καὶ οὐκ ἔξω τοῦ ἐν ἰατρικῇ
μὴ περὶ ῥητὸν ἔχει τὴν ἐξέτασιν τὴν διάνοιαν αὐτοῦ προφανῶς ἀνερευνῶν , ἀλλ ' ὅμως κατὰ τὸ λανθάνον τὴν διάνοιαν
3918278 ἐπαναξω
μάθε ὅτι Ἀντιφάνης μὲν ἐν Ἁρπαζομένῃ οὕτως ὠνόμασε : λαβὼν ἐπανάξω σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νυκτὸς αὐτῆς καὶ λέοντα
[ ] γέγονε [ [ παῖ παῖδες [ ] : ἐπανάξω [ ] ? : ψοφεῖ ? [ ] αὐτῶν
3907643 Μανδραγοριζομενῃ
, ἢ ξενικὸν ἰατρὸν τοιαυτὶ λέγοντα , ὡς Ἄλεξις ἐν Μανδραγοριζομένῃ διὰ τούτων παρίστησιν : Ἐὰν ἐπιχώριος ἰατρὸς εἴπῃ ,
οὕτως . . . ὅτι δὲ καὶ χιόνα ἔπινον ἐν Μανδραγοριζομένῃ ἔφη Ἄλεξις : εἶτ ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος
3893062 Ἐπιτρεπουσιν
: νὴ τὸν Δία τὸν μέγιστον ἐκτυφήσομαι . καὶ ἐν Ἐπιτρέπουσιν [ . ] : ἐξετύφην μὲν οὖν κλαί -
κολακεύει μᾶλλον . ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίους ' ὅλως ἐν Ἐπιτρέπουσιν . οὐθὲν πέπονθας δεινὸν ἂν μὴ προσποῆι . ἐλευθέρωι
3893000 ὀξυνειν
, οὐχ ὥς τινες ᾠήθησαν παρὰ τὸ ξίφος διὰ τὸ ὀξύνειν τῶν μετιόντων τὰς ψυχάς , ἀλλὰ διὰ τὸ ἐν
πόνηρος καὶ μόχθηρος [ ἀεὶ ] οἱ Ἀττικοὶ ἀντὶ τοῦ ὀξύνειν προπαροξύνουσιν , ὅταν τὸν ἐπίμονον καὶ ἐπίμοχθον σημαίνῃ .
3889476 τινεις
. τῆς δ ' αὖ λεγούσης “ ὡς κακὴν χάριν τίνεις ὧν ὠφέλουν θηρῶσα μῦς τε καὶ σαύρας , ”
λόγοισι τοῖς ἐμοῖς ὁμορροθεῖ : μισῆι γε πρὸς θεῶν καὶ τίνεις μητρὸς δίκας , μανίαις ἀλαίνων καὶ φόβοις . τί
3888588 ἀπεβαλες
τῶν κρατησάντων ἐπὶ τοὺς ἡττημένους , ἀπείληφα δίκην , ὧν ἀπέβαλες οἰκητόρων , ἐθεράπευσα τὴν τῶν πεσόντων ὁσίαν ταῖς τῶν
φησί , λυποῦ , φίλτατε : οὐ γὰρ σὺ φεύγων ἀπέβαλες τὴν ἀσπίδα , μὰ τὴν Ἀφροδίτην , ἀλλ '
3886855 αὐλουντας
τὰς ἐν τῷ Πειραιεῖ αὐλητρίας καὶ τὰ πορνεῖα καὶ τοὺς αὐλοῦντας καὶ ᾄδοντας καὶ ὀρχουμένους , ταῦτα πάντα δεινὰ ὄντα
καλαμαυλήτην εἴπατε χαῖρε Θέων . ὥσπερ οὖν τοὺς τῷ καλάμῳ αὐλοῦντας καλαμαύλας λέγουσι νῦν , οὕτω καὶ ῥαππαύλας , ὥς
3882808 δητ
δοίδυκα καὶ κιβώτιον . Λίθινον ; Μὰ Δί ' οὐ δῆτ ' , οὐχὶ τό γε κιβώτιον . Σὺ δὲ
θεῶν μέγας , ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός . τί δῆτ ' ἐγὼ κάτοικτος ὧδ ' ἀναστένω ; ἐπεὶ τὸ
3881936 χανων
ὡς σὺ χώραν ἔχῃς . ” εἰσῄειν οὖν μάτην λύκος χανὼν παρὰ μικρόν , αἰσχυνόμενος ὅτι ἐδόκουν ἐξεληλακέναι τοῦ συμποσίου
καὶ ἑαυτὸν χθαμαλωτέρᾳ τῇ πτήσει κατάγων πλησίον γίνεται , καὶ χανὼν ἀνεμεῖ λίθον ἐς τὸν τῆς Ἡρακληίδος κόλπον , καὶ
3881015 ἐμους
' Εὐμάθει τούτῳ , μεταπεμψάμενος τοὺς οἰκείους καὶ φίλους τοὺς ἐμοὺς Εὐμάθης ἐνεφάνισε τὰ χρήματα , ἃ ἦν μοι παρ
ὅτι δεῦρο ἀνιὼν οὐχὶ τὼ ὀφθαλμὼ τοῦ ἀετοῦ ἐνεθέμην τοὺς ἐμοὺς ἐξελών : ὡς νῦν γε ἡμιτελὴς ἀφῖγμαι καὶ οὐ
3878079 ὡρασι
τινος λαβὼν ὀφείλεθ ' ὅσα δεδωκὼς ἦν πάλαι . Μὴ ὥρασι * μετὰ τῶν κακῶν ἵκοιθ ' ὁ τοὺς θέρμους
. ὅτι Ποσειδῶνος εὕρημα οἱ ἐρέβινθοι . ΘΕΡΜΟΙ . μὴ ὥρασι μετὰ τῶν κακῶν ἵκοιθ ' ὁ τοὺς θέρμους φαγών
3876298 μεμνησαι
ἂν εἰκὸς εἴη ἀντίψηφον ἐμὲ τῷ θεῷ γενέσθαι . Οὐκοῦν μέμνησαι ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ φάσκων εἶναι , ὅπως μὴ λάθῃς
ζητεῖν ὑμᾶς : ὀπίαν δ ' οὐκ ἔστι γενέσθαι . μέμνησαι δῆθ ' ὅτ ' ἐπὶ στρατιᾶς κλέψας ποτὲ τοὺς
3869831 Ὀδυσσευσιν
φασὶν εἶναι ταῦτα σινδόνια ἐπεστραμμένα . Θεόπομπος δ ' ἐν Ὀδυσσεῦσιν ἐπὶ διακόνου ἔφη λάσιον ἐπιβεβλημένος . οὕτω δὲ καὶ
μεταλαμβάνῃ , ἀλλὰ πάντα λαλῇ , ἔφη : Κρατῖνος ἐν Ὀδυσσεῦσιν εἴρηκε τὴν ὀξάλμην διὰ τούτων : ἀνθ ' ὧν
3866804 πλαστιγγα
τοῦ ζυγοῦ , ἤτοι στάθμης , μέρος . . * πλάστιγγα : πλαστιγξ ἡ τοῦ ζυγίου χύτρα * πεσοῦσαν :
διδάξω καθ ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα ποιήσῃ πεσεῖν πλάστιγγα ; ποίαν ; τοῦτο τοὐπικείμενον ἄνω
3864963 ἀφικομην
ἄν . ὅτε γὰρ κατ ' ἀρχὰς εἰς Συρακούσας ἐγὼ ἀφικόμην , σχεδὸν ἔτη τετταράκοντα γεγονώς , Δίων εἶχε τὴν
τὸ μειράκιον , ἵνα μὴ τούτῳ μαχοίμην , ἐπειδὴ δὲ ἀφικόμην πάλιν , ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὴν οἰκίαν τὴν Σίμωνος
3863121 ἐθηκα
μᾶλλον ἤ σε δεῖ ξένος ξένος . Ἐγώ ς ' ἔθηκα δοῦλον ὄντ ' ἐλεύθερον . Τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν
, ἐὰν ἐνέγκω , μὴ ὄντων μελλόντων : ὁ γὰρ ἔθηκα ἔδωκα ἧκα , ἐπείπερ εἶχον τοὺς μέλλοντας ἐλέγχοντας ,
3862659 θηραθεισαι
οὖν μέμνησθε ἅπερ προλέγω ὑμῖν , μηδὲ παρ ' ἄτης θηραθεῖσαι , ἤγουν εἰς βλάβην ἐμπεσοῦσαι , μέμψησθε τὴν δυστυχίαν
οὖν μέμνησθε ἅπερ προλέγω ὑμῖν : μηδὲ παρ ' ἄτης θηραθεῖσαι , ἤγουν εἰς βλάβην ἐμπεσοῦσαι , μέμψησθε τὴν δυστυχίαν
3857019 περιπατησαι
οὐ δύνανται , ἀλλὰ μετὰ πολλῶν , οὕτως ἔνιοι μόνοι περιπατῆσαι οὐ δύνανται . ἄνθρωπε , εἴ τις εἶ ,
σὸν καὶ τοῦτο . Τί οὖν , ἂν ἐμοῦ ὁρμήσαντος περιπατῆσαι ἐκεῖνός με κωλύσῃ ; Τί σου κωλύσει ; μή
3855995 ἀσπαζομαι
ὦ φίλη γῆ , διὰ χρόνου πολλοῦ ς ' ἰδὼν ἀσπάζομαι : τουτὶ γὰρ οὐ πᾶσαν ποιῶ τὴν γῆν ,
, ὦνδρες δημόται , ἀρχαῖον ἤδη προσαγορεύειν καὶ σαπρόν : ἀσπάζομαι δ ' ὁτιὴ προθύμως ἥκετε καὶ συντεταμένως κοὐ κατεβλακευμένως
3854728 σφω
ἐς παῖδε σώ . σῶιζ ' οὖν σὺ τέκνα , σφὼ δὲ τήνδε μητέρα , καὶ χαίρεθ ' : ἡμεῖς
, προσλάβεσθ ' , ὦ φίλοι . Ἐμοῦ δέ γε σφὼ τοῦ πέους ἄμφω μέσου προσλάβεσθ ' , ὦ φίλαι
3852630 μαγειρος
ἐβουλεύετο τί χρὴ ποιεῖν , ἕως παρελθὼν ὁ Σόφων αὐτῷ μάγειρος τὰ ἐξ Αὔγης εἶπεν Εὐβούλου : τί , ὦ
ρος ῥηματικὰ τῇ ει διφθόγγῳ θέλουσι παραλήγεσθαι , οἷον μάσσω μάγειρος , πέπτω πέπειρος , ὀνῶ ὄνειρος , οὕτως καὶ
3850494 κατακλινεις
. ἃ πάντες ἴσμεν ] τὰ κοινὰ δηλονότι . ἀλλὰ κατακλινεὶς δευρὶ : τὸ “ κατακλινεὶς ” κοινόν , τὸ
τὸ ἱμάτιον τὸ ἐμαυτοῦ τοῦτονκαὶ γὰρ ἦν χειμώνὑπὸ τὸν τρίβωνα κατακλινεὶς τὸν τουτουί , περιβαλὼν τὼ χεῖρε τούτῳ τῷ δαιμονίῳ
3848657 ἠμην
ἡγεμόνες ἐπῄνεσαν . . . . ἦν ] ἀντὶ τοῦ ἤμην . . μήπω συνήγορον ] μέλλει γὰρ ὕστερον καὶ
, καὶ ἐπλήθυνεν αὐτὸν ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ : καὶ ἤμην μετ ' αὐτοῦ μῆνας τρεῖς καὶ ἡμέρας πέντε .
3844581 πνιγηται
ὠμοπλατέων , τῇ πνιγὶ ἀρήγοντα . ἢν δὲ ἐπὶ φλεγμονῇ πνίγηται , καὶ διαϲχάϲαι τὴν ἐπὶ τῷ κτενὶ οἰκευμένην φλέβα
δίδου φαγεῖν θερμοὺς τοὺς ψωμούς : σωθήσεται γὰρ κἂν ἤδη πνίγηται . Ὀρειβάσιος δέ φησιν : ἀφεψείσθω τὸ ἄνηθον ὕδατι
3843006 βλεπω
] Τῷ πολέμῳ . Θεάομαι σαφὲς ] * Θεάομαι καὶ βλέπω πρᾶγμα σαφές , τὸν Ἀλκμαίωνα πρῶτον διεξάγοντα καὶ ἰθύνοντα
: ποθεινός : ποθητός : πολυπόθητος . Βλέφαρον παρὰ τὸ βλέπω καὶ αἴρω , βλεπέαρόν τι ὄν : τὰ γοῦν
3842224 διεθηκε
ἐξηγητὴς τῶν νόμων , καθάπερ οἱ παρὰ Ῥωμαίοις νομικοί . διέθηκε δὲ φαύλως αὐτοὺς Τιγράνης ὁ Ἀρμένιος , ἡνίκα τὴν
κακῶς τοὺς Ἕλληνας ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς ἔτι χεῖρον διέθηκε , τοὺς μὲν ἐξαπατῶν , τοῖς δὲ διδούς ,

Back