| τῶν παραλίωνκαὶ δεῖν ἀπροφασίστως ἐν τούτῳ καὶ ἀμᾶσθαι καὶ ἀροτριᾶν ἁπαξάπαντας τοὺς γεωργούς . οὗτός τοι πεδίων : καὶ τοῖς | ||
| χρόνῳ : κᾆθ ' ὡς ἐκεῖνος κατέδομαι καὶ τοὺς λίθους ἁπαξάπαντας , οὐ γὰρ οὖν τὴν γῆν μόνην . διαφέρει |
| μύρον εἶχον : ἀλλὰ νῦν . καὶ βάψομαι , καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ ἄνθρωπος ἐν | ||
| οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ ἄνθρωπος , |
| νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι , νὴ Δία , καὶ γενήσομαι Κτήσιππος | ||
| νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ |
| τὸ δὲ ὑποτακτικὸν διὰ τοῦ ω μεγάλου . Ἔδομαι , κατέδομαι , οὐ βρώσομαι . Ἄγαγε , ἀγαγών , ὡς | ||
| δεινὴ γλῶσσα Βρεττία παρῆν . Ἐπὶ τῷ ταρίχει τὸν γέλωτα κατέδομαι . Οὕτω γὰρ ἡμῖν ἡ πόλις μάλιστα σῶς ἂν |
| τοῦτο ἐν τῷ λόγῳ . ὅτι γὰρ τοὺς τοιούτους ἐκάλουν παλιναιρέτους , καὶ τοὺς ἀποχειροτονηθέντας τὴν ἀρχὴν καὶ πάλιν χειροτονηθέντας | ||
| . ἢν οὖν ποιῶμεν ταῦτα , κίνδυνος λαθεῖν ἁπαξάπαντας γενομένους παλιναιρέτους . ἐπὶ δὲ τῶν καθαιρεθέντων οἰκοδομημάτων καὶ ἀνοικοδομηθέντων Πίνδαρος |
| κωμωιδοποιὸς ἐν τοῖς Ἰάμβοις φησίν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ μάλ ' | ||
| , οὓς χλευάζων Ἕρμιππός φησιν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ μάλ ' |
| ἀλλ ' ἄσκαφον ματεύων , κυλικηγορήσων ἔρχομαι , οὐ τῶν Κυλικράνων εἷς ὑπάρχων , οὓς χλευάζων Ἕρμιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν | ||
| εἷς ὤν , οὓς χλευάζων Ἕρμιππός φησιν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ |
| ἐστι : ἔστι δὲ τοῦτο βαρύ . ἔχει δὲ ποταμοὺς ἐπιρρέοντας εἰς αὐτήν . τὸ γοῦν πνεῦμα ἀνιμώμενον ἐκ τῆς | ||
| σκοπός ἐστιν οὖν κενῶσαι τοὺς ποιοῦντας τὸ πάθος χυμούς , ἐπιρρέοντας δ ' αὐτοὺς ἔτι [ δὲ ] κωλῦσαι , |
| ἀντὶ τοῦ λιπαρός . ἀντὶ τοῦ ὀπίσω ὤν . . κᾆθ ' οἱ Κεραμῆς : δῆμος δὲ Ἀθηναίων . ἐκεῖ | ||
| . ὅθεν ἐν ταραχαῖς τε καὶ κακοῖς τὰ πράγματα . κᾆθ ' οἱ μὲν ἠσέλγαινον , ὁ δ ' ἐβρενθύετο |
| ' ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι . Ὀρθῶς γ ' , ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν . Ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω | ||
| ὁμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος . Ἆρ ' οἶσθ ' ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μάχη , οἳ τὰ ξίφη |
| σὴν δεῦρ ' ἀποστέλλειν , Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην . κἆιθ ' ὑποστρέψας λέληψαι μεταβαλὼν ἄλλας γραφάς , ὡς φονεὺς | ||
| ὡς ἐμοῦ πεφευγότος ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων ἔσω . κἆιθ ' ὁ Βρόμιος , ὡς ἔμοιγε φαίνεται , δόξαν |
| εἰς τὴν πολιτείαν οὐ παραδεξόμεθα ἅτε τυραννίδος ὑμνητάς . Οἶμαι ἔγωγ ' , ἔφη , συγγιγνώσκουσιν ὅσοιπέρ γε αὐτῶν κομψοί | ||
| τῶν φίλων τῶν Πανταινέτου καὶ τῶν νόμων . οὐ γὰρ ἔγωγ ' ἐπεδήμουν , οὐδ ' αὐτὸς ἐγκαλεῖ . Βούλομαι |
| . Ὅδ ' ἐστὶν ἁνὴρ ὃν λέγεις . Τί οὖν ποιῶ ; Ἀπόδυσον αὐτόν : οὐδὲν ὑγιὲς γὰρ λέγει . | ||
| δ : λαμβάνω μίαν πλευρὰν τοῦ κζ τὴν τριάδα καὶ ποιῶ τρὶς δ , γίνονται ιβ : ἰδοὺ ὁ ιβ |
| . Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει | ||
| Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις , |
| ! ] ϲη ? ? ! ! [ νὴ τοὺϲ θεοὺϲ [ ! ! ! εινλλ ! ! ! ! | ||
| [ ὅδ ' ἀπολεϲα [ φιλωτι ϲυν [ νὴ τοὺϲ θεοὺϲ [ οὐ γὰρ λέγων [ οἷϲ ἂν μαθον [ |
| πήρας μὲν οὖν τρεῖς . ἀλλ ' ἐκεῖνος ῥῆμά τι ἐφθέγξατ ' οὐδὲν ἐμφερές , μὰ τὸν Δία , τῶι | ||
| πατὴρ Ταλαοῦ , ἐξ οὗ ὁ Ἄδραστος . τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ ' Ἀμφιάρηος : ὡς ἀπὸ τοῦ χοροῦ τὸ πρόσωπον |
| , οὐκ ἐμφαίνεται δὲ ἐνταῦθα τί σημαίνει . Ἄλεξις : ὀψοποιεῖν εὐφυῶς περὶ Σικελίαν ἔμαθον ὥστε τοὺς δειπνοῦντας εἰς βατάνειον | ||
| βατανίοισιν ἑφθός . Ἄλεξις ἐν Ἀσκληπιοκλείδῃ : οὕτως δ ' ὀψοποιεῖν εὐφυῶς περὶ τὴν Σικελίαν αὐτὸς ἔμαθον ὥστε τοὺς δειπνοῦντας |
| ὁρᾷ οὐδὲ μετέρχεται αὐτῶν τὰς ἀσεβείας καὶ ἀσυνεσίας : † πάσχω δηλονότι : μοῦσαν οὐράνιόν φησι τὴν μεγάλην καὶ περίβλεπτον | ||
| ' : ὦ τάλαιν ' ἐμὴ πατρίς , ὡς δεινὰ πάσχω . τί δέ με καὶ τεκεῖν ἐχρῆν ἄχθος τ |
| ᾧ προσέοικεν , ὦ Κρέων , τὸ βρέγμα σου ; ἐγᾦδα : δείνῳ περὶ κάτω τετραμμένῳ . Ἀρχέδικος δ ' | ||
| ἐπὶ στρατείας αὐτῷ ἐχρῶντο , ὡς Χιωνίδης ἐν Ἥρωσιν πολλοὺς ἐγᾦδα κοὐ κατὰ σὲ νεανίας φρουροῦντας ἀτεχνῶς κἀν σάμακι κοιμωμένους |
| λέγων τῷ λέγοντι πῶς ἂν ἀντιλέγοι ; Καὶ ὁ μὲν Κτήσιππος ἐσίγησεν : ἐγὼ δὲ θαυμάσας τὸν λόγον , Πῶς | ||
| αὐτοῦ διήκουσαν Σωκράτους , Κριτόβουλος , Ἑρμογένης , Ἐπιγένης , Κτήσιππος . ὁ δ ' οὖν Κρίτων διαλόγους γέγραφεν ἐν |
| πεντάκις τῆς ἡμέρας τότ ' , ἀλλὰ νῦν : οὐδὲ χλανίδ ' εἶχον , ἀλλὰ νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον | ||
| τῶν ἀδολεσχῶν εἷς γέ τις . τί οὖν ποῐῶμεν ; χλανίδ ' ἐχρῆν λευκὴν λαβεῖν : εἶτ ' Ἰσθμιακὰ λαβόντες |
| καρῖδα , φύκην , κωβιόν , πέρκην , σπάρον , ἐποίησά τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδι ' ἄττα | ||
| καρῖδα , φύκην , κωβίον , πέρκην , σπάρον , ἐποίησά τ ' αὐτὸ ποικιλώτερον ταῶ . κρεᾴδια , ποδάρια |
| ὥσπερ τοίνυν φῂς ἐκεῖνα ἀκούειν λεγόντων εἰς Περικλέα , οὕτως ἀντάκουε καὶ τῶν τἀληθῆ περὶ ἐκείνου λεγόντων καὶ οἷς οὐδεὶς | ||
| ἀπὸ νηῶν μικρῶν πρὸς μεγάλας . Εἰπὼν ἃ θέλεις , ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις : ἐπὶ τῶν ἀκουόντων κακὰ , |
| ' ἐν δόμοις ἔμεινεν Ἠλέκτρα πατρός , ταύτην ἐπειδὴ θαλερὸς εἶχ ' ἥβης χρόνος μνηστῆρες ἤιτουν Ἑλλάδος πρῶτοι χθονός . | ||
| τίς ἐστιν . . . . οὗτος οὖν πυγὴν μεγάλην εἶχ ' , ὦ Χαριάδη , καὶ καλήν . τοῦτον |
| πρὸϲ τὴν πόϲθην ἤπερ τοὐναντίον : λεπτὴ γὰρ οὖϲα ἡ πόϲθη διατιτρᾶται ῥᾳδίωϲ . μετὰ δὲ τὴν ἀπόλυϲιν τῆϲ προϲφύϲεωϲ | ||
| ἀλλήλων διεϲτώϲαϲ . ἔϲτι δὲ διπλῆ κατὰ τὴν βάλανον ἡ πόϲθη : τὸ οὖν ἓν αὐτῆϲ , ἤγουν τὸ ἔνδοθεν |
| εἰμι τὴν χώραν τὴν ὑμετέραν οὔτ ' ἐν τῇ ἀγορᾷ φαίνομαί τινι ὀχληρός : οὐ γάρ εἰμι ῥήτωρ : οὐδὲ | ||
| παῖς μου εἶπεν , ἐπείσθης ἄν : ἐγὼ δὲ οὐ φαίνομαί σοι ἀξιοπιστότερος εἶναι ; Δύσκολος σκάλαν καταβαίνων σφαλεὶς κατέπεσε |
| ' ἐμοῦ . εἶτα πρὶν μὲν ἐλεγχθῆναι τὸ πρᾶγμα , ὠργίζεσθε , προὐκαλεῖσθ ' ἐπὶ τιμωρίαν τὸν παθόντα , ἐκροτεῖθ | ||
| μοι : καὶ γὰρ ἐκρίνεθ ' ὑμεῖς καὶ ἀπεχειροτονεῖτε καὶ ὠργίζεσθε , καὶ πάντα ταῦτα σύνισθ ' ὑμεῖς : τῶν |
| σώζει τὸ ζῶον ἐκ τῆς ἀναπνοῆς . τὴν μὲν οὖν παραδοθεῖσαν ἡμῖν ἱστορίαν περὶ ψυχῆς διεληλύθαμεν , τὰ μὲν οἷς | ||
| τίθησι : Πολυνείκης δ ' ἀπήντησεν δορί , πληγὴν σιδήρωι παραδοθεῖσαν εἰσιδών , κνήμην τε διεπέρασεν Ἀργεῖον δόρυ : στρατὸς |
| πάλιν οἴκαδε . Ὦ Θρᾷττα , τὴν κίστην κάθελε , κᾆτ ' ἔξελε τὸ πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν | ||
| ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους |
| τοῦτο κάνδαυλόν τινα παραθήσομεν . κάνδαυλον ; οὐκ ἐδήδοκα [ κάνδαυλον ] οὐδ ' ἀκήκο ' οὐδεπώποτε . θαυμαστὸν ἐμὸν | ||
| Ὃς μέλανα ποιεῖν ζωμὸν οὐκ ἠπίστατο , θρῖον δὲ καὶ κάνδαυλον ἢ τούτων τι τῶν εἰς ματτύην οὐδ ' ἕτερον |
| γέγραπται : εἰ δὲ μή , κεκύλισται ὁ πίθος ἐν Κρανείῳ . Τῆς Λιβύης τὰ νότια ψάμμος ἐστὶν βαθεῖα καὶ | ||
| ὑποπτεύσαντος Πασιμήλου τὸ μέλλον ἔσεσθαι , ἡσυχίαν ἔσχον ἐν τῷ Κρανείῳ . ὡς δὲ τῆς κραυγῆς ᾔσθοντο , καὶ φεύγοντές |
| πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος ἐπὶ τὴν χύτραν τὴν τῆς ἀθάρης ἀνίσταμαι . Ταλάντατ ' ἀνδρῶν , οὐκ ἐδεδοίκεις τὸν θεόν | ||
| διὰ σὲ καὶ σφόδρ ' ἄκρατον , μοὶ δοκῶ : ἀνίσταμαι γοῦν τέτταρας κεφαλὰς ἔχων . κωμῳδοῦνται δὲ ὡς μέθυσοι |
| ὅ τι ἂν ἅπαντες οὗτοι γνῶσι πράττειν με δεῖν , ποιήσω . καὶ πρὸς μὲν σὲ ταῦθ ' ἱκανά : | ||
| διὰ πλατείας . . . οὐράνιον . . παιδιάν βάψας ποιήσω μέλαν . ἀκούεις ὡς στένει ; Ἀστυάναξ γέγονα . |
| κωμικὸν ποιητὴν λέγουσιν , ὃς κινουμένους τοὺς χοροὺς εἰσῆγε καὶ παλαίοντας . 〛 ἐγένετο δὲ στρατηγὸς , ἐφ ' οὗ | ||
| : καὶ γὰρ τὸν Λεοντίσκον καταβαλεῖν μὲν οὐκ ἐπίστασθαι τοὺς παλαίοντας , νικᾶν δὲ αὐτὸν κλῶντα τοὺς δακτύλους . τὸν |
| κατιόντας καὶ ἐπὶ τράχηλον ὠθοῦντος τοῦ Ἑρμοῦ ὅμως ἀντιβαίνοντας καὶ ὑπτίους ἀντερείδοντας οὐδὲν δέον . Ἔγωγ ' οὖν καὶ διηγήσομαι | ||
| τοῦτο τῇ πόλει , πρὸς ἑκάτερον ἀπήντησεν . ἐπειδὴ δὲ ὑπτίους αὐτοὺς ἐποίησεν εἰπὼν τὸ δύσμαχον τοῦ Μακεδόνος ὑπὲρ Ἀθηναίων |
| καὶ ἀλγεῖς τὴν ψυχὴν περὶ τῆς σῆς συνουσίας , σιωπᾶν ὀφείλεις , ἵνα μὴ δόξῃς διὰ λαγνείαν χαλεπαίνειν : τὸ | ||
| : τὸ δὲ τρίγωνον παράδειγμά ἐστι τοῦ ζητουμένου , ὅπερ ὀφείλεις γινώσκειν τί σημαίνει , ἤγουν τὸ ὑπὸ τριῶν γραμμῶν |
| με πολλὰ κατεφίλει . ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ᾔδειν ὅστις ἦν , ἀλλ ' εἱστήκειν ἐκπεπληγμένος καὶ δεχόμενος | ||
| ὥστε μηδ ' εἰς ταῦτα ἀναχώρησιν εἶναι . οὐ γὰρ ᾔδειν , οὐ γὰρ ἠπιστάμην , ὅστις ἦν . οὐ |
| νιν ] μονομαχήσειν ἀνέπεισαν . [ Ζεῦ , ς ' ἵκοιθ ] ' ἡ γῆρύς [ ] μου μηδὲ λάθοι | ||
| σὺν Βάκχαις . μή τί ποτ ' εἰς ἐμὰν πόλιν ἵκοιθ ' ὁ παῖς , νέαν δ ' ἁμέραν ἀπολιπὼν |
| προσδοκίαν χάρις , ὡς ἡ τοῦ Κύκλωπος , ὅτι ὕστατον ἔδομαι Οὖτιν . οὐ γὰρ προσεδόκα τοιοῦτο ξένιον οὔτε Ὀδυσσεὺς | ||
| δὲ λεγόμενον ἐπὶ τρίτου ἂν ἠκούετο , Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι , εἰ μὴ ἀνθυπαλλαγῇ τῆς ἀντωνυμίας εἰς δεύτερον αὐτὸ |
| ὕστερον βλάβην . λύπη μανίας κοινωνίαν ἔχει τινά . ὦ δέσποθ ' , ὑγίαιν ' . ὡς χρόνιος ἐλήλυθας . | ||
| ' ἀφῆκας τῷ γέροντι τῷδε σύ ; Κατοικτίσας , ὦ δέσποθ ' , ὡς ἄλλην χθόνα δοκῶν ἀποίσειν , αὐτὸς |
| ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους : Τζέτζου : ἐκ τῆς τρίτης εἴασά τι ποσῶς γράφειν : ἐντεῦθεν ἠρξάμην δὲ τῆς γραφῆς | ||
| ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους : Τζέτζου : ἐκ τῆς τρίτης εἴασά τι ποσῶς γράφειν : ἐντεῦθεν ἠρξάμην δὲ τῆς γραφῆς |
| ἢ ἠκούσατε οἶνον Ἀθήναζε ἐκ τοῦ Πόντου κατ ' ἐμπορίαν εἰσαγαγόντας , ἄλλως τε καὶ Κῷον . πᾶν γὰρ δήπου | ||
| τούτοις εὐθὺς ἐκπλαγῆναι ἔφη , ἐκείνους δὲ τοὺς ἐξ ἀρχῆς εἰσαγαγόντας τὴν διάπειραν τὸν Δάμωνα χλευάζειν ὡς ἐγκαταλειφθησόμενον καὶ σκώπτοντας |
| , πάντες ἴστε : τίς γὰρ ὑμῶν οὐ πώποτε εἰς τοὖψον ἀφῖκται καὶ τὰς δαπάνας τὰς τούτων οὐ τεθεώρηκεν ; | ||
| χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ ' Ἰταλιώτης : |
| ἀκοῦσαι τὰ παρὰ σοῦ λεχθησόμενα , εἴτε μενεῖς εἴτε οὐ μενεῖς : ἄλλως : σοφὸς ὁ πρῶτος ἐπινενοηκὼς τρόπον τινὰ | ||
| , οὐκέτι γυῖα κινήσεις , ἀλύτῳ δ ' ὡς ἀδάμαντι μενεῖς , ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος |
| ' . ἀλλ ' ἐγὼ σοφῶς ταῦτ ' οἰκονομήσω καὶ γλαφυρῶς καὶ ποικίλως . ὅτι Μετάνειρα ἡ ἑταίρα , ὡς | ||
| εἰσι διὰ τὸ ταχὺ καὶ ἀκοπίαστον αὐτῶν . ἄλλως : γλαφυρῶς ἀπέπαυσε τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς μίξεως , εἰπὼν ὅτι |
| οὐκ οἶδ ' ὅπως ἀπεστραμμένοι : τί γὰρ ἄλλο ἢ δέδιτε εὖ παθεῖν ὑπ ' ἐμοῦ ; ἐπεὶ τίνος ἕνεκεν | ||
| Ἑλλὰς διῄρηται ; οὐ γὰρ μὴ Φλιάσιοί γε ὑμῖν ἀμφισβητήσωσι δέδιτε , καὶ οὔπω λέγω δεῖν ἐπὶ τούτῳ δέξασθαι τοὺς |
| φιλοσοφίας καὶ μηκέτι τῶν ἐν τῇ Οἴτῃ καταλελειμμένων δεομένῳ ; Οἴει γὰρ ὅτι ἑαυτοῦ χάριν ἐκεῖνος περὶ τὰ τοιαῦτα ἐσπούδακεν | ||
| καὶ μήτηρ , καὶ ἀδελφὸς ἀδελφῷ καὶ γυνὴ ἀνδρί . Οἴει ἂν οὖν , ὦ Ἀλκιβιάδη , ἄνδρα γυναικὶ περὶ |
| ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ μεθ ' ὑγείας , καὶ τὴν φάσιν ἔνεγκόν μοι . Μὴ ὁμοιωθῇς τῷ κόρακι , ὃν ἐξαπέστειλε | ||
| ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ μεθ ' ὑγείας , καὶ τὴν φάσιν ἔνεγκόν μοι . Μὴ ὁμοιωθῇς τῷ κόρακι , ὃν ἐξαπέστειλε |
| ὑπὲρ ὧν πονεῖς . οὐ γὰρ εἰς χρυσόν γε σὺ βλέπεις , ἀλλ ' ἐπαίνων ἐρᾷς : ὃ καὶ ἡνίκα | ||
| δὲ καὶ ἐπὶ ταύτης τὸ ἐπίγραμμα τόδε : ὕδατα ταῦτα βλέπεις φοβερά , ξένε , τῶν ἄπο χερσὶ λουτρὰ μὲν |
| Χαναὰν ἐπρίαντό με . Ὁ δὲ ἠπίστησε , λέγων ὅτι ψεύδῃ : καὶ γυμνόν με ἐκέλευσε τύπτεσθαι . Ἡ δὲ | ||
| ἂν αὐτὴν ἐπιλύσῃς . ” καὶ ὁ Αἴσωπος : „ ψεύδῃ : θεὸς γὰρ παρὰ ἀνθρώπου οὐδὲν δεῖται μαθεῖν . |
| ἄμβροτος , οὐκέτι θνητὸς πωλεῦμαι μετὰ πᾶσι τετιμένος , ὥσπερ ἔοικα , ταινίαις τε περίστεπτος στέφεσίν τε θαλείοις : τοῖσιν | ||
| τὸ σχῆμα , καὶ σκέψαι μ ' ὅτῳ μάλιστ ' ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων . ὅτῳ ; δοθιῆνι σκόροδον |
| εἶναι δοκεῖ . ἀλλὰ θεραπείᾳ τοὺς πόνους αὐτῷ συγκαλύψωμεν . Χθὲς παιδαγωγὸς ἦν ὁ σήμερον ὑπὸ παιδὸς ἀγόμενος , καὶ | ||
| χρώμενοι τῷ τολμήματι ἰσόρροπον τῇ πράξει τὴν τιμωρίαν ἐκτίσουσιν . Χθὲς Καρίωνος περὶ τὸ φρέαρ ἀσχολουμένου εἰσέφρησα εἰς τοὐπτάνιον : |
| ἀποθνῃσκέτω πεσοῦσα ἐπὶ τοῦ λίθου , θάνατον δὲ αὐτῇ τὸν ἀλγεινότατον καὶ μακρότατον ἐξεύρωμεν καὶ ὅστις αὐτὴν χρόνῳ καὶ βασάνῳ | ||
| ἀλεγεινότατον : ἤτοι κατὰ πρόσθεσιν τοῦ ε : ἔστι γὰρ ἀλγεινότατον , παρὰ τὸ ἀλγεῖν εἰρημένον . ἢ εἴρηται τὸ |
| ουτε ? [ ] ! ουϲ ϲαυτῶι ? ? ? πόει [ κατὰ ] χώραν λαβέ ] ον ἐπιτίθει ? | ||
| ἅπαντα μᾶλλον ” , εὐθὺς εἰπεῖν ἂν δοκῶ , “ πόει με πλὴν ἄνθρωπον : ἀδίκως εὐτυχεῖ κακῶς τε πράττει |
| , ἀγαθόν . Οὐ φαίνεται . Ἔτι τοίνυν καὶ ὧδε σκέψαι . ὅστις καλῶς πράττει , οὐχὶ καὶ εὖ πράττει | ||
| , ὑπερηφανεύεσθαι . . . κλέπτειν ] κατ ' εἰρωνείαν σκέψαι ] πρόσεξον τοὺς ῥήτορας ] διασύρει τοὺς ῥήτορας . |
| ⌈ , τουτέστι τὸν ἀντιβάτην , ? , πρὸς τὴν θύραν , αὐτῇ δὲ τῇ δοκῷ τὸν ὅλμον : κατὰ | ||
| σφάζοντες , θύονται δὲ οἱ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντευόμενοι . θύραν καὶ θυραίαν φησὶ διαφέρειν . θυραία μὲν γάρ ἐστι |
| . οὕτως Πλάτων ἐν Τιμαίῳ . Κατεαγέναι καὶ καταγῆναι καὶ κατάξαι . Πλάτων ἐν Γοργίᾳ : „ κἄν τινα δόξῃ | ||
| Γ συσκεύαζε ] εὐτρέπιζε . νῶϊν ] συνίζησις . καὶ κατάξαι ] γρ . ⌈ καὶ Γ “ πατάξαι ” |
| τὸ ἀπόρρητον τοῦτο τῆς γνώμης μηνύει ἐν ἄλλῳ λόγῳ : ὁρῶ δ ' ὑμᾶς Φιλίππου μὲν καταφρονοῦντας , βασιλέα δὲ | ||
| παρόντων ἐπαμῦναι τοῖς πράγμασιν , τοῦ μὲν κατηγορεῖν οὐδένα καιρὸν ὁρῶ , πειράσομαι δ ' ἃ κράτιστα νομίζω , συμβουλεῦσαι |
| μήποτ ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον : οὕτω τοῖς παροῦσιν ἄχθομαι . Οὐκ εἶ κακὸς σύ , πρὸς κακῶν δ | ||
| νῦν δ ' ἴσον ἀπέχομεν εὐπορίας καὶ κολακείας καὶ οὐκ ἄχθομαι τῷ μὴ πλουτεῖν , ἀλλὰ φιλοτιμοῦμαι τῷ μὴ δουλεύειν |
| ἐστ ' ἰσάργυρον ; Ὡς σκαιὸς εἶ κἄγροικος αἰσχροεπῶν : ἔα , ἐπαρίστερ ' ἐν τῷ στόματι τὴν γλῶτταν φορεῖς | ||
| ἀπίστασθαι , Ἑκαταῖος δ ' ὁ λογοποιὸς πρῶτα μὲν οὐκ ἔα πόλεμον βασιλέϊ τῷ Περσέων ἀναιρέεσθαι , καταλέγων τά τε |
| καὶ ὁ σάκος ἐπὶ τοῦ τρυγοίπου εἰρημένος , καὶ ὁ ὑλιστήρ . Ἱππῶναξ δέ φησι στάζουσιν ὡσπερεὶ τροπηίον σάκκος . | ||
| Τρὼς Τρωὸς , Τρωΐα καὶ Τροία . Τρύγοιπος . ὁ ὑλιστήρ . παρὰ τὸ ἰποῦσθαι τὴν τρύγα . Τέκμωρ . |
| τῷ κάμνοντι βρωθεὶς ὀπτός φρύνης ] εἶδος βατράχων λημναίης ] γραπτέον ἐστὶ λιμναίης μετὰ τοῦ ἰῶτα πολυηχέος ] πολυφώνου ἥ | ||
| : σκοτώδους , ἤγουν ὠχροῦ . μολίβδου : ἢ μολίβου γραπτέον ἤ , ἐπεὶ ὄνομα , οὐδὲν κωλύει τὸ δ |
| πάνυ χρῇ τούτῳ διὰ τέλους , ἀλλὰ μιμεῖ σοφιστὰς , μιμεῖ συκοφάντας , μιμεῖ Θρασύμαχον τὸν οὐδεπώποτε ἐρυθριάσαντα , θυρωροὺς | ||
| δ ' οὐ πάνυ χρῇ τούτῳ διὰ τέλους , ἀλλὰ μιμεῖ σοφιστὰς , μιμεῖ συκοφάντας , μιμεῖ Θρασύμαχον τὸν οὐδεπώποτε |
| Εὐριπίδῃ . οὐ Μενεκράτης μὲν ἔφασκεν εἶναι Ζεὺς θεός ; Νικόστρατος δ ' ἁργεῖος ἕτερος Ἡρακλῆς ; ἔνθ ' ὄνων | ||
| τῷ σκίμποδι κατακεῖσθαι σκύμνον , ἐφ ' ᾧ ἐκάθευδεν ὁ Νικόστρατος . Νικοστράτῳ μὲν δή , ὡς ηὐξήθη , καὶ |
| , ἐπειδὴ ἐν τῇ ἐντελείᾳ βαρύνονται , οἷον Ἡρακλέης Σοφοκλέης Περικλέης , καὶ λοιπὸν συναιρούμενα περισπῶνται , οἷον Ἡρακλῆς Σοφοκλῆς | ||
| : καὶ πάλιν ἐν ἄλλοις [ Εὔπολις ὁ ποιητής ] Περικλέης οὑλύμπιος ἤστραπτεν , ἐβρόντα , συνεκύκα τὴν Ἑλλάδα . |
| πλείους ] περισσότεροι , πλείονες . σκόπει ] ὅρα , λόγισαι . , στοχάζου . σκοπῶ ] βλέπω , λογίζομαι | ||
| αὐτὸ λέγειν οὐκ ἐδόξαμεν : ἔστι δὲ τόδε σὸν εἶναι λόγισαι , πάτερ , τὸ παιδίον , οὐκ ἐμόν : |
| ὡς νεοζυγὴς πῶλος βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ . ἀτὰρ σφοδρύνῃ γ ' ἀσθενεῖ σοφίσματι . αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι | ||
| ἡνίας ] ἤγουν τὴν ἰσχὺν τοῦ Διός ἀτὰρ ] δὲ σφοδρύνῃ ] θρασύνῃ , κομπάζεις ἀσθενεῖ ] ἀδυνάτῳ σοφίσματι ] |
| καὶ Λυσίας . Ἀνέῳγα . καὶ ὁ Πλάτων : „ ἀνεῴγετο γὰρ οὐ πρωΐ . „ Ἀνέῳγε βούλονται μὴ λαμβάνεσθαι | ||
| ἀνέῳγέ μοι θύραν „ , καὶ ὁ Πλάτων : ” ἀνεῴγετο γὰρ οὐ πρῴ ” καὶ ὁ Δημοσθένης : „ |
| πι συλλαβῆς : ὄπτω γάρ ἐστιν , ἀφ ' οὗ ὄψομαι , καὶ παράγωγον ὀπτεύω : ἀποβολῇ τοῦ τ ὀπεύω | ||
| βοᾶι : τὸ παιδίον φησὶν ἐμπρήσειν ἀπειλῶν . ὑιδοῦν ὀπτώμενον ὄψομαι . πάλιν πέπληχε τὴν θύραν . στρόβιλος ἢ σκηπτὸς |
| ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι | ||
| μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου |
| τοῖς Ἀττικοῖς ἀλλ ' ἐγχέλεις καὶ αἱ πτώσεις ἐγχέλεων , ἐγχέλεσιν . Εὔπολις : „ τὸ σῶμ ' ἔχουσι λεῖον | ||
| : καὶ ἀλλαχοῦ : οὐ χαίρω βατίσιν , οὐδ ' ἐγχέλεσιν : καὶ Στράττις ἐγχέλεων ἀνεψιός . Ἀριστοτέλης δ ' |
| , εἰ ὅτι καὶ σοὶ χαριεῖται γνοίη . μα - θέτω τοίνυν οὗτος ἀκούσας διαρρήδην ἐκ τοῦ σοῦ στόματος ὡς | ||
| εἶναι φήσει , ἐκεῖνό γ ' οὐ λόγος : αὐτὸς θέτω , καὶ μὴ λεγέτω τοῦθ ' , ὡς οὐ |
| ἄλλως ἀποθανεῖν . ἰσχυρικός ἐπιπονώτερον ἔργον μὰ τὸν Διόνυσον οὐκ εἴληφ ' ἐγώ , ἀφ ' οὗ παρασιτῶ . μεμβράδας | ||
| ποθ ' ὁ πατήρ , ἐπώμοσα . τὸ παιδίον γενόμενον εἴληφ ' οὐ πάλαι : ἀπὸ ταὐτομάτου δὲ συμβέβηκε καὶ |
| τοίνυν περὶ τοὺς αὐτοὺς χρόνους Διοπείθης ἐμβαλὼν εἰς τὴν χώραν Κρωβύλην μὲν καὶ τὴν Τιρίστασιν ἐξηνδραποδίσατο , τὴν δὲ προσεχῆ | ||
| σιωπᾶν βούλομαι τὴν νύκτα τὴν πολλῶν κακῶν ἀρχηγόν . οἴμοι Κρωβύλην λαβεῖν ἔμ ' , ἑκκαίδεκα τάλαντα . . . |
| τε αὐτὸς κρίνῃς ἐάν τε ἄλλου κρίναντος ἀποβᾶσαν μάθῃς , ἀνερευνῶν εὑρήσεις ἰατρικώτατα ἔχουσαν καὶ οὐκ ἔξω τοῦ ἐν ἰατρικῇ | ||
| μὴ περὶ ῥητὸν ἔχει τὴν ἐξέτασιν τὴν διάνοιαν αὐτοῦ προφανῶς ἀνερευνῶν , ἀλλ ' ὅμως κατὰ τὸ λανθάνον τὴν διάνοιαν |
| μάθε ὅτι Ἀντιφάνης μὲν ἐν Ἁρπαζομένῃ οὕτως ὠνόμασε : λαβὼν ἐπανάξω σύαγρον εἰς τὴν οἰκίαν τῆς νυκτὸς αὐτῆς καὶ λέοντα | ||
| [ ] γέγονε [ [ παῖ παῖδες [ ] : ἐπανάξω [ ] ? : ψοφεῖ ? [ ] αὐτῶν |
| , ἢ ξενικὸν ἰατρὸν τοιαυτὶ λέγοντα , ὡς Ἄλεξις ἐν Μανδραγοριζομένῃ διὰ τούτων παρίστησιν : Ἐὰν ἐπιχώριος ἰατρὸς εἴπῃ , | ||
| οὕτως . . . ὅτι δὲ καὶ χιόνα ἔπινον ἐν Μανδραγοριζομένῃ ἔφη Ἄλεξις : εἶτ ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος |
| : νὴ τὸν Δία τὸν μέγιστον ἐκτυφήσομαι . καὶ ἐν Ἐπιτρέπουσιν [ . ] : ἐξετύφην μὲν οὖν κλαί - | ||
| κολακεύει μᾶλλον . ἐξετύφην μὲν οὖν κλαίους ' ὅλως ἐν Ἐπιτρέπουσιν . οὐθὲν πέπονθας δεινὸν ἂν μὴ προσποῆι . ἐλευθέρωι |
| , οὐχ ὥς τινες ᾠήθησαν παρὰ τὸ ξίφος διὰ τὸ ὀξύνειν τῶν μετιόντων τὰς ψυχάς , ἀλλὰ διὰ τὸ ἐν | ||
| πόνηρος καὶ μόχθηρος [ ἀεὶ ] οἱ Ἀττικοὶ ἀντὶ τοῦ ὀξύνειν προπαροξύνουσιν , ὅταν τὸν ἐπίμονον καὶ ἐπίμοχθον σημαίνῃ . |
| . τῆς δ ' αὖ λεγούσης “ ὡς κακὴν χάριν τίνεις ὧν ὠφέλουν θηρῶσα μῦς τε καὶ σαύρας , ” | ||
| λόγοισι τοῖς ἐμοῖς ὁμορροθεῖ : μισῆι γε πρὸς θεῶν καὶ τίνεις μητρὸς δίκας , μανίαις ἀλαίνων καὶ φόβοις . τί |
| τῶν κρατησάντων ἐπὶ τοὺς ἡττημένους , ἀπείληφα δίκην , ὧν ἀπέβαλες οἰκητόρων , ἐθεράπευσα τὴν τῶν πεσόντων ὁσίαν ταῖς τῶν | ||
| φησί , λυποῦ , φίλτατε : οὐ γὰρ σὺ φεύγων ἀπέβαλες τὴν ἀσπίδα , μὰ τὴν Ἀφροδίτην , ἀλλ ' |
| τὰς ἐν τῷ Πειραιεῖ αὐλητρίας καὶ τὰ πορνεῖα καὶ τοὺς αὐλοῦντας καὶ ᾄδοντας καὶ ὀρχουμένους , ταῦτα πάντα δεινὰ ὄντα | ||
| καλαμαυλήτην εἴπατε χαῖρε Θέων . ὥσπερ οὖν τοὺς τῷ καλάμῳ αὐλοῦντας καλαμαύλας λέγουσι νῦν , οὕτω καὶ ῥαππαύλας , ὥς |
| δοίδυκα καὶ κιβώτιον . Λίθινον ; Μὰ Δί ' οὐ δῆτ ' , οὐχὶ τό γε κιβώτιον . Σὺ δὲ | ||
| θεῶν μέγας , ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός . τί δῆτ ' ἐγὼ κάτοικτος ὧδ ' ἀναστένω ; ἐπεὶ τὸ |
| ὡς σὺ χώραν ἔχῃς . ” εἰσῄειν οὖν μάτην λύκος χανὼν παρὰ μικρόν , αἰσχυνόμενος ὅτι ἐδόκουν ἐξεληλακέναι τοῦ συμποσίου | ||
| καὶ ἑαυτὸν χθαμαλωτέρᾳ τῇ πτήσει κατάγων πλησίον γίνεται , καὶ χανὼν ἀνεμεῖ λίθον ἐς τὸν τῆς Ἡρακληίδος κόλπον , καὶ |
| ' Εὐμάθει τούτῳ , μεταπεμψάμενος τοὺς οἰκείους καὶ φίλους τοὺς ἐμοὺς Εὐμάθης ἐνεφάνισε τὰ χρήματα , ἃ ἦν μοι παρ | ||
| ὅτι δεῦρο ἀνιὼν οὐχὶ τὼ ὀφθαλμὼ τοῦ ἀετοῦ ἐνεθέμην τοὺς ἐμοὺς ἐξελών : ὡς νῦν γε ἡμιτελὴς ἀφῖγμαι καὶ οὐ |
| τινος λαβὼν ὀφείλεθ ' ὅσα δεδωκὼς ἦν πάλαι . Μὴ ὥρασι * μετὰ τῶν κακῶν ἵκοιθ ' ὁ τοὺς θέρμους | ||
| . ὅτι Ποσειδῶνος εὕρημα οἱ ἐρέβινθοι . ΘΕΡΜΟΙ . μὴ ὥρασι μετὰ τῶν κακῶν ἵκοιθ ' ὁ τοὺς θέρμους φαγών |
| ἂν εἰκὸς εἴη ἀντίψηφον ἐμὲ τῷ θεῷ γενέσθαι . Οὐκοῦν μέμνησαι ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ φάσκων εἶναι , ὅπως μὴ λάθῃς | ||
| ζητεῖν ὑμᾶς : ὀπίαν δ ' οὐκ ἔστι γενέσθαι . μέμνησαι δῆθ ' ὅτ ' ἐπὶ στρατιᾶς κλέψας ποτὲ τοὺς |
| φασὶν εἶναι ταῦτα σινδόνια ἐπεστραμμένα . Θεόπομπος δ ' ἐν Ὀδυσσεῦσιν ἐπὶ διακόνου ἔφη λάσιον ἐπιβεβλημένος . οὕτω δὲ καὶ | ||
| μεταλαμβάνῃ , ἀλλὰ πάντα λαλῇ , ἔφη : Κρατῖνος ἐν Ὀδυσσεῦσιν εἴρηκε τὴν ὀξάλμην διὰ τούτων : ἀνθ ' ὧν |
| τοῦ ζυγοῦ , ἤτοι στάθμης , μέρος . . * πλάστιγγα : πλαστιγξ ἡ τοῦ ζυγίου χύτρα * πεσοῦσαν : | ||
| διδάξω καθ ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα ποιήσῃ πεσεῖν πλάστιγγα ; ποίαν ; τοῦτο τοὐπικείμενον ἄνω |
| ἄν . ὅτε γὰρ κατ ' ἀρχὰς εἰς Συρακούσας ἐγὼ ἀφικόμην , σχεδὸν ἔτη τετταράκοντα γεγονώς , Δίων εἶχε τὴν | ||
| τὸ μειράκιον , ἵνα μὴ τούτῳ μαχοίμην , ἐπειδὴ δὲ ἀφικόμην πάλιν , ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὴν οἰκίαν τὴν Σίμωνος |
| μᾶλλον ἤ σε δεῖ ξένος ξένος . Ἐγώ ς ' ἔθηκα δοῦλον ὄντ ' ἐλεύθερον . Τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν | ||
| , ἐὰν ἐνέγκω , μὴ ὄντων μελλόντων : ὁ γὰρ ἔθηκα ἔδωκα ἧκα , ἐπείπερ εἶχον τοὺς μέλλοντας ἐλέγχοντας , |
| οὖν μέμνησθε ἅπερ προλέγω ὑμῖν , μηδὲ παρ ' ἄτης θηραθεῖσαι , ἤγουν εἰς βλάβην ἐμπεσοῦσαι , μέμψησθε τὴν δυστυχίαν | ||
| οὖν μέμνησθε ἅπερ προλέγω ὑμῖν : μηδὲ παρ ' ἄτης θηραθεῖσαι , ἤγουν εἰς βλάβην ἐμπεσοῦσαι , μέμψησθε τὴν δυστυχίαν |
| οὐ δύνανται , ἀλλὰ μετὰ πολλῶν , οὕτως ἔνιοι μόνοι περιπατῆσαι οὐ δύνανται . ἄνθρωπε , εἴ τις εἶ , | ||
| σὸν καὶ τοῦτο . Τί οὖν , ἂν ἐμοῦ ὁρμήσαντος περιπατῆσαι ἐκεῖνός με κωλύσῃ ; Τί σου κωλύσει ; μή |
| ὦ φίλη γῆ , διὰ χρόνου πολλοῦ ς ' ἰδὼν ἀσπάζομαι : τουτὶ γὰρ οὐ πᾶσαν ποιῶ τὴν γῆν , | ||
| , ὦνδρες δημόται , ἀρχαῖον ἤδη προσαγορεύειν καὶ σαπρόν : ἀσπάζομαι δ ' ὁτιὴ προθύμως ἥκετε καὶ συντεταμένως κοὐ κατεβλακευμένως |
| ἐς παῖδε σώ . σῶιζ ' οὖν σὺ τέκνα , σφὼ δὲ τήνδε μητέρα , καὶ χαίρεθ ' : ἡμεῖς | ||
| , προσλάβεσθ ' , ὦ φίλοι . Ἐμοῦ δέ γε σφὼ τοῦ πέους ἄμφω μέσου προσλάβεσθ ' , ὦ φίλαι |
| ἐβουλεύετο τί χρὴ ποιεῖν , ἕως παρελθὼν ὁ Σόφων αὐτῷ μάγειρος τὰ ἐξ Αὔγης εἶπεν Εὐβούλου : τί , ὦ | ||
| ρος ῥηματικὰ τῇ ει διφθόγγῳ θέλουσι παραλήγεσθαι , οἷον μάσσω μάγειρος , πέπτω πέπειρος , ὀνῶ ὄνειρος , οὕτως καὶ |
| . ἃ πάντες ἴσμεν ] τὰ κοινὰ δηλονότι . ἀλλὰ κατακλινεὶς δευρὶ : τὸ “ κατακλινεὶς ” κοινόν , τὸ | ||
| τὸ ἱμάτιον τὸ ἐμαυτοῦ τοῦτονκαὶ γὰρ ἦν χειμώνὑπὸ τὸν τρίβωνα κατακλινεὶς τὸν τουτουί , περιβαλὼν τὼ χεῖρε τούτῳ τῷ δαιμονίῳ |
| ἡγεμόνες ἐπῄνεσαν . . . . ἦν ] ἀντὶ τοῦ ἤμην . . μήπω συνήγορον ] μέλλει γὰρ ὕστερον καὶ | ||
| , καὶ ἐπλήθυνεν αὐτὸν ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ : καὶ ἤμην μετ ' αὐτοῦ μῆνας τρεῖς καὶ ἡμέρας πέντε . |
| ὠμοπλατέων , τῇ πνιγὶ ἀρήγοντα . ἢν δὲ ἐπὶ φλεγμονῇ πνίγηται , καὶ διαϲχάϲαι τὴν ἐπὶ τῷ κτενὶ οἰκευμένην φλέβα | ||
| δίδου φαγεῖν θερμοὺς τοὺς ψωμούς : σωθήσεται γὰρ κἂν ἤδη πνίγηται . Ὀρειβάσιος δέ φησιν : ἀφεψείσθω τὸ ἄνηθον ὕδατι |
| ] Τῷ πολέμῳ . Θεάομαι σαφὲς ] * Θεάομαι καὶ βλέπω πρᾶγμα σαφές , τὸν Ἀλκμαίωνα πρῶτον διεξάγοντα καὶ ἰθύνοντα | ||
| : ποθεινός : ποθητός : πολυπόθητος . Βλέφαρον παρὰ τὸ βλέπω καὶ αἴρω , βλεπέαρόν τι ὄν : τὰ γοῦν |
| ἐξηγητὴς τῶν νόμων , καθάπερ οἱ παρὰ Ῥωμαίοις νομικοί . διέθηκε δὲ φαύλως αὐτοὺς Τιγράνης ὁ Ἀρμένιος , ἡνίκα τὴν | ||
| κακῶς τοὺς Ἕλληνας ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς ἔτι χεῖρον διέθηκε , τοὺς μὲν ἐξαπατῶν , τοῖς δὲ διδούς , |