ἄν . ὅτε γὰρ κατ ' ἀρχὰς εἰς Συρακούσας ἐγὼ ἀφικόμην , σχεδὸν ἔτη τετταράκοντα γεγονώς , Δίων εἶχε τὴν | ||
τὸ μειράκιον , ἵνα μὴ τούτῳ μαχοίμην , ἐπειδὴ δὲ ἀφικόμην πάλιν , ἦγον αὐτὸν ἐπὶ τὴν οἰκίαν τὴν Σίμωνος |
εἰς ἐμὲ εὐπρεπῆ λόγον : διὰ τί ἀποθανόντος Ἀλεξάνδρου οὐκ ἦλθες εἰς ἐμέ : ἀνοίκειον τοῦτο τοῦ ὑποκειμένου . ἔδει | ||
σὰ χεῖρον διάθῃ . Οὐκ ἄδηλον ὅτι δι ' ὅσων ἦλθες πόλεων , πάσας ἐνέπλησας τῶν ὑπὲρ ἡμῶν λόγων . |
ἁλίων ἐρετμῶν . μῶν καὶ σὺ καινὸς ποντίας ἀπὸ χθονὸς ἥκεις , Ὀδυσσεῦ ; ποῦ ' στι σύλλογος φίλων [ | ||
, φροντίζοι τε τῶν δεόντων . ἀλλὰ σύ γε πόρρω ἥκεις διαφθορᾶς . οὐκοῦν ἀναγκαῖον τομάς τε καὶ καύσεις καὶ |
βελτίω τὰ πράγματα . ἄγαμαι κεραμέωϲ αἴθωνοϲ ἐϲτεφανωμένου . ἱμάνταϲ ἥξω δεῦρο πυκτικοὺϲ ἔχων . κἀν ποίᾳ πόλει τοϲοῦτοϲ ὢν | ||
αὐτὸς ἱστορεῖ , εἰς τὸ λοιπόν , εἶπεν , οὐχ ἥξω πρὸς σέ , ἂν οὕτως ὑποδέχῃ , ἵνα μήτε |
παράγραφος καὶ ἐπὶ τῶι τέλει κορωνὶς εἰσιόντος τοῦ χοροῦ . ἥκω ] ἦλθον . σεβίζων ] τιμῶν . Κλυταιμήστρα ] | ||
: Ὅμηρος : ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα ἠκή , ὃ σημαίνει τὴν ὀξύτητα |
ὦ Λύκει ' Ἄπολλον , ἄγχιστος γὰρ εἶ , ἱκέτις ἀφῖγμαι τοῖσδε σὺν κατεύγμασιν , ὅπως λύσιν τιν ' ἡμὶν | ||
τε συντέμνειν λόγους . Ἐγὼ δὲ καινῇ ξυμφορᾷ πεπληγμένος ἱκέτης ἀφῖγμαι πρὸς σέ . Τοῦ χρείαν ἔχων ; Μέλλουσί μ |
γὰρ ἀλλάξασα λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα καὶ μόλις φθάνει θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν . καί τις γεραιὰ προσπόλων | ||
? [ ! ! ] ! [ ἵζω Διὸς ? θρόνοισιν [ ! ! ! ] ϊσμένη ? ? : |
φόνου εἰς σπλάγχν ' ἐχίδνης αὐτόχειρ βάψει ξίφος , κακὸν μίασμ ' ἔμφυλον ἀλθαίνων κακῷ . Ἐμὸς δ ' ἀκοίτης | ||
τῆς ἀποθανούσης : δεῖξον δ ' ἐπειδή γ ' εἰς μίασμ ' ἐλήλυθας : ἐπειδὴ εἰς μίασμα ἐλήλυθας , δεῦρό |
γὰρ δήπου καὶ εἰς ἐκείνας τὸ πολέμιον καθ ' ἡμῶν ἀφῖκται κήρυγμα : φιλοῦσι τοὺς Ἀπόλλωνός τε καὶ Ἑρμοῦ προστάτας | ||
τὸ κλέος τῆς ἐν ἰητρικῇ σοφίης πεφοίτηκε καὶ ἐς ἡμέας ἀφῖκται . Τί δὲ χρέος , ἑταῖρε , δεῦρό σε |
' αὐτῆς διὰ τίν ' αἰτίαν . . . . ἀπῄειν τῶν τόκων ἔχων τόκους . Ἀράβιον ἐξεύρηκα σύμβουλον . | ||
* . ? Ἀπῄειν : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ ἀπῄειν καὶ τὸ ᾔομεν , οἷον : ᾔομεν , ὡς |
οὐδεὶς ὅλως ; οὐκ οἶδ ' ἔγωγε Δαιτυμόν ' . ἐλογιζόμην , ἥξει Φιλῖνος , Μοσχίων , Νικήρατος , ὁ | ||
κατάλοιπον μέροπαϲ ἐπὶ δεῖπνον καλεῖν οὐκ οἴομαί γε Δαιτυμών . ἐλογιζόμην : οὐδεὶϲ παρέϲται , φημί . τί λέγειϲ ; |
ἀδικίαν , ὡς καὶ Ὅμηρος ἱστορεῖ λέγων : ὅς ποτε δεῦρ ' ἐλθὼν ἕνεχ ' ἵππων Λαομέδοντος : τὸ δὲ | ||
τῶν ἐπῶν , ἐν οἷς ταῦτά φησιν : ὅς ποτε δεῦρ ' ἐλθὼν ἕνεχ ' ἵππων Λαομέδοντος ἓξ οἴῃς σὺν |
τι , πρᾶγμά [ ] τι τοιοῦτον ἀγγελῶν [ ] ἐλήλυθα , κατὰ τὴν [ ] Ἰωνίαν πάλαι γεγενημένον [ | ||
. Ἐπὶ πείρᾳ δοὺς τριάκονθ ' ἡμέρας . Ὄρνεις φέρων ἐλήλυθα . Ὄρνιθας ἀποστέλλει . Βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ |
ἔστι τοῦτον ὅστις ἂν κατακτάνοι . ἔγωγε : καίτοι φημὶ κἄμ ' εἶναί τινα . πολλὴν ἄρ ' ἕξεις μέμψιν | ||
' ἀλλὰ τῷ χρόνῳ ποτὲ ξύμπαντας αὐτούς , εἴ τι κἄμ ' οἰκτίρετε : ὡς ζῶ μὲν οἰκτρῶς , εἰ |
τε καὶ Κλυταιμήστρας τόκος , ὄνομα δ ' Ὀρέστης : ἔρχομαι δὲ πρὸς Διὸς μαντεῖα Δωδωναῖ ' . ἐπεὶ δ | ||
ἔργων τῶν ἐκ τῆς τέχνης , ἐπ ' αὐτὸ δὴ ἔρχομαι τὸ κεφάλαιον ὧν προὐθέμην . Ἆρα εἴ τις ὑψοῦ |
; πόσα τοι ἔτε ' ἐστί , φέριστε ; πηλίκος ἦσθ ' , ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο ; εἷς | ||
Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ ' ἡμῶν κἀμὸς ἦσθ ' ἀεί ποτε . ὧδ ' ἔχει : καὶ |
ἔτι δῆτ ' ἔχεις ἄνω βλέποντα κοὐκ ἀφῆκας εἰς Ἅιδου μολεῖν ; Οἴμοι , τί δράσω ; πῶς ἀπιστήσω λόγοις | ||
: οὐδ ' ἀναιμάκτωι χερὶ ἥξω πρὸς οἴκους πρὶν φάος μολεῖν χθόνα . Θυμβραῖε καὶ Δάλιε καὶ Λυκίας ναὸν ἐμβατεύων |
ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε , ἄγε . , ἐνταῦθα . . | ||
σοὶ δ ' εἰσὶ δίκαι θνητῶν , πανυπέρτατε δαῖμον . ἐλθέ , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἐπιτάρροθος αἰεί |
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν | ||
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς |
ἐμέ , Λαμάχῳ δὲ μή . Ἀγορανόμους δὲ τῆς ἀγορᾶς καθίσταμαι τρεῖς τοὺς λαχόντας τούσδ ' ἱμάντας ἐκ Λεπρῶν . | ||
' ἑκάστωι μεῖζον ἢ Τροίαν ἑλεῖν . κἀγὼ θυγατρί σύμμαχος καθίσταμαι . τὰ μὲν γὰρ ἄλλα δεύτερ ' ἃν πάσχηι |
' οὖν , ἔφη , ἐπίστω , ὅτι νῦν τε ἄπειμι ὡς ἂν δύνωμαι τάχιστα ἐκ τῆς σῆς χώρας , | ||
” Συνέθεντο ταῦτα , καὶ ὁ μὲν Χαιρέας πέμψας “ ἄπειμι ” φησὶν “ εἰς ἀγρόν : ” ὁ δὲ |
λόγου προσδοὺς ἔχοιμ ' ἂν δῆμον εὐμενέστερον . καὶ γὰρ κατέστης ' αὐτὸν ἐς μοναρχίαν ἐλευθερώσας τήνδ ' ἰσόψηφον πόλιν | ||
, ἀλλ ' ὑπὸ τῶν ἀνταγωνιστῶν ἀναγκαζόμενος εἰς τὸν ἀγῶνα κατέστης . καθ ' ἑκάστην δὲ τὴν διαβολὴν τάδε χρὴ |
οὐκ ἔμπειρος ὢν τοῦ πλοῦ : οὐ γάρ ποτ ' ἔπλευσα εἰ μὴ εἰς Χαλκίδα τῆς Εὐβοίας ἀπὸ τῆς Αὐλίδος | ||
μὰ τοὺς θεοὺς , μετὰ τὴν δῄωσιν παραλέλοιπα : οὐκ ἔπλευσα κατὰ Πελοποννησίων εὐθὺς μετὰ τὴν ἐξ Ἐλευσῖνος τοῦ Ἀρχιδάμου |
“ οὗτός τοι ” ἔφη “ ἐγώ εἰμι , ὃς ἀπήγγειλα Ἀλεξάνδρῳ ὅτι σῷοι ἥκετε : ὁρᾷς ὅπως διάκειμαι . | ||
' ἔχθρας λαμβάνειν ; οὐκ ἔστι ταῦτα , ἀλλ ' ἀπήγγειλα μὲν τἀληθῆ καὶ ἀπεσχόμην τοῦ λαβεῖν τοῦ δικαίου καὶ |
ὁ υἱὸς Φαραώ : ὄψομαι τὸν πατέρα μου , διότι πορεύομαι τρυγῆσαι τὴν ἄμπελόν μου τὴν νεόφυτον . Καὶ εἶπον | ||
: ἐξ οὗ τὸ εἰμὶ , καὶ τὸ ἔω τὸ πορεύομαι , ἐξ οὗ τὸ εἶμαι τὸ προπερισπώμενον , καὶ |
οὐ γάρ ἐστιν ἄλλων τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ | ||
σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον , Κἀγὼ σὲ , φησὶν , ἐκφοβήσω , βασιλεῦ : δός |
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ] | ||
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ |
ἐθύετο ὅμως αὖθις , μέχρι βραδυνόντων αὐτῷ τῶν ἱερῶν δυσχεράνας ἐσῆλθε καὶ ἀνῃρέθη . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ Ἀλεξάνδρῳ | ||
τὴν σφρηγῖδα ἔλεγον ὅτεῳ τρόπῳ εὑρέθη . Τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα , γράφει ἐς βυβλίον πάντα |
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ||
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν |
ταῦτα πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω . Βούλει τήνδε σοι πλεκτὴν καθῶ κἄπειτ ' ἀνελκύσω σε δεῦρο ; Λαβὼν οὖν τὸν σκύλακα | ||
Τί δρῶ ; ἀφιεμένην τὴν λαμπάδ ' ἐντεῦθεν θεῶ , κἄπειτ ' ἐπειδὰν φῶσιν οἱ θεώμενοι εἷνται , τόθ ' |
! ! ] ! ! [ φήμη γὰρ α [ ἐδεξάμην τ [ κόραξ ἐπᾴδ [ ἄριστος ὦ δυς ? | ||
, ὡς Φιλίππου τοῦ Ἀμύντου υἱός εἰμι , ἀλλ ' ἐδεξάμην τὸ μάντευμα , χρήσιμον εἰς τὰ πράγματα εἶναι οἰόμενος |
, τὸ δὲ ἐπὶ τοῦ λαμβανομένου . Λιγαίνω : τὸ κηρύσσω . Λιγυφθόγγοις : ἡδυφώνοις , ὀξυφώνοις . Λιπαροκρήδεμνος : | ||
διψῶσιν οἴονται κἀμέ . τί οὖν αὐτοῖς ποιήσω ; περιερχόμενος κηρύσσω καὶ λέγω μὴ πλανᾶσθε , ἄνδρες , ἐμοὶ καλῶς |
, “ ὦ πρεσβύτατε ; ” καὶ ὁ Χρυσάνθιος οὐδὲν διαταραχθείς , πάντων ἔφησε καταγινώσκειν : “ ἀλλ ' εἴ | ||
Γλωχῖσιν : ὀξύτησιν . ἕλκεϊ : πληγῇ . ὀρινθείς : διαταραχθείς . Ἀσχαλόων : ταρασσόμενος . ἀντία : τῇ καὶ |
σχῆμα καταφυλάξῃ . ἀλλ ' ὡς μάλιστα τοῖν ποδοῖν ἐπικτυπῶν βάδιζε . ἡμῖν δ ' ἂν αἰσχύνην φέροι πάσαισι παρὰ | ||
καὶ τὸν Σπεκτάτον ἡγοῦ τάχιστα ὄψεσθαι . μεθ ' οὗ βάδιζε , πρὸς θεῶν , εἰς Ἰταλίαν , ὡς σοί |
ἐστιν . οὐκ ἔστιν ; ἀλλ ' ἀκήκοας μυριάκις . ἀποτρέχω δή . ὢ δυστυχὴς ἐγώ . τίνα τρόπον ἐνθαδὶ | ||
ἀπολέσει αὐτοὺς ἕως γενεῶν . Ἐγὼ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν μου ἀποτρέχω , ὡς οἱ πατέρες μου : ὑμεῖς δὲ φοβεῖσθε |
κἀμοὶ μύθου μέτα , Τυνδαρίδαι ; καὶ σοί : Φοίβωι τήνδ ' ἀναθήσω πρᾶξιν φονίαν . τίς δ ' ἔμ | ||
πᾶσιν γὰρ ἡμῖν τοῦτ ' ὀφείλεται παθεῖν . ἰδοὺ δίδωμι τήνδ ' ἐγὼ γυναῖκά σοι Φαίδραν : ἐπὶ πῦρ δὲ |
εἴ πως ἐκκομίσαις τὸ τοῦ Λύκου . πάρεστι τουτί , καὐτὸς ἅναξ οὑτοσί . ὦ δέσποθ ' ἥρως , ὡς | ||
. ] τὸ δὲ ὅμοιον ἐν Ἰλιάδι ” ἔπειτα δὲ καὐτὸς οἰήσεαι „ . . . . . κέν ἀντὶ |
ἐντεταμένην , ἀλλὰ στρώμασι ποικίλοις κεκοσμημένην . καλεῖ Τηρίβαζον ὡς διαλεξόμενος περὶ ἀπορρήτων . Τηρίβαζος εἰσέρχεται καὶ καθιζάνει καὶ διὰ | ||
κατεκέκρυπτο : φανερῶς δὲ ὁ Νικάνωρ ἐκάλει τὸν Διόδωρον ὡς διαλεξόμενος αὐτῷ περὶ τῶν στρατιωτῶν , ὅπως ἀσφαλῶς αὐτοῖς ἀπελθεῖν |
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [ | ||
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ? |
χωλὸς μὴ δυνάμενος ὁδεῦσαι . Λύκον δὲ ἰδὼν καὶ τοῦτον δειλιάσας , μήπως , ὡς τρίπους , αὐτῷ γένηται βρῶμα | ||
φθεγγόμενον καὶ ἀλαζονευόμενον . τρέσας ] φοβηθείς . τρέσας ] δειλιάσας . θ τρέσαι ] φοβηθῇ . Ξ μενεῖ ] |
τοῦ ἀνδρὸς παρουσίᾳ πρὸς τὸ εὐθυμότερον μετατεθεὶς ἀνέκραγον , „ σῶσον „ εἰπών , ” ὅστις εἶ , πρὸς θεοῦ | ||
ἥκω δεῦρ ' ὑποστρέψας πάλιν λέξω : γυναῖκα τήνδε μοι σῶσον λαβών , ἕως ἂν ἵππους δεῦρο Θρηικίας ἄγων ἔλθω |
δυσανασχετοῦσα λατρείαν φύγω . δός μοι τὴν προῖκά μου καὶ πορεύσομαι „ . πρὸς ταῦτα τοῦ Ξάνθου μεμψαμένου τὸν Αἴσωπον | ||
] δόξης . πρότερον . δόμων ] τῶν . ἤγουν πορεύσομαι . ἤγουν τοῦ Ξέρξου . τῷ Δαρείῳ . καὶ |
δὲ γοργὸν ποιεῖ , οἷον ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν , ἧκε δ ' ἀγγέλλων τις ὡς τοὺς πρυτάνεις καὶ πάλιν | ||
ἀειφυγίαν αὐτοῦ καταγνοὺς ἐδήμευσε τὴν οὐσίαν καὶ ὅτι πρὸς Ἀρταξέρξην ἧκε φεύγων , σαφὲς ποιεῖ Ἰδομενεὺς διὰ τοῦ βʹ τὸν |
οὕτως θερμὸν εὑρήσεις τὸ πῦρ . ” Ταῦτα ἀκούσας ὁ Θέρσανδρος παντοδαπὸς ἦν : ἤχθετο , ὠργίζετο , ἐβουλεύετο . | ||
Πολυνείκη καὶ Ἐτερόκλη δι ' ἀλληλοφονίας : ὑπελείφθη δὲ ὁ Θέρσανδρος ζώπυρον τοῦ Πολυνείκους , τιμώμενον ἐν μάχαις τοῦ καὶ |
' . . . ἡμέρας ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ” καλοῦμαι “ . τοῦ χρήματος : λείπει χάριν : ἢ | ||
καλοῦμαι ] καλῶ σε , προκαλοῦμαι , ἀπαιτῶ . τὸ καλοῦμαι παθητικῶς δικαστικὴ λέξις ἐστίν , ὡς δηλοῖ τὸ παρόν |
† βιον † ; θανοῦσα : τύμβωι δ ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται . . . μορφῆς ἐπωιδὸν μή τι τῆς | ||
εἰσήκουσά τ ' Ἀργείων πάρα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων ἐνθένδ ' ἐκεῖσε δεῦρό τ ' αὖ |
ἔνθεν ῥυῇ , καὶ ἠσθένησε τὰ τῆς δυνάμεως , ἐκεῖ ἐπίσχες . οὐ γὰρ πᾶν τὸ σῶμα ἠσθένησεν , ἀλλὰ | ||
, τῶι δὲ πεῖσαι τὸν τρόπον . μικρὸν δ ' ἐπίσχες : οὐ μάτην γὰρ ἥκομεν , ἀλλ ' ὥσπερ |
δεοίμην : ἐγὼ δὲ φροντίζω , πῶς ἂν ὧν ἤδη δέδωκας ἀποδοίην χάριτας . καίτοι τόν γε τρόπον αὐτὸς ὑποδεικνύεις | ||
, τούτῳ δὲ τρίτου προσάψασθαι μόνον ἐπὶ τοῦ μείζονος θρόνου δέδωκας , ὃν ἔδει πλείονος , εἰ δὲ μή , |
κεκλημένος , Καδμεῖος οὐκ ὢν ἀλλ ' ἀπ ' Εὐβοίας μολών , κτείνει Κρέοντα καὶ κτανὼν ἄρχει χθονός , στάσει | ||
ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ ' ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών , οὐδ ' αὖ τάλαιναν μητέρ ' , οἷν |
αὐτήν : λαμβάνομαι τὸ στόμα , κλείω κατέχω : γράφεται ἐστάλην : οὐ καταλείψω τὸ τέμενος τῆς θεοῦ , εἰ | ||
ὑψόροφα μέλαθρα καὶ γεραιὰ δέμνι ' ἀμφὶ βάκτροις ἔρεισμα θέμενος ἐστάλην ἰηλέμων γέρων ἀοιδὸς ὥστε πολιὸς ὄρνις , ἔπεα μόνον |
Θεμιστοκλέους - ⌋ βίου ἐπιλαμβάνεσθαι ⌊ - ⌋ ⌊ ⌋ ἐτόλμησας ⌊ σκέψαι ⌋ ⌊ ὦ Σώκρατες , τὰ ⌋ | ||
ἐπεθύμεις , ἀλλὰ τοῦ δοκεῖν ἐπιθυμεῖν τῶν λόγων . οὔκουν ἐτόλμησας οἰκέτην τῇδε καταλιπεῖν ἡμέραν μίαν . ἀλλ ' ἐγὼ |
ὁ μὲν οὖν δῆμος μετέωρος καθῆστο , Χαιρέας δὲ πρῶτος εἰσῆλθε μελανείμων , ὠχρός , αὐχμῶν , οἷος ἐπὶ τὸν | ||
ἔμεινεν Ἰωσὴφ τὴν ἡμέραν ἐκείνην παρὰ τῷ Πεντεφρῇ καὶ οὐκ εἰσῆλθε πρὸς Ἀσενέθ , διότι ἔλεγεν : οὐ προσήκει ἀνδρὶ |
μ ' ἐθρέψαθ ' ἡδέως . ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε | ||
δηλονότι : καὶ μὴ λαχοῦσα : καὶ λαχοῦσα τὸ ζῆν ἀθλία εἰμὶ διὰ τὸ μέλλειν τὸν παῖδά μου φονεύεσθαι καὶ |
ἐν τῷ προκολπίῳ . καὶ ἔνδον μένειν , ὅταν ἐκδῷ θοἰμάτιον ἐκπλῦναι . καὶ φίλου ἔρανον συλλέγοντος καὶ διειλεγμένου αὐτῷ | ||
τὴν πλατεῖαν σοὶ μόνῳ ταύτην πεποίηκεν ὁ βασιλεύς ; Αἰγύπτιος θοἰμάτιον ἠρδάλωκέ μου . τοὺς ἐν τῇ πόλει μάρτυρας ἔχω |
πρὸς τὴν ἄφεσιν τοῦ πένητος ἐπάγεται : χρῄζει γὰρ αὐτοῦ τανῦν ὁ δημηγορῶν , καὶ πρὸς τὴν σπουδὴν ἀντιπράττοντος : | ||
' αὖ ἀγαθοὶ , τῶν καλῶν μειοῦν δόσιν . Μοίρας τανῦν μάνθανε λαμπρὰς ζωδίων . Κριοῦ μέν εἰσιν ἐννέα πρὸς |
? : [ ] [ ] ! τοτε [ ] ηριον : [ ] ς [ ] [ ] ν | ||
! ! ! ! ] ! [ ! ! ] ηριον ! προπίνω [ ] πρεσβύτης ἀνα [ ] ς |
ὁρᾷ οὐδὲ μετέρχεται αὐτῶν τὰς ἀσεβείας καὶ ἀσυνεσίας : † πάσχω δηλονότι : μοῦσαν οὐράνιόν φησι τὴν μεγάλην καὶ περίβλεπτον | ||
' : ὦ τάλαιν ' ἐμὴ πατρίς , ὡς δεινὰ πάσχω . τί δέ με καὶ τεκεῖν ἐχρῆν ἄχθος τ |
ἐγώ μιν ἀμειβόμενος προσέειπον : μῆτερ ἐμή , χρειώ με κατήγαγεν εἰς Ἀΐδαο ψυχῇ χρησόμενον Θηβαίου Τειρεσίαο : οὐ γάρ | ||
ἀρχῆς Ἀριαράθην ἐκβαλὼν Ὀλοφέρνην ἐπὶ χιλίοις ταλάντοις ἀντ ' αὐτοῦ κατήγαγεν , ἀδελφὸν εἶναι δοκοῦντα Ἀριαράθου . καὶ Ῥωμαίοις ἐδόκει |
μοι οὖρον ἀθάνατοι , τοί μ ' ὦκα φίλην ἐς πατρίδ ' ἔπεμψαν . ἀλλ ' ἄγε νῦν ἐπίμεινον ἐνὶ | ||
ἔδρακες ἄλλον , ὃς μόνος ἐκ Θυρέας οὐκ ἐθέλησε μολεῖν πατρίδ ' ἐπὶ Σπάρταν , διὰ δὲ ξίφος ἤλασε πλευρᾶν |
οὐκ οἴομαί γε Δαιτυμών . ἐλογιζόμην , ἥξει Φιλῖνος , Μοσχίων , Νικήρατος , ὁ δεῖν ' , ὁ δεῖνα | ||
Μικρὰ Παναθήναι ' ἐπειδὴ δι ' ἀγορᾶς πέμποντά σε , Μοσχίων , μήτηρ ἑώρα τῆς κόρης ἐφ ' ἅρματος . |
φέρω : κεῖται γὰρ παρὰ τοῖς ποσὶ τῆς Ὑγιείας , ἀρτίως γε θείσης Τύχης ταύτης , ἐπειδὴ τάχιστα ἀνεῴχθη τὸ | ||
, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἀνάγνωθι . Ὁ μὲν τοίνυν ἐπιδακρύσας ἀρτίως ἐνταυθοῖ Δημοσθένης μνησθεὶς Κερσοβλέπτου , φαίνεται τῆς συμμαχίας ἐκκλῄων |
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε | ||
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους : |
τὴν Ἑλένην τοῖς Ἀχαιοῖς . ἐκεῖ δὲ Φρυγῶν χεῖρα συλλέξας ἀπῆλθεν εἰς Λωρεντὸν καὶ ἐγγυησάμενος τὴν Λαουινίαν , θυγατέρα Λατίνου | ||
καὶ τύχῃ γ ' ἐράνου τινός πανηγυρίσας , ἥδιστ ' ἀπῆλθεν οἴκαδε . Τοῦτο γὰρ νῦν ἔστι σοι ἐν ταῖς |
δ ? [ ἐξῆγε ] ? ? κα ? [ τοιάνδ ? ? ' οτ [ ἣν ὁ ξένο [ | ||
: εἰ γὰρ μὴ ἔχει ὅλως καθόλου ἀποφατικήν , οὐδὲ τοιάνδ ' ἀπόφασιν ἕξει . Οὐ μόνον ὅτι ἐνδέχεται μὴ |
ὑπολαβόντα φῆσαι τὸν Δημόκριτον , εἰ τριῶν ἀπενθήτων ὀνόματα τῶι τάφωι τῆς γυναικὸς ἐπιγράψειεν , εὐθὺς αὐτὴν ἀναβιώσεσθαι τῶι τῆς | ||
δέμας ; δοῦναι κελεύσω πορθμίδ ' , ἧι καθήσομεν κόσμον τάφωι σῶι πελαγίους ἐς ἀγκάλας . ὡς εὖ τόδ ' |
' ἑταίρων ὕστερον θοινάσομαι . καλόν γε τὸ γέρας τῶι ξένωι δίδως , Κύκλωψ . οὗτος , τί δρᾶις ; | ||
' ἀπῆρε χθονός ; ἄπιστα γὰρ λέγεις . ἥν γε ξένωι δίδως σύ : τοὺς δὲ σοὺς ἑλὼν ναύτας βέβηκεν |
. Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει | ||
Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις , |
δέ , ἐπεί περ ἥκεις χρηστὰ ἀπαγγέλλων , αὐτός σφι ἄγγειλον . Ἢν γὰρ ἐγὼ αὐτὰ λέγω , δόξω πλάσας | ||
. σῶς ] μὴ παθών τι ὑπ ' ἐκείνου . ἄγγειλον ] εἰπέ . νικόβουλος ἐγενόμην : ἐγώ , φησί |
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα | ||
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν , |
πέπρωται Εὐβοίας ἄκρον ἱκέσθαι καὶ ἱερὰν χώραν κτίζειν , καὶ ἵξομαι καὶ κτίσω , εἴτε λέγοις , εἴτε μή , | ||
ἐπείγομαι : οὐ γὰρ ἄτιμοι ἱκεσίου Ζηνὸς κοῦραι Λιταί : ἵξομαι ἤδη ὁπλοτέροις βασιλεῦσι καὶ ἡμιθέοις ἐνάριθμος . Καὶ τότε |
ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου . Πρὸ πάντων εὐχαριστοῦμέν σοι , ὅτι δυνατὸς εἶ : σοὶ ἡ δόξα | ||
ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ τοῦ παιδός σου . Πρὸ πάντων εὐχαριστοῦμέν σοι , ὅτι δυνατὸς εἶ : σοὶ ἡ δόξα |
τάχος τῷ κανθάρῳ . Ἰδού . Δὸς αὐτῷ , τῷ κάκιστ ' ἀπολουμένῳ : καὶ μήποτ ' αὐτῆς μᾶζαν ἡδίω | ||
. . τὸν τρόπον ὅμοιος τῷ ἀδελφῷ σου . τῷ κάκιστ ' αὐδωμένῳ ] τῷ βλασφημουμένῳ ὑπὸ σοῦ . . |
[ [ παιδάριον ] ? [ ] ἐπὶ τὸν [ ἀγωνιῶν ? γὰρ καὶ δεδ [ μὴ ? ταὐτὸ πάλιν | ||
ἵνα τῇ φήμῃ ταύτῃ καὶ τῇ προλήψει τῶν ἀρχόντων ἕκαστος ἀγωνιῶν ὑπὲρ τῶν ἰδίων μὴ λάβῃ καιρὸν συναχθῆναι καὶ κόπους |
συμμάχοις τοῖς ἐκείνου χρησάμενος ἀδικήμασι βιαίων ὑμᾶς ἠλευθέρωσα προσταγμάτων , ἀπέδωκα τῇ πόλει τὴν ἡδίστην δημοκρατίαν , ἐδωρησάμην τοὺς νόμους | ||
ὄνομα , Σωσίαν , ὥσπερ καὶ δίκαιόν ἐστιν , καὶ ἀπέδωκα τῷ πρεσβυτάτῳ τοῦτο τὸ ὄνομα : τῷ δὲ μετ |
καὶ παρὰ τῶν ἄλλων συμμάχων πεντεκαίδεκα στρατιωτίδων μᾶλλον ἢ ταχειῶν ᾤχετο . καὶ αὐτοῦ τῶν νεῶν τρεῖς ἀπόλλυνται ἐν τῷ | ||
ἐποίησεν χάσμα παμμέγεθες , ἡλίκον Ταρτάρειον τὸ βάθος : εἶτα ᾤχετο μετ ' ὀλίγον ἁλλομένη εἰς αὐτό . ἐγὼ δὲ |
τοῦ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν : σὺ δέ μοι ἐλήλυθας ἐξ ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ χρησίμου ζῴου ἐς πίθηκον | ||
πῶς τί ποτ ' ἐφλυάρησα τὰ ἐπελθόντα μοι ; φθονῶν ἐλήλυθας , τεταπεινωμένος , ὅτι σοι ἐξ οἴκου φέρεται οὐδέν |
] [ ] συνάορον [ ] υς δὲ καί φησιν κτανεῖν [ σαφῶς ] ποινὰς ὅπως [ ἐκλέγοιεν ] ἄν | ||
: ποῦ γὰρ ἄγγελοι ; ἥξουσιν : οὔτοι βασιλέα φαῦλον κτανεῖν . ὦ καλλίνικοι παρθένοι Μυκηνίδες , νικῶντ ' Ὀρέστην |
εἰ δ ' ἐγὼ [ ] ι τι προσέχεσθεμ [ πάρειμι τοῦτον πά [ ] α [ ! ] ἐγώ | ||
οὐδ ' ἀνάγκῃ πρὸς σὲ παρεγενόμην , ἀλλ ' αὐθαίρετος πάρειμι . ἀνάσχου δέ μου μικρὸν ἀκοῦσαι . ἀνήρ τις |
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις | ||
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς |
δρόμημα τῆς Σελήνης ἐστὶ μοιρῶν ιβʹ ∠ ʹ ιεʹ . εἰσέρχομαι εἰς τὸ σελίδιον τῆς τρίτης ὥρας , ἔνθα παράκειται | ||
, φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι . Ὁ παῖς , ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων |
. ἐκ μεσημβρίας δὲ παρέσῃ μοι , ὦ Σώκρατες . Ποιήσω ὡς λέγεις , κἀγὼ δὲ ἐπάνειμι ἐς Κυνόσαργες , | ||
τούτων ἀπήρχοντο χαριστήρια τοῖς θεοῖς ἀπονέμοντες . 〛 ποιῶ : Ποιήσω . . τὰς χύτρας : Τὰ τζυκάλια . . |
αὐτὸν τῶν φίλων καὶ μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ἀξιούντων ἀπῄει πρὸς ἅπαντας ἀγανακτῶν . ἤδη δ ' αὐτῷ κατ ' οἰκίαν ὄντι | ||
ἀκολουθῇ , φάσκοντα μαίνεσθαι . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον ἄπεισιν ἀγανακτῶν καθ ' αὑτόν , ἔπειτα προσκρούων ἀεὶ καὶ λοιδορούμενος |
. οὐ μὲν γάρ τοι ἐγὼ κακὸν ὀσσομένη τόδ ' ἱκάνω : ἡ διπλῆ ὅτι ἀπὸ τῶν ὄσσων προορωμένη , | ||
κτεῖνας ἀμυνόμενον περὶ πάτρης Ἕκτορα : τοῦ νῦν εἵνεχ ' ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν λυσόμενος παρὰ σεῖο , φέρω δ ' |
οι διφθόγγου γραφόμενα : γέγονε δὲ τὸ τοῖχος ἀπὸ τοῦ στείχω στοῖχος , καὶ ἀποβολῇ τοῦ σ τοῖχος . Τὰ | ||
. ] Ὦ πρέσβυ , δόμων τῶνδε πάροιθεν στεῖχε . στείχω . τί δὲ καινουργεῖς , Ἀγάμεμνον ἄναξ ; σπεῦδε |
ἑτάρων ἱεροῖς ' ἐν δώμασι Κίρκης , ψύχεος ἱμείρων , κατελέξατο οἰνοβαρείων : κινυμένων δ ' ἑτάρων ὅμαδον καὶ δοῦπον | ||
πεπνυμένω ἄμφω . Φοῖνιξ δ ' αὖθ ' ὃ γέρων κατελέξατο , ὡς γὰρ ἀνώγει , ὄφρά οἱ ἐν νήεσσι |
πρῶτος αὐτὸς ἦρχον περὶ τοῦ κάλλους λέγειν , προοιμίων ἂν ἐδεόμην συχνῶν , ἐπεὶ δ ' ἐπὶ πολλοῖς ἔρχομαι τοῖς | ||
ἐμαυτὸν ἐπαφεῖναι : ὡς δ ' οἱ παρόντες κατέσχον , ἐδεόμην ἐπισχεῖν τε τὴν ναῦν καί τινα ἁλέσθαι κατὰ τῆς |
ὦ ἄνδρες δικασταὶ ? ? τῷ τε πατρὶ [ τῶι ἐμῶι καὶ τοῖς ἄλλοις ἐπιτηδείοις ] ἔλεγεν [ , ὡς | ||
' ἄλλον ἄνδρα σωφρονέστερον ὄψεσθε , κεἰ μὴ ταῦτ ' ἐμῶι δοκεῖ πατρί . ἦ μέγα μοι τὰ θεῶν μελεδήμαθ |
γένοιτο μεμαρτύρηταί τε ὑμῖν : ἐπειδὴ δὲ ἐπεδήμησα ἐγὼ καὶ ᾐσθόμην καρπουμένους τούτους τὰ ἐκείνου , . . . ὁ | ||
ἀναιρούμενον ; ἀλλ ' εἰ μὲν μὴ καὶ πρότερον ὑμᾶς ᾐσθόμην οὐκ ἀγνοοῦντας μέν , ὡς ἡ νίκη τῶν ἔργων |
ἄμβροτος , οὐκέτι θνητὸς πωλεῦμαι μετὰ πᾶσι τετιμένος , ὥσπερ ἔοικα , ταινίαις τε περίστεπτος στέφεσίν τε θαλείοις : τοῖσιν | ||
τὸ σχῆμα , καὶ σκέψαι μ ' ὅτῳ μάλιστ ' ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων . ὅτῳ ; δοθιῆνι σκόροδον |
ἐμοὶ δὲ ἡμέραι τὸ βραχὺ τοῦτο πολλαί . οὕτω μηκέτι Λευκίππην ἀπολέσειας , οὕτω μηκέτι μηδὲ ψευδῶς ἀποθάνοι . μὴ | ||
μὲν οὖν ἐπὶ τὸ θηρίον τοὺς ὀφθαλμοὺς εἴχομεν , ἐπὶ Λευκίππην δὲ ὁ στρατηγός : καὶ εὐθὺς ἑαλώκει . βουλόμενος |
ἐκ παίδων † ἀμνημοσύναν , οὐ κοινὰν τεκέων τύχαν οἴκοισι φυτεύσας δεσποίναι : πρὸς δ ' Ἀφροδίταν ἄλλαν θέμενος χάριν | ||
μᾶλλον φυτευτέον . ἐγὼ δὲ δι ' ὅλου τοῦ Ἰουλίου φυτεύσας σῦκα ἐπέτυχον σφόδρα , καὶ μεταφυτεύσας καὶ ἀρδεύσας εἶχον |
σὸς ἐν αὐλοῖς Λυδίοις ἀπύων , ἀντὶ τοῦ ὑμνῶν , αἰτήσων σε δαιδάλλειν , τουτέστι κοσμεῖν , τήνδε τὴν πόλιν | ||
τῶν ἐς Ἀγραίους καταφυγόντων ἐκ τῆς Ὄλπης Ἀμπρακιωτῶν , ἀναίρεσιν αἰτήσων τῶν νεκρῶν οὓς ἀπέκτειναν ὕστερον τῆς πρώτης μάχης , |
τ ' ἐμὴν παῖδ ' , ἣ δόμων ἐξώπιος βέβηκε πηδήσασα Καπανέως δάμαρ , θανεῖν ἐρῶσα σὺν πόσει . χρόνον | ||
: πήδημ ' ἐς Ἅιδου : ἀντὶ τοῦ : ταχέως πηδήσασα ἐν τῷ Ἅιδῃ : τὴν πόρρωθέν μου καὶ ἀπροσδόκητον |
λαβὼν χρήματα , πρῶτα μὲν ἐπὶ Κυδωνίας τῆς ἐς Κρήτην ἐστάλη , ἔνθεν δὲ ἐς Κυρήνην διέβαλε μετὰ στρατιᾶς εἰς | ||
καὶ τῶν μισθοφόρων ξένων ξὺν χιλίοις καὶ πεντακοσίοις ἐπὶ Χίου ἐστάλη , δείσας μή τι πρὸς τὴν ἀγγελίαν τῆς ἥττης |
τρίχες τέ μου . θές νυν τὸν ἀγκῶν ' εὐρύθμως κἆιτ ' ἔκπιε , ὥσπερ μ ' ὁρᾶις πίνοντα χὤσπερ | ||
θέσφατ ' ἐξηγήσατο , κἄμ ' ὡς ὑπέστην θῦμα , κἆιτ ' ἐψευδόμην Ἀρτέμιδι θύσειν ; οὐ ξυναρπάσας στρατόν , |
ἐστι πολιτικὸν ἀνάθημα : ἀλλὰ ξένος τις πάλαι ποτὲ ἀφίκετο δεῦρο , ἀνὴρ ἔμφρων καὶ δεινὸς περὶ σοφίαν , λόγῳ | ||
τοῖς λόγοις . νῦν οὖν ἐπεὶ δέδοκταί σοι τοὺς νεανίσκους δεῦρο κομίσαι χαίρω τε , καὶ πέμψον οὕςτινας βούλει σὺν |
τίνος κόσμου μέρος εἶ καὶ τίνος διοικοῦντος τὸν κόσμον ἀπόρροια ὑπέστης καὶ ὅτι ὅρος ἐστί σοι περιγεγραμμένος τοῦ χρόνου , | ||
τ ' Αἰσωνίδα ναίων ἡμετέροιο τοκῆος ἐπώνυμον , ὅς μοι ὑπέστης Πυθοῖ χρειομένῳ ἄνυσιν καὶ πείραθ ' ὁδοῖο σημανέειν , |
τὸν ἀριστέα διαφθεῖραι φαρμάκῳ , ἀλλ ' ἔτι καὶ τὴν ἀθλίαν ταύτην αἰχμάλωτον συκοφαντεῖν ἐτόλμησε , προσθεῖναι τῷ ἀριστεῖ τῆς | ||
τῷ Δέλφιδι κεκοινώνηκεν . ἀντὶ γυναικός : ὅς με τὴν ἀθλίαν ἀντὶ κοσμίας γυναικὸς ἀναιδῆ καὶ οἷον μαινάδα ἐποίησεν ἀπολέσας |
φανῶ ἔφηνα , χωρὶς τοῦ εἶπα ἀπὸ τοῦ ἕπω , ἤνεγκα ἀπὸ τοῦ ἐνέγκω , ἔθηκα ἀπὸ τοῦ τίθημι , | ||
, συνηυδόκησαν τῇ ἐπιστολῇ : εἰδότες ὅτι εἰκῆ πολιὰς οὐκ ἤνεγκα , ἀλλὰ ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ πάντοτε πεπολίτευμαι . . |
φαρμάκου , ἐδάην τε καὶ ἐγέλασα καὶ τὸν παῖδα θαρρεῖν ἐκέλευσα , ὡς μηδενὸς αὐτῷ προσδοκωμένου δεινοῦ . Οὐκ ἀκριβῶς | ||
ἐπ ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης . Ἥρωας δ ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας δούρατ ' ἐπαμπήξασθαι ἰδ ' ἄορα κωπήεντα |
. οὔκουν τοῦτο κρεῖσσον ἢ μένειν ; ἀλλὰ δῆτ ' ἔλθω ; θανὼν γοῦν ὧδε κάλλιον θανῆι . εὖ λέγεις | ||
δόρυ δὲ πρὸς τεῖχος ἐρείσας αὐτὸς ἰὼν Ἀχιλῆος ἀμύμονος ἀντίος ἔλθω καί οἱ ὑπόσχωμαι Ἑλένην καὶ κτήμαθ ' ἅμ ' |