οὕτως θερμὸν εὑρήσεις τὸ πῦρ . ” Ταῦτα ἀκούσας ὁ Θέρσανδρος παντοδαπὸς ἦν : ἤχθετο , ὠργίζετο , ἐβουλεύετο .
Πολυνείκη καὶ Ἐτερόκλη δι ' ἀλληλοφονίας : ὑπελείφθη δὲ ὁ Θέρσανδρος ζώπυρον τοῦ Πολυνείκους , τιμώμενον ἐν μάχαις τοῦ καὶ
8082370 Κρεων
: καὶ τῶν ἐμῶν νυμφευμάτων καὶ τῶν Οἰδίποδος κακῶν ὁ Κρέων ἀπέλαυσεν : ἀπολαύειν μετέχειν : λυπηρῶς : ἀλλ '
ἴτω : παίδων δὲ τῶν μὲν ἀρσένων μή μοι , Κρέων , προσθῇ μέριμναν : ἄνδρες εἰσίν , ὥστε μὴ
7785005 Πολυδωρος
. λέγοιμ ' ἄν . ἦν τις Πριαμιδῶν νεώτατος , Πολύδωρος , Ἑκάβης παῖς , ὃν ἐκ Τροίας ἐμοὶ πατὴρ
οὐκ ἔστιν τόδε . ὅ τ ' ἐν φιλίπποις Θρηιξὶ Πολύδωρος κάσις . εἰ ζῆι γ ' : ἀπιστῶ δ
7771897 μανεις
' , ὅς τ ' ἐπ ' Ἀλφειοῦ ῥοαῖς θεοῦ μανεὶς ἔρριψε Σαλμωνεὺς φλόγα . Ἑλλὰς μὲν οὖν ἐστὶ ,
γεωργῶν ἐπιμέλειαι εὑροῦσαι κατ ' ἔτος ἐκνεάζοντα . καὶ οὐδὲ μανεὶς ἂν εἴποι τις ὅτι δρῦς στάχυος ἀμείνων . τί
7761918 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
7751437 Ὀρεστης
δεινὰ πάσχειν δεινὰ τοὺς πεπραγμένους καὶ κατέκρινεν αὐτὸν [ φησὶν Ὀρέστης ] χωρὶς κρίσεως : γυμνὸν ἐνταῦθα δείκνυται τὸ ἦθος
τέλος τοῦ ἀγῶνος . πυθόχρηστος ] ὁ ὑπὸ Πυθοῦς χρησθεὶς Ὀρέστης . δόμων ἀναφυγὰς κακῶν ] ὡς τῶν οἴκων φυγόντων
7715393 Ἀδμητος
μὲν ἦσαν , εἶχον δὲ ἐνστάσεις : ὅ τε γὰρ Ἄδμητος ἐλογίζετο ὅτι τέθνηκεν ἡ Ἄλκηστις καὶ ὅτι ὁ ἀποθανὼν
καὶ θνήσκουσι καὶ τῶν λεγομένων μάρτυρες Ἀχιλλεὺς καὶ Μήδεια , Ἄδμητος καὶ Ἄλκηστις , Λαοδάμεια καὶ Πρωτεσίλαος : εἴκει σοι
7658163 ἀφιγμενος
ἀγασθῆναι λέγεται τούτους , κατὰ πύστιν τοῦ πατρὸς εἰς αὐτὸν ἀφιγμένος , ὥστ ' εἰπεῖν Πεισιστράτῳ τῷ Ζηνός που τοιήδε
ἦν ἄξιον δεδωκέναι . καί μοι δοκεῖς διὰ πολλῶν σχημάτων ἀφιγμένος ἐπὶ τὸ καὶ βασιλεῦσι τετιμημένον προϊὼν ἥξειν , τὸν
7558126 συλληφθεις
: Εὐμενίσιν θήραμα φόνῳ : ἀντὶ τοῦ ἄγρευμα γενόμενος καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν Ἐρινύων διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός :
ἀνελέσθαι . ὁ δ ' ἀπερι - σκέπτως προσελθὼν καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῆς παγίδος ὡς ἐξαπατήσασαν ἐμέμφετο τὴν ἀλώπεκα .
7558046 Ἀδραστος
καὶ γὰρ ἄλλοι εἰσὶν ὁμώνυμοί τινες κατὰ τὰ Ἰλιακά , Ἄδραστος , Τεύθρας , Οἰνόμαος . . . . :
τόνον προαγήοχεν . εἰ δὲ λέγοι τις , φησὶν ὁ Ἄδραστος , ὡς οὐ δέον ἐπὶ τοσοῦτον ἐκτεῖναι , Ἀριστόξενος
7551256 ὠδυρετο
πρὸς αὐτόν : ἐπὶ δὲ τούτοις ἅπασι τῆς κατειληφυίας αὐτὸν ὠδύρετο τύχας , ὡς ἐκ μεγάλης ἐκπεσὼν εὐδαιμονίας ἐν ἡμέρᾳ
; καὶ πῶς ἂν ἔτι ἦν Σωκράτης , εἰ ταῦτα ὠδύρετο ; πῶς ἂν ἔτι ἐν τῇ φυλακῇ παιᾶνας ἔγραφεν
7540303 ἀπηλθε
Ἑλλήνων ἦλθε πρέσβεις ἔχων ὡς ἀδικοῦσαν δείξων τὴν πόλιν , ἀπῆλθε δὲ τἀναντία τούτων παθών , μόνου τῶν τότε ῥητόρων
καιρὸν εὕρασθαι μεταβολῆς . ἐπεὶ δὲ Σύβαριν ἐχειρώσαντο , κἀκεῖνος ἀπῆλθε , καὶ τὴν δορίκτητον διῳκήσαντο μὴ κατακληρουχηθῆναι κατὰ τὴν
7495511 Λευκιππην
ἐμοὶ δὲ ἡμέραι τὸ βραχὺ τοῦτο πολλαί . οὕτω μηκέτι Λευκίππην ἀπολέσειας , οὕτω μηκέτι μηδὲ ψευδῶς ἀποθάνοι . μὴ
μὲν οὖν ἐπὶ τὸ θηρίον τοὺς ὀφθαλμοὺς εἴχομεν , ἐπὶ Λευκίππην δὲ ὁ στρατηγός : καὶ εὐθὺς ἑαλώκει . βουλόμενος
7468385 ἀπεσταλη
παρὰ βασιλέα ἀναβεβηκὼς εἴη , κατὰ τοῦτο ἡσύχαζον μάλιστα . ἀπεστάλη δὲ καὶ ἐς Θήβας πρεσβεύειν Ἀριστομηλίδας , μητρὸς μὲν
Βίαντα σοφόν , διηγησαμένας τὰ καθ ' ἑαυτάς . καὶ ἀπεστάλη ὁ τρίπους : καὶ ὁ Βίας ἰδὼν ἔφη τὸν
7464884 Μηδος
ἄνδρα πάσης Ἀσίδος μηλοτρόφου ταγεῖν , ἔχοντα σκῆπτρον εὐθυντήριον . Μῆδος γὰρ ἦν ὁ πρῶτος ἡγεμὼν στρατοῦ : ἄλλος δ
πόνων ἐς τοσαύτην πεσεῖν τὸν Ἡρακλέα . . : Τάδε Μῆδος οὐ φυλάξει : Δικαίαρχός φησιν , ὅτι μελλούσης τῆς
7461554 Χαιρεας
τὴν θύραν ἐμήνυσε τὴν σπουδήν . ὡς δὲ στρατηγὸς ἀγαθὸς Χαιρέας ” κάλει “ φησί : ” πόλεμος γὰρ ἀναβολὴν
παραδοθήσῃ γὰρ ἀντεραστῇ τυράννῳ , καὶ τάχα μὲν οὐδὲ πιστευθήσῃ Χαιρέας εἶναι , κινδυνεύσεις δὲ μᾶλλον , κἂν ἀληθῶς εἶναί
7444996 Μονος
Εὐβούλου πολιτευμάτων , ἐν ἅπασι δὲ τούτοις ἐγὼ τέταγμαι . Μόνος δ ' ἐν τῷ λόγῳ φαίνεται κηδεμὼν τῆς πόλεως
' ἰσχὺν δὲ τὴν ἑκάστοις προσοῦσαν τοῦ πράγματος βραβευομένου . Μόνος δὲ Καῖσαρ , ᾧ τὸ σύμπαν κράτος κατελέλειπτο νομίμως
7444152 ἐπεισθη
δαιτὸς μὲν ἐίσης οὐκ ἐπιδευεῖς . ἐκ τούτων δ ' ἐπείσθη Ζηνόδοτος δαῖτα ἐίσην τὴν ἀγαθὴν λέγεσθαι . ἐπεὶ γὰρ
δὲ πλῆθος ἓν μόνον τοῦτο ἁμαρτεῖν ἔλεγον , ὅτι πονηροῖς ἐπείσθη δημαγωγοῖς ἴδια κέρδη παρεσκευασμένοις . ταύτης δὲ τῆς ἀπάτης
7443477 εἰσηλθεν
αὐτῶν ταύτην ἀπέστη ἀπ ' αὐτῶν ἡ σύνεσις , καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺς ἀφροσύνη μωρά . ἐπαινοῦσι δὲ ἑαυτοὺς ὡς
βοάσας : καθ ' ὃ μέρος ᾠκοδόμει ὁ Αἰακὸς , εἰσῆλθεν ὁ δράκων , δι ' οὗ οἱ Ἕλληνες εἰσῆλθον
7414213 Ξανθιππος
θεῖναι κλῆσιν τῷ υἱῷ , Ξάνθιππον ἢ Χάριππον . ὁ Ξάνθιππος πατὴρ ἦν ἐκείνου τοῦ Περικλέους , ὃς ἦν τοῦ
Μιλτιάδης ἐπὶ τοῖς περὶ Πάρον ἑάλωκε , καὶ ὁ μὲν Ξάνθιππος αὐτῷ τιμᾶται φυγῆς , ὁ δὲ ἀνθυποτιμᾶται θανάτου .
7413319 Αἰγιαλευς
δὲ οἱ στρατευόμενοι οἵδε : Ἀλκμαίων καὶ Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου , Αἰγιαλεὺς Ἀδράστου , Διομήδης Τυδέως , Πρόμαχος Παρθενοπαίου , Σθένελος
δυστυχησάντων : τῶν γὰρ ἀπογό - νων Θηβαίοις ἐπιστρατευσάντων μόνος Αἰγιαλεὺς ἀπώλετο Ἀδράστου παῖς . Ἄλλοι δὲ λέγουσι , τὴν
7382014 Ἀλκμαιωνα
μάχη καρτερά , καθ ' ἣν ἐνίκησαν οἱ περὶ τὸν Ἀλκμαίωνα : οἱ δὲ Θηβαῖοι λειφθέντες τῇ μάχῃ καὶ πολλοὺς
οἶδα ὅτι μᾶλλον ἄν με κατεφόρτισε βασιλεὺς ἢ πάλαι Κροῖσος Ἀλκμαίωνα τὸν Ἀθηναῖον , ἐκ τοῦ ψήγματος ἐπιτρέψας ὁπόσον ἐδύνατο
7364134 ἐκαθεζετο
. κατ ' ἄρ ' ἕζετο : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἐκαθέζετο . οὐκ ἐᾷ δὲ ἑλληνίζειν τὸν Ὅμηρον : ὥσπερ
Φιλόχορος ἐπὶ Γλαυκίππου καὶ ἡ βουλὴ κατὰ γράμμα τότε πρῶτον ἐκαθέζετο : καὶ ἔτι νῦν ὀμνῦσιν ἀπ ' ἐκείνου καθεδεῖσθαι
7363889 Λευκιππης
τῆς φυγῆς παράσχῃς τὴν ἀσφάλειαν καὶ τἆλλα ὡς ὑπέσχου περὶ Λευκίππης . ” “ Μὴ φροντίσῃς , ” εἶπε ,
οἰκίαν . τοῦ δὲ Σωσθένους αὐτῷ μηνύσαντος τὰ περὶ τῆς Λευκίππης καὶ κατατραγῳδοῦντος αὐτῆς τὸ κάλλος , μεστὸς γενόμενος ἐκ
7353889 Πυλαδην
ἁρπάσας χεροῖν , ῥίψας ἀπ ' ὤμων εὐπρεπῆ πορπάματα , Πυλάδην μὲν εἵλετ ' ἐν πόνοις ὑπηρέτην , δμῶας δ
ἡμέραις τῶν Διονυσίων ἔμπροσθεν τοὺς πιστοτάτους μοι τῶν θεραπόντων , Πυλάδην καὶ Φιλόκαλον , ἐξέπεμψα ὡς σέ : μέλλω γὰρ
7342482 ἀποθνησκων
κίνδυνον σημαίνει , λαμβάνων δέ τι καὶ θάνατον . δανειστὴς ἀποθνήσκων λύπης καὶ φροντίδος ἀπαλλάσσει . ἔτι δὲ καὶ δανειστὴς
ἐκείνωι . οὗτος δὲ ] / ἀπέδωκεν τὴν [ βασιλείαν ἀποθνήσκων Ἀττάλωι ] / τῶι τοῦ Εὐμένους [ / ἄρξαντ
7330946 Κλεινιας
τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῇ δ ' ὑστεραίᾳ παραγενόμενος ὁ Κλεινίας ἔφη Θέρσανδρον διὰ τῆς νυκτὸς ἀποδεδρακέναι : τὴν γὰρ
ἐκώκυεν ὁ πατήρ , ἑτέρωθεν δὲ καθ ' αὑτὸν ὁ Κλεινίας : “ Ἐγώ μου τὸν δεσπότην ἀπολώλεκα . τί
7324408 σωθεις
μὲν ἀπὸ Ἀδράστου φασὶν ὀνομασθῆναι , ὅτι μόνος τῶν ἑπτὰ σωθεὶς μόνος πάλιν τὸν υἱὸν ἀπέβαλεν ἐν τοῖς ἐπιγόνοις ,
ἀπὸ τῆς μίξεως διάθεσιν ἔχουσα πρὸς αὐτόν : οὗτος δὲ σωθεὶς ἐξεδίκησε τοὺς αὐτοῦ ἀδελφούς . ἐφόνευσε γὰρ τὰς θυγατέρας
7312309 ἀπηλθεν
τὴν Ἑλένην τοῖς Ἀχαιοῖς . ἐκεῖ δὲ Φρυγῶν χεῖρα συλλέξας ἀπῆλθεν εἰς Λωρεντὸν καὶ ἐγγυησάμενος τὴν Λαουινίαν , θυγατέρα Λατίνου
καὶ τύχῃ γ ' ἐράνου τινός πανηγυρίσας , ἥδιστ ' ἀπῆλθεν οἴκαδε . Τοῦτο γὰρ νῦν ἔστι σοι ἐν ταῖς
7306189 Κτησιππον
λοιδορίαις καὶ ὕβρεσι κολασθεὶς διὰ τὸν Ἀντίνοον καὶ Εὐρύμαχον καὶ Κτήσιππόν φησιν ὑβρίσαντας αὐτόν . πληγαῖς : παρ ' Ὁμήρῳ
λοιδορίαις καὶ ὕβρεσι κολασθεὶς διὰ τὸν Ἀντίνοον καὶ Εὐρύμαχον καὶ Κτήσιππόν φησιν ὑβρίσαντας αὐτόν . πληγαῖς : παρ ' Ὁμήρῳ
7296429 συνεληφθη
ὡς οὐ μάτην τοῦτο πράττει , ἡμέρας γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη , διὸ ἀπ ' ἐκείνου ἐσωφρονίσθη , [ καὶ
ἔργῳ πλησιάζων καὶ ταρασσόμενος καὶ ἐκ τοῦδε ὕποπτος γενόμενος , συνελήφθη τε καὶ ὡμολόγησε . καὶ ὁ στρατὸς ὁ τοῦ
7274173 δολωι
καὶ ἐλθεῖν εἰς Ἰταλίαν πρὸς Δαῦνον βασιλέα , ὅστις αὐτὸν δόλωι ἀνεῖλεν . . . . , : ἐοίκασιν οἱ
– ˘ – × – ˘ × κλίνει ] ? δόλωι ? [ × – ˘ ⋮ – × –
7264139 Παρυσατις
ἐκεῖνος ἀπέδωκε χώραν ἕξει . : ἡ δ ' οὖν Παρύσατις , μίσους τε πρὸς τὴν Στάτειραν ἐξ ἀρχῆς ὑποκειμένου
καὶ Παρύσατις ἐξ Ἀνδρίας καὶ αὐτῆς Βαβυλωνίας : αὕτη ἡ Παρύσατις Ἀρτοξέρξου καὶ Κύρου μήτηρ ἐγένετο . τὸν δὲ Ὦχον
7250146 Παρθενοπαιος
παρὰ τὰς Ὀγκαΐδας , Πολυνείκης δὲ παρὰ τὰς Ὑψίστας , Παρθενοπαῖος δὲ παρὰ τὰς Ἠλέκτρας , Τυδεὺς δὲ παρὰ τὰς
ὄχλος νιν ἀμφέπει ἐπὶ ἀπωλείᾳ : πανταχόθεν ὡπλισμένος ἐπακολουθεῖ : Παρθενοπαῖος : ὡς μὲν Ἀντίμαχος [ . ] , Ταλαοῦ
7250103 Τυνδαρεως
εἴ τις εἴποι Ἀλεξάνδρου παῖδας τοὺς Ἀλεξανδρεῖς . Οἰβάλου δὲ Τυνδάρεως καὶ οἱ λοιποὶ τῶν Λακώνων προὔχοντες . κατὰ δὲ
τιθέμενος τιθήμενος , δότης δώτης , Κόρα Κώρα , Τυνδάρεος Τυνδάρεως , μήστορα μήστωρα , Διόνυσος Διώνυσος . Ἐπέκτασις δέ
7222000 Ἀνθιας
' ὅλης νυκτός : ἔννοια δὲ πάντων Ἁβροκόμην εἰσήρχετο , Ἀνθίας , τοῦ θανάτου , τοῦ τάφου , τῆς ἀπωλείας
ἀνατεθείκεσαν : ἀνέθεσαν στήλην γράμμασι χρυσοῖς γεγραμμένην ὑπὲρ Ἁβροκόμου καὶ Ἀνθίας , ἀνεγέγραπτο δὲ καὶ τῶν ἀναθέντων τὰ ὀνόματα ,
7218543 ἀποφερων
ὅτι ἔσται πρόθυμος . οὐ γὰρ δὴ τὴν πρᾶξιν οἴχεται ἀποφέρων ὁ χρόνος , ἀλλ ' , ἢν ἐθέλῃς ,
παραδοὺς ἑαυτὸν τοῖς πορφυρεῦσι συγκατεδύετο καὶ τὸ γινόμενον ἐκ τούτου ἀποφέρων ἔτρεφε τὸν Δεινίαν : καὶ νοσήσαντά τε ἐπὶ μήκιστον
7216917 φονευσειν
τοῦ Ναυπλίου συνεὶς τὸ γιγνόμενον , ἁρπάσας τὸν Τηλέμαχον ἀπειλεῖ φονεύσειν πρόκωπον ἔχων τὸ ξίφος , καὶ πρὸς τὴν τῆς
οὐκ εἶναι Πολύβου , ἔρχεται εἰς Πυθώ , ὅθεν ἀκούει φονεύσειν πατέρα . ἐκκλίνει γοῦν τὴν πρὸς τὸν Πόλυβον καὶ
7199104 Οἰδιπους
; Ὦ θεῶν μαντεύματα , ἵν ' ἐστέ ; Τοῦτον Οἰδίπους πάλαι τρέμων τὸν ἄνδρ ' ἔφευγε μὴ κτάνοι ,
οὗ Πολύδωρος , οὗ Λάβδακος , οὗ Λάιος , οὗ Οἰδίπους , οὗ Ἐτεοκλῆς καὶ Πολυνείκης : λείπει τὸ ὑπαρχόντων
7199060 Προκνης
τὸν ἄνδρα τὸν Τηρέα . ὁ δὲ ἀπῄει μὲν ἔτι Πρόκνης ἀνήρ , ἀναστρέφει δὲ Φιλομήλας ἐραστής , καὶ κατὰ
εἰ μὴ ἄρα διώνυμος ἦν . . , : οὔτε Πρόκνης οὔτε Τειρέως μέμνηται καὶ τὸν παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἴτυν
7198308 ἐπανελθων
θανάτῳ ζημιοῦσθαι : βιασάμενός τις Ἀθήνησι κατέβαλε τὰς χιλίας : ἐπανελθὼν εἰς Λακεδαίμονα κρίνεται κατὰ τὸν ἐκεῖ νόμον : καὶ
περὶ Λιβύην Καίσαρος πολέμῳ τέλος ἐγίγνετο , αὐτὸς δ ' ἐπανελθὼν ἐς Ῥώμην ἐθριάμβευε τέσσαρας ὁμοῦ θριάμβους , ἐπί τε
7176332 προγονος
ἡ γῆ καταβραβεύειν τῶν λοιπῶν ἐπέχουσα αὐτὴ τὰ πάντα ὡς πρόγονος . Πᾶσαι μὲν οὖν αἱ προκείμεναι ἀγωγαὶ χρηματιστικαὶ καὶ
, ἄνδρες γενειοσυλλεκτάδαι , ἰχθὺν ἐσθίει ; ἢ καθάπερ ὁ πρόγονος ὑμῶν Μελέαγρος ὁ Γαδαρεὺς ἐν ταῖς Χάρισιν ἐπιγραφομέναις ἔφη
7170544 αἰτησας
καὶ ἀξιοῖ πεῖσαι μὴ δοθῆναι αὐτοῖς λέγων ὅτι καὶ Πεισίστρατος αἰτήσας καὶ λαβὼν ἐτυράννησεν . αὕτη δὲ ἡ πίστις οὐκ
δὲ γενομένου ἐλθὼν εἰς τὸ μέσον ὁ Αἴσωπος καὶ σιγὴν αἰτήσας ἔφη “ ἄνδρες εὐσεβεῖς , ἐπεὶ ὁ ἀετὸς τῶν
7169764 συναντησας
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα .
7169306 Μελανθος
οἱ στρατηγοὶ μονομαχοῦσι τῆς νίκης πέρι , καὶ συνιόντων ὁ Μέλανθος ἔφη καὶ μὴν ἀδικεῖς δεύτερος ἰὼν ἐπὶ τὴν μάχην
καὶ Ἡνιόχης τῆς Ἁρμενίου τοῦ Ζευξίππου τοῦ Εὐμήλου τοῦ Ἀδμήτου Μέλανθος . οὗτος Ἡρακλειδῶν ἐπιόντων ἐκ Μεσσήνης εἰς Ἀθήνας ὑπεχώρησε
7158310 Χαιρεαν
τὸν εὐμορφότατον ἄνδρα . “ Καλλιρόης δὲ φανείσης οὐδεὶς ἔτι Χαιρέαν ἐπῄνεσεν , ἀλλ ' εἰς ἐκείνην πάντες ἀφεώρων ,
ἀγωνίας εὐθὺς ἀσπασαμένην τὴν πατρίδα ἀπήγαγον ἐκ τοῦ θεάτρου , Χαιρέαν δὲ κατεῖχε τὸ πλῆθος , ἀκοῦσαι βουλόμενον πάντα τὰ
7158165 Τηλεφος
τῶν Τρωικῶν ἦσαν ἤδη οἱ νῦν Κίλικες : ὅ τε Τήλεφος ἐκ τῆς Ἀρκαδίας ἀφῖχθαι νομίζοιτ ' ἂν μετὰ τῆς
! κείνης ] δέ τε γῆς ἐξήλασε πάσης . αὐτὰρ Τήλεφος ] ἔτραπ ' Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων [ ! ! !
7157591 Πολυνεικης
οἱ δισσοὶ καὶ δύο στρατηγοί , ὁ Ἐτεοκλῆς καὶ ὁ Πολυνείκης , διέλαχον καὶ διεμέρισαν τὴν παμπησίαν καὶ τὴν κτῆσιν
εἰς ἐπιστολάς . Ἀλέξανδρος δέ , ἂν μὴ βοηθῇς , Πολυνείκης ἔσται τοῦ μέρους ἐκπίπτων . ὁ γὰρ Ἐτεοκλῆς πάντα
7155049 ἱκων
. * * ἐλθών γράφε διὰ τὸ μέτρον καὶ μὴ ἱκών . * ἐλθὼν ἐν τῇ Καμαρίνῃ . * *
. * * ἐλθών γράφε διὰ τὸ μέτρον καὶ μὴ ἱκών . * ἐλθὼν ἐν τῇ Καμαρίνῃ . * *
7152679 ἐπανελθοντος
τῶν σωμάτων φυλακὴν πολυχρόνιον . Ὁ δ ' Ἀντίγονος , ἐπανελθόντος τοῦ Δημητρίου καὶ τὰ κατὰ μέρος τῶν πεπραγμένων ἀπαγγείλαντος
κρίσεως καὶ τῶν ἐγκλημάτων ἀπολυθῆναι . μετὰ δὲ ταῦτα Θησέως ἐπανελθόντος ἐκ Τροιζῆνος εἰς τὰς Ἀθήνας , ἐγκληθεῖσαν ἐπὶ φαρμακείᾳ
7148235 Θησευς
κατεπάλαισεν αὐτὸν σοφίᾳ τὸ πλέον : παλαιστικὴν γὰρ τέχνην εὗρε Θησεὺς πρῶτος καὶ πάλης κατέστη ὕστερον ἀπ ' ἐκείνου διδασκαλία
ἐποίησεν εἰκότα τὸν λόγον ὡς προνοίᾳ θείᾳ καὶ αὐτὸς ἀνασωθείη Θησεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ . ἐν τούτῳ δέ εἰσι
7147735 ἱκετης
ἐκδησάμενοι ἀπὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἀθηνᾶς μήρινθον , ὡς δὴ ἱκετὴς τοῦ θεοῦ , οἱ περὶ τὸν Περικλέα οὐ κατασχόντες
ὅτ ' ἐλθὼν δεῦρο Περικλείδας ποτὲ / ὁ Λάκων Ἀθηναίων ἱκετὴς καθέζετο / ἐπὶ τοῖσι βωμοῖς ὠχρὸς ἐν φοινικίδι /
7147351 ἀπηχθη
. εἰς φυλακὴν ἀπήχθη . τί γέγονεν ; εἰς φυλακὴν ἀπήχθη . τὸ δ ' ὅτι κακῶς πέπραχεν ἐξ αὑτοῦ
αἰτούντων , τῆς αὐτῶν ἐπιβὰς τριήρους συνελήφθη τε καὶ δεθεὶς ἀπήχθη . Δουέλλιος δὲ , ἐπεξελθὼν τῇ μάχῃ , νικᾷ
7144244 ἀπηγγειλεν
Μενοίτης δὲ ἐκεῖ τὰς Ἅιδου βόας βόσκων Γηρυόνῃ τὸ γεγονὸς ἀπήγγειλεν . ὁ δὲ καταλαβὼν Ἡρακλέα παρὰ ποταμὸν Ἀνθεμοῦντα τὰς
“ Θεαγένης δὲ ἔναγχος , ὥς μοί τις τῶν ἑταίρων ἀπήγγειλεν , καὶ Σίβυλλαν ἔφη προειρηκέναι περὶ τούτων : καὶ
7142687 πευθομαι
οὐκ ἄκλητος , ἀλλ ' ὑπάγγελος : νέαν φάτιν δὲ πεύθομαι λέγειν τινὰς ξένους μολόντας οὐδαμῶς ἐφίμερον , μόρον γ
ὑμᾶς ἀποδέχομαι , ὡς ἴστε αὐτοί , ὅτι δαμοτικώτατα . πεύθομαι ὡς πέρυτι ἐγένετο ὑμῶν ἁλία παρὰ τὸν Λυδὸν ἐς
7131027 Πυλαδης
. ἐνταῦθα ἐν ταῖς γραφαῖς Ὀρέστης ἐστὶν Αἴγισθον φονεύων καὶ Πυλάδης τοὺς παῖδας τοὺς Ναυπλίου βοηθοὺς ἐλθόντας Αἰγίσθῳ : τοῦ
' : ἀνδρείας δ ' ὕπο ἔστησαν ἀντίπρωιρα σείοντες βέλη Πυλάδης Ὀρέστης τ ' . εἶπε δ ' : Οὐχὶ
7130219 Ἀκουσας
ἐνθάδε ἐόντος , ποίεε ταῦτα καὶ ποίεε κατὰ τάχος . Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κῦρος ἐφρόντιζε ὅτεῳ τρόπῳ σοφωτάτῳ Πέρσας ἀναπείσει
τῶν Χαλδαίων , τοῦ αἰχμαλωτεῦσαι τὸν λαὸν εἰς Βαβυλῶνα . Ἀκούσας δὲ ταῦτα Βαροὺχ , διέρρηξε καὶ αὐτὸς τὰ ἱμάτια
7128799 πεισθεις
εἰσάγεται ὅτε ἐμπίπτει λέγοντος ἀλλ ' ὁ δῆμος αἴτιος μὴ πεισθείς . Καὶ πάλιν ταύτην ὁ κατήγορος λύσει μεταλήψει :
, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἀρχαίων . . πειθόμενος ] πεισθείς , καταπειθόμενος . τέφρα ] ἡ στάκτη . ,
7124761 Μεγακλης
μάλιστα πάντων Ἀθηναίων . Καὶ γὰρ ὁ τῆς μητρὸς πατὴρ Μεγακλῆς καὶ ὁ πάππος Ἀλκιβιάδης δὶς ἐξωστρακίσθησαν ἀμφότεροι , ὥστ
φίλων . Ἀγαθοκλῆς συνήγαγε τοὺς φίλους . ἐπὶ τούτων ὁ Μεγακλῆς διεξελθὼν τὰ δίκαια τῆς πατρίδος τελευταῖον ἔφη εἰ δὲ
7116338 Στροφιος
γὰρ Πυλάδης ἀντιλέγει μέχρι τοῦ ἀλλὰ δῆτ ' ἔλθω : Στρόφιος ἤλασέν μ ' : Ἀναξιβίαν τὴν Ἀγαμέμνονος ἀδελφὴν Στρόφιος
ὅτε πατὴρ ἔκτεινέ με . οὐκ ἦν : χρόνον γὰρ Στρόφιος ἦν ἄπαις τινά . χαῖρ ' ὦ πόσις μοι
7105823 ἀποσταλεις
λέγοιμ ' ἂν ] ὁ ἄγγελος ὁ παρὰ τοῦ Ἐτεοκλέους ἀποσταλεὶς κατάσκοπος τῶν πολεμίων , ἐλθὼν , φησὶ , λέγοιμ
Ὕλας γὰρ ὁ Θειοδάμαντος παῖς , Ἡρακλέους δὲ ἐρώμενος , ἀποσταλεὶς ὑδρεύσασθαι διὰ κάλλος ὑπὸ νυμφῶν ἡρπάγη . Πολύφημος δὲ
7105698 Θηρων
καὶ ἀμφιλαφοῦς ἑστιάσεως ἐμπιπλάμενος . καὶ ὁ μὲν τοῦ Μενάνδρου Θήρων μέγα φρονεῖ , ὅτι ῥινῶν ἀνθρώπους φάτνην αὐτοὺς ἐκείνους
ἀλλ ' οὐ δημοτικῶς οὐδ ' ἴσως ἄρχειν . Ὅτι Θήρων ὁ Ἀκραγαντῖνος γένει καὶ πλούτῳ καὶ τῇ πρὸς τὸ
7102115 Ἐτεοκλεης
Οἰδίπου , λόγων ἄκουσον : ἀρχὰς τῆσδε γῆς ἔδωκέ μοι Ἐτεοκλέης παῖς σός , γάμων φερνὰς διδοὺς Αἵμονι κόρης τε
' ἱδρὼς ἢ τοῖσι δρῶσι διὰ φίλων ὀρρωδίαν . ] Ἐτεοκλέης δὲ ποδὶ μεταψαίρων πέτρον ἴχνους ὑπόδρομον , κῶλον ἐκτὸς
7101888 ὑποπτευσας
τὴν χύτραν ἔρριψε καὶ συνήψει . ὁ δὲ Ξάνθος , ὑποπτεύσας μή πως ὁ Αἴσωπος τὸν λείποντα πόδα μὴ εὑρὼν
τὴν Λυσιακὴν οὐδὲ τὴν εὐστομίαν ἔχουσιν ἐκείνης τῆς λέξεως , ὑποπτεύσας τε καὶ βασανίσας εὗρον οὐκ ὄντας Λυσίου . ὧν
7092536 ἐβουλευετο
, προδιελθεῖν ὑμῖν βούλομαι . Μαρτυρεῖ Ἀμύντωρ Αἰσχίνῃ , ὅτε ἐβουλεύετο ὁ δῆμος περὶ τῆς συμμαχίας τῆς πρὸς Φίλιππον κατὰ
μὴ λέγωμεν , ὅτι ὁ μῦς περὶ βασιλείας τῶν ζῴων ἐβουλεύετο ἢ ὅτι ὁ λέων ἐζωγρήθη ὑπὸ τυροῦ [ καὶ
7088144 μετακληθεις
αἷμα : ἐπὶ ὀργιζομένου . ἀνάκλητος καὶ μετάκλητος : ὁ μετακληθεὶς καὶ μεταπεμφθείς , ὥσπερ καὶ μετάπεμπτος . ἀβελτεροκόκκυξ :
ἔμελλεν εἰς οὐρανὸν στέλλεσθαι καὶ τὸν θνητὸν ἀπολιπὼν βίον ἀπαθανατίζεσθαι μετακληθεὶς ὑπὸ τοῦ πατρός , ὃς αὐτὸν δυάδα ὄντα ,
7085568 Αὐτονοης
τῆς Ἀσίας , ἃς ὕστερον Ζεὺς καταστερίσας ὠνόμασεν Ὑάδας . Αὐτονόης δὲ καὶ Ἀρισταίου παῖς Ἀκταίων ἐγένετο , ὃς τραφεὶς
μὲν εἶναί φησι τὸν διαπορθμεύσαντα Εὐρώπην Διί . . . Αὐτονόης δὲ καὶ Ἀρισταίου παῖς Ἀκταίων ἐγένετο , ὃς τραφεὶς
7084762 συντυχων
αὐτὸς ἔκρινε μηνῦσαι . παρελθὼν οὖν ἐπὶ τὴν αὐτὴν καὶ συντυχὼν Φιλώτᾳ καὶ διαλεχθεὶς παρεκελεύετο τὴν ταχίστην ἀπαγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ
πάντας αὐτῷ δοῦναι συνεργούς . Οἰκέτης μοί τις ἐν ἀγορᾷ συντυχὼν δοὺς ἐπιστολὴν καὶ τοσοῦτον εἰπών , ὅτι Θεόδωρος ἔπεμψεν
7083259 Αὐγεας
ἀντὶ Ἐπειῶν ἀπὸ τοῦ Ἠλείου μεταβεβλήκασιν . Ἠλείου δὲ ἦν Αὐγέας : οἱ δὲ ἀποσεμνύνοντες τὰ ἐς αὐτόν , παρατρέψαντες
ἐξειργάσατο ἐκτρέψας τοῦ Μηνίου τὸ ῥεῦμα ἐς τὴν κόπρον : Αὐγέας δέ , ὅτι τῷ Ἡρακλεῖ σοφίᾳ πλέον καὶ οὐ
7082078 Ἀρβακης
, ἐὰν αὐτὸς βασιλεὺς γένηται . Ἐνεθυμεῖτο δὲ ὡς καὶ Ἀρβάκης παύσας Σαρδανάπαλλον πρότερον τὴν ἐκείνου τιμὴν ἀφέλοιτο . Καίτοι
οὔτε Μῆδοι κρείσσους Περσῶν , οἷς ἐκεῖνος ἐπίστευσεν , οὔτε Ἀρβάκης φρονιμώτερος ἐμοῦ : τύχη δὲ καὶ μοῖρα κἀμοὶ προδείκνυσι
7079317 Διονυσοφανης
συνέταττε λόγον καὶ ἐρωτικὸν καὶ μακρόν . Ἦν δὲ ὁ Διονυσοφάνης μεσαιπόλιος μὲν ἤδη , μέγας δὲ καὶ καλὸς καὶ
: τοῦ δὲ Γνάθωνος θρασυνομένου καὶ πληγὰς ἀπειλοῦντος , ὁ Διονυσοφάνης τοῖς εἰρημένοις ἐκπλαγεὶς τὸν μὲν Γνάθωνα σιωπᾶν ἐκέλευσε ,
7077399 Κλυταιμηστρας
' ἔτλη κακά . βρέφος γὰρ ἦν τότ ' ἐν Κλυταιμήστρας χεροῖν ὅτ ' ἐξέλειπον μέλαθρον ἐς Τροίαν ἰών ,
γ ' ἔθρεψεν Ἑρμιόνην μήτηρ ἐμή . αὕτη βέβηκε πρὸς Κλυταιμήστρας τάφον . . . τί χρῆμα δράσους ' ;
7069234 Σωσθενην
τοῦ ἱεροῦ εἰς λιμένα Δάφνης τῆς Μαινομένης τὸν νῦν λεγόμενον Σωσθένην στάδιοι μʹ , μίλια εʹ , γʹ . Ἀπὸ
σου ταῦτα τὰ δάκρυα ἰάσομαι . ” εἶτα πρὸς τὸν Σωσθένην πάλιν , ἐξιών , “ Ὅπως εἴπῃς τὰ εἰκότα
7068587 ὡμολογησεν
. ἀπορουμένῳ δ ' αὐτῷ μνᾶς μὲν δέκα ὁ Παρμένων ὡμολόγησεν δώσειν , τριάκοντα δὲ μνᾶς ἐδεῖτό μου οὗτος συνευπορῆσαι
ἐτίμησαν , οὐ μὰ Δί ' οὐχ ὅτι τὸν Μιλύαν ὡμολόγησεν εἶναι ἐλεύθερον , ἀλλ ' ὅτι πεντεκαίδεκα ταλάντων οὐσίας
7068536 ἡκων
ἀδικεῖς , ὦ Ξάνθιε , σὺν ἑτέρωι ἐπ ' ἐμὲ ἥκων καὶ οὐ μόνος ὡς ὡμολόγητο . Ξάνθιος δὲ ταῦτα
ἐὰν μὲν γράφηται σᾶμα Ἁλιρροθίου , ἔσται αὐτὸς ὁ Ἁλιρρόθιος ἥκων ὡς ἂν ἐπίσημος ἐγένετο ὁ Ἁλιρρόθιος : ἐὰν δὲ
7067870 Καλλιροης
τῷ δὲ ἔρωτι εἴξας καὶ οὐ τῷ θυμῷ ἑαυτὸν ἀντὶ Καλλιρόης διεργάζεται . ὁ μὲν δὴ ἀπέδειξεν ἔργον ἀνθρώπων ὧν
ὢ θανάτου καλοῦ , μεθ ' ὃν ἤκουσα τὸν δεύτερον Καλλιρόης γάμον . οἷον πάλιν καιρὸν ἀπώλεσάς μου τῆς ἀποκαρτερήσεως
7067245 ὁμομητριος
ἐπὶ θάτερα Καλλίας ὁ Ἱππονίκου καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ ὁμομήτριος , Πάραλος ὁ Περικλέους , καὶ Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος
ἐπιστωσάμεθα : οὑτοσὶ δ ' ἐκείνου συγγενής , ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος , καθ ' ὃν
7065362 ἀπηγαγεν
ποτε τριῶν ἑταιρῶν οὐσῶν μίαν ἐκλέξασθαι κελεύσαντος , τὰς τρεῖς ἀπήγαγεν εἰπών , “ οὐδὲ τῷ Πάριδι συνήνεγκε μίαν προκρῖναι
περιοῦσι Ῥηγίνων , τοὺς δὲ φρουροὺς ἅπαντα καταλιπεῖν αὐτόθι κελεύσας ἀπήγαγεν οὐδὲν ἐπιφερομένους ἔξω τῶν ὅπλων : ἐξ ὧν τοὺς
7063591 Κεφαλος
ἠξίωται Ἀντιφῶντι τῆς συνουσίας ἐκείνης μεταδούς , παρ ' οὗ Κέφαλος ὁ Κλαζομένιος μαθὼν διδάσκαλος γέγονεν . Καλλίας δὲ Ἀθηναίων
ὡς Ἀντιφῶντι τῆς συνουσίας ἐκείνης μεταδούς , παρ ' οὗ Κέφαλος ὁ Κλαζομένιος μαθὼν διδάσκαλος γέγονε . . . ,
7058778 Μεγαβυζος
, καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπέδωκε . Ζωπύρου δὲ τούτου γίνεται Μεγάβυζος , ὃς ἐν Αἰγύπτῳ ἀντία Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων
αὐτῶν . ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνῄσκει νέος . οὐ Μεγάβυζος ἦν , ὅστις γένοιτο ζάκορος . περιττὸν ἄχθος ὄντα
7057055 ὑποστρεψας
, καὶ μὴ δυνάμενος μαθεῖν διὰ τὸ γῆρας ἐκδιώκεται . ὑποστρέψας δὲ καὶ τῷ υἱῷ πείσας ἤγαγεν αὐτὸν τῷ Σωκράτει
τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας εὑρήσεις ἡμᾶς χαίροντας . Τοῦτο τὸ εἰδύλλιον εἰς Πτολεμαῖον
7056985 Μελιτης
τούτοις παραδίδωμι . ” Μέλλοντος δὲ ὑπὲρ ἐμοῦ καὶ τῆς Μελίτης ἀνδρὸς οὐκ ἀδόξου μὲν ῥήτορος , ὄντος δὲ τῆς
Ἐγὼ τὴν κόρην ἀπέκτεινα , καὶ ἔλαβον χρυσοῦς ἑκατὸν παρὰ Μελίτης τῆς Θερσάνδρου γυναικός : αὕτη γάρ με ἐπὶ τὸν
7054402 δολιῳ
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . [
βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ βελέμνῳ . αὐχεῖς
7052204 Κλυταιμνηστρα
, Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδῃ παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . Κλυταιμνήστρα δὲ ἐτάφη καὶ Αἴγισθος ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ τείχους :
πολιχνίῳ τῶν Ἀθηνῶν γεννήσασαν Ἰφιγένειαν ἣν Ἰφιγένειαν θετὴν παῖδα ἡ Κλυταιμνήστρα ποιεῖ - ται . εἷς μὲν οὖν Ἑλένης νυμφίος
7050499 πενθερον
φυγάδων τινὲς καταμαθόντες ἀγοράζοντα κτείνουσι , πρὸς δὲ καὶ τὸν πενθερὸν αὐτοῦ Ἀλάζειρα . Ἀρκεσίλεως μέν νυν εἴτε ἑκὼν εἴτε
Λατῖνον τὸν Τηλεγόνου μὲν ἀδελφόν , Κίρκης δὲ παῖδα , πενθερὸν δὲ Αἰνείου , κτίζοντα τὴν ἀκρόπολιν πρὸ τῆς Αἰνείου
7048421 Βησσος
ξυνέλαβε καὶ δήσας ἦγεν , ἔπειτα ἀπέκτεινε . καὶ ὁ Βῆσσος οὐ μόνῳ οἷ ταῦτα δόξαντα πρᾶξαι ἔφη , ἀλλὰ
τοῖς ἱππεῦσιν ἐλάσας ἀφίκετο πρὸς κώμην τινά , ἵνα ὁ Βῆσσος ἦν ξὺν ὀλίγοις στρατιώταις . οἱ γὰρ ἀμφὶ τὸν
7046950 κηδεστης
τὸν ξένον γενόμενον , ἀλλ ' ὡς τοῦ Διὸς ἐπεθύμησε κηδεστὴς γενέσθαι , καὶ πάλιν ἐπὶ τῆς Ἑλένης , ὡς
πεζοὺς μισθοφόρους ἔχων [ αὑτῷ ] συστρατεύοντας : ὁ δὲ κηδεστὴς τοῦ Δατάμου τῶν ἱππέων ἀφηγούμενος , χάριν βουλόμενος καταθέσθαι
7043149 Ἀρτασυρας
τὸν ἄνθρωπον ἀνήιρηκεν . ἤδη δ ' αὐτοῦ τεθνηκότος , Ἀρτασύρας ὁ βασιλέως ὀφθαλμὸς ἔτυχεν ἵππωι παρεξελαύνων . γνωρίσας οὖν
, ὦ Ἀρτασύρα , Κῦρον τεθνηκότα ; θαυμάσας οὖν ὁ Ἀρτασύρας τῶι μὲν εὐνούχωι θαρρεῖν παρεκελεύσατο , καὶ φυλάττειν τὸν
7040509 Αἰγισθου
δώμασιν θνήισκει γυναικὸς πρὸς Κλυταιμήστρας δόλωι καὶ τοῦ Θυέστου παιδὸς Αἰγίσθου χερί . χὠ μὲν παλαιὰ σκῆπτρα Ταντάλου λιπὼν ὄλωλεν
κτείνας , τῶν Μυκηνῶν ἐβασίλευεν . Ἐλαυνόμενος δὲ ὑπὸ τῶν Αἰγίσθου φίλων , κατὰ δὲ τὸν πλεῖστον λόγον ὑπὸ Ἐρινύων
7039682 ἀπεκτονεν
τὰ παιδία πάντ ' εὐθὺς εἴρηχ ' , ὅτι μανεὶς ἀπέκτονεν τὴν μητέρ ' , ἀγανακτῶν δ ' Ἄδραστος εὐθέως
Μελέαγρος μὲν συγγενεῖς αὑτοῦ δύο διὰ δέρμ ' ὕειον μαχομένους ἀπέκτονεν . ὅταν δανείζῃ τις πονηρῷ χρήματα ἀνὴρ δικαίως τὸν
7039609 Ἀλκαθουν
Ἱππόστρατον : Αἰολοπέα : Πείραντα : Ἀκαρνᾶνα : Ἱππομέδοντα : Ἀλκάθουν : Εὐρύαλον : Εὐρύμαχον : Κρόκαλον : Ἀκρόκομον :
δὲ τοῦτον ἐκάλεσεν , ἐπειδὴ τοὺς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας , Ἀλκάθουν καὶ Λυκάνορα . . . κακοῖσι βάζει ] κακολογεῖ
7038254 Πυρρος
τοῦ τραύματος . ἔτ ' ἐν τῷ τῆς πληγῆς ὁ Πύρρος σχήματι ῥεόμενος τὴν χεῖρα τῷ λύθρῳ πολλῷ κατὰ τοῦ
καὶ σύνδεσμοι τῶν μηχανημάτων ἐγένοντο τῶν γυναικῶν αἱ τρίχες . Πύρρος Ἠπειρώτης ἐνέβαλεν εἰς Ἄργος καλέσαντος αὐτὸν Ἀριστέως Ἀργείου .
7036809 διαβληθεις
καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί , καὶ Διόγνητος διαβληθεὶς μὲν ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν φεύγων ᾤχετο , μετ '
χρόνῳ κριτέον τὴν εὔνοιαν . Ὁ βίος καθάπερ νόμισμα , διαβληθεὶς ἐν ἀρχαῖς ἀδόκιμος εἰς ἅπαντα γίνεται τὸν χρόνον .
7032633 Θερσανδρον
χρόνος ἐγένετο τῇ τῆς χειρὸς πάλῃ , φιλονεικία λαμβάνει τὸν Θέρσανδρον ἐρωτική , καὶ τὴν μὲν λαιὰν ὑποβάλλει τῷ προσώπῳ
τῶν ἀπ ' Ἰωνίας τοὺς ἀρίστους ἀγωνιστὰς , αὐλητὰς μὲν Θέρσανδρον καὶ Φιλόξενον , ὑποκριτὰς δὲ Καλλιππίδην καὶ Νικόστρατον ,
7032518 ὠνητος
[ ! ! ! ] λεω ? φαρμακὸν ἀγινεῖ Ἀβδήροις ὠνητὸς ἄνθρωπος καθάρσιον τῆς πόλεως , ἐπὶ πλίνθου ἑστὼς φαιᾶς
τὴν αἰθαλωτὸν καὶ κεκαυ - μένην πάτραν ὑφ ' Ἡρακλέος ὠνητὸς δὲ παρὰ τῆς καλύπτρας τῆς αὐτοῦ ἀδελφῆς Ἡσιόνης ἀιστώσας
7028466 κατελθων
διανοουμένων αὐτῶν φαίνονται πάλιν ἀνοιχθέντες οἱ οὐρανοὶ καὶ ἄνθρωπός τις κατελθὼν καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ μνῆμα . Ταῦτα ἰδόντες οἱ
περὶ αὐτὸν νεωτερίσειεν , ὅμως δὲ παρορμησάντων αὐτὸν τῶν οἰκείων κατελθὼν ἐς τὸ ἄστυ μετὰ πάσης εὐφημίας τε καὶ παραπομπῆς
7025731 ηὐτρεπιζετο
ὡς ἔφην , Λευκίππῃ παραχωρήσεις . ” δεῖπνον οὖν ἡμῖν ηὐτρεπίζετο πολυτελές : καὶ ὄνομα μὲν ἦν τῷ δείπνῳ γάμοι
σέ , ἐπείθετό τε καὶ τὰ πρὸς τὴν ἐκστρατείαν αὐτοῦ ηὐτρεπίζετο . Ἐπεὶ δ ' ἀποχρώντως εἶχε τούτῳ τὰ τῆς
7024682 κατασκοπος
διεκώλυε ταῦτα γίνεσθαι , καὶ παραγενόμενος εἰς Κιθαιρῶνα τῶν Βακχῶν κατάσκοπος ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἀγαυῆς κατὰ μανίαν ἐμελίσθη : ἐνόμισε
] ὁ σκοπεύς . κατόπτης ] ὁ θεατής , ὁ κατάσκοπος . κατόπτης ] ἐπιτηρητής . Ξ δοκεῖ ] φαίνεται
7023531 αἰχμαλωτος
ἡμᾶς ὁ παρὼν πόλεμος ἐκφοβεῖ καὶ δέδοικα μὴ καὶ δεύτερον αἰχμάλωτος γένωμαι . εἴθε οὖν , φησὶ , παρ '
εἶναί τινας ἱστορεῖν . : Ἐξ Ὑκκάρων . . . αἰχμάλωτος γενομένη ἧκεν εἰς Κόρινθον , ὡς ἱστορεῖ Πολέμων ἐν
7012053 ἀπαις
παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν μὲν Αὔγην γυναῖκα ποιεῖται , τὸν δὲ
πατρός , ἀποδοχῆς ἐτύγχανε τῆς μεγίστης . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν ἀρρένων παίδων τὴν θυγατέρα Ἀργιόπην συνῴκισε τῷ Τηλέφῳ
7007660 Ἁβροκομης
. Ταῦτα ἔλεγεν ἡ Ἀνθία : ἐπώμνυε δὲ καὶ ὁ Ἁβροκόμης , καὶ ὁ καιρὸς αὐτῶν ἐποίει τοὺς ὅρκους φοβερωτέρους
τὸ κάλλος ἐπίβουλον ἀμφοτέροις πανταχοῦ : διὰ τὴν ἄκαιρον εὐμορφίαν Ἁβροκόμης μὲν ἐν Τύρῳ τέθνηκεν , ἐγὼ δὲ ἐνταῦθα :

Back