νιν ] μονομαχήσειν ἀνέπεισαν . [ Ζεῦ , ς ' ἵκοιθ ] ' ἡ γῆρύς [ ] μου μηδὲ λάθοι
σὺν Βάκχαις . μή τί ποτ ' εἰς ἐμὰν πόλιν ἵκοιθ ' ὁ παῖς , νέαν δ ' ἁμέραν ἀπολιπὼν
8916142 ὡρασι
τινος λαβὼν ὀφείλεθ ' ὅσα δεδωκὼς ἦν πάλαι . Μὴ ὥρασι * μετὰ τῶν κακῶν ἵκοιθ ' ὁ τοὺς θέρμους
. ὅτι Ποσειδῶνος εὕρημα οἱ ἐρέβινθοι . ΘΕΡΜΟΙ . μὴ ὥρασι μετὰ τῶν κακῶν ἵκοιθ ' ὁ τοὺς θέρμους φαγών
7177293 προθυρῳ
ἀγγέλλοντα ὅτι ” Σωκράτης οὗτος ἀναχωρήσας ἐν τῷ τῶν γειτόνων προθύρῳ ἕστηκεν , κἀμοῦ καλοῦντος οὐκ ἐθέλει εἰσιέναι . “
γένοιτο , ἀλλὰ διαπερανάμενοι οὕτως ἐσίοιμεν , στάντες ἐν τῷ προθύρῳ διελεγόμεθα ἕως συνωμολογήσαμεν ἀλλήλοις . δοκεῖ οὖν μοι ,
6570657 ἑψησω
κῆρυξ αὐτόθι ἐπιθυμιάσας τῶι Βορέαι λιβανίδιον ὀψάριον οὐδὲν ἔλαβον : ἑψήσω φακῆν . αὑτὸν γὰρ οὐθεὶς οἶδε τοῦ ποτ '
Καρχηδονίῳ : ἐπιθυμιάσας τῷ Βορέᾳ λιβανίδιον ὀψάριον οὐδὲν ἔλαβον : ἑψήσω φακῆν . καὶ ἐν Ἐφεσίῳ : ἐπ ' ἀρίστῳ
6395419 κατελαβες
. . . : μὴ μνησικακήσηις , εἰ σὺ Φυλὴν κατέλαβες ] ὅτι μετὰ τὸ κατελθεῖν τοὺς μετὰ Θρασυβούλου Φυλὴν
] ἄρτος σκληρός πανουργήσας ] κλέψας εἰ . . . κατέλαβες ] ἐὰν ἐπλούτησας τὰ γὰρ ] ναί ταὐτομολεῖν ]
6390634 κοθορνους
, κέλευε δέ σφεας κιθῶνάς τε ὑποδύνειν τοῖσι εἵμασι καὶ κοθόρνους ὑποδέεσθαι , πρόειπε δ ' αὐτοῖσι κιθαρίζειν τε καὶ
στόμα ἐξήιε ἐκ τοῦ θησαυροῦ , ἕλκων μὲν μόγις τοὺς κοθόρνους , παντὶ δέ τεῳ οἰκὼς μᾶλλον ἢ ἀνθρώπῳ :
6326356 ἀναπαυου
καθέλκων . ἀλλ ' εἴσιθ ' εἴσω καὶ πιοῦσα χυλὸν ἀναπαύου κακῶν . ὡς ἄνω τὴν μασχάλην αἴρωμεν ἐμπεπωκότες .
: ἐντιμότερον μετὰ τὴν κρίσιν γαμηθήσῃ . βάδιζε δὲ καὶ ἀναπαύου νῦν , κέκμηκας γάρ , ὡς ὁρῶ , καὶ
6296332 καταφαγων
γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν ' ; ὅστις εὐθὺς θύννεια θερμὰ καταφαγών , κᾆτ ' ἐπιπιὼν ἀκράτου οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς
ἐπάγει μετὰ ταῦτα περὶ ταὐτοῦ λέγων μακάριος ἐκεῖνος δέκα τάλαντα καταφαγών . τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι
6275009 δουλε
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ
6272482 Κυκλωπι
τοῦ δικαίου χάριτας δίδου καὶ μήτοι νόμιζε καλὸν ἐοικέναι τῷ Κύκλωπι καὶ βοᾶν εἰκῆ καὶ λακτίζειν καὶ καταφρονεῖν τῶν θεῶν
, ὡς Ὀδυσσεὺς , πληρώσας κυμβίον ἀκράτου , ὤρεξε τῷ Κύκλωπι . . . . , : Σκύλλα θυγάτηρ μὲν
6265687 ἀδελφεῳ
δακρύει , τὴν δὲ εἰπεῖν ὡς ἰδοῦσα τὸν σκύλακα τῷ ἀδελφεῷ τιμωρήσαντα δακρύσειε , μνησθεῖσά τε Σμέρδιος καὶ μαθοῦσα ὡς
Γέλης μὲν ἐπικρατέων λόγον ἐλάσσω ἐποιέετο , ἐπιτρέψας αὐτὴν Ἱέρωνι ἀδελφεῷ ἑωυτοῦ , ὁ δὲ τὰς Συρηκούσας ἐκράτυνε , καὶ
6255624 ποθους
ἐστίν ; Ἆρ ' ἀγγέλλεται χρηστόν τι ; Τοῦτο γὰρ ποθοῦς ' ἐγὼ πάλαι ἔνδον κάθημαι περιμένουσα τουτονί . Ταχέως
μολπαῖς , ἐγώ σοι παραβάλλομαι θρήνους , ἄπτερος ὄρνις , ποθοῦς ' Ἑλλάνων ἀγόρους , ποθοῦς ' Ἄρτεμιν λοχίαν ,
6252354 φευγεις
βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη .
δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν
6249396 ταλαν
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ .
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα
6248248 ἐπιτρεψω
ἄν τις ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται , οὐκ ἐπιτρέψω , ἀμυνῶ δὲ καὶ μόνος καὶ μετὰ πάντων .
ἐς Ἀντώνιον ἀπεσταλμένην ἢ λαβόντας ἄγειν ἤδη πρὸς αὐτόν . ἐπιτρέψω δ ' ἐμαυτὸν ἐγὼ σοὶ μόνῳ , Φούρνιε ,
6240712 ἐπαθες
γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον παράδοξον : οὐδὲν ἔπαθες περισσὸν ὧν πάσχομεν πάντες . τοῦτο πρὸς παραμυθίαν ,
, μειράκιον , σωφροσύνης ἐρῶν ἄδικα μὲν ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς ἔπαθες , ἀδικώτερα δὲ ὑπὸ τοῦ πατρός , ὥστε ὠδύρατο
6237710 σατυρικῳ
μορίων τὴν φάβα οὐκ ὀνομάζει , καίτοι Αἰσχύλου ἐν τῷ σατυρικῷ Πρωτεῖ οὕτω μνημονεύοντος τοῦ ὄρνιθος : σιτουμένην δύστηνον ἀθλίαν
στενόστομον αὐτὸ καλεῖν , εἴρηται δὲ τοὔνομα ἐπὶ ἀμφορέως ἐν σατυρικῷ δράματι Κήρυξι τοῖς Αἰσχύλου στενόστομον τὸ τεῦχος . ἔξεστι
6217028 καθευδε
μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , μὴ κενῶς πόνει . Φιλῶ σε Ὀνήσιμε ,
τὴν δικαιοσύνην . ὀρθῶς ἔφην . τοῦτο ποίει καὶ ἐπιγράψας κάθευδε ἀναπεσὼν ὥσπερ Ὀδυσσεὺς μηκέτι μηδὲν φοβούμενος . ποιήσω εἶπε
6194776 Κυνικῳ
πολλὰς πληγὰς λαβεῖν . καὶ γὰρ τοῦτο λίαν κομψὸν τῷ Κυνικῷ παραπέπλεκται : δέρεσθαι αὐτὸν δεῖ ὡς ὄνον καὶ δερόμενον
ἀγωγόν . Δεῖ δὲ καὶ χάριν πολλὴν προσεῖναι φυσικὴν τῷ Κυνικῷ καὶ ὀξύτητα , ἵνα ἑτοίμως δύνηται καὶ παρακειμένως πρὸς
6189267 ἀποθνησκεις
. Σὺ οὖν , ἔφη τις , διὰ τί οὐκ ἀποθνήσκεις ; Ὅτι , ἔφη , οὐδὲν διαφέρει . Πρὸς
, ” τί οὖν , “ ἔφη , ” οὐκ ἀποθνήσκεις ; “ ὀνειδιζόμενός ποτε ὡς οὐκ εἴη ἐκ δύο
6184878 ὀνειρῳ
. . . Η Ρ . ὡς δ ' ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν : οὔτ ' ἄρ '
λαβὼν ἢ βίᾳ κατ ' Εὐριπίδην πέμπτος Ἀχιλεὺς πρὸ Δηιφόβου ὀνείρῳ ταύτῃ μιγείς , ὡς ληροῦσιν . θυάδος βάκχης παρὰ
6177939 Ἀνθρωπε
τοὺς χρησμοὺς ἐξηγοῦνται . ὦ μεγάλης ἀναισχυντίας καὶ γοητείας . Ἄνθρωπε , τί ποιεῖς ; αὐτὸς σεαυτὸν ἐξελέγχεις καθ '
καθίζου μαλακῶς , ἵνα μὴ τρίβῃς τὴν ἐν Σαλαμῖνι . Ἄνθρωπε , τίς εἶ ; Μῶν ἔγγονος εἶ τῶν Ἁρμοδίου
6155304 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει
6133981 παρεγενου
; οὐδενὸς μὲν οὖν ἄξιον . ἀλλὰ καὶ εἰ νῦν παρεγένου , πάνυ ἄν σε οἶμαι αἰσχυνθῆναι ὑπὲρ τοῦ σεαυτοῦ
Μέγ ' , εἶπεν . οὐ πρῴην δύο χρυσοῦς λαβοῦσα παρεγένου ξένῳ τινί ; Περίμενε τοίνυν καὶ σύ , φης
6100747 λαλουντι
: ὁ γὰρ οὕτως διαλεγόμενος ἐπιδεικνυμένῳ ἔοικεν μᾶλλον , οὐ λαλοῦντι . Καὶ λύσεις † ἰσχναὶ ὁποῖαι οὐ πρέπουσιν ἐπιστολαῖς
ὁ δὲ γνωμολογῶν καὶ προτρεπόμενος οὐ δι ' ἐπιστολῆς ἔτι λαλοῦντι ἔοικεν , ἀλλὰ μηχανῆς . Ἀριστοτέλης μέντοι καὶ ἀποδείξεσί
6060044 φευγε
δ ' ἐμέ : ἀνύειν ἐκπληροῦν : παρελθὼν τοὺς Δελφοὺς φεῦγε : ποῖ με χρὴ πάτερ μολεῖν : ἐκ τῶν
, αὐτὸς σημανεῖ : σὺ δ ' ἐκλιπὼν γῆν τήνδε φεῦγε , πρίν σε παῖδα Πρωτέως ἰδεῖν , ὃς ἄρχει
6054174 θρηνουσα
χρόνον ὁ παῖς αὐτῆς ἄταφος μένει , βαρὺ ἀναστένουσα καὶ θρηνοῦσα εὖ μάλα λιγέως ὦ τέκνον εἶπεν , ἀλλὰ σὺ
: ἐμοὶ δὲ ἀποθανεῖν καλῶς ἔχει σωφρονούσῃ . Ταῦτα ἔλεγε θρηνοῦσα καὶ μηχανὴν ἐζήτει τελευτῆς . Ὁ δὲ Ἱππόθοος ὁ
6049811 ᾐεις
ὁπότε Εὔφορβος ἦσθα , χρυσὸν καὶ ἄργυρον ἐξημμένος τῶν βοστρύχων ᾔεις πολεμήσων τοῖς Ἀχαιοῖς , καὶ ἐν τῷ πολέμῳ ,
κάτω , ἄνω , βραχεῖαν ἀπόδοσιν ἐγκαταστρέφει . Φαινίνδα παίζων ᾔεις ἐν Φαινεστίου . Ἐς μακαρίαν τὸ λουτρόν , ὡς
6041551 ὁτιη
' ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι . Ὀρθῶς γ ' , ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν . Ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω
ὁμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος . Ἆρ ' οἶσθ ' ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μάχη , οἳ τὰ ξίφη
6040804 ἀπολωλας
δὲ τοῦ ; σόν , φησιν ? [ ] . ἀπόλωλας : φενακίζεις με . ἐγώ ; εἰδότα γ '
καὶ πολλῶν ἐπαίνων ἀξία τῆς εὐγενοῦς προαιρέσεως , οἴχῃ καὶ ἀπόλωλας οὐχ ὑπομείνασα τυραννικὴν ὕβριν , ἁπάσας ὑπεριδοῦσα τὰς ἐν
6039262 ἐξοινος
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν
6021191 κρυψω
πολὺν ἠχήσει τὸν Ἴακχον : τῷ δὲ ἀπειθοῦντι καὶ παρακούσαντι κρύψω τὸ πῦρ καὶ κλείσω λόγων ἀνάκτορα . κοινὸν μὲν
αἵματος χαμαὶ πεσών ; ἐπείγετ ' εἶα , δμωίδες : κρύψω δέ νιν ξεστοῖσι θαλάμοις , ἔνθ ' ἐμῷ κεῖται
6018102 γνωσομαι
] ἐὰν δυνατόν μοι ποιῆσαι ὃ ζητεῖς . εἴσομαι ] γνώσομαι . εἴσομαι ] γνωρίσω . εἴσομαι ] εἰ κοῦφον
κατάλυσις ἥδε καθάπερ σχημάτων . Πῶς ἆρα τοὺς Μελανθίους τῷ γνώσομαι ; οὓς ἂν μάλιστα λευκοπρώκτους εἰσίδῃς . Τί δὴ
6011968 ἐγευσαμην
ἐγκώμια , καὶ τῶν προπυλαίων καὶ τέταρτον ἰσχάδων : τούτων ἐγευσάμην καταπλεύσας εὐθέως καὶ τῶν προπυλαίων ; κοὐδὲν ἦν τούτων
ἢ δεκατεύεις . ἔρημον ἐμβλέπειν οὐκ ἀπήρκει Θησειότριψ θησομύζειν προσεμφερής ἐγευσάμην χορδῆς ὁ δύστηνος τέκνων : πῶς ἐσίδω ῥύγχος περικεκαυμένον
6001961 Δαφνι
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος
5997743 ἐπεγνως
, πολλὴν δ ' αἰδῶ καὶ εὐκοσμίαν πρὸς ἀλλήλους . ἐπέγνως δ ' ἂν ἐκεῖ οὐδένα οὔτε ὀργιζόμενον κραυγῇ οὔτε
ὁ Βυζάντιος . ” Ξάνθος : “ καὶ τοῦτο πόθεν ἐπέγνως ; ” Αἴσωπος : “ ἀπὸ τῶν γραμμάτων :
5996607 δηθ
. σκαιότατον ] ἀπαίδευτον , ἀπαιδευτότατον . , ματαιότατον . δῆθ ' ] ἀργόν , ἀληθῶς . ἀπὸ . .
φέρων , εἰ μὴ καθαιρήσει τις , ἀποπαρδήσομαι ; Μὴ δῆθ ' , ἱκετεύω , πλήν γ ' ὅταν μέλλω
5996249 διδασκου
ἀγαθῶν , ἢ ὅτι ἡμεῖς διὰ σὲ ζῶμεν . . διδάσκου : Μάνθανε τοῦτο ἐξ ἐμοῦ . Θ . .
. . φίλτατ ' ] προσφιλέστατε . , ἠγαπημένε . διδάσκου ] μάνθανε . . σοι ] παρέλκον ἀττικῶς ,
5995632 ἐμαυτην
λόγους πικρῶς φέρουσι τῶν ἐλασσόνων ὕπο : ὅμως δ ' ἐμαυτὴν οὐ προδοῦς ' ἁλώσομαι . εἴπ ' , ὦ
δὲ ἔφη ‚ τό τε ἀπόρρητον ἐκφαίνουσα ἥκω καὶ παύσουσα ἐμαυτὴν ἱερωμένην ‚ . ταῦτα δὲ ἔλεγεν , ὅτι ἦν
5992457 φανησομαι
κατόψεται μήτηρ , ἐμοῦ τε τῆς τε δυστήνου κόρης . φανήσομαι γάρ , ὡς τάφου τλήμων τύχω , δούλης ποδῶν
μνησθεὶς ταὐτά τε δηλώσω καὶ τῇ τῶν ἀκουόντων δυνάμει συμμετρώτερον φανήσομαι χρώμενος . τῶν γὰρ ζευγῶν ἀφεθέντων , καὶ τῶν
5987419 πικροτατου
ἀνατέλλοντος , ἀνατελλομένου , ὄντος . Πευκεδανοῖο : πικροῦ , πικροτάτου κέντρου ὀξεῖαν δύναμιν ἐμβάλλει , οὗτος δ ' ὁ
ὁ Μύνδιος ἐν τῷ Πόντῳ πρόβατα πιαίνεσθαι καὶ ὑπὸ τοῦ πικροτάτου φησὶν ἀψινθίου . τὰς δὲ ἐν τῷ Μίμαντι γινομένας
5986978 Αἰγιαλῳ
ἀλεεινὴ γὰρ ἥδε ἡ γῆ : θέρους δὲ πρὸς τῷ Αἰγιαλῷ διαιτῶνται : παρέχει γὰρ αὐτοῖς αὔρας μαλακὰς ἡ θάλαττα
, καὶ Ἑλίκην τε ἀπὸ τῆς γυναικὸς ᾤκισεν ἐν τῷ Αἰγιαλῷ πόλιν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκάλεσεν Ἴωνας ἀφ ' αὑτοῦ
5983418 ἀγχων
γάρ ἐστιν ὁ τύπτων τινά , ὁ στρεβλῶν , ὁ ἄγχων , ὁ τὴν ἐσθῆτα καταρρηγνύς : ὁ ταῦτα καὶ
, καὶ Ἀρραχίων τε τὴν ψυχὴν ἀφίησιν ἀγχόμενος καὶ ὁ ἄγχων τὸν Ἀρραχίωνα ὑπὸ τοῦ δακτύλου τῆς ὀδύνης κατὰ τὸν
5980745 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου
5973049 μεμψομαι
[ ' ὀλίγον , πάλιν τι πράξω προπετές ; οὐδὲ μέμψομαι [ Γλυκέραι . διαλλάγηθι , φιλτάτη , μόνον .
τὰν Τιμαγήτοιο παλαίστραν αὔριον , ὥς νιν ἴδω , καὶ μέμψομαι οἷά με ποιεῖ . νῦν δέ νιν ἐκ θυέων
5970303 χαριεντι
εἶναι τὸν Ἀριστοφάνην . ΓΘ λάμποντι μετώπῳ ] ἱλαρῷ καὶ χαριέντι προσώπῳ , ἢ διὰ τὸ εἶναι φαλακρὸν τὸν ποιητήν
τοῦτο Δημητρίου τοῦ Ἁλικαρνασέως φασὶν εἶναι λέγοντος , Οἶνός τοι χαριέντι πέλει ταχὺς ἵππος ἀοιδῷ : ὕδωρ δὲ πίνων χρηστὸν
5969404 φοβῃ
ἔργῳ δηλώσῃς τὴν νόσον : εἰ τὸ μηδὲν ἄξιον φόβου φοβῇ , πάντα ἂν φοβηθεῖσαν γνῶθι σαυτήν : φοβοῦμαι μὴ
' ὥς ς ' ἀπαλλάξω φόβου : μὴ κατὰ τοῦτο φοβῇ . καὶ γὰρ ἦλθον ἵνα σε ἀπαλλάξω φόβου .
5955904 γαμωι
τῆς ἀναιρέσεως τοῦ δράκοντος ἐνιαυτὸν θητεῦσαι . ἐν δὲ τῶι γάμωι Μούσας ἆισαι καὶ τῶν θεῶν ἕκαστον Ἁρμονίαι δῶρον δοῦναι
, τὸν γάμον ποιεῦσιν . κἀπειδὴ τρίτη ἡμέρη γίγνεται τῶι γάμωι , τότε Ζὰς ποιεῖ φᾶρος μέγα τε καὶ καλὸν
5953448 ἀπωλομην
μὲν δι ' ἐμὲ ἐσώθης , ἐγὼ δὲ διὰ σὲ ἀπωλόμην . . . . : / [ ! ]
ζῶς ' ἥδ ' ἀνίης ' ἀτμὸν ἐμφανῆ . . ἀπωλόμην : οὐκ οἴσετ ' εἰς δόμους νέκυν ; νοεῖς
5950307 ἀφανιζεις
ἐν ὕδατι τῇ ἀφανείᾳ , ἤγουν βαρέως αὐτῷ ἐπιπίπτεις καὶ ἀφανίζεις ἐν τῷ σῷ κράτει καὶ τῇ ἰσχύϊ . Ἀμείλιχον
τιθεῖς αὐτοῦ τὴν ὕβριν ἐν ἄντλῳ , τουτέστι καταβαπτίζεις καὶ ἀφανίζεις ὡς ἐν ὕδατι τῇ ἀφανείᾳ , ἤγουν βαρέως αὐτῷ
5943121 καριδος
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ
5938818 τεκων
πατὴρ τέκεν : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς μοῦνον ἔμ ' ἐν μεγάροισι τεκὼν λίπεν , οὐδ ' ἀπόνητο . τῶ νῦν δυσμενέες
οὔτ ' αὐτὸς ἀκούσας οὔτε παρακούσας , ἀλλ ' αὐτὸς τεκὼν καὶ αὐτὸς ὑφήνας . ἔπειτα ἄχθῃ δῆθεν πρὸς τὸν
5938738 δηγματι
. ἐκ τῆς τροχῶν διαδρομῆς ἡ ψάμμος ἀρθεῖσα ἐπεπάσθη τῷ δήγματι , καὶ ἔσωσε παραχρῆμα . Ἀριστοφάνους . Ἡ γαλῆ
ἐσθιόμενον , ἄδηκτον ἀπὸ ἑρπετῶν διαφυλάττει καὶ θηριοδήκτους ὠφελεῖ τῷ δήγματι καταπλασσόμενον . ἕλκη τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ συμβαίνοντα ἐκριζοῖ
5931319 ἀγλα
σφιν ἑκηβόλος ἄλγεα τεύχει , οὕνεκ ' ἐγὼ κούρης Χρυσηίδος ἀγλά ' ἄποινα οὐκ ἔθελον δέξασθαι . ἀθετεῖται , ὅτι
γυναῖκας ἐϋζώνους πολιόν τε σίδηρον . Ἱππεῦσιν μὲν πρῶτα ποδώκεσιν ἀγλά ' ἄεθλα θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι ἀμύμονα ἔργα ἰδυῖαν καὶ
5929925 ἐλακτισε
ἐποίησας : Χαιρέας , ὁ μηδὲ δοῦλον μηδέποτε πλήξας , ἐλάκτισε καιρίως με τὴν φιλοῦσαν : εἶτά με τυμβωρύχων χερσὶ
τινὸς θαυμάσαντος , εἰπεῖν , “ εἰ δέ με ὄνος ἐλάκτισε , δίκην ἂν αὐτῷ ἐλάγχανον ; ” καὶ ταῦτα
5923116 μαινεται
τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν
οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου
5913479 καθευδεις
ἀθρήσω πρῶτον , ὅτι δρᾷ , τουτονί . οὗτος , καθεύδεις ; μὰ τὸν Ἀπόλλω ' γὼ μὲν οὔ .
σου καὶ λανθάνειν βουλόμενον ἡ μέθη ποτέ . Τί οὐ καθεύδεις ; σύ μ ' ἀποκναίεις περιπατῶν . Εἴσελθε κἂν
5903245 ἐφιλησα
ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην .
, ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων
5899255 γαμεις
τὸ κρεῖττον ζ ἔχεις βλαβῆναι , ὀλίγον δέ η οὐ γαμεῖς ἄρτι . περίμεινον δέ θ οὐκ ἀγοράζεις τὸ προκείμενον
τὸ ἀπολόμενον ι οὐ γίνῃ πρεσβύτερος . μὴ ἔλπιζε α γαμεῖς τὴν ? ? ? γυναῖκα ? ? ? ?
5886548 Θαρρει
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται .
5883905 ἀπελθε
πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ ἀκουστά σοι ἀνέκτημαι
λέγεται καὶ ἡ συμπλεκομένη φωνὴ τῷ διανοήματι , οἷον τὸ ἄπελθε : τοῦτο γὰρ καὶ λέξεις , ὃ τετύχηκεν ,
5881755 ἐσφηλε
ἡ φύσις ἐγέννησεν : ἐκ τουτέων δὲ πάλιν φιλοδοξίη χυθεῖσα ἔσφηλε πολλῶν ὀρθογνώμονα ψυχὴν , σπουδαζόντων μὲν ἅπαντα ὡς ἐπὶ
Ἀλέξανδρος μὲν οὖν , ὡς ᾤετο , ἄριστα βεβούλευτο : ἔσφηλε δὲ αὐτοῦ τὴν γνώμην ἡ τύχη . τὸ μὲν
5878635 ὀλοφυρομενη
ἄρ ' ἐπ ' οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο οἴκτρ ' ὀλοφυρομένη : περὶ δὲ δμῳαὶ μινύριζον πᾶσαι , ὅσαι κατὰ
δὲ τὰ τοιαῦτα πλὴν τοῦ Ὄξυλος καὶ τοῦ παῖδ ' ὀλοφυρομένη Ἴτυλον : οἷον ἐρωτύλος , Αἰσχύλος , Δριμύλος ,
5860433 αὐδωμενῳ
, Οἰδίπου τέκος , γένῃ ὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ ' αὐδωμένῳ : ἀλλ ' ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις ἐς χεῖρας
κάκιστ ' ] κακῶς . αὐδωμένῳ ] ὑπὸ σοῦ . αὐδωμένῳ ] ἤγουν τῷ Πολυνείκει . αὐδωμένῳ ] λεγομένῳ .
5857751 παραμυθου
] κτύπος ἀτέραμνον ] σκληρὸν καὶ σφοδρόν φώνει ] λέγε παραμυθοῦ ] παράπειθε πείσεις ] καταπείσεις ἐμέ τλητὸν ] ἀνεκτὸν
ποιήσῃ . ἄλλο τι φώνει : Ἄλλο τι λέγε καὶ παραμυθοῦ καὶ παραλογίζου καὶ ἀπάτα ἐμὲ εἰς ὅπερ καὶ πείσεις
5857270 νεανιϲκοϲ
] πάλαι κατὰ τὴν [ Ἰωνίαν ] . κόρην ] νεανίϲκοϲ [ νέαν ] Τροιζηνίαν [ ] , Τροιζηνίαν [
. ἔϲτω δὲ καὶ τὴν ψυχὴν εὔθυμόϲ τε καὶ ϲφόδρα νεανίϲκοϲ . καὶ πρῶτον ἀνατριβέϲθω τὸ ϲῶμα ϲινδόϲιν ἐπὶ πλέον
5853091 ἐξεπλησε
ἐξύρηται : ἀντὶ τοῦ ἐξυρημένος : πολλὰ δὲ φιλήματ ' ἐξέπλησε : ἀντὶ τοῦ πολλῶν φιλημάτων με ἐξεπλήρωσεν , ὡς
ὁμιλεῖ ἢ πρὸς τὸν ἄρρενα ὁρῶσα : καὶ ὁ μὲν ἐξέπλησε τὴν ἐπιθυμίαν κᾆτα ἀπηλλάγη , ἣ δὲ ἑαυτὴν ἐπιστρέψαι
5850796 ἐθελοντην
βύζην : ἄντην : ἔμπλην : ἄκμην : ἄκην : ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον
βύζην : ἄντην : ἔμπλην : ἄκμην : ἄκην : ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον
5848282 δυστηνε
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν ,
5845558 Ταρταρῳ
Ζεύς , ἀποστρέφεται τὴν ᾠδὴν τῶν Μουσῶν . ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ : πάλιν κατὰ τὸ ἴδιον ἔθος θηλυκῶς τὴν Τάρταρον
κεραυνωθεὶς δὲ καὶ αὐτὸς ἐν Σικελίᾳ παρὰ τὴν Αἴτνην τῷ Ταρτάρῳ ἐκρύβη : ἐξ οὗ μυθολογεῖται πάντας τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους
5837075 σχῃς
ἀνῄρηκας , ἵνα μή με ἀναλάβῃ , μηδὲ τῆς οὐσίας σχῇς κοινωνόν : καὶ τὰ τοιαῦτα : ὁ δὲ ἐπὶ
, ἀλλὰ δέδοικας μὴ οὐ σχῇς μάγειρον , μὴ οὐ σχῇς ἄλλον ὀψωνητήν , ἄλλον τὸν ὑποδήσοντα , ἄλλον τὸν
5833875 καμνε
ἀπὸ τότε οὖσα παῦσον σου κάματον ἐν σώματι : μηκέτι κάμνε ὡς ἐπιζητεῖν τίς οὐρανὸς ἢ πόθεν ὕδωρ . εἰ
, εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν , μὴ κάμνε λίαν δαπάναις : ἐξίει δ ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνήρ
5832906 ἀποδωσεις
πεπονθώς . Ἀποτίσεις χοῖρε τὰ γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες ἀποδώσεις πλείω . Ἀράβιος ἄγγελος : Μένανδρος ἐν Ἀνατιθεμένῃ .
οὐδὲν μᾶλλον ἕτερον ἑτέρου οὐσία ἐστίν : οὐδὲ γὰρ οἰκειότερον ἀποδώσεις κατὰ τοῦ τινὸς ἀνθρώπου τὸν ἄνθρωπον ἀποδιδοὺς ἢ κατὰ
5820048 πᾳ
ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφˈρηλασίας . ἐμὲ δ ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτˈρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ ' ἐλθεῖν κῦδος
ἄλειφαρ . Νύμφαι Κασταλίδες Παρνάσιον αἶπος ἔχοισαι , ἆρά γέ πᾳ τοιόνδε Φόλω κατὰ λάινον ἄντρον κρατῆρ ' Ἡρακλῆι γέρων
5816581 ἀπιθι
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους :
5813489 πημοναις
ταῦτα ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ
Ζεῦ ποτε ] ἄρα ἐνέζευξας ] ἐνέβαλες ἁμαρτοῦσαν ] πταίσασαν πημοναῖς ] βλάβαις ἤγουν τοῖς δεσμοῖς ἔ ἔ ] τοῦτο
5808596 θυμοειδει
καὶ ᾧ ἐπιθυμοῦμεν τῶν ἐπιθυμητῶν , καὶ τῶν ὀργιστῶν τῷ θυμοειδεῖ ; Οὐ γὰρ ἄλλο μὲν ἀπολαύσει , φήσει τις
: ἀντὶ τοῦ σωφρόνει καὶ τὸν εὖ λέγοντα μηδαμῶς τῷ θυμοειδεῖ μέρει τῆς ψυχῆς σου ποιοῦ δυσμενῆ : † ἄλλως
5806764 ἀριστευσαντας
ὁ ὕπατος , τῇ δ ' ἑξῆς ἡμέρᾳ στεφανώσας τοὺς ἀριστεύσαντας ἐν ταῖς μάχαις ταῖς ἐκπρεπεστάταις δωρεαῖς , πάντα τὰ
τῷ πεδίῳ , τῇ δ ' ἑξῆς ἡμέρᾳ στεφανώσας τοὺς ἀριστεύσαντας ἐν τῇ μάχῃ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους φυλάττεσθαι διαδοὺς ἔθυε
5804766 χαλεπαινεις
καὶ δὴ καὶ νῦν εὖ οἶδ ' ὅτι οὐκ ἐμοὶ χαλεπαίνεις , γιγνώσκεις γὰρ τοὺς αἰτίους , ἀλλὰ ἐκείνοις .
ἔχει ἀκολουθῆσαι ἢ τῷ φαινομένῳ ; οὐδενί . τί οὖν χαλεπαίνεις αὐτῇ , ὅτι πεπλάνηται ἡ ταλαίπωρος περὶ τῶν μεγίστων
5802347 ἀναισθητῳ
. τί γὰρ κάλλιον ψυχῇ καὶ σώματι νοῦν ἐλλάμπειν ἐν ἀναισθήτῳ σώματι ἢ ἐν αἰσθητικῷ ; καὶ εἰ τὸ πρῶτον
κλᾶε τοὺς θανόντας : οὐ γὰρ ὠφελεῖ τὰ δάκρυ ' ἀναισθήτῳ γεγονότι καὶ νεκρῷ . τί τῷ θανόντι δῶρα λαμπρὰ
5801558 ἐπεισας
δὲ οἶδε , φησίν , εἰ μισθώσας αὑτὸν τοῖς ἐναντίοις ἔπεισας οἴκοι δοκεῖν ἡσυχάζειν , ἕως ἂν δωρεὰν αἰτήσας λάβῃς
: τοιαῦτ ' ἔδρασας καὶ Φέρητος ἐν δόμοις , Μοίρας ἔπεισας ἀφθίτους θεῖναι βροτούς . σύ τοι παλαιὰς διανομὰς καταφθίσας
5800097 Τευθραντι
δὲ ἔδωκε Ναυπλίῳ τῷ Ποσειδῶνος ὑπερόριον ἀπεμπολῆσαι . ὁ δὲ Τεύθραντι τῷ Τευθρανίας ἔδωκεν αὐτὴν δυνάστῃ , κἀκεῖνος γυναῖκα ἐποιήσατο
ἐπέστειλεν , ἄγων αὐτὴν ἀπέδοτο καὶ τὸ παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν
5798661 δαιμονιε
τὸν βίον , ἀμελοῦντι πάνυ ἄν τις οἰκείως ἐπείποι : δαιμόνιε , φθίσει σε τὸ σὸν μένος . Τοῦ δὲ
οἶμαι , τύχῃ τινὶ βέβληται . στῆσον τοίνυν , ὦ δαιμόνιε , τὴν βλάβην καὶ μὴ ἐπίτρεπε βαδίζειν : ὡς
5798548 παππα
; παιδίον Κράτεια . [ τίς ] καλεῖ με ; πάππα ⌊ χαῖρε πολλὰ φίλτατε [ ] ⌊ ἔχω ⌋
τάλαινα ? τῆς ἐμῆς ἐγὼ τύχης : ὡς οἰκτρά , πάππα φίλτατε , πεπόνθαμεν . τέθνηκε . ὑφ ' οὗ
5798474 Σωστρατε
; πάλιν λέγω : ὁ δεσπότης ἐν τῶι φρέατι . Σώστρατε , ἔξελθε δεῦρ ' : ἡγοῦ , βάδιζ '
' ἴσως μᾶλλον παρ ' ἡμῖν . οὐκ ἐθελήσει , Σώστρατε . σύμπεισον αὐτόν . ἂν δύνωμαι . δεῖ πότον
5794400 παραφρονω
. παραφρονῶ ] μαίνομαι . παραφρονῶ ] παράνους γίνομαι . παραφρονῶ ] τῶν φρενῶν ἐξίσταμαι : εἰπὼν γὰρ ταῦτα εἰς
φησιν αὐτὸν εἰπεῖν , Εἰ μὲν εἰμὶ Σοφοκλῆς , οὐ παραφρονῶ : εἰ δὲ παραφρονῶ , οὐκ εἰμὶ Σοφοκλῆς ,
5792004 κακοδαιμον
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ
5791295 ἐλαυνομενῳ
. τί δέ ; οὐ Πυλάδης | μὲν ὑπὸ Ἐρινύων ἐλαυνομένῳ καὶ μαινομένῳ | τῷ φίλῳ ἠκολούθει , Θησεὺς δὲ
. ἁγηλάτῳ / ἀγηλάτῳ μάστιγι τῷ κεραυνῷ ἢ τῷ ἄγαν ἐλαυνομένῳ , ὅθεν ψιλωτέον , ἢ τῷ τοὺς ἁγεῖς καὶ
5790644 πρωκτῳ
ὅστις φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός
μόριον ἐπισείειν : σφόδρα δὲ ἄσημον τὸ βαδίζουσαν ἐγκρούειν τῷ πρωκτῷ . ὅτι ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς ὁ πόρνος : ζητείσθω
5788484 φθιμενους
παρθενικήν τε κόρην δισσούς τε συναίμους ἐν ταὐτῷ φέγγει μοιραδίῳ φθιμένους . Διοκλῆς ὁ Καρύστιος ἐν αʹ Ὑγιεινῶν φησιν :
' : οὐ γὰρ ἀνάξεις ποτ ' ἔνερθεν κλαίων τοὺς φθιμένους ἄνω . καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι παῖδες ἐν θανάτωι
5780166 Ἀχιλλευ
ἤμβροτες , οὐδ ' ἄρα πώ τι θεοῖς ἐπιείκελ ' Ἀχιλλεῦ ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον , ἦ τοι
ἀμφιπένονται ἕλκε ' ἀκειόμενοι : σὺ δ ' ἀμήχανος ἔπλευ Ἀχιλλεῦ . μὴ ἐμέ γ ' οὖν οὗτός γε λάβοι
5778712 δριμεϊ
: ἢν δέ , ὑποκλύζειν κλυϲμῷ πρηέϊ , ἔπειτα δὲ δριμέϊ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε , ἔϲτ ' ἂν ἑλκύϲῃ τι
φλεβοτομίηϲ , εἰ μέζων ἡ κώλυϲιϲ ἔοι , ὑποκλύζειν χυλῷ δριμέϊ , ἁλϲὶ μὲν πρὸϲ τῷ λίτρῳ , ἡ ῥητίνη
5769965 Σοανα
μέρει τῆς Ὑρκανίας θαλάσσης , ἐν ᾧ μετὰ τὴν τοῦ Σοάνα ποταμοῦ ἐκβολὴν , ἧς ἡ θέσις . . .
Ὑρκανίας θαλάσσης μέρει κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : μετὰ τὴν τοῦ Σοάνα ποταμοῦ ἐκβολήν . . . . . . .
5768453 Ἰωνι
ἀναπαίστου . Τὸ Ϛʹ ὅμοιον τῷ δʹ . Τὸ ζʹ Ἰωνι - κὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον ἀπὸ μείζονος , ἤτοι ἡμιόλιον
ἀναπαίστου . Τὸ Ϛʹ ὅμοιον τῷ δʹ . Τὸ ζʹ Ἰωνι - κὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον ἀπὸ μείζονος , ἤτοι ἡμιόλιον
5767242 ποντιῳ
ς πρῷραν φυγὼν πρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας , νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι ; ἀλλ ' ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον
. καμούσης ] καταβαλλομένης . καμούσης ] χειμασθείσης . θ ποντίῳ ] θαλασσίῳ . πρὸς ] ἀργόν . κύματι ]
5764643 κλαιειν
παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν ὕπνον .
' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα , τὴν Κύκλωπος ἀμαθίαν κλαίειν κελεύων καὶ τὸν ὀφθαλμὸν μέσον ; ἄκου ' ,
5761003 γραυϲ
οἴει δὲ τί ; ὁ μῦθόϲ ἐϲμεν Πάμφιλ ' ἤδη γραῦϲ γέρων ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ [ ] οὐκ εὖ λογίζηι [ ]
παῖδα ? [ ! ! ! ! ! ] ου γραῦϲ ἔχει κακ ? [ μὴ τα ! [ ἰδού
5758462 ἀδημονων
Ὡς δὲ καὶ ταύτης διήμαρτε τῆς πείρας ὁ Ταρκύνιος , ἀδημονῶν ἐπὶ τῷ μηδεμίαν αὐτῷ βοήθειαν παρὰ τῆς βουλῆς ,
ὅτιπερ οὐκ ἐᾷ ὁ μάντις περᾶν . θ ἀλύων ] ἀδημονῶν . Ξ ὑπερκόμποις ] ταῖς ἀλαζονικαῖς . ὑπερκόμποις ]
5757901 δρασω
τὸ ῥέω , οὗ μέλλων νάσω , νάμα , ὡς δράσω δράμα . Ναρόν . παρὰ τὸ αὐτὸ ῥῆμα ,
βλέποντα κοὐκ ἀφῆκας εἰς Ἅιδου μολεῖν ; Οἴμοι , τί δράσω ; πῶς ἀπιστήσω λόγοις τοῖς τοῦδ ' ὃς εὔνους
5752455 πλουτησεις
ζ μετὰ χρόνου εὐτυχήσεις καὶ γηράσεις η ἀνοίξεις ἐργαστήριον καὶ πλουτήσεις θ οὐ σωθήσῃ τῆς ἀρρωστίας σου ι οὐ σοφιστεύσεις
. ἀλλ ' ἀπελθὼν δὸς αὐτὸν τῷ ἀρχιερεῖ καὶ σφόδρα πλουτήσεις . τοῦ δὲ ἀπερχομένου , ἄγγελος κυρίου εἶπε πρὸς
5750849 συμποτας
συμπόσιον , λῆξαι τὸν πότον , ἐκδειπνῆσαι , ἀπαναστῆναι τοὺς συμπότας , ἐξαναστῆναι , ἐξελθεῖν , ἀπαλλαγῆναι , ἐπὶ κοίτην
αὐτὸς καθ ' ἑαυτὸν καὶ οἱ σύνδειπνοι , καλεῖ τοὺς συμπότας τούτους τις τῶν εὐνούχων . καὶ ὅταν εἰσέλθωσι συμπίνουσιν

Back