εἶναι τὸν Ἀριστοφάνην . ΓΘ λάμποντι μετώπῳ ] ἱλαρῷ καὶ χαριέντι προσώπῳ , ἢ διὰ τὸ εἶναι φαλακρὸν τὸν ποιητήν | ||
τοῦτο Δημητρίου τοῦ Ἁλικαρνασέως φασὶν εἶναι λέγοντος , Οἶνός τοι χαριέντι πέλει ταχὺς ἵππος ἀοιδῷ : ὕδωρ δὲ πίνων χρηστὸν |
: Ξενοφῶν δὲ καὶ νεανισκεύεσθαι ἔφη . τὸ δὲ τολμᾶν νεανιεύεσθαι Ἀριστοφάνης ἔφη , ἀφ ' οὗ Λυσίας τὸ νεανιευόμενοι | ||
μειρακίων ἡλικίαν ἐξαλλάττειν , ἀκμάζειν , σφριγᾶν , νεάζειν , νεανιεύεσθαι : Ξενοφῶν δὲ καὶ νεανισκεύεσθαι ἔφη . τὸ δὲ |
, λέγων ὡς ἄρα καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ καὶ πτωχὸς πτωχῷ , καὶ τἆλλα δὴ πάντα οὕτως | ||
φασὶν εἶναι λέγοντος , Οἶνός τοι χαριέντι πέλει ταχὺς ἵππος ἀοιδῷ : ὕδωρ δὲ πίνων χρηστὸν οὐδὲν ἂν τέκοις . |
ὁμιλοῖεν , ἃ μὴ μόνον ἐκ τοῦ ἀστείου τε καὶ χαρίεντος ψιλὴν παρέξει τὴν ψυχαγωγίαν , ἀλλά τινα καὶ θεωρίαν | ||
τοῦ ἀρσενικοῦ μακρά ἐστι : καὶ πάλιν παντός πᾶσα , χαρίεντος χαρίεσσα , Φοίνικος Φοίνισσα , ἄνακτος ἄνασσα , Κίλικος |
τε καὶ βίον ὅπερ ἁρμονία ποτ ' ἀκοάν τε καὶ φωνάν : ὅ τε γὰρ νόμος παιδεύει μὲν τὰν ψυχάν | ||
ὃν λόγον γὰρ ἔχει ῥυθμὸς ποτὶ κίνασιν καὶ ἁρμονία ποτὶ φωνάν , τοῦτον ἔχει τὸν λόγον δικαιότας ποτὶ κοινωνίαν : |
μορίων τὴν φάβα οὐκ ὀνομάζει , καίτοι Αἰσχύλου ἐν τῷ σατυρικῷ Πρωτεῖ οὕτω μνημονεύοντος τοῦ ὄρνιθος : σιτουμένην δύστηνον ἀθλίαν | ||
στενόστομον αὐτὸ καλεῖν , εἴρηται δὲ τοὔνομα ἐπὶ ἀμφορέως ἐν σατυρικῷ δράματι Κήρυξι τοῖς Αἰσχύλου στενόστομον τὸ τεῦχος . ἔξεστι |
ἀναπαίστου . Τὸ Ϛʹ ὅμοιον τῷ δʹ . Τὸ ζʹ Ἰωνι - κὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον ἀπὸ μείζονος , ἤτοι ἡμιόλιον | ||
ἀναπαίστου . Τὸ Ϛʹ ὅμοιον τῷ δʹ . Τὸ ζʹ Ἰωνι - κὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον ἀπὸ μείζονος , ἤτοι ἡμιόλιον |
γὰρ τὸ πλατὺ σκαφεῖον . μακεδνῆς μηκεδανῆς , μακρᾶς . μαργαίνειν ἐνθουσιᾶν καὶ οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν | ||
ῥάπτεις . . . ; . , : Τὸ δὲ μαργαίνειν , ὅ ἐστι μαίνεσθαι , καὶ ὁ πρωτότυπος αὐτοῦ |
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | ||
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ |
. Ἐν καὶ Φρίξος ἔην Μινυήιος , ὡς ἐτεόν περ εἰσαΐων κριοῦ , ὁ δ ' ἄρ ' ἐξενέποντι ἐοικώς | ||
ἤπια μηχανόωνται , αὐταὶ ὅπως ἐθέλουσιν . Ὃ δ ' εἰσαΐων Ὀδυσῆος ἠδὲ καὶ ἀντιθέου Διομήδεος αὐτίκα θυμὸν ῥηιδίως κατέπαυσεν |
τε πουλύποδος ἔχειν κατάχωλε θᾶττον ἢ κεραυνοπλὴξ ἔσει . ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . βασίλισσα κακοτεχνίζων κρεμάσω ποτικόν ὁτιὴ | ||
. αἰγίθαλλος : ὄρνεον κωλυτικὸν πράξεως . Ἀλκαῖος Γανυμήδῃ ἔοικεν αἰγίθαλλος διακωλύειν τὸ πρᾶγμα . τῷ δὲ τόνῳ ὡς ἀρύβαλλος |
ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ | ||
ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ |
. ἀπύρους : ἀνεπιτηδείους ἐν οἴκῳ . . . . ἀπφῦς : ὁ πατὴρ πάππα , ὃ σημαίνει ἀππῦς καὶ | ||
. αἰσθάνεται τὸ βρέφος , ναὶ τὰν πότνιαν . καλὸς ἀπφῦς . ἀπφῦς μὰν τῆνός γα πρόανλέγομες δὲ πρόαν θην |
πολὺν ἠχήσει τὸν Ἴακχον : τῷ δὲ ἀπειθοῦντι καὶ παρακούσαντι κρύψω τὸ πῦρ καὶ κλείσω λόγων ἀνάκτορα . κοινὸν μὲν | ||
αἵματος χαμαὶ πεσών ; ἐπείγετ ' εἶα , δμωίδες : κρύψω δέ νιν ξεστοῖσι θαλάμοις , ἔνθ ' ἐμῷ κεῖται |
τις ἂν , περίεστι . καὶ τὴν μέν γε τραγῳδίαν λοιδορεῖς , πάλιν δ ' ἐπαινῶν τι τῶν συγγραμμάτων τῶν | ||
τούσδ ' ἐπέστελλον δόμους . καὶ τὰς προπομποὺς δῆτα τάσδε λοιδορεῖς ; οὐ γὰρ δόμοισι τοῖσδε πρόσφοροι μολεῖν . ἀλλ |
παραδείγματα βλασφημιῶν τῶν ἀπὸ ἀριθμοῦ : οἷον τριςεξώλης ὁ πάνυ ἐξώλης , καὶ τριπέδων ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος , | ||
. καὶ τὰ παρὰ τὸ „ ὀλῶ „ συντεθειμένα : ἐξώλης ἐξῶλες , πανώλης πανῶλες . τὰ δὲ ἄλλα προπαροξύνονται |
ἥ τε προσεχὴς τῷ κρημνῷ νάπη πυκνοῖς καὶ μεγάλοις δένδρεσιν ἐπίσκιος . ἔνθα βωμὸν ἱδρυσάμενοι τῷ θεῷ τὴν πάτριον θυσίαν | ||
εἶπον ἐγώ , δύσβατός γέ τις ὁ τόπος φαίνεται καὶ ἐπίσκιος : ἔστι γοῦν σκοτεινὸς καὶ δυσδιερεύνητος . ἀλλὰ γὰρ |
Φιλομήλα καὶ Πρόκνη Θεμιστώ τε καὶ Μήδεια . Οὗτος καὶ Θυέστῃ τὴν ἐξάγιστον ἐκείνην παρέθηκε τράπεζαν καὶ ὡς θηρίον σαρκοβόρον | ||
' Ἀτρέϊ ποιμένι λαῶν , Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ , αὐτὰρ ὃ αὖτε Θυέστ ' Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
ὁ τλῆναι καὶ κακοπαθῆσαι μὴ δυνάμενος , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλειν καὶ ἀτιτάλλειν κατὰ ἀναδιπλασιασμόν : τοὺς μὲν τέσσαρας αὐτὸς | ||
ἀπὸ τοῦ παιδὸς , παίζειν , οὕτως ἀπὸ τοῦ ἀταλοῦ ἀτάλλειν . Ἀταλὸν δὲ , τὸ ἁπαλὸν καὶ νήπιον λέγεται |
οὐ Δωρικὴ διάλεκτος : τὸ γὰρ Λακωνικόν ἐστιν ἀείδην ἢ ἀείδεν : μηδέ μ ' ἀείδην ἀπέρυκε : κατὰ δὲ | ||
δ ' αἰπόλος ἦνθ ' ὑπακούσας : χοἰ μὲν παῖδες ἀείδεν , ὁ δ ' αἰπόλος ἤθελε κρίνειν . πρᾶτος |
. ὦ δαιμόνι ' ἀνδρῶν , μὴ φθονερὸν ἴσθ ' ἀνδρίον . κατ ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ ' ἀπετισάμην . | ||
ἐκείνη αἰδεσθεῖσα λύσσαν τοῖς κυσὶν ἐμβάλλει , κἀκεῖνον κατέφαγον . ἀνδρίον : δυσγενὲς καὶ ἀνελεύθερον ἀνθρώπιον : ὑποκοριστικῶς . ἀνδρίον |
ποδιστῆρας πέπλους . τοιοῦτον ἂν κτήσαιτο φιλήτης ἀνήρ , ξένων ἀπαιόλημα κἀργυροστερῆ βίον νομίζων , τῷδέ τ ' ἂν δολώματι | ||
λέγεται δὲ πρὸς ὠδίνουσαν γυναῖκα . . . ἀπαιόλη καὶ ἀπαιόλημα : στέρησις . Ἀριστοφάνης : ὦ παμβασίλει ' Ἀπαιόλη |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
. δεκάτη πρὸς τῷ Λάτμῳ τῆς Καρίας , ἐν ᾗ Ἀδώνιον ἦν ἔχον Πραξιτέλους Ἀφροδίτην . ἑνδεκάτη κατὰ Βάκτρα . | ||
θεράπαιναν [ ] Ἀφροδίτας [ † † ὐμήναον ὦ τὸν Ἀδώνιον ὠς δὲ πάις πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι . . . |
πλουσίαν θεμιστεῖον : δίκαιον πολυμάλῳ : πολυθρέμμονι δρέπων : ἀνθολογῶν ἀγλαΐζεται : καλλωπίζεται δεδαλμένοι : πεποικιλμένοι ἐμήσατο : ἐβουλεύσατο ἐοικός | ||
ἦν σπουδαίου ἄνευ τοῦ εὐωχεῖσθαι κιθαρίζειν . ἀμφίβολον οὖν πότερον ἀγλαΐζεται μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ μουσικὰ συζητῶν παρὰ τὸ δεῖπνον , |
ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ | ||
μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω , |
ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ | ||
γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας |
: ὁ γὰρ οὕτως διαλεγόμενος ἐπιδεικνυμένῳ ἔοικεν μᾶλλον , οὐ λαλοῦντι . Καὶ λύσεις † ἰσχναὶ ὁποῖαι οὐ πρέπουσιν ἐπιστολαῖς | ||
ὁ δὲ γνωμολογῶν καὶ προτρεπόμενος οὐ δι ' ἐπιστολῆς ἔτι λαλοῦντι ἔοικεν , ἀλλὰ μηχανῆς . Ἀριστοτέλης μέντοι καὶ ἀποδείξεσί |
. φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ | ||
μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ |
φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός του | ||
αὐτοῦ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ] Ἄλλως . κύπειρον καὶ φελεὺς εἴδη εἰσὶν |
φιλητόν ἐστι , πότερον τὸ ἁπλῶς ἀγαθὸν ἢ τὸ τῷ φιλοῦντι ἀγαθόν : ἐνίοτε γὰρ διαφέρει ταῦτα ἀλλήλων καὶ ἄλλο | ||
ὁ Ἀρχέλαος τί βουλόμενος οὕτω πυκνὰ ἀπεχθάνεται τῷ πάντων μάλιστα φιλοῦντι αὐτόν ; ὃ δὲ ἐγώ σοι ἔφη φράσω , |
λέγειν . τὸ δὲ παρὸν σκεπτέον ἂν εἴη τὸ τοῦ Φωκυλίδου : ὡς ἐμοὶ δοκεῖ σφόδρα καλῶς λέγειν ὑπὲρ τῆς | ||
καὶ τὰ Ἡσιόδου καὶ Ἀρχιλόχου , ἔτι δὲ Μιμνέρμου καὶ Φωκυλίδου . α . . . , , . . |
Οἰταῖος ἐπωνομάσθη , ὃς ὕβριν καὶ ὑπερηφανίαν πάνυ ἐμίσησεν . Οἵῳ μ ' ὁ δαίμων τέρατι συγκαθεῖρξεν : ἐπὶ τῶν | ||
τοὺς ὑπὸ χεῖρα μὴ ἐλευθεροῦν θρασεῖς ὄντας καὶ μᾶλλον . Οἵῳ με ὁ δαίμων τέρατι συγκαθεῖρξεν : ἐπὶ τῶν δυσανασχετόντων |
. ὄρνυται ] ὁρμᾶται . ὄρνυται ] ὁρμᾷ . θ τρέμω δ ' αἱματοφόρους : τρέμω δὲ ἰδέσθαι καὶ ἰδεῖν | ||
, ἤγουν ἀκούουσα τὸν Παρθενοπαῖον τοιαῦτα καθ ' ἡμῶν φρονοῦντα τρέμω καί μοι δέος εἰσέρχεται . θΞ διὰ στηθέων ] |
τὸ σκόλιον Αἰσχίνου , ⌈ ἐπειδὴ Γ [ ἐπεὶ ] κομπαστὴς ἦν . Γ χρήματα : † πλουσίου ὧ δήματο | ||
διὰ τοῦτο τὰς ἐκεῖθεν προσδοκᾷ γυναῖκας . ὁ δὲ Θεογένης κομπαστὴς Ἀχαρνεύς . ἐπειδὴ δὲ κέλητα εἶπεν , ἐπήγαγεν ἀκάτιον |
. Ὦ βασιλεῦ , ὁρέω σε ἀνδρὸς ἐνδεκόμενον λόγους ὃς φθονέει τοι εὖ πρήσσοντι ἢ καὶ προδιδοῖ πρήγματα τὰ σά | ||
: παρὰ τὸ Ἡσιόδου [ . ] καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ : ναυτίλους θοαί : καὶ δύο |
πρότερος πόσις ἦεν . ἦ μὲν δὴ πρίν γ ' εὔχε ' ἀρηϊφίλου Μενελάου σῇ τε βίῃ καὶ χερσὶ καὶ | ||
' ἑλοῦσα , εἰς ὑπερῷ ' ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν εὔχε ' Ἀθηναίῃ κούρῃ Διὸς αἰγιόχοιο : ἡ γάρ κέν |
κάτω πάντα : ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν μεταστρεφόντων . Μένανδρος Ἐγχειριδίῳ : καὶ ἐν Χήρᾳ : Τὸ λεγόμενον τοῦτ ' | ||
πάντα . παροιμία ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν μεταστρεφόντων . Μένανδρος Ἐγχειριδίῳ καὶ ἐν Χήρᾳ τὸ λεγόμενον τοῦτ ' ἔστιν νῦν |
Κρεοφύλου πόνος εἰμί , δόμῳ ποτὲ θεῖον ἀοιδόν δεξαμένου , κλείω δ ' Εὔρυτον ὅσς ' ἔπαθεν καὶ ξανθὴν Ἰόλειαν | ||
ὥριστος . . . . . ἐγὼ δὲ κέ σε κλείω κατ ' ἀπείρονα γαῖαν . * ) [ ἡ |
πανοῦργος γέγονεν . Θ . . . ὡς πολὺ : Λίαν καταπολύ . μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : | ||
σοι αὐτὸν ἐν μιᾷ νυκτί . Καὶ ἔγνω Ἰακὼβ τὴν Λίαν , καὶ συλλαβοῦσά με ἔτεκε : καὶ διὰ τὸν |
: καὶ ἰδὼν αὐτὸν ὁ θάνατος προσεκύνησεν αὐτὸν λέγων : Χαίροις , τίμιε Ἁβραὰμ , δικαία ψυχὴ , φίλε γνήσιε | ||
, ὡς μηδὲ ἐκείνου δυνηθέντος τηρῆσαι τὴν ἑαυτοῦ γνώμην . Χαίροις Ὑψιπύλη φίλη : τοὺς ἐμοὺς κορύμβους πλέκω : οὔ |
ἔχοντα ἐν τῇ τρίτῃ ἀπὸ τέλους συλλαβῇ α ὀξύνεται : μαδαρός , πλαδαρός , ἀγανός : οὕτως οὖν καὶ ἀγαθός | ||
, διὰ τὸ κάρη ἀκαρός , ὀξύνεται γὰρ ὁμοίως τῷ μαδαρός . προπερισπᾶται δὲ τὸ ἀθῷος διὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦτον |
ἢ ἀπὸ τοῦ περιδείπνου λέγει : τάφος γὰρ λέγεται τὸ περίδειπνον , ὡς Ὅμηρος : “ δαίνυ τάφον Ἀργείοισι ” | ||
. ξενίαν ] ὑποδοχήν . ξένος ] ξενίαν ὑποδεχόμενος . περίδειπνον ] ἡ ἐπὶ τοῖς ἀποθανοῦσιν ἑστίασις γινομένη . τίς |
. καὶ βαρύνεται μὲν Αἴας Θόας : περισπᾶται δὲ ἀρκᾶς πελεκᾶς . οὐδέποτε δὲ ὀξύνεται , χωρὶς εἰ μὴ ὦσιν | ||
εἴη ” διὰ τὸ ἑλκόω ἑλκῶ ἕλκος , καὶ πελεκῶ πελεκᾶς : καὶ „ μὴ ἄρχοιτο ἀπὸ τριῶν συμφώνων „ |
τοῦ κανθάρου , ὁ δὲ τὰ ᾠὰ τοῦ ἀετοῦ ἐκκυλίων συνέτριβεν . ὁρῶν οὖν εἰς φθορὰν αὐτοῦ τὸ γένος ἐρχόμενον | ||
Ἀσκληπιῷ ἀνέθηκε πλήκτην , ὃς τοὺς ἐπὶ στόμα πίπτοντας ἐπιτρέχων συνέτριβεν . Εἰώθει δὲ λέγειν τὰς τραγικὰς ἀρὰς αὐτῷ συνηντηκέναι |
Ζωρότερον ὁ ποιητής , σὺ δὲ λέγε εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον , ὡς Ἀριστοφάνης καὶ Κρατῖνος καὶ Εὔπολις . Χειρσὶν | ||
. Δίφιλος δὲ τὸν ἄκρατον νοεῖ : ἔγχεον πιεῖν . εὐζωρότερον . τὸ γὰρ ὑδαρὲς ἅπαν τοῦτ ' ἔστι τῇ |
ὑποπίνων , ἐκ μιμήσεως τῆς τῶν παίδων φωνῆς . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό | ||
ἠλιθιάζω ] προσποιοῦμαι ἠλίθιος εἶναι , ἤγουν ἑκὼν ἀνοηταίνω . βρύλλων : ἐξαπατώμενος , ὑποπίνων καὶ μεθύων . Σύμμαχος δὲ |
σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν | ||
. Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ |
δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσω ἥσασθαι , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α | ||
Ὦρον καὶ Σωκράτην πτωχὸν ἀδολέσχην ἔφη . ἢ παρὰ τὸ ἥδω , τὸ εὐφραίνομαι , οὗ ὁ βʹ ἀόριστος ἄδον |
, ἡ κοινῶς ῥύμη . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος : Πλάτων δὲ | ||
ὁ ἐν ἀγρῷ κατοικῶν . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος . Πλάτων δὲ |
οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον : | ||
ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν |
εἶπεν : „ ἀλλ ' ἵνα μὴ δόξω , κακὲ δοῦλε , τοῖς φίλοις ἐνυβρίζειν , ἀπελθὼν ὤνησαι πόδας χοιρείους | ||
νόμιζέ ς ' ἀρραβῶν ' ἔχειν . Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ |
τοῦ ποιητοῦ . Χρεμύλος γὰρ ἀπὸ τοῦ χρέος καὶ τοῦ αἱμύλος ὁ ἀπατεών , ὁ ἀπατῶν τοὺς χρεοφειλέτας : καὶ | ||
δὲ ἦσαν ἐρασταὶ πάνυ πολλοί . εἷς δέ τις αὐτῶν αἱμύλος ἦν , ὃς οὐδενὸς ἧττον ἐρῶν ἐπεπείκει τὸν παῖδα |
Ἴδας Βρασίδας . τὸ μέντοι Θευδᾶς περισπᾶται , ὡς Μητρᾶς Ζηνᾶς Πυθᾶς : τὸ δὲ Κερκιδᾶς ἀπὸ συναλοιφῆς . Τὰ | ||
” ἐλθὲ πρὸς τὰ παρακείμενα κτήματα . “ ὁ δὲ Ζηνᾶς ἤνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸν ἀγρὸν καί φησιν ” ἀπελθέτω |
' ἐλήλυθεν . κἀγὼ μὲν τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποητὴς οὐ κομῶ , οὐδ ' ὑμᾶς ζητῶ ' ξαπατᾶν δὶς καὶ | ||
; ἀλλ ' οὐ φαῦλον τριβώνιον ; ἀλλ ' ὅτι κομῶ καὶ γένεια ἔχω ; τοῦτο δ ' ἴσως οὐ |
ἀλλ ' ἐν αὐτοῖς τοῖς ἄστροις ἐποιούμην τὴν ἀποδημίαν . Ἡράκλεις , μακρόν τινα τὸν ὄνειρον λέγεις , εἴ γε | ||
βίῳ . ὑμεῖς οὖν προσέχετε καὶ μὴ παρακούετε . Ὦ Ἡράκλεις , ὡς εἰς μεγάλην τινὰ ἐπιθυμίαν ἐμβέβληκας ἡμᾶς , |
καὶ ἀντήλιος καὶ πάντα τὰ ὅμοια ψιλῶς . καὶ ἡ ἔπηλίς ἐστι παρὰ Ποσειδίππῳ . ἀποδακρύσας : οὐ σημαίνει τὸ | ||
καὶ ἀντήλιος καὶ πάντα τὰ ὅμοια ψιλῶς . καὶ ἡ ἔπηλίς ἐστι παρὰ Ποσειδίππῳ . ἀποδακρύσας : οὐ σημαίνει τὸ |
βίη καὶ κέρδεα δειλὰ καὶ ὕβρις πολλῶν ἐξ ἀγαθῶν ἐς κακότητ ' ἔβαλεν . Δισσαί τοι πόσιος κῆρες δειλοῖσι βροτοῖσιν | ||
ὃς ποταμὸν διαβῇ ⌊ κακότητι δέ ⌋ : ἄλλοι γράφουσι κακότητ ' ἴδε οἱονεὶ κακότητα εἶδεν , ἀντὶ τοῦ ἐκακώθη |
πάντα ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων στεφανώματα λέγονται . ὁ ἄνω ῥηθεὶς Παγκράτης οὐκ ἀγλαφύρως που εἴρηκεν : οὔλην ἕρπυλλον , λευκὸν | ||
τὰ φυλλώδη ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων στεφανώματα λέγεσθαι . ὁ δὲ Παγκράτης ἐν τῷ ποιήματι οὐκ ἀγλαφύρως εἴρηκεν : οὔλην ἕρπυλλον |
ἐμπίδες , τὰ δὲ ἄλλα ἔχουσιν , οἷον κύων , ψιττακός , μύρμηξ , χελιδὼν καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα . | ||
: προνοοῦνται γὰρ τοῦ ἑαυτῶν βίου . Οἷον κύων , ψιττακός , ἵππος , ὄνος καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα . |
ἔν γε μὴν ταῖς εὐπραξίαις σωφρονεῖν ἐπιστάμενος ἐν τοῖς δεινοῖς εὐθαρσὴς ἐδύνατο εἶναι . καὶ τὸ εὔχαρι οὐ σκώμμασιν ἀλλὰ | ||
καὶ ἀτρεής καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀτρεκής , ὁ γὰρ εὐθαρσὴς καὶ εὔτολμος τὴν ἀλήθειαν λέγει , ὁ δεδοικὼς δὲ |
; τίς ἡ τάραξις τοῦ βίου ; τί βάρβιτος λαλεῖ κροκωτῷ ; τί δὲ δορὰ κεκρυφάλῳ ; τί λήκυθος καὶ | ||
. Ἐπειδὴ γαλῆ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης γυνὴ γενομένη ἐν χιτῶνι κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς |
κῆρυξ αὐτόθι ἐπιθυμιάσας τῶι Βορέαι λιβανίδιον ὀψάριον οὐδὲν ἔλαβον : ἑψήσω φακῆν . αὑτὸν γὰρ οὐθεὶς οἶδε τοῦ ποτ ' | ||
Καρχηδονίῳ : ἐπιθυμιάσας τῷ Βορέᾳ λιβανίδιον ὀψάριον οὐδὲν ἔλαβον : ἑψήσω φακῆν . καὶ ἐν Ἐφεσίῳ : ἐπ ' ἀρίστῳ |
. νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις . Ποσείδιππος Δημόταις . Εὔπολις Αἰξίν . ἰδίως δὲ ἐσχημάτικεν τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ | ||
γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν . Εὔπολις Αἰξίν : ” ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν , σκάπτειν , νεᾶν |
σφοδραί . Οἶνος ἄνωγε γέροντα καὶ οὐκ ἐθέλοντα χορεύειν . Οἶνος καὶ ἀλήθεια : ἐπὶ τῶν ἐν μέθῃ τὴν ἀλήθειαν | ||
: ὁ μηδὲν λαμπρὸν γράφων . Λέγεται δὲ καὶ : Οἶνος καπνίας , ὁ κεκαπνισμένος : καί : Κάπνιος ἄμπελος |
: ὅθεν ξυνέντα τὰ τῶν ἀρχαίων ἀναγινώσκειν . τῷ γοῦν Κράτητι παρέβαλε τοῦτον τὸν τρόπον . πορφύραν ἐμπεπορευμένος ἀπὸ τῆς | ||
. Συμπεριπατήσεις γὰρ τρίβων ' ἔχους ' ἐμοί , ὥσπερ Κράτητι τῷ κυνικῷ ποθ ' ἡ γυνή . Ἐπὶ πείρᾳ |
ἡ νίκη τοῦ Στρεψιάδου σιωπηθῇ , κώμαζε καὶ συνέξαρχε σὺν ἁδυμελεῖ ὕμνῳ . περιττεύει δὲ ἤτοι ἡ ἔν πρόθεσις ἢ | ||
ἐπετέλουν . Διανέμων ] Διέπων καὶ κυβερνῶν . Κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ ] * Τοῦτο ὡς ἀπὸ τοῦ χοροῦ δύναται λέγεσθαι |
' ἐπιπείθεο μύθῳ : ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι . τὸν δ ' ἄρ ' | ||
γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι , ἐς τοὺς πόδας τοῦτο ἀποσκώπτων |
ἡ καὶ κογχύλη λεγομένη , κηρύκιόν ἐστι μικρόν , ὥσπερ ὀνύχιον . αὕτη ὑποθυμιωμένη ἀναδρομὰς ὑστέρας παύει καὶ πνιγμοὺς ἀποσοβεῖ | ||
] . ἀπὸ τοῦ σφραγὶς τὸ δακτύλιον , ὄνυξ τὸ ὀνύχιον καὶ τοῦ ἀργὸς καὶ τοῦ κομῶ τὸ ἐπιμελοῦμαι . |
τελείου τέθεικε τοὔνομα εἰπών : τοὺς μὲν ὀρεινόμους ὑμῶν ποιήσει δέλφακας ὑλιβάτους , τοὺς δὲ πάνθηρας , ἄλλους ἀγρώστας λύκους | ||
παχεῖαν καὶ μεγάλην οὐράν : τοὺς γὰρ μείζονας λοιπὸν χοίρους δέλφακας ἐκάλουν . ἅμα δὲ καὶ ὡς ἐπὶ κόρης παίζει |
ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας . | ||
πλωϊζόμενον ; Πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα , ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν . Εἶεν . Τίς λοιπὸς ἡμῖν |
ὁ ῥιγοπύρετος . Ἡράκλεις : ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν . τὸ δὲ Ἥρακλες κλητικὴ πτῶσις , ὥσπερ τὸ ὦ Δάματερ τοῦ Δήμητερ | ||
: Ἡρακλῆος δὲ ἰωνικῶς : ἡ κλητικὴ Ἡράκλεες Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν |
ἄρρενα ὄντα . Ἀμυνίαν τινὰ πάνυ δειλότατον κωμῳδεῖ τε καὶ λοιδορεῖ , ὡς ἀδόκιμον ὄντα ἐν στρατείᾳ καὶ μηδέποτε ἐν | ||
Χαβρίας εἰπόντος αὐτῷ τινος : ” ὁ φίλος σε λάθρα λοιδορεῖ ” εἶπε : „ μὴ ἔλεγχε αὐτόν , ἵνα |
πῶς ἄρα . . θύσειεν : Ὅτι καὶ ἐπὶ τοῦ θυμιάσαι τὸ θύειν . ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ βοὸς σφάξειεν | ||
πῦον : ἢν δὲ μὴ , τῇ ὑστεραίῃ λούσας θερμῷ θυμιάσαι , καὶ ἢν ῥαγῇ , ἰῆσθαι ὥσπερ ἔμπυον . |
καὶ πρεσβύτατοι γενεῆς ἢ δημογέροντες . Μὴ μὲν ἐπ ' ἄρσενι παιδὶ τρέφειν πλοκάμους ἐπὶ χαίτης . μὴ κορυφὴν πλέξηις | ||
χρονιωτέρη τούτου εἵνεκεν ἐπὶ τῇ θηλείῃ γίνεται ἢ ἐπὶ τῷ ἄρσενι . Ἀναβήσομαι δὲ αὖθις ὀπίσω ὅθεν ἀπέλιπον . Ὁκόταν |
Ϝ Ϲ # # # # ∐ # # γ φρυγιστί δ ἰαστί Φ Ϲ Ρ Π Ι # Ε | ||
καὶ μεταπείθοντι ὁ μουσικός . ἃς νυνδή . δωριστὶ καὶ φρυγιστί . πρὸ Μαρσύου Μαρσύας Ὀλύμπου μὲν τοῦ αὐλητοῦ υἱὸς |
ἀπερείδεται οἷσιν Ἀβύδου Ξέρξης καὶ Σηστοῦ δισσὸν ἔδησε πόρον . μανύει στιβαρᾶς κατ ' ἐπωμίδος ἀρτιχάρακτον γράμμα , τίς ἐκ | ||
τὰν ἀχείμαντόν τε Μέμφιν καὶ δονακώδεα Νεῖλον χρυσὸν βροτῶν γνώμαισι μανύει καθαρόν ὀργαὶ μὲν ἀνθρώπων διακεκριμέναι μυρίαι πλήμυριν πόντου φυγών |
ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ | ||
θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον |
χαῖρε , Μεγαρεῦσιν φίλα . Ἐπόθουν τυ ναὶ τὸν Φίλιον ᾇπερ ματέρα . Ἀλλ ' , ὦ πόνηρα κώρι ' | ||
πρὸς τὰ πλοῖα . . Λεωνίδας στρατηγὸς Λακεδαιμονίων . . ᾇπερ τὼς κάπρως : Ὥσπερ τοὺς κάπρους : συνεβοήθουν γὰρ |
αὐτὰ λεπτά : καὶ γίνονται δεύτερα λεπτὰ ἐννακόσια . ταῦτα ἀναβιβάζω ἤτοι μοιράζω : γίνονται δέκα καὶ πέντε πρῶτα λεπτά | ||
λ παρὰ μ , καὶ γίνονται ͵ασ δεύτερα λεπτά . ἀναβιβάζω ταῦτα : γίνονται πρῶτα λεπτὰ κ . τὰ κ |
ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου . | ||
ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός |
στεφανούμενος ἀναιρήσεται νίκας . τὰ μέντοι ἐπιφανέστατα ἐς δρόμον Λεωνίδᾳ Ῥοδίῳ ἐστίν : ἐπὶ γὰρ τέσσαρας ὀλυμπιάδας ἀκμάζων τε τῇ | ||
τὴν παροῦσαν πραγματείαν ἔπεμψεν αὐτὴν Εὐδήμῳ τῷ ἑταίρῳ αὐτοῦ τῷ Ῥοδίῳ , εἶτα ἐκεῖνος ἐνόμισε μὴ εἶναι καλόν , ὡς |
εὐτραφεῖς λαρινοὺς καλεῖ : λαρινεύειν γὰρ τὸ σιτεύειν . Λάρος κεχηνώς : ἐπὶ τῶν ἁρπακτικῶν καὶ κλεπτῶν . Λακωνικὰς σελήνας | ||
ῥῆμα προῖκα εἰπών , πρὸς λῆμμα βλέπων , πρὸς ἀργύριον κεχηνώς , μηδὲν μέρος ἔχων ἄπρατον , εὔωνος , ῥᾴδιος |
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω , | ||
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου |
, ψόφῳ τινὶ ἀπελάσεις . ἱκανὸς δὲ ὁ ἐκ τῶν κροτάλων καὶ ἐκ τῆς ταυρείας ψόφος ἐκφοβῆσαι τούτους . Ἀριστοτέλης | ||
γὰρ Ἔρωτες ἐφίμεροι ἅ τε κατ ' εὐνὰν τέρψις καὶ κροτάλων θηλυμανεῖς ὄτοβοι . δούρατα δ ' αἱματόεντα κάθες : |
δὲ ὄψον , ὃ δὲ οἶνον . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Γηρυτάδῃ καὶ Αἰολοσίκωνι διὰ τούτων : ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών | ||
μόνον ἐστὶν ἀλλὰ καὶ οἰνοχόη , σαφὲς Ἀριστοφάνης ἐν τῷ Γηρυτάδῃ ποιεῖ : περιέφερε δὲ κύκλῳ λεπαστὴν ἡμῖν ταχὺ προσφέρων |
οὐδὲ τοῖσιν εὐόργοις ἔπος . εὕδοντι δ ' αἱρεῖ κύρτος πύγαργος Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων . χρυσοέθειρ | ||
ἐξόπιν ] ὁ ἐκ τοῦ ὄπισθεν λευκός , ἤτοι ὁ πύγαργος . ἴκταρ ] ἐγγύς . μελάθρων ] τῶν οἴκων |
δὲ βίη λέλυται , καὶ χαλεπὸν γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι | ||
δασύνεται τὸ πρὸ αὐτοῦ , ἐγένετο τοῦ β πλεονασμός . ἠπεδανὸς παρὰ τὸ πέδον , ὃ σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς |
ὄσσω καὶ πέσσω , ἐξ οὗ τὸ ” κάκ ' ὀσσόμενος προσέειπεν ” . . . , : Ἡρακλείδης δὲ | ||
τεύχεσιν . ” σημαίνει καὶ τὸ κατακοιμηθῆναι . κάκ ' ὀσσόμενος κακῶς ὑποβλεψάμενος . κακά ἐπὶ τοῦ ὀνοματικοῦ “ αἰεί |
αἱμύλος , τὸ κτητικὸν αἱμύλιος , καὶ αἱμυλίοις , τουτέστι κολακευτικοῖς , ἐμπείροις καὶ συνετοῖς . καὶ Ἡσίοδος : αἱμύλα | ||
παρέπειθον , ἠπάτων με λείοισι ] μαλακοῖς , θελκτικοῖς , κολακευτικοῖς μύθοις ] λόγοις ὦ ] λέγουσαι δηλονότι μέγ ' |
Ἄρχιππος Ἰχθύσιν , ὡς πρόκειται . τὴν δὲ γενικὴν Κρατῖνος Ὀδυσσεῦσι : τέμαχος ὀρφὼ χλιαρόν . ΟΡΚΥΝΟΣ . Δωρίων ἐν | ||
. ὅτι τοὺς πέπονας Κρατῖνος μὲν ΣΙΚΥΟΥΣ σπερματίας κέκληκεν ἐν Ὀδυσσεῦσι : ποῦ ποτ ' εἶδές μοι τὸν ἄνδρα , |
] ἀναβοάσομαι πατρὶ Ταντάλῳ . 〛 ἀναβοάσομαι : Ἀνυμνήσω , θαυμάσω . Θ . ἀνυμνήσω . . ἀνευφημήσω . τὸν | ||
δὲ τὸν ἀσπάσω μέλλοντα , ἀσπάσιος ὄνομα ῥηματικόν : ὡς θαυμάσω θαυμάσιος . Ἀντίον , παρὰ τὸ ἄντω βαρύτονον ῥῆμα |
ἀποτεμόμενος , ἀλλὰ πολλὰς ἐς ταὐτὸ καταμίξας οὐ πάνυ τι ἐξέφαινε τίνι αὐτῶν ἔχαιρεν : ἐῴκει δὲ τῷ Σωκράτει μᾶλλον | ||
καὶ Φάννιον , ἔπεμψε . μεθ ' ὧν ὁ Μιθριδάτης ἐξέφαινε τὸν τρίτον καὶ τελευταῖόν οἱ γενόμενον ἐς Ῥωμαίους πόλεμον |
σε Κιϲϲόϲ σϚ Κνῆκοϲ σζ Κόκκοϲ κνίδιοϲ ση Κόκκοϲ βαφική σθ Κοκκυμηλέαϲ ὁ καρπόϲ Κοκκύμηλον σι Κολοκάϲιον σια Κόλλα σιβ | ||
[ [ ] ! ! ! [ [ ] ! σθ ? [ . . . . . . [ |
χαῖρ ' , ἔφασκ ' Ἐκφαντίδης πάντα φορητά , πάντα τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ πλὴν Ξενίου όμονισι καὶ Σχοινίωνος , | ||
πόλις . Βορειγόνων ἔθνος ἐν Ἰταλίᾳ οὕτω καλούμενον . παντὰ τολμητὰ , βατὰ καὶ γραπτὰ τῷ Λυκόφρονι : οἱ Ἰταλοὶ |
, Ἀττικοί : βυβλία , ὡς Δημοσθένης , κοινόν . Βλάξ . ὁ διὰ νωθρίαν ἁμαρτηκώς . Βλάξ , μαλακός | ||
Κύμῃ χωρίου τῆς Βλακείας , οὗ μνημονεύει καὶ Ἀριστοτέλης . Βλάξ , βλακεύειν , βλακεύεσθαι καὶ βλάκες καὶ βλακικῶς : |
οἰωνῶν ] ὀρνέων . βοτὴρ ] σκοπὸς ὁ Τειρεσίας . βοτὴρ ] ὁ βοσκός . βοτὴρ ] ἐπιτηρητής . βοτὴρ | ||
τὴν ἐν τῷ Θησεῖ τὴν ἐγγράμματον ἔοικε ποιῆσαι ῥῆσιν . βοτὴρ δ ' ἐστὶν ἀγράμματος αὐτόθι δηλῶν τοὔνομα τοῦ Θησέως |
τοιούτων ἐπιστήμονες ; Νοῦς δὲ νοῒ καὶ λόγος λόγῳ ἐνδιάθετος ἐνδιαθέτῳ πῶς ἐμίγνυτο ἂν τόσης οὔσης παχύτητος ; Διὰ τοῦτο | ||
οὐσίαν γὰρ ἔχει τὸ λόγῳ χρῆσθαι , φημὶ δὲ τῷ ἐνδιαθέτῳ : τοῦτο δὲ καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἀτόμων |
ὅθεν ἡ ἀρύταινα , πλεονασμῷ δὲ τοῦ σ καὶ ὁ ἀρύστιχος ] . . . , : ὁ δὲ πτόλεμος | ||
ᾧ δὲ δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ |
οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τῆς Α . . . . ᾄδω : ἀπὸ τοῦ εἴδω γίνεται ἀείδω καὶ ἀποβολῇ τοῦ | ||
τοῦ ι ἀμύσσω , ὡς μάθω μάθος καὶ μῦθος , ᾄδω ὕδω , τὸ ὑμνῶ : σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ |