γὰρ τὸ πλατὺ σκαφεῖον . μακεδνῆς μηκεδανῆς , μακρᾶς . μαργαίνειν ἐνθουσιᾶν καὶ οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν | ||
ῥάπτεις . . . ; . , : Τὸ δὲ μαργαίνειν , ὅ ἐστι μαίνεσθαι , καὶ ὁ πρωτότυπος αὐτοῦ |
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . | ||
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . |
; , : λακέρυζα κορώνη : Ἡσίοδος : ἐκ τοῦ κρῶ κρύζω , ὄνομα κρύζα , πλεονασμῷ τοῦ ε κέρυζα | ||
ἐπιχέω : τοῦτο δὲ γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ |
μέλεος εἰρήσεται αἶνος , ” ποτὲ δὲ γνώμης παραμυθία καὶ παραβεβλημένος λόγος πρός τι ὑποκείμενον , οἷον “ αἶνος μέν | ||
κύβοισι παραβεβλημένος ] κύ - , - σι παρα - παραβεβλημένος ] ἐκδεδυμένος . ἐκδεδομένος ἀκαρεῖ ] βραχυτάτῳ μετρίου ] |
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
ὀξυτέρω τριβόλων ἀρυτήμενοι . . . ἀμμετέρων ἀχέων ἂπ πατέρων μάθος Ἄρευος στροτιωτέροις γᾶς γὰρ πέλεται σέος δέξαι με κωμάσδοντα | ||
ὡς γὰρ τὸ ῥέος καὶ τὸ βλέπος οὕτω καὶ τὸ μάθος καὶ ἔτι τὸ δίψος καὶ τὸ βλάβος καὶ τὸ |
ὄσσω καὶ πέσσω , ἐξ οὗ τὸ ” κάκ ' ὀσσόμενος προσέειπεν ” . . . , : Ἡρακλείδης δὲ | ||
τεύχεσιν . ” σημαίνει καὶ τὸ κατακοιμηθῆναι . κάκ ' ὀσσόμενος κακῶς ὑποβλεψάμενος . κακά ἐπὶ τοῦ ὀνοματικοῦ “ αἰεί |
τὸ σκόλιον Αἰσχίνου , ⌈ ἐπειδὴ Γ [ ἐπεὶ ] κομπαστὴς ἦν . Γ χρήματα : † πλουσίου ὧ δήματο | ||
διὰ τοῦτο τὰς ἐκεῖθεν προσδοκᾷ γυναῖκας . ὁ δὲ Θεογένης κομπαστὴς Ἀχαρνεύς . ἐπειδὴ δὲ κέλητα εἶπεν , ἐπήγαγεν ἀκάτιον |
φωτὶ χρεὼ κακὸν ἀντιφερίζειν : ὃς καί που προπάροιθεν Ὀδυσσῆος ταλαὸν κῆρ ἀργαλέως ὤρινας ἐλέγχεα μυρία βάζων . Ἀλλ ' | ||
φωτὶ χρεὼ κακὸν ἀντιφερίζειν : ὃς καί που προπάροιθεν Ὀδυσσῆος ταλαὸν κῆρ ἀργαλέως ὤρινας ἐλέγχεα μυρία βάζων . Ἀλλ ' |
. ὦ δαιμόνι ' ἀνδρῶν , μὴ φθονερὸν ἴσθ ' ἀνδρίον . κατ ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ ' ἀπετισάμην . | ||
ἐκείνη αἰδεσθεῖσα λύσσαν τοῖς κυσὶν ἐμβάλλει , κἀκεῖνον κατέφαγον . ἀνδρίον : δυσγενὲς καὶ ἀνελεύθερον ἀνθρώπιον : ὑποκοριστικῶς . ἀνδρίον |
κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ ὡς πολυπάτωρ . κλωποπάτωρ : τουτέστι κλεψίγαμε , κλεπτότοκε , πατρὸς τοῦ Ἑρμοῦ | ||
κατὰ δὲ ἄλλους ἐκ τῶν μνηστήρων . ὁ Πὰν δὲ κλωποπάτωρ , καθὸ κλέπτου πατρὸς ἦν Ἑρμοῦ , ἀπάτωρ δὲ |
. . , : τάλας : παρὰ τὸ τάλλω καὶ τλῶ κατὰ συγκοπὴν ῥῆμα . . . . . . | ||
ὁμοίως πεποίηται . οὕτως Ἀπολλώνιος . Ὄτλος . παρὰ τὸ τλῶ τὸ κακοπαθῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο . ἢ παρὰ |
τε καὶ βίον ὅπερ ἁρμονία ποτ ' ἀκοάν τε καὶ φωνάν : ὅ τε γὰρ νόμος παιδεύει μὲν τὰν ψυχάν | ||
ὃν λόγον γὰρ ἔχει ῥυθμὸς ποτὶ κίνασιν καὶ ἁρμονία ποτὶ φωνάν , τοῦτον ἔχει τὸν λόγον δικαιότας ποτὶ κοινωνίαν : |
ὡς μὴ πάντες ὄλωνται ὀδυσσαμένοιο τεοῖο . τὴν δ ' ἐπιμειδήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς ” θάρσει τριτογένεια , φίλον τέκος | ||
σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον . ” τὸν δ ' ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ θάρσει , ἐπεὶ δή |
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ | ||
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ |
Κρεοφύλου πόνος εἰμί , δόμῳ ποτὲ θεῖον ἀοιδόν δεξαμένου , κλείω δ ' Εὔρυτον ὅσς ' ἔπαθεν καὶ ξανθὴν Ἰόλειαν | ||
ὥριστος . . . . . ἐγὼ δὲ κέ σε κλείω κατ ' ἀπείρονα γαῖαν . * ) [ ἡ |
. , : κρωσσόν : παρὰ τὸ κρῶ , τὸ ἐπιχέω , γενόμενον ἀπὸ τοῦ † χέω † κερῶ κατὰ | ||
ῥῆμα μονοσύλλαβον συγκοπὲν ἀπὸ τοῦ κερῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ἐπιχέω . καὶ ὡς παρὰ τὸ εἴρω , τὸ λέγω |
: τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ η | ||
ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται λεπάσται μάσμα μελαγχρής μεσόκοπον μετεκβολή μηνυτήν μικρολογήσομαι μίξοφρυν μναρόν οἰνωμένοι ὅμαιμος παναγάθη |
Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικˈράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας : τὰν ὁ χαιτάεις ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων | ||
δέξαι σὺν εὐμενείᾳ , ἤγουν εὐμενῶς ὑπόδεξαι , τόδε τὸ στεφάνωμα τοῦ ἐνδόξου μίδα τὸ ἐκ πυθῶνος , ἤτοι τὸν |
κατὰ παραγωγὴν οἰζυρὸς καὶ κατὰ διάλυσιν ὀϊζυρός . ὀζυρὸς καὶ ὀϊζυρὸς ὁ ταλαίπωρος καὶ ἄθλιος , καὶ ὀϊζὺς ἡ ταλαιπωρία | ||
δήν : νῦν δ ' ἅμα τ ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο : τώ σε κακῇ αἴσῃ τέκον |
] τις ? ? ? οὔτε δῆμος ⋮ οὔτ ' ἔτης ἀνήρ , τοιάνδε ? μοῖραν ⋮ παρὰ [ ] | ||
πόλις ] ? τις ? ? οὔτε δῆμος οὔτ ' ἔτης ? ἀνὴρ τοιάνδε ? μοῖραν παρὰ [ ] ? |
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ | ||
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , |
σημαίνει τὸ ” ἀνίσταμαι αὐτὸς ἐγώ “ , τὸ δὲ ἐγείρω τὸ ἐνεργητικὸν τὸ ” ἀνίστημι ἕτερον “ , ὡς | ||
ἀγρόμενοι Πύλιοί τε καὶ Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι ” , καὶ τὸ ἐγείρω ἔγρω οἷον „ ἔγρετο δ ' ἐξ ὕπνου „ |
Σεσοβημένος , ἐπίτριπτος . καταμωκώμενοι δὲ τῶν Δωριέων τὸ ὦ Δάματερ λέγουσιν . ὁ δὲ νοῦς , πῶς ἐπηρμένος καὶ | ||
Θεόπομπος λέγῃ : ἰχθύων δὲ δὴ ὑπογαστρι ' , ὦ Δάματερ , παρατηρητέον ὅτι ἐπὶ ἰχθύων μὲν ὑπογάστριον λέγουσι , |
: νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ | ||
σημαίνει τὸ πλανῶ , γίνεται δὲ παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , βοῶ βοάζω , σκεδῶ σκεδάζω , πελῶ |
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται | ||
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ |
ὁ τλῆναι καὶ κακοπαθῆσαι μὴ δυνάμενος , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλειν καὶ ἀτιτάλλειν κατὰ ἀναδιπλασιασμόν : τοὺς μὲν τέσσαρας αὐτὸς | ||
ἀπὸ τοῦ παιδὸς , παίζειν , οὕτως ἀπὸ τοῦ ἀταλοῦ ἀτάλλειν . Ἀταλὸν δὲ , τὸ ἁπαλὸν καὶ νήπιον λέγεται |
: . . . ἢ ζητήσεως ἄξιον : ἐκ τοῦ μῶ , τὸ ζητῶ . . . Δ : ἐπιμάσσεται | ||
τὸ ζητῶ . Ἐπίχαρμος ὁ κωμικός : ” Πύρραν γε μῶ καὶ Δευκαλίωνα . ” καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ , |
. ἀνέγνωκας , οὐ μόνον ἀνέγνως φησίν . . . ἀνταναγνῶναι : καὶ ἀντεξετάσαι βιβλίον : τὸ γὰρ ἀντιβάλλειν βάρβαρον | ||
αἴγλη αἰγυπτιάζειν αἱμυλοπλόκος αἱμυλόφρων ἀλαζών ἀμφίκαυστις ἄναλτον ἀνεξικώμη ἀνεπτερῶσθαι ἄνοργοι ἀνταναγνῶναι ἀπαλλάξας ἀποκριπάμενος ἀρρενώπας ἅψω βαδίζου βαδισματίας Βασιλεία Βολβός Βρέα |
ἅδετο , ἐρεῖς ἀτρεκέως ὅλον τὸν ἄνδρα . Ἅ τε φωνὰ Δώριος χὠνὴρ ὁ τὰν κωμῳδίαν εὑρὼν Ἐπίχαρμος . ὦ | ||
μεθυσθέντες πλέον τῇ φωνῇ χρῶνται : ὡς εἴρηται θαρσαλέα παραγηρητῆρι φωνὰ γίνεται μείζων . Βάπτω , βλάβω , βλάπτω , |
οὐ Δωρικὴ διάλεκτος : τὸ γὰρ Λακωνικόν ἐστιν ἀείδην ἢ ἀείδεν : μηδέ μ ' ἀείδην ἀπέρυκε : κατὰ δὲ | ||
δ ' αἰπόλος ἦνθ ' ὑπακούσας : χοἰ μὲν παῖδες ἀείδεν , ὁ δ ' αἰπόλος ἤθελε κρίνειν . πρᾶτος |
. βώτορες : νομεῖς : πραὰ τὸ βῶ βόσω βέβοται βότης καὶ βοτήρ , ὡς † ἐλάστης ἐλαστήρ † , | ||
μέλλων βόσω βέβοκα βέβομαι βέβοται βοτήρ , καὶ ἀπὸ καὶ βότης , † ὥσπερ καὶ βούτης λέγεται κατὰ πλεονασμὸν τοῦ |
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
' , ὡς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθοιμεν δώροισίν τ ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν . καὶ πείθεται τούτοις ὁ Ἀγαμέμνων | ||
δ ' αἶψα πορεῖν , αὐτοσχεδόν . ἡ δ ' ἀγανοῖσιν ἀντομένη μύθοισιν ἐπειρύσσασα παρειάς κύσσε ποτισχομένη , καὶ ἀμείβετο |
τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ | ||
σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω |
παθητικὴ χοόμενος , χούμενος καὶ δωρικῶς χώμενος , ὡς Μοῦσα Μῶσα , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο χωόμενος : ἢ παρὰ | ||
Μνασάλκεος τὸ σᾶμα τῶ Πλαταιΐδα τῶ ' λεγῃοποιῶ : ἁ Μῶσα δ ' αὐτῶ τᾶς Σιμωνίδα πλάτας ἧς ἀποσπάραγμα κενά |
, ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ | ||
περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν |
. πρέποντες : ὄνομα ἰχθύος . Ἴφθιμοι : ἰσχυροί : ἴφθιμον τὸ ἰσχυρὸν , καὶ ὁ μὲν Ἡρόδοτος σύνθετον αὐτὸ | ||
ἔγχεα χερσὶν ἔχοντες , οἵ ἑ μέγαν περ ἐόντα καὶ ἴφθιμον καὶ ἀγαυὸν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὃ δὲ χασσάμενος |
ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ | ||
γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας |
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | ||
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν |
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω . | ||
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . |
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ | ||
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ |
θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | ||
καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ |
δ ' ἄλλα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : ἔδω τὸ ἐσθίω : ἐδάνη , εἶδος ἀμπέλου : ἐδανὸν τὸ λεπτόν | ||
βρυκεδανός , . , . * . Βρύκω : τὸ ἐσθίω : εἴρηται παρὰ τὴν βοράν , βορύκω καὶ βρύκω |
θέλει περισπᾶν , ἀμυγδαλῆ καὶ ῥοδῆ . καὶ Ἀρχίλοχος „ ῥοδῆς τε καλὸν ἄνθος „ . Ἀρίσταρχος δὲ καὶ τὸν | ||
μέντοι ψευδής καὶ φραδής ἐπιθετικά . καὶ τὸ Ποδῆς καὶ ῥοδῆς περισπάσθη , ὅτι τὸ Ο παραλήγει . Τὰ εἰς |
, οὐκ ἀνάγκῃ ὁ Δαρεῖος . ποταμουδέ ] σκληροτέρα ἡ συναλιφὴ ποταμουδὲ ἀφ ' ἑστίας , οἷόν ἐστι τὸ τουένεκα | ||
. , : χαίρω : παρὰ τὸ χέω , οὗ συναλιφὴ χῶ , καὶ παράγωγον χαίρω : τὸ διακεχυμένην καὶ |
οὐδὲ τοῖσιν εὐόργοις ἔπος . εὕδοντι δ ' αἱρεῖ κύρτος πύγαργος Δήμητρος ἁγνῆς καὶ Κόρης τὴν πανήγυριν σέβων . χρυσοέθειρ | ||
ἐξόπιν ] ὁ ἐκ τοῦ ὄπισθεν λευκός , ἤτοι ὁ πύγαργος . ἴκταρ ] ἐγγύς . μελάθρων ] τῶν οἴκων |
καὶ μὴν ὅδ ' αὐτὸς σὸς πατὴρ βαίνει πέλας γεραιὸς Ἶφις ἐς νεωτέρους λόγους , οὓς οὐ κατειδὼς πρόσθεν ἀλγήσει | ||
ὡς παρ ' Αἰσχύλῳ , ὥσπερ ἀστράγαλος ἄστρις καὶ Ἰφιάνασσα Ἶφις καὶ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ Βαθυκλῆς Βάθυλλος ὑποκοριστικά . ταῦτα |
λέγει τὴν ἀκμαίαν ἀποκοπὴν παρὰ τὴν χλόην : ἢ ἐπεὶ χλούνης ὁ σῦς , κάπροι δὲ συνεχῶς εὐνουχίζονται . ἀκρωνία | ||
. . . Ι : ὅτι δὲ καὶ ἐντομίαν ὁ χλούνης δηλοῖ , οὐ μόνον Αἰσχύλος δίδωσι χρῆσιν , ἀλλὰ |
κεφαλαλγεῖν , ὡς ἂν λυπηθῇ καὶ αὐτὴ ἡ Γαλάτεια . φασῶ τὰν κεφαλάν : προφασισθῶ καὶ πρόφασιν ποιήσομαι , φησί | ||
γάρ μοι Μεγαρικά τις μαχανά : χοίρως γὰρ ὑμὲ σκευάσας φασῶ φέρειν . Περίθεσθε τάσδε τὰς ὁπλὰς τῶν χοιρίων : |
παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ | ||
: αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς |
τάρβος : οἱ γὰρ εὐλαβούμενοι φεύγουσι . τρίτον ἐκ τοῦ τείρω τὸ καταπονῶ , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος | ||
τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα , ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς παρὰ |
σύνθετον εὐτράπελος . . . . . . εὐτράπελος : εὐτράπελος : . . . ὥσπερ γὰρ παρὰ τὸ εἴκω | ||
τις ἐμμελής . καλεῖται δὲ εὐτραπελία καὶ ὁ ἔχων αὐτὴν εὐτράπελος , οἷον εὔτροπός τις ὤν , φησίν . εὔτροπον |
: πλεύσεως . ὀϊζύος : κόπου . μογέουσιν : μογέω κακοπαθῶ . Δυσκελάδοισι : δυσήχοις . συνιππεύοντες : συμπεριπατοῦντες , | ||
. τάλας : τάλας : παρὰ τὸ τάλλω , τὸ κακοπαθῶ , ἔνθεν Ἡσίοδός φησιν ” ἐτρέφετ ' ἀτάλλων ” |
ἔπασχεν ὑπὲρ πᾶσάν ἐστι τραγῳδίαν , καὶ οὐδεὶς ἂν εἴη μεγαλόφωνος , οὐδὲ ἡδόμενος κακοῖς , ὥστε ἐξαγγέλλειν ἀνδρὸς τοσούτου | ||
κῆρυξ ἀντὶ τοῦ φωνητής , καὶ βριήπυος ὁ φωνητικὸς καὶ μεγαλόφωνος . ἤραρον ἥρμοσαν . ἦρι πρωΐας : “ ἀλλὰ |
πεποιηκέναι φησὶν Ἕρμιππος . Εὔθυνοι : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου , εἰ γνήσιος . εὔθυνοι ὄνομα ἀρχῆς παρ ' | ||
ἐνταῦθα κατέμειναν . Πτώματα ἐλαιῶν : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . λέγοι ἂν ἤτοι τὸν καρπὸν τὸν ἀποπεπτωκότα τῶν |
ὀνόματος τὸ α καὶ συστέλλουσι , ὡς παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σαλαμινίαις : εἴ μοι γένοιτο φᾶρος ἴσον ἐν οὐρανῶι . | ||
Σαλαμινίαις . , : κανθύλας : τὰς ἀνοιδήσεις . Αἰσχύλος Σαλαμινίαις . , : κονθηλαί : αἱ ἀνοιδήσεις . Κατάλογ |
ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ κέρδιστος γένετ ' ἀνδρῶν . ἐλλείπει οὖν τὸ τίς μόριον | ||
. σισυφεὺς ὁ σοφὸς ἀριθμητὴς , ἐπεὶ καὶ ὁ Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων , σύκων |
δὲ ἐκ τρίτου προσκατηγορουμένου ὑπῆρχον ρμδ . γίνονται οὖν ἅπασαι σις , ταύταις προστιθέμενοι οἱ τρεῖς τρόποι καὶ τριπλασιάζοντες ποιήσουσιν | ||
προέκοπτεν . αὐτοῖς : τοῖς πολιορκοῦσιν . ἡ αἵρε - σις : σημείωσαι αἵρεσις ʃ ἡ πόρθησις . ἐνταῦθα : |
. [ βῆ δ ' ἴμεναι πρὸς δῶμα , φίλον τετιημένος ἦτορ : ] ἔστη δ ' ἐν προθύροισι , | ||
πελάσῃ μεμογηότι θυμῷ , στῆ ῥα μέγ ' ἀφριόων , τετιημένος : ὡς δέ τις ἵππος ἱδρῶτ ' ἐξανύσας καματώδεα |
δορκάς : ἀπὸ τοῦ δέρκω δορκάς , λάμπω λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ | ||
: ὡς παρὰ τὸ λάμπω γίνεται λαμπὰς καὶ παρὰ τὸ νείφω νιφάς , οὕτως καὶ παρὰ τὸ δέρκω δερκὰς καὶ |
ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου . | ||
ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός |
τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ κερῶ , ὅθεν κέρασεν , οἷον κέρασσε δὲ νέκταρ . . ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ | ||
γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ |
καὶ τὸ μαῖα , ἡ τροφός : παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης | ||
, παρὰ τὴν ζήτησιν καὶ εὕρεσιν τῶν μαθημάτων . καὶ μαίω , τὸ ζητῶ , ὅθεν καὶ μαῖα καὶ Μοῦσα |
, καὶ ξάνησιν . νεῖν , κλώθειν , στρέφειν . στήμων κρόκη , στημονονητικὴ καὶ κροκονητική : Πλάτων δ ' | ||
ἐπὶ τῆς γενικῆς : μνήμων μνήμονος : κτήμων κτήμονος : στήμων στήμονος : γνώμων γνώμονος : τὸ Τίμων Τίμωνος : |
ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές . | ||
πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν |
' , ἐπεὶ Μουσᾶν γε ἰοβλεφάρων θεῖος προφάτας [ ] εὔτυκος Φλειοῦντά τε καὶ Νεμεαίου Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον ὑμνεῖν , | ||
διατηροῦντες αὐτήν . φησὶ γοῦν Πρατίνας : Λάκων ὁ τέττιξ εὔτυκος εἰς χορόν . ἀπὸ γὰρ τῆς τοῦ βίου σωφροσύνης |
: βίαια δέ , οἷον πληγαὶ δεσμὸς θάνατος ἁρπαγὴ πήρωσις κακηγορία προπηλακισμός . συναλλάγματα δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα λέγονται , | ||
τὸ ἐναντίον ψόγος , λοιδορία , βλασφημία , κακολογία , κακηγορία , κακισμός , διαβολή : ψέγειν , λοιδορεῖν , |
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος | ||
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα |
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ | ||
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ |
εὐχαρίτου χορείας , οὐδὲν ἄλλο ἢ νομίζω θυγατέρας ἀφῃρῆσθαι . ὀργίζομαι μὲν οὖν αὐταῖς : τί γὰρ ἀπέλιπον τροφέα αὐτῶν | ||
ἤδη πέπεισαι : βούλει δὲ ἀντιλυπήσω σε καὶ αὐτή ; ὀργίζομαι δικαίως ἐν τῷ μέρει . Μηδαμῶς , ἀλλὰ πίνωμεν |
δὲ ἐκείνῃ : ἐὰν δέ σε καὶ ἀπατᾶν ἐπιχειρήσῃ αἱμύλα κωτίλλουσα , φύ - λαξαι τὴν ἀπάτην : περίκειται γὰρ | ||
κόπις Νησοῦς θυγατρός , ἤ τι Φίκιον τέρας , ἑλικτὰ κωτίλλουσα δυσφράστως ἔπη . ἐγὼ δὲ λοξὸν ἦλθον ἀγγέλλων , |
ἄγαμαι † ἄγασται ἀγαός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ Αἰολικῶς ἀγαυός , ὡς ναός ναυός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω | ||
ἐκ τᾶς καλλιγύναικος ἐσθλᾶς Τήιος χώρας ὃν ἄειδε τερπνῶς πρέσβυς ἀγαυός . ὅτι δὲ οὔκ ἐστι Σαπφοῦς τοῦτο τὸ ᾆσμα |
μορφὴν ἡμετέρην καὶ σκῆπτρα καὶ Ἀσίδα κάλλιπε γαῖαν . ἔργα μόθων οὐκ οἶδα : τί γὰρ σακέων Ἀφροδίτῃ ; ἀγλαΐῃ | ||
, τὸ δ ' αὐτὸ καὶ κρουσίθυρον , κνισμός , μόθων . ταῦτα δὲ πάντα μετ ' ὀρχήσεως ηὐλεῖτο . |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
χειμάρρους χαράδρα , συρφετός , ἄμετρος ἀμετροεπής , θόρυβος , φλήναφος , ἀχαλίνωτος τὸ στόμα , ἀκρατὴς τὴν γλῶτταν , | ||
, ἐξαπατᾶν Ἕλληνες . φέναξ Ἀττικοί , ἐξαπατῶν Ἕλληνες . φλήναφος Ἀττικοί , μωρολόγος Ἕλληνες . φυστῆ περισπωμένως τὸ φύραμα |
πῆλαι Ἀχιλλεύς ” καὶ ὁ εἰπών „ δουρὶ δ ' ἀκοντίζω ” , ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀιστῷ , „ | ||
ἑταῖροι ἄγχι παρασταῖεν καὶ τοξαζοίατο φωτῶν : δουρὶ δ ' ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀϊστῷ . ταῦτα μὲν ἐν |
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , | ||
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα |
ἔτι δ ' ἔλπετο νίκην , τόφρα δέ οἱ Μενέλαος ἀρήϊος ἦλθεν ἀμύντωρ , στῆ δ ' εὐρὰξ σὺν δουρὶ | ||
: Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος . ἤτοι τὸν Μενέλαος ἀρήϊος ἔξαγ ' ὁμίλου χειρὸς ἔχων , εἷος θεράπων σχεδὸν |
. καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , φράζω . τὸ δὲ βάζω ὁ μέλλων βάξω , καὶ ὄνομα βάξις . Βάβαξ | ||
ἀνιῶ ἀνιάζω , ἀτιμάζω , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ |
μυλωθρός , ἐν δὲ γάμοις ὑμεναῖος , ἐν δὲ πένθεσιν ἰάλεμος . λίνος δὲ καὶ αἴλινος οὐ μόνον ἐν πένθεσιν | ||
βροτοῖς : ὀτοτοῖ ἰαλέμων : ὀτοτοῖ ἐπίφθεγμά ἐστι θρηνητικόν . ἰάλεμος θρῆνος . Δαρδανία δὲ πόλις πλησίον τῆς Τροίας ἀπὸ |
ἄμυδις δὲ ψιλοῦται . ἱδρὼς δασύνεται * * * οὕτως ἵκω ἵξω ἴξαλος . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ ἀναδιπλασιασμοῦ | ||
, ἵνα καὶ αὐτὰ λείπωνται τρισὶ γράμμασι τοῦ κίχω καὶ ἵκω . . . , : Ἡρακλείδης δὲ ἐν οἷς |
ὑμῶν φαίνηται , κατατρώξομαι ὦ στρατιῶται . Τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν ἤδη , καὶ τοὔνομά μ ' εὐθὺς ἐρώτα | ||
. εἶτά ἐστι τὸ μὲν Ἰακὸν λαγός ‚ λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον , ‚ τὸ δὲ λαγώς Ἀττικόν . |
“ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω ” . ἄνεχε , πάρεχε : μετὰ λαμπάδων ἔρχεται | ||
ἔνθα κερδανεῖ . ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ |
δ ' αἰνῶς ἡδὺ ποτὸν πίνων . ἀπὸ οὖν τοῦ ἥδω ἥσω ἥσασθαι , καὶ τροπῇ τοῦ η εἰς α | ||
Ὦρον καὶ Σωκράτην πτωχὸν ἀδολέσχην ἔφη . ἢ παρὰ τὸ ἥδω , τὸ εὐφραίνομαι , οὗ ὁ βʹ ἀόριστος ἄδον |
παραδείγματα βλασφημιῶν τῶν ἀπὸ ἀριθμοῦ : οἷον τριςεξώλης ὁ πάνυ ἐξώλης , καὶ τριπέδων ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος , | ||
. καὶ τὰ παρὰ τὸ „ ὀλῶ „ συντεθειμένα : ἐξώλης ἐξῶλες , πανώλης πανῶλες . τὰ δὲ ἄλλα προπαροξύνονται |
ἡ νίκη τοῦ Στρεψιάδου σιωπηθῇ , κώμαζε καὶ συνέξαρχε σὺν ἁδυμελεῖ ὕμνῳ . περιττεύει δὲ ἤτοι ἡ ἔν πρόθεσις ἢ | ||
ἐπετέλουν . Διανέμων ] Διέπων καὶ κυβερνῶν . Κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ ] * Τοῦτο ὡς ἀπὸ τοῦ χοροῦ δύναται λέγεσθαι |
πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν θεοῖν . Δέσποινα πολυτίμητε Δήμητερ φίλη καὶ Φερρέφαττα , πολλὰ πολλάκις μέ σοι θύειν | ||
ὁ ἀναιρῶν τοὺς καταδίκους , δημόκοινος δὲ ὁ βασανίζων . Δήμητερ καὶ Δάματερ διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων |
ἤδη λαμβάνει . συνήκμαζον δὲ Λαίδι Λαγίσκη , Νεαλύτη καὶ Ὤκιμον , φησὶν Ἀναξανδρίδης . οὔκ ἐσθ ' ἥδιστον ἀποθανεῖν | ||
παλαιοῦ καὶ τὸ τῶν ἀλεκτορίδων τοῦ τῶν ἄλλων ζῴων . Ὤκιμον ἐκ τῆϲ δευτέραϲ τάξεώϲ ἐϲτι τῶν θερμαινόντων , ἔχει |
καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ] | ||
με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον . |
ἐπίρρημα . . . , : καρχαρόδους : παρὰ τὸ χαράσσω . ὁ κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας , οἷον ὠξυμμένους | ||
κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας . . . εἴρηται παρὰ τὸ χαράσσω ῥῆμα , ὅπερ ἐν συνθέσει μετὰ τοῦ ὀδοὺς γίνεται |
ἀμφὶ Λοξίου ; οὐ γὰρ τοιοῦτος ὥστε θρηνητοῦ τυχεῖν . ὀτοτοτοτοῖ πόποι δᾶ . ὦπολλον ὦπολλον . ἥδ ' αὖτε | ||
δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος ὁμοῦ τιθείς . ὀτοτοτοτοῖ . βαρεῖά γ ' ἅδε συμφορά . οἴ , |
Νωνακρία γὰρ πόλις Ἀρκαδίας ὅπου τιμᾶται ὁ Ἑρμῆς * . Νωνακριάτης ὁ Ἑρμῆς . × . τρικέφαλος δὲ ὁ αὐτὸς | ||
καὶ κόρην κατὰ χρησμὸν κἀντεῦθεν ἱδρύσαντο Λευκὸν Ἑρμῆν . * Νωνακριάτης δὲ ὁ Ἀρκαδικός : Νωνακρία γὰρ πόλις Ἀρκαδίας ὅπου |
” , ὀφείλω ὄφλω , ἵνα εἴη οὕτω καὶ δαγκάνω δάκνω . αὐτὸς μέντοι ἐκ τοῦ δήκω πεποιῆσθαί φησι τοῦτο | ||
: ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , ὅπερ ἀπὸ τοῦ δαγκάνω γέγονε κατὰ συγκοπήν |
: ὁ δὲ τοιοῦτος πεφυγάδευται θείου χοροῦ , καθάπερ ὁ λεπρὸς καὶ γονορρυής , ὁ μὲν θεὸν καὶ γένεσιν , | ||
δέρμα τοῦ ὄφεως : λεκτίκιον : λεπὶς ἡ φολίς : λεπρὸς ὁ διάλευκος : λεαίνω τὸ ὁμαλίζω : λέγυνον τὸ |
Ἀλεξάνδρου τοῦ Πάριδος , εἰ μὴ ἄχθῃ αὐτῷ σφόδρα . Ἄχθομαι μέν , οὐ χεῖρον δὲ ἀκοῦσαι . Φησὶ τοίνυν | ||
τὸ δὲ φενακίζειν προσόν ἔμβαμμα τοῖς ἄρτοις πονηρὸν γίγνεται . Ἄχθομαι δ ' ἀπολωλεκώς ἀλεκτρυόνα τίκτουσαν ᾠὰ πάγκαλα . Μᾶζαι |
κενῷ δὲ δεῖ κινεῖσθαι τὰ κινούμενα , ὦ Τρισμέγιστε ; Εὐφήμει , ὦ Ἀσκληπιέ . οὐδὲ ἓν τῶν ὄντων ἐστὶ | ||
Αὐλεῖν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖσιν αὐλητοῦ κακοῦ μέλλοντος ὁ Στρατόνικος , Εὐφήμει μέχρι σπείσαντες εὐξώμεσθά , φησι , τοῖς θεοῖς . |
ῥεῖα τ ' ἀριγνώτη πέλεται . . Π , ἀριγνώτη ἀρίγνωτος , , ἀσβέστη ἄσβεστος . . . . . | ||
ἀσβέστη , καθάπερ ῥεῖα δ ' ἀριγνώτη πέλεται ἀντὶ τοῦ ἀρίγνωτος . . ὣς τὴν μὲν πρύμνην πῦρ ἄμφεπεν : |
. δεκάτη πρὸς τῷ Λάτμῳ τῆς Καρίας , ἐν ᾗ Ἀδώνιον ἦν ἔχον Πραξιτέλους Ἀφροδίτην . ἑνδεκάτη κατὰ Βάκτρα . | ||
θεράπαιναν [ ] Ἀφροδίτας [ † † ὐμήναον ὦ τὸν Ἀδώνιον ὠς δὲ πάις πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι . . . |
μάλα γάρ ς ' ὁρόω καλόν τε μέγαν τε ἄλκιμος ἔσς ' , ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ εἴπῃ | ||
κλέψε μάκηρα Ῥεία μεγάλαν ] τ ' [ ἀθανάτων ] ἔσς ] ἕλε τιμάν : τάδ ' ἔμελψεμ : μάκαρας |
ὁ ῥιγοπύρετος . Ἡράκλεις : ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν . τὸ δὲ Ἥρακλες κλητικὴ πτῶσις , ὥσπερ τὸ ὦ Δάματερ τοῦ Δήμητερ | ||
: Ἡρακλῆος δὲ ἰωνικῶς : ἡ κλητικὴ Ἡράκλεες Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν |