σὴν δεῦρ ' ἀποστέλλειν , Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην . κἆιθ ' ὑποστρέψας λέληψαι μεταβαλὼν ἄλλας γραφάς , ὡς φονεὺς
ὡς ἐμοῦ πεφευγότος ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων ἔσω . κἆιθ ' ὁ Βρόμιος , ὡς ἔμοιγε φαίνεται , δόξαν
5748045 τεκουσα
τὴν φήμην αἰδουμένη , / τὸν μὲν Σύρισκον ἀφαντοῖ , τεκοῦσα δὲ τὸ βρέφος / ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐκτίθεται :
' ἐφώνει “ δυστυχὴς ἀποθνῄσκω : τὰ σπλάγχνα γάρ , τεκοῦσα , πάντα μου πίπτει . ” ἡ δ '
5681304 κορυδον
, κεκραγμὸς δὲ δόκιμον . Κορυδαλὸν Εὔβουλος , σὺ δὲ κορυδὸν γράφε . Καμμύειν Ἄλεξις , σὺ δὲ καταμύειν γράφε
πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας : ὃς ἔφασκε λέγων κορυδὸν πάντων πρώτην ὄρνιθα γενέσθαι , προτέραν τῆς γῆς :
5546326 Πλουτος
κἀκείνους πάθει προσζεύξῃ ἢ ὅτι ἐν σχήματι ἀνδρὸς ἐφάνη ὁ Πλοῦτος : δεῖ δὲ ἐννοεῖν αὐτὸν ῥυπῶντα καὶ ταπεινὸν τὸ
ἀνθρώποις δοκεῖ εἶναι ἀγαθά . Ταῦτα οὖν τίνα ἐστί ; Πλοῦτος δηλονότι καὶ δόξα καὶ εὐγένεια καὶ τέκνα καὶ τυραννίδες
5510746 μαχλος
οὐ μὰ τοὺς κάτω κούρους , οὐκ ἦν ἐς ἄνδρας μάχλος οὐδὲ δημώδης . Πολυκράτης δὲ τὴν γενὴν Ἀθηναῖος ,
τὸ γόνος , οἱονεὶ λαγόνης ὁ λίαν πολύγονος . ] μάχλος δέ , [ ἀφ ' οὗ καὶ ἡ κατὰ
5466199 ἀκουσα
εἰσαΐουσι μόνον τιθασεύτορες ἄνδρες . θαῦμα δὲ καὶ τόδ ' ἄκουσα , κραταιοτάτους ἐλέφαντας μαντικὸν ἐν στήθεσσιν ἔχειν κέαρ ,
' ὥσπερ ταῖς σιπύαισι ταῖς κεναῖς . Λέξω μὲν οὐκ ἄκουσα , σοί τε γὰρ κλύειν ἐμοί τε λέξαι θυμὸς
5459080 ἐμοιγ
ἔφη , ὦ Θεοδότη , ἔστι σοι ἀγρός ; Οὐκ ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἀλλ ' ἄρα οἰκία προσόδους
τι καινὸν ἕλοιτο πόσις λέχος , ἦ μάλ ' ἂν ἔμοιγ ' ἂν εἴη στυγηθεὶς τέκνοις τε τοῖς σοῖς .
5449830 σωφρονεις
τὴν παρθένον : σὺ δὲ ὀκνεῖς καὶ αἰδῇ καὶ ἀκαίρως σωφρονεῖς : μὴ κρείττων εἶ τοῦ θεοῦ ; ” Ὡς
ἔβλεπεν ὁ Πλοῦτος μέλει ] φροντίς ἐστιν κἀπιτέτριμμαι ] ἠφάνισμαι σωφρονεῖς ] καλῶς λέγεις ἕωθεν ] ἀπὸ τῆς πρωΐας οἰνοῦτταν
5420560 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
5419147 κἀγαθην
τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ ' ἔχοντα μάλα καλήν τε κἀγαθήν . αὕτη νεανισκοῦντος ἐπεθύμησέ μου . . , .
ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα . γυναῖκ ' ἔχοντα μάλα καλήν τε κἀγαθήν : αὕτη νεανικοῦντος ἐπεθύμησέ μου . τοιαῦτα μέντοι νιγλαρεύων
5412764 πωμαλα
ἀνακυκῆσαι τὰς ἀπίους ἁρπάζετε . Οὐδ ' ἀποπροσωπίζεσθε κυάμοις ; πώμαλα . Ἦ μὴν σὺ σαυτὸν μακαριεῖς , ὦ τᾶν
ψίλαξ ψό ὠξυθυμήθη ἦ λοιδορία τις ἐγένεθ ' ὑμῖν ; πώμαλα : οὐδ ' εἶπον οὐδέν . αἱ γυναῖκες τὸν
5411807 ὠφελον
ἐκεῖνοι μὲν τῆς μάχης ἤδη κεκριμένης ἀφίκοντο , ὡς μήποτε ὤφελον : οἱ σφενδονῆται δὲ οὐδὲ ὅλως παρεγένοντο , διόπερ
γέ - γονεν εἰδὼς οὐδὲ γινώσκων , ὡς μηδὲ νῦν ὤφελον . καὶ μὴν καὶ τὸ θαυμάζειν τι πρᾶγμα ἠθικὸν
5411744 τεκν
ταχὺ τὸν εὐτυχῆ μετέβαλεν δαίμων , ταχὺ δὲ πρὸς πατρὸς τέκν ' ἐκπνεύσεται . ἰώ μοι μέλεος . ἰὼ Ζεῦ
τε σαοῖ , καὶ πότμον ἐπισπεῖ εὖτε δόλοις νήχοντα κακοφθόρα τέκν ' ἁλιήων οἰωνὸν χραίνωσιν , ὁ δ ' ἐς
5383647 παταχθεις
ὤφελον , πρὶν πρίασθαι τὸν ἵππον , τὸν ὀφθαλμὸν ἐκκεκόφθαι παταχθεὶς αὐτὸν λίθῳ ” . Φίλων , ἀδικεῖς Θ :
δὲ ὡς ἀπὸ βέλους ποιῶ τὸ τραῦμα : ὁ δὲ παταχθεὶς ἐξαίφνης βοᾷ καὶ τὸν τετρωκότα ζητεῖ . ἐγὼ δὲ
5373542 γινομαι
ἀτόμους διαλύομαι , ὕδωρ γίνομαι , [ καὶ ] ἀὴρ γίνομαι , πῦρ γίνομαι : εἶτα μετ ' ὀλίγον οὔτε
πεπίστευκ ' : ἐμβλέπων γὰρ αὐτόθι τοῖς ἰχθυοπώλαις λίθινος εὐθὺς γίνομαι : ὥστ ' ἐξ ἀνάγκης ἔστ ' ἀποστραφέντι μοι
5371122 ἀπολυθησομαι
λυθῆναι μεμοίραται : πολλαῖς δὲ βλάβαις καὶ κακοπαθείαις δαμασθεὶς οὕτως ἀπολυθήσομαι : ἡ ἐμὴ δὲ σοφία κατὰ πολὺ ἀσθενεστέρα τῆς
ἡγησάμην εἶναι τῷ ἐπιχειρήματι , ἐσκοπούμην δὲ ὅπως αὐτός τε ἀπολυθήσομαι τῆς ἐγγύης τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν , καὶ ὁ
5369189 φυτευσας
ἐκ παίδων † ἀμνημοσύναν , οὐ κοινὰν τεκέων τύχαν οἴκοισι φυτεύσας δεσποίναι : πρὸς δ ' Ἀφροδίταν ἄλλαν θέμενος χάριν
μᾶλλον φυτευτέον . ἐγὼ δὲ δι ' ὅλου τοῦ Ἰουλίου φυτεύσας σῦκα ἐπέτυχον σφόδρα , καὶ μεταφυτεύσας καὶ ἀρδεύσας εἶχον
5368023 αὐλιος
νεφέων ἀναφαίνεται οὔλιος ἀστήρ : ἡ διπλῆ ὅτι τινὲς γράφουσιν αὔλιος , ὅ ἐστιν ἑσπέριος , πρὸς ὃν αὐλίζεται τὰ
αὔλια , καὶ οἱ ἀπόκοιτοι τούτων θύραυλοι . λέγεται καὶ αὔλιος ὁ ἑσπέριος ἀστὴρ παρὰ τὸ ποιεῖν ἡμᾶς αὐλίζεσθαι .
5367271 φιλης
οὐ πλεύσεις καλῶς β ὁ συνεχόμενος ἀπολυθήσεται γ ἀπαλλαγήσῃ τῆς φίλης ὅτε οὐκ ἐλπίζεις δ γενήσῃ ἐπίσκοπος ὅτε οὐκ ἐλπίζεις
: ὅθεν μοι πρώτα φάτις : ὅθεν , ἐκ τῆς φίλης δηλονότι . ὅπου πρῶτον ἔμαθον τὴν Φαίδραν κακουμένην ἔσω
5363265 ἑκουσα
περικαλλοῦς καὶ περιμαχήτου ἡδονῆς ἐστι τὰ μεγάλα μυστήρια : ἅπερ ἑκοῦσα ἀπεκρύψατο δέει τοῦ μὴ γνόντα σε ἀποστραφῆναι τὴν εἰς
: κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . κοὐδέποθ ' ἑκοῦσα τἀνδρὶ τὠμῷ πείσομαι . Ἐὰν δέ μ ' ἄκουσαν
5353107 ἑξομαι
. Νῦν γὰρ δὴ λυγρῆς τε καὶ ἀργεννῆς κακότητος † ἕξομαι εἰ νήεσσιν Ἐριννύσιν ἆσσον ἵξομαι † . Εἰ μὴ
φησὶν οὖν : ἀλλὰ σοῦ πάλιν , ὦ Ἄπολλον , ἕξομαι , καὶ τῶν σῶν ἐπαίνων . οὐ μὴν ἁπλῶς
5341726 ἐαι
πάλλευκον κάρα . ἔα : τίς οὗτος σῶμα τοὐμὸν οὐκ ἐᾶι κεῖσθαι ; τί κινεῖς μ ' , ὅστις εἶ
] ! οϲοϲτιϲε [ Χῖοϲ παραϲτὰϲ ⌋ Κῶιον ⌊ οὐκ ἐᾶι λέγειν ] ν ? τοιοῖϲδε ϲυν ! [ ]
5337252 ἐμπας
ἦν ἐνταῦθα τὸ ὀΐω . ἦν γὰρ “ ἀλλ ' ἔμπας ὀΐω . ” διὸ καὶ ἐξεβλήθη παρ ' ἐμοῦ
οὗ ' κράτησα τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων : ἀλλ ' αὐτὸν ἔμπας ὄντ ' ἐγὼ τοιόνδ ' ἐμοὶ οὐκ ἀντατιμάσαιμ '
5293298 πανδικως
τῆς πατρίδος αὐτῶν φερομένας . θ ἡμέτερον + εἰ μὲν πανδίκως γράψεις πρὸς τὸ κλύετε σύντασσε : τοῦτο γὰρ ἐν
ξέν ' , εἰς Ἄργος κίεις , πρὸς τοὺς τεκόντας πανδίκως μεμνημένος τεθνεῶτ ' Ὀρέστην εἰπέ , μηδαμῶς λάθῃ .
5275960 Ἀλκηστις
ὡς ἀνοίκεια τῆς τραγικῆς ποιήσεως ὅ τε Ὀρέστης καὶ ἡ Ἄλκηστις , ὡς ἐκ συμφορᾶς μὲν ἀρχόμενα , εἰς εὐδαιμονίαν
συλλαμβάνει . ἔλεγον οὖν οἱ ἄνθρωποι „ ἀνδρεία γε ἡ Ἄλκηστις : ἑκοῦσα ὑπεραπέθανεν Ἀδμήτου . „ τοῦτο μέντοι οὐκ
5273254 ἀπαιδας
δυοῖν θεαῖν Κόρης τε καὶ Δήμητρος , οἰκτίρουσα μὲν πολιὰς ἄπαιδας τάσδε μητέρας τέκνων , σέβουσα δ ' ἱερὰ στέμματ
πιοῦσα δοριπετῆ φόνον ἀλόχους τ ' ἀνάνδρους γραῦς τ ' ἄπαιδας ὤλεσεν πολιούς τε πατέρας . εἰ δὲ τοὺς λελειμμένους
5255359 ἀπωσατο
ἦν ἢ ἔστιν ἢ ἔσται ἀληθεύουσα ἢ ψευδομένη τὰς πτώσεις ἀπώσατο . ὡς εἶναι ὅλον τὸν ὁρισμὸν τοῦ ὀνόματος οὕτως
τε καὶ αἰνομόρῳ ὑσμίνῃ . Καὶ τὴν μὲν μακάρων τις ἀπώσατο δηιοτῆτος ἐσσυμένως : ὀλοαὶ δὲ θοὰς ἑκάτερθε φάλαγγας Κῆρες
5241788 δομους
ἐμὴν ἀγγείλατ ' ἐντολήν , ὅπως τὸν παῖδα τόνδε πρὸς δόμους ἐμοὺς ἄγων Τελαμῶνι δείξει μητρί τ ' , Ἐριβοίᾳ
τὸν πέλανον δὲ ἐπὶ τῆς θυσίας φασίν : εἰς τοὺς δόμους τῆς Κόρης καὶ τοῦ βασιλέως τῶν κάτω Πλούτωνος :
5235225 πατραν
δὲ συνέβη λέγεσθαι καὶ φρατρίαν , ἐπειδή τινες εἰς ἑτέραν πάτραν ἐδίδοσαν θυγατέρας ἑαυτῶν . οὐ γὰρ ἔτι τῶν πατριωτικῶν
' αἰὲν ὠδίνουσα συμφορᾶς βάρος δακρυρροεῖ δύστηνος , ἐξ ὅτου πάτραν διήνεμον λέλοιπεν . Ἡ δέ τοι τύχη κακὴ μὲν
5232583 Ἁιδαν
, πυρὸς τετακότας σποδῶι : ποτανοὶ δ ' ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν . πάτερ , † σὺ μὲν σῶν † κλύεις
τάφον τε ματεύουσα τὸν αὐτόν , ἔμμοχθον καταλύσους ' ἐς Ἅιδαν βίοτον αἰῶνός τε πόνους : ἥδιστος γάρ τοι θάνατος
5223381 δυσμορος
ἐπὶ παντί τῳ χρείας ἱσταμένῳ : πῶς ποτε , πῶς δύσμορος ἀντέχει ; Ὦ παλάμαι θνητῶν , ὦ δύστανα γένη
Πολλάκις Ἡράκλειτον ἐθαύμασα , πῶς ποτε τὸ ζῆν ὧδε διαντλήσας δύσμορος εἶτ ' ἔθανεν : σῶμα γὰρ ἀρδεύουσα κακὴ νόσος
5220672 ἀναιδης
ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . .
: κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ
5218132 καὐτος
εἴ πως ἐκκομίσαις τὸ τοῦ Λύκου . πάρεστι τουτί , καὐτὸς ἅναξ οὑτοσί . ὦ δέσποθ ' ἥρως , ὡς
. ] τὸ δὲ ὅμοιον ἐν Ἰλιάδι ” ἔπειτα δὲ καὐτὸς οἰήσεαι „ . . . . . κέν ἀντὶ
5215257 ὡδηγει
Ἀφροδίτην κεκοσμημένος , ἐστεφανωμένος , χλανίδα ἔχων : Ἔρως αὐτὸν ὡδήγει , λαμπάδα ἔχων ἡμμένην . Ὑπ ' αὐτῇ τῇ
. τὴν δ ' ὥς τις εἶδε , δεικνύων ἂν ὡδήγει , ἕως ποθ ' εὗρεν ἐν κατασκίῳ χώρῳ δρόμων
5212883 γυναικ
θανεῖν τοῦ σοῦ πρὸ παιδός , ἀλλὰ τήνδ ' εἰάσατε γυναῖκ ' ὀθνείαν , ἣν ἐγὼ καὶ μητέρα καὶ πατέρ
μέγ ' ἕξεις , ἂν λάβῃς μικρὸν κακόν . τὸ γυναῖκ ' ἔχειν εἶναί τε παίδων , Παρμένων , πατέρα
5202761 μητερ
δ ' Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός , ἀλλ ' οὐ βαρβάρους μῆτερ , Ἑλλήνων : τὸ μὲν γὰρ δοῦλον , οἱ
σκωλήκων ; συνάρμοσον δέ μου βλέφαρα τῇ σῇ χερί , μῆτερ . ἂν δὲ μὴ συναρμόσῃ σου , ἀλλὰ βλέπων
5185528 κοὐκετ
τὸν ξύσσιτον κἀκβάς τινα λωποδυτῆσαι : νῦν δ ' ἀντιλέγει κοὐκέτ ' ἐλαύνει : πλεῖ δευρὶ καὖθις ἐκεῖσε . Ποίων
γυναικὸς γὰρ κρατοῦντ ' ἐν δώμασιν δουλοῖ τὸν ἄνδρα , κοὐκέτ ' ἔστ ' ἐλεύθερος . πλοῦτος δ ' ἐπακτὸς
5184410 ἐλθω
. οὔκουν τοῦτο κρεῖσσον ἢ μένειν ; ἀλλὰ δῆτ ' ἔλθω ; θανὼν γοῦν ὧδε κάλλιον θανῆι . εὖ λέγεις
δόρυ δὲ πρὸς τεῖχος ἐρείσας αὐτὸς ἰὼν Ἀχιλῆος ἀμύμονος ἀντίος ἔλθω καί οἱ ὑπόσχωμαι Ἑλένην καὶ κτήμαθ ' ἅμ '
5178412 θανων
θανεῖν μέλει , πλὴν εἴ τι τέρψω τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς θανών : ὑμᾶς δὲ κλαίω καὶ κατοικτίρω , τέκνα ,
, ὅς τις ἔτι ζωὸς κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ [ ἠὲ θανών : ἐθέλω δὲ καὶ ἀχνύμενός περ ἀκοῦσαι . ]
5166702 μενεις
ἀκοῦσαι τὰ παρὰ σοῦ λεχθησόμενα , εἴτε μενεῖς εἴτε οὐ μενεῖς : ἄλλως : σοφὸς ὁ πρῶτος ἐπινενοηκὼς τρόπον τινὰ
, οὐκέτι γυῖα κινήσεις , ἀλύτῳ δ ' ὡς ἀδάμαντι μενεῖς , ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος
5161674 γενησομαι
. Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει
Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις ,
5153569 τωιδ
: Ζεὺς τάδ ' εἰδείη μέγας , ὡς οὐχ ἑκοῦσα τῶιδ ' ἐκοινώθην λέχει . ἀλλ ' οὔ σφε πείθω
ἔλουσα νεκρὸν κἀπένιψα τραύματα . ἀλλ ' εἶμ ' ὀρυκτὸν τῶιδ ' ἀναρρήξων τάφον , ὡς σύντομ ' ἡμῖν τἀπ
5153227 τηνδ
κἀμοὶ μύθου μέτα , Τυνδαρίδαι ; καὶ σοί : Φοίβωι τήνδ ' ἀναθήσω πρᾶξιν φονίαν . τίς δ ' ἔμ
πᾶσιν γὰρ ἡμῖν τοῦτ ' ὀφείλεται παθεῖν . ἰδοὺ δίδωμι τήνδ ' ἐγὼ γυναῖκά σοι Φαίδραν : ἐπὶ πῦρ δὲ
5146735 ἐφυς
. Τουτὶ μὰ Δί ' οὐκ ἐπεπύσμην . Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας , ὃς
ἐπίστασαι φίλους . ἀμαθής τις εἶ θεὸς ἢ δίκαιος οὐκ ἔφυς . αἴλινον μὲν ἐπ ' εὐτυχεῖ μολπᾶι Φοῖβος ἰαχεῖ
5134715 πρεσβυς
ἐπικρούσαντας Ἀτρείδας δάκρυ μὴ κατασχεῖν : ἄναξ δ ' ὁ πρέσβυς τόδ ' εἶπε φωνῶν : βαρεῖα μὲν κὴρ τὸ
χωρίς τε θηρὸς ἄρθρα διεφορήσαμεν . ποῦ μοι πατὴρ ὁ πρέσβυς ; ἐλθέτω πέλας . Πενθεύς τ ' ἐμὸς παῖς
5134303 ἁτις
ἀΐει κλέος ἥρωος , εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν , οὐδ ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός : τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον
τετράκις ἑξήκοντα κόραι , θῆλυς νεολαία , τᾶν οὐδ ' ἅτις ἄμωμος ἐπεί χ ' Ἑλένᾳ παρισωθῇ . Ἀὼς ἀντέλλοισα
5132198 φυτοσπορον
διὰ τοῦ ὑγροῦ Ποσειδῶνα , τὴν δὲ διὰ τῆς γῆς φυτοσπόρον Δήμητρα . ταῦτα δὲ χορηγήσας τοῖς Στωικοῖς τὰ πρότερα
Κρόνος δύνων ἔνεστι , Ἄρης δὲ τοῦτον βλέπει , τὸν φυτοσπόρον ἀναιρεῖ , τοὺς δὲ συγγόνους ἄμφω συνεῖναι πρὸς πατρῷον
5117510 ἀθλια
μ ' ἐθρέψαθ ' ἡδέως . ὦ τῆς ἀώρου θύγατερ ἀθλία τύχης . χαῖρ ' , ὦ τεκοῦσα , χαῖρε
δηλονότι : καὶ μὴ λαχοῦσα : καὶ λαχοῦσα τὸ ζῆν ἀθλία εἰμὶ διὰ τὸ μέλλειν τὸν παῖδά μου φονεύεσθαι καὶ
5114236 δεσποινα
ἕσπεο : σὺν δὲ τύχᾳ ναίεις Μεταπόντιον , ὦ χρυσέα δέσποινα λαῶν : ἄλσος τέ τοι ἱμερόεν Κάσαν παρ '
ἀνδρὶ πρεσβύτῃ τέκνα δίδωσιν ὅστις οὐκέθ ' ὡραῖος γαμεῖ : δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή . ὦ γῆρας , οἷον
5113042 σας
τὸ ἰσάς εἶναι : ἀλλ ' ἐπεὶ ἅπαξ αἱ εἰς σας λήγουσαι μετοχαὶ βαρύνονται , τῷ ι παραληγόμεναι , γεμίσας
? [ ! ! ! ! ! ! ! ] σας οὐ κατὰ κόσμον . τωοισαιθρεπτήρια ! ! ? [
5109990 σωι
† βιον † ; θανοῦσα : τύμβωι δ ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται . . . μορφῆς ἐπωιδὸν μή τι τῆς
εἰσήκουσά τ ' Ἀργείων πάρα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων ἐνθένδ ' ἐκεῖσε δεῦρό τ ' αὖ
5108111 ἐλθε
ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε , ἄγε . , ἐνταῦθα . .
σοὶ δ ' εἰσὶ δίκαι θνητῶν , πανυπέρτατε δαῖμον . ἐλθέ , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἐπιτάρροθος αἰεί
5102195 ἠριγενειαν
: οὐδέ τις ἡμέων κείνῳ ἐσάντα μολὼν ἔτ ' ἐσέδρακεν ἠριγένειαν . Νῦν δ ' ὀίω φεύξεσθαι Ἀχαιῶν ὄβριμα τέκνα
ἄγουσα : οἳ δ ' ἄρα δαῖτ ' ἐπάσαντο καὶ ἠριγένειαν ἔμιμνον , βαιὸν ἀποβρίξαντες ἀραιοῖσιν βλεφάροισιν : αἰνῶς γὰρ
5100191 εἰσερχομαι
δρόμημα τῆς Σελήνης ἐστὶ μοιρῶν ιβʹ ∠ ʹ ιεʹ . εἰσέρχομαι εἰς τὸ σελίδιον τῆς τρίτης ὥρας , ἔνθα παράκειται
, φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι . Ὁ παῖς , ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων
5094704 παρατιλουμαι
μύρον εἶχον : ἀλλὰ νῦν . καὶ βάψομαι , καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ ἄνθρωπος ἐν
οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ ἄνθρωπος ,
5087772 ἠιει
ἐκεῖθεν , οἳ δ ' ἐκεῖθεν , ὡς δ ' ἤιει [ μάχη σιγή τ ' ἀφ ' ἡμῶν ,
ἡ σὴ δὲ θυγάτηρ ἰδίοισιν ὑμεναίοισι κοὐχὶ σώφροσιν ἐς ἀνδρὸς ἤιει λέκτρ ' : ἐμαυτόν , ἢν λέγω κακῶς ἐκείνην
5077541 σκαιος
ταύτην ἀτιμάζεις : ἐπιδειχθήσει θ ' ἅμα ἀτυχὴς γεγονὼς καὶ σκαιὸς ἀγνώμων τ ' ἀνήρ . ” ὅμοιά γ '
αὐτὸς [ ἐστεφανῶσθαι ] πρότερον . ἀλλὰ πρὸς θεῶν οὕτω σκαιὸς εἶ καὶ ἀναίσθητος , Αἰσχίνη , ὥστ ' οὐ
5071006 ἑκους
στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων λζʹ , ὧν τελευταῖος : ἑκοῦς ' ἀνάγκηι τῆιδε καίνισον ζυγόν . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι
τ ' οὐκ ἀξίω . ἡ μὲν γὰρ ἁρπασθεῖς ' ἑκοῦς ' ἀπώλετο , σὺ δ ' ἄνδρ ' ἄριστον
5061533 λιθινος
ἔχοντα σημαίνοντα μετουσίαν προπαροξύνεται : κρίθινος δάφνινος φήγινος πύρινος ξύλινος λίθινος . τὰ μέντοι ἀπὸ καιροῦ ἢ ἀπὸ ἐπιῤῥήματος ὀξύνεται
παραγώγως . ὁ γὰρ ἀνδριὰς ἡνίκα γένηται ἐκ λίθου , λίθινος λέγεται : πρὸ γὰρ τῆς γενέσεως λίθος ὑπῆρχε :
5058446 ἠλθες
εἰς ἐμὲ εὐπρεπῆ λόγον : διὰ τί ἀποθανόντος Ἀλεξάνδρου οὐκ ἦλθες εἰς ἐμέ : ἀνοίκειον τοῦτο τοῦ ὑποκειμένου . ἔδει
σὰ χεῖρον διάθῃ . Οὐκ ἄδηλον ὅτι δι ' ὅσων ἦλθες πόλεων , πάσας ἐνέπλησας τῶν ὑπὲρ ἡμῶν λόγων .
5051616 θανους
μὲν ὅτ ' ἦν μεθ ' ἡμῶν , φίλα δὲ θανοῦς ' ἔτ ' ἔσται , γενναιοτάταν δὲ πασᾶν ἐζεύξω
εἶτά σοι τάχα ὄρνις γένοιτ ' ἂν τοῖσι μέλλουσιν γάμοις θανοῦς ' ἐμὴ παῖς , ὅ σε φυλάξασθαι χρεών .
5047936 ἐτεκεν
ὅτι γένος μέν εἰσιν οὐκ ἀπὸ Διός , ἀλλ ' ἔτεκεν αὐτὰς ἡ Δεινὼ τῷ Σπερχειῷ , Ποσειδῶν δὲ πόθῳ
Ἐπεὶ δὲ ἔτεκεν , εἰκοσταίη ἐοῦσα , αὖθις ἤλγησεν : ἔτεκεν οὖν ἄρσεν : ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ , ἐν κνήμῃ
5046502 ἐμας
ἐν Θήβαις καὶ ἐγένοντο ἑπτὰ πυρκαϊαί : ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς , καὶ τὰ ἑξῆς . νῦν ἁρμόδιος . ἀφ
, χορῶν ἱερῶν ἐπίβηθι καὶ ἔλθ ' ἐπὶ τέρψιν ἀοιδᾶς ἐμᾶς , τὸν πολὺν ὀψομένη λαῶν ὄχλον , οὗ σοφίαι
5044755 Σινωνις
! ! ! ! ! ! ] τικῶς ? ἡ Σινωνὶς ὑπεξέρχεται καὶ δραμοῦσα ? ? ? ? διὰ τῆς
! ! ! ! ] ὁρᾷς , ὅτι τῆς ψυχῆς Σινωνὶς οὐ φείδεται : ἔχεις ? μενδειγματι ? ? ?
5044002 ταλαν
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ .
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα
5039454 δεσποτ
μὴ φράσῃς ὅ τι τῷδ ' ἀκολουθοῦμέν ποτε , ὦ δέσποτ ' , ἀλλά σοι παρέξω πράγματα . Οὐ γάρ
οὗτος , ὦ , ποῖ σὸν πόδ ' αἴρεις , δέσποτ ' , ἐς ποῖον φόνον ; οἷπερ ἡ δίκη
5036549 βαψομαι
νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι , νὴ Δία , καὶ γενήσομαι Κτήσιππος
νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ
5034707 σιγ
ἐπαινεῖ τις , ἀντὶ τοῦ ἐργάζεται : καὶ τὸ , σίγ ' ἐπαινῶ , ἀντὶ τοῦ σιγῶ , οὕτω καὶ
ἐπαινεῖ τις , ἀντὶ τοῦ ἐργάζεται : καὶ τὸ , σίγ ' ἐπαινῶ , ἀντὶ τοῦ σιγῶ , οὕτω καὶ
5034076 βοακων
μὴ μετ ' ὀξυρεγμίας . Ἀλλ ' ἔχουσα γαστέρα μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἴκαδε . Καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων .
τοῦ κορήματος καθέζομαι χαμαί . ἀλλ ' ἔχουσα γαστέρα μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἰκάδε . καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων καὶ
5033455 γω
κοινός : κοινός : . . . ἢ παρὰ τὸ γῶ , τὸ δέχομαι , γίνεται γοινὸς καὶ κοινός ,
. . γῆ , , : γῆ : παρὰ τὸ γῶ , τὸ χωρῶ : ἡ πάντα χωροῦσα . τοῦτο
5029507 κακοδαιμων
ταῖς μυίαις ποιεῖν βοῦν τοῖς ἀκλήτοις προκατακόπτειν πανταχοῦ . Οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς ἔχω . Σφαῖραν λαβών τῷ
πάνυ ἀνεκτόν . τάδε μέντοι ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης
5021087 Ἐρινυν
† Λήδας σκύμνον Δυσελέναν Δυσελέναν , ξεστῶν περγάμων τῶν Ἀπολλωνίων Ἐρινύν . ὀτοτοτοῖ ἰαλέμων ἰαλέμων : Δαρδανία τλάμων , Γανυμήδεος
ἐπαρὰς ἀργαλέας ἠρᾶτο : θοὴν δ ' οὐ λάνθαν ' Ἐρινύν : ὡς οὔ οἱ πατρώϊ ' ἐνηέι ἐν φιλότητι
5012401 δαμαρτα
' εὐδαιμονεῖν . σπάνιον δὲ θήρευμ ' ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν δάμαρτα : φλαύραν δ ' οὐ σπάνις γυναῖκ ' ἔχειν
θαυμάσαντ ] ' ἀνιστορεῖ [ [ καὶ ] ? ? δάμαρτα καὶ τέκνα [ ] ος ? , ἀλλὰ τἀγάθ
5011631 σαφ
, ταῦτα τῷ βασιλεύοντι ἀνάγκη σοῦ μᾶλλον συμπαρομαρτεῖν , ἃ σάφ ' ἴσθι τοῦ εὐφραίνεσθαι πολλὰς ἀσχολίας παρέχει . οἶσθα
: ὁ γὰρ στρατηγὸς εὐτυχὴς τὰ πρόσθεν ὢν εἶσιν , σάφ ' οἶδα , καὶ μάλ ' οὐ σμικρὸν φρονῶν
5009997 κορη
μοι δραχμῆς . οὐ φιλοτάριχος οὐδαμῶς εἰμ ' , ὦ κόρη . οἷα δ ' ἡ χώρα φέρει διαφέροντα πάσης
Ἄρτεμιν . ἐλάμβανε δὲ τὴν ἱερωσύνην τῆς θεοῦ τότε ἔτι κόρη παρθένος . Ἀριστοκράτης δέ , ὥς οἱ πειρῶντι τὴν
5008487 Ἐριννυν
εὐλαβεῖσθαι . πότνι ' ] κατ ' εὐφημισμὸν λέγει τὴν Ἐριννὺν πότνιαν , ὡς καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς
καὶ Ἐριννὺς Ἕρκυνν ' Ἐριννὺς ἐπώνυμα Δήμητρος . καὶ Καλλίμαχος Ἐριννὺν καλεῖ τὴν Δήμητρα λέγων Ἐρινύι Τιλφωσαίῃ . καὶ Ἐριννὺς
5004981 ἐδεξαμην
! ! ] ! ! [ φήμη γὰρ α [ ἐδεξάμην τ [ κόραξ ἐπᾴδ [ ἄριστος ὦ δυς ?
, ὡς Φιλίππου τοῦ Ἀμύντου υἱός εἰμι , ἀλλ ' ἐδεξάμην τὸ μάντευμα , χρήσιμον εἰς τὰ πράγματα εἶναι οἰόμενος
4998324 λαθραι
λαὸν εὐθύνων δορί . πολὺν δὲ σὺν ἐμοὶ χρυσὸν ἐκπέμπει λάθραι πατήρ , ἵν ' , εἴ ποτ ' Ἰλίου
, τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν . διόπερ ὑπεκδέδυκα δεῦρ ' ἔξω λάθραι . καὶ ποῖ τράπωμαί γ ' ; εἰς τί
4987636 ἐκεις
ταῖς αἰσχραῖσι συνῶμεν , οὐκ ἐπιλείψει τὸ πέος πρότερον πρὶν ἐκεῖς ' οἷ φῂς ἀφικέσθαι ; οὐχὶ μαχοῦνται περὶ σοῦ
τοίνυν καὶ τὸ πρῶτον , οὗ πολεμεῖν ὑμῖν ᾤετο , ἐκεῖς ' ἐμίσθωσεν αὑτὸν πολλαχός ' ἄλλοσε μισθῶσαι παρόν ,
4987402 ἀτεκνος
λαμβάνων κατέπινεν . καὶ οὕτως ἐπὶ πολλῶν τούτου γινομένου , ἄτεκνος ἔμενεν ἡ Ῥέα . ὅτε οὖν ἐγέννησε τὸν Δία
προτέρας Ἀρσινόης γενηθέντας αὐτῷ παῖδας : αὐτὴ γὰρ ἡ Φιλάδελφος ἄτεκνος ἀπέθανεν . ὧδε καὶ ἀθανάτων : φέρει σύγκρισιν ἀπὸ
4986656 ὑπερβαινεις
ἐστιν εἶναι , εἴπερ γε τοῦ ἴσου μέμνησαι καὶ μὴ ὑπερβαίνεις τὴν γεωμετρίαν ἑκών . καὶ μὴν καὶ ὁ Σωκράτης
ἀληθὲς οὐδὲ ἓν λέγειν γυνή . τοὺς τῆς γαμετῆς ὅρους ὑπερβαίνεις , γύναι , διὰ τὴν λαλιάν : πέρας γὰρ
4982169 νυκτερος
ὅτε δύσγαμος κατ ' οἴκους μερόπων θροεῖ χελιδών , καὶ νύκτερος καθ ' ὕλαν τὸν Ἴτυν στένει δακρύους ' Ἀτθὶς
δεῖνα καλλωπίζεται , ὁ δεῖνα ἄρα μοιχός , καὶ πάλιν νύκτερος πλανᾶται , λῃστὴς ἄρα . εἶπε δὲ συμπείθουσιν ἢ
4965323 ἠσθ
; πόσα τοι ἔτε ' ἐστί , φέριστε ; πηλίκος ἦσθ ' , ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο ; εἷς
Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ ' ἡμῶν κἀμὸς ἦσθ ' ἀεί ποτε . ὧδ ' ἔχει : καὶ
4963534 ὠνητος
[ ! ! ! ] λεω ? φαρμακὸν ἀγινεῖ Ἀβδήροις ὠνητὸς ἄνθρωπος καθάρσιον τῆς πόλεως , ἐπὶ πλίνθου ἑστὼς φαιᾶς
τὴν αἰθαλωτὸν καὶ κεκαυ - μένην πάτραν ὑφ ' Ἡρακλέος ὠνητὸς δὲ παρὰ τῆς καλύπτρας τῆς αὐτοῦ ἀδελφῆς Ἡσιόνης ἀιστώσας
4956930 γεγως
οἶδ ' ἄνδρα Μυσὸν Τήλεφον . . εἴτε δὲ Μυσὸς γεγὼς ἦν εἴτε κἄλλοθέν ποθεν , πῶς . . .
αἴθων εὐνάσῃ βαρὺν κλόνον ἀπ ' Αἰακοῦ τε κἀπὸ Δαρδάνου γεγὼς Θεσπρωτὸς ἄμφω καὶ Χαλαστραῖος λέων πρηνῆ θ ' ὁμαίμων
4956900 κατθανοντα
δόλιον ] κακόν : εἰς οἶστρον γάρ με φανεὶς ἐπαίρει κατθανόντα ] ἀποθανόντα κεύθει ] κρύπτει , ἀλλ ' ὡς
. δεινοὶ γὰρ ἀνδρὶ πάντες ἐσμὲν εὐκλεεῖ ζῶντι φθονῆσαι , κατθανόντα δ ' αἰνέσαι . ὦ Ζεῦ πολυτίμητ ' ,
4956297 ἀπωλεσας
σὺ δ ' οὔθ ' ὑπερβάλλοντα , τρόφιμ ' , ἀπώλεσας ἀγαθά , τὰ νυνί τ ' ἐστι μέτριά σοι
” . Γ ὅτ ' ἀντέδωκα Γ : τότε με ἀπώλεσας , ὅτε καὶ ἀντὶ τούτων μνᾶν ἔδωκα . Γ
4952090 ἀσπαζομαι
ὦ φίλη γῆ , διὰ χρόνου πολλοῦ ς ' ἰδὼν ἀσπάζομαι : τουτὶ γὰρ οὐ πᾶσαν ποιῶ τὴν γῆν ,
, ὦνδρες δημόται , ἀρχαῖον ἤδη προσαγορεύειν καὶ σαπρόν : ἀσπάζομαι δ ' ὁτιὴ προθύμως ἥκετε καὶ συντεταμένως κοὐ κατεβλακευμένως
4950786 μολων
κεκλημένος , Καδμεῖος οὐκ ὢν ἀλλ ' ἀπ ' Εὐβοίας μολών , κτείνει Κρέοντα καὶ κτανὼν ἄρχει χθονός , στάσει
ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ ' ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών , οὐδ ' αὖ τάλαιναν μητέρ ' , οἷν
4948085 πατρας
χρόνῳ μείων γεγὼς τὸν πρόσθε γεννηθέντα Πολυνείκη θρόνων ἀποστερίσκει κἀξελήλακεν πάτρας . Ὁ δ ' , ὡς καθ ' ἡμᾶς
λέγεις . Ἐλθεῖν μὲν εἰς γῆν ἔσθ ' ὅτῳ μετῇ πάτρας : χωρὶς γὰρ ἄλλης συμφορᾶς ἐλήλυθεν : φεύγων δ
4946116 ἐμαυτην
λόγους πικρῶς φέρουσι τῶν ἐλασσόνων ὕπο : ὅμως δ ' ἐμαυτὴν οὐ προδοῦς ' ἁλώσομαι . εἴπ ' , ὦ
δὲ ἔφη ‚ τό τε ἀπόρρητον ἐκφαίνουσα ἥκω καὶ παύσουσα ἐμαυτὴν ἱερωμένην ‚ . ταῦτα δὲ ἔλεγεν , ὅτι ἦν
4945951 ὠλετ
τοῦ θανόντος ἐν χεροῖν ἐμαῖν χραίνω , δι ' ὧνπερ ὤλετ ' . Ἆρ ' ἔφυν κακός ; ἆρ '
σύ νιν κατέκτας καὶ κασίγνηται σέθεν . ποῦ δ ' ὤλετ ' ; ἦ κατ ' οἶκον , ἢ ποίοις
4940981 κτεινεν
εὐρυχόρῳ ποτ ' Ἀφίδνῃ μαρνάμενον Θησεὺς Ἑλένης ἕνεκ ' ἠϋκόμοιο κτεῖνεν . Οὐ μὴν εἰκὸς Θησέως παρόντος ἁλῶναι τήν τε
εὐρυχόρῳ ποτ ' Ἀφίδνῃ μαρνάμενον Θησεὺς Ἑλένης ἕνεκ ' ἠϋκόμοιο κτεῖνεν συκάμινον ἔσθ ' ὁ Σύλλας ἀλφίτῳ πεπασμένον ἐφ '
4939914 παρηιδα
Αὖλιν , ἔνθ ' ὑπερτείνας πυρᾶς λευκὴν διήμης ' Ἰφιγόνης παρηίδα . κεἰ μὲν πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος ἢ δῶμ '
κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦς ' ἀπέθρισας χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν παρηίδα κλαίουσα ; πότερον ἐννύχοις πεπεισμένη στένεις ὀνείροις ἢ φάτιν
4937887 ὁδ
, [ φησὶ ] Τρύφων , ὁμοίως τῷ τίς γὰρ ὅδ ' ἄλλος Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε καὶ
, ἔγχελυν , σπάρον : ὅταν ἐγγὺς ᾖ δ ' ὅδ ' ὕστερος , ἀρτύω φακῆν καὶ τὸ περίδειπνον τοῦ
4934408 σφε
δ ' ἐμὸς παῖς , καὶ πατὴρ παρίσταται Δαρεῖος οἰκτίρων σφε : τὸν δ ' ὅπως ὁρᾷ Ξέρξης , πέπλους
πιθοῦ . οὐκ ἔστι . καὶ πρός γ ' ἐξελῶ σφε τῆσδε γῆς , δυοῖν δὲ μοίραιν θατέραι πεπλήξεται :
4932729 Δικην
πρεσβίστην καλέω καὶ φωσφόρον Ἦμαρ , Πίστιν τ ' ἠδὲ Δίκην καὶ ἀμύμονα Θεσμοδότειραν , Ῥείαν τ ' ἠδὲ Κρόνον
ὃ καὶ τὰς Ὥρας γεγέννηκε , τὴν Εὐνομίαν , τὴν Δίκην καὶ τὴν Εἰρήνην . δικαίου γὰρ πολιτευομένου καὶ διαγωγὴν
4923836 ἀνερ
ἀλλὰ ταῦτα μόνον ἔλεγον : Ἄνερ Κλειτοφῶν , Λευκίππης μόνης ἄνερ , πιστὲ καὶ βέβαιε , ὃν οὐδὲ συγκαθεύδουσα πέπεικεν
δὲ ἱέρεια εἶπε πρὸς αὐτόν , δυσχεράνασα τῇ ὄψει , ἄνερ ἀπὸ τῶν ἱερῶν . ὁ δὲ Ὅμηρος ἐς θυμόν
4922727 ἐκπεσηι
ταυτὶ πάντα συμβαίνειν : ὅταν γὰρ περιληφθὲν νέφει παχεῖ βιασάμενον ἐκπέσηι τῆι λεπτομερείαι καὶ κουφότητι , τόθ ' ἡ μὲν
Λέρωι δὲ τῆι νήσωι τεῖχος οἰκοδομησάμενον ἡσυχίην ἄγειν , ἢν ἐκπέσηι ἐκ τῆς Μιλήτου : ἔπειτα δὲ ἐκ ταύτης ὁρμώμενον
4919397 τυφλος
, ἡσυχίαν ἄγειν ἠγάπησεν . Ἡκέτω δὲ ἡμῖν εἰς μέσον τυφλὸς ὁ παῖς περὶ οὗ ὁ λόγος , χειραγωγούμενος τῷ
τεκμαίρεσθαι τοῖς τοιούτοις , τί ἂν πάθοι τις , εἰ τυφλὸς ὢν ἐπιθυμοίη φιλοσοφεῖν ; τῷ διαγνῷ τὸν τὴν ἀμείνω
4912036 ἐμ
[ ] αι πιθεῖν εοθε [ ] [ ] καὶ ἐμ ' ἀμβρο [ ] ? [ ! ! !
καὶ τὰ ὦτα βεβλαμμένους ὅμοιον ἀδίκημα δρῶσιν οἱ τυφλοῖς ὀλίσθους ἐμ - ποιοῦντες καὶ ἕτερ ' ἄττα ἐν ποσὶ τιθέντες

Back