ὦ φίλη γῆ , διὰ χρόνου πολλοῦ ς ' ἰδὼν ἀσπάζομαι : τουτὶ γὰρ οὐ πᾶσαν ποιῶ τὴν γῆν , | ||
, ὦνδρες δημόται , ἀρχαῖον ἤδη προσαγορεύειν καὶ σαπρόν : ἀσπάζομαι δ ' ὁτιὴ προθύμως ἥκετε καὶ συντεταμένως κοὐ κατεβλακευμένως |
, . . . Ἀνήκεστον : ἀθεράπευτον : ἀκῶ τὸ θεραπεύω , οἷον : ἀλλ ' ἀκεώμεθα θᾶσσον : ὁ | ||
τῶν νοσημάτων : καὶ γίνεται ἐκ τοῦ παίω , τὸ θεραπεύω , παίων καὶ παιάων , ὡς Μαχάων , καὶ |
μα προς ? [ αυ ] τον ο μισητος εφη εγω τι [ ] ως απολεισθε [ ] εν ? | ||
[ [ ! ! ! ! ! ! ! ] εγω ? ? [ [ ! ! ! ! ! |
, ἀπαιτήσεις , ἀπαιτεῖς . . πράττω τὸ ποιῶ καὶ ἐργάζομαί τι , ὅθεν καὶ πρᾶξις : πράττομαι δὲ παθητικῶς | ||
, ἀπαιτήσεις , ἀπαιτεῖς . . πράττω τὸ ποιῶ καὶ ἐργάζομαί τι , ὅθεν καὶ πρᾶξις : πράττομαι δὲ παθητικῶς |
τι , πρᾶγμά [ ] τι τοιοῦτον ἀγγελῶν [ ] ἐλήλυθα , κατὰ τὴν [ ] Ἰωνίαν πάλαι γεγενημένον [ | ||
. Ἐπὶ πείρᾳ δοὺς τριάκονθ ' ἡμέρας . Ὄρνεις φέρων ἐλήλυθα . Ὄρνιθας ἀποστέλλει . Βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ |
τήνδε [ τὴν ] ψυχὴν [ ] ἅπαξ σοί , φιλτάτη τεκοῦσα , παρεθέμην [ ] μολών ? [ : | ||
ὧν ἕνεκα ἤθλουν , καὶ φημὶ πρὸς αὐτήν , Ὦ φιλτάτη , δεῖξόν μοι μαγγανεύουσαν ἢ μεταμορφουμένην τὴν δέσποιναν : |
ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς | ||
ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται . |
κλίνην , ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς τῶν ἐπὶ τῇ κόρῃ δακρύων παύσω . „ καὶ ἅμα ἤρετο , ὅ τι ὄνομα | ||
δ ' ἐμὴ ἐμόν . ἐγὼ οὖν τὸ μὲν ἐμὸν παύσω ἐξ ἅπαντος , ἐπ ' ἐμοὶ γάρ ἐστιν : |
. . . . . : ἐντροπαλιζόμενος : ὥσπερ φέρω φορῶ παράγωγον , φέβω φοβῶ , ἀφ ' οὗ ” | ||
μέλλοντα , ὡς τὸ τελῶ τελέσω , καλῶ καλέσω , φορῶ φορέσω , καὶ ἡ δευτέρα τὸ α ὡς τὸ |
? [ ] [ πρεσβυτας ] αδυναμουντας [ ] [ επι ] τα ϋψηλα και π ! ! [ ! | ||
εξ ϋ [ ψους και ειπε μοι αναστα ] ? επι τους ποδας [ σου Βαρουχ και ακουε ] τον |
, ἀλλ ' εἰς ἐγνωσμένον ἀποστέλλεις με θάνατον : πλὴν ὑπομενῶ καὶ τοῦτο τὸ ἔργον καὶ πειράσομαι φανεὶς ψυχὴν οὐ | ||
γινώσκεις παροῦσαν ] ἐμοί ἀντλήσω ] καρτερήσω † ἀνατλήσω , ὑπομενῶ Διὸς φρόνημα ] † ἤγουν ὁ Ζεὺς περιφραστικῶς λωφήσῃ |
δ ' οὐχὶ σόν . Εἴπερ γ ' Ὀρέστου σῶμα βαστάζω τόδε . Ἀλλ ' οὐκ Ὀρέστου , πλὴν λόγῳ | ||
οἱ ἀπολλύμενοι ἐμακαρίζοντο . ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ |
. καὶ ὅσα ἐπ ' ἐγκωμίων , ὑμνῶ σε , μεγαλύνω σε , ᾄδω , μέλπω , δοξάζω , κλείω | ||
χώματι , ἀροτριῶ , ἀλλοτριῶ , μοιχεύω , θιγγάνω , μεγαλύνω , ἀποσυνιστῶ , δεσμῶ , στενῶ , προσαγορεύω , |
! [ [ ] ! ! η χρυσοπέδιλλος [ ] Αὔως [ [ ] ! — στίχοι ρλ [ ] | ||
Ὅτε σὺν τῆι Σεβαστῆι Σαβείνηι ἐγενόμην παρὰ τῶι Μέμνονι . Αὔως καὶ γεράρω , Μέμνον , πάι Τιθώνοιο , Θηβάας |
] κο [ ] μουοι ? [ ! ] ? οπερ ? ? [ ] ! σ καταφερομ [ ! | ||
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] οπερ ? [ ! ! ! ! ! ! ! |
ς ἐμῆς ταύτης μέλει [ ] εἴπηι φλήναφον . [ δέσποιν ] ' Ἀθηνᾶ , σῶιζέ με [ ἀκριβῶς ] | ||
ν ἡλίκη ει [ ] λομαι ? εἶναι [ ] δέσποιν ' οἰκίας . ὦ Ἡράκλεις [ ] Σιμίας ἀπίωμεν |
οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τῆς Α . . . . ᾄδω : ἀπὸ τοῦ εἴδω γίνεται ἀείδω καὶ ἀποβολῇ τοῦ | ||
τοῦ ι ἀμύσσω , ὡς μάθω μάθος καὶ μῦθος , ᾄδω ὕδω , τὸ ὑμνῶ : σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ |
εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον : | ||
, τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ |
εὐχαρίτου χορείας , οὐδὲν ἄλλο ἢ νομίζω θυγατέρας ἀφῃρῆσθαι . ὀργίζομαι μὲν οὖν αὐταῖς : τί γὰρ ἀπέλιπον τροφέα αὐτῶν | ||
ἤδη πέπεισαι : βούλει δὲ ἀντιλυπήσω σε καὶ αὐτή ; ὀργίζομαι δικαίως ἐν τῷ μέρει . Μηδαμῶς , ἀλλὰ πίνωμεν |
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω | ||
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ |
δωροῦμαι , εἰς δῶρον αἱρῶ καὶ εἰς δῶρον αἱροῦμαι , ἀποτρέπομαι , εὐωχοῦμαι , καταρῶμαι , ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , | ||
ἀθυμίαν παρέσχεν , ἅπαντ ' ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποτρέπομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων ὧν |
“ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω ” . ἄνεχε , πάρεχε : μετὰ λαμπάδων ἔρχεται | ||
ἔνθα κερδανεῖ . ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ |
, ἢ παρ ' ὑμῶν ἀδίκως καὶ ἀναξίως ἀποθανεῖν . καταρῶμαι γοῦν ὑμῶν τῇ πατρίδι , καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , | ||
σέ . ἐγγραφῇς ] καταταγῇς . εὔχομαι ] ἀντὶ τοῦ καταρῶμαι . Γ τευθίδες : εἶδος ἰχθύων . Γ τευθίδων |
: περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι ἐπιφύομαι , ἐπιτυγχάνω , παραχρῶμαι , ἀποστρέφομαι , ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ] | ||
, , : κολακεύω , ξενίζομαι , ἐναντοιοῦμαι ζημιῶ ἀντιδικῶ ἀποστρέφομαι , ζηλῶ φθονῶ , χαλκολογῶ , ἀλογοῦμαι , διαμάχομαι |
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ . | ||
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα |
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ | ||
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω |
νυνὶ γάρἀλλὰ ποῦ θεοὺς οὕτω δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν , ὦ Γέτα ; Λακωνικὴ κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα . | ||
τι ληρεῖς . πέπλεγμαι ] πράγματι [ ] ἔφθαρμαι , Γέτα . [ ! ] μὴ καταρῶ , πρὸς τῶν |
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν . | ||
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν |
, ἀπειλῶ , συμπάσχω , θαυμάζω , μικρολογῶ , μετριοπαθῶ διοικῶ , ῥυθμίζω , μοιχεύω , πειθαρχῶ , παρέλκω διατρίβω | ||
ἀντιόων ταύρων τε καὶ † αἰγῶν : ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε |
πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν θεοῖν . Δέσποινα πολυτίμητε Δήμητερ φίλη καὶ Φερρέφαττα , πολλὰ πολλάκις μέ σοι θύειν | ||
ὁ ἀναιρῶν τοὺς καταδίκους , δημόκοινος δὲ ὁ βασανίζων . Δήμητερ καὶ Δάματερ διαφέρει παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς , φησὶ Τρύφων |
αὐτοῦ γαστέρα , οὐχὶ πρὸς ἁγνὰν ἄρουραν , τουτ - έστιν πρὸς ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα : ἡ δὲ ἄνοια | ||
μονὰς καὶ ἕνλέγουσι δὴ καὶ τὸ ἕν , τουτ - έστιν ἡ πρώτη καὶ νοητὴ οὐσία τοῦ ἑνός , ἑκάστου |
[ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
, ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
[ ] ειν φρονιμοτερον [ ] [ ] τον ως εμε ημετερ [ ] [ ] ου και φθορας ραλε | ||
? ? [ ] ϲ ἀϲφαλῶϲ Ͻ αὐτὰϲ ἰδών ] εμε : ] υται μενῶ ] ϲοιδετι ] ηϲ μόνωι |
. Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει | ||
Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις , |
ὑπὸ σκότει κείμενος . Ἐγγύη . παρὰ τὸ γῶ τὸ δέχομαι : ἔνθεν γωρητός . τοῦ γῶ παράγωγον τὸ γνῶ | ||
, : ἐγγυαλίζω : ἔστι γῶ , τὸ χωρῶ καὶ δέχομαι : τοῦτο κατὰ παραγωγὴν γύω , καὶ ἐξ αὐτοῦ |
ἂν ἢ μόνῳ ἐκείνῳ ποιῇ τις ἢ ἄριστα ; Οὐ μανθάνω , ἔφη . Ἀλλ ' ὧδε : ἔσθ ' | ||
μανθάνειν σημαίνει καὶ τὸ νοεῖν , ὥσπερ εἰώθαμεν λέγειν ὅτι μανθάνω τὰ λεγόμενα ἀντὶ τοῦ νοῶ , σημαίνει δὲ τὸ |
τοῦ καλινδῶ καλινδήθρα καὶ ἀποβολῇ τοῦ κ ἀλινδήθρα . ἄνθρωπος ἀποφράς : ἀποφράδες ἡμέραι , καθ ' ἃς ἀπηγόρευτό τι | ||
καὶ βλέπων ἀπιστίαν . γίνεται παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ ἀπαίδευτος : |
. Ἐὰν γὰρ πεισθῇς , πατέρα τὸν ἐμὸν Ἄψυρτον ἐγὼ πείσω σοί με συνοικίσαι , καὶ τὴν νῦν σοι γυναῖκα | ||
τοῦ ς , ὁ παρακείμενος διὰ τοῦ κ , πείθω πείσω πέπεικα : ὅτε δὲ διὰ τοῦ ψ , ὁ |
βραδύνω ἀπὸ τοῦ δὴν ἐπιτατικοῦ μορίου καὶ τοῦ θύνω τὸ βραδύνω . Φιλοφροσύνῃσιν : ἀγάπαις , δεξιώσεσι , φιλίαις . | ||
, πιέζομαι δυσχεραίνων , θλίβομαι , διαλογίζομαι , καταπιέζομαι , βραδύνω . , ξέομαι ταῖς φροντίσι . ἤτοι στρέφων ταῦτα |
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , | ||
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα |
Δί ' , ἔφη ἡ Θεοδότη , ἐγὼ τούτων οὐδὲν μηχανῶμαι . Καὶ μήν , ἔφη , πολὺ διαφέρει τὸ | ||
παλάμη καὶ ἡ μηχανή : ἀπὸ τούτου καὶ παλαμῶμαι τὸ μηχανῶμαι . ἐπαλαμήσατο ] ἐπανουργεύσατο , εἰργάσατο . μεταφορικῶς ὡς |
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω . | ||
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . |
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις | ||
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς |
, καὶ σκευασία μὴ μί ' ᾖ τῆς μουσικῆς . χαίροις , Ὑψιπύλη φίλη . τοὺς ἐμοὺς πλέκω κορύμβους . | ||
βροτοβάμων : τῇ σύριγγι , ὦ Πάν , τὴν ψυχὴν χαίροις . βροτοβάμονα δὲ εἴρηκε τὸν Πᾶνα ὡς πετροβάτην ἀπὸ |
ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς ἄλκαρ . Γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοίπινυτοῖσιν ἐνίσπω , οἷς ἀγαθὴ κραδίη καὶ πείθεται ἀθανάτοισι : νηπυτίοισι | ||
ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ , καὶ |
. τὸ γὰρ ᾔομεν ἀχνύμενοι καὶ τὸ ἤμβροτες οὐδ ' ἔτυχες καὶ σχεδὸν ὅλη ἡ χρῆσις τοῦ βίου , πλήρης | ||
. . πικροῦ ] λυπηροῦ , ἀηδοῦς . ἔκυρσας ] ἔτυχες . . μνηστῆρος ] ἀνδρός . . σοὶ μηδέπω |
σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν | ||
. Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ |
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ||
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν |
ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας . | ||
πλωϊζόμενον ; Πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα , ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν . Εἶεν . Τίς λοιπὸς ἡμῖν |
ἴστε μετ ' ὀλίγον χρόνον , ἀναβεβίωκα : περιπατῶ , λαλῶ φρονῶν , τὴν τηλικούτων καὶ τοιούτων ηλιον νυντοντον εὑρών | ||
ἁρμόζου τύχην . ὄνος βαδίζεις εἰς ἄχυρα τραγημάτων . Κροίσῳ λαλῶ σοι καὶ Μίδᾳ καὶ Ταντάλῳ . σαυτὴν ἐπαινεῖς ὥσπερ |
παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ | ||
: αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς |
δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . Ἵν ' | ||
ἕξεις τύχην ἐπισκοπεῦσαι . μὴ ἔλπιζε γ μοιχοῦ γένεσιν ἕξεις σαπράν δ ἀγοράσεις ὃ θέλεις χωρίον ἢ οἰκίαν ε παραμενεῖς |
τῇ ἀληθείᾳ μαχόμενος . ἐλεῶ σε πολεμοῦντα τῷ νόμῳ . ἀπαλλάσσου τῆς νόσου : χρήσιμος ἐν τοῖς τοιούτοις κακοῖς ὁ | ||
η εἰς ω ἀποφώλιος . . . . ἀπόστιχε : ἀπαλλάσσου , ἀναχώρει : στείχω ἔστιχον ἔστιχες ἔστιχε , τὸ |
. εἴ σοι δεινὸν εἶναι φαίνεται ἂν λάβω ξύλον , ποήσω τὰ δάκρυ ' ὑμῶν ταῦτ ' ἐγὼ ἐκκεκόφθαι . | ||
ἡμμένην . κἀγώ τιν ' αὐτῶν τήμερον δοῦναι δίκην ἐμοὶ ποήσω , κεἰ σφόδρ ' εἴς ' ἀλαζόνες . ἰοὺ |
. νῦν μὲν οὖν σε ὅπῃ τε καὶ ὅπως ἔχω τιμῶ , ὡς ἂν μὴ ἀγέραστος τὸ γοῦν ἐμὸν παρέλθῃς | ||
. ἀντὶ τοῦ : πολλή τις οὖσα , τοὺς μὲν τιμῶ , τοὺς δὲ σφάλλω . πρεσβεύω δὲ τὸ προτιμῶ |
μάλα γάρ ς ' ὁρόω καλόν τε μέγαν τε ἄλκιμος ἔσς ' , ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ εἴπῃ | ||
κλέψε μάκηρα Ῥεία μεγάλαν ] τ ' [ ἀθανάτων ] ἔσς ] ἕλε τιμάν : τάδ ' ἔμελψεμ : μάκαρας |
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν | ||
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε |
τὸ δεῖπνον ἐς λόγους ἤδη παροινίους τρεπόμενοι , ὡς τό χαῖρ ' , Ἀχιλεῦ , δαιτὸς μὲν ἐΐσης οὐκ ἐπιδευεῖς | ||
Ἀττικὴ ἐξαιρέτως εἰς τὸν τῆς ἐλαίας καρπόν . Γ χαῖρε χαῖρ ' : διπλῆ καὶ τοῦ χοροῦ κῶλα γʹ τροχαϊκά |
. ὄρνυται ] ὁρμᾶται . ὄρνυται ] ὁρμᾷ . θ τρέμω δ ' αἱματοφόρους : τρέμω δὲ ἰδέσθαι καὶ ἰδεῖν | ||
, ἤγουν ἀκούουσα τὸν Παρθενοπαῖον τοιαῦτα καθ ' ἡμῶν φρονοῦντα τρέμω καί μοι δέος εἰσέρχεται . θΞ διὰ στηθέων ] |
βλεπόντων ] οἷον ὁρώντων ὅτι κλέπτω , ἐπιορκῶ ὅτι οὐ κλέπτω ὀμνύων . ἀλλότρια τοίνυν σοφίζῃ : τεχνάζει : σοφίας | ||
καὶ ἀνέδην , τὸ μὴ ἐφεκτικῶς τι πράττειν , ὡς κλέπτω κλέβδην . Μεθόδιος . , . , . . |
τῆς σίδης : πρόσκειται μὴ ἀπὸ ῥήματος , διὰ τὸ ἐπιτηδεύω ἐπιτήδειος διὰ τῆς εἰ διφθόγγου γραφόμενα . Τὰ διὰ | ||
τοῦτο , ” ἔφη , “ ἐν παντὶ τῷ βίῳ ἐπιτηδεύω ποιεῖν . ” Ἰδών ποτε νεανίσκον θηλυνόμενον , “ |
λ ? ! [ [ ] ηδά [ [ ] χρ ? [ [ ] δα ! [ [ ] | ||
? ? [ [ ] χόλον ? [ [ ] χρ ? [ [ ] εβα ? [ . . |
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς | ||
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ |
Κῶ εἶχε ὁ Πέρσης . Ὁ δὲ ἀμείβεται τοῖσδε : Γύναι , θάρσεε : καὶ ὡς ἱκέτις καὶ εἰ δὴ | ||
πρός με βαί ' , ἀεὶ δ ' ὑμνούμενα : Γύναι , γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Κἀγὼ μαθοῦς |
ἄνθρωπος ἀποφρὰς καὶ βλέπων ἀπιστίαν . γίνεται παρὰ τὸ φρῶ φράς καὶ ἀποφράς . . . . ἀποφώλιος : ὁ | ||
, φράζω , ὁ μέλλων φράσω , ἀποβολῇ τοῦ ω φράς καὶ ἐν συνθέσει ἀποφράς , . , , . |
ἀφ ' οὗ . Δόλου : παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμῶ τοὺς ἁλισκομένους , ὡς τό : ἀλλά σφωε δόλος | ||
προστακτικόν ἐστι καὶ κανονίζεται οὕτω : δέω , δῶ τὸ δεσμῶ : δέομαι , δοῦμαι : ἐδεόμην , ἐδούμην : |
“ Αἰσονίδη , τίνα τήνδε μετὰ φρεσὶ μῆτιν ἑλίσσεις ; αὔδα ἐνὶ μέσσοισι τεὸν νόον . ἦέ σε δαμνᾷ τάρβος | ||
; † Πάριν ὡς ἀφέλοιτο . . . πῶς ; αὔδα . Κύπρις ὧι μ ' ἐπένευσεν . . . |
? ! [ Λυκουργ [ γυνὴ δ [ οὐκ ἐν ξεν ? [ πρὸς δ ' ἀ [ ἥκιστα [ | ||
ον πᾱ [ ˘˘˘˘ – – – ] ων : ξεν [ – ˘˘˘ – – ] έμμεν ἁλίῳ ? |
ὑμῶν ἀποθανεῖν . καταρῶμαι οὖν ὑμῶν τὴν πατρίδα καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , οἳ ἐπακούσουσί μου ἀδίκως ἀπολλυμένου καὶ ἐκδικήσουσί με | ||
τέκνα τοῦ θαλασσίου θεοῦ νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ; μαρτύρομαι δὲ Ζηνὸς ἑρκείου . . ἐς Οἰδίπου δὲ παῖδε |
: παρὰ τὸ ἄλη ἀλῶ , παράγωγον ἀλαίνω , ὡς δρῶ δραίνω , . , . . Ἀλαλή : ὁ | ||
: ἢ παρὰ τὸ ἄνω βλέπειν : ἢ παρὰ τὸ δρῶ , τὸ βλέπω , ἄδρωπος καὶ ἄνθρωπος : ἢ |
, δοκούσης δέ ; κροτεῖν ἔδει με καὶ στεφανοῦσθαι καὶ χα - ριστήρια θεοῖς ἀνάπτειν καὶ ποιεῖν οἷάπερ , ἡνίκα | ||
ἀρσενικοῦ τὸ Α : ὀξέος ὀξεῖα , τάλανος τάλαινα , χα - ρίεντος χαρίεσσα . Ῥόδιος δὲ Ῥοδία καὶ Σάμιος |
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
ταρβῶ γὰρ καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀστεργάνορα παρθενίαν τῆς Ἰοῦς , εἰσορῶσα αὐτὴν δαπτομένην καὶ δαμαζομένην ἐν τῷ γάμῳ τοῦ Διός | ||
ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ ' ἔχων |
ἢ ἐννοίᾳ ἢ πράξει : ἀντὶ τοῦ : κατὰ τὴν σαυτῆς καρδίαν καὶ τὸν λογισμόν . προσλήψῃ σχήσεις : τέκνοις | ||
αὐτὴν συνείς : “ Ἀλλὰ σύ γε οὐδενὸς μετέχεις τῶν σαυτῆς , ἀλλ ' ἔοικας τοῖς ἐν γραφαῖς ἐσθίουσιν . |
Βοιωτοῦ . . . . ἀλαλύκτημαι : τὸ ἀδημονῶ καὶ πεπλάνημαι : καὶ οἱ μὲν παρακείμενον , οἱ δὲ ἐνεστῶτά | ||
ὁρᾷς ἱεροφόρος εἰμί . μὴ εἰδὼς δέομαί σου , ἐπεὶ πεπλάνημαι , ὑπόδειξόν μοι τὴν ὁδόν . ” ἀναλαβόμενος δὲ |
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω , | ||
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε |
? [ ! ! ] ] ει γαμεῖν ] α ῥαιδίωϲ ] ου φθόρου ] χέϲτεροϲ ] ικην ? ? | ||
, ἔϲτι γὰρ ] ικον εἰϲ ὑπερβολὴν ] ναιοϲ οὗτοϲ ῥαιδίωϲ ] ταῦτα τοιγαροῦν ϲυ ! μεν ] τροκαι μεγιεϲ |
. ἐπειδὰν αἴσθωμαι συκοφάντην ἄνθρωπον ἐπιεικεῖ προσπεσόντα καθάπερ χειμάρρουν , ἀλγῶ τὴν ψυχὴν καί που δακρύω καὶ συμπράττειν ὅ τι | ||
βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης ἐρῶ . δραχμῆς μὲν |
, τὸ δὲ ἐπὶ τοῦ λαμβανομένου . Λιγαίνω : τὸ κηρύσσω . Λιγυφθόγγοις : ἡδυφώνοις , ὀξυφώνοις . Λιπαροκρήδεμνος : | ||
διψῶσιν οἴονται κἀμέ . τί οὖν αὐτοῖς ποιήσω ; περιερχόμενος κηρύσσω καὶ λέγω μὴ πλανᾶσθε , ἄνδρες , ἐμοὶ καλῶς |
[ ] κα [ μ [ φοιτ [ ἅτ [ εξε ? [ εβ ? ? [ εβυ ? [ | ||
! [ ! ! ] ! ! ! [ ] εξε ? ! [ ! ] [ [ ] ον |
ἐπέρρεπε γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον | ||
ἐλθεῖν δ ' ἔτλησαν δεῦρο καὶ ξένον πόδα θεῖναι μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη , πρεσβεύματ ' οὐ Δήμητρος ἐς μυστήρια |
? ? [ ] , εὐτυχὴϲ ἄνθρωποϲ εἶ . } Ἡράκλειϲ , τί ποτ ' ἐϲτὶ [ ] τὸ γεγενημένον | ||
[ ] λέγει γὰρ οὑτοϲὶ τὸν Δημέαν . ὦ [ Ἡράκλειϲ ] : ἀνθρωπίνωϲ ἂν οὐ λάβοι τὸ ϲυμβεβηκόϲ ; |
. . ὄρνιθας ἀποστέλλει . βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ Δημέα , προκατέλαβες ὅρασιν . ἐμοὶ παράστα : τὴν θύραν | ||
, ὄλεθρος . ἀλλὰ τί ; οὐ γὰρ περιέσται . Δημέα , νῦν ἄνδρα χρὴ εἶναί ς ' : ἐπιλαθοῦ |
γὰρ ἰδὼν τοὺς θεοὺς ἢ πόθεν κατειληφὼς ὅτι εἰσὶν οὕτω σέβεις ; πρῶτον μὲν καὶ ὄψει ὁρατοί εἰσιν : ἔπειτα | ||
σπουδῇ μιᾶς κληδόνος : μετεπεμψάμην μετεστειλάμην : ἣν σὺ θαυμαστὴν σέβεις : γράφεται ἄγεις ἀντὶ τοῦ θαυμαστὴν ἡγῇ , τουτέστιν |
δὲ οἱ νόμοι φράζωσι , παρεὶς ἀκούειν τῶν συλλαβῶν , ἀκολουθῶ τῷ συμφέροντι . . . καὶ τίς οὐκ οἶδεν | ||
. . ἄσπετον πολλὴν ἀπαρακολούθητον , ἐκ τοῦ σπῶ τὸ ἀκολουθῶ ἢ μεταλαμβάνω , ἣν οὐ δύναταί τις μεταλαβεῖν καὶ |
δόμοι , ὦ πλεῖστ ' ἔχων μάλιστά τ ' εὐτεκνώτατε Πρίαμε , γεραιά θ ' ἥδ ' ἐγὼ μήτηρ τέκνων | ||
[ × – ˘ × × – ˘ – × Πρίαμε ] ⋮ συμ [ × – ˘ × × |
κέλευε Δωρι ? ? [ ἀγένειον εἶ παιδάριον [ ὁ Ζεὺϲ ἀπολέϲαι κα [ πέπρακα . Δωρί , χαῖρε [ | ||
! ! ! ! ! ] υϲμα ? [ ὁ Ζεὺϲ ] ὁ ϲωτὴρ α ? ! [ ἐμὲ ] |
ὁ ῥιγοπύρετος . Ἡράκλεις : ἐπίφθεγμα θαυμαστικόν . τὸ δὲ Ἥρακλες κλητικὴ πτῶσις , ὥσπερ τὸ ὦ Δάματερ τοῦ Δήμητερ | ||
: Ἡρακλῆος δὲ ἰωνικῶς : ἡ κλητικὴ Ἡράκλεες Ἡράκλεις : Ἥρακλες δὲ κατὰ συγκοπήν : ἡ μέντοι συνῃρημένη Ἡρακλοῦς ἐν |
] ἐὰν δυνατόν μοι ποιῆσαι ὃ ζητεῖς . εἴσομαι ] γνώσομαι . εἴσομαι ] γνωρίσω . εἴσομαι ] εἰ κοῦφον | ||
κατάλυσις ἥδε καθάπερ σχημάτων . Πῶς ἆρα τοὺς Μελανθίους τῷ γνώσομαι ; οὓς ἂν μάλιστα λευκοπρώκτους εἰσίδῃς . Τί δὴ |
] ; καὶ τόνδε φέρεις ἡγήτορα φύτλης [ ] . αὐδήσω [ σε ] Πλάτωνα ; Πλατωνίδος ἐσσὶ γενέθλης [ | ||
η ἔχει , ἡβῶ ἡβήσω , σιγῶ σιγήσω , αὐδῶ αὐδήσω , θῶ θήσω : τὸ μυκῶ μυκήσω , τιμῶ |
πάσχεις . ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Προμηθεύς φησι πρὸς αὐτόν : τρυφῶ καὶ χαίρω τοιαῦτα πάσχων κακά ; οὕτως εἴθε τοὺς | ||
κοινή : τρυφερός : τρυφὲν , κλασθέν : τρύζω : τρυφῶ : τρύχεται : τρύγει , ξηραίνει : τρύγα πυθμένα |
βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , | ||
. Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς |
ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ἀκροῶ . εἴρηται δὲ | ||
Οἰνέως κόρην , δάμαρτά θ ' Ἡρακλέους , εἰ μὴ κυρῶ λεύσσων μάταια , δεσπότιν τε τὴν ἐμήν . Τοῦτ |
τ ' Οἰδίπου σκιά : μέλαιν ' Ἐρινύς , ἦ μεγασθενής τις εἶ . ἠέ . ἠέ . δυσθέατα πήματα | ||
καὶ πολισσοῦχοι θεοί , Ἀρά τ ' Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής , μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον |
εἰ δ ' ἐγὼ [ ] ι τι προσέχεσθεμ [ πάρειμι τοῦτον πά [ ] α [ ! ] ἐγώ | ||
οὐδ ' ἀνάγκῃ πρὸς σὲ παρεγενόμην , ἀλλ ' αὐθαίρετος πάρειμι . ἀνάσχου δέ μου μικρὸν ἀκοῦσαι . ἀνήρ τις |
! ! ! ! ] φευγε ? [ ] ! ετι ! [ ελθης [ ] σα ? ! [ | ||
παντες ? [ παρεληλυθεσαν ] και ην ? ουδεις ? ετι ? [ εξω ] τας ? θυριδας [ ] |
φόβον , πήλας ἀκούσει κεῖθι πεμφίδων ὄπα λεπτὴν ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασιν . ὅθεν Γιγάντων νῆσος ἡ μετάφρενον θλάσασα καὶ Τυφῶνος | ||
τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν . τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ προσφθέγμασιν . φθόνος δ ' ἀπέστω . πολλὰ γὰρ τὰ |
, καὶ ἐν ῥήμασιν ἑτερόκλιτα , ἔσθω ἔφαγον , φέρω οἴσω . Εἰ αἱ σύνθετοι τῶν λέξεων διηνεκὲς ἔχουσι τὸ | ||
οὗ φέρεται ἡ ναῦς . οἴω , τὸ φέρω , οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ |
πλόος πλέω πλέεις , ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος | ||
Τροίας πεδία πορθῆσαι μολών . Καὶ ταῦτ ' ἀληθῆ δρᾶν νοεῖς ; Πολλὴ κρατεῖ τούτων ἀνάγκη : καὶ σὺ μὴ |
βαλλέτω ὡς ἐθέλει : πάλιν Ἄρτεμις ἄμμιν ἀρήγει . οὐ φεύγεις τὸν Ἔρωτα , τὸν οὐ φύγε παρθένος ἄλλη . | ||
δὴ σοί , ὦ Εὐθύφρων , τίς ἡ δίκη ; φεύγεις αὐτὴν ἢ διώκεις ; Διώκω . Τίνα ; Ὃν |
αὐτὰ λεπτά : καὶ γίνονται δεύτερα λεπτὰ ἐννακόσια . ταῦτα ἀναβιβάζω ἤτοι μοιράζω : γίνονται δέκα καὶ πέντε πρῶτα λεπτά | ||
λ παρὰ μ , καὶ γίνονται ͵ασ δεύτερα λεπτά . ἀναβιβάζω ταῦτα : γίνονται πρῶτα λεπτὰ κ . τὰ κ |