πεντάκις τῆς ἡμέρας τότ ' , ἀλλὰ νῦν : οὐδὲ χλανίδ ' εἶχον , ἀλλὰ νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον
τῶν ἀδολεσχῶν εἷς γέ τις . τί οὖν ποῐῶμεν ; χλανίδ ' ἐχρῆν λευκὴν λαβεῖν : εἶτ ' Ἰσθμιακὰ λαβόντες
7150423 ἐλουμην
ποτ ' ἐγενόμην κἀγώ , γύναι , ἀλλ ' οὐκ ἐλούμην πεντάκις τῆς ἡμέρας τότ ' : ἀλλὰ νῦν .
τε ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ ἱεροῦ καὶ ἐλούμην τῷ φρέατι τῷ ἱερῷ , καὶ οὐδεὶς ἦν ὅστις
6826636 παρατιλουμαι
μύρον εἶχον : ἀλλὰ νῦν . καὶ βάψομαι , καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ ἄνθρωπος ἐν
οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ ἄνθρωπος ,
6708444 βαψομαι
νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι , νὴ Δία , καὶ γενήσομαι Κτήσιππος
νῦν : οὐδὲ μύρον εἶχον , ἀλλὰ νῦν : καὶ βάψομαι καὶ παρατιλοῦμαι νὴ Δία καὶ γενήσομαι Κτήσιππος , οὐκ
6284917 Κτησιππος
λέγων τῷ λέγοντι πῶς ἂν ἀντιλέγοι ; Καὶ ὁ μὲν Κτήσιππος ἐσίγησεν : ἐγὼ δὲ θαυμάσας τὸν λόγον , Πῶς
αὐτοῦ διήκουσαν Σωκράτους , Κριτόβουλος , Ἑρμογένης , Ἐπιγένης , Κτήσιππος . ὁ δ ' οὖν Κρίτων διαλόγους γέγραφεν ἐν
5909048 κατεδομαι
τὸ δὲ ὑποτακτικὸν διὰ τοῦ ω μεγάλου . Ἔδομαι , κατέδομαι , οὐ βρώσομαι . Ἄγαγε , ἀγαγών , ὡς
δεινὴ γλῶσσα Βρεττία παρῆν . Ἐπὶ τῷ ταρίχει τὸν γέλωτα κατέδομαι . Οὕτω γὰρ ἡμῖν ἡ πόλις μάλιστα σῶς ἂν
5859808 οὐδεπωποτ
τῆς αὑτοῦ βουλήσεως . καὶ ταῦτα πάνθ ' οὕτω διαφυλάττουσιν οὐδεπώποτ ' οὔθ ' ὑμῖν οὔτε τοῖς προγόνοις μετεμέλησεν .
Ἀνδοκίδου ἀποψηφίσασθαι ; πότερον ὡς στρατιώτης ἀγαθός ; ἀλλ ' οὐδεπώποτ ' ἐκ τῆς πόλεως ἐστρατεύσατο , οὔτε ἱππεὺς οὔτε
5775221 μεριζομενος
τὴν φυλακήν , λάθοι δ ' ἂν δοὺς ἐν πλείοσι μεριζόμενος ὃ μὴ ἂν ἄλλως ἔχων . δείξει γάρ τις
, ὅτι οὐδὲν ἐπίρρημα σχηματίζεται . κεδαιόμενος : διακοπτόμενος , μεριζόμενος . ἀτλήτους μελεδῶνας : ἀνυποστάτους μερίμνας ἔχω , ἀνυπομονήτους
5772280 ᾀσας
ὑπὸ τῶν ἄνω τοῦ χρόνου ὅτι τὸ κύκνειον οὕτω καλούμενον ᾄσας εἶτα ἀποθνήσκει . τιμᾷ δὲ ἄρα αὐτὸν ἡ φύσις
ἀντὶ τῆς οἰκείας αἱρήσεται . τοιαῦτα δὴ προοίμια τῆς οἰκίσεως ᾄσας καὶ τελῶν ἡμῖν εἰς οἰκιστὰς ὁ τοῦ Διὸς παῖς
5753555 ἀποτρεχω
ἐστιν . οὐκ ἔστιν ; ἀλλ ' ἀκήκοας μυριάκις . ἀποτρέχω δή . ὢ δυστυχὴς ἐγώ . τίνα τρόπον ἐνθαδὶ
ἀπολέσει αὐτοὺς ἕως γενεῶν . Ἐγὼ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν μου ἀποτρέχω , ὡς οἱ πατέρες μου : ὑμεῖς δὲ φοβεῖσθε
5666243 ἀγορανομησεις
εἰς δὲ ὀψοφαγίαν ἐν μὲν Φαίδωνι ἢ Φαιδρίᾳ οὕτως : ἀγορανομήσεις , ἂν θεοὶ θέλωσι , σύ , ἵνα Καλλιμέδοντ
πράγματι θ εὑρήσεις τὸ ἀπολόμενον νῦν . φρόντισον ι οὐκ ἀγορανομήσεις ὅταν θέλῃς : ἐμποδίζῃ γάρ α * * β
5631453 ἀπεχρησεν
καὶ ποδὶ καὶ φωνῇ καὶ πάσῃ δυνάμει . Καὶ οὐκ ἀπέχρησεν αὐτοῖς τοῦτον τὸν ὅρκον ὀμόσαι , ἀλλὰ καὶ προστροπὴν
πάθος , εἶτα δικαίως ἐπιτιμᾶν , εἴ σοι μὴ μόνον ἀπέχρησεν οὕτω μεγάλαις αὐτὰς κακοπραγίαις περιβαλεῖν , ἀλλὰ καὶ γραφὴν
5630096 ἀγορασω
. ὁ δὲ εἶπεν : Ἐὰν τοιούτους μὴ εὕρω , ἀγοράσω σοι ἕνα τριάκοντα ἐτῶν . Σχολαστικοὶ δύο πατραλοῖαι ἐδυσφόρουν
τοῦτο καὶ ἐγέλασεν . “ ὁ Ξάνθος εἶπε ” θέλεις ἀγοράσω σε ; “ καὶ ὁ Αἴσωπος : ” ἐμοῦ
5623169 ἀλφανει
ἡμέρας , ὅτε εἶπέν μ ' ὁ κῆρυξ οὑτοσὶ τί ἀλφάνει ; ὡς διά γε τοῦτο τοὔπος οὐ δύναμαι φέρειν
χρηστὸς εἶναί μοι δοκεῖ . ἣν δῆλον οὔτι νυμφίος τε ἀλφάνει † καίτοι νέος ποτ ' ἐγενόμην κἀγώ , γύναι
5608569 βοακων
μὴ μετ ' ὀξυρεγμίας . Ἀλλ ' ἔχουσα γαστέρα μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἴκαδε . Καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων .
τοῦ κορήματος καθέζομαι χαμαί . ἀλλ ' ἔχουσα γαστέρα μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἰκάδε . καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων καὶ
5595603 τἀργυρωματα
πτωχαλαζόν ' οἶδ ' ἐγώ , ὃς ἔχων δραχμῆς ἅπαντα τἀργυρώματα ἐβόα καλῶν τὸν παῖδ ' , ἕν ' ὄντα
τέχναι καλῶς , ἂν μὴ λάβωσι προστάτην φιλάργυρον . Ἀλλὰ τἀργυρώματα ἥκω λαβεῖν βουλόμενος . Νῦν δὲ κατὰ πόλιν εὕρηκε
5585200 παραθηκην
σοφὸν καὶ θεὸν ἴσον ἁμάρτημα . λόγον χειρίζων περὶ θεοῦ παραθήκην σοι δεδόσθαι νόμιζε τὰς ψυχὰς τῶν ἀκουόντων . οὐκ
Πρώτως μὴ λέγε , ἀλλὰ πρῶτον . Παρακαταθήκην , οὐ παραθήκην . Ἀπαράβατον μή , ἀπαραίτητον δέ . Ἀγωγὸν οἱ
5577828 περυσι
αὐτὸς ἢ ὁ γείτων , ἀγνοήσει , καὶ νῦν ἢ πέρυσι , καὶ Ἀθήνησιν ἢ ἐν Αἰγύπτῳ , καὶ ζῶν
τοῖς πραττομένοις , ἀλλὰ τοῖς πράττουσι φθονεῖν . ἐπεὶ καὶ πέρυσι τοὺς λόγους τούτους πρὸς ἐμὲ ἔλεγον οἱ προεστῶτες αὐτῶν
5563646 σκευαρι
οἰκῶν ἐν πόλει . καὶ ναὶ μὰ Δί ' ἄλλα σκευάρι ' οἰκητήρια ἐβίασέ μου τὴν γυναῖκα . παραβάλλεταί σε
λέγω μέντοι , σὲ τὸν τεθνηκότα . Ἄνθρωπε , βούλει σκευάρι ' εἰς Ἅιδου φέρειν ; Πός ' ἄττα ;
5542416 ἀναγνωσῃ
τι εἰπεῖν ἢ τῶν ἄλλων ἁπάντων . Οὐ πρὸς ἀλλότριον ἀναγνώσῃ , ὦ βέλτιστε , καὶ ἅμα οὐ τὴν ἑρμηνείαν
ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ . Μηδὲ ὑμέας Ἀλέξανδρος ὁ Μακεδὼν ἀναγνώσῃ , λεήνας τὸν Μαρδονίου λόγον . Τούτῳ μὲν γὰρ
5542200 ἠγορασα
ὅς ' ἐστὶν ἀπ ' ὀβελίσκων ὀπτανά . τρίγλας καλὰς ἠγόρασα καὶ κίχλας καλάς : ἔρριψα ταύτας ἐπὶ τὸν ἄνθραχ
ὅτι ἀπὸ σῶν δουλεύομαι παιδισκαρίων : ἴδε κἀγὼ σοὶ παῖδα ἠγόρασα , καὶ ὄψει κάλλος οἷον οὐδέποτε ἐθεάσω . “
5528740 ἀπεβαδιζον
ἄλλοι Ἀττικοὶ βόακας . Ἀριστοφάνης : ἔχουσα γαστέρα μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἴκαδε . ὠνομάσθη δὲ παρὰ τὴν βοήν . διὸ
Ἀριστοφάνης Σκηνὰς καταλαμβανούσαις : ἀλλ ' ἔχουσα γαστέρα μεστὴν βοάκων ἀπεβάδιζον οἴκαδε . ὠνομάσθη δὲ παρὰ τὴν βοήν . διὸ
5519802 οἰκονομησω
νὴ Δί ' . ἀλλ ' ἐγὼ σοφῶς ταῦτ ' οἰκονομήσω καὶ γλαφυρῶς καὶ ποικίλως . ὅτι Μετάνειρα ἡ ἑταίρα
νθ εἰ ἐκτιτρώσκει μου ἡ γυνή ] [ ξ εἰ οἰκονομήσω ] [ ξα εἰ μισθωσάμενος κερδήσω ] [ ξβ
5501891 λοπαδ
πρῶτος αὐτῶν καταμαθὼν τῆς λοπάδος , ἀνεπήδησε κἄφευγεν κύκλῳ τὴν λοπάδ ' ἔχων , ἄλλοι δ ' ἐδίωκον κατὰ πόδας
. κάκκαβον λέγω . σὺ δ ' ἴσως ἂν εἴποις λοπάδ ' . ἐμοὶ δὲ τοὔνομα οἴει διαφέρειν , εἴτε
5490733 Μα
Τί δαί ; Τὸ πολὺ τάριχος οὐκ εἴρηκά πω . Μὰ Δί ' οὐδὲ τὸν τυρόν γε τὸν χλωρόν ,
σοὶ ὂν ὅ τι ἂν βούλῃ περὶ ἐμοῦ λέγειν ; Μὰ Δί ' οὐχ ὥς ποτε ἐγὼ Ἀσπασίας ἤκουσα :
5489598 ἐπεβιω
τὸν ἐμὸν ὑὸν ἑαυτῷ : ὃς κληρονόμος ὢν τῶν ἐκείνου ἐπεβίω πλείω ἔτη ἢ εἴκοσι καὶ ἐν χρόνῳ τοσούτῳ ἔχοντος
ἀγαγὼν τὸ πολίτευμα , κατέθετο τὴν ἀρχὴν , καὶ δέκα ἐπεβίω ἄλλα . Καὶ χώραν αὐτῷ ἀπένειμαν οἱ Μυτιληναῖοι :
5471933 ματτυην
, τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . . . περιφέρειν ματτύην καὶ ποδάριον , καὶ γαστρίον τακερόν τι καὶ μήτρας
οὗτος οἰμώζειν λέγει . Πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω , καὶ ματτύην ποιεῖτε θᾶττον . Νῦν δ ' οἶδ ' ἀκριβῶς
5466947 ἀπολομενον
αἴσχιστα ἀπολέσθαι μηδὲν ἀσεβήσαντι , ἔτι δὲ τὸν πατέρα περιιδεῖν ἀπολόμενον καὶ τὸν κηδεστὴν καὶ [ τοὺς ] συγγενεῖς καὶ
τῶν ἀγαθοποιῶν Διός , Ἀφροδίτης , Ἑρμοῦ ἀνεύρετον ποιεῖ τὸ ἀπολόμενον . Ὅτι μὲν ἀδύνατον ὑπάρχειν ἀγέννητα δύο ἅμα ,
5460032 σελιδα
ὀνομάσαις δ ' ἂν τοῖχον δεξιὸν καὶ εὐώνυμον , καὶ σελίδα , καὶ πλευράν . τὸ δὲ ζυγὸν καλεῖται καὶ
τὸν κα . ὃν ζητήσας ἔμπροσθεν εἰς τὴν τῶν ἀριθμῶν σελίδα τῶν καταγεγραμμένων ὡς εἴρηται διὰ μέλανος εὑρήσεις αὐτῷ παρακείμενον
5452877 γενησομαι
. Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει
Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις ,
5440856 βιοπραγος
οὐ φυγαδευθήσῃ , ὑβρισθήσῃ δὲ μετρίως γ οὐ γενήσῃ ποτὲ βιοπράγος δ ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ πωλήσεις φυράσας ε ἐὰν
ε οὐ φυγαδευθήσῃ . μὴ φοβοῦ . μακροθύμησον Ϛ γενήσῃ βιοπράγος καὶ κτήσῃ πολλὰ ἀγαθά ζ ἀγοράσεις ὃ ἐνθυμῇ καὶ
5435614 δοξασθησῃ
νῦν , μετὰ χρόνου δέ Ϛ ἄρξεις καὶ εὐδοκιμήσεις καὶ δοξασθήσῃ ζ κληρονομήσεις τὴν μητέρα ἐξ ἡμισείας η οὐ κληρονομήσεις
ἄρτι : οὐ γὰρ συμφέρει σοι η οἰκονομήσεις νῦν καὶ δοξασθήσῃ θ οὐκ ἐκτρώσει ἡ γυνή . μὴ φρόντιζε ι
5431896 Παρσωνδης
ἦν ἐν Μήδοις τότε κατά τε ἀνδρείαν καὶ ῥώμην δοκιμώτατος Παρσώνδης , παρά τε βασιλεῖ μάλιστα ἐπαινούμενος καὶ ἐν Πέρσαις
τῷ βασιλέως στρατῷ . Καί ποτε κατὰ δαίμονα κυνηγετῶν ὁ Παρσώνδης ἐλαύνει πόρρω ἀπὸ τοῦ βασιλέως εἴς τι πεδίον οὐχ
5421982 ἀπεδωκα
συμμάχοις τοῖς ἐκείνου χρησάμενος ἀδικήμασι βιαίων ὑμᾶς ἠλευθέρωσα προσταγμάτων , ἀπέδωκα τῇ πόλει τὴν ἡδίστην δημοκρατίαν , ἐδωρησάμην τοὺς νόμους
ὄνομα , Σωσίαν , ὥσπερ καὶ δίκαιόν ἐστιν , καὶ ἀπέδωκα τῷ πρεσβυτάτῳ τοῦτο τὸ ὄνομα : τῷ δὲ μετ
5421653 φυγαδευθησῃ
συνεχόμενος χρόνῳ ἀπολυθήσεται α οὐχ ἁμαρτήσεις . πρέσβευσον β οὐ φυγαδευθήσῃ , ὑβρισθήσῃ δὲ μετρίως γ οὐ γενήσῃ ποτὲ βιοπράγος
φυρατής η πρεσβεύσεις καὶ εὐημερήσεις , ἐὰν σπεύσῃς θ οὐ φυγαδευθήσῃ τὸ σύνολον . μὴ φοβοῦ ι γενήσῃ βιοπράγος καὶ
5421320 χρηζων
τὰς δισσὰς πέτρας , ὅπου ὁ θαλάσσιος κύων ἐξῆλθε * χρήζων * φαγεῖν Ἀνδρομέδαν , ἀντὶ δὲ Ἀνδρομέδας ὑπεχώρησε λαβὼν
: θεῖος : Κεῖος : ῥεῖος : χρεῖος , ὁ χρήζων : πλεῖος : λεῖος : τὸ νειὸς ὀξύτονον καὶ
5394914 μεθυσθεις
τὰ γέλοια λεγόντων . πιὼν δὲ τὴν νύκτα πᾶσαν καὶ μεθυσθεὶς πολὺ καὶ πατάξας ἀφεὶς ἅπαντας τοὺς ἄλλους ἀπαλλάττεσθαι ἤδη
τὰ ἄλλα ὀνόματα παρ ' ἡμῖν ἀγαπώμενα μεταφέροντες , τὸ μεθυσθεὶς ἐπὶ τοῦ νέκταρος καὶ ἐπὶ δαῖτα καὶ ἑστίασιν καὶ
5394186 θρεψεις
ὅπερ οὐκέτ ' ἔστιν ἐπὶ τῆς κατὰ τὰς αὐξήσεις ἢ θρέψεις ἑτεροιώσεως συνεξακούειν . Ἀλλ ' ἡ μὲν φαντασία κατὰ
οὐκ ἔχεις ἐσχάτην καλήν α ὑβρισθήσῃ δεινῶς β τὸ γεννηθὲν θρέψεις γ σώζῃ τῆς κατηγορίας δ δίδεις [ τοὺς ]
5393827 ἐξετισεν
τὴν Ἑλλάδα ἔσωσε δικαίως , καὶ τὰ τροφεῖα κάλλιστα ἀνθρώπων ἐξέτισεν οὐ μόνον τῇ πατρίδι , ἀλλὰ καὶ τῇ κοινῇ
ὁ δὲ παρὰ τοὺς ναυτοδίκας ἀπήγαγεν αὐτόν , καὶ μόλις ἐξέτισεν αὐτό , οὐδ ' ὅλον , ὡς ὁ πατὴρ
5381527 πωλησας
“ οὐκ ἐκείνη ” φησὶν , “ ἀλλ ' ὁ πωλήσας . ” “ ἀνδραποδιστὴς ἄρα ἦν , καὶ ἀλλοτρίαν
θάλασσαν γαληνήν τε καὶ πραεῖαν , ἐπεθύμησε πλεῖν . διόπερ πωλήσας αὐτοῦ τὰ πρόβατα , φοίνικας ἀγοράσας καὶ ναῦν ἐμφορτισάμενος
5361531 Κυλικρανων
ἀλλ ' ἄσκαφον ματεύων , κυλικηγορήσων ἔρχομαι , οὐ τῶν Κυλικράνων εἷς ὑπάρχων , οὓς χλευάζων Ἕρμιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν
εἷς ὤν , οὓς χλευάζων Ἕρμιππός φησιν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ
5358947 πλευσῃς
οὐ κληρονομεῖς τοὺς γονεῖς Ϛ πιπράσκῃ καὶ φεύγεις ζ ἐὰν πλεύσῃς ἄρτι , ναυαγήσεις η ἀποκαθίστασαι εἰς τὸν τόπον θ
, μεταμεληθήσῃ η οὐκ ἔχεις ὥραν τοῦ ἐπερωτῆσαι θ ἐὰν πλεύσῃς ἄρτι , κινδυνεύσεις ι ὁ συνεχόμενος χρόνῳ ἀπολυθήσεται α
5356629 ψυκτηρα
Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἶτ ' οἴσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία . Στράττις Ψυχασταῖς : ὃ
καὶ τὰ Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἰσοίσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας
5351178 σοφιστα
μέλος εἰρῆσθαι συγχωρεῖν , τὰ δ ' αὖ περὶ τὼ σοφιστὰ ἀλλοκότως εἰρῆσθαι , εἰ δὴ ἅπερ ἠναγκαζόμην , ἐν
ὁ ἀπατεὼν καὶ πλάνος καὶ παραλογιστής , ὡς τὸ ὦ σοφιστὰ κακίας , πῶς τὸ ἑξῆς ὑπεκράτησας ; Προγυμνάσματα δὲ
5337139 Φρυνις
ἔθετο τὴν ξενίαν : φιλίαν . Φρῦνιν : τὸ ἀρσενικὸν Φρύνις , Φρύνιδος . Φρύνιν ἰῶτα : τὴν δὴ Φρύνην
ἔθετο τὴν ξενίαν : φιλίαν . Φρῦνιν : τὸ ἀρσενικὸν Φρύνις , Φρύνιδος . Φρύνιν ἰῶτα : τὴν δὴ Φρύνην
5324719 κινδυνευσεις
οὐκ ἔχεις ὥραν τοῦ ἐπερωτῆσαι θ ἐὰν πλεύσῃς ἄρτι , κινδυνεύσεις ι ὁ συνεχόμενος χρόνῳ ἀπολυθήσεται α οὐχ ἁμαρτήσεις .
ὑβρίζῃ . μὴ ἀγωνία ε τὸ γεννηθὲν οὐ τρέφεται Ϛ κινδυνεύσεις κατηγορούμενος ζ δίδεις [ τοὺς ] λόγους μεθ '
5323768 ἀνισταμαι
πολλὴν ὁσίαν τοῦ πράγματος ἐπὶ τὴν χύτραν τὴν τῆς ἀθάρης ἀνίσταμαι . Ταλάντατ ' ἀνδρῶν , οὐκ ἐδεδοίκεις τὸν θεόν
διὰ σὲ καὶ σφόδρ ' ἄκρατον , μοὶ δοκῶ : ἀνίσταμαι γοῦν τέτταρας κεφαλὰς ἔχων . κωμῳδοῦνται δὲ ὡς μέθυσοι
5315657 ηὐλει
αὐτῷ . καὶ γὰρ Τιμόθεος ὁ αὐλητὴς πώγωνα μέγαν ἔχων ηὔλει , καὶ ἐν Ἀθήναις διατηροῦσιν οὐ σφόδρα ἀρχαῖον τὸν
αὐτῷ . καὶ γὰρ Τιμόθεος ὁ αὐλητὴς πώγωνα μέγαν ἔχων ηὔλει , καὶ ἐν Ἀθήναις διατηροῦσιν οὐ σφόδρα ἀρχαῖον τὸν
5315564 παρεσομαι
ἀφίξεσθαι παρ ' ὑμᾶς εἰς τὴν Ἴλιον : καὶ αὐτὴ παρέσομαι καὶ συμπράξω τὰ πάντα . Καὶ τὸν Ἔρωτα καὶ
ἐνδῶτε τῶν μεθ ' ὑμῶν . κἀγὼ δὲ αὐτὸς πρῶτος παρέσομαι τῷ ἔργῳ μεθ ' ὑμῶν τε ἀγωνιζόμενος καὶ τῶν
5312783 πυρωσω
' ἑστιοῦχον ὄψομαι μόνον , μίαν παρείρας πλεκτάνην χειμάρροον στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι : νῦν δ ' οὐ κέκραγά πω
' ἑστιοῦχον ὄψομαι μόνον , μίαν παρείρας πλεκτάνην χειμάρροον στέγην πυρώσω καὶ κατανθρακώσομαι . νῦν δ ' οὐ κέκραγά πω
5304907 ἑξηκοστον
γ , τὸ δὲ τριακοστὸν ὁ β , καὶ τὸ ἑξηκοστὸν δέ ἐστιν ἡ μονάς . Ὁ ͵βφκ ἐλάχιστος ὢν
τρίτον , σαρακοστὸν τὸ πρώτιστον , ἕβδομον τῶν πενήντα , ἑξηκοστὸν τὸ τρίτατον , δεύτερον ἑβδομήντα . Ὁ δὲ δεύτερος
5299383 ποω
: ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . .
, ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο .
5291462 δεινοτερ
ἀληθῆ μεμαρτύρηκε δεικνύναι . οὐ γάρ , ἂν ἕτερον δείξῃ δεινότερ ' εἰργασμένον , ἀποφεύγειν αὐτῷ προσήκει , ἀλλ '
, ἀντὶ τοῦ ταῦτ ' ἀναλαμβάνειν καὶ μεταγιγνώσκειν , πολλῷ δεινότερ ' ὕστερον ἄλλα προσεξεργάζοιτο , καὶ χρῷτο τῷ πλουτεῖν
5280588 θοἰματιον
ἐν τῷ προκολπίῳ . καὶ ἔνδον μένειν , ὅταν ἐκδῷ θοἰμάτιον ἐκπλῦναι . καὶ φίλου ἔρανον συλλέγοντος καὶ διειλεγμένου αὐτῷ
τὴν πλατεῖαν σοὶ μόνῳ ταύτην πεποίηκεν ὁ βασιλεύς ; Αἰγύπτιος θοἰμάτιον ἠρδάλωκέ μου . τοὺς ἐν τῇ πόλει μάρτυρας ἔχω
5280087 ἀφεψηϲαντεϲ
, ἐνίοτε δὲ καὶ κωδύων : καὶ ἐλαίῳ δὲ κωδύαϲ ἀφεψήϲαντεϲ καταιονοῦμεν τὴν κεφαλὴν καὶ παραχρῆμα ὕπνον ἡδὺν ἐπιφέρει .
οὐρη - τική . τινὲϲ δὲ καὶ ἰϲχιαδικοῖϲ αὐτὴν διδόαϲιν ἀφεψήϲαντεϲ ἐν μελικράτῳ . χλωρὰ δὲ ἡ πόα τὰ μεγάλα
5279016 Παμφιλον
, ὡς ὁ Πλάτων φησί . “ καὶ νὴ Δία Πάμφιλόν γε φαίης κλέπτειν τὰ κοινά , ἀλλὰ δὴ καὶ
καὶ ἀνακνᾶν ἀνθρωπίζεται ἠντεβόλησε ῥόπτρον καὶ νὴ Δί ' εἰ Πάμφιλόν γε φαίης κλέπτειν τὰ κοίν ' ἅμα τε συκοφαντεῖν
5269849 ἀγορασας
ἐν τῇ φάτνῃ γὰρ μόνος εἱστήκει . Κυμαῖος κλεψιμαῖα ἱμάτια ἀγοράσας διὰ τὸ μὴ γνωρισθῆναι ἐπίσσωσεν αὐτά . Κυμαῖος ἵππον
τὸ βουκόλιον τοῦ Πελάγοντος τοῦ Ἀμφιδάμαντος , παρ ' οὗ ἀγοράσας βοῦν καὶ ἡγεμόνα ταύτην τῆς ὁδοῦ ποιησάμενος κτίζει τὰς
5268004 ὑπαγεις
η οὐκ ἀνοίγεις ἐργαστήριον θ σώζῃ τῆς ἀσθενείας ι οὐχ ὑπάγεις εἰς τοὺς ἁγίους τόπους α οὐ νικᾷς . σιώπα
γ πωληθήσῃ καὶ μεταμεληθήσῃ μηδὲν ὠφελῶν δ οὐ μενεῖς ὅπου ὑπάγεις : οὐ γὰρ συμφέρει ε λήψῃ ὀψώνιον μερικόν Ϛ
5262615 δραμων
καὶ γεωργὸς ὀνομαζόμενος , τὰς ἀμπέλους ἀποδράς , εἰς ἄστυ δραμών , ἑταίραν ἐξαίφνης κα - ταμαθὼν κάλλει καὶ χρυσῷ
. καίτοι κρύπτειν μὲν ἐπιχειρεῖ τὸ πάθος ὡς ὑπὲρ εἰσφορῶν δραμών , ἐμὲ δὲ οὐ λέληθε σὲ μὲν ἔργον θέμενος
5261100 σπληνοπεδον
κωμωιδοποιὸς ἐν τοῖς Ἰάμβοις φησίν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ μάλ '
, οὓς χλευάζων Ἕρμιππός φησιν : εἰς τὸ Κυλικράνων βαδίζων σπληνόπεδον ἀφικόμην : εἶδον οὖν τὴν Ἡράκλειαν καὶ μάλ '
5259307 Κινυρας
ἦν ὁ Μίδας , τρὶς δ ' ὄλβιος ἦν ὁ Κινύρας , ἀλλὰ τίς εἰς Ἀΐδα ὀβολοῦ πλέον ἤλυθεν ἔχων
καὶ δή ποτε ὑπ ' ἔρωτος καὶ ἀμηχανίας ἐβουλεύσατο ὁ Κινύρας ἁρπάσας τὴν Ἑλένηνἐδόκει δὲ κἀκείνῃ ταῦταοἴχεσθαι ἀπιόντας ἔς τινα
5258700 ἀπεδραν
ἀπέδραν ἐσχάτης συλλαβῆς . ἀλλὰ καὶ τὸ ἑνικὸν πρῶτον πρόσωπον ἀπέδραν , ἐκτεταμένου τοῦ ἐπὶ τέλους α , καὶ ἀπέδρας
τοῦ κακοῦ . ἀπέδραμεν : τετρασυλλάβως , καὶ ἀπέδρατε καὶ ἀπέδραν , βραχείας τῆς τοῦ ἀπέδραν ἐσχάτης συλλαβῆς . ἀλλὰ
5258691 ἀγορητην
τούτοις εἰσάγεται ῥήτωρ ὁ Νέστωρ , ὃν ἡδυεπῆ καὶ λιγὺν ἀγορητὴν προσεῖπε : τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν
: ἔνθ ' ὅ γε Νέστορ ' ἔτετμε λιγὺν Πυλίων ἀγορητὴν οὓς ἑτάρους στέλλοντα καὶ ὀτρύνοντα μάχεσθαι ἀμφὶ μέγαν Πελάγοντα
5246166 Ὀλβιος
: ἀλλὰ σὲ δαίμων δοίη τῶν αὐτῶν ἀντιτυχεῖν ἐπέων . Ὄλβιος ὅστις ἐρῶν γυμνάζεται οἴκαδε ἐλθών εὕδειν σὺν καλῶι παιδὶ
, ἀλλ ' ὑπὸ πᾶσαν αἰεὶ σπουδαίην ἔρχεαι ἀγγελίην . Ὄλβιος ὅστις παιδὸς ἐρῶν οὐκ οἶδε θάλασσαν , οὐδέ οἱ
5233366 φιλησας
ἅμα πάντες σιωπῶσι . Γελάσας οὖν ὁ Δάφνις ἡδὺ καὶ φιλήσας ἥδιον φίλημα καὶ τὸν τῶν ἴων στέφανον ἐκείνῃ περιθεὶς
αὐτὸς δ ' οὖν , ἔφη , περιβαλών τε καὶ φιλήσας τοὺς ἄνδρας ἀξιῶσαι τρίτον αὐτὸν εἰς τὴν φιλίαν παραδέξασθαι
5232401 ἀπαρτισεις
αὔριον ἐρώτησον α οὐχ ἕξεις τὴν πατρίδα ἰδεῖν β οὐκ ἀπαρτίσεις ὃ ἐπιβάλλῃ γ λήψῃ λεγάτον , ὀλίγον δέ δ
οὐκ ἀπαλλαγήσῃ τοῦ κλήρου ἕως θανάτου ι γενήσῃ δεκάπρωτος α ἀπαρτίσεις ὃ ἐπιβάλλῃ β οὐ λήψῃ λεγάτον ὅλως γ οὐ
5232056 μενεις
ἀκοῦσαι τὰ παρὰ σοῦ λεχθησόμενα , εἴτε μενεῖς εἴτε οὐ μενεῖς : ἄλλως : σοφὸς ὁ πρῶτος ἐπινενοηκὼς τρόπον τινὰ
, οὐκέτι γυῖα κινήσεις , ἀλύτῳ δ ' ὡς ἀδάμαντι μενεῖς , ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος
5227564 ἠπιστασο
ἦν τι τὸ κακόν : μανθάνω . τρυφᾶν γὰρ οὐκ ἠπίστασο . οὐκ ἠπιστάμην ; τί δ ' ἐσθ '
' ἦν ἄν , εἰ σύ γ ' εὖ φρονεῖν ἠπίστασο . Μή μ ' ἐκδίδασκε τοῖς φίλοις εἶναι κακήν
5209381 ἐδωκα
δὲ ἄλλη ποίησις ἔργον ἐποιήσατο τὴν εἰκόνα τὴν σήν ; ἔδωκα δ ' ἂν ἔγωγε καὶ ἀνάστασιν τῷ ἀγάλματι ἐν
φασιν αἴτιον εἶναι , ἐγὼ οὐκ αἴτιος : οὐ γὰρ ἔδωκα . Αἰτιάσασθαι μὲν οὖν καὶ καταψεύσασθαι ἔξεστι τῷ βουλομένῳ
5207467 πολιτευσεσθαι
' ἐκείνου : ὁ Ἰσοκράτης κριθεὶς σιωπῆς ἀπέφυγεν , ὑποσχόμενος πολιτεύσεσθαι , καὶ γράψας ἀφίστασθαι τῆς θαλάσσης πάλιν κρίνεται .
ἐν τῇ πόλει πατρίδι οὔσῃ καὶ τὸν ἴδιον οἶκον ἔχων πολιτεύσεσθαι μετὰ πάντων ἐξ ἴσου , φυγῆς δ ' ἀπηλλάχθαι
5207103 κᾀτ
πάλιν οἴκαδε . Ὦ Θρᾷττα , τὴν κίστην κάθελε , κᾆτ ' ἔξελε τὸ πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν
ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους
5205877 υμων
] ο θς Ιωσηφ : μνησθεις [ ] [ ] υμων ? βοησω : ο Ρουβην ? [ ] [
τἀδελφῶι νέμεις ] ! ! ! θεις γὰρ πατήρ ] υμων ἢ κυρίων πάντας τρόπους ] ων βουν [ !
5203015 πρεσβευεις
πλεύσῃς ἄρτι , ναυαγήσεις ι ὁ ἀπόδημος ἀπέθανεν α οὐ πρεσβεύεις , οὐχ ἁμαρτών β οὐ φυγαδεύῃ , ὑβρίζῃ δέ
λανθάνει σου ὁ δρασμός γ γίνῃ βουλευτὴς καὶ ἄρχων δ πρεσβεύεις , οὐ μόνος δέ ε οὐ φυγαδεύῃ . μὴ
5201737 οἰκιδιον
σακχυφάντας καὶ τὴν οἰκίαν , ὡς εἶναι τὴν οἰκίσκην μικρὸν οἰκίδιον . ἐν δὲ τῷ Λυσίου πρὸς Φίλωνα ὑπὲρ Θεοκλείδου
αὐτόν , καὶ δῆθεν διωκομένην ὑπό τινων καταφυγεῖν εἰς τὸ οἰκίδιον . τὸν δὲ ἕνεκα τοῦ ἀνθρωπίνου εἰσδέξασθαι , καὶ
5199954 δεκαεννεα
τὴν ὁδὸν αὐτοῦ . Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς : Ἑκατὸν δεκαεννέα ἐτῶν ἐγὼ ἀποθνήσκω σήμερον ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν . Μηδείς
μῆνας ἑπτά . τοῦτον δ ' ἀνελὼν Δαρεῖος ἐβασίλευσεν ἔτη δεκαεννέα . τῶν δὲ συγγραφέων Ἀντίοχος ὁ Συρακόσιος τὴν τῶν
5199292 περιμενετε
φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε , μὴ πόθ ' ἕκαστον ὑμῶν δήξεται περιμένετε , ἀλλ ' ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρησάσθω . Λυκοῦργος
τὰ ἡμᾶς ἄξοντα : ὑμεῖς δὲ εἴπερ πλεῖν βούλεσθε , περιμένετε ἔστ ' ἂν ἐγὼ ἔλθω : ἥξω δὲ ταχέως
5188312 ἐγχεον
ὃς ἔφη : πάνυ γε κἀμοὶ δοκεῖ : ἀλλά μοι ἔγχεον , ὦ παῖ , ποτήριον ἀκρατέστερον , ὅπως αὐτὴν
ὃς ἔφη : πάνυ γε κἀμοὶ δοκεῖ : ἀλλά μοι ἔγχεον , ὦ παῖ , ποτήριον ἀκρατέστερον , ὅπως αὐτὴν
5187042 ἐχθες
ἐπιστραφέντος αὐτῶν , ὡς εἰ μηδὲ ἐγένοντο τὸ παράπαν , ἐχθὲς καὶ πρώην ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῇ κατ ' Αἴγυπτον Αἰνησίδημός
' ἐν τῷ κρατεῖν ταῖς δυνάμεσιν , ὃ καὶ τὰ ἐχθὲς ἀφαιρεθέντα , ἔτι ὄντα παρὰ τοῖς πολεμίοις σῶα ,
5183996 ἐνιοτ
ἀρκέσει ἢ δύ ' ἐπὶ τὴν τράπεζαν . ἐγχελύδια Θήβηθεν ἐνίοτ ' ἔρχεται : τούτων λαβέ , ἀλεκτρυόνιον , φάττιον
δὶς τῆς ἡμέρας καὶ σῦκα βαιά , καὶ μύκης τις ἐνίοτ ' ἂν ὠπτᾶτο , καὶ κοχλίας γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ
5180798 προσγραφησεται
ἄρτι ὃ ἐνθυμῇ θ πωλήσεις πλὴν ἐπὶ βλάβῃ ι οὐ προσγραφήσεται τὰ σά . μὴ φοβοῦ α ἀλάθητος ἔσται σου
ὁ ἀπόδημος πα εἰ κερδανῶ ἀπὸ τοῦ πράγματος πβ εἰ προσγραφήσεται τὰ ἐμά πγ εἰ εὑρήσω πωλῆσαι πδ εἰ δυνήσομαι
5179874 ἐσκωπτεν
τινος δώματος ἑστὼς ἐπειδὴ λύκον παριόντα εἶδεν , ἐλοιδόρει καὶ ἔσκωπτεν αὐτόν : ὁ δὲ λύκος ἔφη : ” οὐ
καὶ τροπῆ τοῦ υ εἰς ι . ἐπεκερτόμει ἐχλεύαζεν : ἔσκωπτεν : ἡρεθίζων παρὰ τὸ κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν
5177840 ὀψωνιον
διαλύσεων , ἐπαινέσαντες ταῦτα καὶ διὰ ταχέων τό τ ' ὀψώνιον τῇ στρατιᾷ καὶ τὸ ἀντὶ τοῦ σίτου συγχωρηθὲν ὑπὸ
ζ οὐ μενεῖς , ἀλλ ' ἀπέρχῃ η οὐ λήψῃ ὀψώνιον θ οὐκ ἀπολήψῃ τὴν παρακαταθήκην ι γαμήσεις τὴν φίλην
5174470 ἀπηγγελλεν
λόγος ἦν ἐν τοῖς μυρίοις , καὶ Διόφαντος ἐν ὑμῖν ἀπήγγελλεν ἃ νῦν μαρτυρεῖν αὐτὸν ἀναγκάσω , καὶ κατὰ Θετταλίαν
αὐτὸν φόβον παρέσεσθαι . ἐπεὶ δὲ ἐδόκει καιρὸς εἶναι , ἀπήγγελλεν ὅτι σπένδοιτο , καὶ εὐθὺς ἡγεῖσθαι ἐκέλευε πρὸς τἀπιτήδεια
5165310 μιαρωτατε
ἱλασαίμην ὑμᾶς ; Εὔχευ Καρνείῳ τελέειν σέβας Ἀπόλλωνι . Ὦ μιαρώτατε καὶ ἀναισχυντότατε μάντι : εἶτ ' οὐκ ἠπίστασο ὅτι
καὶ ἀναιδὴς ἄνθρωπος βιάζεται τοὺς νόμους ; ὅς , ὦ μιαρώτατε πάντων τῶν ὄντων ἀνθρώπων , κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας
5163925 ὁμοσπονδων
. . . . , : Ἴων εἴρηκεν αὐτοφρόνων καὶ ὁμοσπόνδων . . . . , : . . .
ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων καὶ ὁμοσπόνδων ἐξῆλθον † οἱ μωνῆται καί τ ' ἡμῶν †
5159438 εὐημερεις
καλήν β οὐχ εὑρήσεις ἄρτι τὸν φυγόντα γ ἄρξεις καὶ εὐημερεῖς δ οὐ κληρονομεῖς τὴν μητέρα ε κληρονομεῖς τὸν πατέρα
οὐ πωλῇ ἄρτι . οὐ συμφέρει σοι ζ ἀγορανομεῖς καὶ εὐημερεῖς η οὐ καταλλάσσῃ τοῖς κυρίοις θ ἀνοίγεις ἐργαστήριον ι
5158140 ἀποκναιεις
οἷον οὐκ οἶδας ὅπως βαρὺς εἶ ἐν τοῖς δράμασι καὶ ἀποκναίεις τοὺς θεατάς . Γ οἷ ' αὐτὸς ἐργάζει κακά
ἔστιν οὐδὲν δεινὸν ὧδ ' εἰπεῖν ἔπος οὐδὲ πάθος ” ἀποκναίεις σύ . “ τὰς γὰρ συμφορὰς ἀπροσδοκήτους δαίμονες [
5151381 νομουϲ
Τροιζήνιοϲ γεγενημένοϲ [ κατὰ τοὺϲ νόμουϲ , κατὰ τοὺϲ [ νόμουϲ ] γεγενημένοϲ [ ] [ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ]
! ϲ : ἡ δ ' ἐξουϲία μεταφέρουϲα ] τοὺϲ νόμουϲ [ ] ουϲιν ἐνμένειν : ] ν ? οὗτοϲ
5148457 εγω
μα προς ? [ αυ ] τον ο μισητος εφη εγω τι [ ] ως απολεισθε [ ] εν ?
[ [ ! ! ! ! ! ! ! ] εγω ? ? [ [ ! ! ! ! !
5146441 ἀορας
, τοῦτο δὲ παρὰ βαρβάρους , αἰτίζων ἀκόλους , οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας . καὶ δή ποτε ἀφικόμενος εἰς Πελοπόννησον
ᾄδει . ἄορας γυναῖκας : “ αἰτίζων ἀκόλους , οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας . ” ἀολλίσασα συναθροίσασα . ἀπάτερθεν ἄπωθεν
5142137 Ὑπερβολος
δημοτικοῖς , οὐδεὶς πώποτε οὕτως ἐγένετο θρασὺς δημαγωγός , οὐδὲ Ὑπέρβολος ἐκεῖνος ἢ Κλέων , ὥστε τὸν Ἄρειον πάγον ἢ
, ἄνδρες , ἐπέλαχον . Καὶ τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυχ ' Ὑπέρβολος , ὥστ ' αὐχμότατός ἐστι . Ἐγὼ δ '
5133555 πρεσβευσεις
κοινωνήσεις ἐπ ' ὠφελείᾳ α οὐ γενήσῃ βουλευτής β οὐ πρεσβεύσεις μόνος : οὐ γὰρ συμφέρει σοι γ οὐ φυγαδευθήσῃ
ὁ δρασμὸς πρὸς ὀλίγον ζ γενήσῃ βουλευτὴς καὶ φυρατής η πρεσβεύσεις καὶ εὐημερήσεις , ἐὰν σπεύσῃς θ οὐ φυγαδευθήσῃ τὸ
5130394 καπνην
; δηλονότι . μή μοι δῆλον , ἀλλ ' ἔχει κάπνην ; ἔχει . κακόν , εἰ τύφουσαν . ἀπολεῖ
παῖδες , παράγετε . ὀπτάνιον ἔστιν ; ἔστι . καὶ κάπνην ἔχει ; δηλονότι . μή μοι δῆλον : ἀλλ
5118242 ἠσθενουν
ἀμαρακίνοισι μύροις τρίψουσι τὸν ἐμόν . Νὴ τὸν Δί ' ἠσθένουν γάρ , ὦ βέλτιστε σύ , φαγοῦσα πρώην σῦκα
καὶ Εὔβουλος ἐν Σφιγγοκαρίωνι : νὴ τὸν Δί ' , ἠσθένουν γάρ , ὦ βέλτιστε σύ , φαγοῦσα πρῴην σῦκα
5116886 ὑβρισθησῃ
θ κληρονομεῖς τὸν φίλον ι οὐκ ἔχεις ἐσχάτην καλήν α ὑβρισθήσῃ δεινῶς β τὸ γεννηθὲν θρέψεις γ σώζῃ τῆς κατηγορίας
μὴ ἔλπιζε γ ἐλευθερωθήσῃ , ἄρτι δὲ οὔ δ οὐχ ὑβρισθήσῃ νῦν , ἀλλὰ μετὰ χρόνου ε τὸ γεννώμενον μὴ
5115401 Αἰξωνεα
. ὡς ἐπὶ ἀνθρώπων δὲ ποιεῖται τὴν κατηγορίαν . Γ Αἰξωνέα : ἀπὸ δήμου τῆς Πανδιονίδος φυλῆς ⌈ , Αἰξωνεὺς
πρὸς ταῦτά γ ' ἔχων εἰπεῖν , μή με εἴπῃς Αἰξωνέα εἶναι . ” Ἀκαδήμεια : τρία ὑπῆρχον γυμνάσια ,
5115335 ἀνοιγεις
κυρίοις γ δίδεις τὰ γράμματα δ ἔχεις χρόνον ζωῆς ε ἀνοίγεις ἐργαστήριον Ϛ σώζῃ τῆς ἀσθενείας βραδύ ζ ὑπάγεις εἰς
ζ ἀγορανομεῖς καὶ εὐημερεῖς η οὐ καταλλάσσῃ τοῖς κυρίοις θ ἀνοίγεις ἐργαστήριον ι μένεις ὀλίγον χρόνον καὶ ἀναχωρεῖς α οὐκ
5113180 ἐπιες
τὸν θαλάσσιον . Μένανδρος Αὐλητρίσι : ἐλλέβορον ἤδη πώποτ ' ἔπιες , Σωσία ; ἅπαξ . πάλιν νυν πῖθι :
Ὠρεῷ κατήγου , καὶ ἀπὸ τῆς αὐτῆς τραπέζης ἔφαγες καὶ ἔπιες καὶ ἔσπεισας , καὶ τὴν δεξιὰν ἐνέβαλες ἄνδρα φίλον
5112401 μεθυουσα
ἐν Γαδέρ , πλησίον Ἐφραθὰ οἴκου Βηθλεέμ , Βάλλα ἦν μεθύουσα καὶ κοιμωμένη ἀκάλυφος κατέκειτο ἐν τῷ κοιτῶνι : κἀγὼ
ἔλαιον ἀναψήσασθαι , καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . ΓΘ ἄλλως : Πυανεψίοις καὶ Θαργηλίοις Ἡλίῳ
5109815 ἐκελευσα
φαρμάκου , ἐδάην τε καὶ ἐγέλασα καὶ τὸν παῖδα θαρρεῖν ἐκέλευσα , ὡς μηδενὸς αὐτῷ προσδοκωμένου δεινοῦ . Οὐκ ἀκριβῶς
ἐπ ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης . Ἥρωας δ ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας δούρατ ' ἐπαμπήξασθαι ἰδ ' ἄορα κωπήεντα
5109796 φιλαργυρος
καὶ ὁ δειλὸς ἀμετρίην τὴν ἀνδρείην ὑπείληφε , καὶ ὁ φιλάργυρος τὴν μεγαλοψυχίην , καὶ πᾶσα ἔλλειψις ὑπερβάλλειν δοκέει τὸ
Γ καὶ σαπρὸς : ἀρχαῖος καὶ παλαιός . οἷον γηράσας φιλάργυρος ἐγένετο . Γ ὅτι γέρων ὢν : † μετὰ

Back