ἅμα πάντες σιωπῶσι . Γελάσας οὖν ὁ Δάφνις ἡδὺ καὶ φιλήσας ἥδιον φίλημα καὶ τὸν τῶν ἴων στέφανον ἐκείνῃ περιθεὶς
αὐτὸς δ ' οὖν , ἔφη , περιβαλών τε καὶ φιλήσας τοὺς ἄνδρας ἀξιῶσαι τρίτον αὐτὸν εἰς τὴν φιλίαν παραδέξασθαι
7770641 Χλοην
μακραῖς ἐπήλειψε : καὶ ἐκαθέζετο τὸ ἐντεῦθεν ὄρνιθας καὶ τὴν Χλόην μεριμνῶν . Ἀλλ ' ὄρνιθες μὲν καὶ ἧκον πολλοὶ
ῥοίζῳ πολλῷ τὰς αἶγας εἰς τὴν νομήν : καὶ τὴν Χλόην φιλήσας καὶ τὰς Νύμφας προσκυνήσας κατῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν ,
7418209 γραυν
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ
7367541 πηραν
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε
7251560 ἀξινην
δὲ ἐθρήνει ὀλολύζουσα οὕτως : Οὐ τοσοῦτον νῦν μέμφομαι τὴν ἀξίνην τὴν κόπτουσάν με ταῖς χερσὶ τῶν ἀνθρώπων ὡς τοὺς
Πεισάνδρῳ : ὃ δ ' ὑπ ' ἀσπίδος εἵλετο καλὴν ἀξίνην εὔχαλκον ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκκῳ μακρῷ ἐϋξέστῳ : ἅμα δ
7219191 λεκανην
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τίν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνίης ; εἶτα θερμὴν
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς ; εἶτα θερμὴν
7193944 δικελλαν
προσπίπτει τοῖς γόνασιν ἡμῶν γυνή , χοίνιξι παχείαις δεδεμένη , δίκελλαν κρατοῦσα , τὴν κεφαλὴν κεκαρμένη , ἐρρυπωμένη τὸ σῶμα
ὥστε τί οὐκ ἐπὶ τὴν πέτραν ταύτην ἀνελθὼν τὴν μὲν δίκελλαν ὀλίγον ἀναπαύω πάλαι πεπονηκυῖαν , αὐτὸς δὲ ὅτι πλείστους
7192216 προσεφερεν
λαθὼν κατὰ τῆς κύλικος τῆς τελευταίας , ἣν τῇ Πανθείᾳ προσέφερεν : ἡ δὲ ἀναστᾶσα ᾤχετο εἰς τὸν θάλαμον αὑτῆς
γένεσιν προσαγάγῃ : καὶ ἄλλος μέν , φησίν , ἄλλο προσέφερεν , Ἑρμῆς δὲ τὴν ῥητορικὴν ἐχαρίσατο , καὶ ἵνα
7147955 κατεφιλει
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον
7146544 λοπαδα
θεῖον καὶ τὸ αὐτὸ ποίει , ἄχρις ἂν πληρώσῃς τὴν λοπάδα , εἶθ ' ὑπόκαε : ἀναφθέντος δὲ τοῦ μολύβδου
τοιοῦτος : μετὰ τὸ ἐξυμενιάσαι τὸ στέαρ λεαίνεται καὶ εἰς λοπάδα ἐμβληθὲν τήκεται , ἁλὸς ὀλίγου καὶ λεπτοῦ προσεμπασθέντος ,
7143537 κυλικα
ὀλίγον φροντίσας γε δεσποτῶν . ὡς ἐκπιών γ ' ἂν κύλικα μαινοίμην μίαν , πάντων Κυκλώπων ἀντιδοὺς βοσκήματα ῥίψας τ
δέ φησι τὸ ἐν τῷ ἰσχίῳ ὀστοῦν καλεῖσθαι ἄλεισον καὶ κύλικα . κοτυλίσκος δὲ καλεῖται ὁ ἱερὸς τοῦ Διονύσου κρατηρίσκος
7107903 ἀγρευσαι
γῆν κάτω αὐτοῖς πτεροῖς . Φασὶν δὲ καὶ Καρχηδόνιον νεανίαν ἀγρεῦσαι λέοντα ἄρτι ἐκ γάλακτος , καὶ ἡμερῶσαι τοῦτον παρανόμῳ
ὅ τι λέγοιεν . οἱ δέ φασιν ἐν ἁλείᾳ μὲν ἀγρεῦσαι μηδέν , ἐφθειρίσθαι δέ , καὶ τῶν φθειρῶν οὓς
7086491 Σχολαστικος
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ
7080466 κρυψας
τε πόντος ἥρπας ' : ἐν δ ' ἄντρου μυχοῖς κρύψας γυναῖκα τὴν κακῶν πάντων ἐμοὶ ἄρξασαν ἥκω , τούς
, ἀλλ ' ἐγὼ οὐ πείθομαι , καὶ διὰ τοῦτο κρύψας ἔχω . ἢν οὖν παρέλθῃ τὸ νέφος καὶ τῆς
7055959 σκυμνον
ἐκλήθησαν δὲ ὅτι , ὅτε ἔκτιζον τὴν πόλιν , ἀλώπηξ σκύμνον ἄλλοθεν φέρουσα κατετίθετο . Ἄλωρος , πόλις Μακεδονίας .
τοὺς φύσει δειλοὺς οὐδεμία παραίνεσις ῥώννυσιν . ποιμὴν νεογνὸν λύκου σκύμνον εὑρὼν καὶ ἀνελόμενος σὺν τοῖς κυσὶν ἔτρεφεν . ἐπεὶ
7049429 καθεις
τῷ μαγείρῳ σταυροῦ ἂν τιμήσαιτο , εἰ τὰ κρέα ἕψων καθεὶς τὸν δάκτυλον τοῦ ζωμοῦ τι περιελιχμήσατο ἢ ὀπτωμένων ἀποσπάσας
τὸ αἰδοῖον ἄκρον ἐπιτεμὼν συνέτρησεν εἰς τὸν οὐρητῆρα , καὶ καθεὶς ἀργυροῦν καυλίσκον ταύτῃ τὰ περιττώματα τῶν ὑγρῶν ἐξεκόμιζε ,
7047159 συριγγα
ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί
τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ
7045162 φιλησαι
ἐς τὸ μέσον ἀναστᾶσαν ὀρχήσασθαι αὐτοῦ διακωλύοντος καὶ μετὰ ταῦτα φιλῆσαι Λαμπρίαν τὸν ἑταῖρον αὐτοῦ , καὶ ἐπεὶ ἐχαλέπηνέ σοι
' Ἔρως ἔχ ' αὐτό φησιν . Χαλεπὸν τὸ μὴ φιλῆσαι , χαλεπὸν δὲ καὶ φιλῆσαι : χαλεπώτερον δὲ πάντων
7042792 προσηλθεν
δέ , ἐπειδὴ μὴ παρηνώχλει τὰ δασέα , τὸ θ προσῆλθεν ἐν τῷ τέλει . τυπήτω . Δυϊκά . Τύπητον
ἐπεὶ δὲ χειμὼν ἦν καὶ οὐκ ἦσαν λείρια ἄνθη , προσῆλθεν ὁ τέττιξ τῷ μύρμηκι ζητῶν , ᾧ τραφήσεται .
7032625 ἀπιθι
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους :
7024195 θοἰματιον
ἐν τῷ προκολπίῳ . καὶ ἔνδον μένειν , ὅταν ἐκδῷ θοἰμάτιον ἐκπλῦναι . καὶ φίλου ἔρανον συλλέγοντος καὶ διειλεγμένου αὐτῷ
τὴν πλατεῖαν σοὶ μόνῳ ταύτην πεποίηκεν ὁ βασιλεύς ; Αἰγύπτιος θοἰμάτιον ἠρδάλωκέ μου . τοὺς ἐν τῇ πόλει μάρτυρας ἔχω
7021775 ἐκλαιε
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] :
7017702 συναντησας
δόλῳ ἀνέλῃ τοὺς μνηστῆρας . Μελάνθιος δὲ ὁ τότε οἰκέτης συναντήσας αὐτῷ συνεπομένῳ τῷ Εὐμαίῳ τῷ συφορβῷ φησι πρὸς τὸν
. χαλκοῦ : τοῦ ἀγκίστρου . Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα .
7015672 δραμων
καὶ γεωργὸς ὀνομαζόμενος , τὰς ἀμπέλους ἀποδράς , εἰς ἄστυ δραμών , ἑταίραν ἐξαίφνης κα - ταμαθὼν κάλλει καὶ χρυσῷ
. καίτοι κρύπτειν μὲν ἐπιχειρεῖ τὸ πάθος ὡς ὑπὲρ εἰσφορῶν δραμών , ἐμὲ δὲ οὐ λέληθε σὲ μὲν ἔργον θέμενος
7008800 γνωρισας
ἧκε μετὰ τῶν ἄλλων σατραπῶν : ὁ δὲ ἵππος αὐτοῦ γνωρίσας τὸν τόπον τῆς συνουσίας ἐρωτικόν τι παθὼν πρῶτος ἐχρεμέτισεν
ἄχρι λιμένων τῶν κατὰ πόλεις καὶ ὑποδρόμων λεωφόρους ἀνατεμὼν καὶ γνωρίσας ἠπειρώτας νησιώτας οὐκ ἄν ποτ ' εἰς ἑαυτοὺς ἐλθόντας
6981681 καταθεις
παύσαιό τε τοῦ φέρειν εἰς μέσον ἃ νῦν φέρεις καὶ καταθείς ποι τοὺς λόγους δοίης αὐτοῖς καθεύδειν . Τὸν Ὀλυμπίου
εἰς τὸ αὐτό . . εἰς δικαστήριον . . ὁ καταθείς . . παμπησίαν : Τὴν πᾶσαν κτῆσιν . ξυμβαστάσω
6977529 ἀπορριψας
ἀοιδήν . τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς : γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων :
ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς ἐξανέστη , ἔλαθε τὰ ὠὰ ἀπορρίψας . ἀπ ' ἐκείνου τέ φασι , περὶ ὃν
6972268 ζωσαν
ἥν , δόξασαν ἀποτεθνηκέναι , ἔθαψε πολυτελῶς . τυμβωρύχοι δὲ ζῶσαν εὑρόντες εἰς Ἰωνίαν ἐπώλησαν . τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἐμήνυσε
τε δὲ οὐδὲ ἐβουλήθης εἰκόνα μοι τοῦτον μόνον τοῦ ἀνδρὸς ζῶσαν περιληφθέντα ἀφανίσαι : σὺ μέντοι , καὶ ὅτι μὲν
6955460 πανοπλιαν
ῥίψασπις ἦν ὁ Κλεώνυμος . εἶχον δὲ καὶ οἱ ἥρωες πανοπλίαν : ⌈ καὶ δῆλον ἐκ τῶν Δαιταλέων . Γ
ἐκεῖνος τοίνυν ὁ Θερσίτης ὁ τοιοῦτος εἰ λάβοι τὴν Ἀχιλλέως πανοπλίαν , οἴει ὅτι αὐτίκα διὰ τοῦτο καὶ καλὸς ἅμα
6937138 χελιδονα
ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ
ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς
6888247 ἐτελεσεν
τὰ Μιτραίων ὄρη , διαναπαύων μεταξὺ τὴν παῖδα , τριταῖος ἐτέλεσεν ἐκ Μαχλύων ἐς Σκύθας . καὶ ὁ μὲν ἵππος
καὶ πάντας τοὺς σπερματικοὺς καρποὺς δέδωκε , καὶ τὰ μυστήρια ἐτέλεσεν αὐτούς , καὶ ἔδειξε πῶς δεῖ τελεῖν καὶ τελεῖσθαι
6884475 ὠρεξεν
ἐπὶ τοὺς ὀχετούς , ὥστε ἐπάρδειν τὰ φυόμενα : καὶ ὤρεξεν ἄν τί σοι τῶν ὡραίων καὶ περιαγαγὼν τοὺς ὀρχά
τὸ αἰτηθὲν παρὰ τοῦ πρεσβύτου ποιῶν ὁ νεανίσκος τὴν δεξιὰν ὤρεξεν αὐτῷ : καὶ δῆλον , ὅτι παρεπιγραφὴ τὸ εἶδος
6881873 ἐρωμενην
| [ . οὗτος οὖν ὁ Ἐπίκουρος οὐ Λεόντιον εἶχεν ἐρωμένην τὴν ἐπὶ ἑταιρείᾳ διαβόητον γενομένην ; ἡ δὲ οὐδ
οὔσης ἀεὶ τῷ ποθοῦντι σπουδῆς ἐκ παντὸς θεραπεύειν τρόπου τὴν ἐρωμένην οὐ θεῶν εἰσέρχεται δέος , οὐ λογισμὸς αὐτῷ γίνεται
6831470 σκολοπα
ποδὸς ἑλκύσας . „ τοῦ δὲ λύκου τοῖς ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς ἀλγηδόνος λακτίσας
τὴν αἰθρίαν . εἴρηται παρὰ τὸ σκῶλον , ὅ ἐστι σκόλοπα , τῷ ἑνὶ ποδὶ ἅλλεσθαι , ἀπὸ τῶν πατούντων
6826931 λουσαμενος
τὴν αἰτίαν . καὶ μαθὼν ὅτι πᾶν εἰς γάμους συνηγόρασται λουσάμενος παρῆν ἄκλητος ὡς τὸν νυμφίον . καὶ μετὰ τὸ
ἱερόν . ἤδη δὲ βαθείας ἑσπέρας εὐπορήσας ὑπηρετῶν , αὐτόθι λουσάμενος ὑπὸ λαμπτῆρος ἀπὸ μικρᾶς πάνυ τροφῆς ἀνεπαυόμην . καὶ
6824204 θυραν
⌈ , τουτέστι τὸν ἀντιβάτην , ? , πρὸς τὴν θύραν , αὐτῇ δὲ τῇ δοκῷ τὸν ὅλμον : κατὰ
σφάζοντες , θύονται δὲ οἱ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντευόμενοι . θύραν καὶ θυραίαν φησὶ διαφέρειν . θυραία μὲν γάρ ἐστι
6822815 ὀνηλατης
λύκου τοῦτο καταψεύσασθε . ὁ μὲν οὖν ἀκάθαρτος παῖς ἐμὸς ὀνηλάτης ἔχαιρε καί με αὐτίκα ἤθελεν ἀποσφάττειν . ἀλλ '
αὐτοῦ τοὺς λόγους ὁ μὲν κατακρημνισθεὶς διερράγη , ὁ δὲ ὀνηλάτης ἀπορῶν , ὅτι ποιήσει , οὐ μόνον τοῦ ὄνου
6821096 σκιπωνι
ἑπτά , κἠγώ σοι δίδωμ ' ἀριστῆιον Θαλῆς δὲ τῶι σκίπωνι τοὔδαφος ψήσας καὶ τὴν ὑπήνην τἠτέρηι λαβὼν χειρὶ ἐξεῖπε
σιναρῷ ἐπὶ τὴν γῆν , ἀλλὰ , μετέωρον ἔχων , σκίπωνι ἀντερείδηται , οὕτω δὲ καρτερὸν γίνεται τὸ ὑγιὲς σκέλος
6798884 θες
τὴν διόπτραν ἐπὶ τὴν μοῖραν τοῦ Κριοῦ τὴν πεντεκαιδεκάτην καὶ θές τε εἰς τὰ γράμματα τῶν παραλλήλων κύκλων ἔνθ '
' ἐν ἀγκάλαις λαβὼν βωμοὺς ἐπ ' ἄλλους δαιμόνων ἐγχωρίων θές , ὡς ἴδωσι τῆσδ ' ἀφίξεως τέκμαρ πάντες πολῖται
6795627 ἀντεχου
φρόνει . ἔτι δὲ καὶ τῆς περὶ τὸν βίον κοσμιότητος ἀντέχου , καὶ πρᾶττε πάντα Φιλίππου μὲν ἄξια , Ὀλυμπιάδος
. τὸ δὲ ἐντελὲς τὸ ἔλυτρον . Γ ἔχ ' ἀντέχου παῖ : κράτει καὶ ἕλκε τοῦ δόρατος τὴν θήκην
6783531 κορωνην
ὁ ἀγαθὸν τέλος τοῖς φθάσασιν ἐπιθεὶς χρυσέην ἐπιθεῖναι τῷ παντὶ κορώνην λέγεται . χρυσὸς Κολοφώνιος : οἱ Κολοφώνιοι τὸν κάλλιστον
ἐπιβλῆτες , βαλανάγραι , ὀχεῖς . τὸν δὲ ὀνομαζόμενον κόρακα κορώνην Ὅμηρος καλεῖ . εἰσιόντων δὲ πρόθυρα καὶ προπύλαια .
6778724 λυε
. Λαβὼν τῶν ἀπομεινάντων ὠῶν τῶν ἀποσταξάντων μέρος αʹ , λύε ἅμα ἐν ᾧ τῷ ἀποσταλαχθέντι ὕδατι , καὶ βαλὼν
' ἀνθράκων καὶ ποσῶς ψύξας ἐπίχεε ἐν θυίᾳ , καὶ λύε τῷ δοίδυκι ἐπιβάλλων γάλα γυναικεῖον ἢ ὄνειον , εἰ
6772544 ἁβραν
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας
6771081 πεμψασα
τὸν ποταμὸν οἰκοδομεόμενος . Ἔχοντι δέ οἱ τοῦτον τὸν πόνον πέμψασα ἡ Τόμυρις κήρυκα ἔλεγε τάδε : Ὦ βασιλεῦ Μήδων
, παρά τε ἀνδρὶ φίλῳ αὑτοῦ εἱστιᾶτο ; ἡ δὲ πέμψασα τὸ φάρμακον καὶ κελεύσασα ἐκείνῳ δοῦναι πιεῖν ἀπέκτεινεν ἡμῶν
6768424 κολοφωνιαν
καλῷ καὶ τούτῳ : ὑοσκυάμου φύλλα χλωρὰ , κηρὸν , κολοφωνίαν , στέαρ χοίρειον πρόσφατον , ἔλαιον ἴσα : τὰ
β καὶ τοῦ χυλοῦ λίτ . α , ἕψε τὴν κολοφωνίαν διηθημένην μετὰ τοῦ ἐλαίου πυρὶ μαλακῷ , ἄχρις ἂν
6764612 ἐδησε
ψεῦδος περὶ αὐτῶν μηνύσαντες . . . . . . ἔδησε τὸν ἵππον ἐκ τοῦ ῥόπτρου τοῦ ἱεροῦ ὡς ἀποδιδούς
Καίσαρος οὐ συνελθόντος , ἀλλὰ τοὺς πρωτεύοντας Γαλατῶν ἀποστείλαντος , ἔδησε τοὺς πρέσβεις . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐστράτευεν ἐπ '
6763863 ἐπῳδην
τοῖς πρίν : ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ
ἄρτον καὶ τὸ θεῖον καὶ τὰ ἄλλα πάντα πρὸς τὴν ἐπῳδὴν εὐτρέπιζε . Καινὰ περὶ σοῦ ἀκούομεν , ὦ Λέαινα
6758020 ἐκδυς
τὸν Εὔξεινον πόντον σωθέντα πρὸς Αἰήτην διεκόμισεν : ᾧ καὶ ἐκδὺς ἔδωκε τὴν χρυσῆν δοράν , ὅπως μνημόσυνον ἔχῃ :
ἐπιστάμενα κρίνειν , καὶ εἴ τις ὄκνος κατέχει , τοῦτον ἐκδὺς μὴ κρύπτε τὴν δύναμιν : ὑπισχνοῦμαι δέ σοι καὶ
6756281 ἐριφον
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . .
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ
6746114 ἐρωσαν
Χαιρέᾳ σπεύδοντες ἔλεγον ” πρῶτος ἦν ἀνήρ , παρθένον ἔγημεν ἐρῶσαν ἐρῶν : πατὴρ ἐξέδωκεν αὐτῷ , πατρὶς ἔθαψε :
ἅμα , ἀδικοῦσαν , ἀποκλείουσαν , αἰτοῦσαν πυκνά , μηδενὸς ἐρῶσαν , προσποιουμένην δ ' ἀεί . Φθείρουσιν ἤθη χρήσθ
6725550 μηλωτην
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον ,
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ
6720838 δαμαρτ
' ἀνδρῶν ἐκ χερῶν μιαιφόνων [ καὶ τὴν τάλαιναν ἀθλίαν δάμαρτ ' ἐμὴν λάβωμεν , ἧι δεῖ ξυνθανεῖν ἐμῆι χερὶ
ὄντι δοὺς πόσει τάδε πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ ' ἐμὴν δάμαρτ ' ἔχων , ὡς τοὺς γάμους τοὺς τῆσδε συνδαίσας
6720481 νεανιᾳ
κτεάνων καχλάζοισαν ἔνδον ἐν δρόσῳ τῆς ἀμπέλου προπίνων δωρήσεται τῷ νεανίᾳ γαμβρῷ οἴκοθεν οἴκαδε διὰ τὴν ὁμόφρονα εὐνήν , τιμήσας
σκοπεῖν οὖν , ὦ Θεαίτητε , χρὴ τί τις τῷ νεανίᾳ πρὸς τὸ ἐρωτώμενον ἀποκρινεῖται . Δῆλον ὅτι φήσομεν τά
6717358 σκαφην
τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας . Καταμαθὼν δὲ κειμένην θερμὴν σκάφην θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον . Ὅστις φοβεῖται τὸν πατέρα κᾀσχύνεται
ἔσται πρὸς ἅπαντα , εἴτε προσαντλεῖσθαι βούλοιντο ἐγκαθήμενοι εἰς τὴν σκάφην εἴτε ἐμβιβάζεσθαι εἰς τὰς καλουμένας τιτίδας δύναιντο . Μετὰ
6714913 μεταβαλων
θεοὺς φυτὸν ἀνῆκε τοῦ πεπτωκότος ὁμώνυμον , καὶ τὴν φύσιν μεταβαλών , τὸν πρὸς τοὺς θεοὺς οὐκ ἀφῄρηται πόθον .
ἄπιθι ἀλλὰ φεῦγε , τὸ ἁπλῶς ῥηθὲν εἰς τὸ ἀδοξότερον μεταβαλών , καὶ ὅτι οὐ παρακαλῶ σε μένειν : πάρεισι
6714793 μεθυσθεις
τὰ γέλοια λεγόντων . πιὼν δὲ τὴν νύκτα πᾶσαν καὶ μεθυσθεὶς πολὺ καὶ πατάξας ἀφεὶς ἅπαντας τοὺς ἄλλους ἀπαλλάττεσθαι ἤδη
τὰ ἄλλα ὀνόματα παρ ' ἡμῖν ἀγαπώμενα μεταφέροντες , τὸ μεθυσθεὶς ἐπὶ τοῦ νέκταρος καὶ ἐπὶ δαῖτα καὶ ἑστίασιν καὶ
6707402 περιβαλων
καταπτάμενος δὲ ὄπισθεν αὐτοῦ ὁ Ζεὺς κούφως μάλα τοῖς ὄνυξι περιβαλὼν καὶ τῷ στόματι τὴν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ τιάραν ἔχων
' αὐτὰ τυρῷ χλωρῷ καὶ λεκίθοις ᾠῶν καὶ ἐγκεφάλοις , περιβαλὼν συκῆς φύλλῳ εὐώδει , ζωμῷ ὀρνιθείῳ ἢ ἐριφείῳ ἔνεψε
6705627 λακκον
ἐμισθώσαντο , στρατιώτης καὶ μαστιγίας : ἀναγωγότερον οὖν τοῦ στρατιώτου λάκκον αὐτὴν εἰπόντος πῶς ; ἔφησεν : ἢ ὅτι δύο
πτέρυξις . λαχήνας : ὀρύξας , σκάψας Βόθρον : , λάκκον . δέμας : σῶμα . εὐνήν : κοίτην .
6704695 κιβωτον
τεκτονικὴ μία οὖσα διὰ τοῦτό ἐστιν ἵνα ποιήσῃ θρόνον ἢ κιβωτὸν ἢ πλοῖον ἀπὸ μιᾶς φύσεως τοῦ ξυλίνου . Οὐκοῦν
ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς βουλομένοις αὐτῷ προσιέναι κιβωτὸν τοῦ σώματος προβαλλόμενος . Οἱ δὲ οὐδὲ κιβωτόν φασιν
6694849 Γοργονα
αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν ἄλλως πρόλαλον ὄντα
χάσματι , ὁ Περσεὺς δὲ τῇ λαιᾷ μὲν προδείκνυσι τὴν Γοργόνα , τῇ δεξιᾷ δὲ καθικνεῖται τῷ ξίφει : καὶ
6689982 καε
Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ πάθους . ὑγρὸς ἄκανθος ὁ εὐκαμπὴς καὲ εὔτονος . . . . λεπτότερον καὶ εὐτονώτερον .
Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ πάθους . ὑγρὸς ἄκανθος ὁ εὐκαμπὴς καὲ εὔτονος . . . . λεπτότερον καὶ εὐτονώτερον .
6685544 καθευδοντα
κίνησιν : ὁ γὰρ ὕπνος διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖος , καθεύδοντα δὲ ἠρεμεῖ τὰ ζῷα καὶ οὐ κινεῖται ὑφ '
γὰρ ἐγρηγορότα φατέον ζῆν ἀληθῶς καὶ κυρίως , τὸν δὲ καθεύδοντα διὰ τὸ δύνασθαι μεταβάλλειν εἰς ταύτην τὴν κίνησιν ,
6684740 πυραν
αὐτῷ : τὸν δὲ ἀναγαγόντα τὸν παῖδα ἐπὶ τὸ ὄρος πυρὰν νῆσαι καὶ ἐπιθεῖναι τὸν Ἰσαάκ . Σφάζειν δὲ μέλλοντα
ἐς Τροίαν ἢ ἐκ δασμοῦ λαβών , νήσαντες ἐς τὴν πυρὰν ἀθρόα παραχρῆμά τε καὶ ὅτε ὁ Νεοπτόλεμος ἐς Τροίαν
6684324 Εὐνοα
ἕρπειν ὥρα κ ' εἴη . ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά . Εὐνόα , αἶρε τὸ νῆμα καὶ ἐς μέσον , αἰνόδρυπτε
ἐθεάσω , ἐκ τούτων διηγήσαιο ἂν τῷ μὴ θεασαμένῳ . Εὐνόα , αἶρε τὸ νᾶμα : ἡ Πραξινόα φησὶ πρὸς
6682824 βυρσαν
ὅθι πνεύμονος ἕδρη . ἀλλ ' οὐδ ' ὣς ὑπὸ βύρσαν ἔδυ πολυώδυνος ἰός , ἀλλ ' ἔπεσε προπάροιθε ποδῶν
δὲ τὰ μὲν ἄλλα πάντα βοῦς μέγιστος , τὴν δὲ βύρσαν καὶ τὸ χρῶμα ἐλέφαντος ἔχει καὶ σχεδὸν εἰπεῖν καὶ
6680488 Δαφνι
Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Δάφνις θέοντα μετὰ πολλῶν καὶ βοῶντα Δάφνι , νομίσας ὅτι συλλαβεῖν αὐτὸν βουλόμενος τρέχει , ῥίψας
θυμὸν ἔχοισα , κεἶπε τύ θην τὸν Ἔρωτα κατεύχεο , Δάφνι , λυγιξεῖν : ἦ ῥ ' οὐκ αὐτὸς Ἔρωτος
6674229 Λευκιππη
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς
6661273 σποδον
καὶ τῶν ἀθέων τε καὶ ἀσεβῶν καὶ ἐκτεθηλυμμένων στιγμάτων τὴν σποδὸν ἀναδεύσει κηρῷ ὑγρῷ , καὶ ἐπιπλασάμενος τὴν νηδὺν καὶ
τῷ Βήλῳ Σαρδαναπάλλου κρατηθέντος καὶ τῶν βασιλείων ἐμπυρισθέντων ἀποκομιεῖν τὴν σποδὸν τὴν ἐκ τούτων εἰς Βαβυλῶνα , καὶ πλησίον τοῦ
6661067 μαχαιραν
Λυρνησσὶς ἦν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν : μάχαιραν τὴν παραξιφίδα . . . εἴ που ἔτι ζώει
ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ ,
6661039 Μυρταλην
λαβών : ὁ δὲ Λάμων προκαλεσάμενος ἔξω τῆς αὐλῆς τὴν Μυρτάλην οἰχόμεθα εἶπεν ὦ γύναι : ἥκει καιρὸς ἐκκαλύπτειν τὰ
, συμπότας ἔχων ἐπὶ κλίνης ἰδίας τὸν Λάμωνα καὶ τὴν Μυρτάλην . Πάλιν οὖν ταῖς ἑξῆς ἡμέραις ἐθύετο ἱερεῖα καὶ
6656570 δυστηνε
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν ,
6647692 ἡμμενην
. ἅμα δὲ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ τῶν ὑπηρετῶν τις προσήνεγκεν ἡμμένην δᾷδα : ἣν δεξάμενος καὶ τοῖς τριηράρχοις ὁμοίως ἅπασι
. Ἀκούω παῖδα γεωργοῦ κομίζειν ἐπί τι τῶν ἀναγκαίων δᾷδα ἡμμένην , τούτου δὲ ἁρπάσαντα τοῦ πυρὸς ἄνεμον ἐνεγκεῖν τε
6645516 πιεσας
κατὰ κράτος ἀπεγνωκὼς ἐκπόρθησιν εἰς χρόνιον καταβαίνοι πολιορκίαν οἰόμενος λιμῷ πιέσας τὴν πόλιν αἱρήσειν , ἅ τινα ἂν ἐπὶ τῆς
κεφαλὴν καθαιρέσθω , καὶ κατάξας τὸν αὐχένα ὡς μάλιστα , πιέσας πλεῖστον χρόνον . Ἐπανιεὶς δὲ διδόναι ἐν μέλιτι βάπτων
6644894 ἀπιων
: ἦγεν οὖν οὗτος τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ὡς εἰς οἶκον ἀπιών . . οὐκ ἀκόλουθα ] ὅ ἐστιν οὐ σύμφωνα
ἐχομένην ” εἶπεν “ κρήνην ἴωμεν , ” καὶ ἡγεῖτο ἀπιών , καὶ σύννους ἦν . εἶτα κἀκεῖ τὰ αὐτὰ
6642674 αὐλητριδα
νήφοντα ἄνδρα ἀφαιρούμενον μὲν τὸν κρατῆρα , ἀπάγοντα δὲ τὴν αὐλητρίδα , καθαιροῦντα δὲ τοὺς στεφάνους , παύοντα δὲ τὴν
αὐτὴν παντοδαποῖς τραγήμασιν , μύρον , στεφάνους , λιβανωτόν , αὐλητρίδα λαβέ . εἰ τὸ συνεχῶς καὶ πολλὰ καὶ ταχέως
6638825 λιμωττων
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ
6625811 ἐπαυλιν
ἀπορηθεὶς οὖν καὶ ἐπὶ πλέον ὁμιλεῖν καταιδεσθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἔπαυλιν , φλεγόμενος ἤδη τῷ ἔρωτι . μετ ' οὐ
Ἐξελάθετο καὶ Χλόης πρὸς ὀλίγον : καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἔπαυλιν ἐσθῆτά τε ἔλαβε πολυτελῆ καὶ παρὰ τὸν πατέρα τὸν
6625385 προσεκυνησε
ἔκλαυσεν ὑφ ' ἡδονῆς Διονύσιος ἰδὼν καὶ ἡσυχῆ τὴν Νέμεσιν προσεκύνησε . μόνην δὲ Πλαγγόνα προσμεῖναι κελεύσασα τοὺς λοιποὺς προέπεμψεν
, γράμματα παρὰ βασιλέως δεξάμενος οὐκ ἐῶντος πολιορκεῖν , ἀναγνοὺς προσεκύνησε τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἔθυσεν εὐαγγέλια ὡς μεγάλα δὴ ἀγαθὰ
6621917 περιτυγχανει
πετόμεναι θαρροῦσιν , ἀνωτέρω ἄξαι μὴ δυναμένου . Ἐλέφαντος πωλίῳ περιτυγχάνει λευκῷ πωλευτὴς Ἰνδός , καὶ παραλαβὼν ἔτρεφεν ἔτι νεαρόν
μαθεῖν ἄξιον . ὁ Ἠπειρώτης Πύρρος ὡδοιπόρει , εἶτα μέντοι περιτυγχάνει πεφονευμένῳ , καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ μέντοι καὶ φρουροῦντι
6620644 ἐλαθ
ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον μικροῦ κατακαύσας ἔλαθ ' ἑαυτόν , ὑπὸ μάλης τῇ γαστρὶ μᾶλλον τοῦ
, τὸ ποίμνιον ἁνίκ ' ἔβαλλε , κοὔ μ ' ἔλαθ ' , οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν ,
6619604 λεντιον
εἰς ἀποχώρησιν . ἐξῆλθεν καὶ ὁ Αἴσωπος καὶ παρεστήκει ἔχων λέντιον καὶ ξέστην ὕδατος . καὶ ὁ Ξάνθος αὐτῷ :
. Λέντιον : παρὰ τὸ λιαίνω τὸ καθαίρω λιέντιον καὶ λέντιον . Λέπας : καὶ Κιθαιρῶνος λέπας . εἴρηται εἰς
6619525 Δωρι
ζάψ . Πτωκὰς κύπειρος Μᾶτερ ὦ ποντία κλῦθι Νυμφᾶν ἁβρᾶν Δῶρι , κυμοκτύπων τ ' ἤραν ' ἁλίων μυχῶν .
δ ' ἐν Μνηματίῳ φησίν : ψῦξον τὸν οἶνον , Δῶρι . Πρωταγορίδης δ ' ἐν βʹ τῶν κωμικῶν ἱστοριῶν
6615074 ψηλαφᾳ
χαλκηλάτῳ ξίφει : ἀπὸ κοινοῦ τὸ παμφαλᾶται καὶ ψηλαφᾶται καὶ ψηλαφᾷ λυκοψίαν κνεφαίαν . καὶ ταῦτα μὲν οὕτως , ἡ
γὰρ αὐτῷ προσφέρω βρῶσιν διδοὺς τὴν ῥῖνά μ ' εὐθὺς ψηλαφᾷ κἄνω φέρει τὴν χεῖρα πρὸς φαλακρὸν ἡδὺ διαγελῶν .
6609202 ἀπονιζειν
τρίβειν τοὺς ὀδόντας τοὺς ἀλλοτρίους καί τι τῶν ἀναγκαίων ποιήσαντα ἀπονίζειν ἐκεῖνα τὰ μέρη . τῷ ὄντι θαυμαστόν ἐστι φιλεῖν
λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . νυνὶ δ ' ἀπονίζειν τὴν κύλικα δός τ ' ἐμπιεῖν : ἔγχει δ
6607270 κυναριον
ὃ θέλεις . ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ
ὕστερον ἔκριναν τοὺς πάλαι διδασκάλους . Ἦν δέ τις χαλκεὺς κυνάριον κατέχων . Ὁ δὲ χαλκεύων , ὁ κύων ἐκοιμᾶτο
6604987 οἰν
φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν , φυλόπιδος λῆξαι , πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ . Καὶ πῶς , ὦ κατάρατε , λύκος
' ἀμφέθηκα μυρσίνας . πυρᾶς δ ' ἔπ ' αὐτῆς οἶν μελάγχιμον πόκωι σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι
6596673 ἀποσπασαι
μετὰ μέλιτος χρῶ . [ θʹ . Αἷμα ἀπὸ μυκτήρων ἀποσπᾶσαι . ] Ἡδύοσμον ἀναλαβὼν μέλιτι καὶ κολλύρια ποιήσας θὲς
] * Τοῦτο εἶπεν , ὅτι ὁ Πορφυρίων ἐπεχείρει βοῦς ἀποσπᾶσαι ἐκ τῶν Δελφῶν , ἄκοντος τοῦ Ἀπόλλωνος : διὸ
6592665 ἐκτεινας
χερός , διά μ ' ἔφθειρας , κατὰ δ ' ἔκτεινας . φεῦ φεῦ : πρὸς θεῶν , ἀτρέμα ,
τί μ ' ἐδέχου , τί μ ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας ; καὶ πάλιν Ἡρακλέα που διαλεγόμενον πεποίηκε πρὸς τοὺς
6592135 κουφισον
καὶ ὡριαῖον , καὶ τὰς γινομένας ἡμέρας τε καὶ ὥρας κούφισον ἀπὸ τῶν τῆς μέσης ἀποκυή - σεως ἡμερῶν σογ
στοιχεῖ χρόνῳ . Ἔπαιρε σαυτόν , ὦ τέκνον , καὶ κούφισον . μή πώς με πίπτων καταβάλῃς σὺ χωλὸς ὤν
6589166 αἰγα
. ” ἐπιλέγει δὲ καὶ ὅτι ” Ὠλενίην δέ μιν αἶγα Διὸς καλέους ' ὑποφῆται „ δηλῶν τὸν τόπον διότι
ἢ αἰνίττομαι . αἰγίλιπος πέτρης τῆς οὕτως ὑψηλῆς ὥστε καὶ αἶγα μὴ ἐπιβαίνειν : ἁλτικὸν γὰρ τὸ ζῷον : “
6587816 σπυριδα
εἰς τὴν τῆς τροφῆς παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη
, ἀλλ ' οὐ ζωμόν , ἢ διαφθερεῖς . εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον
6584127 σπασας
θεός . εἰς ἀνδροβρῶτας ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . ἀντήλιοι θεοί καθωσίωσε οὐρὰν δ ' ὑπίλας '
κτενῶ . ἧ καὶ νεοσσὸν τόνδ ' , ὑπὸ πτερῶν σπάσας ; οὐ δῆτα : θυγατρὶ δ ' , ἢν
6582356 μυιαν
κηλητῆι [ ] ? [ [ ] ς παῦνι , μυῖαν ! [ ὁ δ ' αὐτίκ ' ἐλθὼν ⌋
, εἰκάζων μητρὶ κηδομένῃ κοιμωμένου αὐτῇ τοῦ βρέφους , τὴν μυῖαν αὖθις ἐπεισάγει τῷ παραδείγματι . καὶ μὴν καὶ ἐπιθέτῳ
6582127 προσδραμων
, θεῶν ὁ διὰ ταύτην δεθεὶς Ἄρης , καὶ ἅμα προσδραμὼν λιπαρέσι τοῖς χείλεσιν ἐφ ' ὅσον ἦν δυνατὸν ἐκτείνων
, ἐν τῇ φυγῇ θεασάμενος ἱππέων Νομάδων πλῆθος συνεστώς , προσδραμὼν ἠξίου μὴ προλιπεῖν αὑτὸν καὶ πείσας ἐπῆγε τοῖς διώκουσιν
6581574 χλαμυδα
γόνυ καὶ κρηπὶς ὑπὲρ σφυρὸν ἔρεισμα ἀσφαλὲς τῇ βάσει , χλαμύδα τε κοκκοβαφῆ ὑπὲρ αὐχένος κολπώσας τὸ θηρίον ὑφίσταται .
τὸ ἱππικὸν χλαμύδα , ὡς Θετταλῶν . πρώτην δέ φασι χλαμύδα ὀνομάσαι Σαπφὼ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος εἰποῦσαν ἐλθόντ ' ἐξ
6576796 φαρετραν
φασιν , ὅτι θεωρεῖς τόδε τῆς ἐμῆς στολῆς ἤτοι τὴν φαρέτραν τὴν ἀπολειφθεῖσαν ἀπὸ τῶν ἐμῶν ὅπλων . . .
ὑπ ' ἐμοῦ διὰ τὴν συμφοράν . ὀιστοδέγμονα ] τὴν φαρέτραν . σεσωσμένον ] τὸν ἐναπομείναντα ἤτοι τοὺς περιλειφθέντας ὀιστούς
6575614 πιεζων
νῶτον ἐπαΐξας περιβάλλεται αἰόλα δεσμά , ἰφθίμων δολιχῇσι ποδῶν σειρῇσι πιέζων , σὺν δέ οἱ ἀκραίῃς κοτυληδόσι θερμὸν ἐρείδει αὐλὸν
ῥοπή . Καταῤῥέξειεν : κατακρατήσειεν . ἐπικλίνοι : ἐπιφέροι . πιέζων : συσφίγγων , ἐπισφίγγων . Ἀστεμφεῖς : ἀχώριστοι .
6574911 ἀφες
διδακτόν , δίδασκε : εἰ δὲ σὺ μὴ δύνασαι , ἄφες με μαθεῖν παρὰ τῶν λεγόντων εἰδέναι . ἐπεὶ τί
τε γάρ ἐστιν καὶ εἰδεχθὴς καὶ σκληρὸς καὶ ἄτιμος : ἄφες αὐτὸν ἐπὶ κεφαλὴν κατὰ τῆς πέτρας : σὺ δὲ
6573649 ἐκκαλει
' : ἀποτρέχω ? ? ? . δέδειχά σοι [ ἐκκάλει ] καὶ διαλέγου [ ] ὢν τυγχάνω [ ]
! ! ! τρ ' ἔχω δέδειχα σοί : [ ἐκκάλει ] κααλετου [ ! ! ] ? ? ?
6568606 λυσον
αὐτῇ προςῆκεν ἐπιθεῖναι τὸ ξίφος : εἶτα μετὰ τὴν μετάληψιν λῦσον εὐθὺς τὴν ἀπὸ τοῦ νόμου διάνοιαν : οἷον ,
εἴτε δειλίᾳ καὶ τῷ φοβεῖσθαι μὴ πάλιν ἐλθὼν ἀπέλθῃ , λῦσον τὸν φόβον καὶ τὸ ταχέως προσέστω . πάντως καὶ
6564304 ἀποχει
γὰρ τἀληθὲς καιρὸς οὐκ ἦνἐν μυχῷ τινι τῆς οἰκίας ἀνακλαυσάμενος ἀποχεῖ τὴν τῶν δακρύων φοράν . εἶτ ' ἀπονιψάμενος λογισμῷ
. Τὸ ἐπέχειν ἀντὶ τοῦ ἀποχεῖν . τὸ γὰρ πνεῦμα ἀποχεῖ καὶ δέχεται ἕτερον . Ἡ δὲ γυνὴ ὅταν ἐν

Back