τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας . Καταμαθὼν δὲ κειμένην θερμὴν σκάφην θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον . Ὅστις φοβεῖται τὸν πατέρα κᾀσχύνεται | ||
ἔσται πρὸς ἅπαντα , εἴτε προσαντλεῖσθαι βούλοιντο ἐγκαθήμενοι εἰς τὴν σκάφην εἴτε ἐμβιβάζεσθαι εἰς τὰς καλουμένας τιτίδας δύναιντο . Μετὰ |
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τίν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνίης ; εἶτα θερμὴν | ||
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς ; εἶτα θερμὴν |
θεῖον καὶ τὸ αὐτὸ ποίει , ἄχρις ἂν πληρώσῃς τὴν λοπάδα , εἶθ ' ὑπόκαε : ἀναφθέντος δὲ τοῦ μολύβδου | ||
τοιοῦτος : μετὰ τὸ ἐξυμενιάσαι τὸ στέαρ λεαίνεται καὶ εἰς λοπάδα ἐμβληθὲν τήκεται , ἁλὸς ὀλίγου καὶ λεπτοῦ προσεμπασθέντος , |
⌈ , τουτέστι τὸν ἀντιβάτην , ? , πρὸς τὴν θύραν , αὐτῇ δὲ τῇ δοκῷ τὸν ὅλμον : κατὰ | ||
σφάζοντες , θύονται δὲ οἱ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντευόμενοι . θύραν καὶ θυραίαν φησὶ διαφέρειν . θυραία μὲν γάρ ἐστι |
ὀλίγον φροντίσας γε δεσποτῶν . ὡς ἐκπιών γ ' ἂν κύλικα μαινοίμην μίαν , πάντων Κυκλώπων ἀντιδοὺς βοσκήματα ῥίψας τ | ||
δέ φησι τὸ ἐν τῷ ἰσχίῳ ὀστοῦν καλεῖσθαι ἄλεισον καὶ κύλικα . κοτυλίσκος δὲ καλεῖται ὁ ἱερὸς τοῦ Διονύσου κρατηρίσκος |
ἀλλ ' οὐ καθώς . Κάκκαβον μὴ λέγε , ἀλλὰ κακκάβην διὰ τοῦ η , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Δαιδάλῳ . | ||
ἀλλ ' οὐ καθώς . Κάκκαβον : διὰ τοῦ η κακκάβην λέγε , τὸ γὰρ διὰ τοῦ ο ἀμαθές : |
τι τῆς δυσωδίας ὑπολείπηται , ἀνελόμενος τὸ προειρημένον εἰς ἑτέραν χύτραν καινὴν προσεπίχεον οἶνον εὐώδη καὶ τὰ αὐτὰ τοῖς προειρημένοις | ||
ὑποδηλοῖ δὲ Εὔνικος ἐν Ἀντείᾳ λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ βαῦνον ἂν εἴποις τὸν |
τῆς Ὕδρας ἀνασχίσας , καὶ τῇ χολῇ ταύτης τοὺς ὀϊστοὺς βάψας , θανατηφόρους εἰργάσατο . Ὑγιέστερος κρότωνος : ἐπὶ τῶν | ||
γίγαρτα ἢ ῥοιᾶς κυτίνους κόψας ἐπιτίθει : ἢ σπόγγον καινὸν βάψας εἰς πίσσαν ὠμὴν κατάκαυσον καὶ λεάνας χρῶ . χρήσιμον |
οὐράναι τε καὶ οὐρητῆρες καλοῦνται : ἡ δὲ τραγῳδία τὴν ἀμίδα οὐράνην ἐκάλεσεν . καλεῖται δέ τις καὶ περιτόναιος ὑμήν | ||
[ ] οὐράνην ἔρριψεν τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ὀδυσσέως ἀμίδα συντετρίφθαι . . . . Ὀνομαστ . ; : |
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [ | ||
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε |
καὶ τὰς πυξίδας ἀνατρέπων καὶ τὰ φάρμακα συγχέων καὶ τὴν θυίαν περιτρέπων , καὶ μάλιστα ἐπειδὰν τὴν θυσίαν ὑπερβαλώμεθα , | ||
ὑγρασίαν ἔχει πλείστην ὑπὸ ψύξεως πεπηγυῖαν : εἰ γοῦν τις θυίαν σκευάσας ἐκ μολύβδου μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου , βαλὼν εἰς |
νήφοντα ἄνδρα ἀφαιρούμενον μὲν τὸν κρατῆρα , ἀπάγοντα δὲ τὴν αὐλητρίδα , καθαιροῦντα δὲ τοὺς στεφάνους , παύοντα δὲ τὴν | ||
αὐτὴν παντοδαποῖς τραγήμασιν , μύρον , στεφάνους , λιβανωτόν , αὐλητρίδα λαβέ . εἰ τὸ συνεχῶς καὶ πολλὰ καὶ ταχέως |
ὅτι μύρον αὐτῇ φέρεις τοιοῦτον , οἷον οὐ Μέγαλλος πώποτε ἥψησεν , οὐδὲ Δεινίας Αἰγύπτιος οὔτ ' εἶδεν οὔτ ' | ||
οὐκ ἀξιόμαχος ὤν , βοῦν ἱερεύσας τὰ μὲν κρέα κατακόψας ἥψησεν , αὐτὸς δὲ ἐκπετάσας χαμαὶ τὴν βύρσαν κάθηται ἐπ |
πρῶτος αὐτῶν καταμαθὼν τῆς λοπάδος , ἀνεπήδησε κἄφευγεν κύκλῳ τὴν λοπάδ ' ἔχων , ἄλλοι δ ' ἐδίωκον κατὰ πόδας | ||
. κάκκαβον λέγω . σὺ δ ' ἴσως ἂν εἴποις λοπάδ ' . ἐμοὶ δὲ τοὔνομα οἴει διαφέρειν , εἴτε |
εἰς τὰς τριόδους ; τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα , γεύσασθαι μύρου . φέρ ' ἴδω , τί | ||
μύρισον , ) Ἀλέξιδος μέντοι ἐν τῷ Δρωπίδῃ σπάθην τὴν σπαθίδα εἰπόντος , τὴν σπάθην ἐν τῷ μύρῳ καθῆκεν . |
τῇ : Τί πρὸς τὸν Διόνυσον ; Τί δεῖ παρεῖναι λήκυθον , ἢν ἔτνος παρῇ . Τί τὸν τάραντα πρός | ||
πρᾶγμα : πρὸς γὰρ τουτονὶ τὸν πρόλογον οὐχ ἕξει προσάψαι λήκυθον . Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ ' ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ : |
ἅμα πάντες σιωπῶσι . Γελάσας οὖν ὁ Δάφνις ἡδὺ καὶ φιλήσας ἥδιον φίλημα καὶ τὸν τῶν ἴων στέφανον ἐκείνῃ περιθεὶς | ||
αὐτὸς δ ' οὖν , ἔφη , περιβαλών τε καὶ φιλήσας τοὺς ἄνδρας ἀξιῶσαι τρίτον αὐτὸν εἰς τὴν φιλίαν παραδέξασθαι |
κύλικας ἢ προχοίδια εἶναι δοκούσας , καὶ τὴν ἐν Ἀριστοφάνους Σκηνὰς καταλαμβανούσαις λήκυθον τὴν ἑπτακότυλον , τὴν χυτρίαν , τὴν | ||
Δημιοπράτοις ἀναγέγραπται , κόσκινον κριθοποιόν . ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη ὥσπερ κόσκινον αἰρόπινον τέτρηται . Λύχνοιδ ' |
προσπίπτει τοῖς γόνασιν ἡμῶν γυνή , χοίνιξι παχείαις δεδεμένη , δίκελλαν κρατοῦσα , τὴν κεφαλὴν κεκαρμένη , ἐρρυπωμένη τὸ σῶμα | ||
ὥστε τί οὐκ ἐπὶ τὴν πέτραν ταύτην ἀνελθὼν τὴν μὲν δίκελλαν ὀλίγον ἀναπαύω πάλαι πεπονηκυῖαν , αὐτὸς δὲ ὅτι πλείστους |
Κλεοπάτρᾳ τῶν γενεθλίων , τῇ πρὸ τούτων νυκτὶ θεῖναι τὴν κίστην πρὸ τῶν βασιλείων παρεσκευάσατο . οὗ συντελεσθέντος καὶ τῆς | ||
ἀναγράψαιμι τῶν λεγομένων τὰ κεφάλαια . Γ ” ἐνεγκάτω τὴν κίστην τις “ , φησίν , ” ἵνα ἀναγράψωμαι καὶ |
, τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . . . περιφέρειν ματτύην καὶ ποδάριον , καὶ γαστρίον τακερόν τι καὶ μήτρας | ||
οὗτος οἰμώζειν λέγει . Πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω , καὶ ματτύην ποιεῖτε θᾶττον . Νῦν δ ' οἶδ ' ἀκριβῶς |
τρίβειν τοὺς ὀδόντας τοὺς ἀλλοτρίους καί τι τῶν ἀναγκαίων ποιήσαντα ἀπονίζειν ἐκεῖνα τὰ μέρη . τῷ ὄντι θαυμαστόν ἐστι φιλεῖν | ||
λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . νυνὶ δ ' ἀπονίζειν τὴν κύλικα δός τ ' ἐμπιεῖν : ἔγχει δ |
, τέκω , τέκανον : ἀποβολῆ τοῦ α τέκνον . τήγανον , παρὰ τὸ τήκω τήκανον : καὶ τροπῆ τοῦ | ||
: Τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ , τὴν λοπάδα τήγανον προσαγορεύων . : Ἡγήσανδρος δὲ ὁ Δελφὸς , τρίγλην |
αἰγιαλοῖο θέοισαν : μετωνυμικῶς ἀπὸ τῆς θαλάσσης γαλήνης πρὸς τὴν Γαλάτειαν τρέπεται , καὶ λέγει , ὅτι ἐπάνω καὶ αὐτὴ | ||
. αὐτοῦ : αὐτόθεν ἐκ τοῦ αἰγιαλοῦ καταλειπόμενος καὶ τὴν Γαλάτειαν ἀείδων κατετήκετο μὲν τῷ ἔρωτι , παρεμυθεῖτο δὲ τῇ |
δ ' ἔγωγε πάντ ' ἂν ὑπομεῖναι δοκῶ ἢ τοῦτο τίτθην ἐν συνοικίαι τινὶ [ βούλομαι ] [ λάβοις ] | ||
ἐὰν δὲ κινήσηι μόνον τὴν Μυρτίλην ταύτην τις , ἣν τίτθην καλεῖ , πέρας ποεῖ λαλιᾶς . τὸ Δωδωναῖον ἄν |
, δορυάλωτος , δορύληπτος . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων . καὶ λοφοπωλεῖν | ||
δ ' ἐκαυλίζοντο καὶ ξυστὴ κάμαξ , ἐν δὲ Σκηνὰς καταλαμβανούσαις καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκόντων : |
πρωκτὸν προσκεφαλαίου . Ὥρα μάττειν ἐπὶ τοῖς ἱεροῖς καὶ τὴν ᾤαν περιδεῖσθαι περὶ τὴν ὀσφύν . Οἴμοι τάλας , δάκνει | ||
ἀγαθὰ δὴ γέγονεν ἀνδράσιν ἐμῆς ἀπὸ συνουσίας . Τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη , |
ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην . νικᾷ δ ' ᾤα λιθίνην μάκτραν . χαῖρ ' , ὦ διαπόντιον στράτευμα , τί | ||
: τὴν τῶν προβάτων ὁρκάνην . γράφεται καὶ ποτὶ τὰν μάκτραν , ὅ ἐστι σκεῦος ξύλινον ἀβακοειδές , οὗ φυρᾶν |
ἀμαυροῖς , ὥστε λήσεις τῷ χρόνῳ . κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . ἀνήσεις κροκύδα μαστιγουμένη . ἐγὼ δ ' | ||
' ἔχων , καὶ ὁ Ἀριστοφάνης : κατεσκέδασέ μου τὴν ἁμίδα κεχηνότος . λέγουσι δὲ καὶ ἅμαξαν δασέως καὶ καθημαξευμένα |
ἐπιτίθεται καὶ λιθοῦται καὶ προϲμένει ἄχριϲ ἀπουλώϲεωϲ . Ἄλλο . πρόπολιν τερεβινθίνην καὶ λιβανωτὸν ἴϲα ϲπληνίον ποιήϲαϲ χρῶ . ποιεῖ | ||
νίτρον , ἀφρόνιτρον , λιβανωτόν , σμύρναν , στύρακα , πρόπολιν , μαστίχην , καὶ ἄλλα μυρία τὰ τούτοις παραπλήσια |
Λαοδίκειαν , οὗ τοῦτο πολύ . ἔπεμψα δ ' οὖν διφθέραν , ἀντιλογίας τὰς μὲν ἀκριβῶς αὐτοῦ , τὰς δ | ||
ἔφη , κρεῖττον μηδὲν προστάττειν , ἀλλὰ μόνον αὐτὸν ζῆν διφθέραν ἔχοντα . Σύ , ἔφη , κελεύεις ἐμὲ διφθέραν |
ἀπορηθεὶς οὖν καὶ ἐπὶ πλέον ὁμιλεῖν καταιδεσθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἔπαυλιν , φλεγόμενος ἤδη τῷ ἔρωτι . μετ ' οὐ | ||
Ἐξελάθετο καὶ Χλόης πρὸς ὀλίγον : καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἔπαυλιν ἐσθῆτά τε ἔλαβε πολυτελῆ καὶ παρὰ τὸν πατέρα τὸν |
μακραῖς ἐπήλειψε : καὶ ἐκαθέζετο τὸ ἐντεῦθεν ὄρνιθας καὶ τὴν Χλόην μεριμνῶν . Ἀλλ ' ὄρνιθες μὲν καὶ ἧκον πολλοὶ | ||
ῥοίζῳ πολλῷ τὰς αἶγας εἰς τὴν νομήν : καὶ τὴν Χλόην φιλήσας καὶ τὰς Νύμφας προσκυνήσας κατῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν , |
ἀοιδήν . τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς : γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων : | ||
ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς ἐξανέστη , ἔλαθε τὰ ὠὰ ἀπορρίψας . ἀπ ' ἐκείνου τέ φασι , περὶ ὃν |
καὶ Ἱπποκράτης προσάρματα τὰ σιτία φησί . καὶ Ἀριστοφάνης ” αἶρ ' αἶρε μᾶζαν ” . καὶ ἁρμαλιὰ ἐπὶ τῆς | ||
γὰρ ἰήσαιτο βροτοφθόρα φάρμακα λυγρά . Ἀρτέμιδος βοτάνην δὲ συνώνυμον αἶρ ' ἐπιφώσκειν Ἠελίου μέλλοντος ἐπὶ χθόνα φέγγος ἐρυθρόν , |
τὰ τῆς δέρης ἁπαλά . οὐκοῦν ὃ μὲν συλλαβὼν τὴν καρίδα καμοῦσαν οἴεται δεῖπνον ἕξειν , ἣ δὲ ἐν ἐξουσίᾳ | ||
τὰ τῆς δέῤῥης ἁπαλά . οὐκοῦν ὁ μὲν συλλαβὼν τὴν καρίδα καμοῦσαν , οἴεται δεῖπνον ἔχειν : ἡ δὲ ἐν |
ταλαντεύεται : ἀντὶ τοῦ φόβος ἡμᾶς ἔχει διηνεκής . Ὅταν φακῆν ἕψητε , μὴ ἐπιχεῖν μύρον : Στράττις ἔφησε σκώπτων | ||
ζωμὸς μέλας ἐγένετο πρώτῳ Λαμπρίᾳ . ἀλλᾶντας Ἀφθόνητος , Εὔθυνος φακῆν , ἀπὸ συμβολῶν συνάγουσιν ἀρίστων πόρους * * * |
λύσας ἴσως ἂν τὸν λαγὼν ξυναρπάσειεν ὑμῶν ‚ καὶ ἐν Δαιταλεῦσιν ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λαγὼν ὀφθήσομαι . Ξενοφῶν δ | ||
ἓν τῶν μαγείρου σκευῶν : Ἀριστοφάνης δὲ αὐτὸ εἴρηκεν ἐν Δαιταλεῦσιν οὔκ , ἀλλὰ ταῦτά γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου |
Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ πάθους . ὑγρὸς ἄκανθος ὁ εὐκαμπὴς καὲ εὔτονος . . . . λεπτότερον καὶ εὐτονώτερον . | ||
Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ πάθους . ὑγρὸς ἄκανθος ὁ εὐκαμπὴς καὲ εὔτονος . . . . λεπτότερον καὶ εὐτονώτερον . |
θλασθῇ , καὶ σκιεροῦ κάτθες ὑπὲρ δαπέδου . αὐτίκα δὲ σκίλλην τριχοειδέσιν ἄμμιγα φλοιοῖς σταιτὶ περιπλάσσας θάλπε κατὰ φλογιῆς , | ||
τὸν οἶνον ἐπιχέαι , εἶτα πυριῆσαι . Προστιθέναι δὲ καὶ σκίλλην , ἔστ ' ἂν τὸ στόμα μαλθακὸν ᾖ καὶ |
μὲν χύτραν ἐπηλύγασεν , ἐννέα ἐμπλάσας σημεῖα , ὧν ἀφῄρει σφραγῖδα ἐφ ' ἡμέρας ἐννέα . καὶ τὴν ἐπὶ πάσαις | ||
κρωβύλους , κεκρυφάλους . Εὔθυνος δ ' ἔχων σανδάλια καὶ σφραγῖδα καὶ μεμυρισμένος ἐλογίζετο τῶν πραγμάτων οὐκ οἶδ ' ὅ |
τεκτονικὴ μία οὖσα διὰ τοῦτό ἐστιν ἵνα ποιήσῃ θρόνον ἢ κιβωτὸν ἢ πλοῖον ἀπὸ μιᾶς φύσεως τοῦ ξυλίνου . Οὐκοῦν | ||
ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς βουλομένοις αὐτῷ προσιέναι κιβωτὸν τοῦ σώματος προβαλλόμενος . Οἱ δὲ οὐδὲ κιβωτόν φασιν |
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον , | ||
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ |
, εἶτα προσχωννύουσιν ἐλαφρῶς τῇ γῇ παρακειμένῃ , μίξαντες ὀλίγην κόπρον , καὶ ὅταν οἱ βλαστοὶ φύωσι , τοὺς μὲν | ||
λείοιϲ κατάπλαϲϲε ἢ ἀνδράχνην τρίψαϲ μετὰ ἀλφίτων κατάπλαϲϲε ἢ περιϲτερᾶϲ κόπρον εἰϲ ὀθόνιον ἐνειλήϲαϲ κατάκαυϲον καὶ διεὶϲ ἐλαίῳ τὴν τέφραν |
διὰ τί ; ὅτι σὺ σεαυτὸν ἡγῇ μίαν τινὰ εἶναι κρόκην τῶν ἐκ τοῦ χιτῶνος . τί οὖν ; σὲ | ||
ἐόντες ὑφαίνουσι . Ὑφαίνουσι δὲ οἱ μὲν ἄλλοι ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες , Αἰγύπτιοι δὲ κάτω . Τὰ ἄχθεα οἱ |
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ | ||
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ |
. . ἆ ἆ : Ὡς τοῦ νεανίσκου προσφέροντος τὴν δᾷδα αὐτῇ , τοῦτο λέγει : ἔστι δὲ ἐπίρρημα ἐκπλήξεως | ||
μὴ θάπτειν : „ ὑψηλὴν ἆρον , ἄνθρωπε , τὴν δᾷδα . τί βιάζῃ καὶ κατάγεις κάτω καὶ βασανίζεις τὸ |
Φίλλις ὁ μουσικός , ὅτι ἐν τοῖς γάμοις περὶ μίαν τράπεζαν πολλὰς κλίνας τιθέντες , παρὰ μέρος ἑξῆς μυρρίνας , | ||
ἀεικέλιον τὸν εὐτελῆ : “ δίφρον ἀεικέλιον καταθεὶς ὀλίγην τε τράπεζαν ” καὶ “ πρόσθεν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος φαίνεται |
. Ἔνδησον , ὦ βέλτιστε , τῷ ξένῳ καλῶς τὴν ἐμπολὴν οὕτως ὅπως ἂν μὴ φέρων κατάξῃ . Ἐμοὶ μελήσει | ||
. ἐμπολή τὰ φορτία Ἀττικοί , ὡς Ἀριστοφάνης “ τὴν ἐμπολὴν ὅπως μὴ καὶ φέρων κατάξῃ . ” τὸ δὲ |
, ὃ δή τινες κνῆστρον καλοῦσιν , ἄλλοι δὲ τὴν ἀκαλήφην , ἤγουν τὴν ἀγρίαν κνίζαν . ἡ δὲ πριόνεσσι | ||
. Χρύσιππός τέ φησι : μήποτ ' ἐλαίαν ἔσθιε , ἀκαλήφην ἔχων . χειμῶνος ὥρᾳ βολβοφακῆν , βαβαί . βολβοφακῆ |
εἰς ἀποχώρησιν . ἐξῆλθεν καὶ ὁ Αἴσωπος καὶ παρεστήκει ἔχων λέντιον καὶ ξέστην ὕδατος . καὶ ὁ Ξάνθος αὐτῷ : | ||
. Λέντιον : παρὰ τὸ λιαίνω τὸ καθαίρω λιέντιον καὶ λέντιον . Λέπας : καὶ Κιθαιρῶνος λέπας . εἴρηται εἰς |
ἐν Λευκαδίᾳ Ἀρτέμιδος τὸ ξόανον [ ἐπὶ ] τῆς κεφαλῆς θυείαν ἔχει ? δι ' αἰτίαν ταύτην : Ἠπειρῶται τνηη | ||
θεὸν ἐστεμμένην χρυσῷ στεφάνῳ : τοῦτον ἐπιχλευάσαντες ἀφεῖλον καὶ τὴν θυείαν , ἐν ᾗ σκόρδα ? τρίψαντες ἔφαγον , τῇ |
, ποτὲ ἔθου πεφιλημένην . . . χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . | ||
κυνέην : νέφος τι καὶ ἀορασία : ἢ περιφραστικῶς τὴν περικεφαλαίαν : ἐν γὰρ αὐτῇ τὸ πρόσωπον ἔκρυψεν ἡ Ἀθηνᾶ |
ἀποσπώμενα , ὥστε αὐτὰ μηδὲ σκαρίζειν , μηδὲ κόπτειν τὴν ὁρμιὰν ἀποσπῶντα . Σιλούρου , βρόμου δραχ . ηʹ : | ||
ἀνασπάσαι τὸν κάλαμον ἣ δὲ ἀνέθορε , καὶ ἀπέκειρε τὴν ὁρμιὰν καὶ νήχεται αὖθις . πολλάκις οὖν καὶ δύο καὶ |
τοῦ ζυγοῦ , ἤτοι στάθμης , μέρος . . * πλάστιγγα : πλαστιγξ ἡ τοῦ ζυγίου χύτρα * πεσοῦσαν : | ||
διδάξω καθ ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα ποιήσῃ πεσεῖν πλάστιγγα ; ποίαν ; τοῦτο τοὐπικείμενον ἄνω |
πινόμενον θεραπεύει . Μελιτηρὸν ἀγγεῖον οὐκέτι ἔχον μέλι παρασκευάσας ἐπίβαλλε σκίλλαν εἰς λεπτὰ διαθρύψας ταῖς χερσίν , εἶτα πωμάσας στεγανῷ | ||
ῥαγέν . Περιαλείφουσι δὲ οἱ μὲν πηλὸν μόνον οἱ δὲ σκίλλαν ὑποτιθέντες εἶτ ' ἄνωθεν τὸν πηλὸν ἐπὶ τούτῳ δὲ |
καὶ πρὸς τὸν ῥυμὸν τῆς Ἁμάξης ἐξέδραμεν . ὅθεν πολλοὶ ἀλώπεκα ταύτην φασὶ τὸ ζυγόλωρον ἐσθίουσαν . Πληιάδων : Πλειάδες | ||
τῶν ποταμῶν πήξεως τῆς οὔσης σφαλερᾶς οἱ Θρᾷκες γνώμονα τὴν ἀλώπεκα ποιοῦνται . καὶ ἂν διαδράμῃ τὸν κρύσταλλον μὴ ἐνδιδόντα |
ᾧ τυρεύουσιν , καὶ κρεμαστήρ , ἐφ ' οὗ τοὺς τυροὺς ἔτερσον , καὶ τὸ ἄνω τοῦ ποδὸς ἢ τὸ | ||
θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾤ ' ἐκλάπτων , κήρυκας ἔχων , |
καὶ ξυνὼν Βρασίδᾳ καὶ φορῶν κράσπεδα στεμμάτων τήν θ ' ὑπήνην ἄκουρον τρέφων ; νὴ Δί ' ἦ μοι κρεῖττον | ||
ἰούλῳ νέον ὑπανθῶν παρὰ τὰ ὦτα καθέρποντι ἢ περὶ τὴν ὑπήνην ἀνέρποντι , ὑπηνήτης , ἐν ἦρι τῆς ὥρας , |
τοῖς πρίν : ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ | ||
ἄρτον καὶ τὸ θεῖον καὶ τὰ ἄλλα πάντα πρὸς τὴν ἐπῳδὴν εὐτρέπιζε . Καινὰ περὶ σοῦ ἀκούομεν , ὦ Λέαινα |
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας | ||
δέ , τῇ Καμαρίνῃ δηλονότι : τῇ λίμνῃ , δόξαν ἁβράν , ἀντὶ τοῦ λαμπράν , νεάζουσαν , ἀνέθηκε νικήσας |
χυλοῦ , τὸν δὲ χυλὸν οὕτω ποίει . τὸ λινόσπερμον πλῦνε ἐπιμελῶς καὶ λαβὼν ὕδατος # γ εἰς μίαν λινοσπέρμου | ||
: ἀπὸ κληματίδος ἀμπέλου τέφραν , ἤγουν στακτήν πλύνεο ] πλῦνε τέφρην ] σποδιάν θαλπομένην ] θερμαινομένην θαλπομένην ] θερμήν |
ἐπιλαβόντος καὶ σφοδροῦ τοῦ κρύους γενομένου περιιὼν ἐπειδὴ εἶδε τὴν χελιδόνα νεκρὰν ἐρριμμένην , ἔφη πρὸς αὐτήν : „ ὦ | ||
ἄσωτος καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἱματίου μόνου αὐτῷ περιλειφθέντος ὡς ἐθεάσατο χελιδόνα παρὰ καιρὸν ὀφθεῖσαν , οἰόμενος ἤδη θέρος εἶναι ὡς |
ὁ ὑπὲρ τοῦ ψηφίσματος ὃ ἐγράψατο Ἀρχῖνος τὴν πολιτείαν αὐτοῦ περιελών . . . . . . . . . | ||
τοῖς θεάτροις ὄχλων , διὰ μὲν τῶν ἐλευθέρων τοὺς δούλους περιελών , διὰ δὲ τῶν ἀνδρῶν παῖδάς τε καὶ γυναῖκας |
τῷ μαγείρῳ σταυροῦ ἂν τιμήσαιτο , εἰ τὰ κρέα ἕψων καθεὶς τὸν δάκτυλον τοῦ ζωμοῦ τι περιελιχμήσατο ἢ ὀπτωμένων ἀποσπάσας | ||
τὸ αἰδοῖον ἄκρον ἐπιτεμὼν συνέτρησεν εἰς τὸν οὐρητῆρα , καὶ καθεὶς ἀργυροῦν καυλίσκον ταύτῃ τὰ περιττώματα τῶν ὑγρῶν ἐξεκόμιζε , |
, κόψας ἐν ὅλμῳ καὶ μετὰ ταῦτα ἐμβαλὼν εἰς χύτραν ὀστρακίνην καινὴν ἐπέμβαλλε οἴνου παλαιοῦ λευκοῦ τοσοῦτον ὅσον αὔταρκες βρέξαι | ||
ἀμίδα εἰσφέρειν : συγκαταινέσαντος δὲ πάλιν ἀνεπυνθάνοντο , χαλκῆν ἢ ὀστρακίνην ; ὁ δὲ ὀργισθεὶς ἀπεφήνατο , μηδὲ ἑτέραν . |
ἧκε μετὰ τῶν ἄλλων σατραπῶν : ὁ δὲ ἵππος αὐτοῦ γνωρίσας τὸν τόπον τῆς συνουσίας ἐρωτικόν τι παθὼν πρῶτος ἐχρεμέτισεν | ||
ἄχρι λιμένων τῶν κατὰ πόλεις καὶ ὑποδρόμων λεωφόρους ἀνατεμὼν καὶ γνωρίσας ἠπειρώτας νησιώτας οὐκ ἄν ποτ ' εἰς ἑαυτοὺς ἐλθόντας |
. νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις . Ποσείδιππος Δημόταις . Εὔπολις Αἰξίν . ἰδίως δὲ ἐσχημάτικεν τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ | ||
γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν . Εὔπολις Αἰξίν : ” ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν , σκάπτειν , νεᾶν |
γλυκύτητος ἰδίων . τὸ μέντοι περὶ τὸν Ἀβραδάτην καὶ τὴν Πάνθειαν πᾶν ἦθός τε καὶ πάθος πολλὰς ἔσχε τὰς ἡδονὰς | ||
αὐτοῦ ἐξευρίσκουσι . Δ . μὲν Πενίαν , Εὐφορίων δὲ Πάνθειαν , Φιλόξενος δὲ ὁ Σιδώνιος Δανάην . μ . |
, σκότος γὰρ γίγνεται , καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία . | ||
μηδὲν προσενεγκὼν ἥδυσμ ' , ἀλλ ' ἐς ὕδωρ μόνον ἐνθεὶς καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο |
λειοτάτῳ : καὶ τὴν ἀριστολοχίην ξύων τε καὶ τρίβων λείην ἐπιπάσσειν . Ἕτερον ἔναιμον : σμύρνα , λιβανωτὸς , κηκὶς | ||
σκελῶν θεῖναι χύτραν ἢ λεβήτιον ἔχον ἄνθρακας ἡμμένους , ἔπειτα ἐπιπάσσειν ἐπὶ τὸ πῦρ ἀριστολοχίας , μάλιστα μὲν κληματίτιδος , |
ἐμισθώσαντο , στρατιώτης καὶ μαστιγίας : ἀναγωγότερον οὖν τοῦ στρατιώτου λάκκον αὐτὴν εἰπόντος πῶς ; ἔφησεν : ἢ ὅτι δύο | ||
πτέρυξις . λαχήνας : ὀρύξας , σκάψας Βόθρον : , λάκκον . δέμας : σῶμα . εὐνήν : κοίτην . |
βʹ . τὴν σταφίδα κόψον καὶ εἰς κύστιν προβατείαν ἢ αἰγείαν τοῦ οὔρου ἔτι ἐνόντος καθεὶς ποίησον ὑποξηρανθῆναι , εἶτα | ||
εἴη , περιπλασθήτω τὸ τραῦμα γῇ λεπτοτάτῃ , μίξας κόπρον αἰγείαν ἢ προβατείαν , καὶ περίδησον . εἶτα περίσκαλον τὸ |
φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους . καὶ τί ποτ ' | ||
οὖν τὸ μὲν κρίνον ἐπὶ τοῦ τεθνηκότος , τὴν δὲ κολοκύντην ἐπὶ τοῦ ὑγιοῦς . Ἡ ἀπὸ Σκυθῶν ῥῆσις : |
. καὶ Εὐριπίδης ἐν Ἡρακλεῖ γέροντα τὴν δ ' ἔσω γραῖαν δόμων ἀντὶ τοῦ ἔνδον . καὶ Εὔβουλος ὁ τῆς | ||
καρδία σφαλήσεται . καὶ τὸν γέροντα τήν τ ' ἔσω γραῖαν δόμων τιμᾶτε πατρὸς μητέρ ' Ἀλκμήνην ἐμοῦ ξένους τε |
δὲ ὡς εἰκὸς μὴ εὑρεθῇ ἡ βοτάνη εἰς τὴν ἀνοιχθεῖσαν νοσσιάν , ὑποκατάκλειε τῷ γεγλυμένῳ λίθῳ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ | ||
ὁ κάνθαρος ὀργισθεὶς συνεπετάσθη τῷ ἀετῷ καὶ κατασκοπήσας αὐτοῦ τὴν νοσσιάν , ἐν ᾗ ἦν συνστρέψας ὁ ἀετὸς ὠά , |
πάλιν οἴκαδε . Ὦ Θρᾷττα , τὴν κίστην κάθελε , κᾆτ ' ἔξελε τὸ πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν | ||
ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους |
: καθάπερ τὸν Δαριήκην Δαρεῖον ἐκάλεσαν , τὴν δὲ Φάρζιριν Παρύσατιν , Ἀταργάτιν δὲ τὴν Ἀθάραν : Δερκετὼ δ ' | ||
Στατείρας ἀποκτεῖναι πάντας πλὴν Μένωνος . ἐκ δὲ τούτου τὴν Παρύσατιν ἐπιβουλεῦσαι τῆι Στατείραι καὶ συσκευάσασθαι τὴν φαρμακείαν κατ ' |
γόνυ καὶ κρηπὶς ὑπὲρ σφυρὸν ἔρεισμα ἀσφαλὲς τῇ βάσει , χλαμύδα τε κοκκοβαφῆ ὑπὲρ αὐχένος κολπώσας τὸ θηρίον ὑφίσταται . | ||
τὸ ἱππικὸν χλαμύδα , ὡς Θετταλῶν . πρώτην δέ φασι χλαμύδα ὀνομάσαι Σαπφὼ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος εἰποῦσαν ἐλθόντ ' ἐξ |
Τελμισσεῦσι καὶ πόθεν ἐγὼ τρίπουν τράπεζαν λήψομαι ; καὶ ἐν Ἐκκλησιαζούσαις καὶ τὼ τρίποδ ' ἐξένεγκε καὶ τὴν λήκυθον . | ||
. ” νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον “ : κεῖται καὶ ἐν Ἐκκλησιαζούσαις . Γ τουτέστι νουνεχῶς ἐσκεπάσθητε . κεράμῳ τὸ νῶτον |
τὸν ἀλεκτρυόνα καλῶν καὶ βροτοκέρτην τὸν κουρέα καὶ τὴν δραχμὴν ἀργυρίδα , τὴν δὲ χοίνικα ἡμεροτροφίδα καὶ τὸν κήρυκα ἀπύτην | ||
ἐν Πέρσαις οὕτως μνημονεύει : οὗτος σύ , ποῖ τὴν ἀργυρίδα τηνδὶ φέρεις ; χρυσίδος δὲ Κρατῖνος ἐν Νόμοις : |
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις | ||
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ |
μὲν γὰρ ὄψει μαθητὴν Περικλέα , τοῦ δὲ Κριτίαν . κατάβαλλε τὴν μωρίαν ταύτην καὶ ἀηδίαν , ὁ ἐμὸς ἔρως | ||
. λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον : τὸ λήϊον τέμνε ἐκθερίζων . καί |
τὴν διόπτραν ἐπὶ τὴν μοῖραν τοῦ Κριοῦ τὴν πεντεκαιδεκάτην καὶ θές τε εἰς τὰ γράμματα τῶν παραλλήλων κύκλων ἔνθ ' | ||
' ἐν ἀγκάλαις λαβὼν βωμοὺς ἐπ ' ἄλλους δαιμόνων ἐγχωρίων θές , ὡς ἴδωσι τῆσδ ' ἀφίξεως τέκμαρ πάντες πολῖται |
εἰς τὴν τῆς τροφῆς παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη | ||
, ἀλλ ' οὐ ζωμόν , ἢ διαφθερεῖς . εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον |
τὸ ἡμιαμφόριον ἡμικάδιον : Ἐπίχαρμος μέντοι ἐν Φιλοκλίνῃ διακρίνειν ἔοικε κάδον καὶ ἀμφορέα , εἰπὼν οὔτ ' ἐν κάδῳ δηλοίμην | ||
ἔξεστι κυαθίζειν γάρ . . . . . τὸν δὲ κάδον ἔξω καὶ τὸ ποτήριον λαβὼν ἀπόφερε τἄλλα πάντα . |
περὶ ζωικῶν μαλάκιά φησιν εἶναι πολύποδας ὀσμύλην , ἑλεδώνην , σηπίαν , τευθίδα . Ἐπίχαρμος : πώλυποί τε σηπίαι τε | ||
δὲ πέμπτῳ μορίων βραχύβιά φησιν εἶναι τὸν τεῦθον καὶ τὴν σηπίαν . Ἀρχέστρατος δ ' ὁ πᾶσαν γῆν καὶ θάλασσαν |
. Τί ταῦτα ληρεῖς , φληναφῶν ἄνω κάτω Λύκειον , Ἀκαδήμειαν , Ὠιδείου πύλας , λήρους σοφιστῶν ; οὐδὲ ἓν | ||
, διαγωγὴν ? [ ] τίν ' ἐπαίροι [ , Ἀκαδήμειαν ] ? δ ' ὑποθέμενον [ - ] ? |
ζωμήρυσιν φέροις : ὀβελίσκους δώδεκα : κρεάγραν : θυΐαν : τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα : | ||
γὰρ ἐσκαλῶ . Λάβητι μάρτυρας παρεῖναι τρύβλιον , δοίδυκα , τυρόκνηστιν , ἐσχάραν , χύτραν , καὶ τἄλλα τὰ σκεύη |
τὰς ἀμπέλους , ἐὰν αὐτὰς τὰς κανθαρίδας βρέξας ἐπιχρίσῃς τὴν ἀκόνην , ἐφ ' ἧς ἀκονᾶν μέλλεις τὰ δρέπανα . | ||
οὐδέποτ ' ὀρθόν : ἐπὶ τῶν ἀδιορθώτων . Ξυρὸς εἰς ἀκόνην . Ξὺν τῷ θεῷ πᾶς καὶ γελᾷ κὠδύρεται : |
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον . | ||
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ] |
: ἢ ἀρσενικὸν σχιστὸν ἀντὶ ἅλατος εἰς ὠὸν ῥυτὸν καὶ ῥόφησον νῆστις : ἢ ἀρσενικὸν συντρίψας μετ ' οἴνου χλιαροῦ | ||
εἴρηται καὶ ἔνθεσις , ἡ τροφή , καὶ ” ἐνθοῦ ῥόφησον ” παρ ' Ἀριστοφάνει καὶ ἀλλαχοῦ παρὰ τῷ αὐτῷ |
τὴν αἰτίαν . καὶ μαθὼν ὅτι πᾶν εἰς γάμους συνηγόρασται λουσάμενος παρῆν ἄκλητος ὡς τὸν νυμφίον . καὶ μετὰ τὸ | ||
ἱερόν . ἤδη δὲ βαθείας ἑσπέρας εὐπορήσας ὑπηρετῶν , αὐτόθι λουσάμενος ὑπὸ λαμπτῆρος ἀπὸ μικρᾶς πάνυ τροφῆς ἀνεπαυόμην . καὶ |
χαλκῷ γραφείῳ εἴ τι ἂν βούλει μὴ βαθέως , εἶτα παπύρῳ ἐνειλήσας φύτευσον . ὅπερ γὰρ ἂν ἐπιγράψῃς ἐν τῇ | ||
ἐξελόντες , ἐμβάλλομεν εἰς τὸ κλῆμα τῆς ἀντιδότου , εἶτα παπύρῳ περιελίξαντες τὸ σχισθὲν μέρος φυτεύομεν . Οἱ δὲ ἐπιμελέστερον |
Νόμοις : θήκην δ ' ὑπὸ γῆς αὐτοῖς εἰργασμένην εἶναι ψαλίδα προμήκη λίθον . ἐκ δὲ τῶν τῆς πόλεως μερῶν | ||
κυλισθεὶς ὥς τις ὄνος ἰσόσπριος Φρύγες στενὴν δ ' ἔδυμεν ψαλίδα κοὐκ ἀβόρβορον θεοὶ γὰρ οὔποτ ' , εἴ τι |
ναῦν μὲν εἰπὼν ὑπὸ τοῦ κλύδωνος λυθῆναι , αὐτὸν δὲ Οὔτιν καλεῖσθαι . ὁ δὲ βʹ λαβὼν τῶν Ὀδυσσέως ἑταίρων | ||
Πηνελόπην Οὐδενὸς εὐνάτειραν , ἐπεὶ γυνὴ ἦν Ὀδυσσέως , ὃς Οὔτιν ἑαυτὸν ἐκάλεσεν . τὸν δὲ Πᾶνα ἔνιοι γηγενῆ ἱστοροῦσιν |
μέτρον , τὸ πάντων δὲ κοινόν , ἀμόλυντον παρέχειν τὴν ἔμπλαϲτρον . χαλκῖτιϲ δὲ ἕψεται ὁμοίωϲ χαλκῷ , καὶ μετρεῖταί | ||
: μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τὴν δι ' ἰτεῶν ἐπιρριπτέον ἔμπλαϲτρον , καὶ μάλιϲτα μετριωτέραϲ οὔϲηϲ τῆϲ φορᾶϲ . διὰ |
εἴρηκε . εἴρηκε δὲ καὶ σύμποδα καὶ συνθήκην μεσέγγυον τὴν μείρακα καταθέσθαι Ἀριστοφάνης λέγει . ὅτῳ δὲ τὰ σκεύη ἐκομίζετο | ||
ἐκ μὲν παιδὸς εἰς ἔφηβον , ἐκ δὲ ἐφήβου εἰς μείρακα καὶ ἐπὶ τῶν ἑξῆς ἡλικιῶν : λέγει δὲ περὶ |
κἀπειδὴ μόνον ἡ Ἄτροπος ἔνευσέ μοι , ἄσμενος ἀπορρίψας τὴν σμίλην καὶ τὸ κάττυμακρηπῖδα γάρ τινα ἐν ταῖν χεροῖν εἶχονἀναπηδήσας | ||
αἵματος , εἰ μὴ μέχρι βάθους ἱκανοῦ καθείη τις τὴν σμίλην . αὐτὸ δὴ οὖν τοῦτο μόνον αὐτοῦ προσήκει τέμνειν |
μὲν ἐπιγονατίδα , τινὲς δ ' ἐπιγουνίδα , τινὲς δὲ μύλην . Ὑπὸ τῶν ὀλίγον ἔμπροσθεν εἰρημένων ἀποφύσεων ἐπὶ τοῖς | ||
Ταΰγετον ὀνομάζουσιν Ἀλεσίας χωρίον , Μύλητα τὸν Λέλεγος πρῶτον ἀνθρώπων μύλην τε εὑρεῖν λέγοντες καὶ ἐν ταῖς Ἀλεσίαις ταύταις ἀλέσαι |
δυσκολοκοίτου ] δυσκολῶς κοιμᾶσθαι ποιούσης , τῆς ποιούσης δυσκολαίνειν τὴν κοίτην , δυσχερεστάτης δυσκόλου κοίτης , δυσχερῶς ἐχούσης κοιτάζεσθαι . | ||
ῥῆξιν καὶ ταριχοφαγία καὶ τῆϲ διὰ κολοκυνθίδοϲ ἱερᾶϲ καταπότια πρὸϲ κοίτην λαμβανόμενα . ἀρξαμένου δὲ ἐκκρίνεϲθαι τοῦ πύου αὖθιϲ διδόναι |