τοῦ ζυγοῦ , ἤτοι στάθμης , μέρος . . * πλάστιγγα : πλαστιγξ ἡ τοῦ ζυγίου χύτρα * πεσοῦσαν : | ||
διδάξω καθ ' ὅσον ἂν τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα ποιήσῃ πεσεῖν πλάστιγγα ; ποίαν ; τοῦτο τοὐπικείμενον ἄνω |
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τίν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνίης ; εἶτα θερμὴν | ||
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς ; εἶτα θερμὴν |
ὀλίγον φροντίσας γε δεσποτῶν . ὡς ἐκπιών γ ' ἂν κύλικα μαινοίμην μίαν , πάντων Κυκλώπων ἀντιδοὺς βοσκήματα ῥίψας τ | ||
δέ φησι τὸ ἐν τῷ ἰσχίῳ ὀστοῦν καλεῖσθαι ἄλεισον καὶ κύλικα . κοτυλίσκος δὲ καλεῖται ὁ ἱερὸς τοῦ Διονύσου κρατηρίσκος |
μειρακύλλιον ἀναπαυόμενον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἀξιοῦν πρωὶ γενόμενον ὥστε τὴν πυγὴν ἅπαξ αὐτῷ παρασχεῖν , τὴν δὲ τοῦτ ' εἰπεῖν | ||
καὶ τέλος κατὰ τοῦ τέγους ἁλόμενος διέφυγε , ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος . εἶτα μειράκιόν τι ὡραῖον διαφθείρας τρισχιλίων ἐξωνήσατο |
τι τῆς δυσωδίας ὑπολείπηται , ἀνελόμενος τὸ προειρημένον εἰς ἑτέραν χύτραν καινὴν προσεπίχεον οἶνον εὐώδη καὶ τὰ αὐτὰ τοῖς προειρημένοις | ||
ὑποδηλοῖ δὲ Εὔνικος ἐν Ἀντείᾳ λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ βαῦνον ἂν εἴποις τὸν |
: ὁ πορνοβοσκὸς γὰρ [ μ ' ] ὑπὸ κνισολοιχίας χορδήν τιν ' αἱματῖτιν αὑτῷ σκευάσαι ἐκέλευσε ταυτηνί με . | ||
πρόσηβος , ἐμάνθανε κιθαρίζειν . τοῦ δὲ διδάσκοντος κροῦσαι κελεύσαντος χορδήν τινα σὺν μέλει καὶ ἣν ἀπῄτει τὰ κιθαρίσματα , |
δυσκολοκοίτου ] δυσκολῶς κοιμᾶσθαι ποιούσης , τῆς ποιούσης δυσκολαίνειν τὴν κοίτην , δυσχερεστάτης δυσκόλου κοίτης , δυσχερῶς ἐχούσης κοιτάζεσθαι . | ||
ῥῆξιν καὶ ταριχοφαγία καὶ τῆϲ διὰ κολοκυνθίδοϲ ἱερᾶϲ καταπότια πρὸϲ κοίτην λαμβανόμενα . ἀρξαμένου δὲ ἐκκρίνεϲθαι τοῦ πύου αὖθιϲ διδόναι |
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ | ||
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ |
ὁ φοῖνιξ , ῥήσσει ἑαυτὸν ἐπὶ τὴν γῆν , καὶ ὀπὴν ἐκ τοῦ ῥήγματος λαμβάνει , καὶ ἐκ τοῦ ἰχῶρος | ||
: ψηλαφῶσιν . πόρον : ὀπήν . βρόχον εὐρύν : ὀπὴν εὑρεῖν . ἐν ἕρκει : τῷ περιφράγματι , δικτύῳ |
⌈ , τουτέστι τὸν ἀντιβάτην , ? , πρὸς τὴν θύραν , αὐτῇ δὲ τῇ δοκῷ τὸν ὅλμον : κατὰ | ||
σφάζοντες , θύονται δὲ οἱ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντευόμενοι . θύραν καὶ θυραίαν φησὶ διαφέρειν . θυραία μὲν γάρ ἐστι |
: ἡ δ ' εὐωδία μικτὴν ἕξει τὴν ἀποφοράν . αἰθάλην δὲ λιβανωτοῦ ποίει : λαβιδίῳ καθ ' ἕνα χόνδρον | ||
ὁρῶσιν ἱδρῶτι ῥεόμενον , εἰς τὴν κάμινον ἐπικεκυφότα , πολλὴν αἰθάλην ἐπὶ τοῦ προσώπου ἔχοντα : καὶ ὅμως τοιοῦτον ὄντα |
τῷ μαγείρῳ σταυροῦ ἂν τιμήσαιτο , εἰ τὰ κρέα ἕψων καθεὶς τὸν δάκτυλον τοῦ ζωμοῦ τι περιελιχμήσατο ἢ ὀπτωμένων ἀποσπάσας | ||
τὸ αἰδοῖον ἄκρον ἐπιτεμὼν συνέτρησεν εἰς τὸν οὐρητῆρα , καὶ καθεὶς ἀργυροῦν καυλίσκον ταύτῃ τὰ περιττώματα τῶν ὑγρῶν ἐξεκόμιζε , |
καὶ τὰς πυξίδας ἀνατρέπων καὶ τὰ φάρμακα συγχέων καὶ τὴν θυίαν περιτρέπων , καὶ μάλιστα ἐπειδὰν τὴν θυσίαν ὑπερβαλώμεθα , | ||
ὑγρασίαν ἔχει πλείστην ὑπὸ ψύξεως πεπηγυῖαν : εἰ γοῦν τις θυίαν σκευάσας ἐκ μολύβδου μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου , βαλὼν εἰς |
τῶν ἰχθύων . ἢ παρὰ τὴν τοῦ σώματος σχέσιν : ὄλπην γάρ φασι τὴν λήκυθον , ὡς εἶναι παρὰ τὴν | ||
χρισμάτων * ἐς τεῦχος κεραμήϊον : εἰς ἀγγεῖον ὀστράκινον * ὄλπην : λήκυθον ἔοικε τὴν ὄλπην ξύλινον ἀγγεῖον εἶναι ἰγδίον |
καὶ πρὸς τὸν ῥυμὸν τῆς Ἁμάξης ἐξέδραμεν . ὅθεν πολλοὶ ἀλώπεκα ταύτην φασὶ τὸ ζυγόλωρον ἐσθίουσαν . Πληιάδων : Πλειάδες | ||
τῶν ποταμῶν πήξεως τῆς οὔσης σφαλερᾶς οἱ Θρᾷκες γνώμονα τὴν ἀλώπεκα ποιοῦνται . καὶ ἂν διαδράμῃ τὸν κρύσταλλον μὴ ἐνδιδόντα |
ἁλμάδων ἐλαιῶν τῶν λευκῶν ὅσον # Ϛ προενίεμεν καὶ διαστήσαντες ἡμιώριον ἢ μικρῷ πλεῖον ἐνίεμεν τὸν τροχίσκον , καὶ κατέχουσιν | ||
δωδέκατον ἔγγιστα μιᾶς μοίρας . ἐπεῖχεν οὖν καὶ μετὰ τὸ ἡμιώριον ἡ φαινομένη σελήνη Διδύμων μοίρας ε γʹ , ὥστε |
τὴν διόπτραν ἐπὶ τὴν μοῖραν τοῦ Κριοῦ τὴν πεντεκαιδεκάτην καὶ θές τε εἰς τὰ γράμματα τῶν παραλλήλων κύκλων ἔνθ ' | ||
' ἐν ἀγκάλαις λαβὼν βωμοὺς ἐπ ' ἄλλους δαιμόνων ἐγχωρίων θές , ὡς ἴδωσι τῆσδ ' ἀφίξεως τέκμαρ πάντες πολῖται |
πινόμενον θεραπεύει . Μελιτηρὸν ἀγγεῖον οὐκέτι ἔχον μέλι παρασκευάσας ἐπίβαλλε σκίλλαν εἰς λεπτὰ διαθρύψας ταῖς χερσίν , εἶτα πωμάσας στεγανῷ | ||
ῥαγέν . Περιαλείφουσι δὲ οἱ μὲν πηλὸν μόνον οἱ δὲ σκίλλαν ὑποτιθέντες εἶτ ' ἄνωθεν τὸν πηλὸν ἐπὶ τούτῳ δὲ |
τοῦ μύρου συμπλέκου τῷ ἀνταγωνιστῇ : δύο μηρῶν σπάσας κλῖνον ὑπτίαν , ἔπειτα ἀνώτερος ὑποβάλλων διὰ μηρῶν καὶ διαστείλας αἰώρει | ||
ἡ λέξις ὡς ἂν τύχῃ προάγεσθαι [ ἀλλ ' ] ὑπτίαν ἐμφαίνουσα καὶ μηδεμίαν ἐπιτήδευσιν τῆς λέξεως . ἔτι ἐν |
, ὃ δή τινες κνῆστρον καλοῦσιν , ἄλλοι δὲ τὴν ἀκαλήφην , ἤγουν τὴν ἀγρίαν κνίζαν . ἡ δὲ πριόνεσσι | ||
. Χρύσιππός τέ φησι : μήποτ ' ἐλαίαν ἔσθιε , ἀκαλήφην ἔχων . χειμῶνος ὥρᾳ βολβοφακῆν , βαβαί . βολβοφακῆ |
θεῖον καὶ τὸ αὐτὸ ποίει , ἄχρις ἂν πληρώσῃς τὴν λοπάδα , εἶθ ' ὑπόκαε : ἀναφθέντος δὲ τοῦ μολύβδου | ||
τοιοῦτος : μετὰ τὸ ἐξυμενιάσαι τὸ στέαρ λεαίνεται καὶ εἰς λοπάδα ἐμβληθὲν τήκεται , ἁλὸς ὀλίγου καὶ λεπτοῦ προσεμπασθέντος , |
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [ | ||
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε |
ἀποσπώμενα , ὥστε αὐτὰ μηδὲ σκαρίζειν , μηδὲ κόπτειν τὴν ὁρμιὰν ἀποσπῶντα . Σιλούρου , βρόμου δραχ . ηʹ : | ||
ἀνασπάσαι τὸν κάλαμον ἣ δὲ ἀνέθορε , καὶ ἀπέκειρε τὴν ὁρμιὰν καὶ νήχεται αὖθις . πολλάκις οὖν καὶ δύο καὶ |
Χαλβάνη ἕψησιν οὐδ ' ὅλως φέρει , ἀλλὰ διὰ τὸ ἀμόλυντον γενέσθαι τὴν ἔμπλαστρον αἴρειν ἀπὸ τοῦ πυρὸς δεῖ καὶ | ||
δίκαιον δὲ ὡς τὴν γνώμην τρέποντα ἐπὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἀμόλυντον . φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς |
τοῖς πρίν : ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ | ||
ἄρτον καὶ τὸ θεῖον καὶ τὰ ἄλλα πάντα πρὸς τὴν ἐπῳδὴν εὐτρέπιζε . Καινὰ περὶ σοῦ ἀκούομεν , ὦ Λέαινα |
ἐρυθρὰ φέρει τὰ ἀππίδια . Πισσώσας τῶν ἀππιδίων τὰ πέλματα κρέμασον . ἄλλοι δὲ εἰς ἀγγεῖον καινὸν κεραμεοῦν ἐπιβάλλουσι τὰς | ||
εὖ τυρῷ καὶ ἐλαίῳ πάντα πυκασθῇ , κρίβανον ἐς θερμὸν κρέμασον κἄπειτα κατόπτα : πάσσειν δ ' ἁλσὶ κυμινοτρίβοις καὶ |
καὶ ἡ πολύξυλος . τὴν δὲ ἄκνηστιν οἱ μὲν τὴν κνίδην ἢ ἀκαλήφην , οἱ δὲ τὴν σκίλλαν φασίν . | ||
σπέραδος κνίδης μυλοεργέι μίσγων τερσαίνοις ὀρόβοιο παλήματι : καί ποτε κνίδην ἑψαλέην κρίμνοισι παλυνάμενος ψαθυροῖσιν εὖ λίπεϊ χραίνοιο , βορῆς |
καὶ τῶν ἀθέων τε καὶ ἀσεβῶν καὶ ἐκτεθηλυμμένων στιγμάτων τὴν σποδὸν ἀναδεύσει κηρῷ ὑγρῷ , καὶ ἐπιπλασάμενος τὴν νηδὺν καὶ | ||
τῷ Βήλῳ Σαρδαναπάλλου κρατηθέντος καὶ τῶν βασιλείων ἐμπυρισθέντων ἀποκομιεῖν τὴν σποδὸν τὴν ἐκ τούτων εἰς Βαβυλῶνα , καὶ πλησίον τοῦ |
, σκότος γὰρ γίγνεται , καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία . | ||
μηδὲν προσενεγκὼν ἥδυσμ ' , ἀλλ ' ἐς ὕδωρ μόνον ἐνθεὶς καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο |
διὰ τί ; ὅτι σὺ σεαυτὸν ἡγῇ μίαν τινὰ εἶναι κρόκην τῶν ἐκ τοῦ χιτῶνος . τί οὖν ; σὲ | ||
ἐόντες ὑφαίνουσι . Ὑφαίνουσι δὲ οἱ μὲν ἄλλοι ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες , Αἰγύπτιοι δὲ κάτω . Τὰ ἄχθεα οἱ |
. Εὖ ἔχει : ὥστε λύε τὰ ἀπόγεια , τὴν ἀποβάθραν ἀνελώμεθα , τὸ ἀγκύριον ἀνεσπάσθω , πέτασον τὸ ἱστίον | ||
οὐ προσαπτόμενον ἀπὸ τῆς νεὼς ἐχρῆν ἀπολογεῖσθαι , μήτ ' ἀποβάθραν μήτ ' ἄγκυραν εἰς τὴν γῆν βαλλόμενον . γνώριμα |
δὲ ἐν Πόλεσιν ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας . ὅτι δὲ καὶ τὴν σπάθην ἐπὶ τοῦ ξίφους εἰρήκασιν , εὕροις ἂν ἐν Εὐριπίδου | ||
μὲν εἰς τὰς ληκύθους καθιέμενον ἐπινεύματι τοῦ μύρου σπαθίδα καὶ σπάθην κλητέον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος ἐν Δαιταλεῦσιν τῆς μυρηρᾶς |
ἐν Λευκαδίᾳ Ἀρτέμιδος τὸ ξόανον [ ἐπὶ ] τῆς κεφαλῆς θυείαν ἔχει ? δι ' αἰτίαν ταύτην : Ἠπειρῶται τνηη | ||
θεὸν ἐστεμμένην χρυσῷ στεφάνῳ : τοῦτον ἐπιχλευάσαντες ἀφεῖλον καὶ τὴν θυείαν , ἐν ᾗ σκόρδα ? τρίψαντες ἔφαγον , τῇ |
ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί | ||
τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ |
ἀπορηθεὶς οὖν καὶ ἐπὶ πλέον ὁμιλεῖν καταιδεσθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἔπαυλιν , φλεγόμενος ἤδη τῷ ἔρωτι . μετ ' οὐ | ||
Ἐξελάθετο καὶ Χλόης πρὸς ὀλίγον : καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἔπαυλιν ἐσθῆτά τε ἔλαβε πολυτελῆ καὶ παρὰ τὸν πατέρα τὸν |
ὁρᾶις , γέρον . οὗτος μὲν οὐδ ' ἂν τὴν γνάθον πλήσειέ μου . ναί : δὶς τόσον πῶμ ' | ||
, ὁ δ ' ἐγκάψας τὸ κέρμ ' εἰς τὴν γνάθον ἐρίν ' ἀπέδοτο σῦκα πωλεῖν ὀμνύων . οἴνου γεραιοῖς |
ποιοῦνται τὴν πτῆσιν : οἵ γε μὴν ἱέρακες ὑπὲρ τὴν ἅλμην φέρονται ὀλίγον , ὡς μόλις ὅτι μὴ νήχονται ἀλλὰ | ||
[ ἡ διπλῆ ] πρὸς τὴν φράσιν τὸν χρόα τὴν ἅλμην ἀπενίζετο . . . . . . . , |
τὸν ἀλεκτρυόνα καλῶν καὶ βροτοκέρτην τὸν κουρέα καὶ τὴν δραχμὴν ἀργυρίδα , τὴν δὲ χοίνικα ἡμεροτροφίδα καὶ τὸν κήρυκα ἀπύτην | ||
ἐν Πέρσαις οὕτως μνημονεύει : οὗτος σύ , ποῖ τὴν ἀργυρίδα τηνδὶ φέρεις ; χρυσίδος δὲ Κρατῖνος ἐν Νόμοις : |
ἵσταται : καθίσταται * ὁ κάμνων : ὁ δηχθείς * φάρυγα : κατὰ τὸν λαιμόν * ξηραίνεται : ξηρὸν γίγνεται | ||
καὶ πνεύματος κατοχή . ἀνακογχυλίασον . ἀνακογχυλιάσαι τὸ κλύσαι τὴν φάρυγα , ὃ λέγομεν ἀναγαργάρισον . ὡς ἔπος εἰπεῖν . |
οὐράναι τε καὶ οὐρητῆρες καλοῦνται : ἡ δὲ τραγῳδία τὴν ἀμίδα οὐράνην ἐκάλεσεν . καλεῖται δέ τις καὶ περιτόναιος ὑμήν | ||
[ ] οὐράνην ἔρριψεν τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ὀδυσσέως ἀμίδα συντετρίφθαι . . . . Ὀνομαστ . ; : |
μέσῳ ἱδρῦσθαι . καὶ διὰ τὸ ἰσόρροπον φυλάσσειν τὴν αὐτὴν ἕδραν , καὶ δὴ Εὐριπίδης , ὡς Ἀναξαγόρου γενόμενος μαθητὴς | ||
, ἐπακούσατέ μου νῦν εὐχομένου . . αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν : ἱππικοὶ λέγονται οἱ Ὀρχομένιοι . Ἐργῖνος γὰρ ἵππῳ |
πονέειν ὀσφύν . Τρίτῃ πόνος τραχήλου , κεφαλῆς , κατὰ κληῗδα , χεῖρα δεξιήν : διὰ ταχέων δὲ γλῶσσα ἠφώνει | ||
ὑπὸ τὰς φρένας ᾖ τὸ ἄλγημα , ἐς δὲ τὴν κληῗδα μὴ σημαίνῃ , μαλθάσσειν δεῖ τὴν κοιλίην , ἢ |
τὰς ἀμπέλους , ἐὰν αὐτὰς τὰς κανθαρίδας βρέξας ἐπιχρίσῃς τὴν ἀκόνην , ἐφ ' ἧς ἀκονᾶν μέλλεις τὰ δρέπανα . | ||
οὐδέποτ ' ὀρθόν : ἐπὶ τῶν ἀδιορθώτων . Ξυρὸς εἰς ἀκόνην . Ξὺν τῷ θεῷ πᾶς καὶ γελᾷ κὠδύρεται : |
πρὸς ὕψος ἠρμένον τινὰ λαμπρῷ τε πλούτῳ καὶ γένει γαυρούμενον ὀφρύν τε μείζω τῆς τύχης ἐπηρκότα , τούτου ταχεῖαν νέμεσιν | ||
τὸ Κασταλίας ὕδωρ πιόντων , οὐδ ' ἐπὶ σοφίᾳ τὴν ὀφρύν ποτε ἀνασπασάντων ; Λέγ ' οὖν περὶ ἀνδρείας , |
εἰς τὰς τριόδους ; τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα , γεύσασθαι μύρου . φέρ ' ἴδω , τί | ||
μύρισον , ) Ἀλέξιδος μέντοι ἐν τῷ Δρωπίδῃ σπάθην τὴν σπαθίδα εἰπόντος , τὴν σπάθην ἐν τῷ μύρῳ καθῆκεν . |
, ἐλατήριον ἡλίκον ὀρόβου γάλακτι γυναικείῳ διείς , ὕπτιον δὲ κατακλίνας ἐν τῷ χείλει τῆς ἐμβάσεως τοῦ βαλανείου ἔνσταζε ταῖς | ||
ἄκρας τῆς στροβίλης καὶ αὖθις διὰ τῆς φύσιγγος , ὕπτιον κατακλίνας τὸν ἄνθρωπον , κατοπτῆρι κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ |
ἀκοντίων καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκοντίων τὴν πόρδαλιν καλοῦσι τὴν κασαλβάδα . τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ | ||
Καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκοντίων . Τὴν πόρδαλιν καλοῦσι τὴν κασαλβάδα . Τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ |
φύσεως τὸ γεῶδες πλύναντες παραδιδόασιν ἐν ταῖς καμίνοις εἰς τὴν χωνείαν . τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ σωρεύοντες χρυσοῦ πλῆθος καταχρῶνται | ||
λέγῃ “ ἐανοῦ κασσιτέροιο , ” ἀπὸ τοῦ κατὰ τὴν χωνείαν ἀνίεσθαι . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἐανῷ λιτὶ κάλυψεν |
ὑπανειμένην δὲ μᾶλλον . μίσγουσι δ ' ἔνιοι δολίζοντες αὐτὴν ῥητίνην πιτυΐνην καὶ γύριν ἢ φλοιὸν λιβάνου κεκομμένον : ἐλέγξει | ||
, κλύζε . Ἄλλος κλυσμός : βούτυρον , λιβανωτὸν , ῥητίνην , μέλιτι τήξας ἐν τῷ αὐτῷ , οἶνόν τε |
, ποτὲ ἔθου πεφιλημένην . . . χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . | ||
κυνέην : νέφος τι καὶ ἀορασία : ἢ περιφραστικῶς τὴν περικεφαλαίαν : ἐν γὰρ αὐτῇ τὸ πρόσωπον ἔκρυψεν ἡ Ἀθηνᾶ |
τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας . Καταμαθὼν δὲ κειμένην θερμὴν σκάφην θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον . Ὅστις φοβεῖται τὸν πατέρα κᾀσχύνεται | ||
ἔσται πρὸς ἅπαντα , εἴτε προσαντλεῖσθαι βούλοιντο ἐγκαθήμενοι εἰς τὴν σκάφην εἴτε ἐμβιβάζεσθαι εἰς τὰς καλουμένας τιτίδας δύναιντο . Μετὰ |
ἅμα πάντες σιωπῶσι . Γελάσας οὖν ὁ Δάφνις ἡδὺ καὶ φιλήσας ἥδιον φίλημα καὶ τὸν τῶν ἴων στέφανον ἐκείνῃ περιθεὶς | ||
αὐτὸς δ ' οὖν , ἔφη , περιβαλών τε καὶ φιλήσας τοὺς ἄνδρας ἀξιῶσαι τρίτον αὐτὸν εἰς τὴν φιλίαν παραδέξασθαι |
σπέρμα σου ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης „ . εὖ | ||
σκιερῷ τόπῳ ὀρύξας τάφρον ἐπὶ πήχεις βάθους δύο , καὶ ἄμμον ἐπιβαλὼν χάρακας κατάπηξον , καὶ τὰ κλήματα λυγίζων ἐπίστρεψον |
ἐπιβάλλουσι λίθον : καὶ παραστᾶσαι τρεῖς ἑκατέρωθεν πρὸς τὴν μίαν κώπην , οὕτως ἐζωσμέναι δυσπροσόπτως ὥστε μόνον τὴν αἰσχύνην τοῦ | ||
: ἕλκει δὲ ἱμᾶσιν εἰς τοὔπισθεν ἀρτήσας δέμας ὡς ναύτης κώπην : ἄλλως : ὥσπερ δὲ ναύτης ζάλης οὔσης κρατεῖ |
: ἔχεται δὲ ἄλλο ὄρος Κυλλήνης Χελυδόρεα , ἔνθα εὑρὼν χελώνην Ἑρμῆς ἐκδεῖραι τὸ θηρίον καὶ ἀπ ' αὐτῆς λέγεται | ||
χρὴ πράττειν , τὸ ταύτης καὶ λαμβάνειν αἷμα : τὴν χελώνην τὸ μὲν πρῶτον ἐκβάλλειν δεῖ τῆς θαλάττης ἔξω , |
γὰρ καλοῦμεν τοὺς κακὰ ὑπομείναντας πολλά : πήλινον δὲ ἢ ὀστράκινον δοκεῖν γεγονέναι πᾶσι θάνατον σημαίνει χωρὶς τῶν διὰ γῆς | ||
χόνδρον τοῦ λιβάνου ἅπτων εἰς λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ |
Εἰ σπόδρ ' ἐπιτυμεῖς τὴ γέροντο πυγίσο , τὴ σανίδο τρήσας ἐξόπιστο πρώκτισον . Μὰ Δί ' , ἀλλὰ λύσω | ||
σφαιρία δίδου τὸ ἀπόβρεγμα τῆς κολοκυνθίδος , οὕτω ποιῶν : τρήσας κολοκυνθίδα μεγίστην καὶ ἐκκενώσας τὰ σπέρματα μόνα , ἐγκαταλιπὼν |
πάλιν δειπνεῖ μελίπηκτα τὰς κίχλας . νῦν δ ' εἰς γυναικωνῖτιν εἰσιόνθ ' ὅταν ἴδω παράσιτον , τὸν δὲ Δία | ||
δὲ ἐπιστύλιον ἐκ χρυσοῦ τὸ ὅλον . εἶχε δὲ καὶ γυναικωνῖτιν ἐν ᾗ συμπόσιον ἐννεάκλινον , καὶ ἑτέρους οἴκους πολυκλίνους |
κέδρου πρίσματα , ὕδωρ τε ἐπιχέας , θὲς ἐς τὴν αἰθρίην , εἶτα πρωῒ δὸς πρὸς τὰς ἀλγηδόνας . Ἄλλο | ||
, ἐπιχέας χόεα , ἕψε , ἔπειτα ἀποχέας πρὸς τὴν αἰθρίην θεῖναι , καὶ τῇ ὑστεραίῃ πίνειν , καὶ τὸ |
: τρόπος γάρ τις ἀποθεραπείας ἐστὶ τῆς τροφῆς καὶ τὸ βαλανεῖον , ἀναρμόστως μὲν ἐν συνεχεῖ σεισμῷ , τοῖς δὲ | ||
πυροταμεῖον καὶ πρυτανεῖον : διφθογγογραφεῖται δὲ ἢ τῷ λόγῳ τοῦ βαλανεῖον ἢ ὅτι εὕρηται κατὰ διάστασιν πρυτανήϊον . Ἀκάμας ] |
ἀρϲενικὸν ξηρὸν μεθ ' ὕδατοϲ ἐπίβαλλε τὴν ἄϲβεϲτον πλυθεῖϲαν ὥϲπερ καδμίαν καὶ τρίψαϲ ξήραινε καὶ χρῶ . καὶ τῶν τροχίϲκων | ||
σπόγγον ὀξυκράτῳ βεβρεγμένον πάλιν ἐπιτιθέναι : μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην καδμίαν λειοτάτην ἐπιπάσσειν , ἢ σὺν αὐτῇ ῥόδων ἄνθος , |
πάλιν οἴκαδε . Ὦ Θρᾷττα , τὴν κίστην κάθελε , κᾆτ ' ἔξελε τὸ πόπανον , ὅπως λαβοῦσα θύσω τοῖν | ||
ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη . κᾆτ ' ἐν τούτοις τὴν κολοκύντην ἐξήταζον τίνος ἐστὶ γένους |
οὐ κοῦφα ὡς τὰ Ἐχεκράτους , ἀλλὰ διτάλαντον ἕκαστον τὴν ὁλκήν . Εἶτα πῶς ὁ οἰνοχόος ὀρέξει πλῆρες οὕτω βαρὺ | ||
, ὅσον ἔχει δυνάμεως ἀπιστήσεις , ἰδὼν τὴν τοῦ σώματος ὁλκήν . Τριῶν δὲ πλεύσαντες ἡμερῶν εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἤλθομεν . |
τῇ : Τί πρὸς τὸν Διόνυσον ; Τί δεῖ παρεῖναι λήκυθον , ἢν ἔτνος παρῇ . Τί τὸν τάραντα πρός | ||
πρᾶγμα : πρὸς γὰρ τουτονὶ τὸν πρόλογον οὐχ ἕξει προσάψαι λήκυθον . Οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ ' ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ : |
τι μᾶλλον ξυνεστήκει , καὶ οὐδὲν διῄει , εἰ μὴ βάλανον πρόσθοιτο : νύκτα ὕπνωσεν . Πεμπταίῃ τό τε πυρέτιον | ||
παρὰ στρατηγοῦ ἐμβαλεῖν , ἐντεμὼν λάθρᾳ σμίλῃ ἢ ῥίνῃ τὴν βάλανον , βρόχον λίνου περιβαλὼν ἐνέβαλεν , εἶτα μετ ' |
ἀστὴρ διᾴττουσα , εἶτα ἀπέκρυπτεν αὑτὴν διαθέουσα ἢ δρυμὸν ἢ λόχμην ἤ τι ἄλλο τῶν ἐν ὄρει δάσος . καὶ | ||
ἀλλήλας λανθάνειν ἐβουλόμεθα : θατέρᾳ δὲ οἱ ἄνθρωποι ὑπὸ τὴν λόχμην παρήρχοντο . οὕτως μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης πάλιν συνειστήκει |
ἐπιτίθεται καὶ λιθοῦται καὶ προϲμένει ἄχριϲ ἀπουλώϲεωϲ . Ἄλλο . πρόπολιν τερεβινθίνην καὶ λιβανωτὸν ἴϲα ϲπληνίον ποιήϲαϲ χρῶ . ποιεῖ | ||
νίτρον , ἀφρόνιτρον , λιβανωτόν , σμύρναν , στύρακα , πρόπολιν , μαστίχην , καὶ ἄλλα μυρία τὰ τούτοις παραπλήσια |
” εἶπεν ” ἀκροάσει ἀπολογουμένου , κἂν ἀδικοῦντα εὕρῃς , ἐπίθες δίκην . „ ταυτὶ δὲ ἔγραφεν οὐ τὸν Νικήτην | ||
κάτειπε , ἐλθέ ἄπελθε . τῶν μέντοι μονοσυλλάβων : θές ἐπίθες , δός ἀπόδος , σχές ἐπίσχες . Τὰ εἰς |
ῥυτῆς : ῥυτῆς δὲ ἤτοι πηγάνου χλωρὸν θάλλοντα καὶ χλοάζοντα ῥάβδον , ὅ ἐστι κλάδον , κόψας . γράφεται καὶ | ||
δὲ πάντων , ἐπιλαβόμενον τῆς οὐρᾶς ἀνελέσθαι , καὶ πάλιν ῥάβδον ποιῆσαι . Προελθόντα δὲ μικρὸν , τὸν Νεῖλον τῇ |
μὲν ἐπιγονατίδα , τινὲς δ ' ἐπιγουνίδα , τινὲς δὲ μύλην . Ὑπὸ τῶν ὀλίγον ἔμπροσθεν εἰρημένων ἀποφύσεων ἐπὶ τοῖς | ||
Ταΰγετον ὀνομάζουσιν Ἀλεσίας χωρίον , Μύλητα τὸν Λέλεγος πρῶτον ἀνθρώπων μύλην τε εὑρεῖν λέγοντες καὶ ἐν ταῖς Ἀλεσίαις ταύταις ἀλέσαι |
: τὴν δὲ ψυχὴν κοσκίνῳ ἀπείκασε τὴν τῶν ἀνοήτων ὡς τετρημένην , ἅτε οὐ δυναμένην στέγειν δι ' ἀπι - | ||
εἴ τις οἶδέ μοι κατειπάτω πόθεν ἂν πριαίμην ῥῖνα μὴ τετρημένην . Οὐδὲν γὰρ ἔργον ἦν ἄρ ' ἀθλιώτερον ἢ |
κεφαλὴν καὶ ὠθήσας κατὰ τοῦ βυθοῦ : πέφυκέ τε τὴν γένυν ἰσχυρὸς καὶ τὸν αὐχένα καρτερός , καὶ ῥώμης ἔχει | ||
μὲν ἐΰπλοκον εἰς ἅλα πέμπεις ὁρμιήν , ὁ δὲ ῥίμφα γένυν κατεδέξατο χαλκοῦ ἰχθὺς ἀντιάσας , τάχα δ ' ἕλκεται |
, πάντες ἴστε : τίς γὰρ ὑμῶν οὐ πώποτε εἰς τοὖψον ἀφῖκται καὶ τὰς δαπάνας τὰς τούτων οὐ τεθεώρηκεν ; | ||
χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοί ποτε τοὖψον τοῦτο ποιοῦντι μήτε Συρακόσιος μηθεὶς μήτ ' Ἰταλιώτης : |
θλασθῇ , καὶ σκιεροῦ κάτθες ὑπὲρ δαπέδου . αὐτίκα δὲ σκίλλην τριχοειδέσιν ἄμμιγα φλοιοῖς σταιτὶ περιπλάσσας θάλπε κατὰ φλογιῆς , | ||
τὸν οἶνον ἐπιχέαι , εἶτα πυριῆσαι . Προστιθέναι δὲ καὶ σκίλλην , ἔστ ' ἂν τὸ στόμα μαλθακὸν ᾖ καὶ |
, εἶτα προσχωννύουσιν ἐλαφρῶς τῇ γῇ παρακειμένῃ , μίξαντες ὀλίγην κόπρον , καὶ ὅταν οἱ βλαστοὶ φύωσι , τοὺς μὲν | ||
λείοιϲ κατάπλαϲϲε ἢ ἀνδράχνην τρίψαϲ μετὰ ἀλφίτων κατάπλαϲϲε ἢ περιϲτερᾶϲ κόπρον εἰϲ ὀθόνιον ἐνειλήϲαϲ κατάκαυϲον καὶ διεὶϲ ἐλαίῳ τὴν τέφραν |
ὅθι πνεύμονος ἕδρη . ἀλλ ' οὐδ ' ὣς ὑπὸ βύρσαν ἔδυ πολυώδυνος ἰός , ἀλλ ' ἔπεσε προπάροιθε ποδῶν | ||
δὲ τὰ μὲν ἄλλα πάντα βοῦς μέγιστος , τὴν δὲ βύρσαν καὶ τὸ χρῶμα ἐλέφαντος ἔχει καὶ σχεδὸν εἰπεῖν καὶ |
δὲ ὡς εἰκὸς μὴ εὑρεθῇ ἡ βοτάνη εἰς τὴν ἀνοιχθεῖσαν νοσσιάν , ὑποκατάκλειε τῷ γεγλυμένῳ λίθῳ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ | ||
ὁ κάνθαρος ὀργισθεὶς συνεπετάσθη τῷ ἀετῷ καὶ κατασκοπήσας αὐτοῦ τὴν νοσσιάν , ἐν ᾗ ἦν συνστρέψας ὁ ἀετὸς ὠά , |
, οὗτος λέγει . ἐς κόρακάς γε : ἀπόφερε τὴν ἀντλίαν καὶ σεαυτόν . ὑμῶν δέ γ ' εἴ τις | ||
πεσὼν ὡς εἰναλίη κήξ . ” ὁτὲ δὲ κυρίως τὴν ἀντλίαν : “ εἰς ἄντλον κατέχυντο . ” ἀνδρακάς κατ |
. Ἔνδησον , ὦ βέλτιστε , τῷ ξένῳ καλῶς τὴν ἐμπολὴν οὕτως ὅπως ἂν μὴ φέρων κατάξῃ . Ἐμοὶ μελήσει | ||
. ἐμπολή τὰ φορτία Ἀττικοί , ὡς Ἀριστοφάνης “ τὴν ἐμπολὴν ὅπως μὴ καὶ φέρων κατάξῃ . ” τὸ δὲ |
κακοήθους κατάῤῥου θέλει διαλεχθῆναι . οὐδεὶς δὲ δύναται γνῶναι κακοήθη κατάῤῥουν , μὴ γνοὺς τὸν εὐήθη . κατάῤῥους οὖν ἐστιν | ||
Ἐν κρυερῷ τε καὶ καταῤῥοίας χρόνῳ , Πύκνωσιν αὐτὸς καὶ κατάῤῥουν ἐκφυγεῖς . Ψυχροστομάχου καὶ ποτοψύχρου πλέον Λεπτὴ πτέρωσις εἰς |
ἔντερον ἔλλερον . τὸ μέντοι πτερόν δισύλλαβον , καὶ τὸ σαυρόν ἀττικῶς . Τὰ εἰς ΡΟΝ παραλήγοντα Ο ὀξύνεται : | ||
ἔντερον ἔλλερον . τὸ μέντοι πτερόν δισύλλαβον , καὶ τὸ σαυρόν ἀττικῶς . Τὰ εἰς ΡΟΝ παραλήγοντα Ο ὀξύνεται : |
: εἰ γάρ τις ἐπιπάσσοι τὸν οὕτω δεδολωμένον ἰὸν ἐπὶ λεπίδα ἢ ὄστρακον , ἔπειτα τούτων τὸ ἕτερον ἐπὶ τῆς | ||
Ὄλπις δὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁλιέως , ἤγουν παρὰ τὴν λεπίδα τῶν ἰχθύων . ἢ παρὰ τὴν τοῦ σώματος σχέσιν |
δὲ κεκαυμένοϲ ὕϲϲωποϲ ποιεῖ τὴν ἐξ αὐτοῦ ϲυναγομένην αἰθάλην ἢ λιγνὺν χρηϲιμωτάτην πρὸϲ διαβεβρωμένουϲ καὶ ψωρώδειϲ κανθοὺϲ καὶ τετυλωμένα βλέφαρα | ||
καθάπερ ἐμπρησμοῦ μεγάλου λήξαντος ἰδεῖν ἔστι μέχρι πολλοῦ τήν τε λιγνὺν καὶ μέρη τινὰ φλεγόμενα . καίτοι τάχα ἐρεῖ τις |
αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚 ἐγχεῖ τὰ πτερὰ βιαίως ἀντὶ τοῦ διείρει | ||
αὐτοῦ . οὐ γὰρ ἐγὼ κρίνομαι τήμερον , οὐδ ' ἐγχεῖ μετὰ ταῦθ ' ὕδωρ οὐδεὶς ἐμοί . τί οὖν |
τὰ τῆς δέρης ἁπαλά . οὐκοῦν ὃ μὲν συλλαβὼν τὴν καρίδα καμοῦσαν οἴεται δεῖπνον ἕξειν , ἣ δὲ ἐν ἐξουσίᾳ | ||
τὰ τῆς δέῤῥης ἁπαλά . οὐκοῦν ὁ μὲν συλλαβὼν τὴν καρίδα καμοῦσαν , οἴεται δεῖπνον ἔχειν : ἡ δὲ ἐν |
ὑγρότητος μεταδιδόναι τῷ φαρμάκῳ . ἀρκέσει δ ' εἰς τὴν ἕψησιν τῶν φοινίκων εἷς κλάδος , ὡς τῷ μὲν ἁδροτέρῳ | ||
ὕδατος ἅπτεσθαι , διὰ δὲ τῆς ἀτμῶν φορᾶς λαβεῖν τὴν ἕψησιν . δοτέον δὲ καὶ ἄπιον ἢ μέσπιλον ἢ σοῦρβον |
καὶ τοῦ ὀχὴ ἡ τροφή : τὸ δ ' εἰπεῖν νύσσαν ἀοιδῆς κέρδιστον ἀνθρώποις νόημα ἀττικὴ ἡ σύνταξις . κέρδιστον | ||
ὡς ἀπὸ καμπτῆρος ὁμοίως ἐπὶ τὴν ἑκατοντάδα ἐπανέλθοιμεν ὡς ἐπὶ νύσσαν , ἔσται ἀριθμὸς ὁ τῶν μυρίων ἡ πεντωδουμένη μονάς |
: εἶτα ἀναλαβὼν αὐτὰ ϲπόγγῳ καὶ βαλὼν ἐν χύτρᾳ καὶ χρίϲαϲ καῖε καὶ λεάναϲ τὴν τέφραν ἀκριβέϲτατα ἐπίβαλλε τὸ πέπερι | ||
ἑνῶϲαι , εἶτα ἀναλάμβανε ἐν ὀϲτρακίνοιϲ ἀγγείοιϲ μικροῖϲ πεπιϲϲωμένοιϲ καὶ χρίϲαϲ τὸ ϲτόμα φύλαττε . δίδου δὲ ἐν τῷ ἀρίϲτῳ |
. οἱ δὲ ἐπὶ μακρὸν ταλαιπωρηθέντες ἔλυσαν αὑτοὺς , φίλου ῥίνην εἰσπέμψαντος , ᾗ χρησάμενοι τὰ δεσμὰ διέσπασαν καὶ οἰκετικαῖς | ||
κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην . τούτοις ὅμοιον καὶ τὸ κοινῶ . Τὰ εἰς |
ἔξω τρέπεσθαι : ἢν δὲ ἐς τὸν πλεύμονα τραπείη , παράνοιάν τε ποιέει , καὶ ἔμπυοι ἐξ αὐτέων τινὲς ὡς | ||
ἀσύμφωνος : ἄλλως : ἀσύμφωνος , ὡς καὶ τὴν ἄνοιαν παράνοιάν φασιν . οὐ συνῳδὸς , ἀλλ ' ἀλλότριος : |
οἱ δὲ Περὶ φύσεως , Διόδοτος δὲ ἀκριβὲς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου , ἄλλοι Γνώμον ' ἠθῶν , τρόπου κόσμον | ||
εἶπεν , ὅπερ ἐκεῖνοι ὑπολαμβάνουσιν ὡς ὁμολογούμενον οὗτος εἰπών . στάθμην δὲ λέγουσι τὸ ἄνω τῆς πλάστιγγος , ἀπὸ τούτου |
, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω , ] χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν , ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι . τοιῶνδ | ||
τῶν μικρῶν καταφρονεῖν ἐν τῷ ἀμφισβητεῖν . Ἐν θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβεις : ἐπὶ τῶν μὴ καθ ' ὥραν τοῖς |
τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς , εἶτα θερμὴν τὴν χύτραν εἰς | ||
καὶ πολλοὺς ἤδη παραλαβὼν ὥσπερ σὲ ἡμιμανεῖς καὶ κορυζῶντας ἀπήλλαξεν ἐγχέας φάρμακον . χαῖρε , Σώπολι , καὶ τουτονὶ Λεξιφάνην |
δὲ τὰ σῦκα , κωτιλίδας δὲ τὰς χελιδόνας , τὴν ἔνθεσιν δ ' ἄκολον . Σῆμος δέ φησι τοὺς αὐτοκαβδάλους | ||
: οὗτος γὰρ ἐν Δραπεταγωγῷ λέγει : κοσμίως ποιῶν τὴν ἔνθεσιν μικρὰν μὲν ἐκ τοῦ πρόσθε , μεστὴν δ ' |
παῖδ ' ἀλείμματα παρὰ τῆς θεοῦ λαβοῦσαν εἶτα τοὺς πόδας ἐκέλευ ' ἀλείφειν πρῶτον , εἶτα τὰ νόνατα . ὡς | ||
λέγεται τὸ προστάσσω , ὁ παρατατικὸς ἐκελόμην ἐκέλου καὶ Αἰολικῶς ἐκέλευ : οἱ γὰρ Αἰολεῖς τὴν ου εἰς ευ τρέπουσιν |
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις | ||
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ |
εἰς ἀγγεῖον κεραμεοῦν κατατετρημένον , πωμάσας τε τὸ στόμα ἐπιμελῶς ἔνθες εἰς διαπύρους ἄνθρακας καὶ ῥίπιζε συνεχῶς : ὅταν δὲ | ||
ἐλαίῳ παλαιῷ καὶ μέλιτι καὶ ὀρόβων ἀλεύρῳ συντήξας καὶ ψύξας ἔνθες τῷ ἕλκει , εἶθ ' οὕτως λαβὼν ὄστρακον λεπτὸν |
σόγχον καὶ πᾶν ὁτιοῦν ψύχειν τε καὶ ὑγραίνειν δυνάμενον . κράμβην δὲ καὶ κάρδαμον καὶ εὔζωμον καὶ πράσον καὶ σκόρδον | ||
δέ φησι : καὶ σὲ φιλέω , ναὶ μὰ τὴν κράμβην . καὶ Ἐπίχαρμος : ἐν Γῇ καὶ Θαλάσσᾳ : |
εἰσπηδήσας εἰς τὸ διδασκαλεῖον ἐξήρπασε τῶν χειρῶν τοῖς ὀδοῦσι τὴν δέλτον , καὶ ὁ Γέλων ἐξαναστὰς τοῦ θάκου ἐδίωκεν αὐτόν | ||
στρατοπεδεύοντι περὶ τὴν Ἀλεξάνδρειαν Ποπίλιος παρὰ Ῥωμαίων πρεσβευτὴς ἧκε φέρων δέλτον , ἐν ᾗ τάδε ἐγέγραπτο , μὴ πολεμεῖν Πτολεμαίοις |
ἀλλὰ καὶ ποτῶν . πολλῷ δ ' ἧϲϲον ἐπὶ τὴν πρόϲθεϲιν ἰτέον , ἐπεὶ τήν γε ἀφαίρεϲιν ὅλωϲ ἀφελεῖν πολλαχοῦ | ||
τοῦ ϲώματοϲ ῥῶϲιν ὑπὸ τῆϲ δυνάμιοϲ καὶ ἐϲ τὴν τούτου πρόϲθεϲιν ὑπὸ τῆϲ θρέψιοϲ . οἶνοϲ γὰρ ὠκὺϲ μὲν ἐϲ |
δὲ ἡμεῖς ἡμέρας ἤδη ὑποφαινούσης ἐθεώμεθα τὴν καλιὰν σχεδίᾳ μεγάλῃ προσεοικυῖαν ἐκ δένδρων μεγάλων συμπεφορημένην : ἐπῆν δὲ καὶ ᾠὰ | ||
, ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος , ὅτι τὴν νυκτὶ προσεοικυῖαν ἀχλὺν ὁ λευκὸς ἀὴρ ἐπὶ τὸ καθαρώτερον ἐλάμπρυνεν . |