πάλιν δειπνεῖ μελίπηκτα τὰς κίχλας . νῦν δ ' εἰς γυναικωνῖτιν εἰσιόνθ ' ὅταν ἴδω παράσιτον , τὸν δὲ Δία
δὲ ἐπιστύλιον ἐκ χρυσοῦ τὸ ὅλον . εἶχε δὲ καὶ γυναικωνῖτιν ἐν ᾗ συμπόσιον ἐννεάκλινον , καὶ ἑτέρους οἴκους πολυκλίνους
7508380 Γοργονα
αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν ἄλλως πρόλαλον ὄντα
χάσματι , ὁ Περσεὺς δὲ τῇ λαιᾷ μὲν προδείκνυσι τὴν Γοργόνα , τῇ δεξιᾷ δὲ καθικνεῖται τῷ ξίφει : καὶ
7502320 Ἀμοργον
Κέων Θερσιδάμας , εἰς δὲ Σίφνον Ἀλκήνωρ , εἰς δὲ Ἀμοργὸν Νάξιον , εἰς δὲ Ἄνδρον Κύναιθος καὶ Εὐρύλοχος ,
Ἀμοργοῦ ἐστάλη καὶ αὐτὸς ἡγεμὼν ὑπὸ Σαμίων : ἔκτισε δὲ Ἀμοργὸν εἰς τρεῖς πόλεις , Μινώιαν , Αἰγιαλόν , Ἀρκεσίνην
7450633 Κυθνον
Ἀμοργίας : τήν τε Δόνουσαν καὶ τὴν Νάξον καὶ τὴν Κύθνον ἔχε δεξιάν . Ἐὰν δὲ θέλῃς διὰ νήσων πλέειν
δὲ Κέω τὴν ἐγγυτάτω τῇ Ἑλένῃ , καὶ μετὰ ταύτην Κύθνον καὶ Σέριφον καὶ Μῆ - λον καὶ Σίφνον καὶ
7392350 ἀνδρωνιτιν
ἐπιπεπόλακεν οὔπω δυνηθεῖσι τὰ μὲν ἐκνίψασθαι , πρὸς δὲ τὴν ἀνδρωνῖτιν μεταδραμεῖν ἑστίαν , καθάπερ λόγος ἔχει τὴν φιλάρετον διάνοιαν
οἱ Ἀττικοὶ τὴν μέσην θύραν τὴν φέρουσαν εἴς τε τὴν ἀνδρωνῖτιν καὶ γυναικωνῖτιν . δαιδαλέη δ ' αἴθουσα : στοὰ
7374621 σπαθην
δὲ ἐν Πόλεσιν ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας . ὅτι δὲ καὶ τὴν σπάθην ἐπὶ τοῦ ξίφους εἰρήκασιν , εὕροις ἂν ἐν Εὐριπίδου
μὲν εἰς τὰς ληκύθους καθιέμενον ἐπινεύματι τοῦ μύρου σπαθίδα καὶ σπάθην κλητέον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος ἐν Δαιταλεῦσιν τῆς μυρηρᾶς
7334092 κληϊδα
πονέειν ὀσφύν . Τρίτῃ πόνος τραχήλου , κεφαλῆς , κατὰ κληῗδα , χεῖρα δεξιήν : διὰ ταχέων δὲ γλῶσσα ἠφώνει
ὑπὸ τὰς φρένας ᾖ τὸ ἄλγημα , ἐς δὲ τὴν κληῗδα μὴ σημαίνῃ , μαλθάσσειν δεῖ τὴν κοιλίην , ἢ
7328110 περικεφαλαιαν
, ποτὲ ἔθου πεφιλημένην . . . χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . .
κυνέην : νέφος τι καὶ ἀορασία : ἢ περιφραστικῶς τὴν περικεφαλαίαν : ἐν γὰρ αὐτῇ τὸ πρόσωπον ἔκρυψεν ἡ Ἀθηνᾶ
7250093 ἀναρπαξανδραν
Σφίγγα . Ξ ἀναρπαξάνδραν ] τὴν τοὺς ἄνδρας ἁρπάζουσαν . ἀναρπαξάνδραν ] τὴν ἀναρπάζουσαν πολλοὺς τῶν ἀνδρῶν καὶ κατεσθίουσαν ,
ἡμετέρας πόλεως τὴν κῆρα καὶ τὴν θανατηφόρον μοῖραν , τὴν ἀναρπαξάνδραν , τὴν τοὺς ἄνδρας ἁρπάζουσαν καὶ ἐσθίουσαν . λέγει
7234531 ἐπῳδην
τοῖς πρίν : ἀλλὰ καὶ γραῒ δῶκεν εὐμαρῶς τράχηλον εἰς ἐπῳδὴν καὶ σκυτίσιν βραχίονας πεπεισμένως ἔδησε : ῥάμνον τε καὶ
ἄρτον καὶ τὸ θεῖον καὶ τὰ ἄλλα πάντα πρὸς τὴν ἐπῳδὴν εὐτρέπιζε . Καινὰ περὶ σοῦ ἀκούομεν , ὦ Λέαινα
7135278 καρδοπον
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον .
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ]
7090382 λαπαρην
ἀριστερήν : φέρεται δ ' ὑποκάτω τοῦ σπληνὸς ἐς τὴν λαπάρην τὴν ἀριστερὴν , ὅθεν ὁ σπλὴν ἀποπέφυκε διὰ τοῦ
ἀφορμὴν ἔσχε τὴν τῆς ἀποκοπῆς ὁμοίως τῷ ” οὖτα κατὰ λαπάρην ” . . μον , , , : Ἀνδριάς
7074566 πυγην
μειρακύλλιον ἀναπαυόμενον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἀξιοῦν πρωὶ γενόμενον ὥστε τὴν πυγὴν ἅπαξ αὐτῷ παρασχεῖν , τὴν δὲ τοῦτ ' εἰπεῖν
καὶ τέλος κατὰ τοῦ τέγους ἁλόμενος διέφυγε , ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος . εἶτα μειράκιόν τι ὡραῖον διαφθείρας τρισχιλίων ἐξωνήσατο
7051905 ἐπεστραμμενον
τὴν βε καὶ ὅλον τὸ βαδγ ἔσται ὡς τὸ βεζη ἐπεστραμμένον ἐπὶ δόρυ καὶ κατειληφὸς τόπον μὲν τὸν ἔμπροσθεν ,
τῆς πυκνώσεως ἐπιστρέφειν ἐπὶ δόρυ , καὶ ἔσται τὸ σύνταγμα ἐπεστραμμένον . Ἐὰν δὲ ἐπὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς θέσιν ἀποκαταστῆσαι
7035308 μανδραν
μηκάδων , τὰς Ἑλικωνίτιδες βοτάναι θρέψαν καλλίστως : οὐ περὶ μάνδραν ἔδυν τεήν , ἀλλὰ σποράδας ἐξ ὀρέων συνέλεξα καὶ
, ἀλλὰ σποράδας ἐξ ὀρέων συνέλεξα καὶ ἐς μίαν ἤγαγον μάνδραν βωκολικὰς Μοίσας , αἳ γέννημα σέθεν . οὐ πλειόνων
7034139 ὑπερωην
δὲ ἀρκέϲει ἁπλῆ , ϲμικρή , ϲτύμματα μὲν ἐϲ τὴν ὑπερώην , καὶ τάδε ψυχρά . ἐπὶ γὰρ τοῖϲι θερμαίνουϲι
ἀραιώϲιοϲ . ἴϲχεταί κοτε διὰ ῥινῶν αἱμορραγίη ξυνήθηϲ , ἐϲ ὑπερώην δὲ τρεπομένη ἀναγωγῆϲ φανταϲίην παρέχει . ἢν ὦν ἀπὸ
7023389 πιθηκε
τὴν ἀλώπεκα ὡς ἐνεδρεύσασαν αὐτῷ ἐκείνη ἔφη : ” ὦ πίθηκε , σὺ δὲ τοιαύτην ψυχὴν ἔχων τῶν ἀλόγων ζῴων
αὐτόν . ἐκείνη δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη : „ ὦ πίθηκε , τοιαύτην μωρὰν ψυχὴν ἔχων τῶν ἀλόγων βασιλεύεις ;
7013869 μηλωτην
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον ,
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ
7011619 μαιαν
θεός . περικεφαλαίαν εἶχεν ὥστε δοκεῖν κύειν . ὡς τὴν μαῖαν : Ἀντὶ τοῦ ὡς πρός . ἄρρεν παιδίον :
βεβακχιωμένην βροτοῖσι κλεινὴν Νῦσαν , ἣν ὁ βούκερως Ἴακχος αὑτῷ μαῖαν ἡδίστην νέμει , ὅπου τίς ὄρνις οὐχὶ κλαγγάνει ;
6985196 ἀλαοσκοπιην
δ ' ἄρά σφιν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων . Οὐδ ' ἀλαοσκοπιὴν εἶχε κλυτὸς ἐννοσίγαιος , ἀλλὰ μετ ' αὐτοὺς ἦλθε
, , . , . . Ἀλαοσκοπιήν : οὐδ ' ἀλαοσκοπιὴν † εἶχε ἀργυρότοξος Ἀπόλλων , τουτέστιν οὐδὲ τυφλὴν τὴν
6981885 Θουριαν
ταύτην ὑπὸ Κροτωνιατῶν οἱ Ἀθηναῖοι ἐλθόντες ᾤκισάν τε ταύτην καὶ Θουρίαν προσηγόρευσαν ἀπό τινος κρήνης Θουρίας . Θεόκριτος δὲ διιστᾷ
οὐκ εὖ τινες Ἀρήνην . . . νενομίκασι πρότερον : Θουρίαν δὲ καὶ Φαρὰς ἐν ἀριστερᾷ [ ] . μέγιστος
6974038 τυφλην
δὲ διὰ τὸ πολύπουν ὡς ναῦς ἐστιν ἐλαυνομένη . * τυφλήν : τὸ οἶδα ἀπὸ κοινοῦ * λοιγόν : ὄλεθρον
νήιά θ ' ὡς σπέρχονται ὑπὸ πτερὰ θηρὶ κιούσῃ : τυφλήν τε σμερδνήν τε βροτοῖς ἐπὶ λοιγὸν ἄγουσαν μυγαλέην ,
6973932 ὠλενην
καὶ λευκοὶ κατὰ τὴν ὠλένην . ὁρᾷς δὲ καὶ τὴν ὠλένην ὡς διὰ λευκῆς τῆς ἐσθῆτος λευκοτέρα ὑποφαίνεται καὶ οἱ
' , οὕτω καὶ πολὺν ζῶντες χρόνον φίλην ὀρέξετ ' ὠλένην ; τάλαιν ' ἐγώ , ὡς ἀρτίδακρύς εἰμι καὶ
6968267 τριχα
οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα γὰρ τὴν τρίχα λέγεσθαι . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος κυρίως ἀκούει τὸ τοῦ
δεικνύμενος Αἰακόν τε ἄγων εἰς ἀκμὴν καὶ νεότητα δευτέραν καὶ τρίχα τὴν ταύτης , ἣν παρ ' Ὁμήρου λαβὼν ἡμῖν
6948036 κυρβασιαν
καὶ τὸ μέγα βαλλάντιον . καὶ τὴν κυνῆν ἔχειν με κυρβασίαν ἐρεῖς . ᾔτουν τι τὰς γυναῖκας ἀργυρίδιον . ἀλαβαστροθήκας
πῖλος Μακεδονικὸς παρὰ Μενάνδρῳ , ὡς τιάρα Περσικός . καὶ κυρβασίαν δ ' Ἀριστοφάνης ἐν Τριφάλητι εἴρηκεν : καὶ τὴν
6934058 δειραδα
τὴν δίκην ἔσχε . κατὰ ταύτην τὴν ἐπώνυμον τοῦ λῃστοῦ δειράδα ποταμὸς ἀπὸ μεσημβρίας κατιὼν ἐς τὸν Ἀλφειὸν καταντικρὺ τοῦ
, εἰς τοῦτον τὸν τόπον . ἐν Αἰγίνῃ . Κορίνθου δειράδα : ἐν γὰρ τῇ Κορίνθῳ τιμᾶται ὁ Ποσειδῶν .
6922309 καμπην
τὰ ἐμπρόσθια γόνατα : μετὰ δὲ τὸν ἀφανῆ πόλον τὴν καμπήν τε τοῦ Ποταμοῦ καὶ τοῦ Κήτους τὴν κεφαλὴν καὶ
: καὶ περᾷ τὸν μηρὸν παρὰ τὴν πρὸς τὸ γόνυ καμπήν : ἑτέρην δὲ παρὰ τὸν βουβῶνα καθῆκε πυκινόῤῥιζον καὶ
6921134 κλειν
καὶ ἐπὶ τὰ ἄνω μέρη συστῇ , ὥστε καὶ τὴν κλεῖν κατασπᾶσθαι σφόδρα . εἰ δὲ μηδὲν τούτων εἴη ,
: ἐπὶ δὲ τῇ κλειδὶ ἔχει γὰρ δὴ ὁ Πλούτων κλεῖν , λέγουσιν ἐπ ' αὐτῇ τὸν καλούμενον Ἅιδην κεκλεῖσθαί
6918024 Περσεπολιν
πρεσβεύοντι ἔχαιρον . Ὡς δὲ ἐς Πασαργάδας τε καὶ ἐς Περσέπολιν ἀφίκετο Ἀλέξανδρος , πόθος λαμβάνει αὐτὸν καταπλεῦσαι κατὰ τὸν
πλάτος δὲ τὸ ἐν τῇ μεσογαίᾳ τὸ ἀπὸ Σούσων εἰς Περσέπολιν στάδιοι τετρακισχίλιοι διακόσιοι , κἀντεῦθεν ἐπὶ τοὺς τῆς Καρμανίας
6913791 ἐντολην
ὠτός , ὡς πατὴρ ἀποθνῄσκων : ἔμελλε γάρ σοι πᾶσαν ἐντολὴν δώσειν , ἀρχὴν τοσαύτην πῶς λαβοῦσα τηρήσεις . σὺ
οὕτως ἁπλῶς διακονῶν τῷ θεῷ ζήσεται . φύλασσε οὖν τὴν ἐντολὴν ταύτην , ὥς σοι λελάληκα , ἵνα ἡ μετάνοιά
6895516 δοκον
εἶναι . μέλαθρον : τὴν ὀροφήν . Κράτης δὲ τὴν δοκὸν ἐξεδέξατο , ὡς καὶ παρὰ τῷ ποιητῇ αἰθαλόεντος ἀνὰ
, περιελαύνει τὸν θέντα τύπτων . ἡ δὲ σκαπέρδα , δοκὸν ἐν μέσῳ τρυπήσαντες καταπηγνύουσιν : διὰ δὲ τοῦ τρυπήματος
6881833 ἰγνυαν
περί τε δακτύλους : συνίσταται δὲ καὶ περὶ βουβῶνα καὶ ἰγνύαν καὶ περὶ τὴν τοῦ ποδὸς πρὸς κνήμην συναφήν .
ἀνήνεγκας : τοῦ τε Καρός , ὑφ ' οὗ τὴν ἰγνύαν πληγεὶς ὁ Κῦρος ἔπεσε , καὶ αὐτοῦ δωρεὰν αἰτοῦντος
6880028 ἐκτεταμενην
ὀλίγον παρατροπὰϲ καὶ μετρία κατάταϲιϲ ἀποκαθίϲτηϲι , τῶν μὲν ὑπηρετῶν ἐκτεταμένην τὴν χεῖρα κατά τε τὸν βραχίονα καὶ τὸν πῆχυν
, ποικίλη τὴν τρίχωσιν , δολιχόδειρος , γλῶσσαν ἐπὶ πολὺ ἐκτεταμένην ἔχουσα πυκνῶς περιστρεφομένην καὶ σείουσα τὸ οὐραῖον . Ταύτην
6864014 πτυχος
μάταιον : παρὰ τὸ ἅλς ἁλός ἅλιον , ὡς πτύξ πτυχός πτύχιον , οἱονεὶ τὸ εἰς θάλασσαν ῥιπτόμενον καὶ ἀφανιζόμενον
ἔχει τὸ κ καὶ ἀρσενικῶς λέγεται . Σημειωτέον τὸ πτύξ πτυχός καὶ νύξ νυχός , ὃ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ τ
6861207 φαρυγα
ἵσταται : καθίσταται * ὁ κάμνων : ὁ δηχθείς * φάρυγα : κατὰ τὸν λαιμόν * ξηραίνεται : ξηρὸν γίγνεται
καὶ πνεύματος κατοχή . ἀνακογχυλίασον . ἀνακογχυλιάσαι τὸ κλύσαι τὴν φάρυγα , ὃ λέγομεν ἀναγαργάρισον . ὡς ἔπος εἰπεῖν .
6857595 τριβετω
κατὰ μῆκος ἀντιπαραγομένῃ , συνηγμένων πρὸς ἄλληλα τῶν σκελῶν . τριβέτω δὲ τοῖς ἀντίχερσιν ἑκατέροις καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ περιπλασσέτω
καὶ τὴν κοιλότητα τῆς ὁπλῆς θεραπευέτω , καὶ τὴν κνήμην τριβέτω κατὰ τὴν φύσιν τῆς τριχός : τὴν δὲ μηριαίαν
6854950 ἀκαληφην
, ὃ δή τινες κνῆστρον καλοῦσιν , ἄλλοι δὲ τὴν ἀκαλήφην , ἤγουν τὴν ἀγρίαν κνίζαν . ἡ δὲ πριόνεσσι
. Χρύσιππός τέ φησι : μήποτ ' ἐλαίαν ἔσθιε , ἀκαλήφην ἔχων . χειμῶνος ὥρᾳ βολβοφακῆν , βαβαί . βολβοφακῆ
6853645 ὠμοπλατην
ὡς καὶ ἐνταῦθα χίασμα γίγνεσθαι καὶ παρὰ τράχηλον ἐπ ' ὠμοπλάτην καὶ ἐπὶ μασχάλην , ἵνα τέσσαρα γένηται χιάσματα ,
Ταῦρον ἀμόρφωτοι . ὁ ὑπὸ τὸν δεξιὸν πόδα καὶ τὴν ὠμοπλάτην . . . . . . . . Κριοῦ
6844544 καταληγουσαν
δισύλλαβα , εἰ ἔχοι τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν εἰς Ε καταλήγουσαν , βαρύνεται , ἀρχόμενα ἀπὸ συμφώνου μὴ μέσου ,
λήγοντα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους συλλαβὴν βραχεῖαν μὴ εἰς σύμφωνον καταλήγουσαν , εἰ μὲν κύρια ὦσιν ἢ οὐσίαν σημαίνοι ,
6835772 στεφανην
ποταμός , ” ἐπὶ δὲ εἴδους περικεφαλαίας “ αὐτὰρ ἐπεὶ στεφάνην κεφαλῆφιν ἀείρας . ” καὶ κόσμου γυναικείου γένος :
δὲ ὕψος πηχῶν εʹ . Ποιῆσαι δὲ ἐπ ' αὐτῷ στεφάνην πρὸς τὴν βάσιν ἔξω ὑπερέχουσαν πῆχυν ἕνα πρὸς τὸ
6829022 παρεξειρεσιαν
καὶ τραυματισθεὶς πολλὰ ἐλιποψύχησέ τε καὶ πεσόντος αὐτοῦ ἐς τὴν παρεξειρεσίαν ἡ ἀσπὶς περιερρύη ἐς τὴν θάλασσαν , καὶ ἐξενεχθείσης
κώπας ἔχει τὸ πλοῖον οὐδὲ ἐρέττεται . ʃ σημείωσαι τὴν παρεξειρεσίαν ʃ παρεξειρεσία ἐστὶν ὁ ἔξω τῆς εἰρεσίας τῆς νεὼς
6828515 σκιαιναν
. καὶ χρόμιν δὲ τὸ αὐτὸ ποιεῖν καὶ φάγρον καὶ σκίαιναν πέπυσμαι : ἔχειν γάρ τοι ὅμοιον λίθον καὶ ταῦτα
αὖ ποιῇσιν ἐπίχλοοι ὑγρὰ μέτωπα πέτραι σαργὸν ἔχουσιν ἐφέστιον ἠδὲ σκίαιναν χαλκέα καὶ κορακῖνον ἐπώνυμον αἴθοπι χροιῇ , καὶ σκάρον
6825170 πτερνην
τοῦ ποδὸϲ τὸν μέγαν δάκτυλον ἀλγέει , αὖθιϲ τὴν ἐπιπρόϲω πτέρνην , ᾗ πότι ϲτηριζόμεθα : ἔπειτα ἐϲ τὸ κοῖλον
τῆς χειρὸς τῆς σιναρῆς , κατατείνειν αὐτὴν , τὴν δὲ πτέρνην ἐς τὴν μασχάλην ἐμβάλλοντα ἀντωθέειν , τῇ μὲν δεξιῇ
6809179 πελειαδα
περιστερὰς εἶναι , ἁμαρτάνοντες . ἕτερον γὰρ εἶναί φησιν Ἀριστοτέλης πελειάδα καὶ ἕτερον περιστεράν . πελειάδας δ ' ὁ ποιητὴς
καὶ οὐκ ἔχων ἐπιστήμην ὀρνιθογνώμονα , σιττακὸν εἶναι καὶ οὐ πελειάδα . χείλη δὲ ἔχουσι καὶ σκέλη τοῖς ἐν Ἕλλησι
6801132 πτερναν
κατατρίβονται τὸν βίον οἱ φυγάδες ἀρετῆς λογισμοί . ” δάκνων πτέρναν ἵππου . ” ἐχομένως πτερνιστής ἐστιν ὁ τὴν στάσιν
συνερεισθεῖσαι , καθὰ λέγομεν , παρὰ τὴν τοῦ ἀγκῶνος παρετίθεντο πτέρναν , ὁ δὲ ἀγκὼν τὴν πτέρναν εἶχεν ἐπηρεισμένην ἐπὶ
6794918 κωδυαν
ὑπόστενον : τὸ δὲ τῆς ἀνεμώνης οὔτε ὀπὸν ἀνίησιν οὔτε κωδύαν ἔχει , ἀλλ ' οἱονεὶ ἀσπαράγου ἄκρον : ἐν
γινόμενον τῆς κλεψύδρας . ἐὰν γάρ τις αὐτῆς αὐτὴν τὴν κωδύαν ἐμπλήσας ὕδατος ἐπιλαβὼν τὸν αὐλόν , καταστρέψηι ἐπὶ τὸν
6793308 ἀργυριδα
τὸν ἀλεκτρυόνα καλῶν καὶ βροτοκέρτην τὸν κουρέα καὶ τὴν δραχμὴν ἀργυρίδα , τὴν δὲ χοίνικα ἡμεροτροφίδα καὶ τὸν κήρυκα ἀπύτην
ἐν Πέρσαις οὕτως μνημονεύει : οὗτος σύ , ποῖ τὴν ἀργυρίδα τηνδὶ φέρεις ; χρυσίδος δὲ Κρατῖνος ἐν Νόμοις :
6785424 Κεφαλληνιαν
λέγοιτο , καὶ ἐφυλάττετο : ἐπεὶ μέντοι ἀφίκετο εἰς τὴν Κεφαλληνίαν , ἐνταῦθα δὴ σαφῶς ἐπύθετο , καὶ ἀνέπαυε τὸ
μὲν ταύτας τὰς φορτίδας ἔχων ἐξέπλευσεν ἐκ Ζακύνθου τῆς πρὸς Κεφαλληνίαν εἰς τὴν Σικελίαν , Ἡρακλείδην δὲ ἀπέλιπεν τριήρεις τινὰς
6785061 ῥιψοπλον
ἀνδρολέτειραν ] φθοράν . ἀνδρολέτειραν ] ἀνδροφόνον . Ξ τὰν ῥίψοπλον ἄταν ] τὴν δειλίαν . ῥίψοπλον ] τὴν ποιοῦσαν
πολιοῦχοι θεοί , τοῖσι μὲν ἔξω πύργων ἀνδρολέτειραν κάκαν , ῥίψοπλον ἄταν , ἐμβαλόντες ἄροισθε κῦδος τοῖσδε πολίταις . καὶ
6782340 Σιφνον
Ἐκ Δήλου εἰς Κίμωλον στάδιοι ωʹ . Ἐκ Δήλου εἰς Σίφνον στάδιοι χμʹ . Ἐκ Δήλου εἰς Κύθνον στάδιοι τνʹ
οἱ Λακεδαιμόνιοι αὐτοὺς ἀπολείπειν ἔμελλον , καὶ αὐτοὶ ἀπέπλεον ἐς Σίφνον . Χρημάτων γὰρ ἐδέοντο , τὰ δὲ τῶν Σιφνίων
6774860 ἰϲχυροτεραν
κρόκοϲ καὶ γλαύκιον καὶ ὑποκιϲτίϲ : τὰ δὲ τὴν ϲτῦψιν ἰϲχυροτέραν ἔχοντα ταῖϲ ὀξυδορκικαῖϲ μάλιϲτα μιγνύμενα δυνάμεϲιν , οἷον ὀμφάκιον
οὖν Ἱπποκράτηϲ παντάπαϲιν ἀπαγορεύει τήν τε ἐμβολὴν τούτων καὶ τὴν ἰϲχυροτέραν ἐπίδεϲιν , μόνοιϲ δὲ τοῖϲ ἀφλεγμάντοιϲ τε καὶ παραμυθητικοῖϲ
6770975 προσειοντες
φορὰν αὐτῶν ἐσδέχονται , γυμνὰ τὰ ξίφη καὶ τὰ δόρατα προσείοντες , ὥσπερ οὖν ἢ φοβῆσαι δυνάμενοι ἢ τρῶσαι .
. καὶ ἐνέκειντο αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν
6766871 ἑστηκυιαν
ἄλλαι πολλαὶ φύσονται . καλοῦσι δέ τινες τὴν μεσότητα ταύτην ἑστηκυῖαν , ὅτι ἐν μόνοις τοῖς εἰρημένοις πυθμενικοῖς ὅροις ὥσπερ
' ἀριστερὰ κρήνην , παρ ' δ ' αὐτῆι λευκὴν ἑστηκυῖαν κυπάρισσον : ταύτης τῆς κρήνης μηδὲ σχεδὸν ἐμπελάσειας .
6752745 ϲτενην
ἀποϲφίγξειϲ ὁμοίαν αἴϲθηϲιν ἐμποιεῖ δήγμαϲι μυρμήκων , ἡ δὲ ἀκροχορδὼν ϲτενὴν ἔχει τὴν βάϲιν , ὡϲ δοκεῖν ἐκκεκρεμάϲθαι ἄκρῳ χορδῆϲ
τὸ ὁρᾶν . εὐίατα δέ ἐϲτι πτερύγια τὰ λευκανθίζοντα καὶ ϲτενὴν τὴν βάϲιν ἔχοντα : τὰ δὲ ἐναντία τούτων δυϲίατα
6752687 δυϲπαθη
τῆϲ ἀναπνοῆϲ ἐπὶ τὸ δαϲύτερον ἀλλοίωϲιϲ : τὸ δὲ γυμνάϲιον δυϲπαθῆ τε παραϲκευάζει τὰ ὀργανικὰ μόρια καὶ εὔτονα πρὸϲ τὰϲ
καὶ ὀρθοπνοίαϲ παροξυντική . κεφαλῇ δὲ χρονίωϲ ἐψυγμένῃ ὠφέλιμοϲ : δυϲπαθῆ γὰρ αὐτὴν καὶ ϲτερεὰν ἀπεργάζεται . δεῖ μέντοι προκενοῦν
6750664 ἐκβαλλομενην
δὲ ἀνατολῶν Ἰνδικῆς μέρει παρὰ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν κατὰ τὴν ἐκβαλλομένην γραμμὴν ἀπὸ τοῦ πρὸς τῇ Ἀραχωσίᾳ ὁρίου μέχρι τοῦ
- μάτων οὐ τοῦτο βουλομένων , εἶτα καὶ τῆς οἰκείας ἐκβαλλομένην βουλοίμην ἂν διὰ σοῦ μὴ τὸ δεύτερον παθεῖν .
6750026 ὀφρυν
πρὸς ὕψος ἠρμένον τινὰ λαμπρῷ τε πλούτῳ καὶ γένει γαυρούμενον ὀφρύν τε μείζω τῆς τύχης ἐπηρκότα , τούτου ταχεῖαν νέμεσιν
τὸ Κασταλίας ὕδωρ πιόντων , οὐδ ' ἐπὶ σοφίᾳ τὴν ὀφρύν ποτε ἀνασπασάντων ; Λέγ ' οὖν περὶ ἀνδρείας ,
6749438 διστομον
τινὸς , ἧς τὸ πέρας ἐστὶν ἄφραστον . Ἐξίησι δὲ δίστομον ἔχων τὸ ῥεῖθρον εἰς τὴν λεγομένην Μαιῶτιν , ἐς
τινός , ἧς τὸ πέρας ἐστὶν ἄφραστον . ἐξίησι δὲ δίστομον ἔχων τὸ ῥεῖθρον εἰς τὴν λεγομένην Μαιῶτιν εἰς τὸν
6740864 γναθον
ὁρᾶις , γέρον . οὗτος μὲν οὐδ ' ἂν τὴν γνάθον πλήσειέ μου . ναί : δὶς τόσον πῶμ '
, ὁ δ ' ἐγκάψας τὸ κέρμ ' εἰς τὴν γνάθον ἐρίν ' ἀπέδοτο σῦκα πωλεῖν ὀμνύων . οἴνου γεραιοῖς
6739703 Καρπασια
] ὁ οἰκήτωρ Καρπάθιος καὶ Καρπαθία , καὶ Καρπάθιον . Καρπασία , πόλις Κύπρου , ἣν Πυγμαλίων ἔκτισεν , ὡς
ἀπὸ δὲ ἄρκτων τῷ Κιλικίῳ Αὐλῶνι κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : Καρπασία . . . . . . . . .
6732482 Ὀπωραν
παῖδας , ἀλλὰ Γ τοὺς “ βότρυς ” διὰ τὴν Ὀπώραν . Γ ἄρ ' ἂν βλαβῆναι διὰ χρόνου Γ
ὅτι δύο πόρνας εἶχε τῇ Εἰρήνῃ συναφθείσας , τήν τε Ὀπώραν καὶ τὴν Θεωρίαν , ὧν ἣν μὲν ἔδωκε τοῖς
6732424 Ἠχω
πληγέντες ἔφευγον . τοῦ δὲ Πανὸς τὸ στρατήγημα τιμῶντες τὴν Ἠχὼ τῷ Πανὶ φίλην ᾄδομεν καὶ τοὺς κενοὺς καὶ τοὺς
πᾶσαι καλαί , πᾶσαι μουσικαί . Καὶ μιᾶς τούτων θυγάτηρ Ἠχὼ γίνεται , θνητὴ μὲν ὡς ἐκ πατρὸς θνητοῦ ,
6731275 παναληθη
. πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον θεόν , οὐ θεοῖς ὁμοίαν , παναληθῆ , κακόμαντιν , πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν τελέσαι τὰς περιθύμους
κακοῖς ἀληθεύουσαν : ἃ γὰρ εἶπεν νύκτωρ ταῦτα ἐγένετο . παναληθῆ ] τὴν ἐπὶ κακοῖς ἀληθεύουσαν . παναληθῆ ] τὴν
6729894 ὑφαντικην
τοῦ κόσμου σύστασιν ἀγαγεῖν . Ἀθηνᾶ μὲν οὖν ἐκόμισε τὴν ὑφαντικήν , Ποσειδῶν δὲ τὸ σκάφος ἐπενοήσατο πρὸς ἐμπορίαν τὸν
λέγουσιν , ὥσπερ εἴ τις φαίη εἰς αὐλοὺς ἐνδύεσθαι τὴν ὑφαντικήν , ἢ τὴν χαλκευτικὴν εἰς κερκίδας : καίτοι καὶ
6729696 τριηραρχιαν
ἐν τῇ * * * Τριηράρχημα : τὸ εἰς τὴν τριηραρχίαν ἀνάλωμα : Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ τριηραρχήματος .
ἀπεστερημένῳ , δίδωμ ' εἴκοσι μνᾶς τούτοις , ὅσου τὴν τριηραρχίαν ἦσαν μεμισθωκότες . τὰ μὲν δὴ τόθ ' ὑβρίσματα
6727423 καδμιαν
ἀρϲενικὸν ξηρὸν μεθ ' ὕδατοϲ ἐπίβαλλε τὴν ἄϲβεϲτον πλυθεῖϲαν ὥϲπερ καδμίαν καὶ τρίψαϲ ξήραινε καὶ χρῶ . καὶ τῶν τροχίϲκων
σπόγγον ὀξυκράτῳ βεβρεγμένον πάλιν ἐπιτιθέναι : μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην καδμίαν λειοτάτην ἐπιπάσσειν , ἢ σὺν αὐτῇ ῥόδων ἄνθος ,
6716940 Λερον
Λαμψακηνὸς οὕτω φησίν , ὅτι καὶ Ἴκαρον τὴν νῆσον καὶ Λέρον Μιλήσιοι συνώικισαν καὶ περὶ Ἑλλήσποντον ἐν μὲν τῆι χερρονήσωι
Ἀστυπάλειαν , ἐκ δὲ τῶν δεξιῶν τὴν Κῶ καὶ τὴν Λέρον [ καὶ τὴν Κίναραν καὶ τὴν Ἀμοργὸν , καὶ
6709961 συναντησιν
. καὶ γὰρ Μωυσῆς „ ἐξάγει τὸν λαὸν εἰς τὴν συνάντησιν τοῦ θεοῦ „ , σαφῶς εἰδὼς ἐρχόμενον αὐτὸν ἀοράτως
ἀκούσας ταῦτα ἐχάρη χαρὰν μεγάλην σφόδρα , καὶ ἐξελθὼν εἰς συνάντησιν τοῦ μακαρίου Ἡσαΐου ἐπελάβετο τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ εἰσήγαγεν
6707685 σπογγισον
προφέρων καὶ τὸ ” τὴν μὲν ἄρδαν ἀπ ' ἐμοῦ σπόγγισον ” : καὶ τὸ „ Αἰγύπτιος θοἰμάτιον ἠρδάλωσέ μου
φέρει φαγεῖν ; , εἶτ ' ἆρον τὰς τραπέζας , σπόγγισον . τοῦτο φοβῇ , μὴ οὐ δύνῃ ζῆν ἀρρώστου
6707663 καλαμην
. ἢ ἀπὸ τοῦ ποία ἡ βοτάνη . ἡ πρὶν καλάμην συλλέγουσα καὶ σταχυολογοῦσα . ποιολογεῦσα : ἀσταχυολογοῦσα . κυρίως
ὁμοίωσιν ἐπὶ τὸ πλεῖστον , οἷον ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν . Αἴνιγμά ἐστι φράσις ἐπιτετηδευμένη κακοσχόλως
6707259 ἐστυγον
τὸ ἔτραγον τραγανὸς , ἔπιθον πιθανὸς , οὕτω παρὰ τὸ ἔστυγον στυγανὸς , καὶ συγκοπῇ στυγνός . οἱ δὲ παρὰ
ἔστυγον στυγανὸς καὶ συγκοπῇ στυγνός : ” κατὰ δ ' ἔστυγον αὐτήν ” . οἱ δὲ παρὰ τὴν Στύγα φασὶν
6705683 σιαγονα
τὰ θραύσματα λωβήσασθαί σου τήν τε ῥῖνα καὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα , καὶ τοῦ αἵματος ἐνεχθῆναι κρουνούς , οἵους ὕδατος
ὀφθαλμόν , καὶ τότε τὰ σκέλη τοῦ τελαμῶνος ὑπὸ τὴν σιαγόνα ἐνηνεγμένα διὰ τοῦ αὐχένος ἐπ ' ἰνίον ἄγεται καὶ
6704309 ἐξωμιδα
' εἴ τινα ἴδοιεν γεωργοῦ στολὴν ἔχοντα ἢ ποιμένος , ἐξωμίδα ἔχοντα ἢ διφθέραν ἐνημμένον ἢ κοσύμβην ὑποδεδυκότα οὐ χαλεπαίνουσιν
καὶ ἀνδράποδα ; καὶ ὑμεῖς δὲ ἴσως ὁρᾶτε αὐτοῦ τὴν ἐξωμίδα ὡς φαύλη , καὶ τὸ δέρμα , ὃ ἐλήλυθε
6700644 χορδην
: ὁ πορνοβοσκὸς γὰρ [ μ ' ] ὑπὸ κνισολοιχίας χορδήν τιν ' αἱματῖτιν αὑτῷ σκευάσαι ἐκέλευσε ταυτηνί με .
πρόσηβος , ἐμάνθανε κιθαρίζειν . τοῦ δὲ διδάσκοντος κροῦσαι κελεύσαντος χορδήν τινα σὺν μέλει καὶ ἣν ἀπῄτει τὰ κιθαρίσματα ,
6699014 κεφ
ὅτι τῶν Καππαδοκῶν αἱ αἶγες κείρονται τὸ αἴγειον ἔριον . κεφ . ιζʹ . περὶ δόρκου . ὅτι ἐὰν διωκόμενος
θηρία ἐφελκόμενος ἐπὶ τὸν ἴδιον ἄγει φωλεὸν καὶ κατεσθίει . κεφ . ιεʹ . περὶ αἰγάγρου . ὅτι ὁ αἴγαγρος
6698465 κατωμαδον
α , σκηνηδόν , ἀγεληδόν , ταυρηδόν , πανθυμαδόν , κατωμαδόν , σπανιάκις ἀπὸ τῶν εἰς ξ ληγόντων , ὡς
καταῖτυξ κέκληται , ῥύεται δὲ κάρη θαλερῶν αἰζηῶν . ” κατωμαδόν κατὰ τῶν ὤμων . κατηφόνες κατηφείας ἄξια πράττοντες ,
6684512 πρωραν
τὸ ἱστίον , μέσουροι λέγονται , οἱ δὲ ἑλκόμενοι εἰς πρώραν καὶ πρύμναν ἐξ ἑκατέρου μέρους τοῦ ἱστοῦ πρότονοι ,
ἀκάτιον , ἤτοι ἀμφοτέρωθεν ὑπὸ ἑνὸς ἐρεττόμενον , ἤτοι μήτε πρώραν μήτε πρύμναν ἔχον ἀνηγμένην , ἀλλὰ στρογγύλον καὶ περιφερὲς
6684259 δερην
μὴ κρατῶν φρονήματος κτείνηι σε , καὶ σὺ σφάζε παρθένου δέρην . καί νιν δοκῶ , τὸ πρῶτον ἢν πολὺς
ὤλεσεν κλέος ; φασίν , βρόχωι γ ' ἅψασαν εὐγενῆ δέρην . οἱ Τυνδάρειοι δ ' εἰσὶν ἢ οὐκ εἰσὶν
6684246 Χρυσαν
δὲ νῦν τὸ χωρίον τελέως : εἰς δὲ τὴν νῦν Χρῦσαν τὴν κατὰ Ἁμαξιτὸν μεθίδρυται τὸ ἱερόν , τῶν Κιλίκων
συμμαχίας ἀφαιρούμενοι τοὺς Τρῶας . ἐξ ὧν μίαν ἑλόντες , Χρῦσαν , γέρας ἔδοσαν Ἀγαμέμνονι Χρυσηίδα , Χρύσου ἱερέως Ἀπόλλωνος
6677888 κακαβον
πρόσβαλε τὸ μέλι , κἀπειδὰν ἑψηθῇ καὶ μέλλῃς αἴρειν τὴν κάκαβον , τότε πάλιν ἐπίβαλε τὰ ξηρὰ καὶ ἕψε ,
: ταχὺ γὰρ πήγνυται . εἶτα πάλιν ἀνάλαβε εἰς τὴν κάκαβον καὶ πάλιν διήθησον καὶ οὕτω ποίει θερμαίνων , ἕως
6674594 ἐπιδοϲιν
ἀκμὴν ἐγγὺϲ οὖϲαν ἢ μακράν , ἐὰν καλῶϲ ἐπιϲκοπήϲῃϲ τὴν ἐπίδοϲιν : τὰ μὲν γὰρ [ ὀρθῶϲ ] κατὰ μικρὸν
ὁ ἄρρωϲτοϲ γίγνεται , οἷον κατὰ τὴν εἰϲβολὴν ἢ τὴν ἐπίδοϲιν ἢ κατὰ τὴν ἀκμὴν ἢ τὴν παρακμὴν τοῦ παροξυϲμοῦ
6670255 Λαϊδα
παρὰ τὸ κεχηνέναι . Κορινθία : Πόρνη , διὰ τὴν Λαΐδα . ἀγαθὴ μὲν , οὐ σώφρων δὲ , ἐπεὶ
. . . Ἀπίων δὲ ὅτι μόνος Πολέμων ἔφη τὴν Λαΐδα Κορινθίαν . ὥρα αʹ καλεῖται ἐν ᾗ ἀγαθόν ἐστιν
6664841 ἐκφυσιν
γίνεται δι ' οὐλὴν ἐν πόσθῃ γενομένην ἢ διὰ σαρκὸς ἔκφυσιν : τὸ δὲ δεύτερον μάλιστα ἐν ταῖς αἰδοιικαῖς φλεγμοναῖς
ὥστε καὶ πολυκαρπεῖν καὶ τὴν γῆν ἧττον καρπίζεσθαι καὶ τὴν ἔκφυσιν δὲ τὴν πρώτην ῥᾴω καὶ θάττω ποιεῖσθαι . Πλὴν
6658319 λογικοτητα
ὅτι τὸ λογικὸν καὶ ἄλογον συνθέτων πραγμάτων εἰσὶν ὀνόματα , λογικότητα δὲ καὶ ἀλογίαν ὁ πολὺς ἄνθρωπος οὐκ οἶδεν ,
' οὐδὲ τῷ λογικώτερον ἄνθρωπον ἀνθρώπου λέγεσθαι κατὰ τὴν οὐσιώδη λογικότητα διαφέρειν αὐτοὺς εἴποιμεν ἀλλὰ κατὰ τὴν ἕξιν ἢ τὴν
6649993 ἰπωσιν
μοχλεῖαι , ἐπὶ δὲ τῆς ὀπίσω καὶ ἡ κατ ' ἴπωσιν καὶ ἡ κατὰ περίσφαλσιν . τοὺς δὲ τρόπους τῶν
καὶ ἡ κατὰ περίσφαλσιν , καὶ ἡ μὲν κατ ' ἴπωσιν μενούσης τῆς τάσεως , ἡ δὲ κατὰ περίσφαλσιν ἀνεθείσης
6649805 μυραιναν
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ
6641769 καρδοπην
λέγει ὁ Στρεψιάδης πρὸς τὸν δανειστήν . εἶτα ἀπέρχεται λαβεῖν καρδόπην δεῖξαι τῷ δανειστῇ καὶ ἐρωτῆσαι αὐτόν , πῶς ταύτην
μωρῶς λίαν , ἰδιωτικῶς . τὴν κάρδοπον ] ἤγουν τὴν καρδόπην κάρδοπον . ἔα ] φεῦ , θαυμαστικόν . ἦ
6641216 εὐστοχιαν
ζόφον ἀποδειχθῆναι ” . καὶ ὁ Νεκτεναβὼ τὴν τῶν λόγων εὐστοχίαν ἐκπλαγείς , „ ἤνεγκας ἡμῖν „ ἔφη ” τοὺς
ἐτύγχανεν , καὶ ᾤετο δήπου μέγα εἶναι αὐτῷ ἀγαθὸν τὴν εὐστοχίαν τῆς βελόνης , οὐχ ἧττον ἢ ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν
6629212 πεποιημενην
δ ' ὄπισθεν αὐτοῦ κοίλην καὶ ὁμοίως συμπεριαγῆ τῇ ἐκτὸς πεποιημένην , καθάπερ γὰρ καὶ τῶν ἀρχαίων ὀργάνων τὰ πλεῖστα
οὔτι που ταῖσδε ὁμοίαν , ἐκ σιδήρου τε καὶ χαλκοῦ πεποιημένην , πολὺ μέντοι κραταιοτέραν , τὸ δὲ σχῆμα καὶ
6623035 βαϲιν
μυρμηκία ἐπανάϲταϲίϲ ἐϲτι τῆϲ ἐπιφανείαϲ μικρὰ τυλώδηϲ ϲτρογγύλη παχεῖα κατὰ βάϲιν ἐγκαθημένη καὶ πρὸϲ τὰϲ παραψήξειϲ ὁμοίαν αἴϲθηϲιν ἐμποιοῦϲα δήγμαϲι
: ἄλλοτε μὲν ἐϲ κορυφὴν λευκοί , ποιωδέϲτεροι δὲ τὴν βάϲιν . ϲφυγμοὶ ϲμικροί , βαρέεϲ , νωθροί , ὅκωϲ
6620164 τραμιν
: οὐκ εὐπόρως τε γὰρ ἔχω καὶ τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ ' ἀστράβης ὀχηθείς . ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης
. Ὕδωρ ὕδωρ , ὦ γείτονες , πρὶν ἀντιλαβέσθαι τὴν τράμιν μου τῆς φλογός . Θάρρει . Τί θαρρῶ καταπεπυρπολημένος
6596574 ψαλτριαν
ἐν τοῖς ἔργοις τῶν μουσῶν ἢ τυμπανίστριαν ἢ κιθαρίστριαν ἢ ψάλτριαν . Καὶ ἐγὼ ἀκούσας ἐκέλευσα πρὸς πυγὴν πηδῆσαι .
] ὡς ἄθλιός τις [ [ ὁ ] τρισκακοδαίμων [ ψάλτριαν ] [ ] σαν ? ? ? γυναῖκα οὕτως
6592264 δεσποτιν
χρόνους ἢ πόνους ἔχει βραχεῖς , τὴν δὲ ὑπό τινων δεσπότιν εἰσαγομένην πάντων ἐγγελῶντος εἱμαρμένην καὶ μᾶλλον ἃ μὲν κατ
; φράζε μοι σαφέστερον . γυναῖκ ' ἐφ ' ἡμῖν δεσπότιν δόμων ἔχει . οὔ που τετόλμηκ ' ἔργον αἴσχιστον
6591418 ὀξειην
στῇ , μύζει καὶ ἔμετον ἄγει , ἅμα καὶ λάπην ὀξείην ὑπόσαπρον , καὶ ὁκόταν ἀπεμέσῃ , οὐκ ἔχει ἑωυτόν
ἴσοι πεφύκασι , κἂν φθόνῳ ἀλαζονεύωνται . Ὄνος παλιούρων ἤσθιεν ὀξείην χαίτην . Τὸν δ ' εἶδεν ἀλώπηξ , κερτομοῦσα
6588419 Παρυσατιν
: καθάπερ τὸν Δαριήκην Δαρεῖον ἐκάλεσαν , τὴν δὲ Φάρζιριν Παρύσατιν , Ἀταργάτιν δὲ τὴν Ἀθάραν : Δερκετὼ δ '
Στατείρας ἀποκτεῖναι πάντας πλὴν Μένωνος . ἐκ δὲ τούτου τὴν Παρύσατιν ἐπιβουλεῦσαι τῆι Στατείραι καὶ συσκευάσασθαι τὴν φαρμακείαν κατ '
6577631 νησιν
. . δ : σημειοῦνται τινές , ὅτι τὸ εἰς νῆσιν εὔθετον μήρυμα ἐρίου νῆμα εἶπεν . πρὸς τὴν τάξιν
τὸ ἔργον τοῦ νήματος νῆσιν εἴρηκε , τὴν τῆς Ἀτρόπου νῆσιν . ὁ δὲ κωμικὸς Πλάτων ἔφη ἀκλώστους στήμονας .
6577568 ἐπιτηδευσιν
τῷ περιτοναίῳ τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως , ἵνα κατ ' ἐπιτήδευσιν γένηται ῥυάς : αἱρετώτερον γάρ ἐστι ῥυαδικὸν γενέσθαι τὸν
μὲν τὸν Πόντον , χρηστὸς δὲ μᾶλλον ἢ κατὰ τὴν ἐπιτήδευσιν εἶναί μοι δοκεῖ . καὶ νῦν ἐν Βυζαντίῳ γενόμενος
6577299 πρυμνην
πράσσειν . Καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην . Φέρε νυν στείχων χώραν καλέσω . χαῖρ '
εὔκραιοι . εὐκραίροις : διὰ τὰς ἐξοχὰς τῶν περὶ τὴν πρύμνην ἀφλάστων , ἢ διὰ τὴν κεραίαν ὀϊστοῦ . Ῥιπῇ
6575909 ὑποτρηχυν
Ἀρχέστρατός φησιν : εἶτα λαβεῖν ψῆτταν μεγάλην τήν θ ' ὑπότρηχυν βούγλωσσον . τῶν δὲ βουγλώσσων διαλλάττοντές εἰσιν οἱ κυνόγλωσσοι
δ ' ἀκόλαστος . εἶτα λαβεῖν ψῆτταν μεγάλην καὶ τὴν ὑπότρηχυν βούγλωσσον , ταύτην δὲ θέρευς περὶ Χαλκίδα κεδνήν .
6569210 τεκτονικην
εἶναι βέβαιον ὅτι μηδ ' ἡ θάλαττα βεβαία ἀνθρώποις , τεκτονικήν τε καὶ χαλκευτικὴν πᾶσαν φθαρτὰ ἐργάζεσθαι τῷ νόμῳ ,
τοῦ ἔργου , ἐπεὶ θῶμεν ἐν τοῖς ξύλοις εἶναι τὴν τεκτονικήν , καὶ οὐκ ἂν ἕτερον τρόπον ἐργάσαιτο τὴν κλίνην
6566153 Ἀσπιδα
Λιλυβαίου εἰς Πελωριάδα στάδια αψʹ : ἀπὸ Λιλυβαίου διάπλους εἰς Ἀσπίδα τῆς Λιβύης ἐγγὺς στάδια ͵αχʹ . Κέρκινα νῆσος μῆκος
Εὐφραντῶν ἐπὶ τὸν Δυσωπὸν στάδιοι ρνʹ . Ἀπὸ Δυσωποῦ ἐπὶ Ἀσπίδα στάδιοι τνʹ . Ἀπὸ Ἀσπίδος εἰς Ταριχείας στάδιοι τνʹ

Back