| ἄλλως ἀποθανεῖν . ἰσχυρικός ἐπιπονώτερον ἔργον μὰ τὸν Διόνυσον οὐκ εἴληφ ' ἐγώ , ἀφ ' οὗ παρασιτῶ . μεμβράδας | ||
| ποθ ' ὁ πατήρ , ἐπώμοσα . τὸ παιδίον γενόμενον εἴληφ ' οὐ πάλαι : ἀπὸ ταὐτομάτου δὲ συμβέβηκε καὶ |
| Δία , ὦ Σώκρατες , ἀλλ ' ἐγὼ οὐδὲ αὐτὸς συνίημι ὅτι λέγεις . Εἰκότως γε , ὦ Γοργία : | ||
| , ὦ Σώκρατες , ἀλλ ' ἔγωγε οὐδ ' αὐτὸς συνίημι ὃ λέγεις . Σωκράτης : εἰκότως γε , ὦ |
| τοῖς πολίταις , ὡς ἐπείσακτον κακόν κατὰ τῶν ἑαυτοῦ πραγμάτων πεπορισμένος . εἴτ ' ἐπέτυχες γάρ , φησί , γήμας | ||
| ὁμοίως ὁ δεσπότης ὑπόδικος ἔστω φόνου , πλεονέκτημα εἰς ἀπολογίαν πεπορισμένος τὸ μήτε παραχρῆμα τύπτων ἀνελεῖν μήθ ' ὕστερον , |
| ἐγὼ γὰρ εἰς τοὐπτάνιον οὐκ εἰσέρχομαι . ἀλλὰ τί ; θεωρῶ πλησίον καθήμενος , πονοῦσι δ ' ἕτεροι . σὺ | ||
| γέγονεν . Λέων : παρὰ τὸ λάω τὸ σημαῖνον τὸ θεωρῶ , ἐξ οὗ καὶ ἀλαὸς ὁ τυφλός , ὁ |
| εἰ τὸ Κορίσκος σημαίνει ὅπερ αὕτη , μὴ δίδωσι δὲ ἀποκρινόμενος , οὐ συλλελόγισται τὸν σολοικισμόν , ἀλλὰ δεῖ ἐρωτῆσαι | ||
| ὁ ἐρωτῶν λαμβάνει , οὐχ ὁ λόγος ἀλλ ' ὁ ἀποκρινόμενος ἐλήλεκται : ὁπηνίκα δὲ ὁ μὲν ἐπ ' ἄλλου |
| ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα τοιούτων ἢ ὠνοῦμαι ἢ αὐτὸς ἀποδίδομαι σμικρὰ εἰπών τε καὶ ἀκούσας . | ||
| πλωϊζόμενον ; Πάνσεμνα φὴς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα , ὥστε ὠνοῦμαι αὐτὸν τῶν εἴκοσιν . Εἶεν . Τίς λοιπὸς ἡμῖν |
| ! ] ϲη ? ? ! ! [ νὴ τοὺϲ θεοὺϲ [ ! ! ! εινλλ ! ! ! ! | ||
| [ ὅδ ' ἀπολεϲα [ φιλωτι ϲυν [ νὴ τοὺϲ θεοὺϲ [ οὐ γὰρ λέγων [ οἷϲ ἂν μαθον [ |
| γιγνώσκω ; ἐκ τοῦ νοῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ Αἰολικῶς γνοῶ , ἐξ οὗ τὸ κατὰ στέρησιν ἀγνοῶ , [ | ||
| . καὶ ἐπίῤῥημα ἀνέδην γέγονεν : ἀθρόως . Ἀγνοῶ , γνοῶ Αἰολεῖς λέγουσι . Ἄχνυμαι , ἄχω ἐστὶ ῥῆμα , |
| “ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω ” . ἄνεχε , πάρεχε : μετὰ λαμπάδων ἔρχεται | ||
| ἔνθα κερδανεῖ . ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ |
| καὶ ἀνάστατος αὐτῶν ἡ χώρα γέγονεν , οἱ δ ' οὐπώποτ ' ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ γενόμενοι Μακεδόνες καὶ βάρβαροι | ||
| . ἀτοπώτερον ] τούτου , μὰ τὼ θεώ , ξένον οὐπώποτ ] ' εἶδον . αἲ τάλας , τί βούλεται |
| ἀποδώσω αὐτῷ χάριν ὑπὲρ ὧν ἐποίησεν εἰς ἐμέ , ὥσπερ χρεωστῶν αὐτῷ . τοῦτο δὲ κατ ' εἰρωνείαν λέγει . | ||
| κατασκευῆς καὶ μὴν ] ἐν εἰρωνείᾳ ὁ λόγος ὀφείλων ] χρεωστῶν τίνοιμ ' ] ἀποδοίην ἐκερτόμησας ] ὠνείδισας δῆθ ' |
| ἐκεῖνον ἀεὶ λειπούσης , Πτολεμαῖε , ἔφη , πότερον ἐγὼ μεθύω ἢ δοκεῖ μοι ταῦτα περιφέρεσθαι ; Χαιρεφῶντος δὲ τοῦ | ||
| τὸ καινὸν ἔντεινον τεχνῶν . πολὺν πιὼν Εὐβοϊκὸν οἶνον οὐ μεθύω τὴν φρόνησιν , ἀλλὰ τὸ τοιοῦτον μόνον , τὸ |
| πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει , κυκλωτῷ σώματος προβλήματι , Σφίγγ ' ὠμόσιτον προσμεμηχανημένην γόμφοις ἐνώμα , λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας | ||
| ἐγώ καὶ τοὺς ἐφήβους , Σωσία , τοὺς δυσχερεῖς . Σφίγγ ' ἄρρεν ' , οὐ μάγειρον , εἰς τὴν |
| , ἀπαιτήσεις , ἀπαιτεῖς . . πράττω τὸ ποιῶ καὶ ἐργάζομαί τι , ὅθεν καὶ πρᾶξις : πράττομαι δὲ παθητικῶς | ||
| , ἀπαιτήσεις , ἀπαιτεῖς . . πράττω τὸ ποιῶ καὶ ἐργάζομαί τι , ὅθεν καὶ πρᾶξις : πράττομαι δὲ παθητικῶς |
| τεύξῃ τούτων ὧν ἐρᾷς , καὶ ἐπὶ τὴν θεράπαιναν τὴν Παλαίστραν ἤδη ἀποδύουτῆς γὰρ γυναικὸς τοῦ ξένου καὶ φίλου πόρρω | ||
| ἑώρων ὄνον , φωνὴν δὲ ἀνθρώπου ἐς τὸ μέμψασθαι τὴν Παλαίστραν οὐκέτι εἶχον . τὸ δὲ χεῖλος ἐκτείνας κάτω καὶ |
| , . . . Ἀνήκεστον : ἀθεράπευτον : ἀκῶ τὸ θεραπεύω , οἷον : ἀλλ ' ἀκεώμεθα θᾶσσον : ὁ | ||
| τῶν νοσημάτων : καὶ γίνεται ἐκ τοῦ παίω , τὸ θεραπεύω , παίων καὶ παιάων , ὡς Μαχάων , καὶ |
| : ἀπὸ τοῦ ἀλοῶ , τὸ συντρίβω , ἀλοιῶ ὡς ποῶ ποιῶ ἀλοιήσω ἠλοίησα , ὅθεν καὶ πατραλοίας . . | ||
| , ὀκνῶ δὲ δεῖξαι : πατέρα γὰρ τοῦ παιδίου αὐτὸν ποῶ σχεδόν τι τοῦτον προσφέρων μεθ ' οὗ συνεξέκειτο . |
| ἂν ἢ μόνῳ ἐκείνῳ ποιῇ τις ἢ ἄριστα ; Οὐ μανθάνω , ἔφη . Ἀλλ ' ὧδε : ἔσθ ' | ||
| μανθάνειν σημαίνει καὶ τὸ νοεῖν , ὥσπερ εἰώθαμεν λέγειν ὅτι μανθάνω τὰ λεγόμενα ἀντὶ τοῦ νοῶ , σημαίνει δὲ τὸ |
| Πατὴρ δέ σοι τίς ἐστιν ; Ἐμοί ; Μιαρώτατος . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ἔσθ ' ὅπως οὐκ ἀποθανεῖ , | ||
| Τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος , ὧν προὔφαινες ; Οὔτοι νεμεσητὸν ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ καὶ παρὰ νοῦν θροεῖν . |
| ' ἔδει : νῦν δ ' οὐκ ἔχεις : κενὸν εὕρηκα τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κενόν : οἰήθητι δ ' | ||
| ἄλλα τὰ ὁμο - γενῆ τούτοις ἁπλῶς ὑπὸ οὐδενὸς νενοημένα εὕρηκα . πάντα δὲ τὰ λεχθέντα , ὅσοις οὐκ ἐντέτευχα |
| . λαβὼν ] ἀπελθεῖν σε μετὰ τοῦ υἱοῦ σου . διδάσκω ] ἵνα διδάσκω αὐτόν , οὔ , παιδεύω . | ||
| δι ' αἰτίων καὶ προτάσεων . πάλιν δ ' οὐδένα διδάσκω λέγει ἀντὶ τοῦ οὐδενὶ ἐντίθημι τὰ δόγματα : οὐ |
| , ἀλλ ' εἰς ἐγνωσμένον ἀποστέλλεις με θάνατον : πλὴν ὑπομενῶ καὶ τοῦτο τὸ ἔργον καὶ πειράσομαι φανεὶς ψυχὴν οὐ | ||
| γινώσκεις παροῦσαν ] ἐμοί ἀντλήσω ] καρτερήσω † ἀνατλήσω , ὑπομενῶ Διὸς φρόνημα ] † ἤγουν ὁ Ζεὺς περιφραστικῶς λωφήσῃ |
| ' ἐν οἴνῳ συμπόται σοφώτατοι . Ὀρθῶς γ ' , ὁτιὴ νήφοντες οὐχ ὑγιαίνομεν . Ἢν τοὺς Ἀθηναίους ἐγὼ πείσω | ||
| ὁμίχλη κατέχει πάντων ἀγαθῶν ἀνάμεστος . Ἆρ ' οἶσθ ' ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μάχη , οἳ τὰ ξίφη |
| , εἴ τι ᾔσθησαί με φίλτρον ἐπιστάμενον ὃ ἐγὼ εἰδὼς λέληθα ἐμαυτόν . Λέγε δή μοι , ἔφη , εἴ | ||
| ὅτι : μὴ μέντοι μου κατείπῃς πρὸς τοὺς ἄλλους . λέληθα γάρ , ὦ ἑταῖρε , ταύτην ἔχων τὴν τέχνην |
| ουτε ? [ ] ! ουϲ ϲαυτῶι ? ? ? πόει [ κατὰ ] χώραν λαβέ ] ον ἐπιτίθει ? | ||
| ἅπαντα μᾶλλον ” , εὐθὺς εἰπεῖν ἂν δοκῶ , “ πόει με πλὴν ἄνθρωπον : ἀδίκως εὐτυχεῖ κακῶς τε πράττει |
| ὡς ψιλὰ λαμβάνονται : οἷον λεῖβ ' αἴθοπα οἶνον , λέγ ' αὐτοῖς τὰ αἴσια , ᾆδ ' Ἀκραγαντίνοισι ταῦτα | ||
| Θᾶσαι τὸν ἀνδριάντα τοῦτον , ὦ ξένε , σπουδᾷ καὶ λέγ ' , ἐπὰν ἐς οἶκον ἔνθῃς : ” Ἀνακρέοντος |
| ἀτιτάλλω ἐκ τοῦ α στερητικοῦ μορίου καὶ τοῦ ταλάσσω τὸ κοπιῶ . σημαίνει δὲ τὸ ἀναπαύω καὶ μὴ διὰ κόπου | ||
| περιπατοῦς ' ὥσπερ Πλάτων σοφὸν οὐδὲν εὕρηκ ' , ἀλλὰ κοπιῶ τὰ σκέλη . καὶ ἐν Ἀγκυλίωνι : λέγεις περὶ |
| εἴσῃ , γνώση : μαθήσῃ : παρὰ τὸ εἴδω τὸ γινώσκω : σημαίνει δὲ τὸ εἴδω , ζ : εἴδω | ||
| γνώσκω : καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , καὶ διπλασιασμῷ , γινώσκω . Γνώμη , νοῶ νοήσω νοήμη , καὶ συναλοιφῇ |
| : γεννῶ . Ὠλένες : αἱ χεῖρες . Αἰδοῦμαι : ἐντρέπομαι . Αἰζηός : νέος . Αἱμύλος : ἀπατηλός . | ||
| , κλαίω , ὁμολογῶ σοφιστεύω , ὑπισχνοῦμαι , νομίζω , ἐντρέπομαι , ἐνατενίζω , εὐλαβοῦμαι . : περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι |
| δρόμημα τῆς Σελήνης ἐστὶ μοιρῶν ιβʹ ∠ ʹ ιεʹ . εἰσέρχομαι εἰς τὸ σελίδιον τῆς τρίτης ὥρας , ἔνθα παράκειται | ||
| , φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι . Ὁ παῖς , ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων |
| δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ | ||
| δὲ ὁ Κλεώνυμος ὡς ἀδήφαγος καὶ ῥίψασπις κωμῳδεῖται . Γ φανήν ] λαμπράν . Γ δίει ] διελεύσει . Γ |
| ὀρθοῖς ὄμμασιν οὐκ ἐάσει προσβλέπειν , κἂν δυνηθῶ λανθάνειν : λήσομαι δ ' οὐδαμῶς : εἰσὶ γὰρ ἐξετασταὶ μυρίοι τῶν | ||
| [ μηρῶν μεταξύ , [ ] ! τομηι [ ] λήσομαι : ἐσθλὴν γὰρ ἄλλην οἶδα τοιούτου ⌋ φυτοῦ ἴησιν |
| ' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν , | ||
| βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι |
| τὴν λεοντείαν δορὰν πήραν τε καὶ πώγωνα καὶ βάκτρον μέγα σιγῶν δοκεῖς μοι φρόνιμος εἶναι καὶ σοφός . τύπους γὰρ | ||
| καὶ μὴ βουλομένους , ἀλλὰ κοσμίως ἡμῖν παρατίθησι τὴν τράπεζαν σιγῶν ; Σοφοκλῆς δέ πού φησιν ὡς ἄρα τὸ πρὸς |
| πονηρὸς καὶ πικρός . Σφίγγ ' ἄρρεν ' , οὐ μάγειρον εἰς τὴν οἰκίαν εἴληφ ' : ἁπλῶς γὰρ οὐδὲ | ||
| νεῶν . ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ὑποζώματα , εἶπεν ὡς πρὸς μάγειρον παίζων ζωμεύματα , ὡς ἀρτύσεως ἔμπειρον καὶ ζωμευμάτων . |
| σακχυφάντας καὶ τὴν οἰκίαν , ὡς εἶναι τὴν οἰκίσκην μικρὸν οἰκίδιον . ἐν δὲ τῷ Λυσίου πρὸς Φίλωνα ὑπὲρ Θεοκλείδου | ||
| αὐτόν , καὶ δῆθεν διωκομένην ὑπό τινων καταφυγεῖν εἰς τὸ οἰκίδιον . τὸν δὲ ἕνεκα τοῦ ἀνθρωπίνου εἰσδέξασθαι , καὶ |
| ' . . . ἡμέρας ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ ” καλοῦμαι “ . τοῦ χρήματος : λείπει χάριν : ἢ | ||
| καλοῦμαι ] καλῶ σε , προκαλοῦμαι , ἀπαιτῶ . τὸ καλοῦμαι παθητικῶς δικαστικὴ λέξις ἐστίν , ὡς δηλοῖ τὸ παρόν |
| ἢ καλέσοντα πρὸς τὸ δικαστήριον . οὐδέποτέ . . . καταισχυνῶ ] κατηγορεῖ ⌈ ἐνταῦθα διὰ τοῦ ” οὐδέποτε καταισχυνῶ | ||
| ὡς ἐνταῦθα : “ οὐδέποτε ” , φησί , “ καταισχυνῶ ⌈ τὴν πατρίδα ” ⌈ ἤγουν [ ἤτοι ] |
| τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ . | ||
| μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα |
| μὴ αὔριον ἀποδῷς τὰ ὡμολογημένα , οὐκ ἐξαπατήσεως δημοσίᾳ σε γράψομαι , ἀλλὰ τὸν Φᾶσιν οἰκήσοντα ἀποπέμψω , ὡς Πολέμων | ||
| , ὧν ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . σύστημα ἕτερον . γράψομαι : ἀντὶ τοῦ “ κατηγορήσω ” . παίζει δὲ |
| εἴ πως ἐκκομίσαις τὸ τοῦ Λύκου . πάρεστι τουτί , καὐτὸς ἅναξ οὑτοσί . ὦ δέσποθ ' ἥρως , ὡς | ||
| . ] τὸ δὲ ὅμοιον ἐν Ἰλιάδι ” ἔπειτα δὲ καὐτὸς οἰήσεαι „ . . . . . κέν ἀντὶ |
| τὸν ἐπιστήμην ὁριζόμενον δόξαν εἶναι ὀρθὴν μετὰ λόγου . Ὀρθῶς ὑπέμνησας : ἔτι γὰρ ἓν λοιπόν . τὸ μὲν γὰρ | ||
| : εἰς τὸ λέχος : εὖ μ ' ὑπηγάγου : ὑπέμνησας προεκαλέσω ἠρέθισας ὑπῆλθες . σοφῶς με ὑπήγαγες , φησὶν |
| , καὶ μηκῶ ἐπ ' αἰγὸς διὰ τοῦ η , μυκῶ δ ' ἐπὶ βοὸς διὰ τοῦ υ ψιλοῦ , | ||
| , καμύσαι : σημαίνει δὲ τὸ ἠχῆσαι : ἀπὸ τοῦ μυκῶ μυκήσω μεμύκηκα : ὁ μέσος μέμυκα : τὸ τρίτον |
| εἰς τὴν πολιτείαν οὐ παραδεξόμεθα ἅτε τυραννίδος ὑμνητάς . Οἶμαι ἔγωγ ' , ἔφη , συγγιγνώσκουσιν ὅσοιπέρ γε αὐτῶν κομψοί | ||
| τῶν φίλων τῶν Πανταινέτου καὶ τῶν νόμων . οὐ γὰρ ἔγωγ ' ἐπεδήμουν , οὐδ ' αὐτὸς ἐγκαλεῖ . Βούλομαι |
| . Ὅδ ' ἐστὶν ἁνὴρ ὃν λέγεις . Τί οὖν ποιῶ ; Ἀπόδυσον αὐτόν : οὐδὲν ὑγιὲς γὰρ λέγει . | ||
| δ : λαμβάνω μίαν πλευρὰν τοῦ κζ τὴν τριάδα καὶ ποιῶ τρὶς δ , γίνονται ιβ : ἰδοὺ ὁ ιβ |
| γὰρ τὸν Δία . : Ὃ ὁρῶν ὁ Ζεὺς οὐκ ἐπιλήσεται τῆς εἰς ἐμὲ ὀργῆς . : πηγὴν κλοπαίαν : | ||
| ἐγκείμενος , οὐδὲ ἀμελῶς θεωρεῖν . οὐδὲ φιλάργυρος τῶν δραχμῶν ἐπιλήσεται τούτων ὧν ἀπέθηκεν εἰς τὸ ταμιεῖον φέρων , διὰ |
| , τὸν χαλῶντα τὰς φρένας . Ἀθηναῖοι δὲ τὸν ἄκρατον χάλιν λέγουσιν . Αἰσχύλος δὲ καὶ τὰς Βάκχας χαλιμάδας φησὶ | ||
| , τὸν χαλῶντα τὰς φρένας . Ἀθηναῖοι δὲ τὸν ἄκρατον χάλιν λέγουσιν . Αἰσχύλος δὲ καὶ τὰς Βάκχας χαλιμάδας φησὶ |
| νυνὶ γάρἀλλὰ ποῦ θεοὺς οὕτω δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν , ὦ Γέτα ; Λακωνικὴ κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα . | ||
| τι ληρεῖς . πέπλεγμαι ] πράγματι [ ] ἔφθαρμαι , Γέτα . [ ! ] μὴ καταρῶ , πρὸς τῶν |
| καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ | ||
| „ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω |
| , ἄστρωτος εὕδω : καὶ τὰ μὲν πρᾶτ ' οὐ κοῶ , ἇς κά μ ' ἔχων ὥκρατος ἀμφέπηι φρένας | ||
| Ἱππεῦσιν , οἷον ” κοάλεμον αἱματοπώτην ” . παρὰ τὸ κοῶ ῥῆμα δηλοῦν τὸ νοῶ , οἷον „ ἡ δ |
| κατεσθίειν . Αὐτόματα πάντ ' ἀγαθὰ τῷδέ γε πορίζεται . Οὐδέποτ ' ἐγὼ Πόλεμον οἴκαδ ' ὑποδέξομαι , οὐδὲ παρ | ||
| ' αὐθαίρετον . τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ ; Οὐδέποτ ' ἀληθὲς οὐδὲν οὔθ ' υἱῷ πατήρ εἴωθ ' |
| καὶ διατί ἐγώ σοι ἐρῶ : ἀεὶ τὰ εὐκτικὰ ὡς μεμάθηκας ὀφείλουσι δίφθογγον ἔχειν ἐν τῇ παραληγούσῃ : γίνονται δὲ | ||
| διὰ τοῦ κ κλινομένων . Τὸ γὰρ Γ , ὡς μεμάθηκας μέσον τοῦ Κ καὶ Χ , περὶ δὲ τοῦ |
| τε ἀεὶ ὄντι τε καὶ μή , καὶ οὔτε ἐγκλεισάμενος φιλοσοφῶ , καθάπερ Πυθαγόρας ἱστορεῖται , οὔτε εἰς τὰ πλήθη | ||
| φιλοσοφίᾳ : ὁ δέ , Τίς γάρ σοι εἶπεν ὅτι φιλοσοφῶ ; καὶ ἀπιὼν ἤδη παρ ' αὐτοῦ μάλα ἡδὺ |
| ] ἐφθάρης . θ φίλον ] ἀδελφόν . ἔκτανες ] ἐφόνευσας . τροχαϊκοὶ βʹ ἰθυφαλλικοί . διπλᾶ ] πάρεστι . | ||
| εἰλουμένους . Εἰ σὺ μανείς , ὦ Αἶαν , σεαυτὸν ἐφόνευσας , ἐμέλλησας δὲ καὶ ἡμᾶς ἅπαντας , τί αἰτιᾷ |
| τὸ χρέος . ὥσπερ ἀποτίω ⌈ καὶ [ τὸ ] ἀποδίδωμι ⌈ τὸ τὸ ⌈ ὀφειλόμενον [ κεχρεωστημένον ] ⌈ | ||
| μεμένηκε . διὸ θρεπτήρια οὔσῃ μοι πατρίδι πρὸς μητρὸς ταῦτα ἀποδίδωμι αὐτῇ Ἐπειδὴ κατὰ δαίμονα καὶ τὴν τοῦ κρατίστου Κασσίου |
| εὐνάξομεν , ἀλλ ' ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς , πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν [ . ὁ | ||
| πατρικὸν κλῆρον ἀπὸ τότε αὖθίς με ἠδίκησας καὶ ἐπλεονέκτησας καὶ ἔλαβες ἐξ ἐμοῦ , ἀφ ' ὧν καὶ τοὺς κριτὰς |
| . σκαιότατον ] ἀπαίδευτον , ἀπαιδευτότατον . , ματαιότατον . δῆθ ' ] ἀργόν , ἀληθῶς . ἀπὸ . . | ||
| φέρων , εἰ μὴ καθαιρήσει τις , ἀποπαρδήσομαι ; Μὴ δῆθ ' , ἱκετεύω , πλήν γ ' ὅταν μέλλω |
| τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα | ||
| καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν , |
| Παλάμηδες , ὦ σοφωτάτη φύσις . Ταυτὶ πότερ ' αὐτὸς ηὗρες ἢ Κηφισοφῶν ; Ἐγὼ μόνος : τὰς δ ' | ||
| ὑφ ' αὑτῶν ἀναμιμνῃσκομένους : οὔκουν μνήμης ἀλλὰ ὑπομνήσεως φάρμακον ηὗρες . σοφίας δὲ τοῖς μαθηταῖς δόξαν , οὐκ ἀλήθειαν |
| τὸ λοιπὸν , εἰ βούλεσθε , ὁ πάντα ἐγὼ δεδιὼς ἐγγυῶμαι . ἀλλὰ τί δεῖ τοὺς πόρρωθεν φόβους καὶ κινδύνους | ||
| . ταῦτά τις ἐπὶ τὰ προαιρετικὰ μεταθέτω , κἀγὼ αὐτὸν ἐγγυῶμαι ὅτι εὐσταθήσει , ὡς ἂν ἔχῃ τὰ περὶ αὐτόν |
| τε φωσφόρου λύχνου σέλας . τελέως μ ' ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπός , ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν , | ||
| γὰρ πηγὴν ἀνεύρηκα τοῦ μεγάλου τολμήματος , καὶ οὗτος ὁ κατάρατος ἄνθρωπος ἐπίσταται γυναῖκα μιαρὰν συμπράξασαν τῷ φόνῳ . ” |
| Αἰολεῖς , ἔνθεν ἡ στέρησις ἀγνοῶ : ἐκ δὲ τοῦ γνώσκω πάντως κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τὸ γιγνώσκω . λέγει δὲ ὁ | ||
| , τρώσω , τρώσκω , καὶ τιτρώσκω : γνώσω , γνώσκω , καὶ γιγνώσκω : θνήσω , θνήσκω : μνήσω |
| : ἡ δ . ὅτι σαφῶς τὸ φοβ . ἐστὶ φεύξομαι . τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον : ἡ | ||
| βελτίων , τὰ μὲν ἀσκήσω καὶ διώξομαι , τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος . Ἀκούοις ἄν . ἐγὼ γάρ , |
| συνεχόμενος χρόνῳ ἀπολυθήσεται α οὐχ ἁμαρτήσεις . πρέσβευσον β οὐ φυγαδευθήσῃ , ὑβρισθήσῃ δὲ μετρίως γ οὐ γενήσῃ ποτὲ βιοπράγος | ||
| φυρατής η πρεσβεύσεις καὶ εὐημερήσεις , ἐὰν σπεύσῃς θ οὐ φυγαδευθήσῃ τὸ σύνολον . μὴ φοβοῦ ι γενήσῃ βιοπράγος καὶ |
| ὅτι μύρον αὐτῇ φέρεις τοιοῦτον , οἷον οὐ Μέγαλλος πώποτε ἥψησεν , οὐδὲ Δεινίας Αἰγύπτιος οὔτ ' εἶδεν οὔτ ' | ||
| οὐκ ἀξιόμαχος ὤν , βοῦν ἱερεύσας τὰ μὲν κρέα κατακόψας ἥψησεν , αὐτὸς δὲ ἐκπετάσας χαμαὶ τὴν βύρσαν κάθηται ἐπ |
| τῶν ὁμοιοτήτων δύναται παράγειν , πῶς δὲ ὁ τῆς ἀληθείας ἀνεπιστήμων ἄτακτός ἐστι . Τριῶν δὲ ὄντων τούτων , εὑρέσεως | ||
| κατὰ μετάληψιν : μεταλαμβάνει γὰρ ἀντὶ τοῦ οὐκ ἰατρὸς τὸ ἀνεπιστήμων . ὅταν ὁ ῥήτωρ κτλ . . τριττὸς ὁ |
| , διότι παῖς ὢν Ἡρακλέους οὐκ ἀπέκρυψε τὸν πατέρα . μαντεύομαι δὲ καὶ οἷς χρήσεται πρὸς σέ : καλὸς μὲν | ||
| ἐπακούσωμεν αὐτῶν πρῶτον ἃ τῷ καταφρονεῖν ἡμῶν προσπαίζοντας αὐτοὺς λέγειν μαντεύομαι . Ποῖα δή ; Ταῦτα τάχ ' ἂν ἐρεσχηλοῦντες |
| καὶ ὁ δειλὸς ἀμετρίην τὴν ἀνδρείην ὑπείληφε , καὶ ὁ φιλάργυρος τὴν μεγαλοψυχίην , καὶ πᾶσα ἔλλειψις ὑπερβάλλειν δοκέει τὸ | ||
| Γ καὶ σαπρὸς : ἀρχαῖος καὶ παλαιός . οἷον γηράσας φιλάργυρος ἐγένετο . Γ ὅτι γέρων ὢν : † μετὰ |
| ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ | ||
| ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ ' |
| τεύξῃ τάχα . Φῂς τάδ ' οὖν ; Ἃ μὴ φρονῶ γὰρ οὐ φιλῶ λέγειν μάτην . Ἄπαγέ νύν μ | ||
| ταῖς ἐλπίσι : ἄλλως : τὰ δὲ ἄλλα , ἃ φρονῶ , ἀρκέσει τοῖς ἔνδον διηγήσασθαι φίλοις , ὁποῖά ἐστι |
| , ἀπειλῶ , συμπάσχω , θαυμάζω , μικρολογῶ , μετριοπαθῶ διοικῶ , ῥυθμίζω , μοιχεύω , πειθαρχῶ , παρέλκω διατρίβω | ||
| ἀντιόων ταύρων τε καὶ † αἰγῶν : ὅτε δὲ τὸ διοικῶ καὶ λαμβάνω αἰτιατικῇ : ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν : ὅτε |
| ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου , καὶ εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν | ||
| ῥήματα φοβοῦμαι , ὀρρωδῶ ὀκνῶ κατοκνῶ , δέδια δέδοικα , εὐλαβοῦμαι , ἐκπέπληγμαι , φρίττω , τρέμω , ἐπτόημαι ἐξεπτόημαι |
| ἀπὸ τοῦ ὀργῶ : τὸ ἀκμάζω : τοῦτο παρὰ τὸ ὀρέγω τὸ ἐπιθυμῶ : καὶ συγκοπῆ ὀργῶ . ὀμαιχμία , | ||
| τῷ Α : ψέγω φλέγω λέγω εἴργω πνίγω ἀμέλγω ἀλέγω ὀρέγω . πρόσκειται ” μὴ παρώνυμα ” διὰ τὸ τρύγη |
| . Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐδέποτ ' ἄρα , ὦ μακάριε Θρασύμαχε , λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης . Ταῦτα δή σοι | ||
| , ἐπεὶ δοκεῖ γέ σοι ὡς ἐγὼ λέγω . Ὦ μακάριε , ῥητορικῶς γάρ με ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν , ὥσπερ οἱ |
| σοφὸν καὶ θεὸν ἴσον ἁμάρτημα . λόγον χειρίζων περὶ θεοῦ παραθήκην σοι δεδόσθαι νόμιζε τὰς ψυχὰς τῶν ἀκουόντων . οὐκ | ||
| Πρώτως μὴ λέγε , ἀλλὰ πρῶτον . Παρακαταθήκην , οὐ παραθήκην . Ἀπαράβατον μή , ἀπαραίτητον δέ . Ἀγωγὸν οἱ |
| σπερμάτων σωτηρίαν . τῶν δ ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις . στέργω γάρ , ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην , τὸ τῶν δικαίων | ||
| ἑτέρας ἐστὶ χρείας . Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι , |
| οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅσον ὅσον στίλην ; ἀλλ ' , ὦ πόνηρ ' , ἥξουσιν ὀλίγον ὕστερον οἱ ξυνδικασταὶ παρακαλοῦντες τουτονὶ | ||
| ' Αἰσχύλε . Ἀπὸ τῶν χαλαζῶν δ ' , ὦ πόνηρ ' Εὐριπίδη , ἄναγε σεαυτὸν ἐκποδών , εἰ σωφρονεῖς |
| οἴει δὲ τί ; ὁ μῦθόϲ ἐϲμεν Πάμφιλ ' ἤδη γραῦϲ γέρων ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ [ ] οὐκ εὖ λογίζηι [ ] | ||
| παῖδα ? [ ! ! ! ! ! ] ου γραῦϲ ἔχει κακ ? [ μὴ τα ! [ ἰδού |
| ] Τῷ πολέμῳ . Θεάομαι σαφὲς ] * Θεάομαι καὶ βλέπω πρᾶγμα σαφές , τὸν Ἀλκμαίωνα πρῶτον διεξάγοντα καὶ ἰθύνοντα | ||
| : ποθεινός : ποθητός : πολυπόθητος . Βλέφαρον παρὰ τὸ βλέπω καὶ αἴρω , βλεπέαρόν τι ὄν : τὰ γοῦν |
| , ἀνεπαυόμην . Ὁ δὲ θεὸς ὑμῖν οὐ προσῄειν ; Οὐδέπω . Μετὰ τοῦτο δ ' ἤδη καὶ γέλοιον δῆτά | ||
| μήποτε ὤφελον : οὐ γὰρ ἂν τοσαῦτα ἐπεπόνθειν ὕστερον . Οὐδέπω μοι λέγεις , ὦ Φιλοσοφία , τίνα ἠδίκησαι , |
| . ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό τινων καὶ μεθύων . Σύμμαχος τὸ “ βρύλλων | ||
| Γ εὐπαράγωγος ] εὐπειθής . εὐπαράγωγος ] εὐκόλως πιθόμενος καὶ ἐξαπατώμενος . καὶ παράγεται ἀντὶ τοῦ ἐξαπατᾶται . Γ εὐπαράγωγος |
| ἐν τῷ ναῷ καὶ θρηνῶν ταῦτά φησιν . θρέομαι ] ταράττομαι , φοβοῦμαι διὰ τὰς μεγάλας θλίψεις . θρέομαι ] | ||
| ' ἀπροϲδοκήτωϲ εἰϲ κλύδωνα πραγμάτων ἐμπεϲὼν ] ἠγωνίακα καὶ πάλαι ταράττομαι μή ποθ ] ' ἡ τύχη λάβηι μου τὴν |
| παύσονται τῆς προνικότητος . “ ὁ σωματέμπορος : ” ὡραίως ἐπενόησας , μὰ τὴν σκοτίαν σου . “ ἐπιστραφεὶς δὲ | ||
| ὁρῶσιν οἱ θεοί . Ἰοῦ ἰοῦ : εὖ γ ' ἐπενόησας αὐτὸ καὶ προμηθικῶς . Ὑπόδυθι ταχὺ δὴ κᾆτα θαρρήσας |
| κέλευε Δωρι ? ? [ ἀγένειον εἶ παιδάριον [ ὁ Ζεὺϲ ἀπολέϲαι κα [ πέπρακα . Δωρί , χαῖρε [ | ||
| ! ! ! ! ! ] υϲμα ? [ ὁ Ζεὺϲ ] ὁ ϲωτὴρ α ? ! [ ἐμὲ ] |
| . καὶ γὰρ εἰ πράττει κακῶς , τοῦτό γε οὐκ ἀρνοῦμαι , ἄλλως θ ' ὅτε ἀδικεῖ μὲν οὐδέν , | ||
| ἐκ τοῦ πράγματος γιγνομένας πρὸς ἑτέρους φιλονεικίας καὶ μάχας οὐκ ἀρνοῦμαι μὴ οὐχὶ συμβεβηκέναι μοι . Περὶ δὲ τῶν ποιημάτων |
| ἐκείνους τοὺς χρόνους κοινῇ , ὥσπερ που καὶ φαμὲν πόλιν εὐνομεῖσθαι , καίτοι γ ' οὐ δυνατὸν γενέσθαι πόλιν τοιαύτην | ||
| ὡς εἰ μὴ τοῦτο γενήσεται , οὐδεμίαν δοκεῖν δεῖ πόλιν εὐνομεῖσθαι φαίης ποτ ' ἂν , ἀλλὰ τὸ κοινὸν σχῆμα |
| τοῦ πράγματος Ϛ ζῇ ὁ ἀπόδημος καὶ ἔρχεται ζ οὐ λαμβάνεις τὸ ἀργύριον η λαμβάνεις κομιᾶτον θ οὐκ ἀφίστασαι ἀπὸ | ||
| γὰρ ἃ δίδωσι σιγᾶν , σοὶ δὲ μὴ σιγᾶν ἃ λαμβάνεις πρέπει . Ἀλλ ' εἰ καὶ ἀπῆρας παρ ' |
| ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι | ||
| μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου |
| ἡδόμεσθ ' ἀγῶνι δυστυχεῖ δόμοις δισσῶν ἀδελφῶν μόρον ἀκούοντες σέθεν οἴμοι τὸ πᾶν δῆτ ' ἐσφάλημεν ἐλπίδων ται μέγα τείσασθε | ||
| τοῦ ἀπό τινος ἐσθίειν , ὡς Ἕρμιππος ἐν Στρατιώταις : οἴμοι τάλας , δάκνει , δάκνει , ἀπεσθίει μου τὴν |
| . ὑφ ' οὗ γ ' ἥκιστ ' ἐχρῆν . οἶσθας σὺ τοῦτον ; οἶδα : καὶ συν ! [ | ||
| χρυσοῦν κάνθαρον . } ποῖον ; τὸ πλοῖον ; οὐδὲν οἶσθας , ἄθλιε . } τὴν ναῦν σεσῶσθαί μοι λέγεις |
| οὐκ ἔχει . λαμβάνεται δὲ ὁμοίως ἀπὸ τοῦ θίγω τὸ θιγγάνω , καὶ ἀντὶ τοῦ μήθω τὸ μανθάνω , καὶ | ||
| , ὡς ἂν εἴποιμεν : ἱστόρησα τὴν πόλιν : πρωτόλεια θιγγάνω : ἀντὶ τοῦ πρὸ πάντων σε λιτανεύω καὶ ταύτην |
| , καὶ ἐν ῥήμασιν ἑτερόκλιτα , ἔσθω ἔφαγον , φέρω οἴσω . Εἰ αἱ σύνθετοι τῶν λέξεων διηνεκὲς ἔχουσι τὸ | ||
| οὗ φέρεται ἡ ναῦς . οἴω , τὸ φέρω , οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ |
| μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
| , οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
| πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ ' ἀνάγκης ἀσθενεστέρα μακρῷ . τίς | ||
| , μυρίαις δὲ πημοναῖς ˈ δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω . ] . . . ἐν γὰρ τῶι ἑξῆς |
| ἀγαθὴν ἐπαοιδήν . οἶδα μὲν ἀρχαῖόν τι δρῶν , κοὐχὶ λέληθ ' ἐμαυτόν . . . . ἀφ ' οὗ | ||
| παρθέν ' Ἠλέκτρα , πέλας , μὴ κατθανών σε σύγγονος λέληθ ' ὅδε : οὐ γάρ μ ' ἀρέσκει τῶι |
| τῆς αὑτοῦ βουλήσεως . καὶ ταῦτα πάνθ ' οὕτω διαφυλάττουσιν οὐδεπώποτ ' οὔθ ' ὑμῖν οὔτε τοῖς προγόνοις μετεμέλησεν . | ||
| Ἀνδοκίδου ἀποψηφίσασθαι ; πότερον ὡς στρατιώτης ἀγαθός ; ἀλλ ' οὐδεπώποτ ' ἐκ τῆς πόλεως ἐστρατεύσατο , οὔτε ἱππεὺς οὔτε |
| ] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ] | ||
| γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ |
| ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς . ἓξ χοᾶς χωρήσεται . οὔτοι | ||
| . τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε : τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων |
| ἐμαυτοῦ διαιτήμασι καὶ τῷ τοῦ βίου σχήματι , γνώμῃ ἔτι ἁμαρτάνω , τοῦ μὲν ἔχειν αἰτίαν , ὡς ἀδικῶ δημοσίᾳ | ||
| , κόψω Βουπάλωι τὸν ὀφθαλμόν . ἀμφιδέξιος γάρ εἰμι κοὐκ ἁμαρτάνω κόπτων . Μητροτίμωι δηὖτέ με χρὴ τῶι σκότωι δικάζεσθαι |
| Ἑλένη ς ' ἀδελφὴ ταῖσδε δωρεῖται χοαῖς “ . τὸ δωροῦμαι δὲ τὸ ἀποχαρίζομαι , ἀπὸ δοτικῆς εἰς αἰτιατικήν . | ||
| Προπίνω σοι , ὦ Σεύθη , καὶ τὸν ἵππον τοῦτον δωροῦμαι , ἐφ ' οὗ καὶ διώκων ὃν ἂν θέλῃς |
| , ἵν ' ᾖ , μίαν ἡμέραν ἐάσας ἀδίκαστον . ἔνθου : ἐπὶ τοῦ ψωμοῦ καὶ τοῦ ἀκόλου οὕτω λεκτέον | ||
| ἀκρατισμοῦ λέγεται . καὶ Μένανδρος “ παλαιὸν ἐντραγεῖν ” . ἔνθου ] φάγε . Γ ἔνθου ] χαῖρε . ἔνθου |