τῶν κρατησάντων ἐπὶ τοὺς ἡττημένους , ἀπείληφα δίκην , ὧν ἀπέβαλες οἰκητόρων , ἐθεράπευσα τὴν τῶν πεσόντων ὁσίαν ταῖς τῶν | ||
φησί , λυποῦ , φίλτατε : οὐ γὰρ σὺ φεύγων ἀπέβαλες τὴν ἀσπίδα , μὰ τὴν Ἀφροδίτην , ἀλλ ' |
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . ἀγαθοῦ δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκ ποδῶν . Ὁ κάπηλος γὰρ οὑκ τῶν | ||
ἱκανῶς κεχόρτασμαι γάρ . Ἀγαθοῦ Δαίμονος δέχομαι . λαβοῦς ' ἀπένεγκε ταύτην ἐκποδών . Ξέναρχος ἐν Διδύμοις : ὡς ὑπό |
τὸ ἔτραγον τραγανὸς , ἔπιθον πιθανὸς , οὕτω παρὰ τὸ ἔστυγον στυγανὸς , καὶ συγκοπῇ στυγνός . οἱ δὲ παρὰ | ||
ἔστυγον στυγανὸς καὶ συγκοπῇ στυγνός : ” κατὰ δ ' ἔστυγον αὐτήν ” . οἱ δὲ παρὰ τὴν Στύγα φασὶν |
ὑπάτοις παρέστησαν . καὶ ὁ Κηνσωρῖνος ἀναστὰς καὶ τότε καὶ σκυθρωπάσας ἐπὶ πολὺ ἔλεξεν ὧδε : “ τῆς μὲν εὐπειθείας | ||
ἀχρεῖον ἰδών ἀγεννές , εἰς οὐδεμίαν χρείαν ἐμβλέψας , ἢ σκυθρωπάσας καὶ οἷον διαστρέψας τὴν ὄψιν . καὶ ἐπὶ τῆς |
περὶ ταῦτα χάριν , αὐτὸν δὲ ἑτέροις μὴ δοῦναι . Καλὴν ἐλπίζω τὴν ἐμπορίαν ἔσεσθαι τοῖσδε τοῖς νεανίσκοις , ὅτι | ||
σοφῶν ἕκαστον ᾠδήν τινα καλὴν εἰς μέσον ἠξίουν προσφέρειν . Καλὴν δὲ ταύτην ἐνόμιζον τὴν παραίνεσίν τέ τινα καὶ γνώμην |
σοι ἀπεκάλυψα . διὸ ? [ μὴ ] ἀνιῶ μηδὲ λυποῦ ? . ” πλεῖστα τοίνυν εἰσὶν ? [ ἅπερ | ||
σου ἐπὶ τὸ κρεῖττον ζ βλαβήσῃ ὀλίγον : ἀλλὰ μὴ λυποῦ η οὐ γαμήσεις ἄρτι . περίμενον : συμφέρει γάρ |
' , ἐγὼ μέν , ” εἶπεν , “ ἄρτον αἰτήσω , σὺ δ ' οὐ τὸν ἄρτον , σφενδόνην | ||
μίαν δέ , ἣν ἀντὶ πολλῶν δεκάδων αἱροῦμαι , προθύμως αἰτήσω : ” καὶ ἅμα τὸν περὶ τῶν Ἐρετριέων διῆλθε |
“ σκευάρια δὴ κλέψας ἀπεκήρυξ ' ” ἐκφέρων , “ ἐπώλησεν . Ἀπόκρισις : ἡ ἀπολογία : Λυσίας . καὶ | ||
. Μένανδρος : ἀπεκήρυξεν αὐτὴν Ἀγαμέμνων , οἷον ὑπὸ κήρυκι ἐπώλησεν . ἐπικηρύξαι δὲ τὸ ὑποσχέσθαι χρήματα . ἀρνειοὶ καὶ |
χθὲς εὐπάρυφος , πιναροῖς , ὡς ὁρᾷς , καὶ τρυχίνοις ῥακίοις τὴν αἰδῶ περισκέπω . ἀπέδυσε γάρ με Παταικίων ὁ | ||
τῶν τεθνεώτων . ἐλεεινὸν δὲ ἔφασκεν εἶναι καὶ τὸ ἐν ῥακίοις τοιούτοις ψῦχος τοιοῦτον διαφέρειν τοῖς μὲν ὄντων μόνων διαζωμάτων |
δὲ παρελθὼν εἰς Σοῦσα τὴν μὲν πρεσβυτέραν τῶν Δαρείου θυγατέρων Στάτειραν ἔγημεν , τὴν δὲ νεωτέραν Ἡφαιστίωνι συνῴκισε Δρυπῆτιν . | ||
σὺν αὐτῶι ἀναπεμφθέντες Ἕλληνες πλὴν Μένωνος . λοιδορία Παρυσάτιδος πρὸς Στάτειραν , καὶ ἀναίρεσις διὰ φαρμάκου τοῦτον διασκευασθέντος τὸν τρόπον |
Πολυβίου ἱστορίαν . , , : ἐν δὲ τῶι μεταξὺ Καρύανδα λιμὴν καὶ νῆσος καὶ πόλις ὁμώνυμος ταύτηι , ἣν | ||
. Λάδη : νῆσος Ἰωνίας . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . Καρύανδα : πόλις καὶ † λίμνη ὁμώνυμος πλησίον Μύνδου καὶ |
. μὴ φροντίσῃς , ὦ δαιμόνι ' , ἀλλ ' ἀνίστασο . πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ ' ἐγὼ ξυνείσομαι , | ||
τροφήν ἐπαίτης μερίμνης ἄξια κατέχων λέγει Ὀδυσσεὺς ὑποκρίνεται εἶναι Τρωικός ἀνίστασο ὡς ἀνατετακότων αὐτῶν τὰ ἀμυντήρια ὁ Αἴας ἐκ τῶν |
κακούργου τῆσδε βακχείας τάχα . λέγουσι δ ' ὥς τις εἰσελήλυθε ξένος , γόης ἐπωιδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός , ξανθοῖσι | ||
περιιὼν ἔλεγεν , “ ἀγαθὸς δαίμων εἰς τὴν οἰκίαν μου εἰσελήλυθε . ” Φησὶ δὲ Κλεομένης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Παιδαγωγικῷ |
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα | ||
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον |
τῶν ὑπὸ κύνα οὐσῶν ἡμερῶν , δέον αἰκάλλειν μᾶλλον καὶ προσσαίνειν τοῖς συνδείπνοις , μὴ καί τινα Κυνοφόντιν ἑορτὴν ποιησώμεθα | ||
ἀρνουμένους . οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ ' εἴη , φῶτα προσσαίνειν κακόν . ἀλλ ' ἐγώ ς ' ἐν ὑστέραισιν |
ἀποθνῄσκεις καὶ ἀπελειτούργησας . παρὰ δὲ ταῦτα οὐδέν . οὐκοῦν εὐθύμει . Ἐναργὲς ἔστω ἀεὶ τὸ ὅτι τοιοῦτο ἐκεῖνος ὁ | ||
χόρευε . . γέλα ] μειδία , εὐφραίνου . , εὐθύμει . νόμιζε ] λογίζου , ὑπολάμβανε . αἰσχρόν ] |
τὸ χαλεπὸν ἀναιρεῖται καὶ ἀναβὰς ἤλαυνεν . ἡ δὲ μικρὸν διαλιποῦσα ἀνέσφηλε : τὸ δὲ κτῆνος πτοηθὲν ἀποβάλλει τὸν ἄνδρα | ||
: ἀνακινηθέντος δὲ τοῦ ὕδατος ἄνεισιν ἀχλὺς ἐοικυῖα ὁμίχλῃ , διαλιποῦσα δὲ ὀλίγον γίνεται νέφος ἡ ἀχλὺς καὶ ἐς αὑτὴν |
ἐκεῖνος παύσαιτο πίνων μήτε σὺ γράφων , ὃς τοῦτο μέγιστον εἴργασαι τὸ μεθ ' ἡσυχίας στῆσαι τὸ τρόπαιον . Οὗτος | ||
ὧν ἐμοὶ προστρίβεις , ἀλλ ' ἑκουσίων , ὧν αὐτὸς εἴργασαι , προσδέχου . Οὐ μέμφομαι τὴν ἀχαριστίαν ὑμῶν πολλάκις |
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον . | ||
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ] |
κακοτεχνίαν εἶπεν : ” ἀλλ ' , ὦ οὗτος , πέπαυσο . ἐν σοὶ γάρ ἐστι τοῦτο , ὃ ἔχεις | ||
ἀκούσασα ἔφη : „ ἀλλ ' , ὦ αὕτη , πέπαυσο ἐπὶ τούτῳ σεμνυνομένη : ὅσῳ γὰρ ἂν πλείονα τίκτῃς |
' εἶ σορέλλη καὶ μύρον καὶ ταινίαι . Ἰδού , σορέλλη τοῦτο παρὰ Λυσιστράτου . Ἡμῶν ἴσως σὺ καταπλιγήσει τῷ | ||
. κογχυλίας λίθος Δαιδάλεια ἀρχιτεκτονεῖν δορυφόνον κακκάβη ἀλλ ' εἶ σορέλλη καὶ μύρον καὶ ταινίαι . ἰδού , σορέλλη , |
[ κόρην ἐπρίατο [ ἐραϲθεὶϲ ] [ εὔποροϲ πωλουμένην πωλουμένην εὔποροϲ [ ] ἐραϲθεὶϲ [ ἐπρίατο ] ? ? [ | ||
[ ἐραϲθεὶϲ ] [ εὔποροϲ ] [ πωλουμένην , πωλουμένην εὔποροϲ ἐραϲθεὶϲ [ ] [ ἐπρίατο : Τροιζήνιοϲ γεγενημένοϲ [ |
σὺ δ ' αὐτῷ καὶ συγγενόμενος καὶ διαλεχθεὶς καὶ εὐφράνας ἀπόπεμψον ἡμῖν τοῖς ὑπ ' ἀνάγκης καθημένοις τὸν δυνηθέντα δραμεῖν | ||
οἴκαδέ μ ' ὡς τὴν μαῖαν , ὦ Λυσιστράτη , ἀπόπεμψον ὡς τάχιστα . Τίνα λόγον λέγεις ; Τί τοῦτ |
τι , πρᾶγμά [ ] τι τοιοῦτον ἀγγελῶν [ ] ἐλήλυθα , κατὰ τὴν [ ] Ἰωνίαν πάλαι γεγενημένον [ | ||
. Ἐπὶ πείρᾳ δοὺς τριάκονθ ' ἡμέρας . Ὄρνεις φέρων ἐλήλυθα . Ὄρνιθας ἀποστέλλει . Βουληφόρως τὴν ἡμετέραν , ὦ |
τὸ νομίζειν ἢ τὴν Ἀράβιον ταύτην τὴν ὀρεινὴν ἢ τὴν Λιβυκὴν ὕδατος μεστὴν εἶναι τίς λόγος ; ποῖαι γὰρ ἢ | ||
τῇ πίσυνος λειμῶσι θέρους ἔνι τέρπεο , Καῖσαρ , καὶ Λιβυκὴν στείχων οὐκ ἀλέγοις ἄμαθον : οὐδὲ μὲν ἀμφίσβαινα φέροι |
ὀπιπτεύω . ἀγρίαν κύνα τὴν Σκύλλαν φησὶ θυγατέρα Φόρκυνος θηριομιγῆ κατεσθίουσάν τινας τῶν * παραπλεόντων * τὸ Σικελικὸν πέλαγος . | ||
ὀπιπτεύω . ἀγρίαν κύνα τὴν Σκύλλαν φησὶ θυγατέρα Φόρκυνος θηριομιγῆ κατεσθίουσάν τινας τῶν * παραπλεόντων * τὸ Σικελικὸν πέλαγος . |
τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας αὐτῇ , τὴν δὲ Θεσπικήν . ἐπλούτει δὲ σφόδρα ἡ Φρύνη καὶ ὑπισχνεῖτο τειχιεῖν | ||
τὸ ἀποσήθειν καὶ ἀποδύειν τοὺς συνόντας αὐτῇ , τὴν δὲ Θεσπικήν . ἐπλούτει δὲ σφόδρα ἡ Φρύνη καὶ ὑπισχνεῖτο τειχιεῖν |
καὶ τοιαυτὶ καὶ δεῦρο σχηματίσαντες . Ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Ἐν τοῖς ὄρεσιν δ ' | ||
, φησὶν Ἔφιππος . Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά φησιν |
, τὸν ἐκ Κοθωκιδῶν ; Τὸν δεῖνα ; ποῖον ; Ἔσθ ' ὁ δεῖν ' , ὃς καί ποτε τὸν | ||
μόνον , πλείω δὲ διὰ τὴν ἀμαθίαν μὴ προσλάβῃς . Ἔσθ ' ὑποχέασθαι πλείονας , πιεῖν γέ τι ἁδρότερον ἢ |
] πάλαι κατὰ τὴν [ Ἰωνίαν ] . κόρην ] νεανίϲκοϲ [ νέαν ] Τροιζηνίαν [ ] , Τροιζηνίαν [ | ||
. ἔϲτω δὲ καὶ τὴν ψυχὴν εὔθυμόϲ τε καὶ ϲφόδρα νεανίϲκοϲ . καὶ πρῶτον ἀνατριβέϲθω τὸ ϲῶμα ϲινδόϲιν ἐπὶ πλέον |
Ἔπειθ ' ἡπάτια καὶ νῆστίν τινα προσέθηκεν , οἶμαι , πεντέχαλκον προσλαβών . Βούλομαι δ ' αὐτῷ προειπεῖν οἷός εἰμι | ||
ἔπειθ ' ἡπάτια καὶ νῆστίν τινα προσέθηκεν , οἶμαι , πεντέχαλκον προσλαβών . εἴη δ ' ἂν καὶ σύμβολον βραχὺ |
ὠνομασμένους εὕρομεν ἐν ταῖς Ἀριστοφῶντος Διδύμαις ἢ Πυραύνῳ ἔπειθ ' ἡπάτια καὶ νῆστίν τινα προσέθηκεν , οἶμαι , πεντέχαλκον προσλαβών | ||
ἅπαντα φαίνει τὰ κακὰ καὶ τὰ δυσχερῆ . Ἔπειθ ' ἡπάτια καὶ νῆστίν τινα προσέθηκεν , οἶμαι , πεντέχαλκον προσλαβών |
ἡ σελήνη δὲ ἐγλείπει . διὰ τί δὲ ἡ σελήνη ἐγλείπει ; τὸ διάστημα τοῦ κώνου ὅτ ' ἀπὸ τῆς | ||
] [ ] μείζους ὠιοειδεῖς . Ὁ ἥλιος οὐδέποτε ὅλος ἐγλείπει , ἡ σελήνη δὲ ἐγλείπει . διὰ τί δὲ |
οὐχ ὑπὲρ γυναικὸς ἐγκαλεῖ κατὰ νόμους αὐτῷ γαμηθείσης , ἀλλὰ πωλουμένην ἠγόρασεν αὐτήν : ὁ δὲ τῆς μοιχείας νόμος οὐκ | ||
κόρην ἐπρίατ ' [ ἐραϲθεὶϲ ] [ εὔποροϲ ] [ πωλουμένην , πωλουμένην εὔποροϲ ἐραϲθεὶϲ [ ] [ ἐπρίατο : |
, ταύτην πόρε δίωι Ἀλωεῖ : ἣν δ ' Ἐφύρη κτεάτισς ' , Αἰήτηι δῶκεν ἅπασαν . Αἰήτης δ ' | ||
ταύτην πόρε δίωι Ἀλωεῖ , / ἣν δ ' Ἐφύρη κτεάτισς ' , Αἰήτηι δῶκεν ἅπασαν . / Αἰήτης δ |
ἔξοδον τὴν τοῦ λαβυρίνθου παρ ' αὐτῆς μαθὼν διεσώθη . ἀνακομιζόμενος δ ' εἰς τὴν πατρίδα καὶ κλέψας τὴν Ἀριάδνην | ||
παρὰ Φερεκύδῃ . . . . Ξ , : Ἡρακλῆς ἀνακομιζόμενος μετὰ τὸ πορθῆσαι Τροίαν , γενόμενος κατὰ τὸ Αἰγαῖον |
εἰρήκειν καὶ πᾶσαν τὴν ἱστορίαν , ὅτι Ἥλιος Αἰήτῃ καὶ Ἀλωεῖ * τοῖς * παισὶ τὴν ἀρχὴν διενείματο . καὶ | ||
, , : Εὔμηλος δὲ Ἥλιον ἔφη δοῦναι τὴν χώραν Ἀλωεῖ μὲν τὴν Ἀσωπίαν , Αἰήτηι δὲ τὴν Ἐφυραίαν . |
δὲ Σαπφὼ τὴν ἑταίραν , Ἤρινναν τὴν Λεσβίαν Ναυκύδης , Βοΐσκος Μυρτίδα , Μυρὼ τὴν Βυζαντίαν Κηφισόδοτος , Γόμφος Πραξαγορίδα | ||
τοὺς αὐτοὺς εὑρήσετε καὶ τότε κακίστους καὶ νῦν ὑβριστοτάτους . Βοΐσκος γοῦν ὁ πύκτης ὁ Θετταλὸς τότε μὲν διεμάχετο ὡς |
περὶ ταύτας ἡμᾶς ἁθρόους ὀψωνοῦντας τυρβάζεσθαι Μορύχῳ , Τελέᾳ , Γλαυκέτῃ , ἄλλοις τένθαις πολλοῖς : κᾆτα Μελάνθιον ἥκειν ὕστερον | ||
ὀνόματα κύρια . οὗτοι ἐπὶ μαγγανείᾳ διεβέβληντο . . , Γλαυκέτῃ ] καὶ οὗτος λίχνος . τένθαις : ἀντὶ τοῦ |
πρώτων ὁρισμοῖς χρῶνται πρὸς τὰς τῶν μετὰ ταῦτα ἀποδείξεις . Διδάσκει πῶς τὸ πρῶτον μέσον τοῦ πρώτου ἄκρου ὁρισμός ἐστι | ||
χαλκοῦν χρυσοῦν ὀστοῦν περισπώμενα . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Διδάσκει δὲ ἡμᾶς ὁ τεχνικὸς περὶ τῶν εἰς αν ληγόντων |
Σώκρατες , ἔφη , ὁ Λύσις , καὶ ἅμα εἰπὼν ἠρυθρίασεν : ἐδόκει γάρ μοι ἄκοντ ' αὐτὸν ἐκφεύγειν τὸ | ||
ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι εἰπέ . Καὶ ὃς ἐρωτηθεὶς ἠρυθρίασεν . καὶ ἐγὼ εἶπον : Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες |
ἔφη συμμαχήσειν . ἅμα δὲ ταῦτ ' ἔπρασσε καὶ Μασσανάσσην ἐπείρα μεταθέσθαι πρὸς αὑτόν , τήν τε Μασσυλίων ἀρχὴν αὐτῷ | ||
καὶ παρ ' αὐτὸν ἐλθόντος εἰς τὴν διατριβήν , ὡς ἐπείρα αὐτοῦ τὴν παλλακὴν ὁ Μέντωρ , καθά φησι Φαβωρῖνος |
' ] † βρέχε τοὺς ὀφθαλμούς . τέγγομαι ] † βρέχομαι τοῖς δάκρυσι . βόα ] θρήνει . νυν ] | ||
βρέχε . * τώ , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμοὺς . * βρέχομαι τοῖς δάκρυσι δηλονότι . * καὶ ἰσόγοα ἤγουν διατόρως |
τε ἦν . Ζώπυρος Δαρείου σατράπης ἀκρωτηριάσας τὸ πρόσωπον ἧκεν αὐτόμολος ὡς ταῦτα δὴ ὑπὸ Δαρείου παθών . Βαβυλώνιοι πιστεύουσι | ||
ἐν Πλαταιῇσι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι , ἐνθαῦτά σφι ἐπῆλθε γυνὴ αὐτόμολος : ἣ ἐπειδὴ ἔμαθε ἀπολωλότας τοὺς Πέρσας καὶ νικῶντας |
[ ὃς σεθ ? [ ἔχεις , εὖ μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ ' | ||
ἄρσεν ' ἐντίκτω κόρον , πλαθεῖς ' Ἀχιλλέως παιδί , δεσπότηι δ ' ἐμῶι . καὶ πρὶν μὲν ἐν κακοῖσι |
δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε , συκοφαντεῖς ; τί λόγους πλάττεις ; τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις | ||
φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ ' οὗ |
. ἰσχύν . * ἐναντίον : ὑπὸ γὰρ τοῦ γήρως καταβεβλημένος ὥσπερ ὑπὸ τῆς τοῦ παιδὸς νίκης ἰσχὺν ἔλαβε καὶ | ||
αἵ τε ἅμαξαι ἐμποδὼν ἦσαν καὶ ὁ χάραξ ἐν μέσῳ καταβεβλημένος : ὡς δὲ ἥ τε σάλπιγξ ἐφθέγξατο καὶ οἱ |
τότ ' ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . | ||
καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντα πυκναῖς τ ' εἰρεσίῃσι βιώμενος ἔσπασεν ἀνήρ : εἰ δ ' ἄρα οἱ καὶ τυτθὸν |
τὸν ἐραστὴν δείξω δεσπότην καὶ κάχρυς ἐπὶ τῶν ἀγρῶν φρύγειν ἀναγκάσω , καὶ τότε εἴσῃ παθοῦσα οἷ κακῶν σαυτὴν ἐνέσεισας | ||
; τὸν δ ' Ἵππαρχον αὐτὸν ὑμῖν καλῶ , καὶ ἀναγκάσω μαρτυρεῖν ἢ ἐξόμνυσθαι κατὰ τὸν νόμον , ἢ κλητεύσω |
ξυράμενος τεσσάρων δηναρίων ἔμπλαστρα ἔλαβες . Ἀφυὴς μαθητὴς κακῶς τινα κείρας καὶ παρωνυχίδας ποιήσας καὶ διὰ τοῦτο ὑπὸ τοῦ ὀνυχιζομένου | ||
ὑπήντησε μαχουμένη περὶ τῆς γῆς , ἀλλ ' ἀδεῶς αὐτὴν κείρας , ἐπειδὴ καθῆκεν ὁ χρόνος τῶν ἀρχαιρεσίων , ἀπῆγε |
Φίλιππος ἃς μὲν κατείληφε πόλεις τῶν ἀστυγειτόνων , τινὰς δὲ πορθεῖ , κεφαλαίῳ δ ' ἐπὶ τὴν Ἀττικὴν παρασκευάζεται παραγίγνεσθαι | ||
οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ ' ἔβλαστε : τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ , τόδ ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων , τόδ ' |
, ἀλλὰ καὶ ὁ ἐκείνου . ὁ δὲ ᾐσχύνθη καὶ ἐσιώπησε . λέγει οὖν ὁ τῆς κόρης πατήρ , Ἐγὼ | ||
ὁ πεπαιδευμένος ἔσται ἢ ὁ ἀπαίδευτος ; ” ἐπεὶ δὲ ἐσιώπησε , ” δοκεῖς μοι „ , εἶπε „ μειράκιον |
νῦν πῖνε καθήμενος αἴθοπα οἶνον εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θερμήνῃ καὶ λούσῃ ἄπο βρότον αἱματόεντα : αὐτὰρ | ||
ἕλετο ῥοδοδάκτυλος Ἠώς : ὡς δ ' ὁπότ ' Ἰασίωνι ἐϋπλόκαμος Δημήτηρ , ὡς αὖ νῦν μοι ἀγᾶσθε θεοὶ βροτὸν |
, τῶν Δωριέων εἰς α βραχὺ τρεπόντων , ὡς Ἄρτεμις Ἄρταμις : κατιὼν δὲ καὶ συστέλλει . αἴκα : ἀντὶ | ||
μὲν ἀντὶ τοῦ Ε λαμβάνεται , οἷον Ἄρτεμις κοινῶς καὶ Ἄρταμις δωρικῶς : καὶ ἀντὶ τοῦ Η , μῆνις κοινῶς |
ἀντὶ τοῦ κριοῦ τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ . καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας , | ||
Φθίας ὄρη τὴν λοιπὴν [ ἤδη ] πᾶσαν διὰ φιλίας ἐπορεύθη εἰς τὰ Βοιωτῶν ὅρια . ἐνταῦθα δὴ ἀντιτεταγμένους εὑρὼν |
ἐπιθετικὰ εἴη : ἡμέρα ἀσκέρα διφθέρα λακέρα . τὸ δὲ Γλυκερά ὀξύνεται , εἴτε κύριον , εἴτε ἐπιθετικὸν εἴη . | ||
ἐπιθετικὰ εἴη : ἡμέρα ἀσκέρα διφθέρα λακέρα . τὸ δὲ Γλυκερά ὀξύνεται , εἴτε κύριον , εἴτε ἐπιθετικὸν εἴη . |
ἄγουσι ; Πάνυ μὲν οὖν . Οὐκοῦν τούτων ὁ ἀγαθὸς μαστροπὸς τὰ συμφέροντα εἰς τὸ ἀρέσκειν διδάσκοι ἄν ; Πάνυ | ||
φησί : Τελείως δ ' εὖ με ὑπῆλθεν ἡ κατάρατος μαστροπὸς ἐπομνύουσα τὰν Κόραν , τὰν Ἄρτεμιν , τὰν Φαραφάτταν |
. ποτὶ γλωχῖνα : πρὸς τὴν γωνίαν τοῦ θρόνου . λέχριος : πλαγίως . ἐνδρομίδας : κυρίως τῶν κυνηγῶν τὰ | ||
ἔδωκε μόσχῳ λάλον Ἄπιδι στόμα . παρὰ δ ' αὐτὸν λέχριος στὰς ἐλιχμήσατο στολήν , προφανῶς τοῦτο διδάσκων , Ἀποδύσῃ |
Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα , Λοξίου πυργώματα , ὃν πόλλ | ||
: Εὐχαριστῷ τῷ κουρεῖ μου , ὅτι οὐδέποτέ με δήσας ἔκειρεν . Κυμαῖος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀποδημήσαντος εἰς βαρὺ ἔγκλημα |
. Λίψ : σημαίνει δὲ ἄνεμον καὶ τὴν ἧτταν καὶ λιβάδα . ἀμφότερα γὰρ παρὰ τὸ λείβω γέγονεν . τὰ | ||
Βρομιάδος δ ' ἱδρῶτα πηγῆς ; οἶνον εἰπὲ συντεμών . λιβάδα νυμφαίαν δροσώδη ; παραλιπὼν ὕδωρ φάθι . κασιόπνουν δ |
καὶ καλῶς βιώσῃ καὶ εὐδαιμόνως τεθνήξῃ τῆς ψυχῆς σου μὴ ἀγνοούσης ποῦ αὐτὴν δεῖ ἀναπτῆναι . αὕτη γὰρ μόνη ἐστίν | ||
τις τὸ αἷμα αὐτῆς κροκύδι δεξάμενος ἀποθῆται πρὸς κεφαλὴν γυναικὸς ἀγνοούσης καὶ συγγένηται αὐτῇ , εὐθέως συλλήψεται . Ἔχει δὲ |
ἤισθημαι , μία . πατέρα γε καὶ σὲ καὶ τρίτην ξυνάορον . ὤιμωξα τοίνυν καὶ πατρὸς δυσπραξίας . ἐξηπατήθη δαίμονος | ||
περῶντα , τῆσδε κοίρανον χθονός . τὸν Ἡράκλειον πατέρα καὶ ξυνάορον , εἰ χρή μ ' , ἐρωτῶ : χρὴ |
λαβὼν ἄνειρε τὰ κρέα . καὶ τῆς θύρας ἀνακῶς ἔχειν χρῆσόν μοι τὴν χλαμύδα σου . παῖδες , γέροντες , | ||
αὐτῷ Τηλέμαχος συνετύγχανεν . καὶ τοῦτον ἀσπασάμενος ἡδέως πάνυ ἔπειτα χρῆσόν μοι σύ , φησί , τὰς χύτρας ἐν αἷσιν |
λέγει που περὶ αὑτοῦ : ἀλλ ' ἐπεὶ ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας ἢ οἴνῳ μεθύων , ἤ μ ' ἔβλαψαν | ||
ὅταν ᾖ θεοφιλής . . ἀλλ ' ἐπεὶ ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας : ἡ διπλῆ ὅτι οἱ νεώτεροι λευγαλέον τὸ |
καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ ἑταίραις τε τοιαύταισι παγίσι βίου ἔνδον κάθητ ' ἀπόπληκτος οὐδ ' ἐξέρχεται . Ἄλεξις δὲ τοιαῦτα | ||
Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ ἑτέραις τε τοιαύταισι παγίσι τοῦ βίου ἔνδον κάθητ ' ἀπόπληκτος οὐδ ' ἐξέρχεται . Ὅστις ἀγοράζων ὄψον |
ταῦτα δὲ εἰς τὴν Τύρον . ” καὶ ταῦτα διαμυθολογήσαντες ἐκοιμήθημεν τὸν αὐτὸν τρόπον . Τῇ δ ' ὑστεραίᾳ παραγενόμενος | ||
Τότε μὲν οὖν ἀπελθόντες ἐπὶ ναῦν πλησίον ἐπὶ τῆς ᾐόνος ἐκοιμήθημεν . ἕωθεν δὲ ἀνηγόμεθα σφοδρότερον κατιόντος τοῦ πνεύματος : |
: ἡδόμενος δ ' αὐτῇ ἐποίει ὅ τι προστάττει ἡ Ὀμφάλη : οἱ δὲ εὐήθεις ὑπέλαβον λατρεύειν αὐτὸν αὐτῇ . | ||
. : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη . . . Λέανδρος δὲ , ὃν Νικάνωρ παρατίθησι |
Νικησίπολις , ἥτις αὐτῷ ἐγέννησε Θετταλονίκην , ἣ δὲ Λαρισαία Φίλιννα , ἐξ ἧς Ἀρριδαῖον ἐτέκνωσε . προσεκτήσατο δὲ καὶ | ||
Νικησίπολις , ἥτις αὐτῷ ἐγέννησε Θετταλονίκην , ἡ δὲ Λαρισσαία Φίλιννα , ἐξ ἧς Ἀριδαῖον ἐτέκνωσε . Προσεκτήσατο δὲ καὶ |
. μήν : μήν : ὡς παρὰ τὸ Κέφαλος γίνεται Κεφαλήν , κῶλος κωλήν , μέγιστος μεγιστὴν καὶ μεγιστάν , | ||
δὲ καὶ αὐλῳδίας ἀγώνισμα καὶ αὐλῶν : ἀνηγορεύθησαν δὲ νικῶντες Κεφαλήν τε Μελάμπους κιθαρῳδίᾳ καὶ αὐλῳδὸς Ἀρκὰς Ἐχέμβροτος , Σακάδας |
εἰσφερόντων λόγον αἰφνιδίως τις ἀπαγγελεῖσα πολεμίων ἔφοδος ἐπὶ τὴν τῶν Τυσκλάνων πόλιν , αἰτία κωλύσεως ἀποχρῶσα ἐγένετο . τῶν γὰρ | ||
πλησίον οὖσα Τιβέρεως ποταμοῦ . Αἰκανοὶ δ ' εἰς τὴν Τυσκλάνων γῆν ἐμβαλόντες ὅμορον οὖσαν σφίσι καὶ πολλὰ δῃώσαντες αὐτῆς |
Ἰλιὰς κακῶν ἐπῄει : ἐπὶ ταῖς μεγίσταις συμφοραῖς . Ἱππόλυτον μιμήσομαι : ἐπὶ τῶν σωφρονεῖν βουλομένων . Ἰχθὺν νήχεσθαι διδάσκεις | ||
ἂν αὐτὸν προσαγαγοίμην δράματι ; Ἐγᾦδα : τὴν καινὴν Ἑλένην μιμήσομαι . Πάντως ὑπάρχει μοι γυναικεία στολή . Τί αὖ |
ἔλθῃ . ματίῃ ματαιότητι : “ ἡμετέρῃ ματίῃ . ” μαχλοσύνη ἀκολασία , καταφέρεια . μεγαλίζομαι μεγαλύνομαι , μεγαλαυχῶ . | ||
' ἄνδρες ἐνείκεον εἵνεκα ποινῆς , διεφέροντο . καὶ ἡ μαχλοσύνη κοινῶς ἐπὶ γυναικὸς μανίᾳ : δέδωκε δ ' αὐτῷ |
τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ ὅπλον , καὶ πανσαγία ἡ πανοπλία . | ||
πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός σάγη σαλάμβην σίκλος Σκόμβροι στιβάδα ποιούμενος στομώδη στραβαλοκόμαν Τεγεάς τέως |
, ὡς ἂν γνώμην εὕροιμι ἀποστερητικήν ; ὁ δὲ ⌈ παίξας [ παίζων ] οὕτως ἐξήνεγκεν . νυν ] δή | ||
δ ' εἶπεν , ἐλθὼν τοῖς κύβοισιν ὡμίλει καὶ σμικρὰ παίξας τὴν στολὴν ἐνικήθη . νιφετὸς δ ' ἐπῆλθε καὶ |
λυγρὰ Τρώων καὶ Δαναῶν , σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι . Ὣς ἔφατ ' , ἔδεισεν δ ' Ἑλένη | ||
μεθείω , . . . σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι . Ζ : . . . πολλοὶ δ ' |
αἴτιον καὶ [ τὸ ] ἔχεις ἅπερ ἐπεθύμεις . ἡ καλαμαία : ταύτην οἱ μὲν γραῦν σέριφον , οἱ δὲ | ||
ἀντὶ γυναικὸς χρηματισθήσεται , τουτέστι λυμανεῖται καθάπερ ἡ ἀκρὶς ἡ καλαμαία . τὰν νύκτα : μάντις καλαμαία ἀντὶ τοῦ ἀρουραία |
ξαν ? ? ς ! ! [ Ἐρξίη , πῆι δηὖτ ' ἄνολβος ἁθροΐζεται στρατός ; τῆς ? νῦν πάντες | ||
με [ [ ] νώμεθ ' ὀ [ [ ] δηὖτ ' ἐπιτ [ [ ] έντηδεμ ? [ [ |
σοι δεῖ ἀποφεύγειν , ἀνθ ' ὧν [ πρότερον ] ἠδίκεις . ταῦτα γάρ ἐστι τὰ ὠφελοῦντα τὸν λόγον , | ||
: καὶ γὰρ ἐκείνους καὶ τουτουσὶ καὶ ὅλην τὴν πόλιν ἠδίκεις καὶ κατῄσχυνες . εἰ δὲ μὴ ποιοῦντός σου κατεσκεύαζόν |
καταλύσει τοῦ δήμου συνιὼν ἁλῷ , ἢ τέλος πριάμενος ἢ ἐγγυησάμενος ἢ ἐκλέγων μὴ καταβάλῃ , ἀκούσατέ μου καὶ περὶ | ||
βίου καταστροφὴν ἀνεφάνη πένης ὤν , ὃ δὲ ἀνεδύετο ὁ ἐγγυησάμενος , οὐδὲ ἔφασκεν ἄξεσθαι γυναῖκα . ἐπὶ τούτοις οἱ |
οἱ ἡγούμενοι , τὰ δὲ τῶν στρατιωτῶν οὐδεὶς ἦν ὁ ἀφαιρησόμενος . οἱ δ ' αὐτοὶ καὶ ἰσχυροὶ καὶ ἀνδρεῖοι | ||
, καὶ γενόμενος δήμαρχος ἴσχυσε τοσοῦτον ὥστε ἐπέμφθη Μάρκος Κάτων ἀφαιρησόμενος τὴν Κύπρον τὸν κατέχοντα . ἐκεῖνος μὲν οὖν ἔφθη |
μεμοίρασται μυρίαις ] πολλαῖς πημοναῖς ] βλάβαις δύαις ] κακοπαθείαις καμφθεὶς ] κατεργασθείς , ταλαιπωρήσας ὧδε ] οὕτως φυγγάνω ] | ||
πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ ' ἀνάγκης ἀσθενεστέρα |
καὶ τὰ πράγματα αὐτοῖς ἀνάγκη εἶναι . [ ] . Ἀξίοχε , σύ γε οὐκ ἔτυμά μοι μαρτυρεῖς , οἴει | ||
ζημιούμενον , θνῇσκον , ἐλεούμενον ; ἐπεί τοί γε , Ἀξίοχε πολιτικέ , ποῦ τέθνηκε Μιλτιάδης ; ποῦ δὲ Θεμιστοκλῆς |
, λαμβάνει τι ὧν δεῖται , ὅταν δὲ ἀμελῇ , κολάζεται . ἀνθρώπους δ ' ἔστι πιθανωτέρους ποιεῖν καὶ λόγῳ | ||
δωρεὰν , εἰ γὰρ , φησὶν , ὁ λιπὼν τάξιν κολάζεται , δῆλον ὅτι ὁ ἀριστεύσας τιμηθήσεται . Ἐὰν μὲν |
, τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . . | ||
“ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως |
ὁ τοιοῦτος καὶ παράνομός ἐστι καὶ ἀσεβὴς καὶ τοῖς χρωμένοις ἐπιζήμιος , ῥᾴδιον καταμαθεῖν . τίς γὰρ οὐκ ἂν ὁμολογήσειε | ||
παράσημος , αὐτόμολος , ἄπιστος , βλαβερός , ζημιώδης , ἐπιζήμιος , νόμοις ἐχθρός , καταλύων τὴν δημοκρατίαν , συγχέων |
διὰ τούτων πειρᾶσθαι τοὺς ὁπλίτας τοῦ τείχους . καὶ οὕτως ἀγωνίζου καλῶς καὶ πειρῶ ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι . αὐτὸς δέ | ||
μὴ κοινωνήσῃς τῷ πράγματι ι στρατεύῃ εὐτυχῶς α οὐκ ἀθαρρῶν ἀγωνίζου β ἀπολύεται ὁ συνεχόμενος γ καταλλάσσῃ τῇ γυναικί δ |
ἀρμένων . πολύνυμφον λέγει δὲ τὴν Ἑλένην . καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν καὶ τὴν πολύανδρον δάμαλιν ἁρπάσας σὺ ὁ λύκος | ||
ἀνάκλητος Ἀνακτόριος Ἀναξιδώρα ἀνδραποδοκλόπος ἀναστρέφων ἀναψύχουσα ἀνόσητος ἀνούστερος , ἀνουστέρα ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς |
πή , ὡς ἡ ἐπὶ ζημίᾳ τινὶ λύπη , ἥτις φευκτή ἐστι κατά τι , ὅτι ἐμποδίζει τῇ θεωρίᾳ , | ||
, καὶ τῆς φευκτῆς ἡ μὲν καθ ' αὑτό ἐστι φευκτή , ὡς ἡ ἐπὶ ἀρετῇ λύπη , ἡ δὲ |
ἀτρεκέως καταλέξω . Ἐπείτε γὰρ τάχιστά σε ἐπυθόμην ἐπὶ θάλασσαν καταβαίνοντα τὴν Ἑλληνίδα , βουλόμενός τοι δοῦναι ἐς τὸν πόλεμον | ||
συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων . ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ ' ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων ; Ὁρῶ πάνυ |
τόδ ' εἶναι ? ; πότερ ' ἀγρεύομεν [ λυγρὰν φάλαιναν ἢ ζύγαιναν ἢ κιρράν ? [ τινα ; ἄναξ | ||
τί φῶ τόδ ' εἶναι ? ; πότερα ! [ φάλαιναν ? ? ἢ ζύγαιναν ἢ κ ! [ ἄναξ |
οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ γυναῖκα καὶ μεθύσην λέγε . Ἤμην : εἰ καὶ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς | ||
ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας κακὸς κακῶς , προσθεὶς αὐτῷ γραῦν μεθύσην τοῦ κόρδακος οὕνεχ ' , ἣν Φρύνιχος πάλαι πεπόηχ |
] ἀτιμώρητος . πλεχθεὶς ] ἀνθ ' ὧν ἡμῖν χρεωστεῖ πρόσφυξ θέλει γενέσθαι τῆς θεοῦ . οὐ πάρεστιν ] οὐ | ||
εἰς οἶκον δὲ καὶ ἐφ ' ἑτέρου . πελαστὴς ὁ πρόσφυξ , πενεστὴς δὲ ὁ κατὰ πόλεμον δουλωθείς . πλούσιος |
φησί : δέσποινα Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . ἐὰν δ ' ἐναποπνιγῇ τρίγλα ζῶσα ἐν | ||
; δέσποιν ' Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . Δέσποιν ' Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , |
υἱῷ Φοίβῳ ἀκερσεκόμῃ νίκην ὑποχείριον ἕξεις , καὶ μάκαρος Λιβύης καλλιστεφάνου βασιλεύσεις αὐτὸς καὶ γένος ὑμόν : ἄγει δέ σε | ||
λωτοῦ , τῆς βοτάνης : μέλπῃ μοῦσαν : οὐδὲ ἐπὶ καλλιστεφάνου ὡραίας νεάνιδος ἁπλώσας τὸν βόστρυχον κατὰ πνεύματα τοῦ λωτοῦ |
οὐδαμῶς ἄλλως ἐλέγχειν ἢ ἐξ ὧν τοὺς ἄλλους ὁ κατήγορος ἀπολύων αὐτὸν τὸν θάνατόν φησι μηνύειν ἐμὲ τὸν φονέα ὄντα | ||
ἀρετῆς ἄξιον , ἐγώ σοι τοῦτ ' ἔχω μαρτυρεῖν . ἀπολύων δέ σε τοῦ τότε συναδικεῖν ἡμᾶς μέμφομαι τοῦ νῦν |
κατὰ φύσιν , πᾶν τὸ κατὰ φύσιν ἀγαθόν δεικνύοιεν τὴν εἰλημμένην πρότασιν τὴν πᾶν τὸ οἰκεῖον ἀγαθόν . [ βʹ | ||
: Ἀννίβας δ ' ἐπειγόμενος ἐς αὐτήν , ὡς ἔμαθεν εἰλημμένην , παρῆλθεν ἀχθόμενος ἐς Θουρίους κἀκεῖθεν ἐς Βενουσίαν , |
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς | ||
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ |
παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . . | ||
τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι |
, ἀλαλάξας τε καὶ μόνον ἐμβοήσας καὶ ἐξαλόμενος τῆς σκηνῆς ἔσβεσεν ἀναπτομένην ἤδη τὴν φλόγα τοῦ ναυστάθμου τοῦ Ἑλληνικοῦ καὶ | ||
εἴσω μαχόμενον οὗτος ἐξέωσεν καὶ τὴν Πρωτεσιλάου ναῦν ἤδη καιομένην ἔσβεσεν , καίτοι ἐπεβάτευον αὐτῆς οὐχ οἱ φαυλότατοι , ἀλλ |
. ἦ μὴν ἴσως σὺ καταπλιγήσει τῶι χρόνωι . τὸ καταπλιγήσει τοῦτο παρὰ τῶν ῥητόρων . ἀποβήσεταί σοι ταῦτα ποῖ | ||
, σορέλλη : τοῦτο παρὰ Λυσιστράτου ἦ μὴν ἴσως σὺ καταπλιγήσει τῷ χρόνῳ : τὸ καταπλιγήσει τοῦτο παρὰ τῶν ῥητόρων |
ἐπιπεπόλακεν οὔπω δυνηθεῖσι τὰ μὲν ἐκνίψασθαι , πρὸς δὲ τὴν ἀνδρωνῖτιν μεταδραμεῖν ἑστίαν , καθάπερ λόγος ἔχει τὴν φιλάρετον διάνοιαν | ||
οἱ Ἀττικοὶ τὴν μέσην θύραν τὴν φέρουσαν εἴς τε τὴν ἀνδρωνῖτιν καὶ γυναικωνῖτιν . δαιδαλέη δ ' αἴθουσα : στοὰ |