ῥᾷόν ἐστιν ἢ πτύσαι : ἐξέρχεταί τε πανταχός ' ἤδη πιομένη , δέχεται δὲ καὶ στατῆρα καὶ τριώβολον , προσίεται
ῥᾷόν ἐστι καὶ πτύσαι : ἐξέρχεταί τε πανταχός ' ἤδη πιομένη , δέχεται δὲ καὶ στατῆρα καὶ τριώβολον , προσίεται
8405887 διαχαλᾳ
συνάγῃ τὰ παρὰ φύσιν κεχυμένα τὰ δ ' αὖ συνεστῶτα διαχαλᾷ καὶ ἅπανθ ' ὅτι μάλιστα ἱδρύῃ κατὰ φύσιν ,
ἐπεὶ καὶ δολιχὸν τοῖς ἔτεσιν ἤδη τρέχει τὰς ἁρμονίας τε διαχαλᾷ τοῦ σώματος , ἰδεῖν μὲν αὐτὴν ῥᾷόν ἐστι καὶ
5268749 πτυσαι
διαχαλᾷ τοῦ σώματος , ἰδεῖν μὲν αὐτὴν ῥᾷόν ἐστι καὶ πτύσαι : ἐξέρχεταί τε πανταχός ' ἤδη πιομένη , δέχεται
τὰ πελτί ' οὗτοι ? ? ? ? ? πρὶν πτύσαι διαρπάσονται πάντα , κἂν τετρωβόλους καλῆις . ἔπαιζον :
5162393 παιδιον
ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις τὴν κόπρον λαμβάνειν , πρὸ τριῶν
ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ
4926759 ὑγιης
: τὸ χαριὴς , ἐξ οὗ καὶ χαριέστερος : καὶ ὑγιὴς , ἐξ οὗ τὸ ὑγιέστερος συγκριτικῶς . Ὑμήν :
τὸ φανερὸν ἄγειν τὸ ἀδίκημα , ἵνα δῷ δίκην καὶ ὑγιὴς γένηται , ἀναγκάζειν τε αὑτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μὴ
4643056 γυνη
ἀτρεκέως ταῦτα : περὶ δὲ τῆς λειότητος , εἰ ἑτέρη γυνὴ ψαύσειε τῶν μητρέων κενεῶν ἐουσέων , οὐ γὰρ ἄλλως
ἔχει δὲ οὕτως : “ σὲ δ ' ἄλλη τις γυνὴ κεκτήσεται , σώφρων μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον , εὐτυχὴς
4642157 ἐξερχεται
γίνεται ἀσκοειδὲς καὶ οὕτω νήχεται , ἕως λεπτυνθῇ , καὶ ἐξέρχεται ἐπὶ τὴν γῆν καὶ νέμεται καὶ εὐθέως ψυχόμενον θνήσκει
, ἄν τις ταῖς θαλάμαις αὐτοῦ ἅλας ὑποσπείρῃ , εὐθέως ἐξέρχεται . ἱστορεῖται δὲ καὶ ὅτι φεύγων διὰ τὸν φόβον
4548308 ἀπεστερηκως
τοίνυν ἀσελγὴς ὢν καὶ βίαιος καὶ τὴν τῶν ἀδελφῶν οὐσίαν ἀπεστερηκὼς οὐκ ἀγαπᾷ τὰ ἐκείνων ἔχων , ἀλλ ' ὅτι
πάλιν γένηται . φυγὰς δὴ γίγνεται ἐκ τούτων , καὶ ἀπεστερηκὼς ὑπ ' ἀνάγκης ὁ πρὶν ἐραστής , ὀστράκου μεταπεσόντος
4474733 τετοκε
εἴπωμεν . καὶ ἐπὶ τῶν φυσικῶν δὲ ὁμοίως : εἰ τέτοκε , κατὰ γαστρὸς ἔσχηκε : καὶ εἰ τοῦτο ,
, ἐπειδὴ γάλα ἔχει , γάλα δὲ ἔχει , ἐπειδὴ τέτοκε . φευκτέα δὲ ἡ διάλληλος δεῖξις παρὰ φιλοσόφοις ,
4453076 τιθασος
πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ ἱππεῖ ,
. οὐχ ἡμεροῦται δὲ κατὰ τὸν ἄλλον , οὐδὲ γίνεται τιθασός , ἀλλ ' ἄγριος ἐς τὸ ἀεὶ διαμένει .
4417193 ἐκαμνε
ὁ δέ τις καὶ ὑπ ' ἰδιωτῶν ἐμπόρων κομιζόμενος . ἔκαμνε γὰρ οὐχ ἥκιστα ἐν τῇ σπάνει τῆς τροφῆς ὁ
αὐτοῦ ἐνεργείαις ὀργάνῳ τινὶ καὶ σωματικῷ οὐχ ὁρᾶται χρώμενος : ἔκαμνε γὰρ ἄν , εἰ τοῦτ ' ἦν . νυνὶ
4206368 ξηροτατος
σιτίοισι καὶ ποτοῖσι καὶ πόνοισιν , ὑφ ' ὧν ὡς ξηρότατος ἔσται καὶ ἰσχνότατος . Ἡ δὲ νοῦσος αὕτη γίνεται
ὥστε τὰ ἐντὸς ὠμὰ εἶναι . ὁ δ ' ἐγκρυφίας ξηρότατος τῶν ἄρτων ἐστίν : ἔτι δὲ τούτου ἐργωδεστέρα ἡ
4134875 ὀδυνωμενος
σοι ἄνθρωπος ἂν εὖ ζῆν , εἰ ἀνιώμενός τε καὶ ὀδυνώμενος ζῴη ; Οὐκ ἔφη . Τί δ ' εἰ
: καὶ τίς ἡμῶν οὐ χαίρει τῇ πανηγύρει ταύτῃ καὶ ὀδυνώμενος αὐτῆς ἀπαλλάσσεται ; μὴ γίνου δυσάρεστος μηδὲ κακοστόμαχος πρὸς
4093742 Φιλητα
: ἦν γὰρ τὴν ῥῖνα σιμός . ἐγένετο δὲ ἀκουστὴς Φιλητᾶ καὶ Ἀσκληπιάδου , ὧν καὶ μνημονεύει . ἤκμασε δὲ
, ὅμοιος ἐμοὶ γέρων γενόμενος . Ἐμοὶ μέν , ὦ Φιλητᾶ , φιλῆσαί σε φθόνος οὐδείς : βούλομαι γὰρ φιλεῖσθαι
4077732 ἀπερραγη
γοῦν Ἀχιλλεὺς τὸν Πατρόκλου θάνατον ἀταμιεύτῳ πάθει πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἀπερράγη , μηρῶν τε τῶν σῶν εὐσέβης ' ὁμιλίαν κλαίων
ἐϲ πολλὰϲ περιόδουϲ ἀντιπερίειϲι ἡ ἀναγωγή : μετεξετέρῃϲι δὲ καὶ ἀπερράγη τὰ ἀγγεῖα τῷ πλήθεϊ . ἡ δὲ διαφορὴ τῆϲ
4071247 ἀτροφος
εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ
βρέφος , ἐπὶ πλεῖον δ ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ : ἄτροφος γὰρ γίνεται † ὡς τοῦ τρέφοντος αἴτιος † .
4034454 πυκνοτερος
διέζωσται ταῖς κατατομαῖς τὸν αὐτὸν τρόπον τῇ μήκωνι : πλὴν πυκνότερος ἐν ταύταις ὁ καρπός . ἔστι δὲ παρόμοιος τῷ
τε ἡδίων τοῦ ἑτέρου , καὶ τὴν σάρκα πως δοκεῖ πυκνότερος . Ἐκ τῶν γειτόνων ἔχουσι τὸ παράδειγμα : ἐπὶ
4033064 φιλημα
τοῦτο ἀνεβόησα , ὡς θᾶττον ἂν ἀποθάνοιμι ἢ περιΐδω Λευκίππης φίλημα ἀλλοτριούμενον . “ Οὗ τί γάρ , ” ἔφην
Ἰνδῶν κρατήσας τὴν κεφαλὴν τοῦ πρεσβευτοῦ Ῥωμαίων , δεδωκὼς εἰρήνης φίλημα , ἀπέλυσεν ἐν πολλῇ θεραπείᾳ . Κατέπεμψε γὰρ καὶ
4017950 ἀποκειρασθαι
τῆς γαστρὸς ἐᾶν καθεύδειν ἅμα θλιβόμενος . καὶ πλειστάκις δὲ ἀποκείρασθαι καὶ τοὺς ὀδόντας λευκοὺς ἔχειν καὶ τὰ ἱμάτια δὲ
Ἀγαμέμνονος υἱὸν Ὀρέστην φεύγοντα μετὰ τῆς ἀδελφῆς ἐκεῖσε τὴν κόμην ἀποκείρασθαι . Πόλις Κόμανα Θύιλλις : μεθερμηνεύεται σύσκια κατὰ τὴν
4006322 ὑποπελιδνον
πολλάκις δὲ καὶ ὀνειρώσσει , τὸ δὲ λάγνευμα ὕφαιμον προέρχεται ὑποπέλιδνον . Τοῦτο τὸ νούσημα γίνεται διὰ θερμασίην τοῦ ἡλίου
μελανία . τύλωσις , ὅταν σκληρὸν ᾖ καὶ λευκότερον ἢ ὑποπέλιδνον τὸ ἕλκος . μυδὼν σὰρξ σομφή . σῦριγξ ἕλκος
4006262 ἀσιτος
πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης ἄσιτος ἡμέραν καὶ νύχθ ' ὅλην κεστρεύς , λεπισθείς ,
ἔχει τῆς καθάρσιος : ἢν δὲ μὴ , κακῶς : ἄσιτος δὲ ταῦτα ποιείτω . Καὶ ἢν μὴ τεκνοῦσα ἦ
4002074 ἐκτεμῃ
τοὺς κιρσοὺς ἐργάσηται , κίνδυνος ἐπὶ τούτων ἐστίν , ἐὰν ἐκτέμῃ τις τὰς πεπονθυίας φλέβας , ἁλῶναι μελαγχολίᾳ : καὶ
τήκει καὶ λείβει , ἕως ἂν ἐκτήξῃ τὸν θυμὸν καὶ ἐκτέμῃ ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς καὶ ποιήσῃ “ μαλθακὸν
3967402 ἀσθενης
' ἴσον . γεγραμμένων δὲ τῶν νόμων ὅ τ ' ἀσθενὴς ὁ πλούσιός τε τὴν δίκην ἴσην ἔχει , ἔστιν
σφαλερώτερος : καὶ ὁ μὲν θρασὺς ἰταμώτερος , ὁ δὲ ἀσθενὴς θρασύτερος , ὁ δὲ φιλήδονος ἀκολαστότερος . Γεωργῶν ἀνήρ
3964783 νεανισκος
, πότερον ὁ κρείττων λόγος φησίν ὁμολογῶν ἡττᾶσθαι ἢ ὁ νεανίσκος ὁ τῶν λόγων κριτής : ὃ καὶ μᾶλλον †
Πλαγγών : ἧς περικαλλεστάτης οὔσης ἠράσθη τις Κολο - φώνιος νεανίσκος , Βακχίδα ἔχων ἐρωμένην τὴν Σαμίαν . λόγους οὖν
3961399 γαστρι
καὶ παύει τὰς κεφαλαλγίας τὰς γινομένας διὰ χυμοὺς τοὺς ἐν γαστρί . γάλα οὐκ ἐπιτήδειον κεφαλῇ , εἰ μή τις
καὶ κερδήσεις γ οἰκονομεῖς καὶ πιστευθήσῃ δ κρατεῖ τῇ ἐρχομένῃ γαστρί ε μὴ δάνειζε . μὴ δίδου Ϛ οὐ πωλεῖς
3948015 κοιμιζειν
τέτοκεν . Τὸν Μουσῶν τέττιγα Πόθος δήσας ἐπ ' ἀκάνθαις κοιμίζειν ἐθέλει πῦρ ὑπὸ πλευρὰ βαλών : ἡ δὲ πρὶν
ἀναβαλλόμενος . Πανόλβιος γὰρ τῶν ἄλλων ἐλαίῳ τὰς ἀλγηδόνας ἀξιούντων κοιμίζειν τέμνει μοι φλέβα , καὶ ῥᾴων μὲν εὐθὺς ἐγενόμην
3937513 παραλαβουσα
παθῶν γάρ τινων κατὰ τὸ σῶμα συστάντων , ψευδεῖς τινας παραλαβοῦσα προτάξεις ἡ δόξα , ἀπάτην συμπεραίνει τἀνθρώπῳ : καὶ
δὲ κατὰ τὸν ἐπικρατήσαντα ἀστέρα τῆς συγκράσεως τῶν ἀστέρων . παραλαβοῦσα δὲ ψυχὴ σῶμα καθὼς εἵμαρται , τούτῳ παρέχει ζωὴν
3937049 ἐμβρυον
ἐστι θάλλειν καὶ αὔξεσθαι , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἔμβρυον τὸ ἐν τῇ γαστρὶ αὐξανόμενον . καί τε βρύει
λευκῷ πίνειν , καὶ τὰ καταμήνια καταῤῥήγνυσι τωὐτὸ προσθετὸν καὶ ἔμβρυον ἐκβάλλει . Μητρέων καθαρτικὸν , ὅταν τοῦ παιδίου ἐναποθανόντος
3927166 σιπυα
Παντακλῆς σκαιός Λάμπων οὑξηγητής κατὰ χειρὸς ὕδωρ ἀχυρός νεοκάτοικος πισοῦ σιπύα ἄγε δὴ πότερα βούλεσθε τὴν νῦν διάθεσιν ᾠδῆς ἀκούειν
ἐν θυείᾳ τρίβοντα δοίδυκι λιθίνῳ . . . Προσπάλτιοι , σιπύα . . . Νότιον . . . Ἀντίκυρα ,
3897292 κυουσης
τὴν τῶν μυῶν γένεσιν : ἤδη γάρ ποτε τῆς θηλείας κυούσης καὶ ἐναποληφθείσης ἐν ἀγγείῳ φανῆναι μετ ' οὐ πολὺν
διὰ πάντων δὲ τὸ τῆς εὐβουλίας καλὸν ἐπανθεῖ νῦν μὲν κυούσης τὰς ἀρετάς , νῦν δὲ ἐκτρεφούσης καὶ φρουρούσης ἐκ
3895323 παρακμαζει
πᾶν νόσημα καὶ ἄρχει τε καὶ ἐπιδίδωσι καὶ ἀκμάζει καὶ παρακμάζει . τὰ μὲν γὰρ ὀξέα τῶν νοσημάτων , ὡς
καὶ ἄρχεται , καὶ ἐπιδίδωσι , καὶ ἀκμάζει , καὶ παρακμάζει . καὶ ἀκμάζοντος δὲ ἤδη τοῦ ὅλου νοσήματος ,
3895090 βρεφος
τῆς Σμύρνης διὰ ἔργον ἀθέμιστον ἑαυτὸν ἀνεῖλε , τὸ δὲ βρέφος Διὸς βουλῇ τρεφόμενον ὠνόμασαν Ἄδωνιν καὶ αὐτὸν Ἀφροδίτη πλεῖστον
μὲν ἡ τροφὸς ἀντιλαμβάνεται τῆς σφίγξεως , μᾶλλον δὲ τὸ βρέφος τῷ ἐξ αὐτῆς γάλακτι τρεφόμενον . διὸ καὶ τοὐναντίον
3868958 Πλαγγων
- του . ” κατέσχε δὲ αὐτῆς τὰς χεῖρας ἡ Πλαγγών , ἐπαγγειλαμένη τῆς ὑστεραίας εὐκολωτέραν αὐτῇ ἔκτρωσιν παρασκευάσειν .
πεισθῆναι , ὡς οὗτοι γεγόνασιν ἐξ αὑτοῦ , τελευτῶσα ἡ Πλαγγών , ὦ ἄνδρες δικασταί , μετὰ τοῦ Μενεκλέους ἐνεδρεύσασα
3865693 ἐβουλευεν
ἄλλα ἐλάμβανον : ἐδίδου γὰρ ἀφειδῶς , θεραπεύων εἰς ἃ ἐβούλευεν : οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ συνιέντες αὐτῶν ὅμως ὑπέμενον
ὡρκῶσθαι . οὐ λανθάνων δ ' , ἐφ ' οἷς ἐβούλευεν , ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῆς βουλῆς : καὶ οὐδὲ αὐτὸς
3862894 ἀναπτον
οὕτω καὶ ἡ ἁφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ τοῦ ἀνάπτου , ἄναπτον δὲ τό τε μικρὰν παντάπασιν ἔχον καὶ ἀμυδρὰν τῶν
, οὕτω καὶ ἡ ἁφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου : ἄναπτον δὲ τό τε μικρὰν ἔχον πάμπαν διαφορὰν τῶν ἁπτῶν
3861202 ἀποπληκτος
, / ὅπερ ποτὲ φεύγων ἔπαθε καὶ Θουκυδίδης : / ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους ] . . . .
ὅσον αἱ φρένες τι κακὸν ἔχουσιν , ἢ εἴ τις ἀπόπληκτος γέγονεν : αἱ μὲν γὰρ μελαγχολικαὶ αὗται ἐκστάσιες οὐ
3858151 γεννηθεν
πολλαπλασίων πρωτίστου εἴδους . πάλιν δὲ ἐξ ἄλλης ἀρχῆς τὸ γεννηθὲν τοῦτο τοῦ πολλαπλασίου πρώτιστον εἶδος μετὰ τοῦ πρώτου τῶν
καὶ προβεβηκὼς διαφέρει . Βρέ - φος μέν ἐστι τὸ γεννηθὲν εὐθύς , παιδίον δὲ τὸ τρεφόμενον ὑπὸ τῆς τιθηνῆς
3835928 οὐπω
τι καὶ εὖ πεποιήκασιν . ἴσως δὲ ἐγὼ μὲν ὡς οὔπω πεφηνότος γράφω , ὁ δὲ σοὶ καὶ παρέστηκε καὶ
αὐτὴ προσάγει τὸ αὑτῆς εὖ ποιήσουσα ἡμᾶς , ἡμεῖς δὲ οὔπω πρότερον αὐτῇ πεποιήκαμεν ἐγκώμιον , καὶ ταῦτα εἰδότες ,
3822105 ὁπηνικα
Εὐρυδίκην τὴν γυναῖκα . τὸ δ ' ἀληθές , ὅτι ὁπηνίκα τις ἐκ μακρᾶς ἀποδημίας καὶ ἐπικινδύνου διαντλήσας ἐσώθη ,
ἀπέτεκεν Ἄρτεμιν καὶ Ἀπόλλωνα . οἱ δέ φασιν ὅτι , ὁπηνίκα εἰς Ἀστερίαν τὴν νῆσον ἡ Λητὼ παρεγένετο τυγχάνουσα ἔγκυος
3809377 ἡσυχαζω
ἁρμόττον εἶναι προηγούμενον ἔργον πάρεργον ἑτέρου ποιεῖσθαι λόγου : κἂν ἡσυχάζω μέντοι , τὰ πράγματα αὐτὰ βοᾷ καὶ φωνὴν ἀφίησιν
: ἐλεῶ σε , φησὶν , ἀλλὰ φοβουμένη τοὺς δεσπότας ἡσυχάζω καὶ οὐκ ἐπιδείκνυμι τὴν εἰς σὲ συμπάθειαν : ἀντὶ
3804177 ἀφωνος
πρώτη καὶ πρεσβυτάτη τροφὴ τῶν ἀνθρώπων , καὶ ὅτι οὐκ ἄφωνος , ἀλλὰ καὶ ἐφθέγξατό ποτε ἐν Δωδώνῃ . εἰ
περὶ τὰ τῶν παιδίων στόματα μάλιστα γινομένη . ἄναυδος : ἄφωνος . αὐδὴ γὰρ ἡ φωνή . ὡς Ὅμηρός φησιν
3796783 ἀναμνησθεισα
τί ποιεῖς ; ὁ δέ : νοῦν ἐντίθημι αὐτῇ . ἀναμνησθεῖσα ἡ μωρὰ τῆς εὐχῆς ἔφη ἔνθες καὶ ἐμοὶ νοῦν
ἐν ὅσῳ ἦν περὶ τὴν γένεσιν ἀναστρεφομένη : μήπω γὰρ ἀναμνησθεῖσα τῶν νοητῶν , οὔπω εἶχε τοιαύτην θερμότητα ἐνεργόν .
3796239 ἁρετη
Δήμητρα , σῦκον οὐδὲ ἓν οὕτως ὅμοιον γέγονεν . τοιούτους ἁρετὴ ἔοικε τροφίμους τοὺς ἑαυτῆς δεικνύναι . ὢ τῆς ἐπιθήκης
ἀρετήν , δόξαν ἐξ αὐτῆς ποίει . Πλούτου πλέον πέφυκεν ἁρετὴ βροτοῖς . Περὶ χρημάτων λαλεῖς , ἀβεβαίου πράγματος .
3790955 ἐνδον
. Αὐτοῖς σταθμοῖς ἐξέβαλε τὰς σιαγόνας . Πάντες δ ' ἔνδον πεταχνοῦνται . Πόθεν τὸ φῖτυ , τί τὸ γένος
Κυΐνδων χρυσίον , Περσικαὶ στολαὶ δὲ κεῖνται πορφυραῖ , τορεύματα ἔνδον ἔστ ' , ἄνδρες , ποτηρίδια , τορεύματα ,
3790285 προσενεγκασθαι
μή τις αὐτὸν ἥρπασε ταχέως κινδυνεύοντα κελεύσας αὐτὸν καὶ πεπόνων προσενέγκασθαι καὶ θριδάκων καὶ πτισάνης μηδὲν ἐχούσης περίεργον καὶ πᾶσαν
τὴν προῖκα φερνὴν καλεῖὥστ ' εἴποις ἂν εἰσενέγκασθαι προῖκα καὶ προσενέγκασθαι καὶ δοῦναι . αἱ δὲ πρὸς τὴν προῖκα ὑποθῆκαι
3784133 θλιβομενος
πέλεκυς , τὰ δὲ ἐπὶ τῆς γαστρὸς ἐᾶν καθεύδειν ἅμα θλιβόμενος . καὶ πλειστάκις δὲ ἀποκείρασθαι καὶ τοὺς ὀδόντας λευκοὺς
ἐν ἑσπερινῷ σκότει ] . ‖ ‖ Στενοχωρεῖται πᾶς ἔφρων θλιβόμενος ὑπὸ φιλαργυρίας καὶ φιλοδοξίας καὶ φιληδονίας καὶ τῶν ὁμοιοτρόπων
3779754 ἡβασκει
ἐς τὸν Ἀχιλλέα . σκεψώμεθα οὖν καὶ τὸν Ἀντίλοχον : ἡβάσκει μὲν ὑπήνης πρόσω , κομᾷ δὲ ἐν ἡλιώσῃ κόμῃ
τῷ δὲ πλήθει ὅσον ταχύτερον αὐξάνεται , τοσοῦτον ταχύτερον καὶ ἡβάσκει , καὶ ἐφίεται μίσγεσθαι καὶ γεννᾶν : ὅθεν καὶ
3765440 προσηψατο
τε αὐτῆς καὶ πειρωμένης φεύγειν , ἐπεὶ καὶ τῶν μαζῶν προσήψατο , ἀλλὰ ἐνταῦθα μὲν ὑπερηγάσθη τὴν εὐγένειαν οὐ Περσικῶς
. δείκνυμεν δὲ ὅτι τεττάρων ὄντων τοῖν δυοῖν μὲν οὐδὲ προσήψατο ὁ δῆμος , ὧν δ ' ἔδοξαν καταψηφίζεσθαι δυοῖν
3758182 χλωροτητα
μέλαν τὸ εἶδος , ὁ δὲ ἐξέτρεψε τὸ μόρφωμα εἰς χλωρότητα , ὡς οὖν μεταμφιασάμενος : εἶτα μέντοι ἀλλοῖος ἐφάνη
εὐλάλου εἶπεν δονάκεσσι ] καλάμοις θαμίζων ] συχνάζων χλόον ] χλωρότητα ἄλλοτε δ ' ὑγραίνει : φησὶν οὕτως : τουτέστιν
3740131 ἀρτι
οὑτοσὶ ] ἑαυτὸν δείκνυσιν . ἀνήρετ ' ] ἐπύθετο . ἄρτι : ἀντὶ τοῦ “ ἐξ ὑπογύου ” . ἵνα
Στροῦκτον . ἐπὶ δὲ τούτων Ἀρταξέρξης ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν ἄρτι τὴν βασιλείαν ἀνακτησάμενος , τὸ μὲν πρῶτον κολάσας τοὺς
3736483 οἰνωδες
Ἕψημα θερμαίνει καὶ ὑγραίνει καὶ ὑπάγει , θερμαίνει μὲν ὅτι οἰνῶδες , ὑγραίνει δὲ ὅτι τρόφιμον , ὑπάγει δὲ ὅτι
Μάρων καλός τε καὶ ἁβρὸς καὶ ἀναπνέων ποτιμόν τε καὶ οἰνῶδες . γιγνώσκειν δὲ χρὴ καὶ τὰ τοῦ Θρᾳκὸς Ῥήσου
3735786 κενος
: ἐν δὲ τοῖς πρακτοῖς ὁ περὶ τῶν καθόλου λόγος κενός , αἱ γὰρ πράξεις ἐν τοῖς καθ ' ἕκαστα
σχοινίῳ . ἔβαλλον κύκλῳ . . τῶν ἀλφίτων , ἐπεὶ κενός ἐστι . . σκυτοτόμοι : Ἐπειδὴ οἱ σκυτοτόμοι ἐν
3734128 καμνων
εὖ μάλα καθεψηθείσης , ὁπότερον ἐκ τῶν εἰρημένων χυλῶν ὁ κάμνων προσφέροιτο . παραπλησίως καὶ οἱ τῶν ὠῶν λέκυθοι τούτοις
τοίνυν εὐκτέον ; Ὅμοιον ὡς εἰ καὶ ἰατρὸν ᾔτει ὁ κάμνων φάρμακον ἤ σιτίον : τοῦτο γὰρ εἰ μὲν ἀνύτει
3720023 ἐκπεσουσα
ἐξ αὐχμῶν φοιτῶντα κατὰ τὸν ἐκείνου φοιτᾷ νοῦν , ἐπειδὰν ἐκπεσοῦσα ἡ δίκη τῶν ἀνθρώπων ἀτίμως πράττῃ , ποιμαίνεταί τε
. πρὸ γὰρ εἴαρος λιποῦσα τὰς κάτω Θήβας ἐφάνη χελιδὼν ἐκπεσοῦσα τῆς ὥρης : ταύτης ἀκούσας μικρὰ τιττυβιζούσης “ τί
3714661 ἐμπιπραται
ἀπ ' αὐτῆς ἀπορροὴ τοῖς μεταλαμβάνουσι προσεγένετο : νῦν δὲ ἐμπίπραται πᾶσα καὶ καταναλίσκεται καὶ εἰς τὴν τοῦ πυρὸς καθαρότητα
προσπταῖον , καὶ ἀλύει , καὶ ῥίπτει ἑωυτὴν , καὶ ἐμπίπραται . Ἐπὴν δὲ μεταστέωσι καὶ εἰρύσῃ ἡ κύστις τὸ
3714226 μηπω
. φέρε γάρ , εἰ τύχοι , τυραννοκτονῆσαί τινα καὶ μήπω τετιμῆσθαι , ἐπιβάλλοντος δὲ τοῦ τοιούτου φάναι τινὰ ὁ
μόνον ἐπὶ ἀνθρώπων ἀδίκων ἢ μέσην ἕξιν ἐχόντων ἢ καὶ μήπω πεφυκότων μετέχειν ἀληθές , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ λίθου ,
3714121 σοβει
σφαγὰς καὶ πλῆθος αἰχμαλώτων καὶ λάφυρα . τοιαῦτα φυσᾷ καὶ σοβεῖ καὶ θυμοῦσθαι δοκεῖ ἐκφυγόντων δὴ τῶν πολεμίων τὴν αὑτοῦ
* * * * ὁ δὲ παῖς ἔνδον τὰς ἀλεκτρυόνας σοβεῖ . βούλει τήνδε σοι πλεκτὴν καθῶ κἄπειτ ' ἀνελκύσω
3706614 ὑποχωρει
τρωθέντος δὲ τοῦ ἀνευρύσματος , ἐξακοντίζεται τὸ αἷμα δυσεπισχέτως . ὑποχωρεῖ μὲν οὖν κἀν τοῖς οἰδήμασι θλιψάντων ἡ ὕλη τοῖς
' ἔξω διαστρέφεται , ἔσθ ' ὅτε δ ' ὀπίσω ὑποχωρεῖ . πάλιν δὲ δεῖ , τοῦ πάσχοντος καθεδρίου ἐσχηματισμένου
3702580 πολυτεκνον
μαινόμενον βουλόμενοι σημῆναι , κροκόδειλον ζωγραφοῦσι διὰ τὸ πολύφονον καὶ πολύτεκνον ὑπάρχειν , καὶ μαινόμενον : ἐπὰν γὰρ ἁρπάσαι τι
κατανέμεται τόν τε σῖτον καὶ τὸν χόρτον , ὥστε εἰ πολύτεκνον ἦν τοῦτο τὸ ζῶιον καὶ κατ ' ἐνιαυτὸν ἔτικτεν
3701135 οὐδεπω
ὅπλοις γέγον ' αἰχμάλωτος , ζῆι δὲ καὶ σωθήσεται ὅσον οὐδέπω . ταυτὶ μὲν οὖν μεμαθήκατε ἱκανῶς . ὁ γέρων
: καὶ γὰρ ἡ προθυμία παρῆλθε : καὶ τὰς τροφὰς οὐδέπω τῷ δήμῳ παρέσχεν ὁ πλούσιος , καὶ πρὸς τὴν
3699889 γονη
ἀσθενέστερον καὶ ἰσχυρότερον : καὶ οὐκ ἐς ἅπαξ χωρέει ἡ γονὴ , ἀλλὰ καὶ ἐς δὶς καὶ τρὶς ἀποβράσσεται :
πάντα καὶ ὑγρότερα καὶ διὰ πλείονος χρόνου , καὶ ἡ γονὴ οὐχ ἅπτεται , οὐδὲ μέ - νει , ἀλλὰ
3695479 γραυς
ἢ τῆς ἑσπέρας σαπροὺς ἅπαντας ἀποφέρωσιν οἴκαδε . κἀνταῦθα καὶ γραῦς καὶ γέρων καὶ παιδίον πεμφθεὶς ἅπαντες ἀγοράσουσι κατὰ τρόπον
πρεσβῦτις : ἡ Γοργώ φησιν , ὅτι χρησμοὺς ἀποφοιβάσασα ἡ γραῦς ἀπῆλθεν . πάντα γυναῖκες ἴσαντι : ἴσασι , ὅπως
3654821 βιωτον
πειθοῦς ἀπώσασθαι . εὑρεθεῖσα δὲ ὑπὲρ τοιούτων καὶ τηλικούτων μόνη βιωτὸν ἡμῖν πεποίηκε τὸν βίον , τούς τε ἰδίους οἴκους
βασιλείας ἀσφαλεστάτης καὶ δόξης οὐ τῆς τυχούσης ὅμως οὐκ ᾤετο βιωτὸν αὐτῷ ταύτης ἐστερημένῳ , παρελθεῖν δὲ πάντας εὐδαιμονίᾳ ,
3641390 καθεισα
. Ἔπειτα , ἤδη λειποψυχούσης αὐτῆς , ἑτέρη γυνὴ , καθεῖσα τὴν χεῖρα , ἐξεπίεσε λίθον ὅσον σπόνδυλον ἀτράκτου ,
γέφυραν σταδίων πέντε τὸ μῆκος κατεσκεύασεν , εἰς βυθὸν φιλοτέχνως καθεῖσα τοὺς κίονας , οἳ διεστήκεσαν ἀπ ' ἀλλήλων πόδας
3631743 τιθηνου
τὸ γεννηθὲν εὐθέως , παιδίον δὲ τὸ τρεφόμενον ὑπὸ τῆς τιθηνοῦ , παιδάριον δὲ τὸ ἤδη περιπατοῦν καὶ τῆς λέξεως
τὸ γεννηθὲν εὐθέως , παιδίον δὲ τὸ τρεφόμενον ὑπὸ τῆς τιθηνοῦ , παιδάριον δὲ τὸ ἤδη περιπατοῦν καὶ τῆς λέξεως
3622987 ὑποστατικη
: ἀλλὰ ταῖς ἐπιβολαῖς διενήνοχεν : ἣ μὲν γάρ ἐστιν ὑποστατικὴ τῶν πραγμάτων , ἣ δὲ σωστική . κδʹ Τῷ
κόσμον : ὥσπερ οὐδ ' ἡ μονὰς ἡ τῶν ἀριθμῶν ὑποστατικὴ χώραν κενὴν ἀπολείπειν ἠνέσχετο , συμπληρώσασα τοῖς ἐφεξῆς ἀριθμοῖς
3620801 εἰδεχθης
ἀδιαπτώτως ἐπιλύειν . ἦν δὲ οὗτος μέλας τὴν χροιάν , εἰδεχθὴς τὰς ὄψεις , γραμματιστὴς τὴν ἐπιστήμην , ἐκ Πανὸς
παρεκάθητο δὲ αὐτῷ γυνὴ ἐπὶ ζεύγους ὁδοιποροῦντι τά τε ἄλλα εἰδεχθὴς καὶ ξηρὰ τὸ ἥμισυ τὸ δεξιὸν καὶ τὸν ὀφθαλμὸν
3616333 παραφρονεων
συνάψαι , ἐπειδὴ γὰρ παρακατιὼν λέγει “ ἢν δὲ καὶ παραφρονέων τοῦτο ποιέῃ , ὀλέθριον κάρτα ἤδη γίνεται ” ,
καὶ ἄνω “ μανίαν ” εἶπε καὶ πάλιν ἐνταῦθα “ παραφρονέων τοῦτο ποιέει ” , ὡς ἂν τῆς μανίας οὐκ
3606590 ἐπεθηκα
τελευτήσαντα ἔθαψα ἀξίως ἐκείνου τε καὶ ἐμαυτοῦ καὶ ἐπίθημα καλὸν ἐπέθηκα καὶ τὰ τρίτα καὶ τὰ ἔνατα καὶ τἆλλα πάντα
τὴν ῥίζαν κόψας καὶ σήσας λεπτοτάτῳ κοσκίνῳ καὶ ἀναλαβὼν στέατι ἐπέθηκα : ἔστι γὰρ ἀγαθὸν φάρμακον εἰς τὰ τοιαῦτα :
3606189 πιων
' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε
ἑκάστου κρατῆρος οἶνος ἐτίθετο , καὶ εἴ τις ἐκάθευδε μὴ πιὼν τὸν ἴδιον κρατῆρα , πρωῒ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς
3602281 ἐμφερομενον
παλαιοὶ ἐκάλουν : πολλαχοῦ γοῦν τῆς ποιήσεώς ἐστι τουτὶ τοὔνομα ἐμφερόμενον , ὥστ ' εἰ τὰ συνωνυμοῦντα καθ ' ἑνὸς
ὡς ἀπογράψαι γράμμασιν Ἑλληνικοῖς , ἀλλ ' ἦν μὲν ὥσπερ ἐμφερόμενον καὶ περιτρέχον , Αἰγύπτιον δὲ καὶ δυσγράμματον μᾶλλον .
3599658 ἐμπριων
τροπὴν ἐργάζεται . φλεγμονῆς δὲ ἁπάσης ὁ μὲν κοινὸς οἷον ἐμπρίων ἐστίν , ὡς δοκεῖν , τὸ μέν τοι διεστάλθαι
, καθάπερ ἐπὶ φλεγμονῶν τε μεγάλων καὶ χρονίων ἐμφράξεων . ἐμπρίων δὲ ϲφυγμὸϲ καθόλου φλεγμονῆϲ ἐϲτι ϲημαντικόϲ , καὶ μάλιϲτα
3598914 κεχωρισμενος
. ὁ μὲν οὖν λιθώδης πῶρος ἐμπλέων εὑρίσκεται τοῖς σώμασι κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ
τούτου φρονῶ , ἀλλὰ μεμονωμένος εἰμὶ κατὰ τὴν φρόνησιν καὶ κεχωρισμένος τῶν ἄλλων τὰ περὶ τούτου φρονῶ . οὐ γὰρ
3594189 περιχυθεις
ἐστι πόλις . ” ἁμαξιτός ἁμάξαις διαπορευτὴ ὁδός . ἀμφιχυθείς περιχυθείς , περιπλακείς . ἀμφαδόν φανερῶς : “ κτείνας ἠὲ
ἐστι πόλις . ” ἁμαξιτός ἁμάξαις διαπορευτὴ ὁδός . ἀμφιχυθείς περιχυθείς , περιπλακείς . ἀμφαδόν φανερῶς : “ κτείνας ἠὲ
3593742 πωλησειν
χρήματα πάντα ἀποδόμενος , οὐ πείσας Δίωνα , φάσκων οὐ πωλήσειν ἄνευ τοῦ πείθειν , τὸν κολοφῶνα , ὦ θαυμάσιε
ὁ ἐμὸς δεσπότης , οὐκ οἶδα , ὁ δὲ στρατιώτης πωλήσειν με ἔγνω , καὶ πιπράσκει με πέντε καὶ εἴκοσιν
3589236 νεαζον
ναυσὶ τῶν ἀγωγίμων ἐμποιῆσαι τὸν φόρτον . ἤγετο οὖν τὸ νεάζον πρόσωπον ἅπαν , τοῦτο μόνον κατηγορίαν ἔχον , τὸ
δὲ καὶ ἡλικίας ζεούσης ὑπάρχειν . τὸ γὰρ αἷμα πάντῃ νεάζον καὶ ὑπὸ πολλῆς ἀκμῆς ἀναζέον ὑπερβλύζει πολλάκις τὰς φλέβας
3588859 σωιζουσα
ἔχεικαὶ γὰρ καθαρὰ καὶ σαφὴς καὶ σύντομός ἐστιν ἀποχρώντως , σώιζουσα τὸν ἴδιον ἑκάστη τῆς διαλέκτου χαρακτῆρα : τὰς δ
ὡς θανούμενον κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχωι κύκλωι , προγόνων νόμον σώιζουσα τοῦ τε γηγενοῦς Ἐριχθονίου . κείνωι γὰρ ἡ Διὸς
3585213 τελεον
' ὀλίγον μὲν παρατραπεῖϲα καὶ διὰ μετρίαϲ κατατάϲεωϲ θεραπεύεται , τέλεον δὲ ἐξαρθρήϲαϲα μείζονοϲ δεῖται τῆϲ ἀνάγκηϲ . πειρατέον μὲν
νόσημα ἰασαίμην . νυνὶ δὲ τὰ μὲν τῆς μανίας αὐτῷ τέλεον πέπαυται , τὰ δὲ τῆς ὀργῆς μᾶλλον ἐπιτείνεται ,
3584815 μολις
ἂν παραβάλλοιντο τοῖς κατὰ Βορυσθένη καὶ τοῖς ἐσχάτοις Κελτοῖς . μόλις γὰρ ἂν ταυτοκλινεῖς εἶεν τοῖς κατ ' Ἀμισὸν καὶ
ἀλλ ' ἐκ περιουσίας ἐνδείκνυται πρὸς τὸν Πέρσην , ὅτι μόλις πλούσιος ὢν σχολὴν ἄγειν ὤφειλες εἰς τὸ περὶ δίκας
3555919 δυσβουλιας
καὶ τοῦδε τἀνδρὸς ἡψάμην θυραῖος ὤν , πᾶσαν ξυνάψας μηχανὴν δυσβουλίας . οὕτω καλὸν δὴ καὶ τὸ κατθανεῖν ἐμοί ,
κραίνων ] τελῶν . θ δυσβουλίας ] παρακοάς . θ δυσβουλίας ] κακοβουλίας . δυσβουλίας ] δυσβούλευτα γὰρ ἐποίησεν ὁ
3553601 εὐπαθει
θεωρίας καὶ εὐφροσύνης . Τὸ δὲ ἀγαπᾷ καὶ τρέφεται καὶ εὐπαθεῖ : τρέφεσθαι μὲν λέγει ἐκ τῆς ἄνωθεν αὐτῇ ἐκδιδομένης
οἷον καὶ τὰ μουσικὰ τῶν ζῴων ὅσα τοῖς τε ἄλλοις εὐπαθεῖ καὶ δὴ καὶ ᾄδοντα ᾗ πέφυκε καὶ ταύτῃ αἱρετὴν
3550846 καρας
τῆς ῥοδοχρόου τρίτην , χειὰς ἀνώρμων ὡς ὄφεις οἱ τὰς κάρας ἔχοντες ὡς ὄνειδος ἐξυρημένας . τούτων ὑπῆρχε καὶ κρότος
ἔχουσιν εἰς ποινὴν θέσιν . ἔρριπτον ἔνδον ἀντὶ πετρῶν τὰς κάρας , ἔβαλλον αὐτῶν πολλάκις καὶ πατέρας καὶ τοὺς ἀδελφούς
3545039 διηρμενος
ἔστι γὰρ καὶ οὗτος σεμνὸς μὲν παραπλησίως τῶι Ἀντιφῶντι καὶ διηρμένος πρὸς ὄγκον καὶ τὰ πολλὰ λέγων ἀποφατικῶς , καθαρώτερος
ἐπιδεικτικόν . Ὁ δὲ Λυκούργειός ἐστι διὰ παντὸς αὐξητικὸς καὶ διηρμένος καὶ σεμνός , καὶ ὅλως κατηγορικὸς καὶ φιλαλήθης καὶ
3544423 λαβομενη
καὶ ἑτέρῳ τινὶ συναφθείη . ἐπιθυμία γὰρ μὴ τοῦ σκοποῦ λαβομένη δεύτερον οἴεται κέρδος τὸ μηδὲ ἄλλον τυχεῖν . τεκμαίρομαι
συγγενεῖς ὄντες τινὲς παρ ' αὐτῷ : τῶν γονάτων αὐτοῦ λαβομένη καὶ περιπεσοῦσα τέως μὲν ἔκλαιε φωνὴν οὐδεμίαν προϊεμένη ,
3541967 τρεχει
ἐθέλοντες ὤμνυον ὀρθῶς δικάσειν , ἀλλ ' οὐ σκολιῶς . τρέχει γὰρ ὁ Ὅρκος ἅμα ταῖς σκολιαῖς δίκαις , ὁμοῦ
ἅπαντα γὰρ χωρεῖ . τάχιστον νοῦς : διὰ παντὸς γὰρ τρέχει . ἰσχυρότατον ἀνάγκη : κρατεῖ γὰρ πάντων . σοφώτατον
3539385 ἐμφορουμενος
' αὐτοὺς φύσει κακόν . οἷον γοῦν ἥδεται ὁ μέθυσος ἐμφορούμενος οἴνου καὶ ὁ γαστρίμαργος τροφῆς , καὶ ὁ λάγνος
γίνεται : ἐν μὲν γὰρ τοῖς καθύγροις τόποις τῆς ὑγρᾶς ἐμφορούμενος τροφῆς , οὐκ ἄκρατον τὸν ἰὸν ἔχει : χερσαῖος
3534718 λευκωσεως
εἰς τὸν ξανθὸν , καὶ ἄλλοι ἄλλας : τῆς μέντοι λευκώσεως οὐδεὶς κατηξίωσεν μνημονεύσας , εἰ μὴ ἐγώ : ἣν
Ὁ πρῶτος τῆς ταριχείας τρόπος ἐστὶν ὁ τῆς τοῦ θείου λευκώσεως καθόσον ἡ χρεία καλεῖ , τοσοῦτον προδίδοται : τὸ
3531490 ὀφθαλμω
“ καί μοι ἤδη μεταμέλει ὅτι δεῦρο ἀνιὼν οὐχὶ τὼ ὀφθαλμὼ τοῦ ἀετοῦ ἐνεθέμην τοὺς ἐμοὺς ἐξελών : ὡς νῦν
ἐγὼ δὲ ἡσυχῇ μειδιάσας καὶ πρὸς τὸν Ἀθηναῖον ἠρέμα τὼ ὀφθαλμὼ παραβαλών , Παιδιᾶς , ἔφην , καὶ γέλωτος ,
3529405 νηπιοτητι
τοὺς ὕπνους , ἀπὸ δὲ τῶν ἐν γήρᾳ τὰ ἐν νηπιότητι . ὡς γὰρ αὐτὰ ἐκείνοις οὐ φαίνεται , οὕτως
χάρις δελεάζει τὴν διάνοιαν , εἴτε ἡ ψυχὴ τῆς ἐν νηπιότητι νωθρείας , ᾗ συνείχετο διὰ τὴν τῶν περικειμένων ἁπαλότητα
3523491 νυκτερις
πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν ποιήσαντες ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν . καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη εἰς μέσον καθῆκεν , ἡ δὲ βάτος
ταῦτα μᾶλλον σπουδάζομεν ὕστερον , περὶ ὧν πρότερον πταίσωμεν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια ἑταιρείαν ποιησάμενοι ἐμπορικὸν διέγνωσαν βίον
3523286 Λεσβιου
ἐν αὐτῇ καρποί , καὶ κρῆναι γῆς ἔγγονοι , παντὸς Λεσβίου καὶ Χίου πώματος δαψιλέστεραι : καὶ φίλος ἦν καὶ
φιλοσόφων ἐπιφέρει : ἐξὸν γυναῖκ ' ἔχοντα κατακεῖσθαι καλὴν καὶ Λεσβίου χυτρῖδε λαμβάνειν δύο : ὁ φρόνιμος οὗτός ἐστι ,
3514193 ἑωλον
τοῦτον ἀπέλαβον χάριν . γλαύκου βεβρωκὼς τέμαχος ἑφθὸν τήμερον αὔριον ἕωλον τοῦτ ' ἔχων οὐκ ἄχθομαι . τοιοῦτος ὁ τρόπος
ὀρεινοῖϲ τόποιϲ . χρὴ δὲ μὴ πρόϲφατον , ἀλλ ' ἕωλον , μείναντα ἡμέραν μίαν τοὐλάχιϲτον μετὰ τὴν ϲφαγήν ,
3511159 νεκρος
καὶ κατασημηνάμενοι ἐπιμελῶς φορηδὸν ἀράμενοι μετακομίζουσιν : καὶ ὁ μὲν νεκρὸς ἐν σκοτεινῷ που τῆς οἰκίας πρόκειται ὑπὲρ τὰ γόνατα
τοιούτων ἐδωδίμων , ὅτι νεκρὸς οὗτος ἰχθύος , οὗτος δὲ νεκρὸς ὄρνιθος ἢ χοίρου : καὶ πάλιν , ὅτι ὁ
3509585 καλλιονος
ὅσα σοι τῆς τιμῆς ἀφαιρεῖν ἐδόκει , καὶ ταῦτα τῆς καλλίονος μοίρας ἦν γνώμῃ θεῶν . ὅτε γοῦν ἀφῃρέθης τὴν
, ἐν ᾗ ζῴων πολλῶν σφαττομένων οἱ ⌈ μὲν τῆς καλλίονος μοίρας ἄνθρωποι τὰ ⌈ κρέα [ κρέατα / ]
3509321 ἀπανθησαντα
τὰ κεράμεια . . ὡς ἐπὶ τῶν ἀνθῶν εἶπε τὸ ἀπανθήσαντα . ἀντὶ τοῦ ξηρανθέντα . εὐφρανεῖ τὰ ἀμφορείδια .
γὰρ ἐμμένει πολὺν χρόνον , τὰ δ ' ἄλλ ' ἀπανθήσαντα πάντ ' ἀπέπτατο , ὥστ ' ἐστὶ πολὺ βέλτιστα
3508212 ἀρεστως
παρέχειν πράγματα . Πυθομένου δέ τινος , πῶς ἔστιν ἐσθίειν ἀρεστῶς θεοῖς , Εἰ δικαίως ἔστιν , ἔφη , καὶ
διὰ τὸ καὶ τοὔνομα φέρειν ἡμῶν καὶ συνδιατετριφέναι πλείω χρόνον ἀρεστῶς πάνυ , καθάπερ δίκαιον ἦν τὸν υἱοῦ τάξιν ἐσχηκότα
3505215 προοραται
. κέαρ δέ μοι : ὡς δὲ ἡ ψυχή μου προορᾶται , οὕτως γένοιτο . βλέποντες : γράφεται λεύσσοντες .
καὶ τὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶδος ὡς πρῷρα τις φαίνεται : προορᾶται γὰρ ἐμφανῶς ἅπασι καὶ καταφαίνεται μάλιστα τῶν ἄλλων μερῶν
3504195 φυσηματος
ἀναπνοὴ παρὰ Πλάτωνι : ἡ γὰρ παρὰ Θουκυδίδῃ πνοὴ ἐπὶ φυσήματος εἴρηται ἢ ἀνέμου . παρὰ δὲ Ξενοφῶντι μυκτῆρες εὐπνοώτεροι
ᾐσθανόμην δὲ καὶ αὐτὸς ἑκάστοτε τῶν ἀμφ ' αὐτῷ κενοῦ φυσήματος ἄνευ νοῦ ἐμπιπλαμένων . , ; , ; ,
3503810 θηλεια
ἥξω φέρων δεῦρο τὸν Πάρνηθ ' ὅλον . Ἔστι φύσις θήλεια βρέφη σώζους ' ὑπὸ κόλποις αὑτῆς , ὄντα δ
νεμόμενοι δ ' ἐν ταῖς ὕλαις ἀγεληδόν , εἰ φανείῃ θήλεια , διίστανται καὶ πολεμοῦσιν ἀλλήλοις , καὶ γίνεται τοῦ
3497902 ἀμβλυωττει
φεύγων : διαδιδράσκων * ἀμβλώσσει : ἀμβλεῖ ἔχει τὼ ὄσσε ἀμβλυώττει ἀμβλυώττει , τυφλώττει μαράθου : ὁ χυλὸς τοῦ μαράθου
ὄμμα ἑκάτερον , εἶτα ἐξάντης τοῦδε τοῦ πάθους γίνεται . ἀμβλυώττει δὲ ἄρα διὰ τοῦ χειμῶνος φωλεύσας ἐν μυχῷ καὶ
3493285 ταχυτερα
παρὰ τὸν τρόπον τῆς κινήσεως , ὅταν ποτὲ μὲν ᾖ ταχυτέρα ποτὲ δὲ βραδίων : κἂν γὰρ τὰ ἄλλα πάντα
πυκνότερον προσπεσοῦσα ἀεὶ καὶ μᾶλλον ἀραιοτέρα ᾖ , ἢ ὅταν ταχυτέρα ἀποτελεσθεῖσα ἡ κίνησις ὕστερον ᾖ βραδύνουσα ἢ ἐκ τῶν

Back