φεύγων : διαδιδράσκων * ἀμβλώσσει : ἀμβλεῖ ἔχει τὼ ὄσσε ἀμβλυώττει ἀμβλυώττει , τυφλώττει μαράθου : ὁ χυλὸς τοῦ μαράθου
ὄμμα ἑκάτερον , εἶτα ἐξάντης τοῦδε τοῦ πάθους γίνεται . ἀμβλυώττει δὲ ἄρα διὰ τοῦ χειμῶνος φωλεύσας ἐν μυχῷ καὶ
5362281 ποδε
κόλπον , καί μ ' ἀπὸ τᾶς κεφαλᾶς ποτὶ τὼ πόδε συνεχὲς εἶδεν χείλεσι μυχθίζοισα καὶ ὄμμασι λοξὰ βλέποισα ,
προτιθέασι , βρόχους αὐτοῖς ὑποβαλόντες , ὡς ἐσβαλεῖν μὲν τὼ πόδε , ἔχεσθαι δὲ τῇ πάγῃ καὶ μάλα ἀφύκτῳ :
5252076 ὀφθαλμω
“ καί μοι ἤδη μεταμέλει ὅτι δεῦρο ἀνιὼν οὐχὶ τὼ ὀφθαλμὼ τοῦ ἀετοῦ ἐνεθέμην τοὺς ἐμοὺς ἐξελών : ὡς νῦν
ἐγὼ δὲ ἡσυχῇ μειδιάσας καὶ πρὸς τὸν Ἀθηναῖον ἠρέμα τὼ ὀφθαλμὼ παραβαλών , Παιδιᾶς , ἔφην , καὶ γέλωτος ,
5218987 μυρμηκος
γάνος πεμφρηδών δὲ ζῷόν ἐστι τῶν σφηκωδῶν , μεῖζον μὲν μύρμηκος , μελίσσης δὲ ἔλασσον , ἐπτέρωται δὲ καὶ ποικίλην
Στωϊκός . Οἳ δὲ περὶ πάσης ἁπλῶς καὶ τῆς τοῦ μύρμηκος καὶ μυίας , ὧν ἐστιν Ἁρποκρατίων : τὸ γὰρ
5146881 διψαν
τερπόμενον βάτραχον χαλκῶι μορφώσας τις ὁδοιπόρος εὖχος ἔθηκεν καύματος ἐχθροτάτην δίψαν ἀκεσσάμενος . πλαζομένωι γὰρ ἔδειξεν ὕδωρ εὔκαιρον ἀείσας κοιλάδος
, εἰπὲ οὕτως : ἐμὲ δὲ ἀκειόμενον καὶ θεραπεύοντα τὴν δίψαν τῶν ᾠδῶν ἀπαιτεῖ τις χρέος ἐγεῖραι πάλιν τὴν δόξαν
5125434 ἀτριπτους
, καὶ ὅτι ἄλλως τὰς χεῖρας ἔχεις κατὰ τοὺς μνηστῆρας ἀτρίπτους καὶ ἁπαλάς . οὐκοῦν τόδε μὲν οἶμαι παντί τῳ
, οὐδέ μιν ἐντάνυσε : πρὶν γὰρ κάμε χεῖρας ἀνέλκων ἀτρίπτους ἁπαλάς . μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν : “ ὦ
5101043 μελαινας
ὄϊς μέντοι † ἀβυδινὰς οὐκ ὄψει ποτὲ λευκάς , ἀλλὰ μελαίνας . ἡ δὲ αἲξ τὴν τοῦ πνεύματος εἰσροὴν καὶ
αἷμ ' ἀνθρώπου : τοίου μιν θάρσευς πλῆσε φρένας ἀμφὶ μελαίνας , βῆ δ ' ἐπὶ Πατρόκλῳ , καὶ ἀκόντισε
5075931 ἀνηθελαιῳ
σὺν ῥύπῳ μοῦλας ἀπὸ τοῦ ὠτίου ἀτόκιόν ἐστιν . σὺν ἀνηθελαίῳ δὲ ἑψηθὲν καὶ ἀλειφὲν νεῦρα χαλᾷ καὶ ψῦξιν ὠφελεῖ
φλέγματι ψυχρῷ ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ καὶ δεῖ ἀναγκάζειν καὶ ἀλείφειν ἀνηθελαίῳ καὶ ἐς τὰς ῥῖνας σίνηπι χρίειν , ἢ πέπερι
5075688 ἐπιθῃ
αὐτῷ : τεθνεῶτος γὰρ εὐθὺς ἐάν τις ἐπὶ τὸν ὀδόντα ἐπιθῇ τρίχας , συντρέχουσιν : οὕτως εἰσὶ θερμοί : ζῶντι
ἐν Αἰγύπτῳ ἀνάγουσιν ἀσφοδέλου ῥίζαι . Καρκίνῳ πολύπους ἐὰν πλεκτάνην ἐπιθῇ , τοὺς ὀδόντας ἀποβάλλει : ἀστακῷ ἐὰν πολύπους πλεκτάνην
5052313 κατολισθαινει
τὰ γὰρ ἔντερα μὴ προσφυῆ ὡς ἐπίπαν κενὰ μὲν ὄντα κατολισθαίνει , πλήρη δὲ γενόμενα πνεύματος ἄνω μένει διὰ τὸ
ἐπ ' ἄκρας τὰς οὐρὰς ἑστᾶσι , καὶ ἡ τροφὴ κατολισθαίνει αὐτοῖς εἰς τὸν ὄγκον τοῦ σώματος : ἄποδες δὲ
5029076 καιομενος
φασὶν εἰπεῖν , ὅτι τότε τελευτήσει Μελέαγρος , ὅταν ὁ καιόμενος ἐπὶ τῆς ἐσχάρας δαλὸς κατακαῇ . τοῦτο ἀκούσασα τὸν
πᾶσαν ὥραν . Ἀπόλλων δὲ καὶ αὐτὸς τῆς παιδὸς πόθῳ καιόμενος ὀργῇ τε καὶ φθόνῳ εἴχετο τοῦ Λευκίππου συνόντος καὶ
5011532 νυκτερις
πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν ποιήσαντες ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν . καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη εἰς μέσον καθῆκεν , ἡ δὲ βάτος
ταῦτα μᾶλλον σπουδάζομεν ὕστερον , περὶ ὧν πρότερον πταίσωμεν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια ἑταιρείαν ποιησάμενοι ἐμπορικὸν διέγνωσαν βίον
5005804 πιεειν
οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι : ὁσσάκι γὰρ κύψει ' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων , τοσσάχ ' ὕδωρ ἀπολέσκετ ' ἀναβροχέν ,
παρασκευαστικαί . . Ὥσπερ τὸ πραθέειν , οὕτω καὶ τὸ πιέειν πάθος ἔχει ἐπέκτασιν . Ὅτι εἰς τὸ ΒΑΛΛ '
4987722 ἐμβλεψῃ
ποιεῖν : ὅταν γὰρ εἰς τρυφῶντα καὶ σχολὴν ἄγειν δυνάμενον ἐμβλέψῃ , τότ ' αὐτόν ἐστ ' ἰδεῖν ὡς ἄθλιον
ὀφθαλμούς , ἥν , ὁπόταν μόγις διασεισαμένη διὰ τὴν βαρύτητα ἐμβλέψῃ , κτείνει τὸν θεωρηθέντα οὐ τῷ πνεύματι , ἀλλὰ
4985199 πνευμ
Κρέον ; οὔπω λελήσμεθ ' : ἀλλὰ σύλλεξαι σθένος καὶ πνεῦμ ' ἄθροισον , αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ . κόπωι παρεῖμαι
: ἀλλὰ κἀκείνοισι ταῦτ ' ἐναντία . Οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ ' ἐναντιούμενον , ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ
4971110 γαστρι
καὶ παύει τὰς κεφαλαλγίας τὰς γινομένας διὰ χυμοὺς τοὺς ἐν γαστρί . γάλα οὐκ ἐπιτήδειον κεφαλῇ , εἰ μή τις
καὶ κερδήσεις γ οἰκονομεῖς καὶ πιστευθήσῃ δ κρατεῖ τῇ ἐρχομένῃ γαστρί ε μὴ δάνειζε . μὴ δίδου Ϛ οὐ πωλεῖς
4919425 μεθυος
τουτέστι τὸν αὐλὸν , τῷ δὲ στόματι ἑλκύει ποτὲ τοῦ μέθυος , ἕλκων αὐτὸ ἐξ ὑποστροφῆς ἐκ τοῦ ἀγγείου εἰς
κηρῷ τε λυθέντι ἰᾶται σπληνός τε πόνον λειεντερίην τε πινόμενον μέθυος πολιοῦ ἰσορρεπὲς ἄχθος . τοὺς δ ' αἱμοπτυικοὺς προποτιζόμενον
4911722 χανδον
εἰς δον περατουμένοις , καναχηδόν καναχηδά , αὐτοσχεδόν αὐτοσχεδά , χανδόν χανδά : τῷ μέντοι μίγδα οὐ παράκειται ὁ τοιοῦτος
κριδόν καὶ διακριδόν , φαίνω φανδόν καὶ ἀναφανδόν , χαίνω χανδόν . μένει δὲ τὸ ν ἐπὶ τοῦ χανδόν καὶ
4888398 σπληνικῳ
τῆς χρονίας νόσου ἀπαλλάσσεται . Σπλῆνα δὲ κυνὸς θερμὸν ἐπιθεὶς σπληνικῷ ἐν τῷ σπληνί , ἰαθήσεται . ἡ δὲ κόπρος
τοῖς ὠσὶ δυσηκοΐαν θεραπεύει . ὁ δὲ σπλὴν τοῦ κυνὸς σπληνικῷ ἐπιτεθεὶς ἴασιν ἐπάγει . ἐάν τε τὴν καρδίαν αὐτοῦ
4886547 καυματι
λέγουσι ῥίψαντα νήξασθαι , ἐπιθυμήσαντα τοῦ ὕδατος , ἱδρῶντα καὶ καύματι ἐχόμενον . ὁ δὲ Κύδνος ῥέει διὰ μέσης τῆς
γὰρ παρὰ τοῖς ἄλλοις ἐπομβρίας τῷ παρ ' ἑαυτοῖς γινομένῳ καύματι μιγείσης εἰκὸς εὐκρατότατον γενέσθαι τὸν ἀέρα πρὸς τὴν ἐξ
4886244 πνιγεται
στένει , καὶ ἀθυμέει μᾶλλον ἢ πρὶν φαγεῖν , καὶ πνίγεται , καὶ τὰ νεῦρα ἕλκεται , καὶ αἱ μῆτραι
καὶ δύσελπις μᾶλλον ἢ πρὶν φαγεῖν : πολλάκις δὲ καὶ πνίγεται . Ὁκόταν ὧδε ἔχῃ , φάρμακον πῖσαι κάτω ,
4855063 φοινιας
, κἀκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγὴν βάλλει μ ' ἐρεμνῇ ψακάδι φοινίας δρόσου , χαίρουσαν οὐδὲν ἧσσον ἢ διοσδότῳ γάνει σπορητὸς
ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ , ἴδεσθέ μ ' οἷον ἄρτι κῦμα φοινίας ὑπὸ ζάλης ἀμφίδρομον κυκλεῖται . Οἴμ ' ὡς ἔοικας
4852520 ψαυομενος
πρώτας ἡμέρας σφόδρα , ἔπειτα μέντοι βληχρότερος ἔχει , καὶ ψαυόμενος ἀλγέει τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ ὑποπέλιδνος αὐτέου
ἦν δῆλος ἔγκοιλον ἔχων ὁ τράχηλος : καὶ ἤλγεε ταύτῃ ψαυόμενος : ἦν δὲ καὶ κατωτέρω τινὶ τοῦ ὀδόντος καλεομένου
4846939 ἀνασπασας
ἀρετὰς παγίως ἐναρμόζεσθαι : μυρία τοίνυν καὶ αὐτόπρεμνα ῥίζαις αὐταῖς ἀνασπάσας κατέβαλε τὰς εἰς εὐκαρπίαν ἐκφύσεις - ἐστειρωμένα καὶ τοῖς
βαλὼν εἰς ἔλαιον ἕψε μέχρις οὗ τακερὸς γένηται , εἶτα ἀνασπάσας αὐτὸν ἐπίβαλε τῷ ἐλαίῳ ἀδάρκης λειοτάτης γο βʹ καὶ
4841974 ὁραθηναι
ὥστε ἰδεῖν μὲν τὰ ὑπ ' αὐτοῦ πραττόμενα , μὴ ὁραθῆναι δὲ ὑπ ' αὐτοῦ . δῆλον δέ , ὅτι
τὸ σφάξαι πτερὰ ἐπιβάλλουσιν , ὥστε ἐξ αὐτῶν αὐτοὺς κρεμαμένους ὁραθῆναι πᾶσιν . ἐμφαντικὸν δὲ πλήθους τὸ ἐγχεῖ . 〚
4835794 γαστερα
τὸν ἐπὶ σηπεδόνι πυρέσσοντα φλεβοτομητέον αὐτίκα χωρὶς ἀπεψίας τῆς κατὰ γαστέρα : τῆς δυνάμεως δ ' ἀσθενοῦς ὑπαρχούσης ἢ κωλυούσης
. τὰ τῶν πάνυ νέων ζῴων κρέα ῥᾷον ὑπέρχεται κατὰ γαστέρα , καὶ τὰ ἄκρεα αὐτῶν ὁμοίως . τῶν σελαχίων
4834387 περιχριουσιν
εἰ δὲ καὶ φθάσειαν πλήξαντες , ψιμύθιον μετὰ ὕδατος τρίψαντες περιχρίουσιν . Κυτίσσῳ ἢ μηδικῇ θρέψωμεν τὰς γαλουχούσας βοῦς :
ἀφ ' οἱουδήποτε ἐργαλείου πληγείσας , ἔλαιον μετὰ ἀσφάλτου ἑψήσαντες περιχρίουσιν . Ἄλλοι , ὡς ἐν Βιθυνίᾳ , διὰ πείρας
4821542 σαρκας
μέχρι νῦν καὶ ὑπὸ τῆς τῶν γενομένων ἀνθρώπων ἀθέου τόλμης σάρκας ἀναγκάζομαι τήκειν , οὐκ ἐῶσί τε μένειν εἰς ὃ
φαμεν , οἷον ἐν τῳδὶ τῷ ὕδατι τρίχας ὀστᾶ νεῦρα σάρκας , ἀναίσθητα δὲ ἡμῖν εἶναι διὰ μικρότητα . καὶ
4821128 ἀσθμα
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα ,
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων
4808966 ἐκπνεων
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν ,
4806687 ἀνυποδητος
καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ οὗ καὶ πέδιλον τὸ
ἐξηρτημένος καὶ ῥόπαλον ἐξ ἀχράδος πεποιημένον μετὰ χεῖρας ἔχων , ἀνυπόδητος , ῥυπῶν , ἄπρακτος , τὸν ἀγρὸν καὶ ἡμᾶς
4797922 ὑποκινων
. τί οὖν ; τὴν λύραν φέρων Ἀπόλλων ἄλλοτε ἄλλως ὑποκινῶν τὰς χορδάς , ὡς ἂν ἐδόκει τῇ ἁρμονίᾳ τοῦ
τελέως . τὸ δὲ αἴτιον , ὡς κώπαις ἐρέττων καὶ ὑποκινῶν δίκην πορθμίδος πολὺ ἀποσπᾷ . εἰ δὲ γένοιτο μάχη
4792632 χειρε
, ἀλλ ' ἐκεῖνός γε συλλαβὼν τὸ παιδίον καὶ τὼ χεῖρε ὀπίσω περιαγαγὼν αὐτοῦ , πρὸς τοὺς δικαστὰς ἤγαγε καὶ
μία ἑκατέρωθεν ἐπιβᾶσα τοῦ ὤμου , κατιοῦσαι δὲ ἐπὶ τὼ χεῖρε βραχίοσι τε καὶ ὠλέναις ἐμπρέπουσαι . οἷς μὲν δὴ
4790562 προσπτυσσεται
πολιοῖο σιδήρου , ἠΰτε παρθενικὴ γλαγερόχροα χερσὶν ἑλοῦσα ἠΐθεον στέρνῳ προσπτύσσεται ἱμερόεντι , ὣς ἥ γ ' ἁρπάζουσα ποτὶ σφέτερον
τὸν δ ' ἤδη μελέεσσι καὶ ὄμμασιν ἀδρανέοντα ἐνδυκέως μεθέπων προσπτύσσεται , ἔν τε κελεύθοις χεῖρ ' ὀρέγων καὶ πᾶσιν
4787240 χολην
αἰδοῖον μακρὸν καὶ νευρῶδες , ὅμοιον καμήλου . διοιχθεῖσα δὲ χολὴν μὲν οὐκ ἔχει , αἱ δὲ λεγόμεναι ἀχαΐναι ἐν
μεταφέρωμεν , ὡς ἔχει τὸ τοιοῦτον , καὶ οὐδεὶς ἡμῶν χολὴν οὐδ ' ὀργὴν εὑρεθήσεται ἔχων , ἐφ ' οἷς
4772133 διψας
ἐγγίνεται ὡς πίνοντι διαρρήγνυσθαι , ὅθεν ὁ ὄφις οὗτος ἐκλήθη διψάς . ἀστέμβακτα πολυστένακτα , μεμπτά × ἔνιοι δὲ ἀλάλητα
ἤτοι θήλεια : περὶ τῆς ἀσπίδος λέγει , ἥ ἐστι διψάς . τῆς γὰρ θηλείας τὸ στόμα μεῖζον καὶ πλατυτέρα
4771086 φυσα
ἐνεδιπλασιάζετο , οὐ μὴν μέγα : παρεφέρετο , περιεστέλλετο : φῦσα ἐνεοῦσα : οὐ διῄει κάτω οὐδὲν , οὐδὲ οὔρει
ὅλως ] πάντα τὰ ἐν ἡμῖν ὑγρά , ὁμοίως [ φῦσα ] , πνεῦμα , τὰ ? τούτοις ἐοικότα ,
4757686 πεφυκυιας
κέκληκεν ὁ ῥήτωρ τὰς κύκλωι περὶ τὸ χωρίον ἐν στοίχωι πεφυκυίας . . . . πομπείας καὶ πομπεύειν : .
τὴν βοήθειαν τῆς ῥᾳδίως πρὸς τὴν ὑγεῖαν [ νάρδους ] πεφυκυίας κελεύειν νάρδου τοῖς ῥιζίοις σταθμῷ , φέρει δὲ ταῦτα
4752117 ἐκλασεν
ἄκανθαν , δηλονότι τὸ κέντρον αὐτὸ τὸ λεγόμενον κοινῶς , ἔκλασεν ἡ Ἑλένη χαλεπήνασα τοῖς ἑρπετοῖς διὰ τὸ τὸν κυβερνήτην
δ ' ἀγκύλα νεῦρα γούνατος ἐξόπιθεν , κατὰ δ ' ἔκλασεν ἀνέρος ὁρμήν . Καὶ τὸν μὲν Δαναῶν τις ὅτ
4745338 πυρρος
λαμβανόμενοι . Γένη δὲ αὐτῶν εἰσι δύο , μέλας καὶ πυρρός . Λάμβανε δὲ τὰς χελιδόνας ἐξ ἱεροῦ τόπου ,
. πράϋνον . καὶ φόνευσον . δαφοινός γʹ : ὁ πυρρός . ὁ μέλας . καὶ ὁ φόνιος . δέ
4742153 φλεγει
ἀμήχανοι , οὐδέ τις ἀλκή πήματος , ἀλλ ' αὔτως φλέγει ἔμπεδον . ὡς ὄφελόν γε Ἀρτέμιδος κραιπνοῖσι πάρος βελέεσσι
ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν : ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει , τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ ' ἀγˈλαῶν δενδρέων ,
4737663 συς
τῆς ὀνομασίας . λέγεται δὲ σίαλος , καὶ ὁ εὐτραφεὶς σῦς , παρὰ τὸ ἀφρὸν προΐεσθαι , ὃν λέγομεν σίαλον
ἄλλους δ ' ἐλαύνοντας βοῦς , αἶγας , οἶς , σῦς , καὶ εἴ τι βρωτόν , πάντα ἱκανὰ προσῆγον
4735809 ἡσυχαζετω
διαπυίσκηται , σήπηται , ὅμως τὸ ὑπολαμβάνον περὶ τούτων μόριον ἡσυχαζέτω : τουτέστι , κρινέτω μήτε κακόν τι εἶναι μήτε
μαλάξας καὶ ἑνώσας χρῶ , ἀναλαβὼν τὸν ὄσχεον ταινιδίῳ . ἡσυχαζέτω δ ' ὁ πάσχων μὴ λουόμενος : τὰς δὲ
4735636 αὐον
τοῦ σκληρόν . Γ στερρόν ] ἀντὶ τοῦ γεγηρακὸς καὶ αὖον . σκληρὸν καὶ γεγηρακός , ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀκμαζόντων
. ἁ σταφυλὶς σταφὶς ἔσται : ὃ νῦν ῥόδον , αὖον ὀλεῖται . μὴ ' πιβάλῃς τὴν χεῖρα . καὶ
4731451 βληχρον
τὸ ἀποδιώκειν τῇ ὀσμῇ τοὺς ὄφεις . καλεῖται δὲ καὶ βλῆχρον . πτέριν : βοτάνη συγκαμπτή . ἦ ῥα λεαίνας
τὸ ἀποδιώκειν τῇ ὀσμῇ τοὺς ὄφεις . καλεῖται δὲ καὶ βλῆχρον . πτέριν : βοτάνη συγκαμπτή . ἦ ῥα λεαίνας
4723997 σπασας
θεός . εἰς ἀνδροβρῶτας ἡδονὰς ἀφίξεται κάρηνα πυρσαῖς γένυσι Μελανίππου σπάσας . ἀντήλιοι θεοί καθωσίωσε οὐρὰν δ ' ὑπίλας '
κτενῶ . ἧ καὶ νεοσσὸν τόνδ ' , ὑπὸ πτερῶν σπάσας ; οὐ δῆτα : θυγατρὶ δ ' , ἢν
4719215 φολιδων
ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην . μηδ ' ὅτε ῥικνῆεν φολίδων περὶ γῆρας ἀμέρσας ἂψ ἀναφοιτήσῃ νεαρῇ κεχαρημένος ἥβῃ ,
πρῶτα κυϊσκομένη χνοάει σκιάοντας ἰάμνους , τῆμος ὅτ ' ἀζαλέων φολίδων ἀπεδύσατο γῆρας μῶλυς ἐπιστείβων , ὅτε φωλεὸν εἴαρι φεύγων
4718045 ἐμπεσων
καὶ στάσεις καὶ κινδύνους . εἰ δ ' ἐπὶ τείχους ἐμπεσὼν μηδ ' ὅλως τοῦτο βλάψει , ἔφοδον πολεμίων τε
εἰσί : κατὰ δὲ τὸν μυχὸν τῆς λίμνης εἰς βάραθρον ἐμπεσὼν ὁ ποταμὸς καὶ πολὺν τόπον ἐνεχθεὶς ὑπὸ γῆς ἀνατέλλει
4715219 διψῃ
ἀλάλκοι . οἳ δ ' ἰθὺς πόλιος καὶ τείχεος ὑψηλοῖο δίψῃ καρχαλέοι κεκονιμένοι ἐκ πεδίοιο φεῦγον : ὃ δὲ σφεδανὸν
περιέρρει , ὥσπερ Κοννᾶς , στέφανον μὲν ἔχων αὗον , δίψῃ δ ' ἀπολωλώς , ὃν χρῆν διὰ τὰς προτέρας
4709050 λυκος
ἐλοιδόρησας . ” εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν : „ ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν
γνώσεως ἐπεμβαίνων τῷ Ἰσραὴλ ἐν σωτηρίᾳ . καὶ ἁρπάζων ὡς λύκος ἀπ ' αὐτοῦ , καὶ διδοὺς τῇ συναγωγῇ τῶν
4691207 ἁπαλην
παρῆσαν , ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἀνάπαιστα παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα
ἀέρα συστῆναι , καὶ ὑποστῆναι τὴν γῆν πηλώδη καὶ παντελῶς ἁπαλὴν , σηπεδονώδεις καὶ πομφολυγώδεις ὑμένας ἐκ ταύτης ἀναδοθῆναι :
4691076 ἑλκον
γὰρ σῶμα κινοῦν καὶ κινεῖται : ἢ γὰρ ὠθοῦν ἢ ἕλκον ἢ δινοῦν ἢ ὀχοῦν ἢ † ῥιπτούντων ἄλλος λόγος
γὰρ τῶν ἁπλῶν τε καὶ πρώτων μορίων , τὸ οἰκεῖον ἕλκον ἀπὸ τῆς οἰκονομηθείσης τροφῆς , κατέχει μὲν πρώτως ,
4684809 συνειλησας
ὑδεριῶντας ποθεῖσα ⋮ Ὁ χερσαῖος ἐχῖνος μέλλων ἁλίσκεσθαι , ἑαυτὸν συνειλήσας ἄληπτον ἐργάζεται , εἶτα μέντοι καὶ πιέζει τὸ πνεῦμα
, πολλάκις δὲ καὶ ἐπί τι δένδρον ἀνερπύσας εἶτα ἑαυτὸν συνειλήσας καὶ τὴν κεφαλὴν ἐν τῇ σπείρᾳ ὑποκρύψας τοὺς παριόντας
4684402 ὑπαιθριος
τοῦτο συναπτέον τῷ πρώτῳ : καταβὰς ἐν μέσῳ Ἀλφειῷ νυκτὸς ὑπαίθριος . οἰκεῖος δὲ καὶ ὁ καιρὸς πρὸς θείαν ἐπίκλησιν
ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος , ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος , τὴν τῆς μητρὸς φύσιν ἔχων , ἀεὶ
4675727 καταδυσιν
καὶ στενοῖς χωρίοις . Κράτης δέ φησιν ὅτι πᾶσαν στενὴν κατάδυσιν οὕτως ὠνόμαζον . ΓΘ οὐκ ἐλεαίρεις : οὐ κατοικτείρεις
: ὑφάλοις πέτραις . ἐπέσσυτο : ὥρμησεν . Χειήν : κατάδυσιν . εἰσεπέρησεν : ἐπέδραμεν . περίδρομον : κυκλοτερῆ .
4674646 φλογι
τοῦ δήγματος ὄντος , σικύαν προσβάλλειν τῷ δήγματι σὺν πολλῇ φλογί , καὶ κατασχάζειν τοὺς πέριξ τόπους . συνεπισπασθήσεται γὰρ
θερμόν , ἢ φλόξ τιϲ ἢ φύϲιϲ οὖϲα παραπλήϲιοϲ τῇ φλογί , καὶ ἐνδείᾳ καὶ περιουϲίᾳ καὶ κακίᾳ τροφῆϲ διαφθείρεται
4672534 διψων
τὴν πυγμὴν εἱστήκει , νεφέλη ἐς τὸ στάδιον καταρρήγνυται καὶ διψῶν ὁ Πλούταρχος ἔσπασε τοῦ ὕδατος , ὃ ἀνειλήφει τὰ
πράξεις ἐπιζεύγνυσθαι . ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ὕπαρ ὁ μὲν διψῶν ἀρυόμενος ποτὸν ἥδεται , ὁ δὲ θηρίον ἢ ἄλλο
4672176 ῥιπτει
: μετὰ ταῦτα , δή . ἀσχαλόων : λυπούμενος . ῥίπτει : προσαράπτει , κρούει , καταφρονεῖ , τύπτει .
ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα , τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον , ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν . οἳ
4666900 φριξας
σκύλακι κελεῦσαι αὑτὸν περικαθᾶραι . μαινόμενον δὲ ἰδὼν ἢ ἐπίληπτον φρίξας εἰς κόλπον πτύσαι . Ἔστι δὲ ἡ μεμψιμοιρία ἐπιτίμησις
φυσικῇ μανίᾳ πληγεὶς τόν τε αὐχένα σιμώσας καὶ τὴν κόμην φρίξας , ὄρθιον ἀρθεὶς τῆς ἕδρας αὐτὸν ἀπεβάλετο , καὶ
4666706 τριχας
πολὺ ἔχει τοῦ ἄρρενος κεφαλὴν μικροτέραν , σῶμα ἔλαττον , τρίχας μαλακωτέρας μελαντέρας , πρόσωπον στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ
τοῦ Νίσου λέγεται θυγατέρα ἐρασθῆναι Μίνω καὶ ὡς ἀπέκειρε τὰς τρίχας τοῦ πατρός . ταῦτα μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσι :
4648837 λαμπαδα
σάλπιγγος ἐν ταῖς μάχαις καὶ τοῖς μονομαχείοις ἐν μέσῳ τις λαμπάδα καιομένην ἔρριπτε σημεῖον τοῦ κατάρξασθαι τῆς μάχης . τούτῳ
δ ' Ἥφαιστος ἀνέστη . γρουνοὶ κορμοὶ οἷον γρουνοὶἀνέστη . λαμπάδα δὲ λέγει τὸν αὐτὸν , παρόσον ἡ Ἑκάβη ἐγκυμονοῦσα
4638419 ἀλυπως
, ταῦτα ἐκείνη μετ ' ὀλιγωρίας ἔφραζε , εὐκόλως καὶ ἀλύπως εἰς τὸ σαφὲς ἐπιτρέχουσα . ἔδοξε γοῦν αὐτῇ καὶ
ἔχουσιν , οἷς δ ' οὐχ ὑπέρχεται , διὰ τῶν ἀλύπως ὑπαγόντων ἐρεθιστέον . τοῖς δ ' οὕτω διακειμένοις συμφέρουσι
4636093 τρυγην
ἐκβράσσεται , καὶ οὗτοι μεταφορικῶς ἀπὸ τρυγός . οἱ δὲ τρύγην μὴ ἐχούσης , τὸν καρπόν , πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῆς
παρὰ θῖν ' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο . εἰ μὲν παρὰ τὴν τρύγην , οὐ πλεονάζει : τρύγη δέ ἐστιν ὁ Δημητριακὸς
4635444 καταπινειν
δίδου ἓν ὑπὸ τὴν γλῶτταν κατέχειν καὶ τὸ διαλυόμενον ὑγρὸν καταπίνειν δίδου δὲ καταρροφεῖν καὶ ἀπόβρεγμα μήλων κυδωνίων ἢ ἀπίων
, ὥστ ' ἀφθονία τὴν ἔνθεσιν ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἀνάπαιστα παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα .
4635063 συφαρ
κτῆσίν τε θοίναις Πρωνίων λαφυστίαν πρὸς τῆς Λακαίνης αἰνοβακχεύτου κιχὼν σῦφαρ θανεῖται , πόντιον φυγὼν σκέπας , κόραξ σὺν ὅπλοις
. . . τί μὰν ξύσιλος ; τί γάρ ; σῦφαρ ἀντ ' ἀνδρός . καθαιρημένος θην καὶ τῆνος ὑπὸ
4631049 βιωμενος
μιν καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντα πυκναῖς τ ' εἰρεσίῃσι βιώμενος ἔσπασεν ἀνήρ : εἰ δ ' ἄρα οἱ καὶ
ἀσχαλόων ὀδύνης ὕπο μάρναται ἰχθύς , ἕλκων αὖ ἐρύοντα , βιώμενος εἰς ἅλα δῦναι , ἄσχετα μαιμώων : ὁ δὲ
4628529 συος
τὸ δὲ ἐκτίσαντο ἀντὶ τοῦ ᾤκησαν , ὡς τὸ ὀρεικτίτου συός παρὰ Πινδάρῳ [ . ] , ἀντὶ τοῦ ὀρειοίκου
εἷλεν ἔρημον τῶν ἐν ἡλικίᾳ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ συός τε θήρα , περὶ οὗ σαφὲς οὐδὲν οἶδα εἰ
4625965 ἐρυθρην
ἢν , κρίσιος ἐκγενομένης , οὖρον ἐρυθρὸν οὐρήσῃ ὑπόστασιν ἔχον ἐρυθρὴν , καὶ τουτέοις ὑποστροφὴ γίνεται τοῦ πυρετοῦ αὐθημερὸν ,
Περὶ δὲ τεσσαρακοστὴν ἐὼν , οὔρησεν ὑπέρυθρα , ὑπόστασιν πολλὴν ἐρυθρὴν ἔχοντα : ἐκουφίσθη : μετὰ δὲ , ποικίλως τὰ
4624861 περιαφθεις
βοάς . Τούτου ὁ ὄνυξ εὔστοχός ἐστι καὶ φυλακτικός , περιαφθεὶς ἀνθρώποις ἐν πάσαις συκοφαντίαις . καὶ πρὸς τοὺς προερχομένους
μείζονα καὶ ἐπιτυχίαν παρέχει : ὁ δὲ εὐώνυμος αὐτοῦ ὀφθαλμὸς περιαφθεὶς ἐν δέρματι ἐλάφου οὐκ ἐᾷ ποτε ὀφθαλμιάσαι τὸν φοροῦντα
4621066 ἐλαφρος
δυναμένην λῆξαι . τοῖς μὲν οὖν ἐκ τούτων ὁ δεσμὸς ἐλαφρὸς οὐ δεχομένων τῶν ὑποσχέσεων ἀλαζονείας ὑποψίαν , οὐδαμοῦ γὰρ
ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὢ πόποι ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ , ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ . εἰ δή που
4618770 ἀνθουν
ὄμβρος πέφυκεν . . Ἀλλὰ γάρ τοι καὶ τὸ σμύρνιον ἀνθοῦν διηνεκῶς οἰκείως ἔχον εὕροις ἂν εἰς τὴν τούτων χρείαν
παρακολουθεῖ δὲ μέχρι τοῦ θέρους τὸ μὲν κυοῦν τὸ δὲ ἀνθοῦν τὸ δὲ σπέρμα τίκτον , μικρὰν ἰκμάδα καὶ κέντρον
4618094 λυχνου
λιποφεγγέα νυκτὸς ὀμίχλην Ἡρώ , λύχνον ἔφαινεν . ἀναπτομένοιο δὲ λύχνου θυμὸν Ἔρως ἔφλεξεν ἐπειγομένοιο Λεάνδρου . λύχνῳ καιομένῳ συνεκαίετο
λίθον τις λαβὼν ἔκρουσε τὸν λυχνοῦχον . ἀποσβεσθέντος δὲ τοῦ λύχνου , ἐν δὲ τῷ Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι καὶ διαστίλβονθ '
4615981 χολῃ
ἥ ] ἥτις οἶδμα ] τὸ κῦμα , τὴν θάλασσαν χολῇ δὲ τῷ μέλανι χολῇ ] ὁ ἐξ αὐτῆς τῆς
μ ' οἶδεν , ὦ Γνήσιππ ' , ἐγὼ πολλῇ χολῇ . οἴομαι γὰρ μηδὲν οὕτως μῶρον εἶναι καὶ κενόν
4613949 φαγοντος
κυλινδούμενος , ἐξαγορεύει τινὰς ἁμαρτίας αὑτοῦ καὶ πλημμελείας ὡς τόδε φαγόντος ἢ πιόντος ἢ βαδίσαντος ὁδὸν ἣν οὐκ εἴα τὸ
δὲ θάνατον οὐδεὶς ἔχει τοιοῦτον εἰπεῖν , ἀλλὰ τὸν εὐδαιμονέστατον φαγόντος καὶ πιόντος . εἰ δέ τις καὶ δοκεῖ βιαίῳ
4609589 λευγαλεῃσι
λέγει που περὶ αὑτοῦ : ἀλλ ' ἐπεὶ ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας ἢ οἴνῳ μεθύων , ἤ μ ' ἔβλαψαν
ὅταν ᾖ θεοφιλής . . ἀλλ ' ἐπεὶ ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας : ἡ διπλῆ ὅτι οἱ νεώτεροι λευγαλέον τὸ
4607896 μαραινειν
ἀποβολὴν τοῦ ν . μάρανθον γὰρ ἐστὶ , παρὰ τὸ μαραίνειν εὐθέως τὸ ἄνθος . Μελεδήματα . παρὰ τὸ ἔδειν
θερμὸν τὸ πῦρ , ἐπεὶ πέφυκε τὸ πλέον τὸ ἔλαττον μαραίνειν , σβεννυμένου δὲ φθείρεται καὶ ὁ καπνός . διὸ
4606948 ἀνοιγει
καὶ τῷ Ζωπύρῳ τὴν πόλιν ἐπιτρέπουσιν . ὁ δὲ νύκτωρ ἀνοίγει τὰς πύλας . καὶ Δαρεῖος κρατήσας Βαβυλῶνος ἐκεῖνο δὴ
ἐφ ' ἡμέρας ἐννέα . καὶ τὴν ἐπὶ πάσαις ἀφανίσας ἀνοίγει τὸ σκεῦος , καὶ ἔγωγε εἶδον τὸν σαῦρον ἐμβλέποντα
4603957 μαλακως
ἐκ τῆς πρὸς αὐτοὺς μάχης . τινὲς δὲ ἀντὶ τοῦ μαλακῶς . εἰρωνεύεται γὰρ ὁ Ἡρακλῆς . ὁ γὰρ Διόνυσος
δρῇν ἢ ποτὰ ἢ βρωτὰ ἢ ἃ ἂν ὁρᾷ , μαλακῶς ὅσα ψαύει : ἄλλαι : ἃ μὴ μεγάλα βλάπτει
4602569 πιμπλησι
πουλύπους , ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις , τῆς τροχηλάτου κόρης πίμπλησι λοπάδος στερροσώματον κύτος . Ὡς ὑπό τι νυστάζειν γε
Κυπρογενοῦς ζώοις Ζεὺς ὄλβον ὀπάζει παντοῖον , κτεάνων τε δόμους πίμπλησι βροτοῖσιν , αὐτοὺς δ ' αὖθ ' ἑτάρους ἢ
4597127 σταμνος
Ἀδελφοῖς . καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ στάμνος καὶ σταμνίον . καὶ ἔνιοι μὲν οὕτως οἴονται καλεῖσθαι
ἵππος τις προσεδέδετο . Καὶ ἐπὶ μὲν τῆς κορυφῆς ὁ στάμνος ἦν μεστὸς ὕδατος , ἐν δὲ ταῖς χερσὶν εἰργάζετο
4593281 μονιον
Κρητικόν . κατακληῖδα : τὴν φαρέτραν . μονιὸν δάκος : μονιὸν τὸ κατὰ μόνας νεμόμενον : δάκος δὲ τὸ θηρίον
δύσφωνον , ὅπερ Ῥωμαίοις κούκουλος καλεῖται ἤτοι οὖν διὰ τὸ μονιὸν τὸν Αἴαντα παρείκασε τῷ κόκκυγι ἢ διὰ τὸ μάτην
4590961 ὀδμην
ὀδμήν . τὸ δὲ πνεῦμα ἀναπεμπόμενον εἰς τὸν ἀέρα τὴν ὀδμὴν ἐκεράννυε , καὶ ἦν ἄνεμος ἡδονῆς . τὰ δὲ
τὸν ἐν ταῖς ὀρχήστραις θυμιώμενον τοῖς Διονυσίοις , Φρύγιον ποιεῖν ὀδμὴν τοῖς αἰσθανομένοις . Τὸ δ ' ἀρχαῖον ἡ μουσικὴ
4589765 ἀκιδα
Σκορπίου ἐν Τοξότῃ γέγονε : φαλακρὸς καὶ πηρὸς διὰ τὴν ἀκίδα . Ζεὺς δὲ ὁ κύριος [ Ἄρεως καὶ ]
. οἱ δὲ θοῶς ἐλάσαντες ἀκοντιστῆρι τριαίνῃ τήν τ ' ἀκίδα κλείουσι , βέλος κρυερώτατον ἄγρης , δελφίνων ἕνα κοῦρον
4579528 ζεει
δὲ ἕπεται . πρότερον γὰρ ὀρέγεταί τις ἀντιλυπῆσαι , εἶτα ζέει αὐτοῦ τὸ περικάρδιον αἷμα ἐνδιδόντος τῇ ὀρέξει καὶ ἤδη
Σκορπίζεται Ἰώνων , σκεδάννυται Ἀττικῶν . Ῥέει , πλέει , ζέει Ἰακά : ῥεῖ δὲ καὶ ζεῖ καὶ πλεῖ Ἀττικά
4577037 ἀναστελλει
ὁρμῇ ἀκατασχέτῳ φερόμενον οὐχ ὁ βουκόλος ἐπέχει , οὐ φόβος ἀναστέλλει , οὐκ ἄλλο τοιοῦτον , ἄνθρωπος δὲ ἵστησιν αὐτὸν
ἀγανακτῶν δὲ πρὸς τοῦτον τὸν λόγον ὡς προσκρούοντα τοῖς θεοῖς ἀναστέλλει ἑαυτὸν μὴ λέγειν τοιαῦτα καί φησιν : ἀπόῤῥιψον ,
4572512 ταμισον
τῷ αὐτῷ , ἐν οἴνῳ κεκρημένῳ δίδου πίνειν . Ἢ τάμισον ὄνειον καὶ σίδης γλυκείης ῥίζην καὶ κικίδα ἐξ ἴσου
καὶ σφονδύλειον ἁλός τ ' ἐμπληθέα κύμβην , ἄμμιγα καὶ τάμισον καὶ καρκίνον : ἀλλ ' ὁ μὲν εἴη πτωκός
4571973 ἀπεσπα
αὐτῶν ἐπὶ τὴν γῆν οὐδὲν ἧττον ἐπέκειτο , καὶ συνδήσας ἀπέσπα τὰς παρορμούσας ἐν τῇ γῇ . κινδυνευουσῶν δὲ τῶν
ἐβούλετο αὐτὸς ἑαυτὸν ἀναστῆσαι βίᾳ , ὁμοῦ καὶ τὰς σάρκας ἀπέσπα : χρόνῳ δ ' ἀπέστη : ἡμίφλεκτος δὲ ἀπέστη
4564964 νηδυν
σικύοιο : τοῦ ἀγριοσύκου τοῦ ἀγρίου σύκου νηδὺν δέ τὴν νηδὺν καίπερ βαρυνομένην ταῖς ἀνίαις καὶ τὰ ἑξῆς . *
ἢ ' πίκωμος ἢ μαζαγρέτας , Ἅιδου τραπεζεύς , ἀκρατέα νηδὺν ἔχων . ἐπεὶ δὲ τοσούτων λεχθέντων μηδὲν ἀποκρίνεται ,
4564610 φρικην
τὰ δείματα . Τὴν διέγερσιν οὖν τὴν ἐπ ' ἐκεῖνα φρίκην ἐκάλεσε , τὴν διὰ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητά
τοῖς τῶν φερόντων ὤμοις ἐπέθεσαν . τοῦτο παρὰ δόξαν γεγονὸς φρίκην τε πολλὴν καὶ ἀγωνίαν μεγίστην καὶ φόβον πᾶσιν ἐνέβαλεν
4563841 ἐνηπται
δὲ ἐσθῆτι μὲν ὑπὲρ γόνυ , κρηπῖδα δὲ τοῖν ποδοῖν ἐνῆπται καὶ αἱ χεῖρες ἐς ὦμον γυμναὶ διὰ τὸ ἐνεργοὺς
σε τοῦ ἑταίρου . ὥπλισται δὲ ἢ τί ; Χλαμύδα ἐνῆπται , ξένε , τὸν Θετταλικὸν τρόπον , ὥσπερ τὸ
4563783 ἁπαλας
πολλὴν κατ ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν , κλέψας ἐκ στηθέων ἁπαλὰς φρένας . πεντήκοντ [ ' ἀνδρῶν λίπε Κοίρανον ]
, ταύτας τιθηνοκομητέον , ἐνστάζοντας τὸ μὲν πρῶτον ἀντὶ γάλακτος ἁπαλὰς τροφάς , τὰς διὰ τῶν ἐγκυκλίων ὑφηγήσεις , εἶτ
4561899 αὐγην
τῷ στιβαδίῳ δεῖσαι , δόξαντα τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Μαρίου πυρὸς αὐγὴν καὶ φλόγα ἀφιέναι : ὡς δὲ καὶ ὁ Μάριος
χρὴ τοίνυν κατακλίναντας τὸν κάμνοντα καὶ σχηματίσαντας , ὅπως πρὸς αὐγὴν ᾖ τὸ χειριζόμενον μέρος , διδόναι διαίρεσιν εὐθεῖαν ἐν
4560033 δηχθεντος
θάρσος : οὕτως ἦν ἐρρωμένη καὶ ἄφοβος τὴν ψυχήν . δηχθέντος δὲ τοῦ μειρακίου τηλικοῦτον ἀνέκραγεν ἅνθρωπος ὑπὲρ ἐκείνου καὶ
ἐν ταὐτῷ ἔσται σοι θεᾶσθαι , μέλη δὲ ἐκεῖνα τοῦ δηχθέντος τριχῶν ἔρημα γιγνόμενα λέπραν καὶ ἔφηλιν καὶ ἀλφοὺς ταῦθ
4557169 γλωσσαν
ἐπιπεσούσης οὕτως ἐκλήθη . Ματόας δὲ λέγεται ἐς τὴν Ἑλληνίδα γλῶσσαν ἄσιος . ὅτι πολλάκις περαιούμενοι οὐδὲν ἐπεπόνθεισαν . ὁ
γλωσσώδεις , μηδὲν δὲ πλέον τοῦ λαλεῖν δυναμένους : οὗτοι γλῶσσαν μὲν οὖν ἔχουσι , ἰσχὺν δ ' οὐδ '
4552330 διψης
καὶ τῶν ἑξῆς αὐχένων ἀπεγίνωσκον αὑτῶν ἤδη καὶ μεθεῖντο ὑπὸ δίψης καὶ θέρους καὶ κόπου . προτρέποντος δὲ αὐτοὺς τοῦ
ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη : τῶν δὲ ἔρημος ὁ χῶρος γενόμενος δίψης ἀεὶ πιμπλάμενος ἀνθεῖ πολλαῖς τε καὶ ἀγρίαις ἐπιθυμίαις .
4550855 δικελλαν
προσπίπτει τοῖς γόνασιν ἡμῶν γυνή , χοίνιξι παχείαις δεδεμένη , δίκελλαν κρατοῦσα , τὴν κεφαλὴν κεκαρμένη , ἐρρυπωμένη τὸ σῶμα
ὥστε τί οὐκ ἐπὶ τὴν πέτραν ταύτην ἀνελθὼν τὴν μὲν δίκελλαν ὀλίγον ἀναπαύω πάλαι πεπονηκυῖαν , αὐτὸς δὲ ὅτι πλείστους
4550130 ξιφος
εἰ λέγοιμεν ὀξύτερον εἶναι τὸ γραφεῖον τοῦ οἴνου καὶ τὸ ξίφος τῆς νήτης . ἀλλ ' ἴσως ἐρεῖ τις ,
καταβαλὼν εἰσῆλθε . σπωμένου δὲ ἐπ ' αὐτὸν Ἡρακλέος τὸ ξίφος Τελαμὼν παρατηρήσας τούτου ἕνεκα δυσχεράναντα τὸν Ἡρακλέα λίθους περὶ
4545190 ὀξυδορκιαν
συνενεγκόντες εἰς ταὐτὸ τὴν πεῖραν , καὶ τὴν περὶ ταῦτα ὀξυδορκίαν καὶ διάθρησιν τῆς ψυχῆς ἀνεγείραντες καὶ συστησάμενοι , σημείοις
. Ἡ δὲ θρίδαξ συνεχῶς ἐσθιομένη ἀμβλυωπίας ἐπέχει , καὶ ὀξυδορκίαν ἐργάζεται , καὶ μάλιστα εἰ γλυκεῖα εἴη . καὶ
4540289 φλεγων
σκεδασθῆναι ] διαχυθῆναι . θεοῦ ] τοῦ ἡλίου . . φλέγων γὰρ αὐγαῖς ] ὁ γὰρ λαμπρὸς κύκλος τοῦ ἡλίου
ἐνιδρυμένος ἢ κατὰ συστάδην μαχόμενος ὁ Ζεὺς ἀπὸ τῆς χερὸς φλέγων καὶ ἀνάπτων καὶ ἐκπέμπων τὸν κεραυνόν , καὶ οὐδαμῶς
4534532 ῥινας
ἂν ὅστις καὶ φίλος τλαίη βλέπειν φυσῶντ ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας πληγῆς μελανθὲν αἷμ ' ἀπ '
τοῦ πολλοῦ βρασμοῦ καὶ κινήσεως , εἰ εἰσέλθοι παρὰ τὰς ῥῖνας , ποιεῖ τὴν αἱμοῤῥαγίαν . εἰ δέ ποτε τὸ
4527489 πλανωμενον
τί ; Ἄλλον τιν ' εἶδες ἄνδρα κατὰ τὸν ἀέρα πλανώμενον πλὴν σαυτόν ; Οὔκ , εἰ μή γέ που
' ἐκ Παραιτονίου , καίπερ νότων ἐπιπεσόντων , βιάσασθαι : πλανώμενον δ ' ὑπὸ τοῦ κονιορτοῦ σωθῆναι γενομένων ὄμβρων καὶ

Back