αὐτῶν ἐπὶ τὴν γῆν οὐδὲν ἧττον ἐπέκειτο , καὶ συνδήσας ἀπέσπα τὰς παρορμούσας ἐν τῇ γῇ . κινδυνευουσῶν δὲ τῶν
ἐβούλετο αὐτὸς ἑαυτὸν ἀναστῆσαι βίᾳ , ὁμοῦ καὶ τὰς σάρκας ἀπέσπα : χρόνῳ δ ' ἀπέστη : ἡμίφλεκτος δὲ ἀπέστη
6852184 πεφρακται
καὶ κοῦφος , ἀκοντιστὴς οἶμαι ἀγαθὸς ὤν , ὁ δὲ πέφρακται τὸ στέρνον ἀπειλῶν πάλην τινὰ τῷ θηρίῳ , ὁ
δὲ καὶ τὰς κνήμας , ὁ δὲ καὶ τὰ σκέλη πέφρακται . τὸ δὲ μειράκιον ὀχεῖται μὲν ἐφ ' ἵππου
6481030 τριχας
πολὺ ἔχει τοῦ ἄρρενος κεφαλὴν μικροτέραν , σῶμα ἔλαττον , τρίχας μαλακωτέρας μελαντέρας , πρόσωπον στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ
τοῦ Νίσου λέγεται θυγατέρα ἐρασθῆναι Μίνω καὶ ὡς ἀπέκειρε τὰς τρίχας τοῦ πατρός . ταῦτα μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσι :
6386177 ῥιψασα
οὐδὲ ἐς ταύτην μοι τὴν χρείαν ἐπιτήδειον ἐγένου . καὶ ῥίψασα αὐτὸ ξίφει ἑαυτὴν διεχρήσατο . κατά τι πυθόχρηστον ἧκε
. ἐς πέδον ] εἰς τὴν γῆν . χέουσα ] ῥίψασα . ἔβαλλ ' ] ἐτίτρωσκεν . θυτήρων ] τῶν
6294767 παρειας
φάο μηδ ' ἐπίκευθε , χρῶτ ' ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς , μηδ ' οὕτω δακρύοισι πεφυρμένη ἀμφὶ πρόσωπα ἔρχευ
: Μέγας . . οἱ γὰρ συρίζοντες ὄφεις μεγάλας ἔχουσι παρειάς . Θ . εἶδος ὄφεως ἀπὸ τοῦ ἐπαίρειν .
6193980 ψυας
τρίτῳ φησίν : Ἶσον δ ' Ἑρμιονεὺς ποσὶ καρπαλίμοισι μετασπὼν ψύας ἔγχει νύξε . Σιμάριστος δ ' ἐν τρίτῳ Συνωνύμων
θερμὴν δίαιταν οἷον ὑδρόγαρα καὶ προπόματα θερμαίνοντα καὶ πρὸς τὰς ψύας καταπλάσματα θερμὰ ἐρίοις καὶ τοῖς τοιούτοις . Βουβωνοκήλη ἐστὶν
6164833 ῥιπτει
: μετὰ ταῦτα , δή . ἀσχαλόων : λυπούμενος . ῥίπτει : προσαράπτει , κρούει , καταφρονεῖ , τύπτει .
ὅσα τοιαῦτα τυγχάνει ὄντα , τούτους δὲ ἡ προσήκουσα μοῖρα ῥίπτει εἰς τὸν Τάρταρον , ὅθεν οὔποτε ἐκβαίνουσιν . οἳ
6158121 στερνα
καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός , τὸ δὲ ἐπιθυμίας εἶδος ἐν κοιλίᾳ
, ἆσθμα θορυβῶδες , σκέλη λεπτά , ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , μακρόχειρ , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . Τὸν
6153759 πιεσας
κατὰ κράτος ἀπεγνωκὼς ἐκπόρθησιν εἰς χρόνιον καταβαίνοι πολιορκίαν οἰόμενος λιμῷ πιέσας τὴν πόλιν αἱρήσειν , ἅ τινα ἂν ἐπὶ τῆς
κεφαλὴν καθαιρέσθω , καὶ κατάξας τὸν αὐχένα ὡς μάλιστα , πιέσας πλεῖστον χρόνον . Ἐπανιεὶς δὲ διδόναι ἐν μέλιτι βάπτων
6076772 σαρκας
μέχρι νῦν καὶ ὑπὸ τῆς τῶν γενομένων ἀνθρώπων ἀθέου τόλμης σάρκας ἀναγκάζομαι τήκειν , οὐκ ἐῶσί τε μένειν εἰς ὃ
φαμεν , οἷον ἐν τῳδὶ τῷ ὕδατι τρίχας ὀστᾶ νεῦρα σάρκας , ἀναίσθητα δὲ ἡμῖν εἶναι διὰ μικρότητα . καὶ
6046912 κοιμωμενας
συνεπομένων αὐτῷ Ἑρμοῦ τε καὶ Ἀθηνᾶς : ταύτας δὲ καὶ κοιμωμένας εὑρίσκει . Ὑποτίθενται δὲ αὐτῷ οἱ θεοὶ οὗτοι ,
. ἰδοῦσα γὰρ Ὀρέστην ἐπὶ τοῦ βωμοῦ καὶ τὰς Ἐρινύας κοιμωμένας ἔξεισι τεταραγμένη τετραποδηδὸν ἐκ τοῦ νεώ . ὁρῷ δ
6029007 ῥινας
ἂν ὅστις καὶ φίλος τλαίη βλέπειν φυσῶντ ' ἄνω πρὸς ῥῖνας ἔκ τε φοινίας πληγῆς μελανθὲν αἷμ ' ἀπ '
τοῦ πολλοῦ βρασμοῦ καὶ κινήσεως , εἰ εἰσέλθοι παρὰ τὰς ῥῖνας , ποιεῖ τὴν αἱμοῤῥαγίαν . εἰ δέ ποτε τὸ
6016263 μεθηκεν
δὲ τῷ εἰκότι ῥωσθέντα καὶ φύσαντα τὰ ὠκύπτερα ἐλεύθερον εἶναι μεθῆκεν . ὃ δὲ εἰδὼς ἐννοίᾳ τινὶ φυσικῇ καὶ θαυμαστῇ
ἀκούσας παῖς ἔμαρψεν ἡνίας : κρούσας δὲ πλευρὰ πτεροφόρων ὀχημάτων μεθῆκεν , αἱ δ ' ἔπταντ ' ἐπ ' αἰθέρος
5987349 χαλινα
ἐμπειρίας τῶν ὑπηκόων , ἢ ἀνάγκη αὐτῷ ἔσται πολλάκις τὰ χαλινὰ ἐπαλλάττειν καὶ τὰς ἡνίας , καὶ τὰ μὲν πρόσω
ἄλλο μέρος τοῦ σώματος . λέγονται δὲ ψάλια κυρίως τὰ χαλινὰ τῶν ἵππων . : Νιν πληθυντικῶς , τὰ ψάλια
5986437 θηρατης
τῆς γραφῆς ; σοφὸς ὢν Ὀδυσσεὺς καὶ ἱκανὸς τῶν ἀδήλων θηρατὴς πρὸς τὸν τῶν θηρωμένων ἔλεγχον μηχανᾶται τὰ νῦν :
ἴσχει τότε αὐτοὺς προθυμία , ὥστε εἴ τις αἰπόλος ἢ θηρατὴς ἢ δρυτόμος πόρρωθεν αὐτῶν ἀκούσειε , πάντως ἂν ὑπ
5985224 γονατα
τὴν χεῖρα ὅσον τριχοίνικον ἄρτον καὶ κρέα θέμενος ἐπὶ τὰ γόνατα ἐδείπνει . κέρατα δὲ οἴνου περιέφερον καὶ πάντες ἐδέχοντο
; οὐχὶ καὶ ταῦτα σά ἐστι , καθάπερ καὶ τὰ γόνατα ; . . καὶ ἐτελεύτα μὲν ὃν εἴπομεν τρόπον
5954199 γαλης
μικρὰ τῇ μαχαίρᾳ τὸ σκελέτευμα , ἤτοι τὸ ἐσκληκὸς τῆς γαλῆς , καθάπερ τὸ καλούμενον σίλφιον ἢ τυροῦ στροφάλιγγα .
. ἰδιότης δὲ ἄρα μυῶν καὶ ἐκείνη . ἐπειδὰν ἀκούσωσι γαλῆς τρυζούσης ἢ συρίζοντος ἔχεως , ἐκ τῆς μυωπίας τῆς
5945743 στελλει
ὅτι Ὀξυδάτης ἐθελοκακεῖν αὐτῷ ἐφαίνετο . Σταμένην δὲ ἐπὶ Βαβυλῶνος στέλλει , ὅτι Μαζαῖος ὁ Βαβυλώνιος ὕπαρχος τετελευτηκέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο
δὲ τὰ ῥεύματα τῶν ὀφθαλμῶν σπληνίον κατὰ τοῦ μετώπου ἐπιτιθέμενον στέλλει . ἀνιεμένη δὲ ῥοδίνῳ ἀγαθὴ πρὸς τὰ ἐν ἀρχῷ
5933302 χηλας
κυνῶν ἐπιδρομήν . Καρκῖνος προσενεχθείσης αὐτῷ πολύποδος βοτάνης ἀποβάλλει τὰς χηλάς . νυκτερίδες κισσοῦ θυμιωμένου θνήσκουσι . γύπες ἀπόλλυνται μύρου
ἐς ἅπαν ἀφικόμενος βίας ἀπέφυγεν ἀφεὶς ταύτῃ τῷ Πουλυδάμαντι τὰς χηλάς . λέγεται δὲ καὶ ὡς ἄνδρα ἡνίοχον ἐλαύνοντα σπουδῇ
5924140 θηλας
φέρεσθαι τῷ στόματι : εἶναι γὰρ καὶ ἐν τῷ σώματι θηλὰς ἐπινενεμημένας καὶ στόματα , δι ' ὧν τρέφεσθαι .
ὑπὸ τῆς φύσεως γεγεννημέναι χάριν τοῦ τὸ ἔμβρυον προμελετᾶν τὰς θηλὰς τῶν μαστῶν ἐπισπᾶσθαι . καταψεύδονται δὲ τῆς ἀνατομῆς ,
5886825 θηγει
μὲν ἄλλον χρόνον , πρὸς ἣν ἂν πέτραν παραγένηται , θήγει προσβαλὼν τὰ στέρνα , συμπεσὼν δὲ ἐλέφαντι ὑποδὺς τὴν
φιλοψυχοῦσιν ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ βίου . λόγος κενῶς μὲν ἐξενεχθεὶς θήγει τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας
5884977 καεισα
ἀποσύρματα ῥοῦς ἐρυθρὸς καταπλασσόμενος λεῖος σὺν μέλιτι , σχίνου κόμη καεῖσα καὶ σὺν μέλιτι ἐπιτεθεῖσα . Πρὸς δὲ τὰ ἐξ
, ἣν ἔνιοι ζμαρίδα καλοῦσι . ταύτης ταριχηρᾶς ἡ κεφαλὴ καεῖσα , ἕλκη στέλλει ὑπερσαρκοῦντα , καὶ νομὰς ἵστησι ,
5877232 κνημας
βοὸς χάλκεα , ἐπῆσαν δὲ καὶ λόφοι : τὰς δὲ κνήμας ῥάκεσι φοινικέοισι κατειλίχατο . Ἐν τούτοισι τοῖσι ἀνδράσι Ἄρεος
Ἀρχίλοχός φησιν : ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν ῥοικός , ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσίν . Ἡρακλείδης δὲ
5872155 στηθεα
Χαροποὶ , μεγάλοι , κεφαλὴ σμικρὴ , αὐχὴν λεπτὸς , στήθεα στενὰ , εὐάρμοστοι . Κεφαλὴ σμικρὴ , οὐδ '
φίλῳ μέγα χάρμα τοκῆι : ὣς ὃ Νεοπτολέμοιο κάρη καὶ στήθεα κύσσεν ἀμφιχυθείς , καὶ τοῖον ἀγασσάμενος φάτο μῦθον :
5868496 τιλλε
καὶ χοιροψάλας Διόνυσος ὁ τίλλων τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . τίλλε . προπέμψω . Κάδμου πολῖται ] ἡ εἴσθεσις τοῦ
ῥα κύμασι πορφυρέοισιν ἐκλύζετο πολλὰ δακρύων ἄχρηστον μετάνοιαν ἐμέμφετο , τίλλε δὲ χαίτας , καὶ πόδας ἔσφιγγεν κατὰ γαστέρος ,
5863119 ῥυτιδας
. . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος . Θ . ἤγουν τὰς
κατάδηλα : Τὰ φανερά . . τὰ ῥάκη : τὰς ῥυτίδας . . τὰς ῥυτίδας τὰς ἐπιδιπλώσας τοῦ δέρματος .
5858378 διετιθετο
μετώπου ἤρχετο ἐς ὅλον τὸ σῶμα πουλὺν χρόνον : ἐμφρόνως διετίθετο τὰ ἑαυτῆς : πρὸς μέσον δὲ ἡμέρης , σφόδρα
ἀπόστασιν ἐμελέτησεν , ὁ δὲ Μάρκος Κικέρων ὁ ὕπατος λόγον διετίθετο περὶ τῆς προσδοκωμένης ταραχῆς . καὶ κληθέντος Κατιλίνα καὶ
5839896 συνδησας
ἄνακτος , οὗ ποτ ' Οἰκουρὸς δόρυ γνάμψει Θέοινος γυῖα συνδήσας λύγοις , Τάρχων τε καὶ Τυρσηνός , αἴθωνες λύκοι
ἐπειδὴ τοῦδ ' ἐλώφησεν φόνου , τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν ποίμνας τε πάσας εἰς δόμους κομίζεται , ὡς
5822754 βοειῃ
δὲ γῆν ἐκείνην , δηλονότι τὴν Ἰβηρίαν , τῷ σχήματι βοείῃ βύρσῃ ὁμοίαν εἶναι λέγουσιν . Ἐπὶ τούτοις δὲ τοῖς
καὶ ἔγκατα πίονα δημῷ ἐν ῥινῷ κατέθηκε , καλύψας γαστρὶ βοείῃ , τοῖς δ ' αὖτ ' ὀστέα λευκὰ βοὸς
5811785 ἀκιδος
ἱστία . ” γῆρυς φωνή . γλυφίδας τὰς χηλὰς τῆς ἀκίδος αἷς τὴν νευρὰν προσάγομεν . εἴρηται δὲ γεγλύφαι ,
Κενταύρους , καὶ βέλος ἔκ τινος ἐξαιρῶν , ὑπὸ τῆς ἀκίδος ἐπλήγη , καὶ τὸ τραῦμα ἔχων ἀνίατον ἐτελεύτησεν .
5810483 ἀποτεμων
ὕδασι καὶ ἐν τοῖς κατόπτροις , ὡς μίαν τινὰ φύσιν ἀποτεμών . τὸ δ ' ἕτερον μέρος ἀφορίζει τὸ ἀληθινόν
, συνταχθεὶς τοῖς περὶ τὸν ὕλλον καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀποτεμών , καὶ πάλιν τέθνηκεν . οἱ δὲ πρὸς τὸ
5799982 πεδιλα
σιβύνην , ἐνίοτε δὲ καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ τά τε πέδιλα καὶ τὸν πέτασον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τὸ κηρύκειον
ἔχῃσιν . ” ὣς εἰποῦς ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ
5782341 καλλυνει
καὶ τὴν βάσιν τοῦ νεὼ ἐν πηγῷ καὶ λευκῷ πλόκῳ καλλυνεῖ καὶ κοσμήσει . Πρίαμος γὰρ ἐν τῷ τοῦ Ἑρκείου
Ὁ δ ' ἀμφὶ τύμβῳ τἀγαμέμνονος δαμεὶς κρηπῖδα πηγῷ νέρθε καλλυνεῖ πλόκῳ , ὁ πρὸς καλύπτρης τῆς ὁμαίμονος τάλας ὠνητὸς
5768092 γενειου
δέρμα γίνεται περί τε ἐξάνθησιν καὶ ψίλωσιν τρι - χῶν γενείου καὶ κεφαλῆς : ἁρμόζει δὲ καὶ τοῖς νύκτωρ ὑπὸ
ἤγουν κεῖρε . λευκήρη ] † τὴν λευκὴν πολιὰν τοῦ γενείου . ἄπριγδ ' ] † διόλου ἀπὸ τοῦ ἀπρίξ
5756223 ὑπογαστριους
ὅτε . . . ἑάλω , πρῶτα μὲν ἀνεσπᾶτο τὰς ὑπογαστρίους . . . τρίχας , εἶτα τέφραν . .
καὶ ἀνδραποδίζουσαι ] πρὸς γαστριμαργίαν συναύξουσι καὶ ἀναρρηγνύουσι καὶ τοὺς ὑπογαστρίους οἴστρους : σιτοπόνων τε γὰρ καὶ ὀψαρτυτῶν κάματον ἐπιλιχνεύει
5738061 ἠνοιξεν
νόμον ἀναφύεται στοχαστικὴ ζήτησις , πότερα φθόνῳ τοῦ κατορθώματος οὐκ ἤνοιξεν , τῇ ἀληθείᾳ δὲ δέει τοῦ νόμου : ἔστι
τοιοῦτο ζῷον φωνὴν οὐκ ἔχει . πλανηθεὶς οὖν ὁ κόραξ ἤνοιξεν τὸ στόμα καὶ τὸν τυρὸν πεσόντα ἀλώπηξ ἁρπάσασα κατέφαγεν
5737840 ἐκοψεν
διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν , ἐμερίσατο . Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν ,
ἀντιτυχοῦσα : πλήθης . Βουπλῆγα : πέλεκυν . Ἐτίναξε : ἔκοψεν . διέκερσε : διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν ,
5732651 κνημιδας
ἡ πλήμνη , ἔχει δὲ ἀπ ' αὐτῆς ἀνατεταμένας τὰς κνημῖδας πρὸς τὴν ἔξωθεν τῆς ἁψῖδος περιφοράν , οὕτω καὶ
δ ' ἄλλοι νευρίνοις κράνεσιν : οἱ πεζοὶ δὲ καὶ κνημῖδας ἔχουσιν , ἀκόντια δ ' ἕκαστος πλείω : τινὲς
5729714 ἐσθιουσας
ποικίλα σιτία καὶ τὰ πρὸς ἡδονήν : τὰς δὲ γῆν ἐσθιούσας ὠφελεῖ μᾶλλον τὸ ἄμυλον ἐσθιόμενον ἀντὶ τῆς γῆς ,
, ὡς πόθον ἡμᾶς ἔχειν τοῦτο προσεπικτήσασθαι , καὶ φροντίδας ἐσθιούσας τὰ μέλη , ἑλκομένους τῇ ἐπιθυμίᾳ τῆς τούτων εὐτεχνίας
5720586 ὁρῳην
ἢ τὸ σὸν οὔτ ' ἂν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαληλιμμένους ἥδιον ὁρῴην τοὺς σοὺς ἢ ὑγιαίνοντας . Καὶ ἐμὲ τοίνυν νόμιζε
ἐβουλόμην περιτετράφθαι μοι τὰς πήρας , ἵνα τὰ ἐμαυτοῦ μόνον ὁρῴην , τὰ τῶν ἄλλων δὲ μὴ δυναίμην . οὐκ
5708575 ἐξερχομενη
Τειρεσίου θυγάτηρ εἰς Δελφοὺς πεμφθεῖσα , καὶ κατὰ χρησμὸν Ἀπόλλωνος ἐξερχομένη περιέπεσε Ῥακίῳ τῷ Λέβητος υἱῷ Μυκηναίῳ τὸ γένος .
, στὰς εἰς τὸν αἰγιαλὸν συρίζει , ἡ δ ' ἐξερχομένη κοινωνεῖ αὐτῷ τῆς μίξεως , καὶ εἰσδέχεται τὴν κεφαλὴν
5704748 λαγονας
, μόσχους ὀρούσας ἐς μέσας λέων ὅπως , παίει σιδήρωι λαγόνας ἐς πλευράς θ ' ἱείς , δοκῶν Ἐρινῦς θεὰς
δαμῆναι . κεῖτο γὰρ εἱαμενῇ δονακώδεος ἐν ποταμοῖο , ψυχόμενος λαγόνας τε καὶ ἄσπετον ἰλύι νηδύν , κάπριος ἀργιόδων ,
5703828 περικαλυψας
ῥίπτε , ταράξας δὲ τὸ ἐν τῷ κρατῆρι ὑγρὸν καὶ περικαλύψας ὀθονίῳ τίθει ἐν ἡλίῳ , καὶ ὅταν ὑποστῇ ,
παλαιὸν ἀναζέον ἐς τὸ κοῖλον τῆς πυέλου , καὶ ἀμφικαθίζεσθαι περικαλύψας εἵματι τὴν γυναῖκα , ὡς μὴ παραπνέῃ : ἐπειδὰν
5700384 μεταρσιος
πετόμενος ἐξεύρω εἰς τὰ προοίμια λέξεις νιφοβόλους καὶ ἀεροδονήτους . μετάρσιος : Ἐπῃρμένος , ὑψωθείς . . ἀναβολὰς : Προοίμια
Ποτιδαιάτης ἔστη ἐν χειμερινῷ καιρῷ παννύχιος εὐχόμενος . καὶ τοσοῦτον μετάρσιος , φησί , γέγονε τὴν ψυχήν , ὥστε μὴ
5676716 ὁρασεις
, τὴν φωνὴν δι ' ὧν καταδέχονται , τὰς δὲ ὁράσεις Ἡλιάδας κούρας κέκληκε , δώματα μὲν Νυκτὸς ἀπολιπούσας διὰ
. τοῦ δ ' αὖ νοῦ αἱ νοήσεις ἐνέργειαι , ὁράσεις οὖσαι νοητῶν , ὡς τοῦ ὁρατικοῦ ἐνέργεια ὁρᾶν τὰ
5675922 δεσμα
ἐξῆγον ὡς ἀπολέοντες , εἷς δέ τις τούτων ἐκφυγὼν τὰ δεσμὰ καταφεύγει πρὸς πρόθυρα Δήμητρος Θεσμοφόρου , ἐπιλαβόμενος δὲ τῶν
. συλληφθεὶς οὖν καὶ Ἡρακλῆς τοῖς βωμοῖς προσεφέρετο τὰ δὲ δεσμὰ διαρρήξας τόν τε Βούσιριν καὶ τὸν ἐκείνου παῖδα Ἀμφιδάμαντα
5665894 πεδας
ἐγὼ ἐτίμησα θεῶν μάλιστα , ἐπειρέσθαι , πέμψαντα τάσδε τὰς πέδας , εἰ ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας νόμος ἐστί οἱ
οὐ πολεμίοις μάχεσθαι μέλλοντες , οἰκέτας δὲ συλλαβεῖν ἀποδράντας , πέδας ὅτι πλείστας ἄγοντες ἦλθον , καὶ ταῖς Λακεδαιμονίων ἐλπίσιν
5664728 γυμνος
ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς γέλωτα
ἤ τινα εὔφημον , τῶν ἀπὸ γλώττης μόνον συνευχομένων , γυμνὸς ἄτερ κόρυθός τε καὶ ἀσπίδος , οὐδ ' ἔχον
5663065 ἀνασπασας
ἀρετὰς παγίως ἐναρμόζεσθαι : μυρία τοίνυν καὶ αὐτόπρεμνα ῥίζαις αὐταῖς ἀνασπάσας κατέβαλε τὰς εἰς εὐκαρπίαν ἐκφύσεις - ἐστειρωμένα καὶ τοῖς
βαλὼν εἰς ἔλαιον ἕψε μέχρις οὗ τακερὸς γένηται , εἶτα ἀνασπάσας αὐτὸν ἐπίβαλε τῷ ἐλαίῳ ἀδάρκης λειοτάτης γο βʹ καὶ
5659662 χρισας
καὶ ποίει τροχίσκους , ἀνατρίψας δὲ τὰ μέρη ῥάκει καὶ χρίσας ἔα ἡλιοῦσθαι ἐπὶ πολύ . Σμύρνης ⋖ β ,
ἕνεκα τῶν λόγων . ἀλλὰ νὴ Δία ὡς Ὅμηρον μύρῳ χρίσας ἐκπέμπει χελιδόνος τιμὴν καταθεὶς , οὕτως ἡμεῖς Πλάτωνα ἐκπέμπειν
5657219 γενεια
ἐγκέφαλον , κεφαλήν , ὀφθαλμούς , μυκτῆρας , μασχάλας , γένεια : ἐν δὲ τῷ ἐννάτῳ ὅσα περὶ θώρακα ,
λιθίνῳ θώκῳ , ὠχριηκὼς πάνυ καὶ λειπόσαρκος , κουριῶν τὰ γένεια . Παρ ' αὐτὸν δ ' ἐπὶ δεξιῆς λεπτόῤῥυτον
5656649 τεραμνα
ξίφος ἐκ θανάτου πέφευγα βαρβάροις ἐν εὐμάρισιν κεδρωτὰ παστάδων ὑπὲρ τέραμνα Δωρικάς τε τριγλύφους , φροῦδα φροῦδα , Γᾶ Γᾶ
ὀτοτοτοτοῖ . † λέλαμπεν Ἴλιος , Περγάμων τε πυρὶ καταίθεται τέραμνα καὶ πόλις ἄκρα τε τειχέων † . πτέρυγι δὲ
5649167 πτερυγας
νοσηλός ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός
τὸ φονικόν , ὄνυχας ἀετοῦ ἔχειν διὰ τὸ ἁρπακτικόν , πτέρυγας δὲ γρυπὸς διὰ τὸ τοὺς σὺν αὐτῇ ληστεύοντας πάντας
5647874 κατεφιλει
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον
5645093 ἀγριουται
καὶ οὐδέποτε , καθάπερ τὰ ἄλλα ζῶα , ἅπαξ ἡμερωθεὶς ἀγριοῦται . τὰ δὲ τικτόμενα ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἐκείνῳ ἐοικότα
ψάμμον ὡς ὅριον , καὶ μέχρι ταύτης προβαῖνον , κἂν ἀγριοῦται τοῖς κύμασιν , ὅμως ὥσπερ αἰδεῖται καὶ νεμεσίζεται περαιτέρω
5641575 ἀνοιγει
καὶ τῷ Ζωπύρῳ τὴν πόλιν ἐπιτρέπουσιν . ὁ δὲ νύκτωρ ἀνοίγει τὰς πύλας . καὶ Δαρεῖος κρατήσας Βαβυλῶνος ἐκεῖνο δὴ
ἐφ ' ἡμέρας ἐννέα . καὶ τὴν ἐπὶ πάσαις ἀφανίσας ἀνοίγει τὸ σκεῦος , καὶ ἔγωγε εἶδον τὸν σαῦρον ἐμβλέποντα
5627810 ὀμματα
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα
5623021 οἰκτειρον
ἔχειν , ἣν ἂν πρέπῃ πατρὶ πρὸς παῖδας . ὅθεν οἴκτειρόν με εἰδὼς αὐτὸς πείρᾳ τὴν πρὸς τὰ φίλτατα διάθεσιν
ἔχειν , ἣν ἂν πρέπῃ πατρὶ πρὸς παῖδας . ὅθεν οἴκτειρόν με εἰδὼς αὐτὸς πείρᾳ τὴν πρὸς τὰ φίλτατα διάθεσιν
5622755 ῥαπιζει
ὥστε εἰ καὶ σέ , ὡς φῄς , ὁ Γοργίας ῥαπίζει καὶ ζηλοτυπεῖ , χρηστὰ ἔλπιζε καὶ εὔχου ἀεὶ τὰ
δὲ ἔτι μᾶλλον ὀργισθείς , ὅτι καὶ φωνὴν ἀφῆκα , ῥαπίζει πάλιν καὶ καλεῖ δεσμὰ καὶ πέδας . δεσμεύουσιν οὖν
5620418 ἐνηπται
δὲ ἐσθῆτι μὲν ὑπὲρ γόνυ , κρηπῖδα δὲ τοῖν ποδοῖν ἐνῆπται καὶ αἱ χεῖρες ἐς ὦμον γυμναὶ διὰ τὸ ἐνεργοὺς
σε τοῦ ἑταίρου . ὥπλισται δὲ ἢ τί ; Χλαμύδα ἐνῆπται , ξένε , τὸν Θετταλικὸν τρόπον , ὥσπερ τὸ
5619631 ἐσεφερον
ἔνθα σφίσι τὰ χρήματα ἀπαντήσειν . ταῦτ ' ἐπισκήψαντες λέγειν ἐσέφερον ἤδη τὸ ἥμισυ τῆς δωρεᾶς καὶ δέκα ἄνδρας ἐς
οἵοις καὶ Κάσσιος ἐκήρυξεν ἐν Ῥόδῳ . καὶ οἱ μὲν ἐσέφερον , θεράπων δὲ τὸν δεσπότην ἐμήνυσε χρυσίον κρύψαι καὶ
5617070 χερνιβας
ταύρῳ ἤτοι ταυρομόρφῳ Διονύσῳ κατάρξεται καὶ θύσει κρυφαίας καὶ μυστικὰς χερνίβας ἐν μυχοῖς τοῦ Δελφινίου τόπου ἤτοι τῆς Φωκίδος περὶ
στιχουργήμασι ; ὁ Πύρρος τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ἰφιγενείας μιμούμενος τὰς χερνίβας . λέγει δὲ τὴν ἐν Ταύροις αὐτῆς ξενοκτονίαν .
5616459 περικοψας
εἴχετο τοῦ πρὸς Μαγνέντιον ἔργου . Καὶ δὴ μάχαις ἑτέραις περικόψας αὐτῷ τὰς ἐλπίδας , συνήλασεν εἰς Λούγδουνον , οὗ
τῆς ἀροτριάσεως , ὅτι τότε ἐστὶν ὁ ἄριστος , καὶ περικόψας διὰ τὸ εἰπεῖν καὶ τὴν ἄνοιαν τῶν μὴ προετοιμασάντων
5613000 ῥακη
τῇ δὲ ἀληθείᾳ βαρβαρώτεροι ἡμῶν , ἔμποροι καὶ ἀγοραῖοι , ῥάκη φαῦλα καὶ οἶνον πονηρὸν εἰσκομίζοντες καὶ τά γε παρ
τὰ προσωπεῖα , τὴν ἐσθῆτα , τοὺς κροκωτοὺς καὶ τὰ ῥάκη , οὕτω καὶ ψυχὴ αὐτὴ τὰς τύχας οὐ λαβοῦσα
5602158 ἐλαφειῳ
λεγόμενα σμήγματα ἐπιτήδεια , οἷον ἅλες σὺν γλήχωνι ἢ κέρατι ἐλαφείῳ ἢ σηπίας ὄστρακον ἢ ὠῶν κέλυφα λελεασμένα . Αἱ
ῥινὸς καὶ τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν καὶ τὴν πυτίαν ἐνδήσῃ ἐν ἐλαφείῳ δέρματι ἢ φωκείῳ καὶ φορῇ , ἔσται νικῶν πάντας
5598313 βαφας
. βίᾳ χαλινῶν δ ' , ἀναύδῳ μένει , κρόκου βαφὰς [ δ ' ] ἐς πέδον χέουσα , ἔβαλλ
δὲ τὸ πηκτόν : τὸ δ ' ἑφθὸν πρὸς μὲν βαφὰς καὶ μελάσματα ἐπιτηδειότερον δοκεῖ τῶν ἄλλων εἶναι , πρὸς
5596139 ἐκπετασας
ὁ φιλόσοφος οὗτός ἐστιν ; οὐ μὲν οὖν ἄλλος : ἐκπετάσας γοῦν τὸν πώγωνα καὶ τὰς ὀφρῦς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός
ἐξιόντα , καὶ καθίσας παρὰ τὴν θύραν ἐθήρων τὰς χεῖρας ἐκπετάσας , μόνα παρεὶς τὰ πρόβατα εἰς τὴν νομήν ,
5595831 αἰχμην
θεοῦ . αἰχμὴν ] + ἤγουν τὸ δόρυ αὐτοῦ . αἰχμὴν ] καὶ τὸν κοντόν . Ξ ἔχει ] βαστάζει
ἀσθενὴς μάχη . ἥξω δὲ πολλὴν Ἄρεος Ἀργείου λαβὼν πάγχαλκον αἰχμὴν δεῦρο . μυρίοι δέ με μένουσιν ἀσπιστῆρες Εὐρυσθεύς τ
5595616 ἀρας
λεπτὰ , τοῖσι τρισὶ δακτύλοισι , καὶ σμύρνης ὅσον κύαμον ἄρας , ἐν οἴνῳ γλυκεῖ πίπισκε . Ἐκβόλιον : κορίαννον
τὸ νῦν ἔτι καλούμενον τῆς Ἑταίρας μνῆμα , εἰς ὕψος ἄρας . . . ὥστε περιοδεύοντος αὐτοῦ τὴν ἐντὸς τοῦ
5576343 χαιτας
: ἤδη προπετὴς ὤν : ἤδη προνενευκὼς ἐπὶ τὰς πολιὰς χαίτας καὶ πρόσω τοῦ βίου ὢν , ὅ ἐστιν ἤδη
ἔμπας ἔφερε κακὸν ἅλις , ἄτεκνος ὤν , πολιὰς ἐπὶ χαίτας ἤδη προπετὴς ὣν βιότου τε πόρσω . . .
5569025 θηρευων
τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι , εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ ; Δῆλον ὅτι φαῦλος
αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα ἑσδόμενον πύξοιο ποτὶ κλάδον :
5568143 διφθεραν
Λαοδίκειαν , οὗ τοῦτο πολύ . ἔπεμψα δ ' οὖν διφθέραν , ἀντιλογίας τὰς μὲν ἀκριβῶς αὐτοῦ , τὰς δ
ἔφη , κρεῖττον μηδὲν προστάττειν , ἀλλὰ μόνον αὐτὸν ζῆν διφθέραν ἔχοντα . Σύ , ἔφη , κελεύεις ἐμὲ διφθέραν
5567756 κομας
κομήτης πέφυκεν στρογγυλώδης ὡς Μήνη , ἔχων ἀκτῖνας ἄνωθεν ὡς κόμας ἐν τῇ κάρᾳ πυρώδεις αἱματοειδεῖς καὶ γνώριμος ὑπάρχει :
μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψας ' ἔκ τε κρατὸς εὐγενοῦς κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦς ' ἀπέθρισας χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν
5564076 ἐκαλυψε
μοῦνος ἀφ ' ἕλκεα νίψεν Ἄδωνιν . Τὸν δ ' ἐκάλυψε θάλασσα λιλαιόμενον βιότοιο , καί οἱ πήχεες ἄκρον ὑπερφαίνοντο
Σικυώνιος γραφεὺς Σημάνθης τὴν ἐν Αὐλίδι γράφων σφαγὴν τῆς Ἰφιγενείας ἐκάλυψε τὸν Ἀγαμέμνονα , ὅπερ καὶ Αἰσχύλος μιμησάμενος τήν τε
5561241 κατεχων
προσβάλλων μερίσεις εἰς τὸν γʹ μὴ λοιπογραφῶν τὸν ἀριθμὸν ἀλλὰ κατέχων : ἐὰν μὲν γὰρ περισσεύῃ αʹ , πρόσθες τʹ
καλεῖ δὲ αὐτὴν Θηβαίων , ἐπειδὴ ἄποικος ἦν αὐτῶν . κατέχων ] ὡς ἐπὶ τυράννου ἡ λέξις . ὧν ,
5556347 ἐρριψεν
' ὁ τῆς Γαρμαθώνης ἀνὴρ αἰφνιδίως ἔνθεος γενόμενος , ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν καλούμενον Αἴγυπτον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ
τῶν πατρῴων γάμων . Ὁ δὲ υἱὸς περικατάληπτος γενόμενος ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Ῥόμβον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Ἕβρος
5555004 σκελεα
ὑπερέχῃ , ἀνωθεῖν καὶ τοῦτο : ὁκόταν δὲ ἀμφότερα τὰ σκέλεα προφανέντα μείνῃ καὶ μηδετέρωσε προχωρέῃ , πυριήματι δέον χρῆσθαι
ἐς κλίνην ἀνακλῖναι τὴν γυναῖκα ἐπὶ κεφαλήν : τὰ δὲ σκέλεα ἄνω ἔχειν , καὶ τὰς γυναῖκας πάσας λαβέσθαι τοῖν
5547569 πηδᾳ
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα ,
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων ,
5545296 εἰσδεχεται
αὐτῶν τὴν ἐν ἀνδράσι ζωήν , μόνην δὲ τὴν ἀθάνατον εἰσδέχεται καὶ θείαν : οὐ ταῦτα δ ' οὖν μόνον
καὶ τὰς ἀπὸ τῶν προτέρων δέχεται τελειότητας καὶ οὐκ ἔξωθεν εἰσδέχεται ἅπερ νοεῖ . ἔστι γὰρ καὶ αὐτὸς τὰ πράγματα
5539724 ὠδινας
ἐς αὐτοὺς σπείρουσιν . οἳ δὲ ἆθλον τῆς ἥττης φέρονται ὠδῖνάς τε ὑπομεῖναι καὶ ἀντὶ πατέρων γενέσθαι μητέρες . τοῖς
πέποται ὁ τῆς συνηθείας κυκεών , ὥσπερ ὁ τῆς Κίρκης ὠδῖνάς τ ' ὀδύνας τε κυκέων ἀπάτας τε γόους τε
5533747 κλεισας
. ἐνθεὶς δὲ καὶ ἐναρμόσας τὸν ὄρνιν τῇ σορῷ καὶ κλείσας τὸ χάσμα γηΐνῳ χώματι , ἐπὶ τὸν Νεῖλον οὕτως
μοῖρα φίλων ἐδεῖτο σαφῶν , οὓς ὀλίγοις δεξάμενος τοῖς βάθροις κλείσας τὰς θύρας ἀνέγνων δεόμενος αὐτῶν , εἴ τι φαίνοιτο
5528930 λυσασα
πᾶσιν ἀνάψασα : ὦ τὰς εὐτυχεῖς ὠδῖνας καὶ κυησαμένη καὶ λύσασα : ὦ κρείττονα τόκον καὶ αὐτῆς τῆς μητροπόλεως φήνασα
□ , ἐπὶ τὴν ☍ παρατηρεῖσθαι . ἐὰν γὰρ σύνδεσμον λύσασα τῆς σημασίας ἐπὶ τὸ βέλτιον κινήσῃ , ἔσται ἐπὶ
5524698 τιτρωσκει
' ἑλκοποιά : ταῦτα παρ ' Ἀλκαίου εἴρηται : οὐ τιτρώσκει τὰ ἐπίσημα ὅπλα οὐδὲ αὐτὰ καθ ' ἑαυτὰ δύναμιν
πέλτη ἐμάρμαιρεν . Ἐπεὶ δὲ συνέστημεν , ὁ βάρβαρος πρότερος τιτρώσκει με ὀλίγον ὅσον ἐπιψαῦσαι τῷ δόρατι μικρὸν ὑπὲρ τὸ
5517511 μαχαιρῃ
. . . . ἔνθα μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ ὀξὺ βέλος περιπευκέςἡ διπλῆ , ὅτι μάχαιραν καλεῖ τὸ
μετὰ μεγάλης σπουδῆς τιμᾶν τε καὶ σέβειν . Τὸ δὲ μαχαίρῃ πῦρ μὴ σκάλευε φρονήσεώς ἐστι παρακλητικόν : ἐγείρει γὰρ
5513045 ἀπεκοψεν
: καὶ Ὅμηρος : ἄχρις ἀπηλοίησεν , ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀπέκοψεν . ἄχρι δὲ χωρὶς τοῦ σ χρονικὸν ἐπίρρημα .
ἐκεῖ Κρόνον τὸ δρέπανον ἀποκρύψαι , ᾧ τὰ τοῦ πατρὸς ἀπέκοψεν αἰδοῖα . Νίκανδρος ἐν τῷ ηʹ Σικελίας „ καί
5503141 στρεφων
, ἀκολουθείτω δὲ ὅπῃ ποικίλλων αὑτὸν καὶ τὰ ἐν αὑτῷ στρέφων ἄστρα πάσας διεξόδους ὥρας τε καὶ τροφὴν πᾶσιν παρέχεται
ἓν ὥσπερ αὐλῷ ἐοικὸς ] , ὅπερ ἔνδον καὶ ἔξω στρέφων ἐπιφράττειν τε καὶ ὑπανοίγειν τὸ πνεῦμα διέταξεν . ἐπιφράττει
5500277 βαλῃ
σκορπίος , ὦ ἑταῖρε , ὑποδύεται . φράζευ μή σε βάλῃ : τῷ δ ' ἀφανεῖ πᾶς ἕπεται δόλος .
, ἀλλὰ καὶ ἐν κύρτῳ : εἰ γάρ τις ἔνδοθεν βάλῃ θήλειαν , σκεπάσῃ δὲ κλάδοις ἢ φύλλοις μυρίκης ἢ
5496978 στηθη
στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ μαρμαρύσσοντας , τράχηλον λεπτότερον , στήθη ἀσθενέστερα , ἄπλευρον , ἰσχία καὶ μηροὺς περισαρκότερα ,
ψιλὰ ὄπισθεν , τραχήλους μακρούς , ὑγρούς , περιφερεῖς , στήθη πλατέα , μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων , τὰς
5494873 πνιγωσιν
κεχαλασμένα ἔχειν : καὶ γὰρ οἱ ἵπποι οὐκ ἂν πλέοντες πνιγῶσιν , εἰ μὴ ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτῶν ὕδωρ εἰσέλθῃ
κεχαλασμένα ἔχειν : καὶ γὰρ οἱ ἵπποι οὐκ ἂν πλέοντες πνιγῶσιν , εἰ μὴ ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτῶν ὕδωρ εἰσέλθῃ
5494066 ἡνιας
καθάπερ ἔποχον ἐν ὀχήματι ἀστέρα ἐν οἰκείῳ κύκλῳ θεὶς τὰς ἡνίας ἐπίστευσε τῶν ἐπόχων οὐδενί , πλημμελῆ δείσας ἐπιστασίαν ,
ἐπὶ τῶν ἁρμάτων οἱ κυκλίσκοι , δι ' ὧν τὰς ἡνίας διεκβάλλουσιν : καὶ δύναιτο ἄν τις τοὺς τρεῖς μῦς
5493641 θηειτο
δραμεῖσθαι : “ περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι . ” θηεῖτο ἐθαύμασεν . θηλυτεράων . τὸ μὲν σχῆμα συγκριτικόν ,
ἐπ ' αὐτῷ δὲ ἡ Μήδεια λοξὰ τὰ ὄμματα ἔχουσα θηεῖτο , παραθεμένη τὴν καλύπτραν . ἐπ ' αὐτῷ δ
5491330 ἐβρεξα
] ῥεῦμα παρειὰν ] ἐμοῦ νοτίοις ] ὑγραῖς ἔτεγξα ] ἔβρεξα παγαῖς ] ῥεύμασι δακρύων ἀμέγαρτα ] ἀφθόνητα καὶ μεγάλα
] στάζουσα ῥεῦμα . . νοτίοις ἔτεγξα πηγαῖς ] ὑγροῖς ἔβρεξα ῥεύμασι δακρύων . . ἀμέγαρτα ] ἀφθόνητα , μεγάλα
5486745 ἐβαλλε
τήβενναν φορῶν μόνος ἐρέμβετο λίθους ὑπὸ μάλης ἔχων , οἷς ἔβαλλε τῶν ἰδίων τοὺς ἀκολουθοῦντας . ἐλούετό τε καὶ εἰς
ὅσα τε κερασφόρα πλὴν ταύρων , συνθέων αὐτοῖς καὶ καταδιώκων ἔβαλλε φθάνων τε αὐτῶν τὸν δρόμον καὶ πληγαῖς καιρίοις ἀναιρῶν
5479544 σπλαγχνα
μέρος νωτιαίου λαμβάνει τινὰ μόρια καὶ διασπείρεται πρὸς τὰ ταύτῃ σπλάγχνα , καὶ τοῖς εἰρημένοις πρόσθεν ἀπὸ τῆς τρίτης συζυγίας
τοῖς πίνουσιν οἶνον ἢ ἀκόνιτον ἢ δορύκνιον . τὰ δὲ σπλάγχνα τῆς χηνὸς ὀπτὰ ἐσθιόμενα , τὸ μὲν ἧπαρ ὠφελεῖ
5476146 βοτανας
ἡνίκα τὰ πολλὰ θρόνα , τουτέστι φάρμακα , ἤγουν τὰς βοτάνας , ὑπὸ τῇ ἰδίᾳ χειρὶ ταράξεις . ἐν μέν
πᾶν γένος κτηνῶν καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐνέμοντο τὰς βοτάνας [ ἐν τούτῳ τῷ ] ὄρει , καὶ αἱ
5473285 δειρας
ἀποκόψει τὴν οὐράν , τὸ ἆθλον τῆς ἄγρας : καὶ δείρας τὸ πᾶν σῶμα ἀφῆκε τὸν νεκρόν ⋮ Λέγεται καὶ
αὑτῷ καὶ τὰ οὔθατα σφριγῶντα ἔτι ἐκτεμὼν καὶ τὴν δορὰν δείρας τὰ κρέα ἀφῆκεν ὄρνισι καὶ θηρίοις δαῖτα . τὸν
5464752 συνεπαιζεν
τὰς ἡλικιώτιδας παραλαβοῦσα , ὁ Ζεὺς δὲ ταύρῳ εἰκάσας ἑαυτὸν συνέπαιζεν αὐταῖς κάλλιστος φαινόμενος : λευκός τε γὰρ ἦν ἀκριβῶς
φιμάριον εἰς τὸ πρόσωπον βαλοῦσα , ἵνα μὴ ἐπιγνωσθῇ , συνέπαιζεν αὐτῷ . ὁ δὲ ἐν τῷ παίζειν συνεισῆλθεν αὐτῇ
5446398 προσπεφυκοτα
κατηκόντισεν ἀπὸ τῆς † βοιωτίας , τὸν δὲ χιτῶνα ἀπέσπα προσπεφυκότα τῷ σώματι : συναπεσπῶντο δὲ καὶ αἱ σάρκες αὐτοῦ
ἀποσχίζεσθαι , τοῖς δὲ προσκολλᾶσθαι διώκοντα κατὰ τὰς συνουσίας : προσπεφυκότα δὲ τοῖς τοιούτοις ἀνάγκη ποιεῖν καὶ πάσχειν ἃ πεφύκασιν
5446049 καμπτουσα
ἡ συμποδίζουσα καὶ μὴ ἐῶσα φυγεῖν . καμψίπους ] ἡ κάμπτουσα τῶν κολαζομένων τοὺς πόδας ἢ ἡ μὴ ἐῶσα τοὺς
πέριξ ὅμως ἐς τὸν ἀδελφὸν βλέπει τὸ γόνυ ἐς γῆν κάμπτουσα . τὸ δὲ τῆς ῥοιᾶς ἔρνος αὐτοφυές , ὦ
5442833 γνωρισασα
ἡ Ἀνθία ἐξεπλάγη τοῦ λόγου , μόγις δὲ ἀνενεγκοῦσα καὶ γνωρίσασα περιβάλλει τε αὐτοὺς καὶ ἀσπάζεται καὶ σαφέστατα τὰ κατὰ
: ὁ δὲ μίτραν κόμης ἄπο ἔρριψεν , ὥς νιν γνωρίσασα μὴ κτάνοι τλήμων Ἀγαυή , καὶ λέγει παρήιδος ψαύων
5441889 πληγας
καὶ τὰ βίαια γυμνάσια , καὶ πνεύματος σφοδρὰς κατοχὰς καὶ πληγὰς κατὰ τῶν ἰσχίων , καὶ βάρος αἴρειν , καὶ
δεῖ κριός : ἀναβῆναί τι πρὸς κλιμάκιον Καπανεύς : ὑπομένειν πληγὰς ἄκμων : κονδύλοις πλάττειν Τελαμών , τοὺς καλοὺς πειρᾶν

Back