ὁ φιλόσοφος οὗτός ἐστιν ; οὐ μὲν οὖν ἄλλος : ἐκπετάσας γοῦν τὸν πώγωνα καὶ τὰς ὀφρῦς ἀνατείνας καὶ βρενθυόμενός | ||
ἐξιόντα , καὶ καθίσας παρὰ τὴν θύραν ἐθήρων τὰς χεῖρας ἐκπετάσας , μόνα παρεὶς τὰ πρόβατα εἰς τὴν νομήν , |
πόλεων παραμένει . ἐργασάμενος δὲ ταῦτα καὶ τῶν βοῶν ἑκατέρους ἱερεύσας ἄλλων τε πολλῶν θυμάτων καταρξάμενος ἐφίστησι τοῖς ἔργοις τὸν | ||
Ἰφίκλῳ , καὶ πιστοῦνται ταῦτα . Ὁ δὲ Μελάμπους βοῦν ἱερεύσας τῷ Διῒ , διαιρεῖ μοῖρας πᾶσι τοῖς ὄρνισιν . |
ᾤετο , ὅθεν καὶ βοῦν ἱερεύσας τὰ μὲν κρέατα κατακόψας ἥψει , ἐκπετάσας δὲ τὴν βύρσαν χαμαὶ , ἐκάθητο ἐπ | ||
τὸ μαγειρεῖον , βαλὼν εἰς τὸν κάκκαβον ἕνα φακόν , ἥψει . ὁ Ξάνθος σὺν τοῖς φίλοις αὐτοῦ λουσάμενος λέγει |
Χλόη μὲν εἰς τὴν ὕλην ὡς εἰς ἕλος κρύπτεται , Δάφνις δὲ λαβὼν τὴν Φιλητᾶ σύριγγα τὴν μεγάλην ἐσύρισε γοερὸν | ||
' ἄναλλα γένοιτο , καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι , Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει , καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι , |
οἶκον φίλον προσλαβεῖν ἀγαθόν τι μέγα : περισπούδαστος δὲ καὶ Χλόη , καλὴ καὶ ὡραία κόρη καὶ πάντα ἀγαθή : | ||
φανερῶς ἐπὶ τὴν δρῦν , ἐν ᾗ ἐκαθέζετο Δάφνις καὶ Χλόη , παραγίνεται καὶ ἀκριβῶς μιμησαμένη τὴν τεταραγμένην , σῶσόν |
κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις γόνυ γουνὸς ἀμείβων , | ||
μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων |
ἀοιδήν . τοῖα δὲ δειμαίνοντα προσέννεπε θέσκελος Ἑρμῆς : γαῦλον ἀπορρίψας καὶ πώεα καλὰ μεθήσας δεῦρο θεμιστεύσειας ἐπουνανίῃσι δικάζων : | ||
ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς ἐξανέστη , ἔλαθε τὰ ὠὰ ἀπορρίψας . ἀπ ' ἐκείνου τέ φασι , περὶ ὃν |
εἰσιδὼν ὁ πρόσθε τρωθεὶς † στέρνα Πολυνείκους βίαι † διῆκε λόγχην , κἀπέδωκεν ἡδονὰς Κάδμου πολίταις , ἀπὸ δ ' | ||
ὡς δῶρα ἀλλήλοις ἀντέδοσαν , ὁ Μαῦρος μὲν τῷ Μαλχίωνι λόγχην , ὁ δὲ τῷ Μαυσάκᾳ πόρπην , καὶ ἄλλα |
τῷ συμποσίῳ ἀποσκώπτων , ἐπειδή ποτε καὶ ἐπὶ τὸν Θεσμόπολιν καθῆκε τὸ σκῶμμα , ” Περὶ δὲ Θεσμοπόλιδος , “ | ||
καὶ συμβαλόντες ἐνίκησαν τοὺς βαρβάρους . Ἀγησίλαος ἐπὶ Σάρδεις ἐλαύνων καθῆκε λογοποιοὺς , ὡς ἐξαπατῶν Τισαφέρνην στέλλεται μὲν φανερῶς ἐπὶ |
μακραῖς ἐπήλειψε : καὶ ἐκαθέζετο τὸ ἐντεῦθεν ὄρνιθας καὶ τὴν Χλόην μεριμνῶν . Ἀλλ ' ὄρνιθες μὲν καὶ ἧκον πολλοὶ | ||
ῥοίζῳ πολλῷ τὰς αἶγας εἰς τὴν νομήν : καὶ τὴν Χλόην φιλήσας καὶ τὰς Νύμφας προσκυνήσας κατῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν , |
καὶ ἀκανθόχοιρος ζῷόν ἐστι μικρόν , πονηρὸν πάνυ . τοῦτον ἀγρεύσας καὶ ταριχεύσας ἔχε ὡς μέγα ἴαμα . τὴν μέντοι | ||
τῇ χλωρᾷ . Τὴν ἡλιακὴν σαύραν ἐὰν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἀγρεύσας ποιήσῃς περόνας βʹ ἢ χρυσᾶς ἢ ἀργυρᾶς καὶ δι |
' ἐξ ἱματίου τύραννος ἦν , πορφυροῦν μὲν μεσόλευκον χιτῶνα ἐνδεδυκώς , χλαμύδα δὲ ἐφεστρίδα περιβεβλημένος πολυτελῆ καὶ ὑποδούμενος λευκὰς | ||
μετοχαὶ ἠσθημένος , ἀμπεχόμενος , ἐσταλμένος , ἠμφιεσμένος , ἐνδεδυμένος ἐνδεδυκώς : ἐνδὺς γὰρ καὶ εἱμένος καὶ ἐπιειμένος , οὐ |
δὲ καὶ Δημητρίῳ καὶ Κρίτωνι καὶ Σύρῳ κλίνην ἑκάστῳ καὶ στρώματα τῶν καταλειπομένων ἃ ἂν φαίνηται Λύκωνι καλῶς ἔχειν . | ||
, ἔχων ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνάφορον , ὅπου ἦν τὰ στρώματα . τῶν εἰωθότων : Ἀντὶ τοῦ τῶν ἐθίμων , |
παύσαιό τε τοῦ φέρειν εἰς μέσον ἃ νῦν φέρεις καὶ καταθείς ποι τοὺς λόγους δοίης αὐτοῖς καθεύδειν . Τὸν Ὀλυμπίου | ||
εἰς τὸ αὐτό . . εἰς δικαστήριον . . ὁ καταθείς . . παμπησίαν : Τὴν πᾶσαν κτῆσιν . ξυμβαστάσω |
προσβάλλων μερίσεις εἰς τὸν γʹ μὴ λοιπογραφῶν τὸν ἀριθμὸν ἀλλὰ κατέχων : ἐὰν μὲν γὰρ περισσεύῃ αʹ , πρόσθες τʹ | ||
καλεῖ δὲ αὐτὴν Θηβαίων , ἐπειδὴ ἄποικος ἦν αὐτῶν . κατέχων ] ὡς ἐπὶ τυράννου ἡ λέξις . ὧν , |
ἐλοιδόρησας . ” εἰπόντος δὲ ἐκείνου μηδέπω τότε γεγενῆσθαι ὁ λύκος ἔφη πρὸς αὐτόν : „ ἐὰν οὖν σὺ ἀπολογιῶν | ||
γνώσεως ἐπεμβαίνων τῷ Ἰσραὴλ ἐν σωτηρίᾳ . καὶ ἁρπάζων ὡς λύκος ἀπ ' αὐτοῦ , καὶ διδοὺς τῇ συναγωγῇ τῶν |
ψάμμου μαλθακῆς . Ἐν τῷδε τῷ ἀγρῷ νέμων αἰπόλος , Λάμων τοὔνομα , παιδίον εὗρεν ὑπὸ μιᾶς τῶν αἰγῶν τρεφόμενον | ||
αἵδε ὑμῖν τρισχίλιαι . Μόνον ἴστω τοῦτο μηδείς , μὴ Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν |
τῆς γραφῆς ; σοφὸς ὢν Ὀδυσσεὺς καὶ ἱκανὸς τῶν ἀδήλων θηρατὴς πρὸς τὸν τῶν θηρωμένων ἔλεγχον μηχανᾶται τὰ νῦν : | ||
ἴσχει τότε αὐτοὺς προθυμία , ὥστε εἴ τις αἰπόλος ἢ θηρατὴς ἢ δρυτόμος πόρρωθεν αὐτῶν ἀκούσειε , πάντως ἂν ὑπ |
δὲ κατὰ τὴν παράλιον ταύτην Αἰθιοπίαν ἐγένετο , ἤδη πρόσγειος πετόμενος , ὁρᾷ τὴν Ἀνδρομέδαν προκειμένην ἐπί τινος πέτρας προβλῆτος | ||
καὶ τὴν Ἄϊδος κυνέην τῇ κεφαλῇ περιτίθησιν : εἶτα ἔρχεται πετόμενος κατὰ τὸν Ὠκεανὸν καὶ τὰς Γοργόνας , συνεπομένων αὐτῷ |
ψεῦδος περὶ αὐτῶν μηνύσαντες . . . . . . ἔδησε τὸν ἵππον ἐκ τοῦ ῥόπτρου τοῦ ἱεροῦ ὡς ἀποδιδούς | ||
Καίσαρος οὐ συνελθόντος , ἀλλὰ τοὺς πρωτεύοντας Γαλατῶν ἀποστείλαντος , ἔδησε τοὺς πρέσβεις . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐστράτευεν ἐπ ' |
δὲ ὀλίγων ὑπαρχόντων οὐ μόνον μεταδιδοὺς ἑτέροις , ἀλλὰ καὶ ῥίπτων φανήσομαι πολλάκις . ἡδονὴν δὲ ποίαν ἐθηρώμην , ὁπότε | ||
τοῖς τῶν κογχυλίων σαρκιδίοις , τὰ ὄστρακα ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος |
θύσας καὶ εὐξάμενος τῷ πεφηνότι ὀνείρατι ἤνοιγε τὴν ὑδρίαν , ἀνοίξας δὲ εὗρε κασσίτερον ἐληλασμένον ἐς τὸ λεπτότατον : ἐπείλικτο | ||
σῇ κεῖται γνώμῃ . κἂν μὲν βούλῃ , βαλαντίου θύραν ἀνοίξας ἀργύριον ἀρίθμει : εἰ δὲ μή , μὴ σκῶπτε |
γόνυ καὶ κρηπὶς ὑπὲρ σφυρὸν ἔρεισμα ἀσφαλὲς τῇ βάσει , χλαμύδα τε κοκκοβαφῆ ὑπὲρ αὐχένος κολπώσας τὸ θηρίον ὑφίσταται . | ||
τὸ ἱππικὸν χλαμύδα , ὡς Θετταλῶν . πρώτην δέ φασι χλαμύδα ὀνομάσαι Σαπφὼ ἐπὶ τοῦ ἔρωτος εἰποῦσαν ἐλθόντ ' ἐξ |
δὲ μόναι : ἐλέγχει δὲ αὐτὸν ἐνταῦθα ὁ τεχνικὸς , ἀποθέμενος μὲν ὡς οὐκ ἔστιν ἁπλοῦς ἀτελὴς ἐκ μόνων προσώπων | ||
τοιαῦτα πάθοι , ἴστω παραπεσὼν παίδων παιδιᾷ τὸ περὶ αὐτὸν ἀποθέμενος παίγνιον . Εἰ δὲ δὴ καὶ παίζοι Σωκράτης , |
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ | ||
ἤγουν ὁρᾶν : ἢ διὰ τὸ τρέχειν τὸν ἀέρα . Σχολαστικός : διὰ τὸ σχολάζειν τοῖς ἀστικοῖς ἢ τῷ δικαίῳ |
ἐκ τῶν στρωμάτων καὶ ἀνυπόδητος τὸν λύχνον ἅψας ταῦτα πάντα περιδραμὼν ἐπισκέψασθαι καὶ οὕτω μόλις ὕπνου τυγχάνειν . καὶ τοὺς | ||
ἐν Πύλῳ εἶπεν . πανουργότατα ] λίαν πανούργως . Γ περιδραμὼν ] ἀπατήσας , περιελθών . Γ περιδραμὼν ] ὑποδραμὼν |
. ἐπὶ δὲ τούτοις Κάσσιος φθάνει Δολοβέλλαν ἐς τὴν Συρίαν ἐμβαλὼν καὶ σημεῖα τῆς ἡγεμονίας ἀνέσχε καὶ δυώδεκα τέλη στρατοῦ | ||
γεγενῆσθαι . καὶ ὁ Ἑτοιμοκλῆς τοίνυν ἐδόκει μοι τὴν ἐπιστολὴν ἐμβαλὼν ἐς τὸ μέσον ὥσπερ τι μῆλον οὐ μείω τῆς |
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . . | ||
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ |
Λυρνησσὶς ἦν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν : μάχαιραν τὴν παραξιφίδα . . . εἴ που ἔτι ζώει | ||
ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ μύτη τῆς ξυντὴ , |
δεξιάς τε παραβάς , ἃς βασιλεῖ ἔδωκε , καὶ ὅρκους πατήσας , οὓς ὤμοσε . . διάλειμμα : . . | ||
βασιλέα λακτίζειν . προελθὼν εὗρε χρυσοῦν νόμισμα , ὃ ἔτυχε πατήσας : οὐδὲν γὰρ διέφερεν ἢ τὸν βασιλέα ἢ τὴν |
τοῦ ἅρματος , πλήξας ξίφει τὸν Οἰνόμαον ἀπὸ τοῦ δίφρου κατέβαλε , καὶ ταῦτα πράξας πρὸς Πέλοπα ἀπεχώρησεν . Πεσόντος | ||
πλείους ἐγένοντο , ᾔσθοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων φύλακες : κατέβαλε γάρ τις τῶν Πλαταιῶν ἀντιλαμβανόμενος ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων κεραμίδα |
δὲ τὸν χρηστὸν δραμὼν Τηλέμαχον Ἀχαρνέα σωρόν τε κυάμων καταλαβὼν ἁρπάσας τούτων ἐνέτραγον . ὁ δ ' ὄνος ἡμᾶς ὡς | ||
φοβούμενος , λῃστὴς δὲ προσέρχεται : ὃ δὲ ἐπὰν προίδηται ἁρπάσας τὰ ὅπλα μάχεται πρὸ τοῦ ζεύγους ἐν ῥυθμῷ πρὸς |
ὕδασι καὶ ἐν τοῖς κατόπτροις , ὡς μίαν τινὰ φύσιν ἀποτεμών . τὸ δ ' ἕτερον μέρος ἀφορίζει τὸ ἀληθινόν | ||
, συνταχθεὶς τοῖς περὶ τὸν ὕλλον καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀποτεμών , καὶ πάλιν τέθνηκεν . οἱ δὲ πρὸς τὸ |
ὁ ὑπὲρ τοῦ ψηφίσματος ὃ ἐγράψατο Ἀρχῖνος τὴν πολιτείαν αὐτοῦ περιελών . . . . . . . . . | ||
τοῖς θεάτροις ὄχλων , διὰ μὲν τῶν ἐλευθέρων τοὺς δούλους περιελών , διὰ δὲ τῶν ἀνδρῶν παῖδάς τε καὶ γυναῖκας |
ἧς συμβουλεύω σοι ἀπεσθίειν . καὶ ὃς οὐδὲν μελλήσας ἀνελόμενος ἤσθιεν . γελασάντων δὲ πάντων ἔφη ὁ Δημόκριτος : ἀλλ | ||
νεύματα . ὁ δὲ ὠχρὸς ἐγίνετο κατὰ μικρὸν καὶ ὀκνηρότερον ἤσθιεν , ἤδη δὲ καὶ τρόμος εἶχεν αὐτόν . ὡς |
: πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους | ||
ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα |
καὶ τὰς κύνας παρορμήσας καὶ τοὺς θηρευτὰς διεγείρας καὶ τὰς στάλικας εὐτρεπίσας καὶ τὰ δίκτυα , ὡς ἂν μὴ ἐν | ||
ἰσχύϊ τὴν τῶν λίνων μήρινθον ἐπιτείνει καὶ πάντας ὁμοῦ τοὺς στάλικας ἀναστήσας αἱρεῖ τὰς φάσσας τοῖς τοῦ λίνου κόλποις ἐμπεπτωκυίας |
καθόλου εἴδει ἐμίγη , οἷον ὁ καθόλου ἵππος τῷ καθόλου ὄνῳ πρὸς τὴν καθόλου γένεσιν τοῦ ἡμιόνου , εὑρεθήσεται ὅλον | ||
ἢ ἄλλου του σεμνοτέρου δημιουργοῦ . νεμεσῶ γὰρ καὶ τῷ ὄνῳ Αἰσώπου , ἀκούων ὅτι ὄνος ὢν ὅμως ἠμπίσχετο λεοντῆν |
, προσαλείψομεν τὸ πῶμα τοῖς χείλεσι τῆς χύτρας ἢ πηλῷ κεραμικῷ ἢ σταιτί , εἰς δὲ τὴν ὀπὴν κάλαμον εὐθύτρητον | ||
τὸ δὲ μέτωπον καὶ τὴν ῥῖνα κατάπλασσε γύψῳ ἢ πηλῷ κεραμικῷ . ποιεῖ δὲ καὶ πράσου χυλὸς ἐρίῳ εἰργασμένῳ ἢ |
Λαοδίκειαν , οὗ τοῦτο πολύ . ἔπεμψα δ ' οὖν διφθέραν , ἀντιλογίας τὰς μὲν ἀκριβῶς αὐτοῦ , τὰς δ | ||
ἔφη , κρεῖττον μηδὲν προστάττειν , ἀλλὰ μόνον αὐτὸν ζῆν διφθέραν ἔχοντα . Σύ , ἔφη , κελεύεις ἐμὲ διφθέραν |
καὶ ποίει τροχίσκους , ἀνατρίψας δὲ τὰ μέρη ῥάκει καὶ χρίσας ἔα ἡλιοῦσθαι ἐπὶ πολύ . Σμύρνης ⋖ β , | ||
ἕνεκα τῶν λόγων . ἀλλὰ νὴ Δία ὡς Ὅμηρον μύρῳ χρίσας ἐκπέμπει χελιδόνος τιμὴν καταθεὶς , οὕτως ἡμεῖς Πλάτωνα ἐκπέμπειν |
Ὀδόντες δὲ ἢ συγκρούοντες ἢ γομφιῶντες εὐπορίας σημαίνουσιν . Οὖλα πάλλοντα εὐπορίαν δηλοῖ . Τράχηλος δὲ πολὺν κίνδυνον καὶ ταλαιπωρίαν | ||
βοτῆράς τ ' ἀδίκους κατέκτα δεσπότην τε τρίπτυχον τρία δόρη πάλλοντα χερσίν : τρία δ ' ἴατης σάκη προτείνων , |
' ἀπήρχετο βοηθῆσαι , ὁ λύκος ἀδείας λαβόμενος εὐκόλως τὴν ποίμνην πᾶσαν διέφθειρεν . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοσοῦτον | ||
: ταῦρος ἀγελάρχης βουσὶν ἐπιθόρνυται , καὶ κριὸς ὅλην τὴν ποίμνην ἄρρενος πληροῖ σπέρματος . τί δέ ; οὐ συῶν |
Σικυῶνος : ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιστα ἑαυτοῖς εὐχομένων . Εἰς αἶγας ἀγρίας : ἐπὶ τῶν τὰ κακὰ ἀποτροπιαζομένων . Εἰς | ||
ἔφερον . Θᾶττον ἄν τις εἶδε τὰ ποίμνια καὶ τὰς αἶγας ἀπ ' ἀλλήλων μεμερισμένας ἢ Χλόην καὶ Δάφνιν . |
συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς | ||
Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν |
. . εἰσδὺς : Λάθρα ὑπεισελθών : τοῦτο γὰρ τὸ εἰσδὺς σημαίνει . . . εἰσελθών . . 〚 ἁπαξάπαντα | ||
τῶν ἐχόντων οὐσίας σκώληκες . εἰς οὖν ἄκακον ἀνθρώπου τρόπον εἰσδὺς ἕκαστος ἐσθίει καθήμενος , ἕως ἂν ὥσπερ πυρὸν ἀποδείξῃ |
εἰς τὴν τῆς τροφῆς παρασκευὴν θύλακος σάγη ὠνόμασται . καὶ σπυρίδα δὲ ὀψωνιοδόκον πλεκτὴν ὄψων σχοῖνον ἐν Ἀμφιάρεῳ Ἀριστοφάνης ἔφη | ||
, ἀλλ ' οὐ ζωμόν , ἢ διαφθερεῖς . εἰς σπυρίδα μάζας ἐμβαλεῖς , ἀλλ ' οὐ φακῆν , οἰνάριον |
καὶ γεωργὸς ὀνομαζόμενος , τὰς ἀμπέλους ἀποδράς , εἰς ἄστυ δραμών , ἑταίραν ἐξαίφνης κα - ταμαθὼν κάλλει καὶ χρυσῷ | ||
. καίτοι κρύπτειν μὲν ἐπιχειρεῖ τὸ πάθος ὡς ὑπὲρ εἰσφορῶν δραμών , ἐμὲ δὲ οὐ λέληθε σὲ μὲν ἔργον θέμενος |
αὐτῷ : τὸν δὲ ἀναγαγόντα τὸν παῖδα ἐπὶ τὸ ὄρος πυρὰν νῆσαι καὶ ἐπιθεῖναι τὸν Ἰσαάκ . Σφάζειν δὲ μέλλοντα | ||
ἐς Τροίαν ἢ ἐκ δασμοῦ λαβών , νήσαντες ἐς τὴν πυρὰν ἀθρόα παραχρῆμά τε καὶ ὅτε ὁ Νεοπτόλεμος ἐς Τροίαν |
. Λαβὼν τῶν ἀπομεινάντων ὠῶν τῶν ἀποσταξάντων μέρος αʹ , λύε ἅμα ἐν ᾧ τῷ ἀποσταλαχθέντι ὕδατι , καὶ βαλὼν | ||
' ἀνθράκων καὶ ποσῶς ψύξας ἐπίχεε ἐν θυίᾳ , καὶ λύε τῷ δοίδυκι ἐπιβάλλων γάλα γυναικεῖον ἢ ὄνειον , εἰ |
ἅμα πάντες σιωπῶσι . Γελάσας οὖν ὁ Δάφνις ἡδὺ καὶ φιλήσας ἥδιον φίλημα καὶ τὸν τῶν ἴων στέφανον ἐκείνῃ περιθεὶς | ||
αὐτὸς δ ' οὖν , ἔφη , περιβαλών τε καὶ φιλήσας τοὺς ἄνδρας ἀξιῶσαι τρίτον αὐτὸν εἰς τὴν φιλίαν παραδέξασθαι |
, ἀκολουθείτω δὲ ὅπῃ ποικίλλων αὑτὸν καὶ τὰ ἐν αὑτῷ στρέφων ἄστρα πάσας διεξόδους ὥρας τε καὶ τροφὴν πᾶσιν παρέχεται | ||
ἓν ὥσπερ αὐλῷ ἐοικὸς ] , ὅπερ ἔνδον καὶ ἔξω στρέφων ἐπιφράττειν τε καὶ ὑπανοίγειν τὸ πνεῦμα διέταξεν . ἐπιφράττει |
κατὰ κράτος ἀπεγνωκὼς ἐκπόρθησιν εἰς χρόνιον καταβαίνοι πολιορκίαν οἰόμενος λιμῷ πιέσας τὴν πόλιν αἱρήσειν , ἅ τινα ἂν ἐπὶ τῆς | ||
κεφαλὴν καθαιρέσθω , καὶ κατάξας τὸν αὐχένα ὡς μάλιστα , πιέσας πλεῖστον χρόνον . Ἐπανιεὶς δὲ διδόναι ἐν μέλιτι βάπτων |
τρίβον , σφῆκας δαφοινοὺς χηραμῶν ἀνειρύσας , ὁποῖς κοῦρος δῶμα κινήσας καπνῷ : οἱ δ ' αὖ προγεννήτειραν οὐλαμωνύμου βύκταισι | ||
: † θοίναν ἀγρίων θηρῶν : ποῦ , φησὶ , κινήσας τὸν πόδα κατάσχω ταύτας , δηλονότι τὰς μετὰ τῆς |
εἴδη τρία , ἰσόπλευρον , ἰσοσκελές , σκαληνόν . οὐ χαμαὶ πεσεῖται . παροιμία : οὐ μὴ χαμαὶ πέσῃ , | ||
παρ ' ὀμφαλόν , ἐκ δ ' ἄρα πᾶσαι χύντο χαμαὶ χολάδες : τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν ἀσθμαίνοντ ' |
βαδίζει καὶ τῶν ἄλλων ῥημάτων ἕκαστον , ἀλλὰ μόνου τοῦ συνδῆσαι τὸ κατηγορούμενον τῷ ὑποκειμένῳ χάριν παραλαμβανόμενον συμφύεσθαί τε μόνον | ||
ἀφ ' ἡμῶν θείαν κηδεμονίαν εἰς κοινωνίαν προαγαγεῖν , καὶ συνδῆσαι συμμέτρως τὰ μετεχόμενά τε καὶ μεταλαμβάνοντα πρὸς ἄλληλα . |
τοιαύτην [ τοιόνδε τοιόσδε ] κατέστη ⌈ ἔνδειαν , ὥστε πήραν ἔχων περιῄει ζητῶν καὶ διαβάλλων ἑαυτὸν ⌈ ὡς [ | ||
προγόνοις . θρεττανελό ἀλλ ' εἶα τέκεα θαμίν ' ἐπαναβοῶντες πήραν ἔχοντα λάχανά τ ' ἄγρια δροσερὰ ὦ καλλιπρόσωπε χρυσεοβόστρυχε |
ἡ πλήμνη , ἔχει δὲ ἀπ ' αὐτῆς ἀνατεταμένας τὰς κνημῖδας πρὸς τὴν ἔξωθεν τῆς ἁψῖδος περιφοράν , οὕτω καὶ | ||
δ ' ἄλλοι νευρίνοις κράνεσιν : οἱ πεζοὶ δὲ καὶ κνημῖδας ἔχουσιν , ἀκόντια δ ' ἕκαστος πλείω : τινὲς |
ῥυτῆς : ῥυτῆς δὲ ἤτοι πηγάνου χλωρὸν θάλλοντα καὶ χλοάζοντα ῥάβδον , ὅ ἐστι κλάδον , κόψας . γράφεται καὶ | ||
δὲ πάντων , ἐπιλαβόμενον τῆς οὐρᾶς ἀνελέσθαι , καὶ πάλιν ῥάβδον ποιῆσαι . Προελθόντα δὲ μικρὸν , τὸν Νεῖλον τῇ |
δὲ ὡς εἰκὸς μὴ εὑρεθῇ ἡ βοτάνη εἰς τὴν ἀνοιχθεῖσαν νοσσιάν , ὑποκατάκλειε τῷ γεγλυμένῳ λίθῳ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ | ||
ὁ κάνθαρος ὀργισθεὶς συνεπετάσθη τῷ ἀετῷ καὶ κατασκοπήσας αὐτοῦ τὴν νοσσιάν , ἐν ᾗ ἦν συνστρέψας ὁ ἀετὸς ὠά , |
ξανθοῖς μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ | ||
φυλῆς καλεῖται δὲ καὶ Κύδαθον , ἐξ οὗ Ἀριστόδημος . βλαύτας . ὑποδήματα . οἱ δὲ βλαύτια , σανδάλια ἰσχνά |
: ἦγεν οὖν οὗτος τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν ὡς εἰς οἶκον ἀπιών . . οὐκ ἀκόλουθα ] ὅ ἐστιν οὐ σύμφωνα | ||
ἐχομένην ” εἶπεν “ κρήνην ἴωμεν , ” καὶ ἡγεῖτο ἀπιών , καὶ σύννους ἦν . εἶτα κἀκεῖ τὰ αὐτὰ |
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τίν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνίης ; εἶτα θερμὴν | ||
πάθος ἐστί . τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς ; εἶτα θερμὴν |
τῶν οἰκοδομημάτων σκέπης ἀπανίστασθαι , πρὸς δὲ τὰ δένδρα τὴν καλιάν , ὥσπερ καὶ αὐτά , καὶ τοὺς τούτων μεταπήγνυσθαι | ||
: καλιὰ ἡ ἐκ κάλων οἰκία : ἢ κατὰ τὴν καλιάν . καλιῇς : φωλεαῖς . Καλιά : κυρίως ἡ |
τῶν προβάτων ἡγεῖτο σύριγγος ἦχος ἥδιστος , καὶ τὸν συρίττοντα ἔβλεπεν οὐδείς , ὥστε τὰ ποίμνια καὶ αἱ αἶγες προῄεσαν | ||
καὶ Σωκράτης ἑώρα τὰ καλὰ τῶν σωμάτων , καὶ ταχέως ἔβλεπεν , καὶ πάντα ἔβλεπεν : οὐκ ἐλάνθανεν δὲ αὐτὸν |
γογγύλων πετρῶν ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς ἔπειτα σὺ βαλὼν διώσηι ῥαιδίως Λίγυν στρατόν . “ ὥσπερ οὐν κρεῖττον | ||
' εὐδίφου χειρὸς ἐλεγχομένας . αὐαλέου δ ' ἐπὶ τῇσι βαλὼν εὐεργέος ἄρτου ὅσσον τερσῆναι σάρκα δύναιτο , τροχούς πλάσσασθ |
οὗ γεγόνασιν † ἀπὸ Θερμοπυλῶν ἀπὸ τῆς πέτρας τὸν Λίχαν ῥίψας καὶ ἀνελών . τὰ δὲ τόξα αὐτοῦ Ἡρακλῆς τῷ | ||
ἕψε , ἕως ἀποτριτωθῇ τὸ ὕδωρ , εἶθ ' οὕτω ῥίψας τὰ βοηθήματα πρόσβαλε τὸ μέλι καὶ τὸ ἕψημα καὶ |
ἀπορηθεὶς οὖν καὶ ἐπὶ πλέον ὁμιλεῖν καταιδεσθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἔπαυλιν , φλεγόμενος ἤδη τῷ ἔρωτι . μετ ' οὐ | ||
Ἐξελάθετο καὶ Χλόης πρὸς ὀλίγον : καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἔπαυλιν ἐσθῆτά τε ἔλαβε πολυτελῆ καὶ παρὰ τὸν πατέρα τὸν |
τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι , εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ ; Δῆλον ὅτι φαῦλος | ||
αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα ἑσδόμενον πύξοιο ποτὶ κλάδον : |
ναύκληρος ἀποθύει τις εὐχήν , ἀποβαλὼν τὸν ἱστὸν ἢ πηδάλια συντρίψας νεώς , ἢ φορτί ' ἐξέρριψ ' ὑπέραντλος γενόμενος | ||
καὶ ἀναβαίνοντα ὑπὲρ τὰ νῶτα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ πτερὰ συντρίψας ἰσοδίαιτον τοῖς πολλοῖς ἐποίησεν , καὶ τὸ μὲν τραγικὸν |
ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα . εἶπεν δὲ αὐτὴν ἕλκος , ἐπεὶ εἶδός τί | ||
τὸ δρέπανον σημαῖνον τὴν ἐργασίαν , τῇ δὲ ἄλλῃ τὴν σύριγγα σημαίνουσαν τοὺς ἀνέμους . . . . Ἀπολλόδωρος δέ |
] [ ὁ ] δὲ γέγαθ ' , ὅτι νόῳ δεξάμενος ἀμβρόταν Διὸς ? [ ἐπέγνω φρέν ] ' : | ||
φύσει παραχωρήσωσιν : ὁ μὲν γὰρ τὴν Ἀσίαν ὅλην ἐπιφερομένην δεξάμενος καὶ ζῶν ἐμάχετο , καὶ τελευτήσας οὐκ ἔπεσεν , |
τῷ μαγείρῳ σταυροῦ ἂν τιμήσαιτο , εἰ τὰ κρέα ἕψων καθεὶς τὸν δάκτυλον τοῦ ζωμοῦ τι περιελιχμήσατο ἢ ὀπτωμένων ἀποσπάσας | ||
τὸ αἰδοῖον ἄκρον ἐπιτεμὼν συνέτρησεν εἰς τὸν οὐρητῆρα , καὶ καθεὶς ἀργυροῦν καυλίσκον ταύτῃ τὰ περιττώματα τῶν ὑγρῶν ἐξεκόμιζε , |
οὐρὰ προσπορίζει . ἀγαθὸς γενόμενος μὴ μετανόει . ψίθυρον ἄνδρα ἔκβαλε σῆς οἰκίας , τὰ γὰρ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ | ||
' ἁλίαν χώραν : ἤπειρος ἀμείνων ἠῷος . πρότερον δόλον ἔκβαλε , πείθεϊ πείθων . στέρξον γῆν ὁσίως , ἣν |
σιβύνην , ἐνίοτε δὲ καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ τά τε πέδιλα καὶ τὸν πέτασον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τὸ κηρύκειον | ||
ἔχῃσιν . ” ὣς εἰποῦς ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ |
⌈ , τουτέστι τὸν ἀντιβάτην , ? , πρὸς τὴν θύραν , αὐτῇ δὲ τῇ δοκῷ τὸν ὅλμον : κατὰ | ||
σφάζοντες , θύονται δὲ οἱ διὰ τῶν σπλάγχνων μαντευόμενοι . θύραν καὶ θυραίαν φησὶ διαφέρειν . θυραία μὲν γάρ ἐστι |
σωματοποιήσας καὶ ὀγκώσας ἐποίησε σφαιροειδές , τοῦτο αὐτῷ τὸ ποιὸν περιθείς , οὖσαν καὶ αὐτὴν ἀθάνατον , καὶ ἔχουσαν ἀΐδιον | ||
τρέφειν ἐκ τῆς Κλεοπάτρας ἐπὶ βασιλείᾳ , καὶ τούτῳ διάδημα περιθείς , καὶ συναγωνιστὰς ἔχων πολλοὺς φυγάδας , παρεσκευάζετο κατάγειν |
καταπτάμενος δὲ ὄπισθεν αὐτοῦ ὁ Ζεὺς κούφως μάλα τοῖς ὄνυξι περιβαλὼν καὶ τῷ στόματι τὴν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ τιάραν ἔχων | ||
' αὐτὰ τυρῷ χλωρῷ καὶ λεκίθοις ᾠῶν καὶ ἐγκεφάλοις , περιβαλὼν συκῆς φύλλῳ εὐώδει , ζωμῷ ὀρνιθείῳ ἢ ἐριφείῳ ἔνεψε |
ἑαυτοῦ τὸ συμπέρασμα ἔχει : οἷον τυμβωρύχος ἐστὶν ὁ ἀνῃρημένος ἱμάτια καὶ κόσμον τοῦ νεκροῦ : ἐγὼ δὲ οὐκ ἀφειλόμην | ||
γὰρ Ἡρακλέα νοήσεις ἑτέρας πόθῳ κατασχεθέντα ἐπίχρισον τοῦτο αὐτοῦ τὰ ἱμάτια καὶ πρός σε πάλιν ἀντιστρέψει τὸν πόθον . τοῦτο |
ἐπέβαλλον αὐτοῖς , καὶ οἶνος καὶ μύρα πρὸ τῶν ποδῶν ἐχεῖτο , καὶ πολέμου καὶ εἰρήνης ἦν ὁμοῦ τὰ ἥδιστα | ||
ψυχρὰ , πελιδνά : πνεῦμα μετέωρον : ποτὸν διὰ ῥινῶν ἐχεῖτο : καταπίνειν οὐκ ἠδύνατο : διαχωρήματα καὶ οὖρα ἐπέστη |
ἀνωτέρω τέμνε , εἰ δὲ κρεῶν ἐπιθυμεῖς , ἅπαξ με καταθύσας τοῦ κατὰ μικρὸν βασανίζειν ἀπάλλαξον . ” πρὸς τοὺς | ||
δὲ ὑπέσχετο ἐφ ' ᾧ τὰς βόας λήψεται . καὶ καταθύσας ταύρους δύο καὶ μελίσας τοὺς οἰωνοὺς προσεκαλέσατο : παραγενομένου |
εἴχετο τοῦ πρὸς Μαγνέντιον ἔργου . Καὶ δὴ μάχαις ἑτέραις περικόψας αὐτῷ τὰς ἐλπίδας , συνήλασεν εἰς Λούγδουνον , οὗ | ||
τῆς ἀροτριάσεως , ὅτι τότε ἐστὶν ὁ ἄριστος , καὶ περικόψας διὰ τὸ εἰπεῖν καὶ τὴν ἄνοιαν τῶν μὴ προετοιμασάντων |
τίς οὐ σίδηρον προσφέρει , τίς οὐ πέτρον , βάλλων ἀράσσων ; πᾶν δ ' ἀνήλωται δέμας τὸ καλλίμορφον τραυμάτων | ||
νούσων : ἄλλοτε δ ' αὖ Φοίβου κιθάρην μετὰ χερσὶν ἀράσσων , ἢ λιγυρὴν φόρμιγγα χελυκλόνον Ἑρμάωνος , πᾶσι περικτιόνεσσι |
ἀφηνιάζῃ , καὶ τὰ νῶτα κοιλάνας εὖ μάλα πρὸς τὸ εὔεδρον δέχεται τὸν ἔποχον καὶ μετέωρον ἀναβαστάσας ὀξύτατα θεῖ σπουδάζων | ||
χελώνην ὑπὸ τὰ ζυγὰ σφῆνες ἐγκείσθωσαν , οἳ βαστάζουσιν αὐτὴν εὔεδρον . Οὕτως γὰρ αἱ περόναι τῶν τροχίσκων οὐ βαστάσουσι |
λύκου τοῦτο καταψεύσασθε . ὁ μὲν οὖν ἀκάθαρτος παῖς ἐμὸς ὀνηλάτης ἔχαιρε καί με αὐτίκα ἤθελεν ἀποσφάττειν . ἀλλ ' | ||
αὐτοῦ τοὺς λόγους ὁ μὲν κατακρημνισθεὶς διερράγη , ὁ δὲ ὀνηλάτης ἀπορῶν , ὅτι ποιήσει , οὐ μόνον τοῦ ὄνου |
, ἐλατήριον ἡλίκον ὀρόβου γάλακτι γυναικείῳ διείς , ὕπτιον δὲ κατακλίνας ἐν τῷ χείλει τῆς ἐμβάσεως τοῦ βαλανείου ἔνσταζε ταῖς | ||
ἄκρας τῆς στροβίλης καὶ αὖθις διὰ τῆς φύσιγγος , ὕπτιον κατακλίνας τὸν ἄνθρωπον , κατοπτῆρι κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ |
κλέπτην . ὄχθον δ ' ὑπερβὰς τὸν καλὸν βλέπει ταῦρον λέοντι θοίνην : δυστυχὴς δ ' ἐπαρᾶται καὶ βοῦν προσάξειν | ||
: τούτῳ γὰρ τῷ λόγῳ ἐχρῆν καὶ τοὺς τῷ ἐπιγείῳ λέοντι συναποτεχθέντας ἢ συνανατραφέντας ἀνδρείους ὑπάρχειν παρόσον λέων λέγεται τὸ |
ὅθι πνεύμονος ἕδρη . ἀλλ ' οὐδ ' ὣς ὑπὸ βύρσαν ἔδυ πολυώδυνος ἰός , ἀλλ ' ἔπεσε προπάροιθε ποδῶν | ||
δὲ τὰ μὲν ἄλλα πάντα βοῦς μέγιστος , τὴν δὲ βύρσαν καὶ τὸ χρῶμα ἐλέφαντος ἔχει καὶ σχεδὸν εἰπεῖν καὶ |
. Καὶ τότε δὴ κραντῆρα βοῶν περιμηκέα ταῦρον σφάζον , ἀνακλίνας κεφαλὴν εἰς αἰθέρα δῖαν , ζωόταμον : περὶ δ | ||
ἤδη τὴν σύριγγα παραλάβῃς , λαβὼν σκορόδου φύσιγγα νεαρὴν , ἀνακλίνας τὸν ἄνθρωπον ὕπτιον , τὰ σκέλεα διαγαγὼν τὸ μὲν |
τεκτονικὴ μία οὖσα διὰ τοῦτό ἐστιν ἵνα ποιήσῃ θρόνον ἢ κιβωτὸν ἢ πλοῖον ἀπὸ μιᾶς φύσεως τοῦ ξυλίνου . Οὐκοῦν | ||
ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς βουλομένοις αὐτῷ προσιέναι κιβωτὸν τοῦ σώματος προβαλλόμενος . Οἱ δὲ οὐδὲ κιβωτόν φασιν |
πάσχει , ἢν τῇσι χερσί τι πονήσῃ ἢ ἐφ ' ἅμαξαν ἐπιβῇ ἢ ἐφ ' ἵππον . Τοῦτον καίειν καὶ | ||
ταῖς θρηνούσαις συναναμίξας ἑαυτὸν ἐξέφυγεν . Ὅτι καὶ Δημήτριος εἰς ἅμαξαν χορτοφόρον κρύψας ἑαυτὸν ἀπεκομίσθη εἰς τὴν ἰδίαν χώραν . |
ἡμέραν κοχλίου ὄϲτρακον κεκαυμένον ἐπιπάϲϲειν τῷ τόπῳ λεῖον ἢ ἀϲτράγαλον χοίρου κεκαυμένον ἢ μόλιβδον κεκαυμένον ἐπίχριε μετ ' οἴνου καὶ | ||
ἐλέφαντα ζωγραφοῦσι μετὰ χοίρου : ἐκεῖνος γάρ , ἀκούων φωνῆς χοίρου , φεύγει . Ἄνθρωπον ὀξὺν μὲν κατὰ τὴν κίνησιν |
πλέον ἴσχυε . „ Καὶ σὺ γὰρ οὕτως ἤλυθες οὐδὲ θύρην πρὸς μίαν ἡσύχασας , τῇδε τοσοῦτ ' ἐβόησα βεβρεγμένος | ||
ἀμείνων . ἀλλ ' ἴθι , δῖ ' Εὔμαιε , θύρην ἐπίθες θαλάμοιο , καὶ φράσαι , ἤ τις ἄρ |
κίνησιν : ὁ γὰρ ὕπνος διὰ τὴν τροφὴν ἀναγκαῖος , καθεύδοντα δὲ ἠρεμεῖ τὰ ζῷα καὶ οὐ κινεῖται ὑφ ' | ||
γὰρ ἐγρηγορότα φατέον ζῆν ἀληθῶς καὶ κυρίως , τὸν δὲ καθεύδοντα διὰ τὸ δύνασθαι μεταβάλλειν εἰς ταύτην τὴν κίνησιν , |
ἐγέννησε , διὰ τῶν θεραπαινίδων εἰς ἐρημίαν ἐξέθηκεν : ὅθεν ἀνελόμενος Αἴπυτος ἔτρεφεν . ὃ καὶ Πίνδαρος εἰδώς , ἐπειδὴ | ||
οὗτός τε λόγχην ἀφίησιν ἐπ ' αὐτόν , καὶ ἐκεῖνος ἀνελόμενος ᾤχετο εἰς τὸ στρατόπεδον . ἐγὼ δὲ ἀνελὼν τὸν |
εἰσέλθῃς καὶ φύγωσι πάντες τὸ τέρας ἰδόντες . “ καὶ εἰσελθοῦσα θεωρεῖ ἔτι μαχομένας τὰς συντρόφους καὶ λέγει ” τί | ||
αὐτήν . ὁ δὲ ὑπέδειξεν αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην , εἰσελθοῦσα δὲ ἐκρύπτετο εἰς τὰς γωνίας . τῶν δὲ κυνηγῶν |
κρατεροῖσιν ὀδοῦσι πρῶτον , ἔπειτα δέ θ ' αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει δῃῶν : ἀμφὶ δὲ τόν γε κύνες | ||
, τὸ καλούμενον αἱμάτιον , οὕτω γίνεται . λαμβάνεται τὰ ἔγκατα τοῦ θύννου μετὰ τῶν ἐμβραγχίων καὶ τοῦ ἰχῶρος καὶ |
δύναται ἔκ τινων σημείων , καὶ πρὶν ἢ τοὺς πολεμίους θεάσηται , κατανοῆσαι τὸ μέτρον τοῦ πλήθους αὐτῶν ἐκ τῆς | ||
ἐκ τῶν λεβήτων , ὧν οὐδεὶς γεύεται εἰ μὴ πρότερον θεάσηται τὸν βασιλέα εἰ ἥψατο τῶν παρακειμένων . ἐν δὲ |
πιέουσα , πάλιν ᾔτει , καὶ ἥρπαζε , καὶ λαύρως ἔπινεν , ἀποσπάσαι δὲ οὐκ ἠδύναντο : γλῶσσα ξηρὴ , | ||
δοκεῖ . εἰ γὰρ ἐν κακοῖς καὶ χειμῶνι τοσοῦτον οἶνον ἔπινεν ὥσθ ' ὅμοιον εἶναι μανίᾳ , τί οὐκ ἄξιός |
, τὴν κάτω γὰρ οὐ λέγω , ] χθονὸς τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβεῖν , ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μορφώματι . τοιῶνδ | ||
τῶν μικρῶν καταφρονεῖν ἐν τῷ ἀμφισβητεῖν . Ἐν θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβεις : ἐπὶ τῶν μὴ καθ ' ὥραν τοῖς |
γὰρ τοῦ βότρυς καὶ στάχυς καὶ τῶν ὁμοίων καὶ τοῦ βοῦς καὶ χροῦς καὶ τῶν ὁμοίων μὴ συναιρουμένων κατὰ τὴν | ||
διὰ τοῦ παραλαμβανομένου , πρὸς ὃ παραλαμβάνεται , οἷον ἠΰτε βοῦς ἀγέλῃφι μέγ ' ἔξοχος ἔπλετο πάντων . παρέπεται δὲ |