| λαμβανόμενοι . Γένη δὲ αὐτῶν εἰσι δύο , μέλας καὶ πυρρός . Λάμβανε δὲ τὰς χελιδόνας ἐξ ἱεροῦ τόπου , | ||
| . πράϋνον . καὶ φόνευσον . δαφοινός γʹ : ὁ πυρρός . ὁ μέλας . καὶ ὁ φόνιος . δέ |
| . Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ | ||
| τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος |
| ὀφθαλμὸς αὐτοῦ ὁ δεξιὸς κέκραται αἵματος . Ὁ δὲ εὐώνυμος χαροπὸς ἔχων δύο κόρας , τὰ δὲ βλέφαρα [ ] | ||
| βλέφαρα κινεῖ μέσως , οὔτε συνεχῶς οὔτε διὰ χρόνου , χαροπὸς οὐ λαμπρόν , ὑγρὸν δὲ ὁρῶν , ἐρυθήματος ὑπόπλεως |
| κατὰ κοινοῦ , πόσιν δίδου , τουτέστι δαφνέλαιον δίδου πιεῖν χαίτην ] τρίχα ἢ πέπερι κνίδης τε : κνίδην λέγει | ||
| μοιράσῃ τοῖς πᾶσι . Ταῦτα οὖν αὐτοῦ ἀκηκοὼς ὁ ὄνος χαίτην ἔσεισε καὶ γελῶν ταῦτα ἔφη : Καλῶς εἴρηκας , |
| τὸ δὲ “ πέπων ἢ μὴ πέπων ” ἀντὶ τοῦ ἁπαλός , ῥᾳδίως διασεισθῆναι δυνάμενος . μεταφορικῶς δὲ ἀπὸ τοῦ | ||
| τὸ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ τρυφερόν : ἁβρὸς οὖν ὁ ἁπαλός : παρὰ τὸ ἅπτω , ὁ εὐαφής . ἢ |
| , θερμαίνει , ὁ δὲ λευκὸς ἅμα καὶ αὐστηρὸς καὶ παχὺς καὶ νέος αἰσθητῶς ψύχει . ψύχει δὲ καὶ τὸ | ||
| : ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος , καὶ |
| ὁ δὲ Ποσειδῶν τοῖς Ἀχαιοῖς ἐν Τροίᾳ συναγωνίζεται παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς , ἀλλὰ καὶ Ἄρης ἀνδρὸς ἔχων ἰδέαν Ἕκτορι λοιγὸν | ||
| γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων γενύεσσι |
| τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος | ||
| ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος |
| . ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ | ||
| εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς |
| μὲν ἕκαστος ἀλώπεκος ἴχνεσι βαίνει , σύμπασιν δ ' ὑμῖν κοῦφος ἔνεστι νόος . εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς | ||
| οὐ πολλὰ δὲ ἔτη λευκὸς γίνεται : ἐστὶ δὲ λίαν κοῦφος καὶ τρυφερός . ὁ Μασσαλιήτης καλός : ὀλίγος δὲ |
| μόνον δέ , ἀλλὰ καὶ τοῖς τῷ γένει ἐνίοτε : λευκὸς γὰρ ἔσται καὶ λίθος καὶ ἄνθρωπος , καὶ ἄλλα | ||
| . καίτοι οὐκ ἔστι λευκὸς ἄνθρωπος ἀπόφασις οὖσα τῆς ἔστι λευκὸς ἄνθρωπος ὅμως ἀναιρεῖ τὴν ἔστιν ἄνθρωπος λευκός , διὰ |
| ἡ μὲν δέρη θριξὶ χρυσοειδέσι κομᾷ , ἐφάλλεται δὲ καθάπερ ὄρνις ἐπὶ τοὺς ἐκεῖ συχνοὺς κυπέρους . μόνη δὲ καθ | ||
| , οἵ ῥ ' ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ . ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ ' |
| ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ . Ἀττελεβόφθαλμος | ||
| , θάμνος πηχυαῖος τὸ ὕψος , πολύκλαδος , ἐξ ἄκρου λεῖος , φύλλα ἔχων λεῖα , μεγάλου δακτύλου τὸ πάχος |
| χεῖρον ἀπαλλάττειν ἐν τῷ τόκῳ . Ἔχεται δ ' ὥσπερ πολύπους πέτρας : ἐπὶ τῶν ὀχυροῦ τινος ἐχομένων ἐπὶ σωτηρίᾳ | ||
| καὶ τὸ τῆς τροφῆς οὐκ ἄλογον : ἐπεὶ καὶ ὁ πολύπους ἐξιὼν λαμβάνει καὶ ἡ μύραινα καὶ ἄλλοι δὲ ὥς |
| . Ἔστι δέ τις δρυμοῖσι παρέστιος ὀξύκερως θήρ , ἀγριόθυμος ὄρυξ , κρυερὸς θήρεσσι μάλιστα : τοῦ δ ' ἤτοι | ||
| . κεφ . κγʹ . περὶ ὄρυγος . ὅτι ἐστὶν ὄρυξ θηρίον κερατῶδες καὶ ἕτερος ὄρυξ σκώληξ , ὡς κερατώδης |
| σύνεστιν , οὑτωσὶ πεποίηκεν ” Ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων . ” οὐ γὰρ δή που καὶ Πίνδαρον | ||
| Ἀχαιῶν . ἀλλ ' ὅτε δή ῥ ' ἵκανον ὅθι ξανθὸς Μενέλαος βλήμενος ἦν , περὶ δ ' αὐτὸν ἀγηγέραθ |
| , δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
| ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
| πραγματεία τοιαύτη : εὑρεῖν οἴκησιν ἐν ᾗ λόγου χάριν ὁ καρκίνος τῷ λέοντι ἐν ἴσοις χρόνοις ἀνατέλλει [ πρὸς τὸ | ||
| ἡ μὲν οὖν πίννη ὄστρεόν ἐστιν , ὁ δὲ πιννοτήρης καρκίνος μικρός . καὶ ἡ πίννη διαστήσασα τὸ ὄστρακον ἡσυχάζει |
| τῆς ὀνομασίας . λέγεται δὲ σίαλος , καὶ ὁ εὐτραφεὶς σῦς , παρὰ τὸ ἀφρὸν προΐεσθαι , ὃν λέγομεν σίαλον | ||
| ἄλλους δ ' ἐλαύνοντας βοῦς , αἶγας , οἶς , σῦς , καὶ εἴ τι βρωτόν , πάντα ἱκανὰ προσῆγον |
| τῶν ψευδολόγων ἀνθρώπων ἔλεγχός ἐστι τὰ πράγματα . ἀλώπηξ καὶ κροκόδειλος περὶ εὐγενείας ἤριζον . πολλὰ δὲ τοῦ κροκοδείλου διεξιόντος | ||
| ἂν τύχῃ παρεκλέγων βόσκεται : πλήρης οὖν βδελλῶν γενόμενος ὁ κροκόδειλος , ἐπὶ τὴν ὄχθην προελθὼν κατὰ τοῦ ἀκτῖνος κέχηνεν |
| , πιτυοκάμπη , φρύνος , λαγωὸς θαλάσσιος , ἕλειος ἄφωνος βάτραχος , βδέλλαι : σπέρματα δ ' ὑοσκύαμος , κώνειον | ||
| , οὕτω κἀγὼ πρὸς αὐτούς . βάτραχος : ὁ μὲν βάτραχος τραχύφωνός ἐστιν , ὅθεν καὶ ὠνόμασται βοάτραχός τις ὤν |
| τῷ περὶ Θεῶν . , : Τὸ ἄχει ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε . Ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος | ||
| τῷ περὶ θεῶν . ὡς τάχος ἤχει : ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε , ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος |
| πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης . τοὺς δ ' ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός : οὐ γὰρ ἐντελεῖς θήραν πατρῴαν προσφέρειν | ||
| ἀπ ' αὐτῶν ἰκμάδα σπᾷ τὸ σῶμα : ἢν δὲ νῆστις ἐσθίῃ , πλείω . Ὅσα τῶν σιτίων ἢ φῦσαν |
| Κλέωνα τοῦτ ' αἰνίσσεται , ὡς κεῖνος ἀναιδέως τὴν σπατίλην ἐσθίει . Ἀλλ ' εἰσιὼν τῷ κανθάρῳ δώσω πιεῖν . | ||
| τὴν οὐρὰν αὐτῆς περιλαμβάνει , ἡ δὲ τοῖς ὀδοῦσιν αὐτὸν ἐσθίει , καὶ τὰ μὲν τῶν μελῶν ἐν τῇ γαστρὶ |
| μολύβδῳ τὰ δύο ἐναντία ἀνατίθησιν , ἐπεὶ ὑγρός ἐστιν καὶ ξηρὸς κατὰ τὴν αἴσθησιν . Καὶ τὰ τρία ἔχει ἐν | ||
| τρίψαντες καὶ ὕδωρ ἐπιχέαντες ἀπηθοῦσι καὶ λαμβάνουσι τὴν ὑπόστασιν : ξηρὸς δὲ δῆλον ὅτι καὶ ἐλάττων ὁ χυλὸς τούτων . |
| βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεσαν . καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτούς , εἴγε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ | ||
| , Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν τεκόντος |
| σκορπίος , ὦ ἑταῖρε , ὑποδύεται . φράζευ μή σε βάλῃ : τῷ δ ' ἀφανεῖ πᾶς ἕπεται δόλος . | ||
| , ἀλλὰ καὶ ἐν κύρτῳ : εἰ γάρ τις ἔνδοθεν βάλῃ θήλειαν , σκεπάσῃ δὲ κλάδοις ἢ φύλλοις μυρίκης ἢ |
| , ὅσον ἕβδομον ἦμαρ ὁδεύσας ἴφθιμος καὶ κραιπνὸς ἀνὴρ ἀνύσειεν ὁδίτης . ἔστι δέ τις κατὰ μέσσα περίτροχος ὕδασι λίμνη | ||
| [ , ] [ ἄστατος ] ἱππήεσσι καὶ αὐτοκέλευστος ? ὁδίτης ? [ ] φεύγων ? ? [ ἐγγὺς ] |
| κόπτει αὐτούς , πολλῶν δὲ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξέκοψεν ὁ κόραξ . μάχεται δὲ καὶ ὄρνιθι ἰσχυρῷ , τῷ καλουμένῳ | ||
| κατὰ φαυλότητα ἴσας τὰς ψυχὰς ἔχουσι . κόρακος ] ὡς κόραξ ἐσθίων νεκρῶν σῶμα βοᾷ , οὕτω καὶ ὁ δαίμων |
| ἀμφοτέρῃσι : ῥόος ἐρυθρὸς ἐν τῇσι νεωτέρῃσιν . Καὶ ῥόος ἐρυθρὸς μὲν γίνεται ἐκ πυρετοῦ , μᾶλλον δὲ ἐκ τρωσμοῦ | ||
| ἄλλην ἅπασαν ὕλην διεσθίει . Χαλκὸς κεκαυμένος καλός ἐστιν ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει κινναβαρίζων , ὁ δὲ μέλας |
| ἕρκος ἀκόντων : τῇ ὅ γ ' ἐνὶ βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος | ||
| προθορὼν ἐρίπῃσιν , ὣς ἄρ ' ὅ γε προθορὼν πέσεν ὕπτιος : ἐν δέ οἱ ἔγχος νηδυίοισι μάλ ' ὀξὺ |
| ἐστὶ τά τε ἐκφρακτικὰ πάντα ὅσα ἔμπροσθεν ἀναγέγραπται καὶ προσέτι στρόβιλος ὅλος χλωρός , πιτυΐδες , βούτυρον , χρυσοκόμης ἡ | ||
| καταξῆναι ναστοκόπος παιδοφιλῆσαι ποδάρια ποδοκάκη ὁ πρόσωπος ῥᾴδια ῥακετρίζειν σπαρνόν στρόβιλος συκοφαντεῖν σωμάτια τερᾴζεις τριταρτημόριον ψυχορροφεῖν ὁ βασιλεὺς ἐπιώψατο ἀρρηφόρους |
| ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
| , ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
| σικύοιο : τοῦ ἀγριοσύκου τοῦ ἀγρίου σύκου νηδὺν δέ τὴν νηδὺν καίπερ βαρυνομένην ταῖς ἀνίαις καὶ τὰ ἑξῆς . * | ||
| ἢ ' πίκωμος ἢ μαζαγρέτας , Ἅιδου τραπεζεύς , ἀκρατέα νηδὺν ἔχων . ἐπεὶ δὲ τοσούτων λεχθέντων μηδὲν ἀποκρίνεται , |
| τοῦ σκληρόν . Γ στερρόν ] ἀντὶ τοῦ γεγηρακὸς καὶ αὖον . σκληρὸν καὶ γεγηρακός , ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἀκμαζόντων | ||
| . ἁ σταφυλὶς σταφὶς ἔσται : ὃ νῦν ῥόδον , αὖον ὀλεῖται . μὴ ' πιβάλῃς τὴν χεῖρα . καὶ |
| ᾠῶν πουλυπόδια ἐξέρπει ὥσπερ τὰ φαλάγγια πολλά . ὁ δὲ θῆλυς πουλύπους ὁτὲ μὲν ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς , ὁτὲ δ | ||
| τοῦ ω φθόγγος , στρογγύλος τε ὢν καὶ συνεστραμμένος , θῆλυς δὲ ὁ τοῦ η : διαχεῖται γάρ πως ἐν |
| μὲν βαθείην τομὴν κατὰ τὸν νεφρόν : κἢν μὲν τύχῃς ταμὼν , παραχρῆμα ὑγιέα ποιήσεις : ἢν δὲ ἁμάρτῃς , | ||
| ἥψασθε τραπέζης , ἦ τ ' ἂν ἀπὸ γλώσσας τε ταμὼν καὶ χεῖρε κεάσσας ἀμφοτέρας , οἴοισιν ἀποπροέηκα πόδεσσιν , |
| μὲν ἄλλον χρόνον , πρὸς ἣν ἂν πέτραν παραγένηται , θήγει προσβαλὼν τὰ στέρνα , συμπεσὼν δὲ ἐλέφαντι ὑποδὺς τὴν | ||
| φιλοψυχοῦσιν ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ βίου . λόγος κενῶς μὲν ἐξενεχθεὶς θήγει τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας |
| δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής . | ||
| τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ |
| μὲν ἄλλην πτίλωσίν ἐστι τεφρός , τὰς δὲ πτέρυγας ἄκρας ὠχρός ἐστιν . Ἀκούω δὲ ἔγωγε καὶ Ἰνδὸν ἔποπα διπλασίονα | ||
| καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κοῖλοι γινόμενοι θάνατον ἀπαγγέλλουσι πελιδνός ] ὁ ὠχρός , μολιβδόχρους μυκτήρ ] ἡ μύτις , ἡ ῥίς |
| πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης ἄσιτος ἡμέραν καὶ νύχθ ' ὅλην κεστρεύς , λεπισθείς , | ||
| ἔχει τῆς καθάρσιος : ἢν δὲ μὴ , κακῶς : ἄσιτος δὲ ταῦτα ποιείτω . Καὶ ἢν μὴ τεκνοῦσα ἦ |
| ἐξ ἀριστεροῦ : ἦν γὰρ καὶ ὁ σπλὴν κυρτὸς καὶ σκληρὸς , καὶ ἄνω : περιεγένετο : ὑποστροφή . Ἦν | ||
| ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος καὶ ὁ |
| εἴποις γ ' ἂν αὐτοὺς ἀρτίως ἡλωκέναι . εἶθ ' ἁλιεὺς ὢν ἄκρος σοφίαν ἐπὶ μὲν παγούροις τοῖς θεοῖς ἐχθροῖσι | ||
| δυσέρωτές εἰσιν , ἐξ ὧν ποθοῦσιν ἐκ τούτων ἁλίσκονται . ἁλιεὺς γὰρ ἀνὴρ αἰγὸς δορᾷ ἑαυτὸν περιαμπέχει , σὺν αὐτοῖς |
| καὶ σοί ; Ἔμοιγε . Οὐκοῦν ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος , εἴ τις τούτου ἐν τῇ πόλει | ||
| ] Κυδώνιον : Κρητικόν . μονιὸν δάκος : [ ὗς ἄγριος ὃς ἂν μὴ συναγελάζηται ] ? ? ἑτέροις . |
| τρίτης κατ ' ἄμφω τάξεως : ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς θερμὸς μὲν ὁμοίως , ξηραίνει δ ' οὐχ ὁμοίως , | ||
| ἕτερον πίων ἀπὸ τευθιάδα καὶ σηπιοπουλυποδείων . . ἁπαλοπλοκάμων . θερμὸς μετὰ ταῦτα παρῆλθεν ἰσοτράπεζος ὅλος μνηστης συνόδων πυρός . |
| . τῖφος : ὁ κάθυγρος τόπος , ἔνθα διέτριβεν ὁ κάπρος . περὶ δὲ τοῦ κάπρου καὶ Ἡρόδωρός φησιν , | ||
| αὐτοῦ καὶ Εὐξίππης , ἢ ὅτι Λητὼ ἐκεῖ βουλομένην τεκεῖν κάπρος ἐπιφανεὶς ἐπτόησε . τὸ ἐθνικὸν Ἀκραιφιαῖος καὶ Ἀκραίφιος καὶ |
| τὰ ἴχνη καὶ οὐ δυσζήτητος , ἀλλ ' εὐεύρετος ὁ λαγώς , καθότι καὶ τῇ δασύτητι τῶν ὑπὸ τοὺς πόδας | ||
| πόλιν . περὶ τῶν σελίνων μαχόμεθ ' ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' , εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ |
| αἰχμητάων . : Ρ . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν . ἡ διπλῆ , ὅτι οὗτός | ||
| τοῦτον ἀποθέσθω , ὦ Ἑρμῆ , βαρύν τε ὄντα καὶ λάσιον , ὡς ὁρᾷς : πέντε μναῖ τριχῶν εἰσι τοὐλάχιστον |
| , προσδοκώμενος θάνατος , ἐγκύματος ὁδοιπόρος . Κυμάτων ὁδοιπόρος , θαλάσσιος βερεδάριος , ἀνέμων ἰχνευτής , ἀνέμων συνοδευτής , οἰκουμένης | ||
| , ὃ καὶ ἀηδὼν καλεῖται ὑπὸ πάντων γινωσκόμενον . Ἐχῖνος θαλάσσιος ὑπὸ πάντων γινωσκόμενος . Εὔανθος λίθος ἐστὶ πάγχρυσος : |
| φέρει , ἔνθα μέσην περὶ παῖδα λαβὼν ἀγκῶν ' ἐφίλησα δειρήν , ἡ δὲ τέρεν φθέγγετ ' ἀπὸ στόματος . | ||
| ἐμμενέως : ὁ δ ' ἑλίσσεται ἀμφί τε γοῦνα , δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται |
| σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς | ||
| ] Ἡ τῆς ξανθοῦ βοτάνης ῥίζα θερμαινομένη καὶ πρὸς τῷ ὀδόντι εὐθέως θεῖσα αἴρει τοῖς δακτύλοις . [ ιγʹ . |
| αἰθαλόεσσαν δέ φησιν αὐτήν , ἐπεὶ μελανόγειός ἐστιν . * αἰθαλόεσσαν : ὑδατόεσσαν * βόσκει : τρέφει ἅρπην : ἅρπη | ||
| κεφαλῆςὅτι τὴν ἀπὸ πυρὸς τέφραν κόνιν λέγει . διὸ καὶ αἰθαλόεσσαν αὐτὴν λέγει . . δμωαὶ δ ' , ἃς |
| τῇ γλυκύτητι τοῦ θυμοῦ καὶ πρὸς τοὺς ἑταίρους ἠγρίωτο , ἔλαφος καὶ κύων ἐνομίζετο καὶ τὰ τοῦ Διὸς ὄμματα οὐδαμοῦ | ||
| οὐκ , εἴ τι τοῦτο † ποιοῦν , τοῦτο καὶ ἔλαφος λέγεται : ἡ γὰρ δίκταμος βοτάνη καιομένη τοῦτο ποιεῖ |
| ὠφελεῦντι νῦν ὠφελεῖ ἐνταῦθα , ὁπόταν ὑπὸ ἰσχνότητος ἄχροος καὶ χλωρὸς ᾖ : ἢν γάρ τις φλεγματῶδες προσφέρῃ , παύεται | ||
| ἐπέχεται συνεχῶς . πήγανον γοῦν τὸ χλωρὸν καταπλασθὲν καὶ στραφυλῖνος χλωρὸς ὠφέλιμος αὐτοῖς καὶ μάλιστα εἰ νυγματώδεις ὑπάρχουσιν αἱ ὀδύναι |
| ποιηταὶ καλεῖν φιλοῦσιν αὐτήν : πονηρὸν δὲ καὶ ὁ χερσαῖος ἐχῖνός ἐστι . καὶ ὃ μὲν ἑαυτὸν συνειλήσας κεῖται , | ||
| ἀναίμου τε ὄντος καὶ τόσον γόνον ᾠοτοκοῦντος , ὡς ὁ ἐχῖνός τε ᾠὰ πέντε γεννᾷ , ἓν δὲ τὸ ὄστρεον |
| κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις γόνυ γουνὸς ἀμείβων , | ||
| μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων |
| . . . . ἔνθα μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ ὀξὺ βέλος περιπευκέςἡ διπλῆ , ὅτι μάχαιραν καλεῖ τὸ | ||
| μετὰ μεγάλης σπουδῆς τιμᾶν τε καὶ σέβειν . Τὸ δὲ μαχαίρῃ πῦρ μὴ σκάλευε φρονήσεώς ἐστι παρακλητικόν : ἐγείρει γὰρ |
| γένη δύο τῆς βοτάνης ταύτης , καὶ ὁ μὲν μέλανος χαμαιλέων γένους ἐς ἴσον ἔρχεται , τά τε φύλλα καὶ | ||
| , παύει παραχρῆμα τοὺς πόνους καὶ ἵστησιν . ἄλλο . χαμαιλέων μέλας διακλυζόμενος παύει ὀδονταλγίας . τοῦτο καὶ μῦς κτείνει |
| συντείνας αὐτός τε καὶ τὸν ἡγούμενον τὴν ὁδόν , οὐκ ἀνίησιν πρὶν ἂν ἢ τέλος ἐπιθῇ πᾶσιν , ἢ λάβῃ | ||
| δασύτερα , στύφοντα ἐν τῇ γεύσει : καυλὸν δ ' ἀνίησιν οὐ μέγαν , ῥίζαν δὲ λεπτὴν καὶ βραχεῖαν : |
| Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος | ||
| . ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ |
| χεῖρα καὶ πρόσωπον καὶ ἕτερα τοιαῦτα . ὁ μὲν οὖν ἱέραξ αὐτοῖς σημαίνει πάντα τὰ ὀξέως γινόμενα , διὰ τὸ | ||
| καὶ αἱ ταύταις παραπλήσιαι : ἀπὸ δὲ ζώων καρκίνος , ἱέραξ , κριὸς , λαγωὸς , χελώνη : ἀπὸ δὲ |
| ὄφις καὶ ὄφεας καὶ ὄφεις . Ὦ ὄφιες καὶ ὦ ὄφις καὶ ὦ ὄφεες καὶ ὦ ὄφεις . Ἰστέον ὅτι | ||
| μῦθος . Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς , σῶμα δὲ ἕν , |
| ἐλλείπων , πυαλίτης , ἐπίθετος , σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , Λάμπων , Κύκλωπες , | ||
| καγχαλόωντες , θρώσκοντες θύνουσι χοροιτυπέουσιν ὁμοῖοι . εἴαρι δὲ γλυκὺς οἶστρος ἀναγκαίης Ἀφροδίτης καὶ γάμοι ἡβώωσι καὶ ἀλλήλων φιλότητες πᾶσιν |
| στηθέων ἀρύσασα ψυχὴν ἐγγυάλιξεν ἀγαιομένη χατέοντι : τοῖος ἀπὸ ξανθοῖο καρήατος Αἰσονίδαο στράπτεν ἔρως ἡδεῖαν † ἀπὸ φλόγα , τῆς | ||
| , διὰ δ ' ἄνδιχα τρηχὺν ἔαξα αὐτοῦ ἐπὶ λασίοιο καρήατος ἀγριέλαιον θηρὸς ἀμαιμακέτοιο . πέσεν δ ' ὅγε πρὶν |
| ἐν τῇ ὕλῃ ὡς ἔχει : πολλὴ γάρ τις καὶ λάσιος ἐφαίνετο . δαίμων δέ τις , ὡς ἔοικεν , | ||
| ἐκεῖνος ; εἶτα πῶς σύριγγα οὐκ ἔχεις οὐδὲ κέρατα οὐδὲ λάσιος εἶ τὰ σκέλη ; Μόνον γὰρ ἐκεῖνον ἡγῇ θεόν |
| πρὸς ἀλλήλους κοινωνίαν ποιήσαντες ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν . καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη εἰς μέσον καθῆκεν , ἡ δὲ βάτος | ||
| ταῦτα μᾶλλον σπουδάζομεν ὕστερον , περὶ ὧν πρότερον πταίσωμεν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια ἑταιρείαν ποιησάμενοι ἐμπορικὸν διέγνωσαν βίον |
| δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , | ||
| δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , |
| ἰδίως ἡπατικοῖς ὀνομαζομένοις πάθεσιν . ἐφεξῆς δὲ τῷ ἥπατι βλάπτεται σπλὴν ὑπὸ τῶν γλυκέων οἴνων : οὐ μὴν ὅ γε | ||
| τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηρανθῇ , ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται . |
| φάτις δόξα : “ φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει . ” φαέθων λάμπων . ἔστι δὲ καὶ ἵππου ὄνομα . φαείνω φανῶ | ||
| σφάλλων , ἀγύρτης , οἶστρος , ἀνακάμπτων , δορεύς , λάμπων , Κύκλωπες , ἐπιφέρων , Σόλων , Σίμων . |
| ἁπαλοῖς κίχλαις τ ' ἀναβράστοις . Ὦ μαλάχας μὲν ἐξερῶν ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα | ||
| περιπατῶν , καὶ ἄλλος ὁ νοῶν , καὶ ἄλλος ὁ ἀναπνέων , ἀλλὰ εἷς ὁ ταῦτα πάντα . ἀλλὰ οὐδὲ |
| πρέμνῳ καθῆστο ἐλλοχῶσα καὶ ὕφαιμον ἄνω βλέπουσα , ὁ δὲ λέων , οἷα ἀδημονῶν καὶ ἀλύων ὑπὸ τοῦ ἄχους , | ||
| κύων . ἐπιβαίνει δὲ συγκαθισάσης τῆς θηλείας , καθάπερ ὁ λέων : ἔστι γὰρ καὶ οὗτος τῶν ὀπισθουρητικῶν ζῴων . |
| τὸν βασιλικὸν κοιτῶνα : καὶ ἐμὲ κατὰ τὴν καρδίαν ἔσωθεν κόπτει φροντίς : εἰς ὑμᾶς δὲ εἴπω λόγον οὐδαμῶς ἐμαυτῆς | ||
| τὸ κομίσασθαι καὶ ἀπολαβεῖν . κόπτει καὶ ψοφεῖ διαφέρει . κόπτει μὲν γὰρ τὴν θύραν ὁ ἔξωθεν , ψοφεῖ δὲ |
| δίψης : αὐτὰρ ὅγ ' , ἠύτε ταῦρος ὑπὲρ ποταμοῖο νενευκώς , χανδὸν ἀμέτρητον δέχεται ποτὸν εἰσόκε νηδύς ὀμφαλὸν † | ||
| ἐν ᾧ ὅτι χρηστὸς ἦν , ἐλεύθερος , πρὸς ἀρετὴν νενευκώς : οὕτω γὰρ καὶ συνεῖναί μοι τὸν νέον προὔτρεψα |
| καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο . ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας | ||
| ἄρτων καὶ οἱ μὴ καλῶς ἐσκευασμένοι παχύχυμοι καὶ ὁ καλούμενος τράγος καὶ τὰ διὰ γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα |
| γογγύλων πέτρων ὑπόσκιον θήσει χθόν ' : οἷς ἔπειτα σὺ βάλλων διώξῃ ῥᾳδίως Λίγυν στρατόν Ἀγρεὺς δ ' Ἀπόλλων ὀρθὸν | ||
| Χρυσίδι σπένδων γέγραφε τοῖς ὄφεσι πιεῖν διδούς . Καὶ δρόσον βάλλων ἕωθεν χλιαρὸς ταγηνίας . Ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει |
| δύναμιν , ἐπιτεταμέναι δὲ μᾶλλον . Ἀσπάλαθος κατὰ τὴν γεῦσιν δριμύς ἐστι καὶ στυπτικός . ἐξ ἀνομοιο - μερῶν οὖν | ||
| ' ἕκαστον φύλλον ἄνθος ὥσπερ λευκοΐου : χυλὸς κροκώδης , δριμύς , δηκτικός , ποσῶς ὑπόπικρος καὶ δυσώδης : ῥίζα |
| ψιλουμένου καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ψιλοῦνται , τοῦ ἄλγους τῷ ἄλγει τὸ ἄλγος ὦ ἄλγος , καὶ πάλιν τοῦ ἁγνός | ||
| δ ' ἀρτίφρων ἐγένετο μέλεος ἀθλίων γάμων , ἐπ ' ἄλγει δυσφορῶν μαινομένᾳ κραδίᾳ δίδυμα κάκ ' ἐτέλεσεν : πατροφόνῳ |
| δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ πανούργων . Γύγης γὰρ βουκόλος ὢν γῆς ὑπὸ σεισμοῦ ῥαγεί - σης νεκρὸν εὑρὼν | ||
| πρέπον ἂν καὶ ἡμῖν χορεύειν τῷ γάμῳ . ἅπτεται καὶ βουκόλος ἐν νάπαις σύριγγος , ὅταν ἴδῃ μόσχον , ὃν |
| ὀνόματος ἔτυχε , καὶ ἡ βατὶς δὲ εὔστομος . ἡ νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ | ||
| , σηπίαι , τευθίδες καὶ τὰ τοιαῦτα . τῶν σελαχίων νάρκη μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι |
| . καὶ ἐν τοῖς Καλλιμάχου γὰρ ἀναγέγραπται κέβλη . εἶτα μύρμηξ Ἑρμίππου τετραμέτροις . καὶ Θεμιστοκλέους τὸν πρωνός τις ὢν | ||
| . ἴδρις ⌊ σωρὸν ἀμᾶται ⌋ : νῦν ὁ ἔμπειρος μύρμηξ : σωρὸς δὲ ὁ θησαυρός . * μηνὸς δ |
| τήνδε μικρὸς ὢν τίσω . ” γελάσας δ ' ὁ θὴρ παρῆκε τὸν ἱκέτην ζώειν : καὶ φιλαγρευταῖς ἐμπεσὼν νεηνίσκοις | ||
| . ἀλλὰ διεψεύσθης , σεσοφισμένε : δὴ γὰρ ὁ μὲν θὴρ ἦε δράκων , σὺ δὲ θήρ , οὐ σοφὸς |
| οἱ σκῶπες τῷ πάχει , παραπλήσιοι δέ εἰσι τὴν ἰδέαν τρυγόνι τε καὶ φάττῃ . Ἀλλὰ τό γε τῶν Πυγμαίων | ||
| , ὅμοιος ἱέρακι , μελανώτερος δέ , παρεοικὼς κατὰ πάντα τρυγόνι δίχα τοῦ κέντρου . τούτου οὖν τοῦ ἰχθύος οἱ |
| ἀλλὰ μύθοις τὰ πάντα παιδοτριβῶν , οὕτω τὰς τῶν ἀκροωμένων ἀγρεύει ψυχάς , ὡς αἰσχύνεσθαι ταῦτα τοὺς λογικοὺς ποιεῖν ἢ | ||
| . ἢ οὕτως : ὥσπερ ὁ ἁλιεὺς τοὺς ἰχθῦς πλανῶν ἀγρεύει , οὕτω καὶ ὁ Ναύπλιος τὰς τῶν Ἑλλήνων γυναῖκας |
| ἐκ τοῦ ποδὸς ἑλκύσας . „ τοῦ δὲ λύκου τοῖς ὀδοῦσι τὸν σκόλοπα ἐξελκύσαντος ὁ ὄνος κουφισθεὶς τῆς τοῦ ποδὸς | ||
| ἀέξετο πυθομένοιο ἰοῦ ἄπο , στυφελοῖσι τόν οἱ ἐνομόρξατ ' ὀδοῦσι λυγρὸς ὕδρος , τόν φασιν ἀναλθέα τε στυγερόν τε |
| καὶ δηλοῖ νοσοῦντας . τὰ δὲ νεανίσκων πρόσωπα πάγχρηστος , οὖλος , πάρουλος , ἁπαλός , πιναρός , δεύτερος πιναρός | ||
| τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ νοεῖ , οὖλος δέ τ ' ἀκούει . |
| οἱ λιθοβόλοι μονάγκωνες οὕς τινες σφενδόνας καλοῦσιν , ὁ δὲ κριὸς ὑπὸ τῆς ῥοπῆς ἐπιφερόμενος τῷ τείχει , σχαστηρίαν λαβὼν | ||
| οὗτοί μοι , αὐτὸς δὲ ἐπεχείρουν τρόπῳ τοιῷδε : ἦν κριὸς τά τε ἄλλα ὑπερμεγέθης καὶ ὑπέρδασυς , τούτῳ περιβαλὼν |
| : χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος : πολὺς | ||
| ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα , ἔσται δι ' ἅλμης λιπαρὸς ἑφθὸς ἐν χλόῃ , ἀποδοὺς ὅς ' ἐστὶν ἀπ |
| σπονδύλους , ὥς φησι Δημήτριος : τοὺς γὰρ σπονδύλους ὁ σκορπίος οὐ πλείους ἔχων τῶν ἑπτὰ ὁρᾶται , ἀλλὰ καὶ | ||
| καὶ εἰρήνῃ καθεύδειν πολλῇ . οἳ δὲ ὁποῖα παλαμῶνται . σκορπίος εἰ λάβοιτο ὁπόθεν ἑαυτὸν ἐξαρτήσει κατὰ τοῦ ὀρόφου , |
| ὅμως καὶ αὐτῶν ὑπ ' ἐκείνων ὠφελουμένων ⋮ Ὁ κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν : ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι | ||
| συμφυοῦς κακίας ἐς τὴν χρείαν παραλυθέντα . ὁ γοῦν κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν . ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι |
| , ἐπίαχε δ ' Ἑλλήσποντος . Ἀμφὶ δὲ κυανέοισι καλυψάμεναι χρόα πέπλοις ἐσσυμένως οἴμησαν , ὅπῃ στόλος ἐπλετ ' Ἀχαιῶν | ||
| λαμπρότερα ἢ ζοφωδέστερα . ἐπεὶ δ ' ἐν πέρατι ἡ χρόα , τούτου ἂν ἐν πέρατι εἴη . πᾶν μὲν |
| ὀργὴ περιϋλακτοῦσα τὴν καρδίαν ἐπικλύζει τὸν λογισμὸν τῷ τῆς μανίας ἀφρῷ . λόγος δὲ τούτων ἁπάντων πατήρ , καὶ ἔοικεν | ||
| φησὶν ἀντὶ τοῦ μαθεῖν ἐποίησαν . πολιαινομένας : ἀφριζομένης τῷ ἀφρῷ τῆς κωπηλασίας . λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις . |
| κατῃσίμωται πάντα τἀκροκώλια , νενωγάλισται σεμνὸς ἀλλᾶντος τόμος , παρεντέτρωκται τευθὶς ἐξωπτημένη , παρεκλέλαπται σταμνί ' ἐννέ ' ἢ δέκα | ||
| ὡς ἁπαλὰ καὶ μαλακὰ , οἷον πολύπους , σηπία , τευθὶς , ἀκαλήφη , καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον : |
| δὲ ὀλίγων ὑπαρχόντων οὐ μόνον μεταδιδοὺς ἑτέροις , ἀλλὰ καὶ ῥίπτων φανήσομαι πολλάκις . ἡδονὴν δὲ ποίαν ἐθηρώμην , ὁπότε | ||
| τοῖς τῶν κογχυλίων σαρκιδίοις , τὰ ὄστρακα ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος |
| : Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν | ||
| αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν |
| ] τοῦ Ποσειδῶνος . πόρον ] τὴν θαλασσίαν ὁδόν . μετερρύθμιζε ] μετέβαλεν εἰς γῆν . πέδαις ] δεσμοῖς ἤγουν | ||
| : πρότασιν γὰρ ἀνῄρει καὶ ἀποφαντικὸν λόγον . Πλάτων δὲ μετερρύθμιζε τὸν λόγον ἀντὶ τοῦ λευκός ἐστιν λέγων λελεύκωται . |
| * καθήλατο : κατεπήδα ἐπήδησε τύψε δὲ κώλοις : ὁ ἰχνεύμων κώλοις , ἤτοι τοῖς ποσίν , ἔτυψε , ἔπληξε | ||
| μισθός ⋮ Κειμένῳ δὲ καὶ ὑπνώττοντι τῷ κροκοδείλῳ ἐπιβουλεύει ὁ ἰχνεύμων καὶ ἐμφὺς τῇ δέῤῥῃ , πολλάκις ἀπέπνιξεν αὐτόν : |
| εὐθυτενής , λεωφόρος , ἁμαξιτὸς ἁμαξήλατος , ἱππάσιμος ἱππόκροτος , ἐπίδρομος , λεία , σαφής , προφανὴς ἐκφανής , τετριμμένη | ||
| κουφότερος , ὀξύτερος , ἐλαφρότερος , σπουδαιότερος , δρομικώτερος , ἐπίδρομος , πρόδρομος . καὶ δρόμοι ξυστοὶ ἐν οἷς αἱ |
| τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες | ||
| δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ |
| διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφεται : οἷον , Ζέλεια : Ζέφυρος : ζέω τὸ ῥῆμα : ζέσις : ζέμα . | ||
| ἑκάτερος : ἐτόξευε μὲν ὁ Ἀπόλλων , ἔπνει δὲ ὁ Ζέφυρος . μέλη μὲν ἦν τὰ παρ ' ἐκείνου καὶ |
| , καὶ καίει τῆς θηλείας τὸ ἄρθρον . ὁ οὖν ἄρρην τὰ κοινὰ τέκνα ἐσθίων εἰς ἑτέρων παίδων πόθον κινήσας | ||
| ἐπονείδιστος οὗτος : ἐκεῖνος Ἑλληνικός , βαρβαρικὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἄρρην , ἁπαλὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἑστώς , πτηνὸς οὗτος |
| πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν | ||
| ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν |