πειθοῦς ἀπώσασθαι . εὑρεθεῖσα δὲ ὑπὲρ τοιούτων καὶ τηλικούτων μόνη βιωτὸν ἡμῖν πεποίηκε τὸν βίον , τούς τε ἰδίους οἴκους
βασιλείας ἀσφαλεστάτης καὶ δόξης οὐ τῆς τυχούσης ὅμως οὐκ ᾤετο βιωτὸν αὐτῷ ταύτης ἐστερημένῳ , παρελθεῖν δὲ πάντας εὐδαιμονίᾳ ,
6564321 μωριας
τε καὶ τοῦ λεγομένου τότε εὐνούχου , καταφρονήσαντος τῆς Καμβύσου μωρίας . Λέγεται δὴ ταῦτά γε , καὶ ἔοικεν σχεδὸν
ἤ τι τοιοῦτο . τὸ δ ' ἐμὲ : Οὐ μωρίας πλέων . . 〛 ἀποσποδῆσαι : Ἀντὶ τοῦ ἀφανίσαι
6363442 φιλοζωος
γραφήν : οἷον , ζωηφόρος : ζωητόκος : ἀείζωος : φιλόζωος . Τὸ δίκη διὰ τοῦ ι : ἐκ γὰρ
ἐπιθήσεις . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος ὤν , κἂν μυρίους κινδύνους ὑποστῇ , τὸ τοῦ
6200017 κοπιωσα
ἡ τύχη γε ἐπελάθετο τῆς ἰδίας φύσεως , ἀλλὰ καθάπερ κοπιῶσα τῷ τοὺς αὐτοὺς συνεχῶς εὖ ποιεῖν , τηλικαύτην τὴν
τοῦ στερητικοῦ α ἀκμή , ἡ μὴ ταχέως κάμνουσα καὶ κοπιῶσα ἀλλὰ φέρειν κόπους δυναμένης . . . . ἀλκμάν
6174515 ὑπαιτιος
ὁρμὴ καὶ τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος : ἑκάτερον γὰρ τούτων τί ἐστιν ἕτερον ἢ παλαιὸν
ἡ ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα , ἐγὼ δὲ ὑπὲρ ἐκείνων ὑπαίτιος ἐσόμενος σαφῶς ᾔδη . Τοῦ δὲ ἀκολούθου ἡ μαρτυρία
6165828 συγγνωστος
λιμὸν καὶ τὴν τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίαν τε καὶ ἀπορίαν ἁμαρτάνων συγγνωστός , ὁ δὲ τοιᾶσδέ τινος ἐπιθυμίᾳ τροφῆς καὶ τοιοῦδέ
δύο μακρῶν καὶ βραχείας , – – ˘ , οἷον συγγνωστός : μολοττὸς , ὁ ἐκ τριῶν μακρῶν , –
6129512 Τουτ
ἐσθ ' ἕδρα , ἐπείπερ ἐστὶ Θεσμοφορίων ἡ μέση . Τοῦτ ' αὐτὸ γάρ τοι κἀπολεῖν με προσδοκῶ . Αἱ
ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα μυθολογῶ , οὐδέν τι μᾶλλον μεταθήσῃ ; Τοῦτ ' ἀληθέστερον εἴρηκας , ὦ Σώκρατες . Φέρε δή
6081970 μιαινεται
μιασμοῖς τῆς γῆς συνεχόμενος μᾶλλον οἰκοδομεῖ , αὐτὸς δὲ οὐ μιαίνεται . Ὑπονοῶ δὲ καὶ πράξεις ἐν ὑμῖν οὐ καλὰς
τοιούτων πορθήσεως ὑπαινίττεται . χραίνεται ] μολύνεται . χραίνεται ] μιαίνεται . χραίνεται ] μελαίνεται . θ πόλισμ ' ἅπαν
6074360 λυπουμενη
Πελίου φόνον εἰς Κόρινθον ἀφίκετο : οὐχ ᾧ τρόπῳ σὺ λυπουμένη νομίζεις ὅτι τὸ μὲν σὸν μισῶν λέχος , ἐκείνης
ἡλικίαν κατοδυρομένη τὴν ἑαυτῆς καὶ ὅτι μέλλοι πρὸ ὥρας ἀποθανεῖσθαι λυπουμένη , πολλὰ δὲ Ἁβροκόμην ὡς παρόντα ἀνεκάλει . Ἐν
6063427 εὐνουστερος
εὔνοος καὶ τὸ συγκριτικὸν εὐνοώτερος , τὸ δὲ συνῃρημένον σχῆμα εὐνούστερος καὶ οὐχὶ εὐνούτερος . ῥητέον οὖν ὅτι ὅσα μὲν
δύναται πολλάκις ὁ ἕτερος παρασχόμενος μαρτυρίαν , ὡς περὶ αὐτὸν εὐνούστερος ἦν ὁ πατὴρ , διαφοράν τινα ἐμποιεῖν : ὁ
6053072 Χαρισιου
δὲ Κοραξοί „ . Χαρισίαι , πόλις Ἀρκαδίας , ἀπὸ Χαρισίου παιδὸς Λυκάονος . Παυσανίας ὀγδόῳ „ ὠνομάσθησαν δὲ [
Ἑπτὰ γὰρ ταύτας παιδίσκας ἐκ μικρῶν παιδίων ἐκτήσατο Νικαρέτη , Χαρισίου μὲν οὖσα τοῦ Ἠλείου ἀπελευθέρα , Ἱππίου δὲ τοῦ
6031726 παρανοειν
τούτου ὡς ἀμείνω λέγουσιν , ὑπονοεῖν μέντοι καὶ μετανοεῖν καὶ παρανοεῖν . τὸ δ ' ἀπονενοῆσθαι φαυλότερον , προνοεῖν δὲ
τῷ πατρὶ πολεμιώτατος ἦν , πῶς οὐ δόξει τοῖς ἀκούσασι παρανοεῖν ἢ ὑπὸ φαρμάκων διεφθάρθαι ; Ἔτι δ ' ἐμέ
6028251 τιμωντος
γενόμενος εὔφρανεν . ἦν δὲ καὶ ὅσα ἐλύπει τὸ δίκαιον τιμῶντος : διδασκάλῳ γὰρ βοηθῶν ἐν ὅπλοις ἦν . ἐπεὶ
καὶ Εὐμαθίου τοῦ φενακίζειν οὐκ εἰδότος καὶ ἐμοῦ τοῦ τἀληθῆ τιμῶντος ; ὡς ἔγωγε οὐδεπώποτε πρὸς πατέρας περὶ παίδων ἀμβλυτέρων
6021080 ἐνδεους
. Λεγέσθω τοίνυν τὸ ἀνενδεὲς φύσει πάντως εἶναι πρὸ τοῦ ἐνδεοῦς : τὸ γὰρ ἄλλου δεόμενον δουλεύειν ἐκείνῳ πέφυκεν ἐξ
νέος μεταξύ τινος ἑορτῆς γινομένης ἑτέρας ἠράσθη παρθένου καλῆς , ἐνδεοῦς δὲ χρημάτων ἐν τῇ πανηγύρει ταύτην ἰδών . περὶ
6020364 μετοχος
ὅτι φιλεῖ καὶ εἴωθεν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἔμπορος καὶ μέτοχος καὶ συνήθης ἐστὶ κακῶν , πάντα δειμαίνειν καὶ φοβεῖσθαι
ὤμοις ὑποκινούμενος καὶ ἅμα πράως κεκυφὼς μεγαλονοίας καὶ ἀνδρείας καλῶς μέτοχος . ὁ δὲ ἐν τοῖς ὤμοις ὑποκινούμενος , ὀρθὸς
6010240 ἀπραγμων
ἐλείφθη εἰκότως ἀποβάντος αὐτῷ τούτου : ὁ γὰρ φιλέρημος καὶ ἀπράγμων θεὸς καὶ μόνον ἔχων νεβρίδιον καὶ καλαυρόπιον καὶ συρίγγιον
τῶν ἐν Πειραιεῖ . . . Μόλπις . Ἆρα οὖν ἀπράγμων εἶναι δοκεῖ ὑμῖν Διογένης , ὃς ἐπιδικάζεται μὲν τῶν
6000351 ἁμαρτανοντος
' ἄλλου ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος καὶ λέγοντος ὡς δοιοί τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς
πλείονος ποιήσεται τῆς ἔχθρας , κἂν φιλῇ ὅμως οὐκ ἀφέξεται ἁμαρτάνοντος . Ἓν γάρ , ὡς ἔφην , τοῦτο ἴδιον
5988883 ἐνθυμιος
πολεμήσαντος αὐτοῖς , πέρι πάμπαν ἐπολυπραγμόνουν οὐδέν , οὐδὲ σφίσιν ἐνθύμιος ἦν ὅλως , πονουμένης ἔτι τῆς Ἰταλίας ὑπὸ Ἀννίβου
ὁ γοῦν Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Φοινικοῖς φησι τεθνεὼς οὗτος ὑμῖν ἐνθύμιος γενήσεται . ἔνδοξος καὶ ἐπίδοξος διαφέρει . ἔνδοξος μὲν
5964109 λυπηροτερον
ἄλλως παρὰ φύσιν , βίον χρὴ παρὰ βίον ἡδίω καὶ λυπηρότερον ὧδε σκοπεῖν . ἡδονὴν βουλόμεθα ἡμῖν εἶναι , λύπην
τὸ γαμεῖν ἔχει τινὰ λυπηρά , πόσῳ τὸ μὴ γαμεῖν λυπηρότερον , τὸ εἶναι ἄοικον , ἀνέστιον , ἄπαιδα ,
5959526 ψευδῃ
Χαναὰν ἐπρίαντό με . Ὁ δὲ ἠπίστησε , λέγων ὅτι ψεύδῃ : καὶ γυμνόν με ἐκέλευσε τύπτεσθαι . Ἡ δὲ
ἂν αὐτὴν ἐπιλύσῃς . ” καὶ ὁ Αἴσωπος : „ ψεύδῃ : θεὸς γὰρ παρὰ ἀνθρώπου οὐδὲν δεῖται μαθεῖν .
5926512 τηλικουτος
κἀγὼ μὲν ὁ τάλας νεκρὸν ἀντὶ νυμφίου ἐκομισάμην καὶ ἔθαψα τηλικοῦτος ὢν ἄρτι γενειάσκοντα τὸν ἄριστον παῖδα τὸν ἀγαπητόν :
. οὐ γὰρ ἂν τρὶς πιὼν οὕτως κατηνέχθη ὑπὸ μέθης τηλικοῦτος ὤν . ἦν οὖν καὶ τότε μεγάλα ποτήρια ,
5921169 ἀποδραν
παπτανέουσι . καὶ † ἀποπτανέουσι , . . . . ἀποδρᾶν : δρῶ , τὸ ὑπηρετῶ , ὅθεν καὶ δρηστῆρες
, τὸ ὑπηρετῶ , ὅθεν καὶ δρηστῆρες . τὸ οὖν ἀποδρᾶν ἐστι τὸ ἔξω γενέσθαι τῆς ὑπηρεσίας τοῦ δεσπότου .
5919582 μικρολογος
, ὦ φλήναφε : σαπρὸς γὰρ ἦν , σὺ δὲ μικρολόγος τις οὐ θέλων καινὸν πρίασθαι . οὐκ ἀδελφός ,
μηχανορράφος : ἐπινοητὴς κακῶν . κατασκευαστής . . , . μικρολόγος : σκνιπός , φειδωλός . . . , .
5902443 ἀνενεργητος
ἐὰν γὰρ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ καὶ ἄρχεται καὶ καταφύεται , ἀνενέργητος ἔσται . Ὀστῶν δὲ οὐσία γεώδης καὶ σκληρά .
ἐνέργειάν τινα τὴν εὐδαιμονίαν . μετὰ γὰρ θάνατον ὁ τεθνεὼς ἀνενέργητος . πῶς οὖν τῷ ἀνενεργήτῳ εὐδαιμονία ὑπάρξει ἢ ἐνέργεια
5878822 μνημονευε
. Ἑρμηνεία . Κἂν πλούσιος γέγονας καὶ περίβλεπτος , Πενίας μνημόνευε τῆς σῆς συντρόφου . Κλείσωμεν τὴν θύραν , τὴν
† ὅπως ἀρέσῃς μᾶλλον αὐτῷ , καὶ ὅταν πλουτήσῃς ἐμοῦ μνημόνευε . ” Καλλιρόη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησεν ,
5873203 στερηθησῃ
καταπέσῃ ἀπολέσας τὸν βίον τῆς φίλης καρδίας : πλάγιος : στερηθήσῃ : Δίδυμος οὕτως : τὸ ὑπέγγυον , τὸ ἀληθὲς
: ἀντὶ τοῦ στερηθήσῃ . τὸ γὰρ στερήσῃ ἀντὶ τοῦ στερηθήσῃ : νῦν σοι προχωρεῖ : ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων
5870073 ἐξαπατησαντας
μὲν ἀποψηφιεῖσθε τούτων , οὐδὲν δεινὸν δόξει αὐτοῖς εἶναι ὑμᾶς ἐξαπατήσαντας ἐκ τῶν ὑμετέρων ὠφελεῖσθαι : ἐὰν δὲ καταψηφισάμενοι θανάτου
, ἀφήσουσί με οἱ δικασταί , ὑμεῖς δὲ εἰς τοὺς ἐξαπατήσαντας ὑμᾶς καὶ παροξύναντας καθ ' ἡμῶν τὴν ὀργὴν τρέψετε
5869149 ἐρᾳς
παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες , τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς , εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή : οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον
γενέσεως , “ τούτου μέντοι ” , φάναι , “ ἐρᾷς , ὦ νεανίσκε , καλοῦ δὲ οὐδενός ” .
5866516 ἀκουσιος
. καὶ ὁ λιμὸς οὖν , εἴτε ἑκούσιός ἐστιν εἴτε ἀκούσιος , τῷ λόγῳ τῆς ἐνδείας καὶ τῆς ἀσιτίας δύναται
τούτων , εἴη ἂν οὐχ ἑκούσιος , οὐκέτι μέντοι καὶ ἀκούσιος . ἐπιζητήσειε δ ' ἄν τις , πῶς ὄντος
5864895 συνδιαγειν
οὐκ ἔνι φίλον γενέσθαι : ἡ γὰρ συνήθεια καὶ τὸ συνδιάγειν τὰς φιλίας ποιεῖ . οἱ γὰρ ἀποδεχόμενοι ἀλλήλους ,
οὗτοι δὲ μισοῦσιν ἑαυτούς : ὥστε καὶ συνεῖναι ἑαυτοῖς καὶ συνδιάγειν μεθ ' αὑτῶν οὐ βούλονται , ἀλλ ' οὐδὲ
5862998 διψυχια
ἀμφότερα οὖν λυπηρά ἐστι τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ , ἡ διψυχία καὶ ἡ ὀχυξολία . ἆρον οὖν ἀπὸ σεαυτοῦ τὴν
γὰρ πίστις πάντα ἐπαγγέλλεται , πάντα τελειοῖ , ἡ δὲ διψυχία μὴ καταπιστεύουσα ἑαυτῇ πάντων ἀποτυγχάνει τῶν ἔργων αὐτῆς ὧν
5858608 τιθασος
πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ ἱππεῖ ,
. οὐχ ἡμεροῦται δὲ κατὰ τὸν ἄλλον , οὐδὲ γίνεται τιθασός , ἀλλ ' ἄγριος ἐς τὸ ἀεὶ διαμένει .
5856478 τυραννικης
πολιτικὰ ἦν τὰ τῶν τότε ἡγεμόνων ἤθη καὶ πλεῖστον ἀπέχοντα τυραννικῆς αὐθαδείας , ἣν σπάνιοί τινες τῶν καθ ' ἡμᾶς
ἡ παῖς δὲ τῆς ἐμῆς ἔργον γινομένη χειρὸς αὐτή τε τυραννικῆς ἄπεισιν ἀσελγείας ἀπηλλαγμένη καὶ τῇ πόλει βεβαίαν ἐλευθερίαν ἀνύσει
5850605 φονευς
τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ ' ἐλεύθεροι , ἐπεὶ πατρὸς πέπτωκεν Αἴγισθος φονεύς . φέρ ' , οἷα δὴ ' χω καὶ
Λυδοὶ φέροντες τὸν νεκρόν , ὄπισθε δὲ εἵπετό οἱ ὁ φονεύς . Στὰς δὲ οὗτος πρὸ τοῦ νεκροῦ παρεδίδου ἑωυτὸν
5844706 ἀφροντις
, τὰ ἀκροστόλια . Ἀπολλόδωρος . : Ἀσαλής : ἡ ἄφροντις , ἡ μηδενὸς φροντίζουσα . Σάλη γὰρ ἡ φροντίς
] ἕνεκα , τιμῆς . . ἀμέλει ] ἀργόν , ἄφροντις ἀφρόντιστος ἔσο , ἀφροντίστως ἔχε . , μὴ φρόντιζε
5840335 Γωβρυας
διεπεπόμφει ὁ Κῦρος ἀπὸ τῆς τραπέζης , εἶπεν ἄρα ὁ Γωβρύας : Ἀλλ ' , ἐγώ , ὦ Κῦρε ,
συμπροθυμήσεσθαι ταῦτ ' ἔφασαν καὶ Κυαξάρης . Γαδάτας δὲ καὶ Γωβρύας καὶ τεῖχος ἑκάτερος αὐτῶν , ἢν ἐπιτρέψωσιν οἱ σύμμαχοι
5835662 πλουτῃ
ἰσχυρός , ἐάν τε μικρὸς καὶ ἀσθενής , καὶ ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα
καὶ ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾶλλον , ᾖ δὲ ἄδικος
5831112 τεκοντος
ἔμπροσθεν , κἂν ἵππος βοὸς ἔκγονον τέκῃ , οὐ τοῦ τεκόντος δήπου ἔδει τὴν ἐπωνυμίαν ἔχειν , ἀλλὰ τοῦ γένους
; τὸ λέγον ἡ ἑκάστου τῆς γενέσεως ἀρχὴ ἀπὸ τοῦ τεκόντος ἢ τῆς πατρίδος : πρῶτον γὰρ τοῦτο ἔγνωσται τῇ
5829527 συνθανειν
' αἰσχρὸν ἀνθρώποισι τἀλλήλων κακά ; οἴμοι : πόσωι σφιν συνθανεῖν ἂν ἤθελον . ἄκραντ ' ὀδύρηι ταῖσδέ τ '
βίου , ἢ δειλός ἐστιν ἢ δυσάλγητος φρένας θανόντι κείνῳ συνθανεῖν ἔρως μ ' ἔχει . ἥξειςἐπείγου μηδένεἰς τὸ μόρσιμον
5828243 ποτιτροπαιος
ἡμῖν δώσουσιν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος ἀντὶ τοῦ ἐναγής . ποτιτρόπαιος ] ἐναγής . τὸ μὲν πρῶτον πρὸς πάσας ὁ
καὶ φονεύσας . ὑπαί τε γᾶν ] ὑπὸ γῆν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος , ἱκέτης . χωρεῖτε ] τὸ μὲν
5817411 εὐελπις
τουτὶ τὸ μνῆμα ἀναπαυσόμενος . ἐκ τούτου δὲ τοῦ ὀνείρατος εὔελπίς εἰμι καλοῦ θανάτου τυχεῖν : νομίζω γὰρ μηδὲν κίβδηλον
ἔχε . . ἀμέλει . ὡς ] ὅτι . . εὔελπίς εἰμι ] λίαν ἐλπίζω . τῶν ] ἀπὸ τούτων
5800695 κτειν
. οὗτος σύ , μαίνηι καὶ κακῶν ἐρᾶις τυχεῖν ; κτεῖν ' , ὡς ἐν Ἄργει φόνια λουτρά ς '
σὺ δ ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι : μή με κτεῖν ' , ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι , ὅς
5794690 τυχοις
οὔ ; τίς μοι φύλαξ ἦν , εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις ; ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης , ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών ;
συνόντων ἐπὶ τὸ προσῆκον . εἰ δὲ ἐν ἀλλοφύλοις ἀποληφθεὶς τύχοις , σιώπα . γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδὲ ἐπὶ
5790118 βραδυπορος
ἰνώδης σάρξ ἐστι καὶ σκληρὰ καὶ διὰ τοῦτο δύσπεπτος καὶ βραδύπορος : εἰ δὲ πεφθείη καλῶς , τροφὴν οὐκ ὀλίγην
εἶναι μέλας οἶνος αὐστηρὸς ἐπιφανῶς ἢ στρυφνὸς πλήσμιός ἐστι καὶ βραδύπορος καὶ τὰς διαχωρήσεις ἀμφοτέρας ἐπέχει , τάς τε κατὰ
5778300 ἀποφυγη
' ἔσται σωτηρίας τε καὶ εὐδαιμονίας μεστὰ καὶ πάντων κακῶν ἀποφυγή : εἰ δὲ μή , μήτ ' ἐμὲ μήτ
καὶ διάνοια . καὶ ἀπάτητον πρᾶγμα . ἀναχώρησις : ἡ ἀποφυγή . Δημοσθένης ἐν τῷ παραπρεσβείας . αὐτομήνυτος : ὁ
5764398 φιλαργυρῳ
ἔδωκεν αὐτῇ τάλαντον : καὶ ἑαυτὸν προςαγγέλλει . Σκοπὸς τῷ φιλαργύρῳ τὸ χρυσίον ἀπολαβεῖν : καὶ τοῦτο διὰ τῆς προςαγγελίας
δέδωκε χιλίας , καὶ ἑαυτὸν προςαγγέλλει . Σκοπός ἐστι τῷ φιλαργύρῳ , τὰς χιλίας ἀπολαβεῖν : διὸ καὶ προςαγγέλλει ἑαυτὸν
5761348 ἀμοιρος
τὸ δὲ βραχὺ δι ' ἐμοῦ . εἰ μὲν οὖν ἄμοιρος ἔτι παίδων ἐστὶν ὁ διαβάλλων τὴν αἴτησιν , εἰκότως
ἀριστοτέχνης , οὐδ ' ὅσον ἀνθρωπίνου τεχνίτου δυνάμεως μεθέξει , ἄμοιρος δ ' ἡμῖν πάσης ἔσται γενέσεως , οὔκ ,
5751444 πραοτατος
λιμώττων μὲν οὖν λέων ἐντυχεῖν χαλεπός ἐστι , κορεσθεὶς δὲ πραότατος : φασὶ δὲ καὶ φιλοπαίστην εἶναι τηνικάδε αὐτόν .
ὁ κύων . καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἑαυτὸν συνεῖχε καὶ πραότατος ἦν : ἐπεὶ δὲ ἄρα τοὺς τοῦ δεσπότου φονέας
5744573 ἡττηται
βίου κατασκευάζειν . βραχύ μοι στόμα πάντ ' ἀναγήσασθαι : ἥττηταί μοι , φησί , τῶν Ἀργείων ἀνδραγαθημάτων ὁ λόγος
βίου κατασκευάζειν . βραχύ μοι στόμα πάντ ' ἀναγήσασθαι : ἥττηταί μοι , φησί , τῶν Ἀργείων ἀνδραγαθημάτων ὁ λόγος
5742602 ἐλευθερουται
κἀπιχωρίοις ὄρνισι δεῖπνον οὐκ ἀναίνομαι πέλειν : τὸ γὰρ θανεῖν ἐλευθεροῦται φιλαιάκτων κακῶν . ἐλθέτω μόρος , πρὸ κοίτας γαμηλίου
. δαΐκτορος ] τοῦ γάμου δαϊκτῆρος τῆς καρδίας μου . ἐλευθεροῦται ] ἀντὶ ἐλευθεροῖ . τυχών : ἐμοῦ δηλονότι .
5737786 πολεμιωτατος
τὸν δεσμὸν τοῦ σώματος καὶ τὰ ὀστᾶ , ψυχῇ δὲ πολεμιώτατος : διὸ καὶ σφαλερῶς πίνοντι πίσσα ἐπὶ πυρὶ καὶ
τὰ ὀστᾶ , τὸ οἰκειότατον τοῦ σώματος , ψυχῇ δὲ πολεμιώτατος : διὸ καὶ σφαλερὸν πίνοντι παντί , ἕξει γὰρ
5734907 προσδοκωμενης
μόνον δὲ ἀδελφοὶ ἀποθνήσκοντες ἐχθρῶν ὄλεθρον σημαίνουσιν ἀλλὰ καὶ ζημίας προσδοκωμένης λύσιν . οἷον Διοκλῆς ὁ γραμματικὸς φοβούμενος ἐξ ἐπηρείας
οὗ ἦν ἡ ἀρχὴ Σύρων , καὶ ὁ ἄνθρωπος καίτοι προσδοκωμένης ζημίας ὅμως ὁμολογεῖ ταῦτα καὶ ἀθῶος ἀπῆλθεν οὐδὲν ἐμοῦ
5734257 σιωπωντος
τῷ γυμνάζειν ἀγνωσίᾳ , οὐ προειπόντος ἃ γιγνώσκειν ἔδει καὶ σιωπῶντος . ” τοιῶνδε μὲν δὴ τῶν τετράδων οὐσῶν καὶ
, ἔχω λέγειν . τῷ γάρ ἐστιν ὄνειδος , εἰ σιωπῶντος αὐτοῦ καὶ μηδὲν γράφοντος , ἴσως δ ' οὐδὲ
5730319 ἀποκαυλισθῃ
χρηστῶς ἐπιδέηται . Κληῒς δὲ κατεαγεῖσα , ἢν μὲν ἀτρεκέως ἀποκαυλισθῇ , εὐιητοτέρη ἐστίν : ἢν δὲ παραμηκέως , δυσιητοτέρη
τοῦ βραχίονος , πλανωδέστερον τὸ ἄρθρον γίνεται , ἢν παντάπασιν ἀποκαυλισθῇ . Ἀσινέστερα δὲ , ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι ,
5727554 ἀμετοχος
⌋ δέ , ἐν ὧι [ ἡ καταβολή ] , ἀμέτοχός ψυχροῦ , δῆλον [ ὅτι καὶ τὸ ] κατασκευαζόμενον
καὶ ὁ τόπος δέ , ἐν ὧι ἡ καταβολή , ἀμέτοχός ἐστιν ψυχροῦ , δῆλον ὅτι καὶ τὸ κατασκευαζόμενον ζῶιον
5725316 Ὁτῳ
; Ὄπτα σὺ σιγῇ κἄπαγ ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος . Ὅτῳ δὲ θύετ ' οὐ φράσεθ ' ; Ἡ κέρκος
γένεσις ἐκεῖθεν ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ δηλονότι τοῦ καλοῦ . Ὅτῳ δέ τις ἄγαται καί ἐστι συγγενής , τούτου ᾠκείωται
5725121 ἀπεθνῃσκεν
καὶ ἐπιθεῖσα ἐπὶ τὰ στέρνα τοῦ ἀνδρὸς τὴν ἑαυτῆς κεφαλὴν ἀπέθνῃσκεν . ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν ἄμφω
ἐπιθήσωσιν , ὅτι τυχὸν εἰ μὴ ἐφλεβοτομήθη , οὐκ ἂν ἀπέθνῃσκεν . Τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι [ .
5724368 παρεφρονει
Σενέκας μὲν “ ἐσωφρόνει Νέρων καὶ ἐσωφρόνει ἡ πολιτεία , παρεφρόνει , καὶ σὺν αὐτῷ ἐκείνη ” , Λίβιος δὲ
πλευροῦ ὀδύνη , ἄλγος ἐς γούνατα καὶ μηρόν : φαγὼν παρεφρόνει , ἐτελεύτησε ταχέως . Τῷ Κλεοτίμου σκυτεῖ , κοιλίης
5717313 συνετου
ἐστιν ἡ σύνεσις . οὐ γὰρ διαφέρει ὁ εὐσύνετος τοῦ συνετοῦ , ἀλλὰ καὶ ὁ συνετὸς αὐτὸ τοῦτο βούλεται ,
εὐγνώμονος : τίθησι δὲ καὶ τὴν λέξιν ἐπίπαν ἐπὶ τοῦ συνετοῦ : ” τούνεκ ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ
5714812 σκιμποδιον
τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . σκιμπόδιον ἓν καὶ κώδιον καὶ ψιάθιον ἴσως παλαστῆς χαλεπὸν τὸ
παχυτέραν . ὅταν οὖν ὁμονοῶμεν , καὶ τὸ τυχὸν ἡμᾶς σκιμπόδιον δέχεται : ἐὰν δὲ στασιάσωμεν , οὐδὲ ἡ σύμπασα
5710053 στερισκομενος
τῶν προσπιπτόντων φόρτον πληγῶν . ἤτοι τοῖς τοῦ στεφάνου περιθέμασι στερισκόμενος : ἢ ἵνα μᾶλλον ἀλγῇς δεχόμενος τὰς τῶν πληγῶν
δάκρυ , νῆις δὲ καὶ ἄπειρός ἐστι καὶ τητώμενος καὶ στερισκόμενος ἀμφοῖν ἤτοι γέλωτος καὶ δακρύου ὁ Θρήκης ἔκ ποτ
5708387 διδακτον
φάσκοντας μηδὲ διδακτὸν εἶναι , ἀλλὰ καὶ τὸν λέγοντα ὡς διδακτὸν ἑτοίμους κατατέμνειν , αὐτοὺς δὲ αὐτῷ ἀεὶ τῷ ναυκλήρῳ
ἀνδράσι καὶ σοφοῖς ἔνεστι τὸ αἰδημονικόν . ὅσοις οὖν μηδὲν διδακτὸν καὶ ἐκ βίας φύσεως ἔγνωσται , ἀλλὰ φύσει τὴν
5704269 προειται
, ἡ δ ' ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ ταῦτα πάντα προεῖται χάριτος ἢ λημμάτων ἕνεκα ; ἆρ ' ἴσθ '
οὐ δυσχερανεῖς ὅτι μὴ πάλαι , οὐχ ὅσον τοῦ χρόνου προεῖται ζημίαν θήσει ; οὐκ εἰ δεῖ καὶ τῆς κόρης
5694119 κραιπαλη
κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ μέθη , μέθη δὲ ἡ
καιρῶν περίοδος καὶ σύλληψις . κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . κραιπάλη μὲν λέγεται ἡ χθεσινὴ
5690318 σαπρος
, καὶ οὐδὲν ὠφελήθη . Τῷ δὲ Φοίνικι ἐξετμήθη κύκλος σαπρὸς , καὶ τὸ ἕλκος ἐκαθάρθη μὲν τὸ πλέον ,
οὔ , “ φησιν , ” ἀλλ ' Αἴσωπος ὁ σαπρὸς λαλεῖν ἤρξατο στωμύλως . “ καὶ ὁ δεσπότης :
5686684 φλεγματικος
τὸ ψυχικὸν πνεῦμα ὑγρότητος ἅμα καὶ ψύξεως . ἐὰν οὖν φλεγματικὸς ᾖ μόνον ὁ τὸν λήθαργον ἐργαζόμενος χυμὸς , ὁ
ἡλικίας καὶ ἀπὸ τῆς ἄλλης διαγωγῆς τῷ τοιούτῳ μειρακίῳ ὁ φλεγματικὸς ἐπλεόναζε χυμός . καὶ ἀποροῦσί τινες λέγοντες , τί
5678145 ἐγγυητης
Σερουίλιος τὸν δῆμον ἀδικεῖ ; οὐ γὰρ δὴ θεῶν τις ἐγγυητὴς τοῖς στρατηγοῖς τῆς ἁπάντων ψυχῆς τῶν ἀγωνιουμένων γίνεται ,
ἑκόντας ποιεῖν τὰ δέοντα . εἰ μὲν γάρ ἐστί τις ἐγγυητὴς ὑμῖν θεῶν ὡς , ἐὰν ἄγηθ ' ἡσυχίαν καὶ
5676054 ὑβρισθεντα
δὲ ἡγησάμενος εἶναι καὶ αἰσχρὸν περιιδεῖν οὕτως ἀνόμως καὶ βιαίως ὑβρισθέντα τὸν νεανίσκον , ἐπιλαμβάνομαι αὐτοῦ . οὗτοι δέ ,
τε τοῦτ ' εἰπεῖν , ἐγὼ νῦν φεύγω , εἴπερ ὑβρισθέντα μηδεμιᾶς δίκης τυχεῖν ἐστί τις συμφορά . δέομαι οὖν
5675366 σῳζοντος
οἷον φύσις καὶ ψυχή , οὐδὲν δὲ ὑπὸ τοῦ φύσει σῴζοντος φθείρε - ται : εἰ δὲ ὑπὸ σώματος ,
: ἐξηπάτηκεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον , ὅταν ὑπὸ τοῦ σῴζοντος ἀπατηθῇ τὸ σῳζόμενον . Χάρητος ὑποσχέσεις : Χάρης στρατηγὸς
5672216 ὀπιζομενη
οὕτως : Ἄγει δὲ ἑαυτὴν ἡ χάρις ἀντὶ ἔργων φίλων ὀπιζομένη καὶ ὄπισθεν ἐρχομένη ποίτινος καὶ ἀμει - πτική :
τοὺς Λοκροὺς χάριν ὁμολογεῖν τῷ Ἱέρωνι , προευεργετήσαντι αὐτούς . ὀπιζομένη ἤτοι ἐπιστρεφομένη : ἢ ὅτι μετὰ αἰδοῦς καὶ θράσους
5671727 ἀπολωλεν
ἃ δ ' οὗτοι πλείους ὄντες ἐνίκων , ἅπαντ ' ἀπόλωλεν . καίτοι καὶ τἄλλ ' ἂν ἅπαντ ' ἀκολούθως
ἐπὶ Πλαταιὰς ἔλθῃς , ἀπόλωλέ σοι Μῆλος νῆσος γείτων , ἀπόλωλεν Αἴγινα νῆσος φίλη , ἀπόλωλεν Σκιώνη πόλις σύμμαχος ,
5666711 Δεινοκρατους
τῆς ἀρχῆς , ἀντὶ δὲ τούτου στρατηγῶν αἱρεθέντων τριῶν , Δεινοκράτους καὶ Καλλίου καὶ Σωφάνους , ἐγένετο ζήτησις τῶν ἱερῶν
αὐτοῦ εἰς Λιβύην καταλύσωσι τὴν δυναστείαν , ἐπικαλεσάμενοι τοὺς μετὰ Δεινοκράτους φυγάδας . τοῦτον δὲ τὸν τρόπον ἀσφαλισάμενος τὰ κατὰ
5665405 ἀτυχησεις
. Τί τοῦτό ἐστιν , ὦ Κυνίσκε ; οὐ γὰρ ἀτυχήσεις , καὶ μάλιστα μετρίων , ὡς φής , δεόμενος
πολὺς πίσει . Λέγ ' ὅτου ' πιθυμεῖς , κοὐδὲν ἀτυχήσεις ἐμοῦ . Γυναῖκ ' ἔχοντα μάλα καλήν τε κἀγαθήν
5665117 ὀνθ
δοῦναι τοῦτον εἰσποιήσασθαι . Ηὕρισκεν οὖν οὐδέν ' ἄλλον οἰκειότερον ὄνθ ' ἡμῶν ἑαυτῷ . Λόγους οὖν πρὸς ἡμᾶς ἐποιεῖτο
ἐκδοῦναι πείθει λαβεῖν αὐτὴν Θούκριτον τὸν πατέρα τὸν ἐμόν , ὄνθ ' ἑαυτοῦ γνώριμον , καὶ ἐγγυᾶται ὁ πατὴρ τὴν
5663584 παραφρων
παντὸς γὰρ λόγου μακροῦ μεῖζον εἰς ἐγκώμιον τὸ δεῖσαι μὴ παράφρων τῇ λύπῃ γενοίμην . ἔδει μέντοι σε τὸν τοῦτον
μεθυσκόμενον , τῆς Ἥρας αὐτῷ τὸ μεθύσκεσθαι εἰσηγησαμένης ἵνα γένηται παράφρων . ὠργίζετο γὰρ αὐτῷ ἡ Ἥρα ὡς υἱῷ τοῦ
5663109 ἀγαθοποιειν
προσδεῖσθαι τῶν ἐκείνων : ἀλλὰ δέον θεὸν ἱκετεύειν , πάντα ἀγαθοποιεῖν . Ὡσαύτως δὲ ἐκείνοις ἀποδεξάμενος αὐτὸν ἄλλον ἠρώτα :
καὶ πιστοί . νουθετοῦνται δὲ ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸ ἀγαθοποιεῖν , διότι οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς πονηρία . Οὓς
5660863 πωμαλα
ἀνακυκῆσαι τὰς ἀπίους ἁρπάζετε . Οὐδ ' ἀποπροσωπίζεσθε κυάμοις ; πώμαλα . Ἦ μὴν σὺ σαυτὸν μακαριεῖς , ὦ τᾶν
ψίλαξ ψό ὠξυθυμήθη ἦ λοιδορία τις ἐγένεθ ' ὑμῖν ; πώμαλα : οὐδ ' εἶπον οὐδέν . αἱ γυναῖκες τὸν
5657106 ἡσσων
] . [ ἀργοῦντι θυμῶι ] ῥαιδίως φέρεις τάδε , ἥσσων δὲ δούλου Φρυξὶν ] ἐμφανὴς ἔσηι . [ ]
μετανάστας : ἠματίῃ γενέθλῃ δ ' ὀλοώτατος ἔπλετο πάντων , ἥσσων δ ' ἑσπέριος γεγαὼς ἀδρανέστερα ῥέζει . Ἀφρογενὴς δὲ
5656339 χωρισθεισα
ἐξ ἀπληστίας . ἔριφός ποτε τῶν καιρῶν τῆς οἰκείας ποίμνης χωρισθεῖσα ὑπὸ λύκου ὠμηστοῦ ἐδιώκετο . ἐπιστραφεῖσα γοῦν ἡ ἔριφος
ἀνθρώπου , εἰ συνέποιτο ἡ δευτέρα , συνέποιτο δὲ μὴ χωρισθεῖσα τῶν ἄνω , οὗ ἐκείνη καὶ αὕτη λέγεται εἶναι
5652699 ἀναιτιος
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀναλῶ , ὡς αἴτιος ἀαίτιος καὶ ἀναίτιος . ἐκ δὲ τοῦ ἀναλῶ γίνεται παράγωγον ἀλίσκω καὶ
παντὸς οὗ καλῶς πράττεις θεὸν ἡγοῦ αἴτιον . κακῶν θεὸς ἀναίτιος . μεγαλοψυχίαν ἄσκει . ὧν ἡγεμόνες οἱ πόνοι ,
5648699 πεφροντικεν
περιπλάττωσι τοῖς χρηστοῖς λόγοις . οὐδέποθ ' ἑταίρα τοῦ καλῶς πεφρόντικεν , ἣ τὸ κακόηθες πρόσοδον εἴωθεν ποιεῖν . ἢ
ἄλλοι ἐπτόηνται καὶ τοὺς ἐκείνων φόβους περὶ τῶν ἰδίων ἔργων πεφρόντικεν , ὅπου αὐτός ἐστιν : εἶτα ἐρῶ αὐτῷ εἰ
5648176 εὐχαριστος
καὶ ἤδη δυνάμενον σπείρειν , * * * κἂν ἐκεῖνος εὐχάριστος ὢν πρὸς τὰ παιδεύματα , δι ' ὧν ἀρετῇ
. Λύει δὲ λύπην παντὸς ἀνθρώπου λόγος . Λόγος τις εὐχάριστος ἀπόδοσις καλή . Μηδέποτε πλούτει , θάνατον εὐλαβούμενος .
5647611 σφαλερος
, τυχὸν δὲ ὅτι , εἰ καὶ μὴ ξυμμετέσχε , σφαλερὸς ἤδη ἦν περιὼν Παρμενίων τοῦ παιδὸς αὐτοῦ ἀνῃρημένου ,
καὶ περὶ τὰς πράξεις ἐπιφθόνους καὶ ἐγκοπτικούς . Ἄρης Σελήνῃ σφαλερὸς καὶ ἐπικίνδυνος ἀκαταστασίας καὶ συνοχὰς καὶ δίκας καὶ φόβους
5647140 λυπηρος
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις
5644937 καταγελασθαι
γὰρ οἶμαι ἐπιτήδειος εἶναι , Μῆδος ὢν , ὑπὸ Βαβυλωνίου καταγελᾶσθαι . Κἀκεῖνος : Ἀλλ ' οὐ μὰ τὸν μέγαν
' ἀθλιώτερος , διπλάσια γοῦν ἐσθίει μάτην . Ἐλευθέρῳ τὸ καταγελᾶσθαι μὲν πολύ αἴσχιστόν ἐστι , τὸ δ ' ὀδυνᾶσθ
5638869 Λαις
ἥκουσιν Μεγα - ρόθεν , εἰσὶ δέ / Κορίνθιαι : Λαὶς μὲν ἡδὶ Μεγακλέους . Τίμαιος δ ' ἐν τῆι
; νυνὶ μὲν ἥκουσιν Μεγαρόθεν , εἰσὶ δὲ Κορίνθιαι : Λαὶς μὲν ἡδὶ Μεγακλέους . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ
5638646 δοκιμαστικον
ἐπὶ λόγου οὐκ ἀρκεῖ τὸ λεχθέν , ἀλλ ' ἀνάγκη δοκιμαστικὸν γενέσθαι καὶ διακριτικὸν τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ ψεύδους καὶ
καὶ τρυτάνας , τὸ δὲ ἐν ἡμῖν καὶ τούτων αὐτῶν δοκιμαστικὸν εἶναι δοκοῦν παρήσομεν . τάξει τοίνυν ὡς ἂν περὶ
5637277 ἀνεπαχθως
ὀδύνην ἐκκόπτει καὶ τὸ πάντων κάλλιστον , ἀμόλυντόν ἐστι καὶ ἀνεπαχθῶς ἀφαιρούμενον . οἶδα δὲ καὶ αὐτὸ τὸ εὐφόρβιον ἅμα
ἤτοι ἐξελθεῖν ἀνύσαντα ἤδη τὸν ὕμνον ἐλαφροῖς ποσί , τουτέστιν ἀνεπαχθῶς , ἐλαφρῶς , ὑπ ' οὐδενὸς βαρούμενον , αἰδῶ
5636471 φθονερου
δὲ δύναται μέν , κωλύειν δὲ οὐ βούλεται , τοῦτο φθονεροῦ καὶ κακοποιοῦ . λέγομεν τοίνυν πρὸς τοῦτο ὅτι τὸ
οὕτως , ἡ προαίρεσις καὶ ἡ φύσις τοῦ ἀγῶνος ἀνδρὸς φθονεροῦ τυγχάνει καὶ πονηροῦ καὶ βασκάνου . ἐπὶ τὸ ἕτερον
5634552 ἠκουσατ
τ ' ἀρκέσαι σᾶς δειρᾶς . ἰώ μοί μοι . ἠκούσατ ' ἀρχὰς δεσπότου στεναγμάτων ; ἰὼ τέκνον . καλεῖ
Ναυσίμαχον καὶ Ξενοπείθην τοὺς εἰληχότας ἡμῖν , παρεγραψάμεθα , ὥσπερ ἠκούσατ ' ἀρτίως , μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην .
5634484 οἰκοδομητου
τοῦ οἰκοδομητοῦ γίνεται . ὥστε αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια τοῦ οἰκοδομητοῦ . ἀλλ ' αὕτη ἡ ἐνέργεια κίνησις . οὔτε
γε ἅπαξ τὴν μορφήν , ἡ δὲ οἰκοδόμησις σῳζομένου τοῦ οἰκοδομητοῦ γίνεται . ὥστε αὕτη ἐστὶν ἡ ἐνέργεια τοῦ οἰκοδομητοῦ
5633328 αἰσχροκερδης
ἀγερμός , βωμολοχία , θητεία . Φιλάργυρος , φιλόχρυσος , αἰσχροκερδής , φιλοχρήματος , φιλοκερδής , φιλοχρηματιστής , χρηματιστικός ,
καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν ,
5631126 διωμολογηται
οὗ δ ' ἦν λαβεῖν ἔξω , τοῦτο ἄπειρον ἡμῖν διωμολόγηται , εἰ τοῖς πεπερασμένοις ὑπάρχει τὸ πρός τι περαίνειν
φαρμακείας ἐκλείπει : ἰατρὸς γὰρ καὶ τὸ δύνασθαι ἰατρὸν ἐπιβουλεύεσθαι διωμολόγηται , τὸ δὲ δυνατὸν τοῦ μοιχεῦσαι ἐκλέλοιπεν : ἀλλ
5630194 ἀναξιος
ὧν ἀξιοῖ τυγχάνειν ὁ χαῦνος ἑαυτόν , οὐδ ' αὐτῶν ἀνάξιος ὤν : ὁ δὲ μειζόνων ἢ ἄξιος οὐ πᾶς
πρὸς ὑμᾶς ἅπασαν ἐρῶ τὴν ἀλήθειαν . καὶ γὰρ ὡς ἀνάξιος ἦν ᾔδειν , καὶ παρῆν ὅτε τούτων ἠξιοῦτο ,
5627659 αἰσχρος
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς
5626886 ὁμοτροπος
: ὦ Γῆ [ . . . οὕτω ποθεινόν ἐστιν ὁμότροπος φίλος . ὅμως δ ' ἀπόδειξον ταῦτα τῆι γυναικὶ
συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε οὕτω ποθεινόν ἐστιν ὁμότροπος φίλος . ὅμως δ ' ἀπόδειξον ταῦτα τῇ γυναικί
5625529 ἀτυχια
με : ὑπερβαλλόντως ἀπώλεσέ με . ὑπερβάλλει πάντα λόγον ἡ ἀτυχία : ἑαυτὸν λέγει δεικτικῶς : ὁ χρόνος με θεραπεύσει
ἀδίκως καὶ ἀθέως διαφθαρέντα ὑπ ' αὐτῶν . Ἥ τε ἀτυχία ἀδικεῖται ὑπ ' αὐτοῦ , ἣν προϊστάμενος τῆς κακουργίας
5621095 ἀπεσβη
γεραιὰς ἐσπάρασς ' ἀπ ' ὀστέων . χρόνωι δ ' ἀπέσβη καὶ μεθῆχ ' ὁ δύσμορος ψυχήν : κακοῦ γὰρ
καὶ ἑκηβόλον ὅπλον καὶ πρόχειρον οὐκ οἶδ ' ὅπως τελέως ἀπέσβη καὶ ψυχρόν ἐστι , μηδὲ ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ
5618697 μεταμελεια
τὴν προπετῆ ἐάν τε τὴν ἀσθενῆ ἔχῃ ἀκρασίαν . ἡ μεταμέλεια δὲ διὰ τὸ παρὰ προαίρεσιν πράττειν : διό φησιν
ἤθους καὶ τὸ εὐμετάβολον καὶ ἡ μικρολογία [ καὶ ἡ μεταμέλεια ] καὶ τὸ ἐπὶ μικροῖς λυπεῖσθαι [ καὶ ἥδεσθαι
5608961 εὐτυχεστερος
φθόνος ἥπτετο αὐτοῦ , καὶ ἔλεγε ” μακάριος Χαιρέας , εὐτυχέστερος ἐμοῦ . “ Ἐπεὶ δὲ ἅλις ἦν τῶν διηγημάτων
παρατάξεως ἐξιὼν οὐκ ἐπειράθη , τί δύναται πολεμίων σίδηρος . εὐτυχέστερος μὲν ἴσως Ἀριστομένης , ἀγαθώτερος δ ' ἡμῶν οὐκ
5607918 ἀρχικη
ὅτι φιλοσοφία ἐστὶ τέχνη τεχνῶν καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν ἐμάθομεν ὅτι ἀρχική ἐστι , διὰ δὲ τοῦ ὅρου τοῦ ἐκ τοῦ
ἡ αἴσθησις , ἐπειδὴ καὶ αὐ - τὴ δύναμίς ἐστιν ἀρχική , προσεχέστερον δέ ἐστι χρῆμα ἢ ἕξις τε καὶ

Back