| δὲ ἡγησάμενος εἶναι καὶ αἰσχρὸν περιιδεῖν οὕτως ἀνόμως καὶ βιαίως ὑβρισθέντα τὸν νεανίσκον , ἐπιλαμβάνομαι αὐτοῦ . οὗτοι δέ , | ||
| τε τοῦτ ' εἰπεῖν , ἐγὼ νῦν φεύγω , εἴπερ ὑβρισθέντα μηδεμιᾶς δίκης τυχεῖν ἐστί τις συμφορά . δέομαι οὖν |
| καταναγκασθῆναι ψευδομαρτυρεῖν κατὰ Ἱππολύτου . ἢ , ὅπερ ἄμεινον , καταγνοῦσα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ ταῦτα διὰ τῶν παρόντων κακῶν | ||
| κρεῖττον ἐλπίδος . Ταῦτα καὶ γύναιον ἀκόλαστον σωφρονίζει . καὶ καταγνοῦσα τοῦ βίου πολλὴν ἀτοπίαν ἁβρὰν μὲν ἐσθῆτα καὶ τὰ |
| . Ἑρμηνεία . Κἂν πλούσιος γέγονας καὶ περίβλεπτος , Πενίας μνημόνευε τῆς σῆς συντρόφου . Κλείσωμεν τὴν θύραν , τὴν | ||
| † ὅπως ἀρέσῃς μᾶλλον αὐτῷ , καὶ ὅταν πλουτήσῃς ἐμοῦ μνημόνευε . ” Καλλιρόη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησεν , |
| . . . . , , : Ἐπιμενίδης ὁ παλαιὸς Ὕβρεως καὶ Ἀναιδείας Ἀθήνησιν ἀναστήσας βωμούς . . . , | ||
| ἑστᾶσιν ὅσοι δίκας ὑπέχουσι καὶ οἱ διώκοντες , τὸν μὲν Ὕβρεως τὸν δὲ Ἀναιδείας αὐτῶν ὀνομάζουσι . πλησίον δὲ ἱερὸν |
| ὅτι ἔσται πρόθυμος . οὐ γὰρ δὴ τὴν πρᾶξιν οἴχεται ἀποφέρων ὁ χρόνος , ἀλλ ' , ἢν ἐθέλῃς , | ||
| παραδοὺς ἑαυτὸν τοῖς πορφυρεῦσι συγκατεδύετο καὶ τὸ γινόμενον ἐκ τούτου ἀποφέρων ἔτρεφε τὸν Δεινίαν : καὶ νοσήσαντά τε ἐπὶ μήκιστον |
| δὲ οὗτος ὑπὸ τοῦ φιλοσόφου γνωσθεὶς ἀναγεγράφθω τοιοῦτος : ὃς κληρονόμῳ τῷ Ἰσιδώρῳ ἐχρήσατο , μηδένα πρὸς γένους ἔχων , | ||
| , φησι , λυπηρόν ἐστι τῷ τελευτῶντι ἀλλοτρίῳ τινι χρήσασθαι κληρονόμῳ , οὕτως ἀλγεινόν ἐστι καὶ ὅταν κάλλιστα μὲν εἴη |
| ἀτυχὴς ἀμπελῶνα κτησάμενος τῷ τρυγητῷ ἀπέθανεν . Ἀτυχὴς μέθυσος ἀμπελῶνα κληρονομήσας ἐν καιρῷ τοῦ τρυγητοῦ ἀπέθανεν . Μέθυσος καπηλεῖον ἀνοίξας | ||
| πρεσβύτην γενόμενον τὸν δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει καὶ ἀποθανόντα κληρονομήσας παρέγγραφος Ἀθηναίων πολίτης ἐγένετο . γήμας τε παιδισκάριον εὔμορφον |
| τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν καὶ ἦλθεν ἐν Ἰταλίᾳ καὶ ἐκεῖ | ||
| . ἡ δὲ δούλης Κλήτη μία τῶν Ἀμαζόνων , τροφὸς Πενθεσιλείας . αὕτη μετὰ θάνατον τῆς Πενθεσιλείας ἔπλευσε ζητοῦσα αὐτὴν |
| Πελίου φόνον εἰς Κόρινθον ἀφίκετο : οὐχ ᾧ τρόπῳ σὺ λυπουμένη νομίζεις ὅτι τὸ μὲν σὸν μισῶν λέχος , ἐκείνης | ||
| ἡλικίαν κατοδυρομένη τὴν ἑαυτῆς καὶ ὅτι μέλλοι πρὸ ὥρας ἀποθανεῖσθαι λυπουμένη , πολλὰ δὲ Ἁβροκόμην ὡς παρόντα ἀνεκάλει . Ἐν |
| : Μενέλαε , διαπεπράγμεθ ' : ἐκβαίνει δόμων ἡ θεσπιωιδὸς Θεονόη : κτυπεῖ δόμος κλήιθρων λυθέντων . φεῦγ ' : | ||
| ἢ ἀρετῆς ἵστωρ . Διόνυσος . Διδοίνυσος . Ἀθηνᾶ . Θεονόη : ἡ τὰ θεῖα νοοῦσα . Ἥφαιστος . φάεος |
| , ὡς ἐπιδείξομεν . ” εἶπε ” γάρ φησι „ Σάρα πρὸς Ἀβραάμ : ἰδοὺ συνέκλεισέ με κύριος τοῦ μὴ | ||
| τῶν θνητῶν αἱ βελτιώσεις γίνονται πρὸς τὰ ἄφθαρτα . ” Σάρα δὲ ἡ γυνὴ Ἀβραὰμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ . ἦν |
| Οἷς μὲν δίδωσιν , οἷς δ ' ἀφαιρεῖται τύχη . Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά . Ὁ μηδὲν εἰδὼς | ||
| αὐτοῦ . καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων , Ὀργὴ μεγάλη καθ ' ὑμῶν , καὶ κατὰ τῶν υἱῶν |
| ἡμῖν δώσουσιν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος ἀντὶ τοῦ ἐναγής . ποτιτρόπαιος ] ἐναγής . τὸ μὲν πρῶτον πρὸς πάσας ὁ | ||
| καὶ φονεύσας . ὑπαί τε γᾶν ] ὑπὸ γῆν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος , ἱκέτης . χωρεῖτε ] τὸ μὲν |
| πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , δυσφημία , ἀγνωσία , καταβοὴ ὡς Θουκυδίδης . καὶ τὰ ἐπιρρήματα ἀδόξως , ἀκλεῶς | ||
| ὑποψία τε ἡμᾶς κατείληφεν , ὡς ἡ περὶ τῆς ἐξόδου καταβοὴ καὶ ἀγανάκτησις οὐκ ἀπὸ τῆς αὐτῆς προαιρέσεως παρὰ πάντων |
| δὲ τίνος ; Ἀπολήξιδος θυγατρὸς Προσπαλτίου , ἀδελφῆς δὲ Μακαρτάτου Προσπαλτίου . ὁ δὲ Θεόπομπος τίνος ἦν πατρός ; Χαριδήμου | ||
| γε , ὦ Ἑρμόγενες , μάλιστα αὐτὴν ἀπὸ Εὐθύφρονος τοῦ Προσπαλτίου προσπεπτωκέναι μοι : ἕωθεν γὰρ πολλὰ αὐτῷ συνῆ καὶ |
| τῇδε φυτείᾳ Παλλὰς Ἀθηναίη , κούρη Διὸς αἰγιόχοιο , Πάλλαντα κτείνασα μάχαις κρατερῆφι βίηφι τῆμος ὅτ ' ἀθάνατοί τε θεοὶ | ||
| ' ἠδίκης ' ἐμός τε σύγγονος ; πῶς οὐ πόσιν κτείνασα πατρώιους δόμους ἡμῖν προσῆψας , ἀλλ ' ἐπηνέγκω λέχει |
| οὐκ ἔχων θυμώδει τῇ πληγῇ Τάφοις παραδίδωσι τοὺς ἐμπίπτοντας . Ὀρέστα , τίς σε ἀπώλεσεν ; “ ἡ ἰδία μου | ||
| , σιαγόνος . , παρείας . μιαρέ ] μεμιασμένε . Ὀρέστα , ἀναιδές . φήμ ' ] ναὶ . λέγω |
| ἅλως ἔλθωσιν ἄνεμοι ἀνδρῶν λικμώντων , ὅτε τε ξανθὴ Δημήτηρ κρίνῃ δι ' αὐτῶν καρπόν τε καὶ ἄχνας , ἅπας | ||
| οὖν , ὅταν καὶ μετὰ λόγου καὶ περιεσκεμ - μένως κρίνῃ περί τινος ; διὰ τοῦτο ἀκρόπολίς ἐστιν ἡ ἐλευθέρα |
| Ἑλλάδα καλλιγύναικα φεύγων νείκεα πατρὸς Ἀμύντορος Ὀρμενίδαο , ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο , τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν , ἀτιμάζεσκε δ | ||
| οὐκ ἔδωκεν , ὑπονοήσας μὴ γυναικὸς ἕξειν αὐτὴν τιμὴν ἀλλὰ παλλακίδος : ἔπεμψε δὲ τὴν Ἀπρίου θυγατέρα Νειτῆτιν ὁ δὲ |
| , καὶ ἐπιδοῦσα ἃ ἐξῆλθεν ἔχουσα παρ ' αὐτοῦ , ἐπιθυμοῦσα μὲν τῆς ἐνθάδε οἰκήσεως , φοβουμένη δὲ τὸν Φρυνίωνα | ||
| Μαιμώωσα . πλεονασμῷ τοῦ μ , οἷον αἱμώωσα , αἵματος ἐπιθυμοῦσα . ἀπὸ τῶν ἐμψύχων ἡ μεταφορά . δύναται καὶ |
| παῖ παῖ ” , Πολυξένη δηλονότι , “ ἔξελθ ' ἔξελθ ' οἴκων ” . παίζει ⌈ ὁ Ἀριστοφάνης ἐνταῦθα | ||
| νυν τὰ πλείον ' ἱστορεῖν , ἐκ τῆσδ ' ἕδρας ἔξελθ ' : ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν . |
| ἐπάταξα πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ , ἡγίασα ἐμοὶ πᾶν πρωτότοκον ἐν Ἰσραήλ ” . ὁ καταπεφευγὼς ἐπὶ θεὸν καὶ | ||
| λίθου Βενιαμήν . Καὶ ἐπένθησε Φαραὼ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν πρωτότοκον καὶ ἐκ τῆς λύπης ἐμαλακίσθη . Καὶ ἀπέθανεν Φαραὼ |
| ὁ μὲν ζηλωτός , ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , | ||
| τοῦτο . παρ ' αὐτῷ δὲ καὶ λιμὴν ὁ καλούμενος ἐπάρατος καὶ ἐξάγιστος . . . ἐξάγιστος ] ὁ ἄγαν |
| ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , | ||
| , καὶ οὐδὲ Δία ξένιον ᾐδέσθη , ἀλλὰ Κλεάρχῳ καὶ ὁμοτράπεζος γενόμενος αὐτοῖς τούτοις ἐξαπατήσας τοὺς ἄνδρας ἀπολώλεκεν . Ἀριαῖος |
| ὀρέξεως : λιμὸς ἡ λεγομένη κυνώδης ὄρεξις . βαρείης : λαιμάργου , ἀπλήστου . βαρείης : κακῶν , λαίμαργον καὶ | ||
| δ ' ὠὰ οὐχ ὅμοια . λάβροιο : ὁρμητικοῦ , λαιμάργου , ἰσχυροῦ . αἰετοῦ : εἶδος ἰχθύος : ἀετὸς |
| τῆς κρίσεως διαλέγεται : Οἴει σὺ τοὺς θανόντας , ὦ Νικήρατε , τρυφῆς ἁπάσης μεταλαβόντας ἐν βίῳ , . : | ||
| . ἀλλὰ σὺ αὖ , ἔφη , λέγε , ὦ Νικήρατε , ἐπὶ ποίᾳ ἐπιστήμῃ μέγα φρονεῖς . καὶ ὃς |
| ζῳογονία . Τούτοις ἑξῆς ὁ αὐτὸς συγγραφεὺς ἐπιφέρει λέγων : Ταῦθ ' ηὑρέθη ἐν τῇ κοσμογονίᾳ γεγραμμένα Τααύτου καὶ τοῖς | ||
| ὁλοκλήροις καὶ μὴ τετρημένοις ἀγγείοις ὑδροφόρουν . , . . Ταῦθ ' ὑμῶν οἱ θεοὶ τὰ εἴδωλα , αἱ σκιαὶ |
| φησι πρὸς τὸν χορὸν ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως ἱστάμενον : μὴ ἁρπαλίζετε ἐν κωκυτοῖς , μὴ ἁρπάζετε τὸ θρηνεῖν , ἐάν | ||
| ] μὴ ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] ταράσσεσθε , ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] βάλλετε εἰς δειλίαν , |
| ἣν εἰκότως τὸ ψεῦδος ἀλήθεια δοκεῖ καὶ ἡ αὐτῆς ἀπάτη ἐλεγχθῇ , πιστεύειν ποιεῖ τῷ ἀληθεῖ μᾶλλον : ὥστε λεκτέον | ||
| σημεῖον : ὁ γὰρ συνειδὼς ἀποκτείνει ἂν εἰκότως ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ . Προκατασκευαζόμενος δὲ γίνεται , ὅτ ' ἂν πρὸ |
| Χεβρὼν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ . Ἀντίγραφον λόγων Ἰσάχαρ . Καλέσας τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ , εἶπεν αὐτοῖς : Ἀκούσατε , | ||
| ' οἰκίας , οἷς δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν |
| εἴκοσι Κερκυραίοις βοηθήσων διαφερομένοις πρὸς Κορινθίους . μετὰ δὲ ταῦτα αἰτιαθεὶς ἀσεβεῖν ὡς καὶ αὐτὸς τοὺς Ἑρμᾶς περικόψας καὶ εἰς | ||
| μεγαλοφροσύνῃ , ὅς γε τὰ πατρῷα τοῖς οἰκείοις παρεχώρησε . αἰτιαθεὶς γὰρ ὑπ ' αὐτῶν ὡς ἀμελῶν , “ τί |
| ἑστώς , ἵνα τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον διιπτάμενος εὐθύνῃ , καταπνευσθεὶς καὶ ἐπιθειάσας ζῶν ἔτι τὰ ὡς ἐπὶ θανόντι ἑαυτῷ | ||
| | ἀνθρώπων , καὶ πρὸς τί γέγονεν . ὁ δὲ καταπνευσθεὶς ἔνθους γίνεται καὶ θεσπίζει τάδε : „ θνητοῖς μὲν |
| με ἄπο θυμοῦ ποιήσαις ἀδικεῖς . ἢ ὦν παῦσον τὰν ἀπήνειαν τῶ παιδός , ἢ ἐγὼν τὸ ἀμυνοῦμαι . καὶ | ||
| με ἄπο θυμοῦ ποιήσαις ἀδικεῖς . ἢ ὦν παῦσον τὰν ἀπήνειαν τῶ παιδός , ἢ ἐγὼν τὺ ἀμυνοῦμαι . καὶ |
| ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , ὁμότεχνος , ὁμόσκηνος , ὁμοδίαιτος , ὁμογνώμων , | ||
| εἰ τὰ μάλιστα αὐτὸς μὲν μὴ εἶπεν , ἕτερος δὲ ὁμότιμος εἴρηκεν ὡς ἐκείνῳ προσήκοντας , εἰς ταυτὸν ἀφικνεῖται . |
| ἣν καὶ ὁ πεπλυμένος μόλυβδος , εὐτονωτέραν δὲ μᾶλλον . Μολύβδαινα δ ' ἐστὶ καλὴ ἡ λιθαργυροειδής , ξανθή , | ||
| αὐτὴν ἔχει τῇ χαλκίτιδι δίχα τοῦ ψωρικοῦ τῆς κατασκευῆς . Μολύβδαινα καλή ἐστιν ἡ λιθαργυροειδής , ξανθή , ὑποστίλβουσα καὶ |
| καὶ νὺξ φθῖτ ' ἄμβροτος , ” ἐπὶ δὲ τῆς σκοτίας “ ἀλλ ' ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται , ” | ||
| ἐν καθαρῷ ἀγράφῳ χάρτῃ : καὶ ἡμέρας οὐχ ὁραθήσεται , σκοτίας δὲ γενομένης ἀναγνωσθήσεται τὸ γραφέν . εἰ δὲ εἰς |
| τὸ προοίμιον καὶ σπερματικῶς ἔχειν τὰ πράγματα καὶ ἀπηλλάχθαι πάσης ἀγωνιστικῆς ἐπιχειρήσεως . Τινὲς δὲ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως ἔφασαν | ||
| τοῦ τρόπου . ἀσκεῖν καὶ ἀσκηταί καὶ ἀσκητικῶς : τὸ ἀγωνιστικῆς ἐπιμελείας τυγχάνειν ἀσκεῖν ἐστιν . Εὔπολις ἵππον κέλητ ' |
| δὲ ὁ μὲν ἐπὶ θεῷ δημιουργῷ κείμενος τὰ ἐν οὐρανῷ νομιζέσθω καὶ τὰ ἐν θαλάττῃ καὶ γῇ πάντα , ὧν | ||
| ἔτη , ἐὰν μὲν σύμμετρα ᾖ καὶ ἐνδεχόμενα , ἔτη νομιζέσθω : ἐὰν δὲ πολλά , μῆνες : ἐὰν δὲ |
| ἐχρήσαντο τοῖς εὐτυχήμασιν . Ὅτι ὁ Εὐμένης ξενολογήσας τά τε ὀψώνια ἅπασιν ἀπέδωκε καὶ δωρεαῖς ἐτίμησε καὶ ἐπαγγελίαις ἐψυχαγώγει πάντας | ||
| συστάσεις , γνώσεις , φιλίας μεγάλων ἀνδρῶν , εὐπορίας , ὀψώνια , δωρεὰς μεγάλας , καρπῶν εὐφορίας , δικαιοσύνην , |
| ἤδη τήνδε καὶ Φιλαινέτην . οὔκουν ἐπείξεσθ ' ; ὡς Γλύκη κατώμοσεν τὴν ὑστάτην ἥκουσαν οἴνου τρεῖς χοᾶς ἡμῶν ἀποτείσειν | ||
| , τάδε τέρα θεάσασθε . Τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα φρούδη Γλύκη . Νύμφαι ὀρεσσίγονοι , ὦ Μανία , ξύλλαβε . |
| ⌉ ὁ πατὴρ αὐτῆς τῇ χειρὶ αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ τὴν χείραν τὴν δεξιὰν αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ : τέκνον . | ||
| πολὺ εὐκέλαδον , εὖ ἠχοῦντα . ὠλεσίκαρπον : ὀλλύων τὴν χείραν . Παταγεῖ : ἠχεῖ . εὔθροα : εὔηχον . |
| λαθεῖν τοὺς μισουμένους , πρὸς δὲ καὶ τὸ μέγεθος τῆς μισουμένης πολὺν ποιεῖ τὸν λόγον . καὶ γὰρ εἰ προσεπταίκαμεν | ||
| ἐμοῦ καὶ τῶν ἐμῶν πόνων καὶ τῆς Τροίας τῆς μεγάλως μισουμένης : ἀφανεῖς ἂν ὄντες : νῦν , φησὶ , |
| εἰς ὑπόμνησιν ἀπουρήσεως . μετὰ δέ τινας ἡμέρας καὶ διὰ γαλακτώδους ὕδατος μετὰ τὸ θερμὸν ἐθίζειν αὐτὸ λοῦσθαι , χάριν | ||
| δ ' αὐτοὶ τῆς προσφορᾶς καιροὶ τοῦ τε χλιαροῦ καὶ γαλακτώδους καὶ παγολύτου . ὁ δὲ τρόπος τῆς θερμοδοσίας διάφορος |
| τῇ ποιήσει ἐντυγχάνοντες καὶ συνεφιλονίκουν ὑπὲρ τοῦ τέλους καὶ μηδεὶς ἠλέει τοὺς Τρῶας ἐφ ' οἷς ἔπασχον : [ οὕτω | ||
| τὴν φθορὰν ἔσπευδε , τοσούτῳ μᾶλλον αὐτὴ τὸ κατὰ γαστρὸς ἠλέει καὶ “ δός μοι ” φησὶ “ καιρὸν εἰς |
| Ἠοῦς , ἀστερόεις ἀνέτειλεν Ἑωσφόρος ἡδὺ φαείνων , λαμπάδα λαμπομένην Ὑπερίονι χειρὶ κομίζων , ἐγγὺς ἔχων βαθὺν Ὄρθρον : ἀνεχλαίνωσε | ||
| . ὕστερον δὲ βουλομένην διαδόχους τῆς βασιλείας ἀπολιπεῖν υἱούς , Ὑπερίονι συνοικῆσαι τῶν ἀδελφῶν ἑνί , πρὸς ὃν οἰκειότατα διέκειτο |
| δὲ ἐν ἔργοις , ἀβλαβὴς μὲν συνοδοιπόρος ὅτῳ γένοιτο ἢ σύμπλους , ἀγαθὸς δὲ σύμβολος θύουσι φανείς , οὐ στάσιν | ||
| σε δεῖ τεῖσαι λέγω σοι παισί . φημὶ γάρ ποτε σύμπλους γενέσθαι τῶνδ ' ὑπασπίζων πατρὶ ζωστῆρα Θησεῖ τὸν πολυκτόνον |
| φέρειν τὴν προῖχ ' , ἵνα εἰ τἀργύριον καλόν ἐστι δοκιμαστὴς ἴδῃ , ὃ πέντε μῆνας ἔνδον οὐ γενήσεται , | ||
| φέρειν τὴν προῖχ ' , ἵνα εἰ τἀργύριον καλόν ἐστι δοκιμαστὴς ἴδῃ , ὃ πέντε μῆνας ἔνδον οὐ γενήσεται , |
| , πρὸς Διὸς καὶ θεῶν μὴ ἐπιτρέπετε αὐτῷ , ἀλλὰ βοηθεῖτέ μοι τὰ δίκαια , ἐξ ἁπάντων τῶν εἰρημένων ἐνθυμούμενοι | ||
| νέμον ἐφ ' ὑψηλοῦ τόπου ἱστάμενον πολλάκις ἀνέκραγε : ” βοηθεῖτέ μοι : λύκοι ” . οἱ δὲ ἀγρότεροι τρέχοντες |
| τῇ Αἰγυπτίᾳ δεδῶσθαι ἀντ ' ἐμοῦ . Καὶ ἰδὼν ἐγὼ ἐσιώπησα , ἵνα μὴ ἐτασθῇ ὁ εὐνοῦχος . Ὁρᾶτε , | ||
| χρώμενος δοκίμῳ καὶ ἐγηγερμένῃ ” ὅτι ” ἔφη „ οὔπω ἐσιώπησα . „ καὶ ἐνθένδε ἀρξάμενος σιωπᾶν ᾠήθη δεῖν , |
| εἴκοσι μηνῶν ἓξ , ἀποκτεῖναι τόν τε Ἐμμὼρ , καὶ Συχὲμ τὸν υἱὸν αὐτοῦ , καὶ πάντας τοὺς ἄρσενας , | ||
| Σίκιμα ἐλθεῖν πανηγύρεως οὔσης , βουλομένην θεάσασθαι τὴν πόλιν : Συχὲμ δὲ τὸν τοῦ Ἐμμὼρ υἱὸν ἰδόντα ἐρασθῆναι αὐτῆς , |
| ὑπὸ τῶν αὐτέων , καὶ διαφεύγει ὑπὸ τῶν αὐτέων . Τερηδών : ὅταν τερηδὼν γένηται ἐν τῷ ὀστέῳ , ὀδύνη | ||
| δὲ κέρατα ἀπὸ τῶν κερασφορούντων ζώων κεκλημένα . τϞεʹ . Τερηδών ἐστιν ὀστοῦ κατάτρησις ἀπὸ φθορᾶς . τὸ δὲ ὄνομα |
| γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα | ||
| πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ |
| φησὶν “ διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ἀνάβαινε ” . “ ἀνάβαινε διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ” . καὶ ταῖσι φυλλάσι | ||
| μακάριε ἀλλαντοπῶλα , δεῦρο δεῦρ ' , ὦ φίλτατε , ἀνάβαινε σωτὴρ τῇ πόλει καὶ νῷν φανείς . Τί ἐστι |
| ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη | ||
| ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς |
| : οὐδὲν σοῦ ξίφει λελείψομαι : ἀλλ ' ἀμφιθεῖναι σῆι δέρηι θέλω χέρας . τέρπου κενὴν ὄνησιν , εἰ τερπνὸν | ||
| σωτηρία . ] ἔχεσθ ' ἔχεσθε , φάσγανον δὲ πρὸς δέρηι βαλόντες ἡσυχάζεθ ' , ὡς εἰδῆι τόδε Μενέλαος , |
| εὐεργεσίαν τοῦ κοινοῦ βίου . πρῶτον μὲν γὰρ παῦσαι τῆς ἀλληλοφαγίας τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος , εὑρούσης μὲν Ἴσιδος τόν | ||
| θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα καὶ τῆς δυσχεροῦς ἀλληλοφαγίας ἤγαγ ' εἰς τάξιν τινὰ καὶ τουτονὶ περιῆψεν ὃν |
| εἶναι , ὧν ἐὰν σὺ εὐδαιμονεστάτην τὴν πόλιν ἧς προστατεύεις παρέχῃς , κηρυχθήσῃ νικῶν τῷ καλλίστῳ καὶ μεγαλοπρεπεστάτῳ ἐν ἀνθρώποις | ||
| μελέα μῆτερ , ἔτικτες ; ἵν ' ἐμοὶ πράγματα βόσκειν παρέχῃς . ἀνόνητον ἄρα ς ' , ὦ θυλάκιον , |
| ψυχῇ καὶ μὴ ὡς ἐν σχολῇ μηδὲ ἵνα ἄλλος παραστὰς θαυμάσῃ , ἀλλ ' ᾗ τοι πρὸς μόνον καὶ ἐὰν | ||
| “ ; λέγει , ἵνα μεταστραφεὶς ἀλλοίας αὐτὰς ἴδῃ καὶ θαυμάσῃ τὴν τούτων μεταβολήν . εἴξασι ] ⌈ ὡμοιώθησαν . |
| , τοῦθ ' ᾗπερ ἀνέπνευσεν , τῆς ἐκροῆς ζωτικὴν ἐπιθυμίαν ἐμποιήσας αὐτῷ , τοῦ γεννᾶν ἔρωτα ἀπετέλεσεν . διὸ δὴ | ||
| τῆς ψυχῆς ἀποβαίνουσι . πάντα οὖν ταῦτα περιαιρήσεται καὶ θάρσος ἐμποιήσας ἀποστήσει τῆς μαλακίας : τί γὰρ ὄφελος ἀνδρὸς μὴ |
| ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων | ||
| γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε |
| τοὺς δὲ ἀπὸ τοῦ δου τρεῖς ποιεῖν Μο κζ . Τετάχθωσαν οἱ τέσσαρες ʂ α . καὶ ἐὰν ἄρα ἀπὸ | ||
| ἀριθμοῦ λόγον ἔχει ὃν ⃞ος ἀριθμὸς πρὸς ⃞ον ἀριθμόν . Τετάχθωσαν οἱ ζητούμενοι ⃞οι , ὃς μὲν ΔΥ α , |
| ἀπεχθῶς πρὸς σὲ διακειμένους ; ἀλλ ' εὔδηλον ὡς τῆς ψευδομαρτυρίας αἰτιάσῃ τὴν ἀπέχθειαν : ἀλλὰ τοὺς οἰκέτας βασάνῳ τἀληθῆ | ||
| ἵνα μὴ λελωβημένον ἀλλ ' ὁλόκληρον διδῶται τῷ θεῷ : ψευδομαρτυρίας δ ' ὁ ἁλοὺς ἀκρωτηριάζεται , ὅ τε πηρώσας |
| δʹ , κενταυρείου τοῦ μικροῦ χυλοῦ ⋖ δʹ , ἴρεως ἰλλυρικῆς , πηγάνου ἀγρίου σπέρματος , πεπέρεως μακροῦ , ἀνήθου | ||
| . Ἐλαίου ὀμφακίνου ξστκ ἤτοι ξέστ . κ . ἴρεως ἰλλυρικῆς λίτ . α . ἀμώμου γοστ ἤτοι οὐγ . |
| Ἑστιάδων ἀπέκτεινεν ἐπ ' αἰτίᾳ τῆς ζώνης καὶ τῷ μὴ καθαρεῦσαι γάμων , ἃς ἁγνῶς τὴν Ἰλιάδα Ἀθηνᾶν καὶ τὸ | ||
| αὕτη δὲ πρὸς μὲν τὰ ἄλλα ἐπιτιμίαν ἐχέτω σπουδάσασα μιασμάτων καθαρεῦσαι : μετάνοια γὰρ ἀδικημάτων ἐπαινετόν : καὶ μηδεὶς ἕτερος |
| . καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
| ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
| ] εἰς Σάμον κληρούχους ἔπεμψαν Ἀθηναῖοι ἐπ ' ἄρχοντος Ἀθήνησι Νικοφήμου . . . . ὡς γὰρ ἀπηλλάγη ] ἄλλο | ||
| ἐπιπλεύσας , ἔπειτα σφαλέντος τῷ βουλεύματι . . . . Νικοφήμου ] οὗτος ἦρξε πρὸ Θεμιστοκλέους , ἐφ ' οὗ |
| , ὡς Ἀριστοφάνης ἐν Ἥρωσιν μήτ ' ἀπόνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μηδὲ λούτριον . ἡ δὲ νέα κωμωιδία καὶ λουτῆρας | ||
| ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους τραπέζης . Οὐκ |
| ; φήμαις οὖν ἐγὼ βροτῶν ἅπαντας ἐκλαπῆναι . χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ | ||
| τοῦ παίζειν τε καὶ σκώπτειν . Ἀριστοφάνης Γηρυτάδῃ χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Γ Γαληψός : Ἀντιφῶν κατὰ |
| ἀντὶ τοῦ διὰ τὸ παιδίον . ποθεινότερον , πραότερον . ἀλαζονικῶς θρύπτεται . ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τοῦ βρενθίου μύρου | ||
| τόπος . ὑπερφιάλως : ὑπερηφάνως , ἀναιδῶς , αὐθαδῶς , ἀλαζονικῶς : ὑπερφίαλος ἐκ μεταφορᾶς τῆς φιάλης , ἣ ὅταν |
| κέκληνται . καὶ ὁ μὲν ἔχων τὸν αʹ ὡροσκοποῦντα ἔσται πρωτότοκος ἢ πρωτότροφος , φρόνιμος , βαθύς , πεπαιδευμένος , | ||
| αὐτοὺς ⌈ ἀπὸ τοῦ τείχους ⌉ ὁ υἱὸς Φαραὼ ὁ πρωτότοκος . Καὶ ἰδὼν τὴν Ἀσενὲθ ἐμμανὴς ἐγένετο ἐπ ' |
| διὰ τὸ εἶναι πτερωτάς . , , , : μηδὲν φοβηθῇς ] Ὁ ῥυθμὸς Ἀνακρεόντειός ἐστι κεκλασμένος πρὸς τὸ θρηνητικόν | ||
| τοῦ δοκοῦντος ἐνθάδε θανάτου καταφρονήσῃς , ὅταν τὸν ὄντως θάνατον φοβηθῇς , ὃς φυλάσσεται τοῖς κατακριθησομένοις εἰς τὸ πῦρ τὸ |
| Φορμίωνος . οὕτω μὲν Σιτάλκης τε ὁ Τήρεω Θρᾳκῶν βασιλεὺς ξύμμαχος ἐγένετο Ἀθηναίοις καὶ Περδίκκας ὁ Ἀλεξάνδρου Μακεδόνων βασιλεύς . | ||
| τῷ Κοαλέμῳ : χὤπως ἀμυνεῖ τὸν ἄνδρα . Καὶ τίς ξύμμαχος γενήσεταί μοι ; Καὶ γὰρ οἵ τε πλούσιοι δεδίασιν |
| οὗ δ ' ἦν λαβεῖν ἔξω , τοῦτο ἄπειρον ἡμῖν διωμολόγηται , εἰ τοῖς πεπερασμένοις ὑπάρχει τὸ πρός τι περαίνειν | ||
| φαρμακείας ἐκλείπει : ἰατρὸς γὰρ καὶ τὸ δύνασθαι ἰατρὸν ἐπιβουλεύεσθαι διωμολόγηται , τὸ δὲ δυνατὸν τοῦ μοιχεῦσαι ἐκλέλοιπεν : ἀλλ |
| ὁ πόνος ἀστεφάνωτος ἀφεθῇ : τοῖς δ ' αὐτοδιδάκτου καὶ αὐτομαθοῦς σοφίας ἀξιωθεῖσιν ἕπεται τὸ μὴ δι ' ἑαυτῶν παρὰ | ||
| ἑκατέρας ἀρετῆς τὸ ἀνθρώπων μεταποιῆται γένος , διδακτῆς τε καὶ αὐτομαθοῦς , τὸ μὲν ἀσθενέστερον διδασκομένης , ἑτοίμης δὲ τὸ |
| που ἴδῃς τεκτονικόν , τοῦτον πειρᾷ κτᾶσθαι , ἢ αὐτὸς παιδεύεις τοὺς ἐπιτρόπους ; Αὐτὸς νὴ Δί ' , ἔφη | ||
| οὖν , ἔφην ἐγώ , καὶ σὺ ἄρχειν ἱκανοὺς εἶναι παιδεύεις τοὺς ἐπιτρόπους ; Πειρῶμαί γε δή , ἔφη ὁ |
| γέροντες , οὐ σῖγα σῖγα τὸν ὕπνωι παρειμένον ἐάσετ ' ἐκλαθέσθαι κακῶν ; κατὰ σὲ δακρύοις στένω , πρέσβυ , | ||
| λήθη γὰρ νόσος μνήμης . ἀνάγκη δὲ τὸν ὑπομνήσει χρώμενον ἐκλαθέσθαι πρότερον ὧν ἐμέμνητο . τὴν μὲν οὖν μνήμην Ἐφραΐμ |
| Εἶτα τῇ διανοίᾳ , καὶ δῆλον ἐξ ὧν πρὸ τούτου φιλόπαις ἦν καὶ φιλόστοργος , καὶ πρὸς τὴν παῖδα χρηστὸς | ||
| παρ ' Ἑλλήνων φησὶν Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς . |
| τοῦ βήματος . ἐὰν οὖν Ἑλληνικοῖς , ὥσπερ εἴωθα , φαίνωμαι παραδείγμασι χρώμενος , μὴ καταγελάσητε . οὐ γὰρ καταφρονῶ | ||
| ὑπ ' ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ , ἐπειδὰν μηδ ' ὁπωστιοῦν φαίνωμαι δεινὸς λέγειν , τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι |
| αὐτῆς . Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θαλάμου ἐπεγάμβρευσα αὐτῇ τὸν Αὐνᾶν : καίγε οὗτος ἐν πονηρίᾳ οὐκ ἔγνω αὐτήν , | ||
| Βησσοῦς εἰς γυναῖκα . Αὐτὴ ἔτεκέ μοι τὸν Ἦρ καὶ Αὐνᾶν καὶ Σιλώμ : ὧν τοὺς δύο ἀτέκνους ἀνεῖλε Κύριος |
| μυληθρὶς καὶ μυλακρίς ἔνιοι δὲ μυλακρίδα καὶ τὴν ἀλετρίδακαὶ τὸ κάλλυντρον μυλήκορον . τὸν δὲ νῦν μυλοκόπον ὀνοκόπον Ἄλεξις εἴρηκεν | ||
| φαίης ἂν τὸ κορεῖν , ἦ που καὶ τὸ κόρημα κάλλυντρον . εἰ δὲ καὶ σαίρειν φήσεις τὸν θυρωρόν , |
| καὶ τοὺς λόγους , ἐπεὶ καὶ ὁ αἰθὴρ ἀόρατος . Δεσμά τ ' εἶναι τῆς ψυχῆς τὰς φλέβας καὶ τὰς | ||
| ἐστι κυρίως τὰ περιστόμια τῶν ἵππων . : ψάλια ] Δεσμά : κυρίως τὰ τῶν ἵππων περιστόμια . : πρόχειρα |
| Καλλιρόη δὲ αὐτῷ προσέπεσε , βουλομένη δεηθῆναι : κἀκεῖνος φοβηθεὶς ἐξεπήδησε . τρέμων δὲ πρὸς τοὺς ἑταίρους ἐφθέγξατο “ φεύγωμεν | ||
| καὶ τὰ τοῦ Σωστράτου καὶ τἀμά . ἰδοῦσα δὲ ἡμᾶς ἐξεπήδησε τοῦ νεὼ καὶ τὸν μὲν πατέρα περιεπτύξατο , τοὺς |
| γάρ σοι πάντα . καὶ μηκέτι μοι κόπους πάρεχε περὶ ἀποκαλύψεως : αἱ γὰρ ἀποκαλύψεις αὗται τέλος ἔχουσιν : πεπληρωμέναι | ||
| γὰρ αὐτῆς δῆθεν ὡς εὑρούσης τὸ βρῶμα τῆς γνώσεως ἐξ ἀποκαλύψεως τοῦ λαλήσαντος αὐτῇ ὄφεως σπορὰν ὑποτίθενται . . . |
| αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι . | ||
| πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν |
| Ὕμνοις Δημοδίκην : Ἱππίας δὲ Γοργῶπιν : Σοφοκλῆς ἐν Ἀθάμαντι Νεφέλην : Φερεκύδης Θεμιστώ . : τέσσαρας δὲ ἀναγράφει τὰς | ||
| θεὸς δὲ μανία [ ] ἔπεμψεν ἄτην ? [ ] Νεφέλην γυναῖκα ? [ ] ἔσπειρεν εἰς τοὺς θε ? |
| ὅταν δὲ θήλεια ᾖ ἡ θηρεύουσα , ᾄδει ἕως ἂν ἀπατηθῇ ὁ ἡγεμὼν αὐτῆς . καὶ οἱ ἄλλοι ἁθροισθέντες ἀποδιώκουσιν | ||
| ἐξηπάτησεν ” , ὅταν ὑπὸ τοῦ σῴζοντος τὸ σῳζόμενον ⌈ ἀπατηθῇ Γ [ ἐξαπατηθῇ ] . Γ παροιμία χωρὶς τοῦ |
| . ὁ δὲ σιτοποιὸς χειρῖδας ἔχων καὶ περὶ τῶι στόματι κημὸν ἔτριβε τὸ σταῖς , ἵνα μήτε ἵδρως ἐπιρρέοι μήτε | ||
| εἴρηκε διὰ τούτων “ καὶ τούσδε κημοὺς στομάτων ” . κημὸν ] φιμόν . καταμηλῶν ] εἰσάγων ἐν τῷ στόματι |
| πωλῆσαι τὰ σά β οὐ προσγραφήσεται τὰ σά . μὴ φρόντιζε γ οὐ κερδανεῖς ἀπὸ τοῦ πράγματος τὸ σύνολον δ | ||
| τὸ μὴ τεθνάναι . Ἕως ἡσυχάζειν ἔστι σοι , γῆς φρόντιζε καὶ οἰκοδόμου , ὅπως , ἐπειδὰν αὖθις εἰς τὸ |
| ἐκ τῆς οἰκίας ἀπαλλαγὴν ἀδεᾶ , ὡς μὴ γυναικὸς ἑτέρας ἐπεισελθούσης ἐξ ἔριδος , οἷα φιλεῖ , κατὰ ζηλοτυπίαν πάθῃ | ||
| καὶ κατὰ τύχην νοσήσας , τῆς δὲ φίλης αὐτοῦ αἰφνίδιον ἐπεισελθούσης καὶ εὑρούσης αὐτὸν ἐπὶ ψιάθου κείμενον , ἐντραπεὶς ᾐτιᾶτο |
| ταρβῶ γὰρ καὶ φοβοῦμαι τὴν ἀστεργάνορα παρθενίαν τῆς Ἰοῦς , εἰσορῶσα αὐτὴν δαπτομένην καὶ δαμαζομένην ἐν τῷ γάμῳ τοῦ Διός | ||
| ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ ' ἔχων |
| αὐτῷ πρὸ τοῦ κατασχεῖν ἐκεῖνον τὴν ἀρχὴν σκοπεῖν ὅπως μὴ δουλεύσῃ διὰ ῥᾳθυμίαν , ἀλλὰ βασιλεύσῃ τὸν φονέα τοῦ πατρὸς | ||
| παῖς μὴ ὑβρισθῇ , μηδὲ γυνὴ διαφθαρῇ , ἵνα μὴ δουλεύσῃ ἡ πόλις . εἶτα ὅτι συνῆν τῇ μητρὶ μετὰ |
| . ἐγγυᾶται δέ μου τὸν λόγον ἡ προφῆτις καὶ προφητοτόκος Ἄννα , ἧς μεταληφθὲν τοὔνομα καλεῖται χάρις . τὸν γὰρ | ||
| Ἄβολλα Ἀβολλαῖος , καὶ Ἀνθυλλίτης , διὰ τὸν τύπον . Ἄννα , πόλις τῆς Ἰουδαίας ὑπὲρ Ἱεριχοῦντα . τὸ ἐθνικὸν |
| ἣν ὕστερον γήμασθαι Θεστίωι φησὶ καὶ τεκεῖν τὴν Λήδαν , γόνωι μὲν οὖσαν Γλαύκου , λόγωι δὲ Θεστίου . . | ||
| ἣν ὕστερον γήμασθαι Θεστίωι φησὶ καὶ τεκεῖν τὴν Λήδαν , γόνωι μὲν οὖσαν Γλαύκου , λόγωι δὲ Θεστίου . . |
| ἔθηκα τὴν συνθήκην ; καὶ ἐρεῖ σοι ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς . σὺ δὲ εἰπέ μή τι ἕτερον ; καὶ | ||
| τεθείκαμεν τὰς συνθήκας ; καὶ ἐρεῖ σοι ἵνα τὴν θάλασσαν ἐκπίῃς . εἰπὲ οὖν μή τι πλέον ; ἐρεῖ οὔ |
| ταῦτα Ἀθήνησιν , ἃ οὐχ ἑτέρωθι τῆς ὑπὸ Ῥωμαίοις , ἀξιούσθω δὲ λόγου καὶ τὸ ὑπωρόφιον θέατρον , ὃ ἐδείματο | ||
| οὖν ἡ λέξις , καὶ εἴ τι ἀσαφὲς ἔχει , ἀξιούσθω ἐξηγήσεως . διαφορὰν δὲ καὶ οὗτοι ἔχουσι τοὺς ἀπὸ |
| μεταπείθοντι . ἵνα ἄλλον νοήσωμεν προσερχόμενον τῷ μουσικῷ χάριν τινὸς δεήσεως καὶ ὧν λέγει , ἵνα μὴ πεισθῇ τῷ προσιόντι | ||
| μάλιστα , ὁ αὐτὸς δὲ λόγος καὶ περὶ θωπείας καὶ δεήσεως καὶ λιτανείας καὶ πάντων τῶν τοιούτων . Διονύσιος γοῦν |
| τ ' ἀρκέσαι σᾶς δειρᾶς . ἰώ μοί μοι . ἠκούσατ ' ἀρχὰς δεσπότου στεναγμάτων ; ἰὼ τέκνον . καλεῖ | ||
| Ναυσίμαχον καὶ Ξενοπείθην τοὺς εἰληχότας ἡμῖν , παρεγραψάμεθα , ὥσπερ ἠκούσατ ' ἀρτίως , μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην . |
| : βιώσιμα δὲ γεννᾷ τριετὴς τίκτουσα : συλλαμβάνει δὲ ἕως τριακονταετὴς γένηται . ὀχεύει δὲ ὁ ἄρρην καὶ γόνιμα ποιεῖ | ||
| ἐν θεάτρῳ μήτε δημηγορεῖν : τούτῳ . . . μὴ τριακονταετὴς ἔτι ὑπάρχειν , ποιῶν δράματα . . . Καλλιστράτου |
| πλάττουσι γὰρ τὸν Ἀρράβιον ἄμφω . Βασσιανὸς καὶ ἡ τούτου τηθὶς συγγενεῖς τε ἄμφω μοι καὶ τιμῆς ἀξίω καὶ ὅ | ||
| μάμμη , καὶ μαῖα , ἡ τοῦ πατρὸς μήτηρ : τηθὶς , ἡ μητρὸς ἢ πατρὸς ἀδελφή . Πίνδαρος δὲ |
| τοῦ θεοῦ τὸ μήνιμα , ἐδήλωσε δὲ καὶ ὡς ἐρασθέντι Φώκῳ τῷ Ὀρνυτίωνος συνῴκησε καὶ τέθαπται ὁμοῦ τῷ Φώκῳ , | ||
| ὡς τὸ εἰκὸς ἐδωρήσατο καὶ λίθου σφραγῖδα ἐνδεδεμένην χρυσῷ : Φώκῳ δὲ οὐ μετὰ πολὺν χρόνον ἀνακομισθέντι ἐς Αἴγιναν Πηλεὺς |
| ὁ ἀναίτιος , ἀθῷος δὲ ὁ ἀζήμιος . ἀποκήρυκτος καὶ ἐκποίητος διαφέρει . ἀποκήρυκτος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπὶ ἀδικήμασιν | ||
| ὁ ἐπὶ ἀδικήμασιν ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκβληθεὶς τῆς οἰκίας : ἐκποίητος δὲ ὁ δοθεὶς ὑπὸ πατρὸς εἰς υἱοθεσίαν ἄλλῳ , |