| ἀντὶ τοῦ διὰ τὸ παιδίον . ποθεινότερον , πραότερον . ἀλαζονικῶς θρύπτεται . ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τοῦ βρενθίου μύρου | ||
| τόπος . ὑπερφιάλως : ὑπερηφάνως , ἀναιδῶς , αὐθαδῶς , ἀλαζονικῶς : ὑπερφίαλος ἐκ μεταφορᾶς τῆς φιάλης , ἣ ὅταν |
| ὠφελεῖ . Παραπλησίως δὲ ποιεῖ καὶ ἡ προβατεία φύσα . Δίδου δὲ τὴν τέφραν μετ ' ὀξυκράτου . Ἄλλο : | ||
| καὶ σιλφίου ῥίζῃ τρίβων εἰς ποτὸν τοῖς δηχθεῖσιν δίδου . Δίδου δέ ποτε μὲν αὐτὰ μετ ' ἀλλήλων μιγνύς , |
| πρὸς τοὺς ἀνθρώπους . γόναι : γεννήματα . ἀφραδίῃσι : μωρίαις , ἀβουλίαις . Ὅσον : σχῆμα ἀποστροφή . λαιμάργοις | ||
| τὸ δίκαιον . ἀλλ ' ὦ Κρονικαῖς λήμαις : ἀρχαίαις μωρίαις ἐσκοτισμένοι τὸ φρονεῖν . παροιμία δ ' ἐστὶν ἀπὸ |
| καρτέρησον , ἀνάμεινον , κράτησον . τὸν σὸν λόγον , πρόσμεινον . σχέω , σχῶ καὶ ῥῆμα εἰς μι σχῆμι | ||
| χάλα καὶ δεῖξον : ἐν ταύτηι περιφέρεις γάρ . βραχὺ πρόσμεινον , ἱκετεύω ς ' , ἵν ' ἀποδῶι . |
| ἕλκος , ὕδωρ παχὺ ὡς ἕλκος , πληγώδης ὑγρασία . Ἰχὼρ ἀπὸ τοῦ ἴσχεσθαι ἐντὸς τοῦ σαρκίου ἰσχὼρ καὶ ἰχώρ | ||
| καὶ ἀμαλδύνω ἐνθέσει τοῦ δ τὸ στενοποιῶ καὶ ἀνατρέπω . Ἰχὼρ ἀχλυόεις : ὁ σκοτεινοειδὴς μολυσμός . ἀχλυόεις : σκοτεινός |
| ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει | ||
| ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν |
| στέαρ γαλῇ : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες | ||
| . μεταφορικῶς ἀπὸ τούτου βαθείας φρένας καὶ κεκρυμμένας σημαίνει . Βαλανεύς παρὰ Πλάτωνι καὶ Ἀριστοφάνει Πελαργοῖς . Βάλλ ' ἐς |
| διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ | ||
| βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα |
| γοεδνά . ἀύτει δ ' ὀξύ . καὶ τάδ ' ἔρξω . πέπλον δ ' ἔρεικε κολπίαν ἀκμῇ χερῶν . | ||
| ] λαξωπ [ ⸐ ἕως ἂν εὖ κρύψῃ τ [ ἔρξω τὸ π ! [ . . . [ ] |
| πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει | ||
| εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ |
| καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν , | ||
| ὑπέρκομπα . θ ὑπέραυχα ] ἐπηρμένα καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι |
| Ἔγνωκ ' ἐγὼ δὲ χαλκίον τοῦτό γ ' ἐς τὸ κοτταβεῖον ἱστάναι καὶ μυρρίνας . Ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε | ||
| ἀποκοτταβίζειν , ἀπ ' ἀγκύλης βάλλειν . καὶ τὸ μὲν κοτταβεῖον ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὀρόφου ὕπτιόν τε καὶ λεῖον , |
| οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως | ||
| . . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . |
| κοινά : τὰ κοινά , ἃ ἂν οὐδεὶς μεταχειρίσαιτο . ἀντιβολία : ἡδὺ καὶ σεμνόν . σημαίνει δὲ καὶ ἱκετείαν | ||
| ' οὐκ ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . . . ἀντιβολία : δέησις . . . ἀνακλῖναι : τὸ ἀνοῖξαι |
| ἔσχον τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν | ||
| καὶ καταστεῖλαι τὸ θυμοειδὲς αὐτῶν . . ΠΑΥΡΟΙ Δ ' ΑΥΤΕ ΜΕΤΕΙΚΑΔΑ ΜΗΝΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝ . Τὴν καʹ οἱ Ἀθηναῖοι μετεικάδα |
| χοροῖσιν ἐμπαίζει τε καὶ κλῇδας γάμου φυλάττει . ἤγουν ἡ Γαμηλία . Ἀργεῖον τέμενος ] Ἡ πόλις τὸ Ἄργος . | ||
| Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν . Γαμηλία : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει καὶ Ἰσαῖος |
| διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν | ||
| . σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ] |
| : γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται , | ||
| ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . |
| ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι | ||
| καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος |
| . Ἐλαίου παλαιοῦ λι βʹ , ἰρίνου γο Ϛʹ , στυρακίνου γο Ϛʹ , δαφνίνου γο Ϛʹ , τερεβινθίνης , | ||
| μυελοῦ ἐλαφείου γο δʹ , στύρακος γο αʹ , ἐλαίου στυρακίνου γο δʹ , ἐλαίου ἰρίνου γο Ϛʹ , πεπέρεως |
| ' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους | ||
| ' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους |
| , οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην ; ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας ; καλῶς γ ' ἂν οὖν δέξαιντό μ | ||
| διαὶ πολυεπεῖς τέχναι θεσπιῳδοὶ φόβον φέρουσιν μαθεῖν . ἰὼ ἰὼ ταλαίνας κακόποτμοι τύχαι : τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα |
| τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
| Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
| ' ὅμως τιμὴ ἀκολουθεῖ καὶ τούτοις . . ΤΡΙΤΟΝ ΑΛΛΟ ΓΕΝΟΣ . Τοῦτο τὸ γένος εἰκότως τρίτον , οὔτε νωθρὸν | ||
| τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν φησὶ |
| Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ | ||
| αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ |
| . ἄβυσσος ] πολύς . αὐτοῖς ] ἔσται . . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . . πόνοισι ] δυστυχίαις . . | ||
| κοσμήσαντες . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . ἐπανθήσαντες ] λαμπρυνθέντες . ἐπανθήσαντες ] + ἤγουν ἀνατραφέντες ἐν τοῖς οἴκοις . ἐπανθήσαντες |
| πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν | ||
| ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ ' |
| τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ τρίτον ὅμοιον , δίμετρον | ||
| βʹ : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ ζʹ : ὁ ιʹ παιωνικὸς ὅμοιος τῷ γʹ : τὸ ιαʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον |
| μὴ χρῶ . Νόμοις πείθου . Νόει τὸ δίκαιον . Θυμοῦ κράτει . Ἀρετὴν ἐπαίνει . Κακοὺς μίσει . Τὸν | ||
| ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται . Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι . Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν . Θεοῦ ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν |
| ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφωι . ἄγγελλε δ ' ὡς ὄλωλ ' ὑπ ' Ἀργείας τινὸς γυναικὸς ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς | ||
| δ ' Οἰδίπους ποῦ καὶ τὰ κλείν ' αἰνίγματα ; ὄλωλ ' : ἓν ἦμάρ μ ' ὤλβις ' , |
| τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | ||
| ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ |
| ἀριστερῶν μερῶν , μέχρι τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου στάδιοι ͵͵α ͵αχοʹ . Ἀπὸ δὲ τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου | ||
| τὸ μὲν ἀρκτῷον αὐτῆς ἄκρον ἀπὸ τοῦ ἀρκτῴου ὁρίζοντος σταδίους ͵͵α ͵δσνʹ : τὸ δὲ δυτικὸν αὐτῆς ἄκρον [ ἀπὸ |
| δὲ καὶ οὐ Ποσειδῶνα ὄνομα αὐτῷ τίθενται , μετὰ τὴν Πατρέων προσοίκησιν τὸ ὄνομα τοῦ Σατράπου διδαχθέντες : Κορύβαντός τε | ||
| οὐ πόρρω δὲ αὐτῆς ποταμὸς Γλαῦκος ἐκδίδωσιν ἐς θάλασσαν . Πατρέων δὲ οἱ τὰ ἀρχαιότατα μνημονεύοντές φασιν Εὔμηλον αὐτόχθονα οἰκῆσαι |
| λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις . πάλιν | ||
| λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις |
| μάχηαι . Ἥρῃ δ ' οὔ τι τόσον νεμεσίζεται οὐδὲ χολοῦται : αἰεὶ γάρ οἱ ἔωθεν ἐνικλᾶν ὅττι κεν εἴπῃ | ||
| . . . . ἀγαίεται : βασκαίνει , ὀργίζεται , χολοῦται : τῷ δ ' ἦ τοι Ζεὺς αὐτὸς ἀγαίεται |
| θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα | ||
| . εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα . |
| Ἀρχιλόχοις : Ἔνθα Διὸς μεγάλου θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . Τάττεται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων . | ||
| ' ἐπίβαλλε : ταύτης μέμνηται Κράτης ὁ κωμικὸς Σαμίοις . Τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ῥᾳστώνης δεομένων τινὸς καὶ |
| ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος εἰς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην δεδοικότων . Ἀγαμεμνόνεια φρέατα | ||
| . Ἢ ὅτι κῆπον λιθώδη κτησάμενος οὐκ ἀπέλαυσε τούτου . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην φοβουμένων . Αἰγιαλῷ λαλεῖς |
| ὑπερβολὴν , οὐ δακρύοις , ἀλλ ' αἵματι κλαίειν . Αἱροῦντες ᾑρήμεθα : ἐπὶ τῶν ἐλπισάντων τινὰς νικᾶν , εἶθ | ||
| κατὰ ὑπερβολὴν , οὐ δάκρυσιν ἀλλ ' αἵμασι κλαίειν . Αἱροῦντες ᾑρήμεθα : ἐπὶ τῶν ἐλπισάντων κρατεῖν τινων καὶ ὑπ |
| Φορμίωνος . οὕτω μὲν Σιτάλκης τε ὁ Τήρεω Θρᾳκῶν βασιλεὺς ξύμμαχος ἐγένετο Ἀθηναίοις καὶ Περδίκκας ὁ Ἀλεξάνδρου Μακεδόνων βασιλεύς . | ||
| τῷ Κοαλέμῳ : χὤπως ἀμυνεῖ τὸν ἄνδρα . Καὶ τίς ξύμμαχος γενήσεταί μοι ; Καὶ γὰρ οἵ τε πλούσιοι δεδίασιν |
| ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως . | ||
| . . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . . |
| . ἐρειψίτοιχοι ] οἱ καταβάλλοντες . ἐρειψίτοιχοι ] καταβολεῖς . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί . ἐρειψίτοιχοι ] οἱ ῥίψαντες . ἐρειψίτοιχοι | ||
| ἐρειψίτοιχοι ] ὄλεθροι , πορθηταί θ ἐρειψίτοιχοι ] ὀλέθριοι . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί , ἀνατραπεῖς . Ξ πικρὰς μοναρχίας : |
| Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα | ||
| Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα |
| αὐτὸ περὶ τοῦ πρότερος εἰπεῖν πρῶτα διαμαχοῦμαι . Οἴμοι , διαρραγήσομαι . Καὶ μὴν ἐγὼ οὐ παρήσω . Πάρες πάρες | ||
| ἢ πρῶτον εἰπεῖν . πάρες : τοῦ Κλέωνος εἰπόντος “ διαρραγήσομαι ” καὶ τοῦ ἀλλαντοπώλου εἰπόντος “ οὐ παρήσω ” |
| καὶ τῷ διαβαλλομένῳ καὶ τῷ πρὸς ὃν διαβάλλουσιν . διαβολιᾶν ὑποφάτιες : ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι , παρὰ τὸ φατίζειν καὶ | ||
| πάλιν κατ ' ἐκείνων πρὸς αὐτοὺς διεξέρχονται . Τὸ δὲ ὑποφάτιες ἀντὶ τοῦ ὑποβολεῖς διαβολιῶν . Ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι |
| : χαλκέοισιν ἐξαυστῆρες ἐγχειρούμενοι . . . , . : ἐξαυστήρ : κρεάγρα . . Ὀνομαστ . ; : τὰ | ||
| τῆς ἐν προθέσεως τὸ ἐπίῤῥημα ἔμπλην . Ἐξαυστηρίκυω . αὔσω ἐξαυστήρ . Ἐπυράκτεον . πῦρ πυρὸς πυράζω πυράξω : ὄνομα |
| κυάμους , ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς | ||
| δὲ ἐχρῶντο διὰ τὸ μὴ καθεύδειν . ἔστι δὲ τὸ κυαμοτρὼξ ἀντὶ τοῦ φιλόδικος καὶ σκληρός . κυαμοτρώξ ] φιλόδικος |
| . Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν | ||
| εἶδος ὑποδήματος ἐφαρμόζον τοῖς δυσὶ ποσίν . Ὁμοία τῇ , Ποικιλώτερος Ὕδρας . Καὶ , Εὔριπος ἄνθρωπος . Καὶ , |
| τὴν αἰτίαν τοῦ Διὸς εἰς τὴν τέχνην μετήγαγεν . : χειρωναξία : Ἡ διὰ χειρῶν ἐργασία . : οὐδὲν αἰτία | ||
| Προμηθέως , ὡς ἁπλῶς διὰ λόγου ἐστὶν εἰπεῖν . . χειρωναξία ] ἡ διὰ τῶν χειρῶν ἐργασία : καὶ χειρῶναξ |
| οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον : | ||
| . ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα |
| ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε | ||
| σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην : |
| Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ | ||
| εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ |
| ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις : | ||
| : γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς : |
| . αἷμα δὲ ζῶντος ὄνου μετὰ κροκοδειλίας βοτάνης καὶ ἐλαίου συγχριόμενον τεταρταΐζοντας ἰᾶται . Τὸ δὲ κρίκιον τοῦ χαλινοῦ αὐτοῦ | ||
| καὶ ἀποπαύειν πυρετούς . ] Κάχρυος σπέρμα μετ ' ἐλαίου συγχριόμενον , ἢ πύρεθρον μετ ' ἐλαίου θερμανθὲν καὶ ἐπιχρισθὲν |
| . θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω . [ στʹ . Πρὸς αἱμοῤῥαγίαν ἐκ τοῦ στόματος | ||
| πότιζε ἢ ὄξος μετὰ θύμου δριμύ : μετὰ δὲ ταῦτα ἀναγαργαριζέσθω θερμῷ ὕδατι . Κεφ . ιγʹ . [ Πρὸς |
| τούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαι αὐτός : τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος ; ἄρχοντί τ ' ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις , | ||
| . ξυστήσομαι ] συμπαρατάξομαι . . συστάδην μαχεσθήσομαι . . ἐνδικώτερος ] ἢ ἐγώ . . ὡς ] λίαν . |
| οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς | ||
| , οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς |
| γʹ . ὁ Ϛʹ ἀναπαιστικὸς δίμετρος βραχυκατάληκτος . ὁ ζʹ ἀσυνάρτητος ἐξ ἀναπαιστικῆς βάσεως καὶ τροχαϊκοῦ ἰθυφαλλικοῦ . ἐν εἰσθέσει | ||
| καὶ ιαʹ καὶ ιβʹ ἀναπαιστικοὶ τετράμετροι καταληκτικοί . ὁ τρίτος ἀσυνάρτητος ἐξ ἀναπαιστικῶν πενθημιμερῶν : ἐξ ἀναπαιστικοῦ πενθημιμεροῦς αἰολικοῦ διὰ |
| κατὰ δώματ ' ἐπισταμένως πονέοντο . ἐς δ ' ἦλθον δρηστῆρες ἀγήνορες : οἱ μὲν ἔπειτα εὖ καὶ ἐπισταμένως κέασαν | ||
| . ἀποδρᾶν : δρῶ , τὸ ὑπηρετῶ , ὅθεν καὶ δρηστῆρες . τὸ οὖν ἀποδρᾶν ἐστι τὸ ἔξω γενέσθαι τῆς |
| , ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν | ||
| ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε . |
| ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες | ||
| καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου |
| αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι . | ||
| πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν |
| τῆι περὶ Σαλαμῖνα καὶ οἱ θεοὶ συνεμάχησαν τοῖς Ἕλλησιν . Δίκαιος γὰρ ὁ Θεοκύδους , ἀνὴρ Ἀθηναῖος , ἔφη θεάσασθαι | ||
| καλοῦ . Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίνεται . Δίκαιος ἂν ᾖς , τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ . Δίκαιος |
| τὸν Ἄλβιν ἀπὸ τοῦ εἰρημένου μέρους πρὸς ἀνατολὰς μέχρι τοῦ Συήβου ποταμοῦ , καὶ τὸ τῶν Βουργουντῶν τὰ ἐφεξῆς καὶ | ||
| ἀνατολὰς ἐπιστροφή λεʹ νϚʹ Χαλούσου ποτ . ἐκβολαί λζʹ νϚʹ Συήβου ποταμοῦ ἐκβολαί λθʹ ∠ ʹʹ νϚʹ Οὐιαδούα ποταμοῦ ἐκβολαί |
| οὗτος νόμος ἄφυκτος , καθ ' ὃν πάντα τέτακται . Κινεῖται δὲ τὸ κινούμενον κατ ' ἐνέργειαν τῆς κινήσεως τῆς | ||
| ' ἕνεκα λέγομεν , τοῦτο μόνον φυλάττωμεν , ἐρωτῶντες : Κινεῖται καὶ ῥεῖ , ὥς φατε , τὰ πάντα ; |
| . παρὰ τὸ παίζω , ὡς παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ἀλαπαδνός . Πάσσαλος . παρὰ τὸ πήσσω . Πρόφρασσα . | ||
| δεινοπαθήσας : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστήσω . . . . ἀλαπαδνός : ἀσθενής : παρὰ τὸ ἀλαπάζω , ὃ σημαίνει |
| . ἀμφότεραι : δύο γένη εἰσὶ σφυραινῶν . Σφύραιναι : ζαργάναι , οἱ ζαργάναι καλούμεναι . δολιχαί : μακραί . | ||
| μόρον ἀγρευτῆρος : τὸν ἀπ ' ἀγρευτῆρος . Σφύραιναι : ζαργάναι . ἐνιπλήξωσι : ἐμπέωσι , πελάσωσιν . Διζόμεναι : |
| . χειμῶνα ] κλύδωνα . ἐλθεῖν ] ἐνταῦθα τὸ δαιμόνων κότωι . τελευτῆσαι ] λῆξαι . δαιμόνων ] τῶν θεῶν | ||
| ἔδωκαν ἀθάνατοι ἀνθρώποισι φωναῖς λιγυραῖς ἀεῖσαι : Φοῖβος δέ σε κότωι ἀναιρεῖ , Μοῦσαι δέ σε θρηνέουσιν . † ἐκκορὶ |
| εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . θ εὐφιλήταν ] καλῶς φιλουμένην , ἀγαπητήν . εὐφιλήταν ] φίλην | ||
| ἥν ποτε ἔθου εὖ πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] προσφιλῆ . εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν |
| , ὀβελίζει τοὺς ἑπτὰ τούτους στίχους : ἀπὸ τοῦ ΠΑΝΤΑ ΙΔΩΝ , μέχρι τοῦ , ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ | ||
| ὑψηλότατα οἰκήματα οἰκεῖ : τουτέστι τὸν οὐρανόν . . ΚΛΥΘΙ ΙΔΩΝ . Ὡς πάντα ἐφορῶν καὶ ἀκούων τῶν γινομένων , |
| ἑνὶ παραδείγματι παραστῆσαι πειράσομαι τὸ ἐμοὶ δοκοῦν περὶ αὐτοῦ . Ποίῳ δὴ μάλιστα ; Περσῶν βασιλέως ὄνομα Πειρώζου ἅμα στρατῷ | ||
| δὲ ἀρέσκει πάντα ἐκ τῶν ἀρχῶν ἔχειν τὴν ὑπόστασιν . Ποίῳ μὲν ἤθει τοὺς λόγους καταβάλλεται τούτους ὁ Ἀριστοτέλης , |
| ἡ τῇ ὀσφρήσει προΐζουσα . ἀπὸ δὲ τοῦ κνίζω γίνεται κνύζω , ἐξ οὗ καὶ τὸ κνύζα . . . | ||
| οὗ καὶ τὸ κνύζα . . . ἐκ δὲ τοῦ κνύζω γίνεται κνυζῶ περισπώμενον , ἀφ ' οὗ ” κνυζώσω |
| ] δημοσίων . δημίων ] τῶν τοῦ δήμου . Ξ μελόμενοι ] φροντίζοντες . Ξ μελόμενοι ] φροντίδα ἔχοντες . | ||
| τί χρέος ; ἦ λόγων πόλεος , ἔνεπέ μοι , μελόμενοι τυχεῖν ; μήτ ' ἐκδοθῆναι μήτε πρὸς βίαν θεῶν |
| τὰς τῆς μητρὸς ἀδελφάς , ἠνάγκασε Πενθέα διασπάσαι . ἡ μυθοποιία κεῖται παρ ' Αἰσχύλῳ ἐν Πενθεῖ . . . | ||
| ' εὐφημισμὸν προσηγόρευσεν Εὐμενίδας . παρ ' οὐδετέρωι κεῖται ἡ μυθοποιία . τὰ τοῦ δράματος πρόσωπα : προφῆτις τῆς Πυθίας |
| πνεούσης . ἔξοχα : πλέον . δαιτός : εὐωχίας . Ἐκπάγλως : λίαν , ἐξόχως . ἐπιτέρπεται : ἐπιχαίρει . | ||
| , χαριέστατον . ὕδωρ : καὶ ἡ θάλασσα ἐκείνη . Ἐκπάγλως : ἐξόχως , ἔξω πάσης γλώττης , λίαν , |
| εἰ τουτονὶ κεχειροτονήκας ' οἱ θεοί ; Ἕξεις ἀτρέμας ; Οἴμωζε : πολὺ γὰρ δή ς ' ἐγὼ ἑόρακα πάντων | ||
| ὁ Ζεὺς ποεῖ ; Ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας ἢ ξυννέφει ; Οἴμωζε μεγάλ ' . Οὕτω μὲν ἐκκεκαλύψομαι . Ὦ φίλε |
| πόλις θηλυκῶς ὡς Εὐφορίων βουκολέων Τρηχινῖδα Τυμφρηστοῖο αἰπῆς . . Τυφρηστὸς καὶ πόλις καὶ ὄρος Τραχῖνος ἀπὸ Τυμφρηστοῦ τινος βασιλέως | ||
| τῶν Μαγνήτων ἀπὸ πόλεως Εὐρυάμπου λεγομένης . * καὶ * Τυφρηστὸς ὄρος Μηλιέων * . . καὶ τὸν δυναστὴν : |
| ἀκούοντας . ποιφύγμασι ] φυσήμασι . ποιφύγμασι ] στεναγμοῖς . ποιφύγμασι ] ἐν φοβήμασιν . ποιφύγμασι ] θρήνοις , βοαῖς | ||
| . ποιφύγμασι ] στεναγμοῖς . ποιφύγμασι ] ἐν φοβήμασιν . ποιφύγμασι ] θρήνοις , βοαῖς . θ ποιφύγμασι ] θορύβοις |
| Ἀμφὶ δέ μιν θανάτοιο μέλας ἐκιχήσατ ' Ὄλεθρος γαίῃ ὁμῶς δμηθέντα καὶ ἀτρυγέτῳ ἐνὶ πόντῳ . Ὣς δὲ καὶ ἄλλοι | ||
| ἄντλου πυθομένοιο δυσαέος ἄγριον ὕδωρ . ἀλλ ' ὅτε μιν δμηθέντα πολυτμήτοις ὀδύνῃσιν ἤδη λευγαλέοιο παρὰ προθύροις θανάτοιο μοῖρα φέρῃ |
| ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] | ||
| Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά |
| τοῦ παρόντος γένωμαι , λαβὲ τὰ ψηφίσμαθ ' ἃ τοῖς Θασίοις καὶ Βυζαντίοις ἐγράφη . λέγε . Ἠκούσατε μὲν τῶν | ||
| . . . . . . . . . . Θασίοις οἰναρίοις καὶ Λεσβίοις τῆς ἡμέρας τὸ λοιπὸν ὑποβρέχει μέρος |
| δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ | ||
| ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη : |
| τῶν ἀπλανῶν ἀνατολαὶ καὶ μεσουρανήσεις καὶ δύσεις , καλούμεναι δὲ ἀληθιναὶ συγκεντρώσεις , ἀποτελεσθήσονται . Οὐκέτι μέντοι καὶ ἐπὶ τῶν | ||
| αἱ φαινόμεναι τῶν ἄστρων ἐπιτολαὶ προλέγονται : αἱ μὲν γὰρ ἀληθιναὶ ἀθεώρητοί εἰσι καὶ ἀπαρατήρητοι , αἱ δὲ φαινόμεναι καὶ |
| . καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [ | ||
| ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον |
| . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ μὴ | ||
| φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ ' : |
| , χώρει εἰς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότ ' ἐγὼ θάρσησα . εἰσῆλθε δέ ποτε εἰς θέατρον διδάσκων κωμῳδίαν λίθων | ||
| βδελυρὴ χώρ ' εἰς τὸν ἀγῶνα . Καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . Πεποίηκε δὲ παρῳδίας καὶ |
| Ἀκάμαντος διὰ τῆς ει διφθόγγου . λέγεται καὶ Ἀκαμαντίς ὡς Βυζαντίς . Παρθένιος δ ' ἐν Ἀφροδίτῃ Ἀκαμαντίδα αὐτήν φησι | ||
| . τὸ δὲ κτητικὸν Βυζαντιακός . λέγεται καὶ Βυζαντιάς καὶ Βυζαντίς . ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας Βυζάντεια διὰ διφθόγγου |
| ἂν πράγματος μὴ τὸ δυνατὸν ἡγῆται , τό γε λοιπὸν ὕθλοι καὶ σκιαί . νὴ Δί ' αἰσχρὸν γὰρ φυγεῖν | ||
| : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα πολὺν |
| βδελυρώτερος , θρασύτερος , ἐπονείδιστος , ἐπίρρητος , ἐπίψογος . Βίοι ἐφ ' οἷς ἄν τις ὀνειδισθείη , πορνοβοσκός , | ||
| τοὺς διαφθείροντάς τινα ἔργα : ἢ ἐπὶ τῶν φιλολόγων . Βίοι ἀνθρώπων καὶ φυτῶν σπέρματα συνεξομοιοῦνται ταῖς χώραις . Βία |
| [ . ] : ἐκ γειτόνων οἴκων γὰρ , ὦ τοιχώρυχε : ὡς κακοδαιμονοῦντας , δαίμονι ἀπανθρώπῳ καὶ σκληρῷ κατεχομένους | ||
| [ . ] : ἐκ γειτόνων οἴκων γὰρ , ὦ τοιχώρυχε : ὡς κακοδαιμονοῦντας , δαίμονι ἀπανθρώπῳ καὶ σκληρῷ κατεχομένους |
| δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς | ||
| . . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη . |
| Φλεγύας Φλεγύαντος παρ ' Εὐριπίδῃ . , Ἐλέας Ἐλέαντος παρὰ Φιλοστεφάνῳ , Σατύας Σατύαντος παρ ' Ἡγησίππῳ . : εὑρέθη | ||
| τῶν τὸ πέλαγος πλεόντων ἀνθρώπων . Ἡ ἱστορία παρὰ τῷ Φιλοστεφάνῳ . . . ο , , , , . |
| τυμβοχόα ] ἐπιτάφια . θ χειρώματα διὰ χειρῶν ἐργαζόμενα . χειρώματα ] θύματα τὰ διὰ τῆς χειρὸς γινόμενα . θ | ||
| χειρώματα ] θύματα τὰ διὰ τῆς χειρὸς γινόμενα . θ χειρώματα ] θύματα . μήτε μὴν ὀξυτάτοις θρήνοις τιμᾶν αὐτόν |
| Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν | ||
| . ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ ' |
| ἡμισείας ὀρθῆς ἐστιν μεʹ μέρος , ὥστε ἡ ὑπὸ τῶν ΚΑΘ ὀρθῆς ἐστιν ἐλάσσων ἢ ͵γϠξʹ . τὸ δὲ ὑπὸ | ||
| τὰς περιφερείας , πάντα πᾶσιν : ὥστε γωνία ἡ ὑπὸ ΚΑΘ γωνίᾳ τῇ ὑπὸ ΚΓΘ ἴση . πάλιν ἐπεὶ ἡ |
| οἵτινες καὶ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ . ἔφλων : ἤσθιον . φλᾶν δὲ τὸ μετὰ ψόφου ἐσθίειν : καὶ γὰρ φλᾶν | ||
| ῥίψασπις εἶ . καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ βʹ . φλᾶν : νῦν κατακαίειν : δῆλον δέ , ὅτι τὰ |
| ' ἑξῆς ἡμερῶν ε καὶ διαλίμπανε δέκα . Διουρητικόν . Καρδαμώμου , ἀμώμου , σχοίνου ἄνθους ἀνὰ ⋖ Ϛ , | ||
| ὄξει ἐπίχριε : τοῦτο ῥήσσει καὶ ξηραίνει . Ἄλλο . Καρδαμώμου σπέρμα κυαμίνῳ ἀλεύρῳ σὺν ὕδατι κατάπλασ - σε δὶς |
| παράπαν ] παντελῶς ἡμαρτήκαμεν ] ἠστοχήσαμεν ὡρικῶς ] τρυφηλῶς : νεωτερικῶς εἶπε διότι ἦν τεθρυμμένη ἀλλ ' ὅ τι ] | ||
| νεωτερικῶς . παίζουσι γὰρ τῇ γραῒ οἱ γέροντες . . νεωτερικῶς , ἤγουν ὡς πυνθάνονται αἱ ἐν ὥρᾳ οὖσαι γυναῖκες |
| κατηγορήσας καταδίκης αἴτιός σοι γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . | ||
| Ἀττικοί . οὐ χαιρήσεις ] οὐ χαίρων ἀπαλλάξεις . Γ αἱρήσω : διελέγξω : ἔλαβε δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ “ |
| οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος ἀρχαϊσμὸς οὗτος ῥημάτων „ . ἄρκτου δὲ γενομένης ἐπ | ||
| μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . Μένανδρος Ῥαπιζομένῃ : ” οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος |
| ἀμφιβόλοισιν : πάντοθεν βαλλομένοις , ἢ ἀμφοτέρωθεν . ἐπ ' ἀμφιβόλοισιν : πάντοθεν βαλλομένοις , ἢ ἀμφοτέρωθεν . ἡ δὲ | ||
| οἱ ἐναντίοι . τοὶ δὲ ] ἄλλοι δέ . θΞ ἀμφιβόλοισιν : πάντοθεν βαλλομένοις , ἢ ἀμφοτέρωθεν . ἐπ ' |