, / ὅπερ ποτὲ φεύγων ἔπαθε καὶ Θουκυδίδης : / ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους ] . . . . | ||
ὅσον αἱ φρένες τι κακὸν ἔχουσιν , ἢ εἴ τις ἀπόπληκτος γέγονεν : αἱ μὲν γὰρ μελαγχολικαὶ αὗται ἐκστάσιες οὐ |
μὲν οὐκ εἰσέρχεται , παρὰ δὲ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ ἑτέραις τε τοιαύταισι παγίσι τοῦ βίου ἔνδον κάθητ ' | ||
εἶναί μοι δοκεῖ , ὅστις παρὰ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ ἑταίραις τε τοιαύταισι παγίσι βίου ἔνδον κάθητ ' ἀπόπληκτος |
καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ ἑταίραις τε τοιαύταισι παγίσι βίου ἔνδον κάθητ ' ἀπόπληκτος οὐδ ' ἐξέρχεται . Ἄλεξις δὲ τοιαῦτα | ||
Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ ἑτέραις τε τοιαύταισι παγίσι τοῦ βίου ἔνδον κάθητ ' ἀπόπληκτος οὐδ ' ἐξέρχεται . Ὅστις ἀγοράζων ὄψον |
Ἱπποκράτει δοκεῖ : ” οἷον “ γάρ φηϲιν ” ἐν πλευριτικοῖϲι πτύελον ἢν μὲν αὐτίκα ἐπιφαίνηται , ἀρχομένου μὲν βραχύνει | ||
ἄνθρωπον λιμῷ . Θεραπεία πλευρίτιδοϲ . Οὐκ ἀμβολῆϲ καιρὸϲ ἐν πλευριτικοῖϲι , οὐδ ' ὑπερθέϲιοϲ [ ἢ ] μεγάληϲ ἰητρείηϲ |
πρώτη καὶ πρεσβυτάτη τροφὴ τῶν ἀνθρώπων , καὶ ὅτι οὐκ ἄφωνος , ἀλλὰ καὶ ἐφθέγξατό ποτε ἐν Δωδώνῃ . εἰ | ||
περὶ τὰ τῶν παιδίων στόματα μάλιστα γινομένη . ἄναυδος : ἄφωνος . αὐδὴ γὰρ ἡ φωνή . ὡς Ὅμηρός φησιν |
. „ ἡ δὲ τὸ στῆθος πατάξασα ” οἴμοι τῇ δυστήνῳ , ” φησίν , „ οὐδὲν γὰρ οὐδὲ σοφισαμένη | ||
πρὸς τὰ Τροίας πεδία καὶ τὸν Ἀτρέως ἔχθιστον υἱὸν τῷδε δυστήνῳ ποδί ; Πρὸς τοὺς μὲν οὖν σε τήνδε τ |
ὅστις παρὰ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ ἑταίραις τε τοιαύταισι παγίσι βίου ἔνδον κάθητ ' ἀπόπληκτος οὐδ ' ἐξέρχεται . | ||
παρὰ δὲ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ ἑτέραις τε τοιαύταισι παγίσι τοῦ βίου ἔνδον κάθητ ' ἀπόπληκτος οὐδ ' ἐξέρχεται |
, ὦ φλήναφε : σαπρὸς γὰρ ἦν , σὺ δὲ μικρολόγος τις οὐ θέλων καινὸν πρίασθαι . οὐκ ἀδελφός , | ||
μηχανορράφος : ἐπινοητὴς κακῶν . κατασκευαστής . . , . μικρολόγος : σκνιπός , φειδωλός . . . , . |
σχολήν : ἐν δὲ τῇ Ῥώμῃ τῶν Μάγνου παίδων ἐπιστατῶν ἠρκεῖτο τῇ γραμματικῇ σχολῇ . Τὰ δὲ πέραν ἤδη τοῦ | ||
ἄνθρωπος ἦν καὶ τῇ γεωργίᾳ διηνεκῶς προσέχων οὐ τοῖς ἰδίοις ἠρκεῖτο πόνοις , ἀλλὰ καὶ τοὺς τῶν γειτόνων καρποὺς ὑφῃρεῖτο |
δὲ τὰ παρατεθέντα συλλαβὼν κατέφαγεν ; ἀπειρόκαλος ἄνθρωπος καὶ λιμοῦ πλέως , οὐδ ' ὄναρ λευκοῦ ποτε ἄρτου ἐμφορηθείς , | ||
αὐδᾶι δέ : Θύραν τίς οἴξει μοι ; παπαπαῖ : πλέως μὲν οἴνου , γάνυμαι δὲ δαιτὸς ἥβαι , σκάφος |
: οὔτ ' ὄμμ ' ἐπαίρουσα : ἀντὶ τοῦ : σύννους καὶ σκυθρωπὴ οὖσα οὐκ ἀκούει : κλύδων : ἡ | ||
αἰθέρι ; τηρῶ τὸν Δία ὕοντα πολλῷ δέσποτα , τί σύννους κατὰ μόνας σαυτῷ λαλεῖς δοκεῖς τε παρέχειν ἔμφασιν λυπουμένου |
τὴν δὲ χώραν αὐτὴν οἰκῶν . σιωπὴ σιγῆς διαφέρει . σιωπὴ μὲν γάρ ἐστι κατάσχεσις λόγου , σιγὴ δὲ στέξις | ||
μέλλον κακόν . ἐπεὶ γὰρ ἦν ἤδη νὺξ βαθεῖα καὶ σιωπὴ πολλὴ καὶ ὕπνος ὁ γλυκύς , ψοφεῖ μὲν ἔξωθεν |
δόξας ἀφαίρει , ὥσπερ Γλαύκων διεκελεύσατο . εἰ γὰρ μὴ ἀφαιρήσεις ἑκατέρωθεν τὰς ἀληθεῖς , τὰς δὲ ψευδεῖς προσθήσεις , | ||
Ἄτυϊ μὲν οὐκ ᾄσεται ἡ Καλλιόπη , Ὁμήρου δὲ οὐκ ἀφαιρήσεις τὴν διδάσκαλον . Ἐγὼ καὶ τῶν θεῶν τὴν ἰσοτιμίαν |
εὖ μάλα καθεψηθείσης , ὁπότερον ἐκ τῶν εἰρημένων χυλῶν ὁ κάμνων προσφέροιτο . παραπλησίως καὶ οἱ τῶν ὠῶν λέκυθοι τούτοις | ||
τοίνυν εὐκτέον ; Ὅμοιον ὡς εἰ καὶ ἰατρὸν ᾔτει ὁ κάμνων φάρμακον ἤ σιτίον : τοῦτο γὰρ εἰ μὲν ἀνύτει |
, εἰπεῖν πρὸς τοὺς παρόντας ὡς τυφλόν ἐστι τοῦ μέλλοντος ἅνθρωπος : ἐκφαγεῖν γὰρ ἂν Ἀθηναίους τοῖς αὑτῶν ὀδοῦσιν , | ||
τῶν Ἀχαιῶν ; ἐροῦμεν , νὴ Δία : πρώην ἔγημεν ἅνθρωπος καὶ συγγνώμη τῆς γυναικὸς ἐχομένῳ . τοῦτο γὰρ ἡμῖν |
προανελοῦσα ἕξει τὸν ἄνθρωπον , ὥσπερ οὖν ἡ ὀγδόη , νωθρῶς τοῦ νοσήματος κεκινημένου . Ἀλλ ' ὁ μὲν περὶ | ||
αἷμα διεξιέναι : τῇ μὲν οὖν ἐνέστηκε , τῇ δὲ νωθρῶς διεξέρχεται , τῇ δὲ θᾶσσον : ἀνομοίης δὲ τῆς |
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ | ||
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον |
. μὰ τοὺς πρόσωθεν ὁ δ ' Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαιοῦ στρυφνὸς μὲν ἔμοιγε προσειπεῖν καὶ μισόγελως καὶ τωθάζειν οὐδὲ παρ | ||
ἀρόσαι δὲ οὐκ εὐδαίμων καὶ ἁμαξεῦσαι ἄπορος . ὁ δὲ στρυφνὸς καὶ ἐν ὠμῷ τῷ γήρᾳ γεωργὸς νοείσθω , Θειοδάμαντα |
. Ἀλλὰ χρὴ πρότερον προμηθέεσθαι γινώσκοντα ὅτι ξηρασίῃ θερμῇ κρατέεται ὥνθρωπος . Διαιτῆσθαι οὖν χρὴ αὐτὸν τῇ τε μάζῃ προφυρητῇ | ||
, τοσούτῳ ἠπιώτερα καὶ βελτίονα . Πάντων δὲ ἄριστα διάκειται ὥνθρωπος , ὅταν πέσσηται καὶ ἐν ἡσυχίῃ ἔῃ , μηδεμίην |
ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν | ||
. ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων |
σιτίων ἀφεκτέον ἐστίν , ἔστ ' ἂν πεφθῇ τε καὶ διαχωρήσῃ κάτω . ἄμεινον οὖν ἕωθεν πίνειν νεόβδαλτον καὶ ἀσιτεῖν | ||
καὶ ποτῶν ἀφεκτέον ἐστίν , ἔστε ἂν πεφθῇ τε καὶ διαχωρήσῃ κάτω : καὶ γὰρ εἰ σμικρὸν οὑτινοσοῦν μίσγοιτο αὐτῷ |
καὶ τῆς μέθης ἐπὶ τὸ κοιμηθῆναι βαδίζειν καιρὸν καὶ τὸ κωμάζειν . . . . . . : κωμάζειν : | ||
ἀπὸ τούτου καὶ ὁ κῶμος εἴη εἰρημένος , καὶ τὸ κωμάζειν καὶ ὁ κωμαστὴς παρὰ Πλάτωνι , καὶ ὁ ἡδύκωμος |
κακὸν τῶν σκυτοτόμων κατ ' ἐπήρειαν γεγένηται . οὗτος μέντοι πεινῶν οὕτως οὐπώποτ ' ἔτλη κολακεῦσαι . ὥστε ποιοῦντες χρησμοὺς | ||
εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται τοὺς φονεύσοντας . καὶ |
χυμοῖς : ἀλλοιωθεὶς γὰρ ὁ μὲν ὥσπερ κατὰ φύσιν ὁ παλαιούμενος ἐκπεπίκρωται . Τοῦτο δὲ συμβαίνει δι ' ὅτι τὸ | ||
μὲν μόνιμος , ὁ δὲ οὔ : καὶ ὁ μὲν παλαιούμενος καλλίων , ὁ δὲ αὐτόθεν πινόμενος , καὶ ἄλλη |
εἶθε μὲν οὖν αὐτὸς περιῆν φίλος , καὶ τῆς ἑαυτοῦ συνοίκου ταύτης ἀπήλαυνον : οὕτω γὰρ ἂν ἐγὼ καὶ τῶν | ||
. κενὰ μὲν γὰρ χρημάτων τὰ οἴκαδε : χηρεύειν τῆς συνοίκου τὸν εὐεργετήσοντα παρεσκεύασε : καὶ ὡς ἔοικεν μνηστὴρ ὑπῆρχεν |
, ἄνανδρος , ἐπιδεὴς καταδεής , συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος | ||
ἐστι . Καὶ ἡ εἰς ἄτοπον ἀπαγωγὴ ἰδέα λύσεων οὐκ ἀγεννής , ὅταν λέγωμεν ὅτι κατὰ τοῦτον τὸν λόγον πολλῶν |
αὐτὸν γυμνάζει ; ἀλλ ' ὁ μὲν Ἡρακλῆς ὑπὸ Εὐρυσθέως γυμναζόμενος οὐκ ἐνόμιζεν ἄθλιος εἶναι , ἀλλ ' ἀόκνως ἐπετέλει | ||
ὃς ἦν παρεστώς , ἠμέλησεν . ἔπειτα καὶ ὁ μὲν γυμναζόμενος τόξῳ ἔνθα μηδένα ᾤετο βαδιεῖσθαι τυχών τινος παρὰ προσδοκίαν |
κἀκείνους πάθει προσζεύξῃ ἢ ὅτι ἐν σχήματι ἀνδρὸς ἐφάνη ὁ Πλοῦτος : δεῖ δὲ ἐννοεῖν αὐτὸν ῥυπῶντα καὶ ταπεινὸν τὸ | ||
ἀνθρώποις δοκεῖ εἶναι ἀγαθά . Ταῦτα οὖν τίνα ἐστί ; Πλοῦτος δηλονότι καὶ δόξα καὶ εὐγένεια καὶ τέκνα καὶ τυραννίδες |
τέγους ; ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . οἴμοι τάλας δείλαιος , ἀποπνιγήσομαι . ἐγὼ δὲ κακοδαίμων γε κατακαυθήσομαι . | ||
ὡδί . Μανῆς γάρ ἐστι δειλός : Ἀποφαντικῶς ἀντὶ τοῦ δείλαιος . πρὸς ἄλλον δὲ λέγει τύπτων τὸν Μανῆν . |
, ἀλλ ' ἄπειμι . Καὶ γάρ εἰμ ' ἄγαν ὀχληρός , οὐ δοκῶν με κοιράνους στυγεῖν . Οἴμοι κακοδαίμων | ||
, ἡ δ ' εὐγένεια καὶ τὸ γενναῖον μένει . ὀχληρός , οὐ δοκῶν με κοιράνους στυγεῖν βέβληκ ' Ἀχιλλεὺς |
ἀστρονομικός , γεωμέτρης γεωμετρικός , ἀριθμητικός , στατικός , ἰατρός ἰατρικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα γραμματικῶς , πολιτικῶς , ῥητορικῶς | ||
δέ ; ἀμούσου ; Ἀνάγκη , ἔφη . Τί δὲ ἰατρικός ; ἐν τῇ ἐδωδῇ ἢ πόσει ἐθέλειν ἄν τι |
μοι τρίτην ταύτην ἡμέραν ἔχων ἐν ἄστει , ὁ δὲ θητεύων παρ ' ἡμῖν Παρμένων ζημία καθαρά , ῥᾴθυμος ἄνθρωπος | ||
ὡς πάντες θεοὶ ἡγοῦνται ἐκεῖνον ἀδίκως τεθνάναι , ὃς ἂν θητεύων ἀνδροφόνος γενόμενος , συνδεθεὶς ὑπὸ τοῦ δεσπότου τοῦ ἀποθανόντος |
: τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι | ||
συμ - φέρει εἰ καὶ ἡ γαμηθεῖσα λοίδορός τις καὶ λάλος καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ |
γεραιὰς ἐσπάρασς ' ἀπ ' ὀστέων . χρόνωι δ ' ἀπέσβη καὶ μεθῆχ ' ὁ δύσμορος ψυχήν : κακοῦ γὰρ | ||
καὶ ἑκηβόλον ὅπλον καὶ πρόχειρον οὐκ οἶδ ' ὅπως τελέως ἀπέσβη καὶ ψυχρόν ἐστι , μηδὲ ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ |
κατωρθωκέναι τὸ προσταχθὲν τῆς τυραννίδος αὐτὸν οὕτω φρονεῖν ἀπαιτούσης : φοβερὸς γάρ , οὐ δίκαιος ἐθέλει δοκεῖν . ὥστε τῆς | ||
, ὡς ἐν τῷδε μόνῳ τὸ ἀσφαλὲς ἕξων , εἰ φοβερὸς αὐτοῖς εἴη καὶ δι ' αὐτὸ καὶ δυσεπιχείρητος . |
αὐτὸ μέρος καὶ μὴ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ : ὁ γὰρ καθεύδων Σωκράτης δυνάμει * * * ἐὰν οὖν ταῦτα πάντα | ||
δὲ αὐτήν , ἤκουσα καὶ τοὺς ἐν μυστηρίῳ λόγους , καθεύδων σὺν αὐτῇ ἐν τῇ μέθῃ μου οὓς ἐλάλησα : |
εὐρύτης καὶ λεπτότης . εἰ δ ' ἅμα τις εἴη πιμελώδης τε καὶ παχὺς καὶ τὰς φλέβας εὐρείας ἔχοι , | ||
παρὰ φύσιν καὶ κατὰ φύσιν . Τί ἐστιν ἐπίπλοον ; πιμελώδης χιτὼν πανταχόθεν τῇ γαστρὶ περικείμενος χάριν τοῦ μὴ διαπνεῖσθαι |
ἥλιον , σελήνην , σῦκα καὶ μῆλα . ἔδοξε γοῦν ἠλίθιος ταῦτα ἐξισῶν ἡλίῳ . Ἡ ἀφύη πῦρ : ἐπὶ | ||
καὶ πάντα τὰ συμβεβηκότα τοῖς μορίοις τοῦ λόγου πολυπραγμονῶν ; ἠλίθιος μέντἂν εἴη εἰς τοσαύτην σκευωρίαν καὶ φλυαρίαν ὁ τηλικοῦτος |
καθάπτοιντο λέγοντες ὅτι ἐν τοῖς μάλιστα Ἀθηναίων ἐγὼ αὐτοῖς ὡμολογηκὼς τυγχάνω ταύτην τὴν ὁμολογίαν . φαῖεν γὰρ ἂν ὅτι “ | ||
εὖ ποιῆσαι καὶ αὐτὸν μηδὲν βλαβῆναι . προξενῶν μὲν γὰρ τυγχάνω τῶν Ἡρακλεωτῶν , βούλοιο δ ' ἄν , ὡς |
ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων , κραιπαλῶν , παράφορος , λάλος , λῆρος , φλύαρος , κυλικηγορῶν . | ||
, λυττῶν κατά τε σῶμα καὶ ψυχήν : σπείρειν οὖν παράφορος ἅμα καὶ κακὸς ὁ μεθύων , ὥστ ' ἀνώμαλα |
μᾶλλον πέφυκε τἀνθρώπῳ . Ὁ δ ' αὖ οὐ πάνυ πονηρὸς καθέστηκεν ἀπὸ τῆς τῶν χρωμάτων τεκμαιρομένων ἡμῶν οἰκειότητος . | ||
ἔλυσε τοὺς νόμους : εἰ δ ' ἐκβαλεῖν ἀπάτην ἣν πονηρὸς ἄνθρωπος ἐνέθηκέ σοι , μένει μὲν Ἱεροκλῆς ἐν τῷ |
σοφοὶ Ἀθηναῖοι ; μετάστηθι καὶ σύ , Διόνυσε : Κιθαιρὼν καθαρώτερος . „ τοιάδε εὗρον τὰ σπουδαιότατα τῶν φιλοσοφηθέντων Ἀθήνησιν | ||
, καὶ διδόναι πίνειν διουρητικά : ἐπὴν δέ σοι δοκέῃ καθαρώτερος εἶναι καὶ ἡ χροιὴ βελτίων γένηται , πρόσθες φάρμακον |
, ἀλλ ' οὐχ ὥς τινές [ φασι ] [ παρρησιαστὴς ] | [ ] [ φιλόσοφος ] [ οὐδὲ | ||
ἀλλ ' ἐμὲ διώκει : ὁ ἡδὺς ἐνεδρεύει , ὁ παρρησιαστὴς καταφρονεῖ : σιτία μοι καὶ ποτὰ καθάπερ τοῖς θρέμμασιν |
ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ | ||
Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς |
ἐρᾷ καὶ ἐπιθυμεῖ : ἢ παραληρεῖ , ἐπειδὴ ἡ Σίβυλλα μακρόβιος : ἢ τοῖς χρησμοῖς ἥδεται : ἢ ἀπατᾶται : | ||
σιβυλλιᾷ : χρησμῶν ἐρᾷ ἢ παραληρεῖ , ἐπειδὴ ἡ Σίβυλλα μακρόβιος : ἢ τοῖς χρησμοῖς ἥδεται : ἢ ἀπατᾶται : |
γὰρ πάλιν ἀναβλέψαι . Τί φῄς ; Ἅνθρωπος οὗτός ἐστιν ἄθλιος φύσει . Ὁ Ζεὺς μὲν οὖν οἶδ ' ὡς | ||
θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς . Ξ μέλεος ] ἄθλιος . ἀθλίων ] τῶν παρανόμων . ἀθλίων ] τῶν |
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω | ||
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη |
οὔτε οἰκέτης οἶνον ἔπινεν οὔτε γυνὴ ἐλευθέρα οὔτε τῶν ἐλευθέρων ἔφηβος μέχρι τριάκοντα ἐτῶν . ἄτοπος δὲ Ἀνακρέων ὁ πᾶσαν | ||
εἴρηκεν : παῖδες , γέροντες , μειράκια , παλλάκια . ἔφηβος , ἄρτι ἐξ ἐφήβων : τοῦτον δὲ καὶ ἀφειμένον |
, εἴ μοι τοιοῦτος υἱὸς ἦν , θῆλυς οὕτω καὶ διεφθαρμένος ὑπὸ τῆς μέθης , μίτρᾳ μὲν ἀναδεδεμένος τὴν κόμην | ||
. : “ διακεκναισμένος ” δὲ ἠμαυρωμένος , αἰσχρὸς καὶ διεφθαρμένος γενόμενος : οἱ γὰρ ἱππεῖς ἐν γυμνασίοις καὶ παλαίστραις |
ἔστιν ὁ σκοπὸς τοῦ λόγου τοιοῦτος , ὅτι ὡς ὁ ὑγιαίνων ἢ εὐεκτῶν οὐκ ἂν δεηθῇ εἰδέναι ἰατρικὴν πρὸς τὸ | ||
ὀλίγον ἔμπροσθεν . οὕτως ἀποκρινῇ ; Τίς γὰρ ἀποκρινόμενος ἄλλως ὑγιαίνων ἄν ποτε φανείη ; Σχεδὸν οὐδ ' ὁστισοῦν : |
, ἡσυχίαν ἄγειν ἠγάπησεν . Ἡκέτω δὲ ἡμῖν εἰς μέσον τυφλὸς ὁ παῖς περὶ οὗ ὁ λόγος , χειραγωγούμενος τῷ | ||
τεκμαίρεσθαι τοῖς τοιούτοις , τί ἂν πάθοι τις , εἰ τυφλὸς ὢν ἐπιθυμοίη φιλοσοφεῖν ; τῷ διαγνῷ τὸν τὴν ἀμείνω |
τὸ δὲ αὐτὸ τοῖς μὲν γλυκὺ φαίνεται , οἷον τοῖς ὑγιαίνουσι τὸ μέλι , τοῖς δὲ πικρόν , οἷον τοῖς | ||
ποικίλα καὶ παντοδαπά , ὅπως ἔχωσιν ἁρμόζοντα , τὰ μὲν ὑγιαίνουσι , τὰ δὲ νοσοῦσι , καὶ τὰ μὲν ἰσχυροῖς |
περὶ ἐμοῦ φρονεῖς , καὶ πλείω με ἀδικεῖς ἢ ὁ συκοφάντης , ἃ γὰρ ἐκεῖνος διδάξειν ἔφη , σὺ πρὶν | ||
ἀδικίας πεπληρωμένον . Γ Νίκαρχος : ὁ Νίκαρχος κωμῳδεῖται ὡς συκοφάντης . “ φανῶν ” δὲ ἀντὶ τοῦ κατηγορήσων . |
περὶ τῆς ἡδονῆς τοιαῦτα εἴρηκεν : τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες , οὐ τίθημ ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον , | ||
καὶ περισσότερον : δείσας οὖν μὴ σφᾶς παρὰ τὸ ἔργον προδῶσιν , ἀποχώρησιν παρεῖχεν ἀπὸ στρατοπέδου τοῖς ἐθέλουσιν οἴκαδε : |
: τὸ χαριὴς , ἐξ οὗ καὶ χαριέστερος : καὶ ὑγιὴς , ἐξ οὗ τὸ ὑγιέστερος συγκριτικῶς . Ὑμήν : | ||
τὸ φανερὸν ἄγειν τὸ ἀδίκημα , ἵνα δῷ δίκην καὶ ὑγιὴς γένηται , ἀναγκάζειν τε αὑτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μὴ |
: τὸ δὲ πέρας , οὐ πόλιν ὅλην φυλὴν δὲ μαλακὸς ἀνατρέπει : ἐπεὶ κατὰ μέρος τὰς πόλεις , ὦ | ||
καὶ τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος ἐμπλαστικόν ἐστι , καὶ ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς τυρός . καὶ ἡ τοῦ ὑὸς πιμελή |
Ἀρκεσιλάου ἐν τοῖς Σίλλοις ἐπῄνεκεν αὐτὸν ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ἀρκεσιλάου περιδείπνῳ . Τούτου διάδοχος , ὡς μὲν Μηνόδοτός φησι , | ||
γένη παντοδαπά . τὸ πέρας σοι λέγω : ὅταν ἐν περιδείπνῳ τυγχάνω διακονῶν , τοὐπίθημα τῆς χύτρας ἀφελὼν ἐποίησα τοὺς |
ἔφη , παρ ' Ἀντιφάνει ἐν Ὀμφάλῃ οὕτως : οὐ φιλοτάριχος οὐδαμῶς εἰμ ' , ὦ κόρη . Ἄλεξις δ | ||
βούλομαι κατὰ Σιμωνίδην . καὶ ὁ Οὐλπιανὸς κεῖται μὲν ὁ φιλοτάριχος , ἔφη , παρ ' Ἀντιφάνει ἐν Ὀμφάλῃ οὕτως |
καὶ ὅλα φασὶ μέλη βρύκων ἂν καταπίοι . τούτων οὖν πεπληρωμένος καὶ τριῶν ἡμερῶν οὐκ ἐσθίει πολλάκις , ἔστ ' | ||
ὄντος . κεκονιμένος : οἷον σπουδάζων πάνυ καὶ σχεδὸν κόνεως πεπληρωμένος . . ὑπότριμμα : Ἀντὶ τοῦ δριμύ . οἱ |
οὕτω φιλοφρονησάμενος τὸν Ἄνυτον ἀπηλλάσσετο . Ὁ δὲ Ἄνυτος πάνυ ἐλευθερίως καὶ ἐρωτικῶς , λεγόντων τινῶν , ὡς ἀγνώμονα εἴη | ||
μὲν ἁμαξεύοντος ἐν Χερρονήσῳ διὰ πενίαν γενέσθαι , τραφῆναι δὲ ἐλευθερίως ἐν γράμμασι καὶ περὶ παλαίστραν : ἔτι δὲ παιδὸς |
ἐθαύμασεν . Ἐκπάγλου : καταπληκτικῆς . ἄσβεστος : διόλου , ἀκατάπαυστος . ὀρίνει : διεγείρει . Πάλλει : κινεῖ . | ||
κἀκείνη τῆς ] ? μητρὸς ἐν τοσούτωιἠκολούθησεν [ ] ? ἀκατάπαυστος [ ] καὶ περιερρηγμένος [ καὶ οὐδαμῶς ] ϊεροπρεπής |
τῆς ἡμετέρας πόλεως . ἐπεὶ δ ' ἀρτίφρων : ἐπεὶ ἔμφρων ἐγένετο , ἐπεὶ συνῆκεν ὃ ἔπραξεν κατὰ τῆς μητρός | ||
οὐδέποτε δύναται τὴν αὐτὴν τάξιν φυλάττειν , καὶ μάλιστα ὁ ἔμφρων τό τε ἄστατον τῆς τύχης καὶ τὸ ἀβέβαιον τῶν |
ἐκεῖνος δὲ οὐκ αἰσχύνεται . λέγοντι δέ σοι περὶ τῆς ἀχρηματίας ἴσως μὲν οὐδεὶς ἀντερεῖ : εἰ δ ' οὖν | ||
τιμαὶ βεβαιούσθωσαν : ὥστε μηδεὶς μοχθηρὸς ἄπορος ὑπείλλων καὶ ὑποστέλλων ἀχρηματίας οἴκτῳ τὸ δίκην δοῦναι παρακρουέσθω , δεδρακὼς οὐκ ἐλέου |
ἐλείφθη εἰκότως ἀποβάντος αὐτῷ τούτου : ὁ γὰρ φιλέρημος καὶ ἀπράγμων θεὸς καὶ μόνον ἔχων νεβρίδιον καὶ καλαυρόπιον καὶ συρίγγιον | ||
τῶν ἐν Πειραιεῖ . . . Μόλπις . Ἆρα οὖν ἀπράγμων εἶναι δοκεῖ ὑμῖν Διογένης , ὃς ἐπιδικάζεται μὲν τῶν |
' αὖ φιλοχρήματος καὶ φιλόπλουτος , ὁ δὲ τρίτος ἀμφοτέρων ἐπιφανέστερός τε καὶ μᾶλλον τεταραγμένος , ὁ φιλότιμος καὶ φιλόδοξος | ||
' αὖ φιλοχρήματος καὶ φιλόπλουτος , ὁ δὲ τρίτος ἀμφοτέρων ἐπιφανέστερός τε καὶ μᾶλλον τεταραγμένος , ὁ φιλότιμος καὶ φιλόδοξος |
καθεστηκυίας , ἤτοι καὶ εἴ τίς ἐστιν καθεστηκώς , ἤτοι κεχορτασμένος . ἀλλὰ τῆς φύσεως καθεστηκυίας οὔσης , ἤτοι κεχορτασμένης | ||
ἡδὺ νομίζει , ἃ οὐδ ' ὅλως τις φαγεῖν θελήσαι κεχορτασμένος ὤν : ἅτινα , ἤτοι τὰ πικρὰ καὶ τὰ |
οἴμοι κακοδαίμων , ὡς ἐρῶ : μὰ τοὺς θεούς , Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ | ||
τὸ γένος , ὥς φασιν , μόνον . ὁ γοῦν Τιθύμαλλος ἀθάνατος περιέρχεται . Οὐ τοῖς γὰρ ὀμνύουσι τὸν φρονοῦντα |
εἰς τροφὴν σώματος ἄρτου κριθίνου , ὅσον οὗτος πυρίνου : πέττεται δὲ καὶ ἧττον τῶν κριθίνων ἄρτων ἡ μᾶζα καὶ | ||
εἰωθυῖαν τροφὴν λαβόντες τούτων προχειρισθέντων ἐνοχλούμεθα . ταῦτα τε οὖν πέττεται μᾶλλον καὶ τὴν λοιπὴν οὐ κωλύει κατεργάζεσθαι τροφήν : |
ἡγεμόνες ἐπῄνεσαν . . . . ἦν ] ἀντὶ τοῦ ἤμην . . μήπω συνήγορον ] μέλλει γὰρ ὕστερον καὶ | ||
, καὶ ἐπλήθυνεν αὐτὸν ἐν ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ : καὶ ἤμην μετ ' αὐτοῦ μῆνας τρεῖς καὶ ἡμέρας πέντε . |
ἀποστρεφόμενος τῇ τε ἠρεμίᾳ ἡδόμενος καὶ ὕπνῳ καὶ καύματι πολλῷ κατεχόμενος ἀνέλπιστος . Καὶ ὑπολυσσέων ἄτρεμα καὶ ἀγνοέων καὶ μὴ | ||
τοῦτο πᾶσιν ἐγκατασπείραντος , ἵνα μὴ φύγωσι βίον ταλαίπωρον . κατεχόμενος οὖν τῷ δίψει ταύτην πρώτην ἀφῆκε φωνὴν “ ποτόν |
τοῦτο τὸν ἄνδρα χειραγωγήσας ἀφῖγμαι . Ἡροδότῳ μὲν οὖν πεποίηται σιωπῶν τῇ χειρὶ μόνον τὸ πάθος ὑποδεικνύς , ἐγὼ δὲ | ||
χρῷτο τοῖς νόμοις τῆς πατρίδος . Βίας ἔν τινι πότῳ σιωπῶν καὶ σκωπτόμενος εἰς ἀβελτερίαν ὑπό τινος ἀδολέσχου : Καί |
' ἑνὸς μ γράφεται : ἄμαθος γὰρ λέγεται παρὰ τὸ ἀμαθὴς * καὶ * ἀμέτρητος εἶναι καὶ ἐν συγκοπῇ ἄμος | ||
καὶ οὐκ εὐτελὴς ὤν , ἠλίθιος δὲ μᾶλλον , οἷον ἀμαθὴς καὶ ἀνόητος , ὃς εἰ παιδευθείη καλὸς ἂν εἴη |
καὶ παύει τὰς κεφαλαλγίας τὰς γινομένας διὰ χυμοὺς τοὺς ἐν γαστρί . γάλα οὐκ ἐπιτήδειον κεφαλῇ , εἰ μή τις | ||
καὶ κερδήσεις γ οἰκονομεῖς καὶ πιστευθήσῃ δ κρατεῖ τῇ ἐρχομένῃ γαστρί ε μὴ δάνειζε . μὴ δίδου Ϛ οὐ πωλεῖς |
: ἐπεὶ παχυτέρα τὸν νοῦν οὖσα ἡ γραῦς τοῖς τοσούτοις αἰνιγμοῖς οὐ συνῆκε τὸ λεγόμενον ὑπὸ τῆς Φαίδρας , ἀγανακτοῦσα | ||
αἳ λαλοῦς ' ἁπλῶς μὲν οὐδέν , ἀλλ ' ἐν αἰνιγμοῖς τισιν , ὡς ἐρῶσι καὶ φιλοῦσι καὶ σύνεισιν ἡδέως |
δημόσια σφετερισαμένου καὶ πλουτήσαντος . ὁ αὐτὸς δὲ καὶ ὡς φαλακρὸς κωμῳδεῖται . σίμβλον δέ φασι : σίμβλοι κυρίως εἰσὶν | ||
γένειον βαθὺ καθειμένος ὀλίγον τράγου διαφέρων ἐστίν , ὁ δὲ φαλακρὸς γέρων , σιμὸς τὴν ῥῖνα , ἐπὶ ὄνου τὰ |
λάλους ἀντὶ κοσμίων ποιήσας , ἀλλὰ οὗτος ὁ κωλύων εἶναι λάλους τὸ καθ ' αὑτόν . οὔκουν ὅ γε Ὀδυσσεὺς | ||
ὅ τι χρὴ λέγειν . Πρῶτον μὲν οὖν ὡς οὐ λάλους ἐποίησε μέγιστον , οἶμαι , κἀνταῦθα σημεῖον τὸ μὴ |
ὑπὸ τοῦ πάθους , μέλλων δακρύειν , ὡς μὴ γένοιτο καταφανής , ἀποστρέφεται καὶ προχέας θερμὰ καὶ ἐπάλληλα δάκρυα καὶ | ||
καθὰ κἀκεῖσε δεδηλώκαμεν . ἡ δὲ τάξις τῆς ἀναγνώσεως ὁμοίως καταφανής : ἡγουμένων γὰρ τῶν πραγμάτων δεῖ τηνικαῦτα καὶ τὸν |
δὲ ὁ Ναρσῆς τῇ Ῥαβέννῃ ἐπιστὰς καὶ τοῖς ἐνταῦθα στρατεύμασιν ὁμιλήσας καὶ πάντα ἐν δέοντι καταστησάμενος ἐς Ἀρίμινον ἐχώρει τὴν | ||
ἱκανώτατος , αὐτῇ μὲν Πανθείᾳ οὐκ ἐντυχών , Ξενοφῶντι δὲ ὁμιλήσας γράφει τὴν Πάνθειαν , ὁποίαν τῇ ψυχῇ ἐτεκμήρατο . |
τὸ μέγεθος τῆς ὑποθέσεως , εἰ μὴ τό τε σῶμα κομιδῇ φαύλως εἶχον ὑμᾶς τε , ὅπερ ἔφην , οὐχ | ||
Κορνηλίου τοῦ ἀναιρεθέντος ἐν Ἴβηρσιν υἱός , νέος μὲν ὢν κομιδῇ , σώφρων δὲ καὶ γενναῖος εἶναι νομιζόμενος , ἐς |
τοῦτο οὐκ ἐπιτείνεται πρὸς αὐτά , καὶ ἔστιν ὁ τοιοῦτος χαλίφρων καὶ μαινόμενος : ἢ οἴεται μὲν ὠφέλιμα εἶναι , | ||
ῥητόν νήπιός εἰς , ὦ ξεῖνε , λίην τόσον ἠὲ χαλίφρων , ἠὲ ἑκὼν μεθίεις καὶ τέρπεαι ἄλγεα πάσχων . |
, ἀνίατός ἐστιν , ὁ δέ , ἤτοι ὁ ἀκρατὴς ἰατός . ἔοικε δὲ ἡ μὲν μοχθηρία , ἤτοι ἡ | ||
μὲν ὁ ἀκρατής , ἐπεὶ ἀπροαιρέτως μοιχεύει μετάπειστος , ἤτοι ἰατός , οὗτος δ ' ἀκόλαστος , ἐπεὶ προαιρούμενος ζητεῖ |
ἀτραπὸν μέσην τε καὶ λεωφόρον βαδίζειν . ” Ὁ δὲ Ἰουβὰλ οὗτος ” φησίν „ ἐστὶ πατὴρ ὁ καταδείξας ψαλτήριον | ||
. τῷ γὰρ Λάμεχ ἐγένοντο τρεῖς υἱοί , Ὠβὴλ , Ἰουβὰλ , Θοβέλ . καὶ ὁ μὲν Ὠβὴλ , ἐγένετο |
] παρεκίνησε . διήγησις . ἄγροικος κυρίως ὁ ἰδιώτης , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ οἰκῶν . οἱ Ἀττικοὶ | ||
δώδεκα κυάθους , ἕως κατέσεισε φιλοτιμούμενος . Ἐγὼ δ ' ἀγροῖκος , ἐργάτης , σκυθρός , πικρός , φειδωλός . |
►ὁ ἄδικος τὰ ἀδύνατα καὶ τὰ δυνατὰ διαισθανόμενος ἱκανὸς ἐπανορθοῦσθαι σφαλλόμενος λανθάνων ἐν τῷ ἀδικεῖν λέγειν ἱκανὸς πρὸς τὸ πείθειν | ||
λάθω προσιὼν παρὰ δύναμιν τοῖς κοινοῖς πταίων περὶ αὐτὰ καὶ σφαλλόμενος : οὐδὲ γὰρ εἰ ἐν χορῷ ξυνᾴδειν ὑφ ' |
τῇ διαχύσει τῶν χειλέων χωρὶς ὕβρεως , γελοῖος δὲ ὁ καταγέλαστος . Ὀνομασίαι τῆς τῶν ἀνθρώπων γενέσεως καὶ αὐξήσεως ἄχρι | ||
. Φαίνεται δὲ πρὸς τούτοις καὶ ἡ ἕξις τοῦ ἀναγιγνώσκοντος καταγέλαστος τουτέστιν ἡ μάθησις καὶ ἡ διδαχὴ καὶ ἡ γνῶσις |
τῆς νόσου ἐπικληθείς . καὶ ῥᾷον ἐδόκει ἤδη ἔχειν ὁ Εὐκράτης καὶ τὸ νόσημα τῶν συντρόφων ἦν : τὸ ῥεῦμα | ||
. ὅτι μὲν οὐκ οἰκόσιτος ἦν χθές , οἶσθα : Εὐκράτης γάρ με ὁ πλούσιος ἐντυχὼν ἐν ἀγορᾷ λουσάμενον ἥκειν |
ἀπέχρησε μόνον , ἀλλ ' ἐκεῖνο τούτου οἰκτρότερον συνέβη . Πάθος δὲ κινήσομεν οὐ μόνον ἐφ ' οἷς προπεπόνθαμεν , | ||
δεσπότης δούλῳ μονοσύλλαβον : τὸ δ ' ἱκετεύειν μακρόν . Πάθος κόρης ἱππομανοῦς : ἐπὶ τῶν διαφθειρομένων καὶ ἀφόρητα δῆθεν |
τῶν ἄλλων ἀνδρείαν τε καὶ σωφροσύνην , δόξει σοι εἶναι ἄτοπος . Πῶς δή , ὦ Σώκρατες ; Οἶσθα , | ||
γυνὴ ἐλευθέρα οὔτε τῶν ἐλευθέρων ἔφηβος μέχρι τριάκοντα ἐτῶν . ἄτοπος δὲ Ἀνακρέων ὁ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν ποίησιν ἐξαρτήσας μέθης |
ἀποχρώντως , καὶ μηδὲ τῆς νῦν τοῦτο ἀπαιτούσης πραγματείας . Εἰκότως ἄρα τε καὶ πλείω καὶ λεπτότερα καὶ προσέτι ἀχρούστερα | ||
ἂν ὑγιαίνοιεν , ἀλλὰ ζητήσουσιν ἰατρὸν εἶναι τὸν σύμβουλον . Εἰκότως γε . Ὅταν οὖν περὶ τίνος σκοπῶνται , τότε |
. Ὁ οὐκ εἰδὼς ἄρα τοῦ εἰδότος ἐν οὐκ εἰδόσι πιθανώτερος ἔσται , ὅταν ὁ ῥήτωρ τοῦ ἰατροῦ πιθανώτερος ᾖ | ||
ἅπαντάς ἐστιν ὁ ῥήτωρ καὶ περὶ παντὸς λέγειν , ὥστε πιθανώτερος εἶναι ἐν τοῖς πλήθεσιν ἔμβραχυ περὶ ὅτου ἂν βούληται |
τυχεῖν τινος ἀγαθοῦ τὸν ἄνθρωπον ; ἀλλ ' οὐδ ' Ἐλπίδιος , ὃν κατὰ σοφίαν μὲν λείπεσθαι συμβαίνει τοῖν ἀνδροῖν | ||
ἐθνῶν . Κατὰ μὲν τοὺς λόγους ἡμῖν ἔοικεν ὁ χρηστὸς Ἐλπίδιος , βίου δὲ ἰδεῖν ὁδὸν κατὰ πολὺ βελτίων . |
. ” ἐχόμην ἐξειχόμην , κατεῖχον : “ τῷ προσφὺς εἰχόμην . ” ἐχώμεθα ἀπεχώμεθα . ἕψεαι ἀκολουθήσεις . ἑψιαάσθων | ||
γραμμάτων ὑπὲρ τούτων ἐλπιζομένων , εἶτα οὐ φαινομένων ἀθυμίᾳ μὲν εἰχόμην , τοῦ δὲ εἰδέναι σοι χάριν οὐκ ἀφιστάμην . |
ταῦτα ταῖς ἄγαν ἀνιάτοις τε καὶ ὑπὸ χειρὸς θνητῆς ἐς ἄκεσιν ἥκειν ἀδυνάτοις . τεκμηριῶσαι τοῦτο καὶ Ἵππυς ἱκανός . | ||
τῆς κόρης , οὕτως οὐδὲ τῶι φονεῖ πάρεστι πόρος πρὸς ἄκεσιν τοῦ φόνου . ἐκ μιᾶς ὁδοῦ ] πάντες οἱ |
, ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν : ἀθετεῖται ὅτι γελοῖος , εἰ ἡ μελία ἐπετήδευσε μὴ ἀποτεμεῖν τὸν ἀσφάραγον | ||
καὶ τί λέγουσιν ἕκαστον ὁρίζονται : ὁ δὲ μηδὲν συνιδὼν γελοῖος ἂν εἶναι δόξειεν ἐπιζητῶν τί ἐστι γραμμὴ καὶ τῶν |
μοι ὁδὸς καὶ εἰ πάσαις ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ προσμενῶ . Ἄπειμι μέν , ἔφην , εἰς Λάρισσαν , ἔοικα δὲ | ||
εἰ πόλιν τήνδ ' ἐξέσως ' οὔ μοι μέλει . Ἄπειμι τοίνυν : καὶ σύ , παῖ , κόμιζέ με |
ἀπὸ τῆς τύχης τῷ Ἑρμῇ ἀναφέρουσιν ὅθεν καὶ τὸ εὕρημα ἕρμαιον καλοῦσιν . ἰδοὺ δὲ κατασκευάζει καὶ τὸ εὐλόγως . | ||
ἐν τοῖς Περὶ ζῴων , ἐρινεὰ δὲ τὸν καρπόν . ἕρμαιον : τὸ ἀπροσδόκητον κέρδος , ἀπὸ τῶν ἐν ταῖς |
Σκόπει μήν , ἔφη , ὦ Σώκρατες , ὅπως μὴ ἔξαρνος ἔσῃ ἃ νῦν λέγεις . Ἔσκεμμαι , ἦν δ | ||
δὲ Νάναρος ἀφικομένῳ τῷ ἀγγάρῳ , καὶ ἀπαιτοῦντι Παρσώνδην , ἔξαρνος γενόμενος , οὐδαμοῦ ἔφη ἐκεῖνον ἑωρακέναι , ἐξ ὅτου |
τῶν ἐμπείρως αὐτοῦ ἐχόντων δόξας γενέσθαι ἀνὴρ καὶ πολεμικὸς καὶ φιλοπόλεμος ἐσχάτως . καὶ γὰρ δὴ ἕως μὲν πόλεμος ἦν | ||
δειλίᾳ γὰρ ἐσκώπτετο παρὰ πολλοῖς . Γ Πεισάνδρου : οὗτος φιλοπόλεμος ἦν καὶ πολεμοποιὸς κερδῶν ἰδίων ἕνεκεν . ἦν δὲ |
[ ] [ ] ενιδ [ ! ! ] ' ἀμέλει [ ] ουμτος ! ! ! [ ! ] | ||
ἐφέρετο . ὥστε τοῦ ἀτόμου οὐχ ὑπάρχει κυρίως ὁρισμός . ἀμέλει τοι διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν , φησίν , οὐ |
λεγον ; ἐπ ' αὐτοφώρωι τόνδε τὸν ζητούμενον ἔχω . γέρων οὗτός γε πολιὸς φαίνεται , ἐτῶν τις ἑξήκονθ ' | ||
τὰ μείζω πρὸ τῶν ἐλαττόνων ζητοῦντι . εἰ δὲ ἐρῶ γέρων τε καὶ γεραιτέρου , μὴ θαυμάσῃς : ψυχῆς γὰρ |
καυθεὶς , ὑπὸ τῶν ἄλλων λοιπὸν ὑγιὴς μὴ γενόμενος , φθειρόμενος ἀποθνήσκει . Ἡπατῖτις ἄλλη : τὰ μὲν ἄλλα πλῆθος | ||
δὲ ἄξιον ἀπορίας , διὰ τί ὁ μὴ πάσχων μηδὲ φθειρόμενος οὐ μέμνηται τῶν σὺν τῷ φθειρομένῳ ἐνεργειῶν . ἐπιλύεται |