κακὸν τῶν σκυτοτόμων κατ ' ἐπήρειαν γεγένηται . οὗτος μέντοι πεινῶν οὕτως οὐπώποτ ' ἔτλη κολακεῦσαι . ὥστε ποιοῦντες χρησμοὺς
εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται τοὺς φονεύσοντας . καὶ
7488109 ὑγιαινων
ἔστιν ὁ σκοπὸς τοῦ λόγου τοιοῦτος , ὅτι ὡς ὁ ὑγιαίνων ἢ εὐεκτῶν οὐκ ἂν δεηθῇ εἰδέναι ἰατρικὴν πρὸς τὸ
ὀλίγον ἔμπροσθεν . οὕτως ἀποκρινῇ ; Τίς γὰρ ἀποκρινόμενος ἄλλως ὑγιαίνων ἄν ποτε φανείη ; Σχεδὸν οὐδ ' ὁστισοῦν :
7477375 πινων
φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν
τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε .
7342678 ἐσθιων
ὡς πρὸς Ἡρακλέα ἐρίσειεν ὁ Λεπρέος μὴ ἀποδεῖν τοῦ Ἡρακλέους ἐσθίων : ἐπεὶ δὲ ἑκάτερος βοῦν αὐτῶν ἐν ἴσῳ τῷ
τὸ τρέφω , ὁ δὲ θαλάσσιος τοὐναντίον : τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ .
7156420 μεθυων
ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ
ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον
7081040 πανουργος
ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ
ἔφυσας , διὰ ταῦτα καὶ βρέφος ἀξιοῖς νομίζεσθαι γέρων καὶ πανοῦργος ὤν ; Τί δαί σε μέγα ἠδίκησα ὁ γέρων
7067221 παροινος
τωθαστικός , καγχαστής , ἄπληστος , συρφετώδης , χαῦνυς , πάροινος ἔξοινος , ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων
διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν καὶ μεθύων οὐδέπω κόρον ἔχεις
7023029 καταφαγων
γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν ' ; ὅστις εὐθὺς θύννεια θερμὰ καταφαγών , κᾆτ ' ἐπιπιὼν ἀκράτου οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς
ἐπάγει μετὰ ταῦτα περὶ ταὐτοῦ λέγων μακάριος ἐκεῖνος δέκα τάλαντα καταφαγών . τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι
6914143 δειπνει
καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει
κόπτει , εὕει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ ,
6894482 φαγων
δοθῆναι κιτρίον τῷ δ ' οὔ . καὶ ὁ μὲν φαγὼν δηχθεὶς οὐδὲν ἔπαθεν , ὁ δὲ παραυτίκα πληγεὶς ἀπέθανε
πεπανθῶσιν : μεθ ' ἱκανὰς δὲ ἡμέρας πεπανθέντων τούτων καὶ φαγὼν τῶν συκῶν αἰσθόμενος τὸ ἁμάρτημα ἐξαρπάσας καὶ τὸν ἐν
6855391 ἁνθρωπος
, εἰπεῖν πρὸς τοὺς παρόντας ὡς τυφλόν ἐστι τοῦ μέλλοντος ἅνθρωπος : ἐκφαγεῖν γὰρ ἂν Ἀθηναίους τοῖς αὑτῶν ὀδοῦσιν ,
τῶν Ἀχαιῶν ; ἐροῦμεν , νὴ Δία : πρώην ἔγημεν ἅνθρωπος καὶ συγγνώμη τῆς γυναικὸς ἐχομένῳ . τοῦτο γὰρ ἡμῖν
6803443 γελοιος
, ὄφρα τί μιν προτιείποι ἀμειβόμενος ἐπέεσσιν : ἀθετεῖται ὅτι γελοῖος , εἰ ἡ μελία ἐπετήδευσε μὴ ἀποτεμεῖν τὸν ἀσφάραγον
καὶ τί λέγουσιν ἕκαστον ὁρίζονται : ὁ δὲ μηδὲν συνιδὼν γελοῖος ἂν εἶναι δόξειεν ἐπιζητῶν τί ἐστι γραμμὴ καὶ τῶν
6769407 καθευδων
αὐτὸ μέρος καὶ μὴ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ : ὁ γὰρ καθεύδων Σωκράτης δυνάμει * * * ἐὰν οὖν ταῦτα πάντα
δὲ αὐτήν , ἤκουσα καὶ τοὺς ἐν μυστηρίῳ λόγους , καθεύδων σὺν αὐτῇ ἐν τῇ μέθῃ μου οὓς ἐλάλησα :
6672705 Οὐδεις
λέγειν . Πικρόν ἐστι θρέμμ ' ἐν οἰκίᾳ γέρων . Οὐδεὶς πονηρὸν πρᾶγμα χρηστὸς ὢν ποιεῖ . Ὡς ἡδὺ συνέσει
† ἐργάζεται . Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου . Οὐδεὶς ὃ νοεῖς μὲν οἶδεν , ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει
6636945 λαλος
: τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι
συμ - φέρει εἰ καὶ ἡ γαμηθεῖσα λοίδορός τις καὶ λάλος καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ
6636611 πτωχος
ὅτι τὰς προλήψεις οὐκ ἐφαρμόζει . ὁ δ ' ὅτι πτωχός ἐστιν , ὁ δ ' ὅτι πατέρα χαλεπὸν ἔχει
πράττων , τῶν ἐπιτηδείων σπανίζων , τῶν ἐφημέρων ἀπορῶν , πτωχός , πτωχεύων , ἀγείρων , προσαιτῶν , μισθωτός ,
6620193 κακοδαιμων
ταῖς μυίαις ποιεῖν βοῦν τοῖς ἀκλήτοις προκατακόπτειν πανταχοῦ . Οἴμοι κακοδαίμων , τὸν τράχηλον ὡς ἔχω . Σφαῖραν λαβών τῷ
πάνυ ἀνεκτόν . τάδε μέντοι ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης
6614846 ὑβριζει
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ
6605887 κἀγαθος
. καὶ χάριν μέντοι σοι ἔχω : πάνυ γὰρ καλὸς κἀγαθὸς δοκεῖ μοι εἶναι . Αἰσχύλον δὲ τὸν Φλειάσιον πρὸς
ἢ σέ ; ὅς γε οὐ μόνον αὐτὸς οἴει καλὸς κἀγαθὸς εἶναι , ὥσπερ τινὲς ἄλλοι αὐτοὶ μὲν ἐπιεικεῖς εἰσιν
6599988 αἰσχρος
ἐμέλαινε τὰς ἑαυτοῦ τρίχας , σιμὸς ὢν καὶ μέλας , αἰσχρὸς καὶ κλέπτης . Λυσιστράτου πλοῦτον πλουτεῖς : ἐπὶ τῶν
κύρι ' εἶναι σκοποῦμεν ; ἀλλ ' ὁ λόγος πρῶτον αἰσχρὸς [ τοῖς σκοπουμένοις ] , εἴ τις ἀκούσειεν ὡς
6580331 μωρος
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ
6561882 ἀναιδης
ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . .
: κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ
6505327 ὁμοτεχνος
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
βούλεται , Μὴ θαύμαζε , ἔφη : καὶ γὰρ αὐτὸς ὁμότεχνός εἰμί σοι , καὶ εἰ βούλει , ἕπου πρὸς
6489351 γευομενος
, τῶν μὲν ὑείων οὐδέποτε , τῶν ἄλλων κρεῶν ἐλάχιστα γευόμενος , τὸ δὲ θεῖον θεραπεύων συντονώτατα . τῆς τε
μέν ἐστιν ἡδονὴ , τοῦτο δὲ πόνος ; Ἢ ὅτι γευόμενος , ἢ ὁρῶν ἢ ἀκούων πάσχοι τι ; Καὶ
6475848 ἀνοητος
ἀπόρου σχήματος καὶ ματαία ἡ σκέψις διότι οὔτε ἀλαζὼν οὔτε ἀνόητος ἀρετή , οἷοι δὴ καὶ τυφλοὶ πόνοι πάντες οἱ
Ὑπέρβολος ὁ λυχνοποιὸς καὶ Διοκλῆς ὁ λωποδύτης καὶ Μελιτίδης ὁ ἀνόητος . Καὶ τί σοι λέγομεν τὸν Ἀπόλλω ; ὁρᾷς
6467063 μαινομενος
βέλεμνα , παῖδας ἑοὺς κατέπεφνε καὶ ἐκ φίλον εἵλετο θυμόν μαινόμενος κατὰ οἶκον , ὃ δ ' ἔμπλεος ἔσκε φόνοιο
. Τί μοι συμβάλλεται πρὸς ὠφέλειαν ὁ κατὰ τὸν Εὐριπίδην μαινόμενος καὶ τὴν Ἀλκμαίωνος μητροκτονίαν ἀπαγγέλλων , ᾧ μηδὲ τὸ
6456129 παλαιουμενος
χυμοῖς : ἀλλοιωθεὶς γὰρ ὁ μὲν ὥσπερ κατὰ φύσιν ὁ παλαιούμενος ἐκπεπίκρωται . Τοῦτο δὲ συμβαίνει δι ' ὅτι τὸ
μὲν μόνιμος , ὁ δὲ οὔ : καὶ ὁ μὲν παλαιούμενος καλλίων , ὁ δὲ αὐτόθεν πινόμενος , καὶ ἄλλη
6448184 πινει
. ἔστι δὲ τὸ ζῷον τοῦτο καρποφάγον καὶ ποηφάγον . πίνει δὲ ὕδωρ θολερόν , καὶ οὐ πίνει ἐὰν μὴ
Ἰνδῶν ἐξιὼν ἐπὶ Σοῦσα δι ' ἀδήλων . Οὐδεὶς δὲ πίνει ἐξ αὐτοῦ πλὴν τοῦ βασιλέως . Τινὲς μέχρι τὸ
6444749 δρων
καὶ τρόπον τινὰ τοῦ δημιουργηθέντος πατήρκαὶ δυνάμει : τὸ γὰρ δρῶν τοῦ πάσχοντος ἐπικυδέστερον . καὶ δέον , εἴπερ ἄρα
ἴσως ἀμφισβητοῦσιν , τὸ τίς ἐστιν ὁ ἀδικῶν καὶ τί δρῶν καὶ πότε . Ἀληθῆ λέγεις . Οὐκοῦν αὐτά γε
6436377 μαλθακος
ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Α προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : λιθακός μαλθακός ψιττακός ἀστακός φυλακός φαρμακός . σεσημείωται τὸ θύλακος ὕσσακος
ἅπαν γλυκύ , ὅταν ἡ δίψα πορίσῃ , καὶ ὕπνος μαλθακός , ὅταν ἡγήσηται κόπος , ἐσθής τε ἡ παρέχουσα
6428668 ἀθλιος
γὰρ πάλιν ἀναβλέψαι . Τί φῄς ; Ἅνθρωπος οὗτός ἐστιν ἄθλιος φύσει . Ὁ Ζεὺς μὲν οὖν οἶδ ' ὡς
θ ἀρτίφρων ] ἐν αἰσθήσει γεγονώς . Ξ μέλεος ] ἄθλιος . ἀθλίων ] τῶν παρανόμων . ἀθλίων ] τῶν
6420709 λυπειται
Ἆρά γε ὁ φθονῶν χαίρει ; Οὐδαμῶς , ἀλλὰ μᾶλλον λυπεῖται . ἀπὸ τοῦ ἐναντίου ἐκίνησε τὸν πλησίον . Τί
τὸν τοῦ φίλου τρόπον , καὶ οἷς χαίρει καὶ οἷς λυπεῖται , καὶ δύναται παραμυθήσασθαι ῥᾳδίως . κατὰ τοῦτον μὲν
6405528 ἀφωνος
πρώτη καὶ πρεσβυτάτη τροφὴ τῶν ἀνθρώπων , καὶ ὅτι οὐκ ἄφωνος , ἀλλὰ καὶ ἐφθέγξατό ποτε ἐν Δωδώνῃ . εἰ
περὶ τὰ τῶν παιδίων στόματα μάλιστα γινομένη . ἄναυδος : ἄφωνος . αὐδὴ γὰρ ἡ φωνή . ὡς Ὅμηρός φησιν
6400181 ὀρευς
οὐδὲ ἡ χελώνη . μώνυχα δέ ἐστιν ἵππος καὶ ὄνος ὀρεὺς καὶ εἴ τι ἄλλο : τούτους δὲ συμβέβηκε [
. βραχέντες οὖν οἱ ἅλες κατετάκησαν , καὶ κοῦφος ὁ ὀρεὺς γενόμενος ἥσθη : καὶ συνιδὼν ὁπόσον τὸ μεταξὺ ἦν
6397819 γελων
νέος . Μάρψηται : καταλάβῃ . μάρψῃ : κρατήσῃ . γέλων : γέλωτα , εὐφροσύνην . ἐπιθήσεται : ποιήσει ,
καὶ δῆτα πολὺν ἡ μίλτος , ὦ Ζεῦ φίλτατε , γέλων πάρεσχεν , ἣν προσέρραινον κύκλῳ . τὸ τριώβολον δῆτ
6392500 ποτος
* Ἲς καὶ Λᾶρις ποταμοὶ Ἰταλίας . * ποτὰ ὁ ποτός ἐστι . νῦν δὲ τὸ σχῆμα μεταπλασμός ἐστιν ἀπὸ
γυμνὸς γίνεται γυμνής , ὁμαλός ὁμαλής , τρανός τρανής , ποτός ποτήςλαμβάνεται γὰρ καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ ὁ τύπος : ἐδητύος
6384564 σαπρος
, καὶ οὐδὲν ὠφελήθη . Τῷ δὲ Φοίνικι ἐξετμήθη κύκλος σαπρὸς , καὶ τὸ ἕλκος ἐκαθάρθη μὲν τὸ πλέον ,
οὔ , “ φησιν , ” ἀλλ ' Αἴσωπος ὁ σαπρὸς λαλεῖν ἤρξατο στωμύλως . “ καὶ ὁ δεσπότης :
6361868 ἡδεται
ἡ σωφροσύνη οὐ συνίσταται : ἄλλως τε ὁ μὲν σώφρων ἥδεται οἷς πράττει , ὁ δὲ ἐγκρατὴς ἐν ἀγῶνι ὢν
γεγονὼς καὶ ἀποκλίνας ἄλλος . Οὐ γὰρ δὴ τοτὲ μὲν ἥδεται ἐπὶ τοῦ κέντρου ὤν , τοτὲ δὲ λυπεῖται ἀποκλίνας
6345087 διψων
τὴν πυγμὴν εἱστήκει , νεφέλη ἐς τὸ στάδιον καταρρήγνυται καὶ διψῶν ὁ Πλούταρχος ἔσπασε τοῦ ὕδατος , ὃ ἀνειλήφει τὰ
πράξεις ἐπιζεύγνυσθαι . ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ὕπαρ ὁ μὲν διψῶν ἀρυόμενος ποτὸν ἥδεται , ὁ δὲ θηρίον ἢ ἄλλο
6345023 βασκαινει
μοχθηρὰς φύσεις , φιλοτιμία δὲ τὰς λαμπρὰς ἐγείρει , καὶ βασκαίνει μέν τις τὰ μὴ ἑαυτῷ ἐφικτά , ἃ δὲ
καὶ δυσχεραίνειν . „ ἐάν τι δύσκολον συμβῇ , τοῦτο βασκαίνει „ , Φερεκράτης : ” ὁ λαγώς με βασκαίνει
6342088 φιλοχρηματος
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ
6338459 ληρος
' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ ἵππου . κρόνιππος : ὁ μέγας λῆρος : κατ ' ἐπίτασιν γὰρ τὸ ἵππος λαμβάνεται .
' ἄγαν : ἀναιρείσθω γάρ , φησίν , ὁ ποιητικὸς λῆρος σὺν Καλλιμάχῳ τῷ λέγοντι : εἰ θεὸν οἶσθα ,
6332340 ἠλιθιος
ἥλιον , σελήνην , σῦκα καὶ μῆλα . ἔδοξε γοῦν ἠλίθιος ταῦτα ἐξισῶν ἡλίῳ . Ἡ ἀφύη πῦρ : ἐπὶ
καὶ πάντα τὰ συμβεβηκότα τοῖς μορίοις τοῦ λόγου πολυπραγμονῶν ; ἠλίθιος μέντἂν εἴη εἰς τοσαύτην σκευωρίαν καὶ φλυαρίαν ὁ τηλικοῦτος
6329934 λυπουμενος
καὶ τοῦτ ' , ἔφη , δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα λυπούμενος εἰ μὴ βασιλεὺς εἴη οὗτος καὶ λαβὼν τὴν ἀρχὴν
, ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ . † Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος . † Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν .
6327712 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
6315500 παρασιτος
λύκος ὅμοιον κυνί , οὕτω καὶ κόλαξ καὶ μοιχὸς καὶ παράσιτος ὅμοιον φίλῳ . πρόσεχε τοιγαροῦν , μὴ ἀντὶ κυνῶν
μὲν προσιστάμενον δὲ λυπεῖ πανταχῇ . Κληθεὶς ἐπὶ δεῖπνον ὁ παράσιτος Ἀρχεφῶν ὑπὸ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως ἡνίκα κατέπλευσεν εἰς Αἴγυπτον
6310211 πλουτεις
” Ὦ Εὐάγγελε , σὺ μὲν χρυσῆν δάφνην περίκεισαι , πλουτεῖς γάρ , ἐγὼ δὲ ὁ πένης τὴν Δελφικήν .
ἄνθρωπε , πέρυσι πτωχὸς ἦσθα καὶ νεκρός , νυνὶ δὲ πλουτεῖς . κομψὸς στρατιώτης οὐδ ' ἂν εἰ πλάττοι θεὸς
6302709 εὐηθης
τὸν ἴδιόν τε καὶ οἰκεῖον εἰπεῖν λόγον . ὅτι δὲ εὐήθης ὁ λόγος οὗτος , δείκνυσιν ἐκ τοῦ λέγειν ἕκαστον
τῆς φύσεως τέχνη , καθάπερ ἀρχαία τις οὖσα καὶ σφόδρα εὐήθης , ἀχρεῖα καὶ περιττὰ προσθεῖσα τῷ σώματι . τί
6295625 ἀπατεων
τὸ καλὸν ἐρευνῶν : λέγεται σοφιστὴς καὶ ὁ ψεύστης καὶ ἀπατεών : ἐπὶ τούτοις ὀνομάζεται σοφιστὴς καὶ ὁ πλασματογράφος καὶ
, πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών Ἐλεῶνος Β οἵ
6274747 καθευδει
ἢ καὶ ἁματροχιῇσι κατὰ στίβον ἐνδυκὲς αὔει , ἀντὶ τοῦ καθεύδει ἢ διατρίβει . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν αὔαν Αἰολικῶς
ἄμοιρος τοῦδε τοῦ θεοῦ οὐδὲ οὗτός ἐστιν . ὅτε γοῦν καθεύδει , ὠθεῖται ἐς βυθόν , ἕως ἂν ψαύσῃ τῆς
6271626 ὑβριστης
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς
6267143 γοης
ἡγεῖτο εἶναι , ὡς μὴ αἰσχύνοιτο καὶ αὐτὸς λαμβάνων : γόης , ὦ Διόγενες , ἅνθρωπος καὶ τεχνίτης . πλὴν
. ὀνόματα δὲ ἀπὸ τῶν εἰρημένων ἀπατεών , φέναξ , γόης , ἐπίβουλος : τὰ δ ' ἀπὸ τῶν ἄλλων
6263796 ἀγροικος
] παρεκίνησε . διήγησις . ἄγροικος κυρίως ὁ ἰδιώτης , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ οἰκῶν . οἱ Ἀττικοὶ
δώδεκα κυάθους , ἕως κατέσεισε φιλοτιμούμενος . Ἐγὼ δ ' ἀγροῖκος , ἐργάτης , σκυθρός , πικρός , φειδωλός .
6261275 φαλακρος
δημόσια σφετερισαμένου καὶ πλουτήσαντος . ὁ αὐτὸς δὲ καὶ ὡς φαλακρὸς κωμῳδεῖται . σίμβλον δέ φασι : σίμβλοι κυρίως εἰσὶν
γένειον βαθὺ καθειμένος ὀλίγον τράγου διαφέρων ἐστίν , ὁ δὲ φαλακρὸς γέρων , σιμὸς τὴν ῥῖνα , ἐπὶ ὄνου τὰ
6252784 ὁμιλων
διατετέλεκα καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ὑπερεπαινῶν καὶ τοῖς λόγοις οἷς καταλελοίπατε ὁμιλῶν ; αὐτὰ γοῦν ἅ φημι ταῦτα , πόθεν ἄλλοθεν
αὐτῶν τοιγαροῦν μεθ ' ὧν ἥλως . ” [ Κακοῖς ὁμιλῶν ὡς ἐκεῖνοι μισήσῃ , κἂν μηδὲν αὐτὸς τοὺς πέλας
6249898 ἀλεκτρυων
ἔχει πρὸς τὴν ὀσφὺν τοὺς ὄρχεις , καθάπερ τῶν διπόδων ἀλεκτρυών , τῶν δὲ τετραπόδων σαῦρος . τὰ μακροσκελῆ ζῷα
δὲ ζῷα ἀνθρώπων ἠράσθη : Σεκούνδου μέν τινος βασιλικοῦ οἰνοχόου ἀλεκτρυών : ἐκαλεῖτο δὲ ὁ μὲν ἀλεκτρυὼν Κένταυρος , ὁ
6249118 Μικυλλε
τοῦ κολοσσοῦ λέγε . Τί πρῶτον εἴπω σοι , ὦ Μίκυλλε ; τοὺς φόβους καὶ τὰ δείματα καὶ ὑποψίας καὶ
τὰ πορθμεῖα καταβαλεῖν . Τί τοῦτο ; περίμεινον , ὦ Μίκυλλε : οὐ θέμις οὕτω σε διελθεῖν . Καὶ μὴν
6248075 πιθηκος
ὦ Κηρυκίδη , ἀχνυμένη σκυτάλη , εἶτ ' ἐπιφέρει : πίθηκος ᾔει θηρίων ἀποκριθείς μοῦνος ἀν ' ἐσχατιήν . τῷ
ἐπειδὴ ἐγένοντο κατά τινας τύμβους , ἐνταῦθα ἀποβλέψας ἀνεστέναξεν ὁ πίθηκος . τῆς δὲ ἀλώπεκος ἐρομένης τὴν αἰτίαν ὁ πίθηκος
6244298 κρεαδι
εἶτα θρῖον καὶ βότρυς . ἡ δημιουργὸς δ ' ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι ' ὀπτᾷ καὶ κίχλας τραγήματα . ἔπειθ ' ὁ
σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρεάδι ' ἔσται τ ' οὐκ ἀπεξηραμμένα , ἔγχυλα δ
6242936 θαρρει
ἐκείνοις , μὴ καρτερούντων δὲ πρὸς τὴν ἀντιμάχησιν ἀλλὰ τῷ θάρρει τῶν πολιτῶν τῆς πόλεως ἐνδιδόντων καὶ τῆς σφῶν σωτηρίας
πρός σε , Δημέα , πορεύομαι . ἐκποδὼν ἄπειμι . θάρρει . τουτονὶ τέθνηχ ' ὁρῶν . τί τὸ πάθος
6233262 φιλοινος
Φίλιππον . ἐμιμήσατο . οὔτε γὰρ περὶ γυναῖκας ἐσπουδάκει οὔτε φίλοινος ἦν , ἀλλὰ καὶ οὐ μόνον αὐτὸς μέτριον ἔπινε
φιλοθέωρος ὁ τὰς θέας καὶ ἡδὺ τὸ θέαμα αὐτῷ , φίλοινος καὶ φιλόσοφος ὁ τὴν σοφίαν καὶ τὸν οἶνον καὶ
6231246 ματαιος
τῆς ῥητορικῆς λόγους , ἀκηκοότων δ ' ἃ μὴ προσῆκε μάταιος ἐξ ἀμφοῖν ἡ βλασφημία . ἀλλ ' οἶμαι ἅμα
ἔτυχεν : ἢ ἀκαίρως . ὅθεν καὶ εἰκαῖος , ὁ μάταιος . . καταδαρθέντα : Καὶ ὑπνώσαντα καταπεσόντα . .
6231130 πλουτων
] εἰς γάμον ἠγόμην . ὄζων τρυγός : ἁπλῶς εἰπεῖν πλουτῶν πᾶσι πράγμασι τοῖς ἐξ ἀγρῶν τῷ βίῳ χρησίμοις .
θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ τοῖς πολυφάγοις παρέπεται τὸ πέρδεσθαι . ]
6231031 ἐρρωμενος
αὐτοῦ λόγος , πεπηγὼς καὶ συγκεκροτημένος καὶ οἷον ἀθάνατος καὶ ἐρρωμένος διαμένων καὶ τὴν ἐν κύκλῳ τοῦ σπέρματος γῆν συλλέγων
γάρ , ὥσπερ ἐν τοῖς σώμασιν ἡμῶν : ὅταν μὲν ἐρρωμένος ἦι τις , οὐδὲν ἐπαισθάνεται τῶν καθ ' ἕκαστα
6229834 ἡδυς
. Κ Π . : ἴσως οὖν ἐνόμισαν ἀπὸ τοῦ ἡδύς εἶναι παραγωγὸν τὸ ἥδυμος , ὡς ἔτυμος ἐτήτυμος .
ἐπιθετικὰ διὰ τοῦ Ε κλινόμενα δισύλλαβα ὄντα ὀξύνεται : ἠύς ἡδύς ταχύς βραδύς ὠκύς . τὸ δὲ ἥμισυς προπαροξύνεται καὶ
6214219 προσσεσηρως
ἀναπνέων δ ' ὑάκινθον , καὶ μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον , προσκινῶν δὲ σέλινα
νεωτέρους παράσιτος . εἴποις δ ' ἂν καὶ κύων προσσαίνων προσσεσηρώς , ἐπισίτιος , λυμεὼν τῆς νεότητος , ἀσύμβολος ,
6213777 τυγχανεις
σε προσληψόμενος . ᾤετο γὰρ τὸν ὄντα οὗ νῦν ὢν τυγχάνεις μηδὲν φιλανθρωπίᾳ ποιεῖν , πάντα δὲ ἀργυρίου . ἐγὼ
σφόδρα τούτους τοὺς λόγους ἀκροώμενος , οὓς καὶ σὺ νῦν τυγχάνεις δὴ διεξιών , ἄγαμαι . Εἶπον οὖν ἐγὼ ὅτι
6212307 νηφων
μεγέθει τῶν πεπραγμένων καὶ τὸ θαρρεῖν λαβὼν παρὰ σοῦ μὴ νήφων , ὡς εἰκός , ἐπιλέλησται . πρόφασιν δὲ εἶναι
Ἀριστοφάνην , ἀρχόμενον γὰρ σκέμματος , μεθύσκεσθαι , ἵνα μὴ νήφων δειλιάσῃ κωμῳδεῖν μεγάλους ἄνδρας . ΓΘ διαπράττουσι ] εὖ
6209631 λαλων
καὶ φιλαργύρους , εἰς μισθοφορὰν καταστήσας . περὶ μὲν δὴ λάλων , ὦ Πλάτων , καὶ ἀργῶν καὶ δειλῶν αὐτόθεν
Ἄλλοισι μὲν γλῶσσα , ἄλλοισι δὲ γομφίοι : ἐπὶ τῶν λάλων καὶ φάγων . Ἀνδρὸς γέροντος σταφὶς τὸ κρανίον :
6208314 τολμηρος
γράφοντες “ ἐγὼ δ ' ὁ τόλμης ” ἤγουν ὁ τολμηρός , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς τοῦτο λέγειν . οὔτε
ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ . ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός , οὕτως καὶ παρὰ
6186528 σιλφιωτα
παρῃτημένος ἅ φησιν Ἀριστοφάνης περὶ Εὐριπίδου , “ ὀξωτὰ καὶ σιλφιωτά : ” ἅπερ , ὡς αὐτός φησι , καταπυγοσύνη
κακῶς , ἔπειθ ' ὑπαλειφόμενος παρ ' ἰατρῷ ὀξωτά , σιλφιωτά , βολβός , τεύτλιον , περίκομμα , θρῖον ,
6181547 γελωτοποιος
. φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ
μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ
6178858 θυμοειδης
δεῖν εἶναι ; Τιθῶμεν , ἔφη . Φιλόσοφος δὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ταχὺς καὶ ἰσχυρὸς ἡμῖν τὴν φύσιν ἔσται ὁ
ἑαυτῆς ζητοῦσα καὶ ἑαυτὴν γινώσκουσα : ἡ μέντοι αἰσθητικὴ καὶ θυμοειδὴς καὶ ἐπιθυμητικὴ οὐ κινεῖται κύκλῳ , ἀλλ ' εὐθεῖαί
6178476 σκαιος
ταύτην ἀτιμάζεις : ἐπιδειχθήσει θ ' ἅμα ἀτυχὴς γεγονὼς καὶ σκαιὸς ἀγνώμων τ ' ἀνήρ . ” ὅμοιά γ '
αὐτὸς [ ἐστεφανῶσθαι ] πρότερον . ἀλλὰ πρὸς θεῶν οὕτω σκαιὸς εἶ καὶ ἀναίσθητος , Αἰσχίνη , ὥστ ' οὐ
6176771 ὑβριζων
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε
6171557 ἀγνωμων
θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , μικρόψυχος , ἀσεβής , δυσσεβής ,
ἐκείνου παρελόμενος αὐτὸς ἐπεγράφη τῷ κατορθώματι . ὡς εἴ τις ἀγνώμων ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ ἀμητῷ ἐκ τῆς ἅλω ἐκβαλὼν
6158382 ἀργος
ἄγαλμα Ἀθηνᾶς πεποίηται . Γυθίου δὲ τρεῖς μάλιστα ἀπέχει σταδίους ἀργὸς λίθος : Ὀρέστην λέγουσι καθεσθέντα ἐπ ' αὐτοῦ παύσασθαι
τοῦ κατηνάλισκε , κατήσθιε , καὶ διὰ . . . ἀργὸς ἦν . : Ἀττικοὶ δὲ ἐπὶ τῶν θηλυκῶν ἀρσενικῶν
6157130 ἀποκρινομενος
εἰ τὸ Κορίσκος σημαίνει ὅπερ αὕτη , μὴ δίδωσι δὲ ἀποκρινόμενος , οὐ συλλελόγισται τὸν σολοικισμόν , ἀλλὰ δεῖ ἐρωτῆσαι
ὁ ἐρωτῶν λαμβάνει , οὐχ ὁ λόγος ἀλλ ' ὁ ἀποκρινόμενος ἐλήλεκται : ὁπηνίκα δὲ ὁ μὲν ἐπ ' ἄλλου
6141218 παροινων
καρπὸν τῆς ἀρετῆς . Ἐν μὲν τοῖς συμποσίοις ὁ μὴ παροινῶν ἡδύτερος , ἐν δὲ τοῖς ἀγαθοῖς ὁ μὴ παρανομῶν
ὧν ἔπασχεν ἠμύνετο , διδάξω . Ὁ μὲν ὑβρίζων καὶ παροινῶν πάντ ' ἔδρα καὶ οὐδὲν ἠμύνετο : ὁ δὲ
6140849 μανθανων
δὲ σοφία ἐπιστήμη - ἐστίν , ὁ ? ἄρα ? μανθάνων ? ἐπιστήμην [ - ] [ ] ἀναλαμβάνει ?
. Κεγχρεαί , πόλις Τρῳάδος , ἐν ᾗ διέτριψεν Ὅμηρος μανθάνων τὰ κατὰ τοὺς Τρῶας . δευτέρα πόλις καὶ ἐπίνειον
6140782 Τιθυμαλλος
οἴμοι κακοδαίμων , ὡς ἐρῶ : μὰ τοὺς θεούς , Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ
τὸ γένος , ὥς φασιν , μόνον . ὁ γοῦν Τιθύμαλλος ἀθάνατος περιέρχεται . Οὐ τοῖς γὰρ ὀμνύουσι τὸν φρονοῦντα
6139949 περιεργος
μετὰ τῶν συνήθων , ὅπως μήτ ' ἀνελεύθερος γένηται μήτε περίεργος . τῶν δ ' ἐν Αἰγίνῃ μοι γενομένων μοριῶν
ἐναντίος ἐστὶν ὁ ῥητορικὸς λόγος πειθοῖ . πρῶτον μὲν γὰρ περίεργος καθέστηκεν , προσκόπτουσι δὲ οἱ πολλοὶ τῇ τοῦ λόγου
6138083 πεπλασμενος
. πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν
εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ
6138063 ἀπαιδευτος
ἐκεῖνα : ἢ ἐλεύθερος ἢ δοῦλος , ἢ πεπαιδευμένος ἢ ἀπαίδευτος , ἢ γενναῖος ἀλεκτρυὼν ἢ ἀγεννής , ἢ ὑπόμενε
. Ἄγροικος ὁ ἐν ἀγροῖς διατρίβων , ἀγροῖκος δὲ ὁ ἀπαίδευτος . Τὰ εἰς ας ἀρσενικὰ δισύλλαβα βαρύτονα ἔχοντα τὸ
6137546 ἐπικεκυφως
εἰ μὴ ἄρα διὰ μανίαν αὐτὸ ποιεῖ : ὁ δὲ ἐπικεκυφὼς τράχηλος δύναται μὲν μωρόν , δύναται δὲ ἔσθ '
. Μάγαδιν λαλήσω μικρὸν ἅμα σοι καὶ μέγαν . Οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός , ὦ βέλτιστ ' , ἔσει : αὕτη
6135617 ἐφαγεν
' ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ δένδρον φρονήσεως , ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου . Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν
θεοῖσιν ἐχθρὸς Μυρτίλος : ὅτι γὰρ οὐδὲν τούτων πριάμενός ποτε ἔφαγεν εὖ οἶδα , τῶν τινος οἰκετῶν αὐτοῦ εἰπόντος μοί
6133394 γερων
λεγον ; ἐπ ' αὐτοφώρωι τόνδε τὸν ζητούμενον ἔχω . γέρων οὗτός γε πολιὸς φαίνεται , ἐτῶν τις ἑξήκονθ '
τὰ μείζω πρὸ τῶν ἐλαττόνων ζητοῦντι . εἰ δὲ ἐρῶ γέρων τε καὶ γεραιτέρου , μὴ θαυμάσῃς : ψυχῆς γὰρ
6130564 ἀλαζων
τρόπον : ἕως δ ' ἂν ᾖ οὗτος ἄπληστος ἀνελεύθερος ἀλαζὼν δειλός , ἐν ἐνδείᾳ καὶ σπάνει ἔσται . Καὶ
. Γ ὡς ἀλαζὼν Γ : ὡς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀλαζὼν φαίνεται . Γ Ἱεροκλέης Γ : οὗτος μάντις ἦν
6129380 ἀνους
πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ
τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων
6125490 πιων
' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε
ἑκάστου κρατῆρος οἶνος ἐτίθετο , καὶ εἴ τις ἐκάθευδε μὴ πιὼν τὸν ἴδιον κρατῆρα , πρωῒ κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς
6123140 τωθαστικος
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται
6108931 κολαξ
τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν , κονιορτὸς ἀναπέφηνεν : ὄπισθεν ἀκολουθεῖ κόλαξ τῳ , λέμβος ἐπικέκληται : τὰ πόλλ ' ἄδειπνος
οὐ τὰ σώφρονα συμπόσια συνάγουσι : τοῖς δ ' ὁ κόλαξ πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῶκον . ἔτι δὲ ὁ μὲν
6105716 καπηλος
Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος : οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασι σωμάτων θεραπευταί , ὃ μὲν
Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος , ὅτι οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασιν σωμάτων θεραπευταί , ὁ
6104032 ταριχος
δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών σκυτίνῃ πότ ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν , καρκίνοι ποδήνεμοί
τοὺς ἀκροατάς : ἀγανακτοῦντος δέ τὴν Ἀναξιμένους ἔφη διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον
6103272 ὀσπριου
' ὅτι ὁ τραγικὸς αὐτούς : οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος : οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐχερὴς ἀνήρ . Ἂν
. πανδοκεύτριαν : Καπήλισσαν . . ἢ λεκιθόπωλιν : εἶδος ὀσπρίου , ὃ καλεῖται πίσος διὰ τὸ ἐοικέναι τὴν χροιὰν
6097833 μαγειρος
ἐβουλεύετο τί χρὴ ποιεῖν , ἕως παρελθὼν ὁ Σόφων αὐτῷ μάγειρος τὰ ἐξ Αὔγης εἶπεν Εὐβούλου : τί , ὦ
ρος ῥηματικὰ τῇ ει διφθόγγῳ θέλουσι παραλήγεσθαι , οἷον μάσσω μάγειρος , πέπτω πέπειρος , ὀνῶ ὄνειρος , οὕτως καὶ
6096468 ὑπουλος
Σκόμβροι στιβάδα ποιούμενος στομώδη στραβαλοκόμαν Τεγεάς τέως τολύπαι τροπαία Τυφῶ ὕπουλος ὑψαυχεῖν φαικῷ φαρκῖδα φαρμακῶνες Φθιῶτις φίλανδρος χειμάμυνα χλωρανθείς χνοῦς
ἁπλῶς τῷ ὄφει καὶ εὐνοϊκῶς προσεφέρετο , ὁ δὲ ἀεὶ ὕπουλος καὶ πονηρὸς ἦν . τοῦ δὲ καρκίνου συνεχῶς αὐτὸν
6091283 ἐλαλει
ἀπὸ τοῦ δένδρου ἐπυνθάνετο , τί ἂν πρὸς τὸ οὖς ἐλάλει αὐτῷ ἡ ἄρκτος . ὁ δὲ εἶπεν : ”
βούλοιτο [ διαλέγεσθαι - ] · ὡς δὲ οὐδὲν [ ἐλάλει , ] ἀλλὰ ὁμοίοις ἡ παρθένος [ κατείχετο -
6088948 ἀπονενοημενος
' εὖ οἶδ ' ὅτι οὐδεὶς οὕτω τολμηρὸς ἔσται οὐδὲ ἀπονενοημένος ἄνθρωπος . ὡς δὲ καταφανὲς ὑμῖν ἔσται , ὦ
παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός , ἰταμός , ἀπονενοημένος , παραβεβλημένος : τὸ γὰρ λεουργὸς παρὰ Ξενοφῶντι φορτικόν
6088626 ἱλαρος
μαχήσονται . Ἐξάγων ὁ στρατηγὸς τοὺς στρατιώτας εἰς πόλεμον , ἱλαρὸς ἔστω παραιτούμενος τὸ στυγνόν , ὥστε τὰ πολλὰ γὰρ
ὑποτεταγμένην αὐτὴν ποιήσει . Μέλλων δὲ συγγενέσθαι ὁ γαμῶν ἔστω ἱλαρὸς καὶ ἀπὸ ἱλαρῶν καὶ ἄλυπος μήτε ἄγαν συμβεβαρημένος τροφῇ
6084486 ὀψοποιος
τραγῳδίαν ὥρμηκε νῦν καὶ τῶν μὲν ὑποκριτῶν πολὺ κράτιστός ἐστιν ὀψοποιός , ὡς δοκεῖ τοῖς χρωμένοις , τῶν δ '
. Θεαρίων κτλ . Θεαρίων Μίθαικος Σάραμβος ὁ ἀρτοκόπος ὁ ὀψοποιός ὁ κάπηλος οὐκ αἰτίων κτλ . διαφορὰ αἰτίου καὶ

Back