| καθεστηκυίας , ἤτοι καὶ εἴ τίς ἐστιν καθεστηκώς , ἤτοι κεχορτασμένος . ἀλλὰ τῆς φύσεως καθεστηκυίας οὔσης , ἤτοι κεχορτασμένης | ||
| ἡδὺ νομίζει , ἃ οὐδ ' ὅλως τις φαγεῖν θελήσαι κεχορτασμένος ὤν : ἅτινα , ἤτοι τὰ πικρὰ καὶ τὰ |
| τὸ ζητοῦντα μὲν λόγους ἥκειν Ἀθήναζε , φανῆναι δὲ οὓς ἐζήτεις ἔχοντα . τὰ δ ' ἐφεξῆς ἅπαντα τῶν λόγων | ||
| , τί ποιεῖς ; Ἡ δὲ εἶπε : Τέως σὺ ἐζήτεις , ἵνα πόλιν κτίσῃς , εὗρον . Ἀφ ' |
| κακὸν τῶν σκυτοτόμων κατ ' ἐπήρειαν γεγένηται . οὗτος μέντοι πεινῶν οὕτως οὐπώποτ ' ἔτλη κολακεῦσαι . ὥστε ποιοῦντες χρησμοὺς | ||
| εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται τοὺς φονεύσοντας . καὶ |
| καὶ κατὰ τῶν μικρῶν ἰχθύων , καὶ ὅσοι τὸ ἀλλήλων περιλείχουσι σῶμα ὡς τροφήν εἰσιν οὗτοι . τευθίδος ἢ θυσάνοις | ||
| εὐωχία , βρῶσις . ἀγαθή : εὔκολος . περιλιχμάζουσιν : περιλείχουσι , λείχουσιν . Βορή . τροφὴ , ζωή . |
| ὥρμητο , φόβος τῆς αὐλητρίδος : ὁκότε φωνῆς αὐλοῦ ἀρχομένης ἀκούσειεν αὐλεῖν ἐν ξυμποσίῳ , ὑπὸ δειμάτων ὄχλοι : μόλις | ||
| τε ἐπειδὴ χωρὶς ἦν τοῦ σώματος καὶ οἷα ἴδοι καὶ ἀκούσειεν . τὴν μὲν οὖν αὑτοῦ ψυχὴν φάναι παρὰ τὸν |
| ἐγὼ ἐγγυῶμαι μὴ ἐπιλήσεσθαι , οὐχ ὅτι παίζει καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι . ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ ἐπιεικέστερα Σωκράτης λέγειν | ||
| οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή . Ὄναρ ἰδὼν ἢ |
| οντι πείθεσθαι καλῶς ? ? [ ] ταῦτα : μὴ λέξῃς πλέω . [ εἶπον ] Ζηνὸς αἰάξαι ? ? | ||
| καὶ τοξεύοντα καὶ ἑστηῶτ ' ἐπὶ νώτοις . Πολλάκις ἢν λέξῃς μοι , ἀθρήσεις πάντα λέοντα . Οὔτε γὰρ οὐράνιος |
| ἡλωκέναι . Ἀντιφάνης : οὐκ ἔστιν οὐδὲν θηρίον τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον . τῷ γὰρ μὴ ἀποχρῆν ἀποθανεῖν αὐτοῖς ἁλοῦσιν , | ||
| ἐν τῷ κωρύκῳ . οὐκ ἔστιν οὐδὲν θηρίον τῶν ἰχθύων ἀτυχέστερον : τῷ μὴ γὰρ ἀποχρῆν ἀποθανεῖν αὐτοῖς ἁλοῦσιν , |
| καὶ ὑφασμάτων , μόνα δὲ τὰ τῶν λόγων ἐλλείμματα οὐκ ἀνέχῃ οὔτε συγχωρεῖν οὔτε εἰς χρόνον τινὰ ἀνατίθεσθαι , ἀλλ | ||
| Ἀρεοπαγίτην σέ , ὃς ὑπ ' αἰδοῦς , οἶμαι , ἀνέχῃ ληροῦντα ἤδη τοσαῦτα ἔξω τοῦ πράγματος . Εἰπέ μοι |
| Αἰξί : τοῦδε νῦν γεῦσαι λαβών . καὶ ὁ Οὐλπιανὸς Ἔφιππος , ἔφη , ἐν Πελταστῇ ἔνθ ' ὄνων ἵππων | ||
| Ἀσκάλωνι λίμνῃ διὰ τὴν ὕβριν καὶ ὑπὸ ἰχθύων ἐβρώθη . Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς παίζων φησίν : ὁπότε τῷ Γηρυόνῃ ναέται |
| , ἀνθρωποφάγους ; πῶς ; ὧν γ ' ἂν ἄνθρωπος φάγοι , δῆλον ὅτι . ταῦτα δ ' ἐστὶν Ἑλένης | ||
| : Ἀπόλλωνι ἔδωκεν ἀντὶ βοῶν οὓς ἔκλεψεν . ὅτι ἡνίκα φάγοι ὄφιν ἐπεσθίει φυτὸν ὀριγάνου καὶ οὐ βλάπτεται . ὅτι |
| ἔθυσας : καὶ εἶπες μοι , Ἄναστα , ποίησον ἵνα φάγωμεν μετὰ τῶν ἀνθρώπων τούτων εἰς τὸν οἶκον ἡμῶν . | ||
| . εἶθ ' οἱ μὲν τὸν βίον τοῦτον νομίζοντες “ φάγωμεν καὶ πίωμεν , αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν ” καὶ τὸν |
| τί ποτ ' εἰργασάμην ; ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς ; ἐμάνην , ἔπεσον δαίμονος ἄτηι . φεῦ φεῦ τλήμων . | ||
| τι πλημμέλημα τὸ πολλὴν ἀδοξίαν τοῖς κοινοῖς τροπαίοις ἐργάσασθαι , ἐμάνην , ὁμολογῶ προχείρως , συκοφαντήσας τὸν ἄνθρωπον . ἀλλ |
| ἤ τισιν ἄλλαις οὕτω ληρώδεσιν ὑποθέσεσι φυσικὰς ἐνεργείας ἐπιτρέπειν . θαυμάζεις μὲν γὰρ τὴν φύσιν , ὡς τεχνικήν τε ἅμα | ||
| . εἰ δ ' , ὥς φασί τινες , ἡδονὴν θαυμάζεις καὶ τούτων ἀντέχῃ ὧν μὴ προσήκει τοὺς φρονίμους ἀνθρώπους |
| Ἐλεύθερος ; Ἐπὶ δὲ τὴν θυγατέρα τῆς Γναθαίνης πτωχῶν ἐραστῶν κωμαζόντων , καὶ ἀπειλούντων κατασκάψειν τὴν οἰκίαν , ἐνηνοχέναι γὰρ | ||
| δὲ τὴν νύκτα ὁ μὲν στενωπὸς ἡμῶν ἐνεπίμπλατο μεθυόντων ἐραστῶν κωμαζόντων ἐπ ' αὐτὴν καὶ κοπτόντων τὴν θύραν , ἐνίων |
| παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ ] τούτου τοῦ δεσμοῦ ἐλευθερωθῶ . . πέπονθας ἀεικὲς πῆμα ] ὁ χορὸς ἀκούσας τῶν τοῦ Προμηθέως | ||
| . Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν : ὅπερ γὰρ οἱ τὰς ἐγχέλεις θηρώμενοι πέπονθας . καὶ δευτέραις Νεφέλαις : τὰς εἰκοῦς τῶν ἐγχέλεων |
| ἂν ἄλλο παράδειγμα τούτου ἄμεινον προεστησάμην , ὃ πάντως καλὸν ἠπιστάμην ; ἢ ἀσύνετον καὶ θηριῶδες ἔδει καὶ ἄγριον ἀπεργάσασθαι | ||
| ἐραστὴς τῆς παιδὸς ἐκ πολλοῦ ; τοῦτο γὰρ καὶ πάλαι ἠπιστάμην . Οὐκοῦν τὸν μὲν ἔρωτα οἶσθα , τὰ μετὰ |
| καὶ κίχλας καὶ πάντα τὰ ἀλέπιδα ἐσθίειν : ὅσα δὲ παστὰ ἀπέχεσθαι : τὰ δ ' ἄλλα ἐσθίειν . ἐκ | ||
| αὐτὸν τρόπον τοῖσι κρέασιν , ἢ ἑψῶν δι ' ὀριγάνου παστὰ , ἐλαίῳ αὐτὰ ὑποχρίσας , οἶνον δὲ πινέτω λευκὸν |
| , τέρατα Ἕλληνες . τυφῶ Ἀττικοί , τυφῶνα Ἕλληνες . τωθάζειν Ἀττικοί , σκώπτειν Ἕλληνες . τιμήσεται Ἀττικοί , τιμηθήσεται | ||
| διακωμῳδεῖν , διασύρειν , σκώπτειν διασκώπτειν χλευάζειν , φαυλίζειν , τωθάζειν , γέλωτα τίθεσθαι : σκληρότερον γὰρ τὸ γελωτοποιεῖν , |
| ' ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ δένδρον φρονήσεως , ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου . Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν | ||
| θεοῖσιν ἐχθρὸς Μυρτίλος : ὅτι γὰρ οὐδὲν τούτων πριάμενός ποτε ἔφαγεν εὖ οἶδα , τῶν τινος οἰκετῶν αὐτοῦ εἰπόντος μοί |
| πάνυ πολύς . πρὸς θεῶν , τῷ κοττάβῳ πρόσεστι καὶ Μάνης τις ὥσπερ οἰκέτης ; καὶ μετ ' ὀλίγα φησίν | ||
| ἐπὶ τῶν ἀκουόντων κακὰ , εἰπόντων τοιαῦτα . Εἰς ἀγρὸν Μάνης : παραβολὴ ἐπὶ τῶν εὐχρήστων . Εἰς βόλον ἐλθεῖν |
| πίνει καὶ ἥκιστα τὸ μὴ παρὸν ποτὸν ἀναμένει ; ἢ πεινᾷ τις πλα - κοῦντα ἢ διψᾷ Χῖον ; ἀλλ | ||
| εἰπεῖν “ ὦ Δήμητερ ” βουλιμιᾷ ] πάνυ λιμώττει . πεινᾷ . - λι - στρεβλούμενον ] δεσμούμενον οἴμωζ ' |
| [ τούτων ] . Ἀλλ ' ὡς [ χρήματα ] ἀφείλεσθε ἐμοῦ ; [ ἀλλ ] ' ὡς τῶν [ | ||
| ἐπεί μ ' ἀφέλεσθέ γε δόντες „ ἀντὶ τοῦ ἐμοῦ ἀφείλεσθε . Ἰωνικόν : συνέβη τρωθῆναι τὸν Ἀλέξανδρον ἵππον ἀντὶ |
| ἐπὶ ταῖς σαῖς εὐπραξίαις ἡδονή . σὺ μὲν γὰρ ἐργαζόμενος ἔχαιρες καὶ κρύπτων τὰ πεδία τοῖς ἀπὸ τῶν ἐναντίων νεκροῖς | ||
| . ὡσαύτως καὶ Εὐριπίδης : Ἀνάσχου πάσχων : δρῶν γὰρ ἔχαιρες . νόμου τὸν ἐχθρὸν δρᾶν , ὅπου λάβῃς , |
| τύχαις ταῖς οἴκοθεν ἤλγουν μὲν ἤλγουν , συμφορὰς δ ' ἠνειχόμην , σῶν δὲ στερηθεὶς ὠιχόμην ἄκων γάμων . νῦν | ||
| ἦν , ἀλλὰ φάρμακον ὥσπερ ψυχῆς νοσούσης . περιβαλλούσης οὖν ἠνειχόμην καὶ περιπλεκομένης πρὸς τὰς περιπλοκὰς οὐκ ἀντέλεγον : καὶ |
| Ἀχιλλεῦ ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον , ἦ τοι ἔφης γε : ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων | ||
| , Ἀθηναίοισι νόμος κυάμοισι τὰς ἀρχὰς αἱρέεσθαι . Καλῶς πάντα ἔφης καὶ ἱεροπρεπῶς . ἀλλὰ ἀπόδυθι , καὶ γυμνὸν γάρ |
| : λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον . τὸ δὲ “ πίε ” ἐπὶ ⌈ τοῦ ποτοῦ . ἐκ δὲ τοῦ | ||
| δέ ποτε καὶ ῥῆμα προστατικόν : “ Κύκλωψ , τῆ πίε οἶνον ” . ἐχρήσατο δὲ καὶ τῷ πληθυντικῷ ὁ |
| εἰσφέρειν Λάκαινά τις : καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκια ὀλίγα καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων . τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον | ||
| εἰσφέρειν Λάκαινάν τις : καὶ εὐθέως περιεφέρετο περδίκεια ὀλίγα καὶ χήνεια ὀπτὰ καὶ τρύφη πλακούντων . τὸ δὲ τοιοῦτον δεῖπνον |
| ὀφρῦς , νωθρὸς δὲ τὴν ὄψιν . ὁ δ ' Ἑρμώνιος ἀναφαλαντίας , εὐπώγων , ἀνατέταται τὰς ὀφρῦς , τὸ | ||
| ἀξίων . Ἐρετρικὸς κατάλογος : ἐπὶ τῶν σφόδρα πλουσίων . Ἑρμώνιος χάρις : ἐπὶ τῶν κατὰ χάριν ἐκεῖνα διδόναι δοκούντων |
| . ὥστε τί κέρδος μὴ καταθεῖναι ; σὺ γὰρ ἐξευρὼν ἀπόδειξον . οὔκουν καὶ νῦν οὗτοι μᾶλλον κλέπτους ' οἷς | ||
| ἴδιον φιλοσοφεῖν δοῦλον , περίεργον εἶπάς μοι τὸν φίλον : ἀπόδειξον οὖν μοι εἰ ἔστιν ὁ ἄνθρωπος περίεργος . ” |
| ἀποφαίνει Φορμίων γῆμαι ἐγγυησάμενος αὐτὴν παρὰ Πασίωνος . ταῦτα δὲ προκαλουμένου Ἀπολλοδώρου οὐκ ἠθέλησε Φορμίων παραδοῦναι τὰς θεραπαίνας . Τὸν | ||
| . ἐπικωμάσας ] μετὰ φθορᾶς ἀμπέλων . καὶ προσέτι πολλὰ προκαλουμένου : ἐν τῷ πίνειν πολλὰ ἐμοῦ προκαλουμένου αὐτὸν καὶ |
| μετεδίδαξεν καὶ τοὺς στεφάνους περιέσπασεν καὶ δέον πίνειν κατακείμενον , ῥημάτια σκολιὰ καὶ δύστηνα καὶ πολλῆς φροντίδος ἀνάμεστα ἐπαίδευσεν : | ||
| καίτοι τί ἐστιν ἐφ ' ὅτῳ προτιμῶνται ἡμῶν ; οὐ ῥημάτια δύστηνα λέγοντες οἴονταί τι παμμέγεθες ὠφελεῖν ; “ ἄλλος |
| ἔφη , καὶ : νήπιοι , οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος ἤσθιον , ἀντὶ τοῦ κατήσθιον . Τὴν ἄρσιν τοῦ ι | ||
| πιέσματι σύρει τριήρους ἐμβολὰς μιμουμένη , δείπνου πρόδρομον ἄριστον . ἤσθιον δὲ καὶ ταγηνιστὰς σηπίας . Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος ἐν |
| δοθῆναι κιτρίον τῷ δ ' οὔ . καὶ ὁ μὲν φαγὼν δηχθεὶς οὐδὲν ἔπαθεν , ὁ δὲ παραυτίκα πληγεὶς ἀπέθανε | ||
| πεπανθῶσιν : μεθ ' ἱκανὰς δὲ ἡμέρας πεπανθέντων τούτων καὶ φαγὼν τῶν συκῶν αἰσθόμενος τὸ ἁμάρτημα ἐξαρπάσας καὶ τὸν ἐν |
| Πομφόλυξ ἀρίστη ἐστὶν ἡ Κυπρία , ἐν δὲ τῷ ὄξει φυραθεῖσα ἀποφορὰν ἔχει χαλκοῦ , χρόαν δ ' ἰάζουσαν ποσῶς | ||
| ἐν αὐτῇ μένοι , ταραχὴν ἐργάζεται μᾶλλόν τε διαχωρεῖ κάτω φυραθεῖσα καὶ τριφθεῖσα μέχρι πλείονος : εἰ δὲ καὶ μέλι |
| . ἀγυιεὺς ὁ . . . κινοειδὴς . . . Κραπατάλλοις : “ ὦ δέσποτ ' ἀγυιεῦ . . . | ||
| : νοσώδη γὰρ εἶναι τότε , ὡς καὶ Φερεκράτης ἐν Κραπατάλλοις εἴρηκεν . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Προαγῶνι : κάμνοντα |
| ὅτε εἴωθε καὶ λίθουϲ θρύπτειν , εἴ τιϲ αὐτὴν ἀφεψήϲαϲ πίνοι . τὸ δὲ ϲπέρμα τῆϲ μὲν ἐν παντὶ τόπῳ | ||
| εἶτ ' ἐπιπαττόμενα ποτῷ . κἂν ἀφεψήσας δέ τις αὐτὰ πίνοι , καλῶς ἐνεργεῖ . θερμῆς δ ' οὐκ οὔσης |
| ὡς διωθεῖτο , εἰπόντος τέ τινος αὐτῷ διὰ τί οὐ πίνεις ; οὐδὲν δέομαι , ἔφη , Ἀλεξάνδρου πιὼν τοῦ | ||
| ὕδωρ πίνῃς , ἐκ πάσης ἀφορμῆς λέγε , ὅτι ὕδωρ πίνεις . κἂν ἀσκῆσαί ποτε πρὸς πόνον θέλῃς . σεαυτῷ |
| φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν | ||
| τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . |
| νήστιδες γιγνώσκετε . τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον . ἀκροκώλι ' , ἀρτοί , κάραβοι , βολβοί , φακῆ | ||
| ' ἀπόλλυται : ὁ γόγγρος ἑφθός , τὰ δ ' ἀκροκώλι ' οὐδέπω . Εἶτα τετρακότυλον ἐπεσόβει κώθωνά μοι , |
| γάμον . Ὡς ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . Οὐδεὶς δι ' ἀνθρώπου θεὸς σώζει , γύναι | ||
| : . . ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . καὶ ἐν Πωλουμένοις : . . . . |
| μεσημβρίας : νοσώδη γὰρ εἶναι τότε . Εὔβουλος : ἠσθένουν φαγοῦσα πρῴην σῦκα τῆς μεσημβρίας . Νικοφῶν : ἐὰν δέ | ||
| τὸν Δί ' ἠσθένουν γάρ , ὦ βέλτιστε σύ , φαγοῦσα πρῴην σῦκα τῆς μεσημβρίας . ἔστι λαλῶν ἄγλωσσος , |
| διαφέρει τῷ μαγείρῳ τοῦτο γάρ . οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια , ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς | ||
| διαφέρει τῷ μαγείρῳ τοῦτο γάρ : οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις |
| δὲ Ἐρατοσθένους καὶ τῶν τούτου φίλων , οἷς τὰς ἀπολογίας ἀνοίσει καὶ μεθ ' ὧν αὐτῷ ταῦτα πέπρακται . ὁ | ||
| , τίνα καὶ τὰς συμπαθείας ἀπὸ τῶν ἔξωθεν πρὸς ἡμᾶς ἀνοίσει . Δεῖ δὲ καὶ νομίζειν ἐπεισιόντος τινὸς ἀπὸ τῶν |
| τοῦτο γάρ : οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ | ||
| γάρ . οἷον τὰ νησιωτικὰ ταυτὶ ξενύδρια , ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ |
| τέχνην . καινὸς γάρ ἐστιν οὑτοσὶ Παλαίφατος . μετὰ ταῦτα γαστρίον τις ὠνθυλευμένον προϊόντος εἰσηνέγκατ ' ἤδη τοῦ χρόνου : | ||
| σῦκα . . . περιφέρειν ματτύην καὶ ποδάριον , καὶ γαστρίον τακερόν τι καὶ μήτρας ἴσως . . . ἔοικεν |
| , τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων μάλιστα εἴκελα ἀναδήγμασιν , οὐ πάνυ κνησμώδεα : ταῦτα δὲ διετέλει μέχρι κρίσιος : ἄρσενι δὲ | ||
| ἕκαστα ῥέπει . Τὰ πλατέα ἐξανθήματα , οὐ πάνυ τι κνησμώδεα , οἷα Σίμων εἶχε χειμῶνος : ὅτε πρὸς πῦρ |
| ὁ δὲ δεσπότης αὐτοῦ δυσχεράνας κατέκλεισεν αὐτὸν εἰς λάρνακα ξυλίνην πειράζων εἰ σώζουσιν αὐτὸν αἱ Μοῦσαι . δύο δὲ μηνῶν | ||
| ἀλκή καὶ μένος ἠύτε θηρὸς ἀέξετο : πῆλε δὲ χεῖρας πειράζων εἴθ ' ὡς πρὶν ἐυτρόχαλοι φορέονται μηδ ' ἄμυδις |
| Ἀντιφάνει , ὦ καλέ μου συραττικέ : φησὶ γάρ : ἀπέλαυσα πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτων πιών τε προπόσεις τρεῖς ἴσως | ||
| τῆς σεμνῆς θεᾶς , καὶ τοῦ γλυκυτάτου βασιλέως διμοιρίαν . ἀπέλαυσα πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτων , πιών τε προπόσεις τρεῖς |
| [ σεαυτοῦ καὶ πάντων ? [ τῶν ] σου . θῦσον [ . Φιλέας εἶπεν : Φειδόμενος [ ] ἐμαυτοῦ | ||
| ἐδείπνησε , προσελθὼν τῷ σιτευταρίῳ ἔλεγεν : Ἕωλον μοι ὄρνιν θῦσον . Σχολαστικὸς ἀπὸ πολλῶν μιλίων χωρίον ἔχων , ἵν |
| τῶν ὑπηρετῶν οὐδ ' ἡ λίαν πενία . ταῦτα ὁ ληρῶν ἐγὼ παρὰ τῶν ἐξεπισταμένων ἀκούσας καὶ μέμνημαι καὶ δεινὰ | ||
| ἀθλίων καὶ δυστυχούντων κτήματα . ταῦτα δὲ οὐκ ἄλλως ἔγωγε ληρῶν εἶπον , ἀλλ ' ὅτι τῶν τοιούτων , ὑπὲρ |
| ἁπάσας αὖθις αὖ . Καὶ νὴ Δί ' οὐδέπω γε εἴρηχ ' ὅσα ξύνοιδ ' : ἐπεὶ βούλεσθε πλείον ' | ||
| τις ὀρφῶς , μεμβράδας δὲ μὴ ' θέλῃ , εὐθέως εἴρηχ ' ὁ πωλῶν πλησίον τὰς μεμβράδας : “ οὗτος |
| παρ ' Εὐβούλῳ : ὕπνος αὐτὸν ὄντα κακόσιτον τρέφει . ὀλιγόσιτος δὲ παρὰ Στράττιδι : ὀλιγόσιτος ἦσθ ' ἄρα , | ||
| . ὀλιγοσίτου δὲ μέμνηται Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : ὁ δὲ ὀλιγόσιτος Ἡρακλῆς ἐκεῖ τί δρᾷ ; καὶ Φερεκράτης ἢ Στράττις |
| γαμει ? ? ? [ ] ! ! ! ! πιει ! ! [ ! ! ] [ ] ! | ||
| καὶ λέγων ἡμᾶς ἐδίδαξεν ? ] [ ] [ ] πιει [ ! ! ] ? . οθ [ ! |
| κόσμου . ἐπέτυχον , τέκνον Ὧρε , αἱ ψυχαὶ τάδε εἰποῦσαι . παρῆν γὰρ καὶ ὁ μόναρχος καὶ τάδε ἐπὶ | ||
| σφριγῶσα . καταπαννυχίσασαι δ ' οῦν καὶ τοὺς ἐραστὰς κακῶς εἰποῦσαι καὶ ἄλλων ἐπιτυχεῖν εὐξάμεναιἀεὶ γὰρ ἡδίων ἡ πρόσφατος ἀφροδίτηᾠχόμεθα |
| κεφαλὴν καὶ εὑρὼν αὐτὴν ψιλὴν ἔφη : Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν . | ||
| γοῦν Φιλύλλιος ἐν Πόλεσιν ἀνθρακοπώλης , κοσκινοποιός , κηπεύς , κουρεύς . φῷδες δὲ αἱ ἀπὸ τῆς φλογὸς φλύκταιναι , |
| δεῖ ἔτι τούτους , ἐπεὶ ἡμᾶς πάντως εἶδον , ἡδέως δειπνῆσαι οὐδ ' ὅπου ἂν θέλωσι σκηνῆσαι . Ἐντεῦθεν οἱ | ||
| τὸ δεῖπνον αὐτῶν καὶ εἰσήρχοντο παρὰ τῷ ἀδελφῷ τῷ πρεσβυτέρῳ δειπνῆσαι μετ ' αὐτοῦ , συμπαραλαμβάνοντες καὶ τὰς τρεῖς ἀδελφὰς |
| . εἴπερ ] ἐξῆν . καταφρονεῖν , καταφρονητὴς τῶν θεῶν ἐβούλου γενέσθαι , τέως καταφρονεῖν ἔμελλες , ἐβούλου τοῦτο σκοπεῖν | ||
| νῦν ἐπιστέλλων χαρίζῃ καὶ τότε . εἰ δὲ τοῖς αὐτοῖς ἐβούλου τιμᾶν , τιμᾶν ἔδοξας ἂν ἄνδρα ἑταῖρον , ἀλλ |
| οὖν φησι : τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις ἵνα τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστι . εὖ γε δρῶντες . ἆρά | ||
| . Τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις , ἵνα καὶ τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστιν . εὖ γε δρῶντες : ἆρά |
| ἤδη τῶν μελασμῶν καὶ τῆς αἱμοῤῥαγίης , καὶ ὁρμᾶται μὲν λαύρως καὶ ἰσχυρῶς : ἀτὰρ οὔτε πολυήμερος γίνεται , οὔτε | ||
| , φρικώδεες , αἱμοῤῥαγικοὶ ἐκ ῥινῶν . Ὁ μὲν γ λαύρως , ὁ σκυτεὺς , ἐκρίθη ἑβδομαῖος : μίην διαλιπὼν |
| : πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους | ||
| ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα |
| κατεχύθη λεπτὸν , ὠχρὸν , μελανέον : ὄμματα αὐχμηρὰ , καρώδεα , ἐνδεδινημένα , ἀτενίζοντα . Ἐν Καρδίῃ , τῷ | ||
| κωματώδεες , σπασμώδεες , ὀλέθριοι . Τῇσιν ἐπιφόροισι κεφαλαλγικὰ , καρώδεα μετὰ βάρεος γινόμενα , φλαῦρα , ἴσως δὲ ταύτῃσι |
| Κάρηνον : εἰς . Ἐνιπρίουσι : πρίζουσιν . Δαιτρεύουσι : τρώγουσιν , ἐσθίουσιν . Ἔχονται : κρατοῦνται . Ὑπερνεμέθονται : | ||
| , οὐδ ' ὄκου χώρης οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν . κόσας , κόσας , Λαμπρίσκε , λίσσομαι , |
| . Ἀναλαβὼν μόναυλον ηὔλουν τὸν ὑμέναιον . Ὅτε τὰς μορίας ἔτρωγεν , ὡσπερεὶ Πλάτων . Παρθένοι παίζουσι πρὸς ἐλάφρ ' | ||
| ἰχθύς , εἶδος ἰχθύος . ἤσθιεν ] τρώγουσα ἦν , ἔτρωγεν . . Ἕρμιππος ] ὁ ὑποκριτής , καὶ οὗτος |
| τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν | ||
| τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν |
| Κλεομένης ὁ τύραννος , ὁ καὶ τὰς μαστροποὺς τὰς εἰθισμένας προαγωγεύειν τὰς ἐλευθέρας γυναῖκας καὶ τρεῖς ἢ τέτταρας τὰς ἐπιφανέστατα | ||
| διδάσκειν λυπροῦ τινος μισθαρίου . ἀλλὰ καὶ τῶν ἀδελφῶν ἕνα προαγωγεύειν , καὶ Λεοντίῳ συνεῖναι τῇ ἑταίρᾳ . τὰ δὲ |
| γράψον . Γ πρῶτον δ ' ὅ τι πράττει Γ Σοφοκλέης Γ : γελοῖα ταῦτα : ὡς γὰρ περὶ σπουδαίων | ||
| κρίσιν κἄλεγχον αὐτοῖν τῆς τέχνης . Κἄπειτα πῶς οὐ καὶ Σοφοκλέης ἀντελάβετο τοῦ θρόνου ; Μὰ Δί ' οὐκ ἐκεῖνος |
| δὲ τὰ παρατεθέντα συλλαβὼν κατέφαγεν ; ἀπειρόκαλος ἄνθρωπος καὶ λιμοῦ πλέως , οὐδ ' ὄναρ λευκοῦ ποτε ἄρτου ἐμφορηθείς , | ||
| αὐδᾶι δέ : Θύραν τίς οἴξει μοι ; παπαπαῖ : πλέως μὲν οἴνου , γάνυμαι δὲ δαιτὸς ἥβαι , σκάφος |
| ἀλλοτρίας ἐπινοίας αὐτοῖς αὐλοῖς ὁρμᾷ καὶ γλωττοκομείῳ . εἰ μὴ τεθέασαι τὰς Ἀθήνας , στέλεχος εἶ , εἰ δὲ τεθέασαι | ||
| μὴ τεθέασαι τὰς Ἀθήνας , στέλεχος εἶ , εἰ δὲ τεθέασαι μὴ τεθήρευσαι δ ' , ὄνος , εἰ δ |
| καὶ προσῆκον τέχνη μαγειρικὴ καλεῖται ; Ἡ τοῖς ὄψοις τὰ ἡδύσματα . Εἶεν : ἡ οὖν δὴ τίσιν τί ἀποδιδοῦσα | ||
| καὶ πυριήσθω τὰ εὐώδεα . Ἢν ἀνεμωθῶσιν αἱ ὑστέραι , ἡδύσματα πάντα [ ἃ ] ἐς τὸ μύρον ἐμβάλλεται , |
| τοι αὐτὴ μὲν οὐδέν , ἡνίκ ' ἂν λέγῃ , πονεῖ , ὅταν δ ' ἁμάρτῃ , πολλὰ προσβάλλει κακά | ||
| [ ] τὴν [ ] μέλιτταν , ὡϲ [ οὐδὲν πονεῖ ] ἔξωθεν , ἀλλ ' [ ἐϲ ] ταὐτὸ |
| δ ' αὐτὴν ἐμφυσῶντες στίμι μεθ ' ὕδατος ἢ οἴνου φοινικίνου πρὸς τὸ συμπιλοῦσθαι αὐτὴν καὶ βαρυτέραν γίνεσθαι . ἐπὶ | ||
| . Χόνδρος μετὰ ταῦτ ' εἰσῆλθε , μύρον Αἰγύπτιον , φοινικίνου βῖκός τις ὑπανεῴγνυτο , ἴτρια τραγήμαθ ' ἧκε , |
| , καὶ ἔστη αὐτῷ ἄμφω : ψυχρὸς δὲ ἐγένετο : ἐλούετο δὲ μέχρι τῶν αἰδοίων κάτω πάνυ πολλῷ , ἕως | ||
| τε τοῦ Ἀθήνησιν Ὀλυμπιείου καὶ τῶν ἐν Δήλῳ ἀνδριάντων . ἐλούετο δὲ κἀν τοῖς δημοσίοις βαλανείοις ὅτε δημοτῶν ἦν πεπληρωμένα |
| ταυτὶ ξενύδρια ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ ' , ἀλλ ' οὕτω | ||
| ξενύδρια , ἐν προσφάτοις ἰχθυδίοις τεθραμμένα καὶ παντοδαποῖς , τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ ' , ἀλλ ' οὕτως |
| ποιητήν , ὃς ἂν ἡμᾶς ὅτι μάλιστα οὕτω διαθῇ . Οἶδα : πῶς δ ' οὔ ; Ὅταν δὲ οἰκεῖόν | ||
| ἔτνος ἥψουν τοῖς Κρονίοις δύο τόμους τοῦ ἀλλᾶντος ἐμβαλών . Οἶδα : τὸν σιμόν , τὸν βραχύν , ὃς τὸ |
| ἔγωγε . Σκέψαι δὴ ὃ ἐγὼ ὑποπτεύω περὶ αὐτοῦ . ἐννοῶ γὰρ ὅτι πολλὰ οἱ Ἕλληνες ὀνόματα ἄλλως τε καὶ | ||
| Λακεδαίμονι , οἵα δὲ ἐν τῇ φυγῇ : τὰς παννυχίδας ἐννοῶ , τὰς συνθήκας ἐννοῶ . Ἔτι λέγοντος τοῦ Αἰγιαλέως |
| διέσεισεν . μνήμης ἔξοδος . ὅρος λήθης . Ἀγάθωνος . τραγῳδιοποιός , ὃν Ἀριστοφάνης ἐπὶ μαλακίᾳ σκώπτει Γηρυτάδῃ - : | ||
| διέσεισεν . μνήμης ἔξοδος . ὅρος λήθης . Ἀγάθωνος . τραγῳδιοποιός , ὃν Ἀριστοφάνης ἐπὶ μαλακίᾳ σκώπτει Γηρυτάδῃ - : |
| πένης ἦν : ὅτι δὲ ταῦτα πολλά ἐστι , τοσοῦτον κερδαίνω , πλείω μὲν φυλάττειν δεῖ , πλείω δὲ ἄλλοις | ||
| ἀναβιβάζω , παλαίω , ἐμπαίζω , ἀσωτεύομαι , ἐνθεάζομαι , κερδαίνω , ἱλαρεύομαι , λούομαι , νοσφίζομαι , μηχανῶμαι , |
| ἡ γυνὴ μὴ πεινήσει : ὥστ ' εἰ καὶ σφόδρα ἠδίκηκε , κεκόλασται . καὶ μέχρι θέρους γε δώσει ταύτην | ||
| , δίκαια δὲ ἔχοντι λέγειν ὁ δοὺς τὴν ἐπιστολὴν οὐκ ἠδίκηκε τὸν δικαστήν . εἰ γὰρ αὐτὸς αὑτὸν παρακαλεῖ τῷ |
| διὰ δὲ τὰς ὑποκειμένας αὐτοῖς ἢ πονηρὰς ἢ ἀγαθὰς ἢ φλαῦρα ἢ ἀγαθὰ δοκεῖ . ὑμεῖς δὲ ταῦτα ἴστε φανερώτερον | ||
| . Τῇσιν ἐπιφόροισι κεφαλαλγικὰ , καρώδεα μετὰ βάρεος γινόμενα , φλαῦρα , ἴσως δὲ ταύτῃσι καὶ σπασμῶδές τι παθεῖν ὀφείλει |
| φέρουσι διὰ μνήμης . τό τε βάρβαρον οὐ χρήμασιν ἔτι θεραπεύσομεν , πείρᾳ δὲ ὧν πρὸς αὐτοῦ πεπόνθασι στρατηγοῦντος φόβῳ | ||
| ὕδωρ ποιεῖ δάφνη τούτῳ ἐμβρεχομένη . τὸ δὲ φαῦλον ὕδωρ θεραπεύσομεν οὕτως . ἐμβαλλέσθω εἰς κεράμια , καὶ ἐν ὑπαίθρῳ |
| δίκαζε τοῖσιν οἰκέταις . περὶ τοῦ ; τί ληρεῖς ; ταὔθ ' ἅπερ ἐκεῖ πράττεται . ὅτι τὴν θύραν ἀνέῳξεν | ||
| . ἀρνός , φίλτατε . τῶν δ ' αἰγιδίων κατὰ ταὔθ ' ἃ μὴ τυρὸν ποιεῖ . ἐρίφου . διὰ |
| αὐτοῖς τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλέεται Κάμινος : εἰ μὲν δώσετε μισθὸν ἀείσω ὦ κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ ' | ||
| εὖ καὶ κακῶς ποιεῖν . ἢν οὖν σωφρονῆτε , τούτῳ δώσετε ὅ τι ἄγετε : καὶ ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται ἢ |
| ἅμα δὲ καὶ ὡς ἀπὸ πόλεως . ΓΓ κατέτραγον ] κατέφαγον . Γ ἐγὼ γὰρ αὐτῶν τάνδε μίαν ἀνειλόμαν : | ||
| ἅμα τῷ λόγῳ αὐτοῦ ἐξῆλθον θηρία ἐκ τοῦ δρυμοῦ καὶ κατέφαγον αὐτούς : καὶ εἶδεν εἰς ἕτερον τόπον ἄνδρα μετὰ |
| τις ἦν αὐτοῦ περὶ τὸ πρόσωπον , καὶ ἄκαιρος στωμυλία λαλοῦντος κατηγόρει καὶ αὕτη τὸν τρόπον αὐτοῦ . πάντα δὲ | ||
| γὰρ ἀπόχρη τὸ θεωρεῖν ἐρώμενον οὐδ ' ἀπαντικρὺ καθημένου καὶ λαλοῦντος ἀκούειν , ἀλλ ' ὥσπερ ἡδονῆς κλίμακα συμπηξάμενος ἔρως |
| ἐν τῇ μέθῃ παρρησίαν καὶ τὰς ἀπειλὰς ἃς Τρωσὶν ὑπέσχετο οἰνοποτάζων ὑπομείναντα τὴν Ἀχιλλέως ὁρμὴν καὶ μικροῦ παραπολλύμενον . καὶ | ||
| Αἰνεία Τρώων βουληφόρε ποῦ τοι ἀπειλαὶ ἃς Τρώων βασιλεῦσιν ὑπίσχεο οἰνοποτάζων Πηλεΐδεω Ἀχιλῆος ἐναντίβιον πολεμίξειν ; Τὸν δ ' αὖτ |
| ἅπαξ ἀκούσας τῶν λόγων τούτων ἀπελθὼν σαυτῷ εἰπὲ ταῦτά μοι Ἐπίκτητος οὐκ εἴρηκεν : πόθεν γὰρ ἐκείνῳ ; ἀλλὰ θεός | ||
| , ἀποθανεῖν πιὼν τὸ κώνειον : καὶ πιὼν ἀπέθανεν . Ἐπίκτητος φιλόσοφος ἦν . οὗτος ἐδέθη ὑπὸ τυράννου † Μακεδόνος |
| κεχηνότως καὶ ἀθρόως Ἕλληνες . χολάδας οἱ πρῶτοι Ἀττικοί , χόλικας θηλυκῶς οἱ μέσοι : “ χολικας ἑφθάς . ” | ||
| ἐπιθυμεῖ βρωμάτων , ὡς μουσικῶν : ἤνυστρα , μήτρας , χόλικας μὴ κατακούσειεν δέ μου ὁ Κωρυκαῖος . ἀλλὰ μὴν |
| καὶ οἱ πόδες οἷα ἂν ὁ ἐγκέφαλος γινώσκῃ , τοιαῦτα πρήσσουσι : γίνεται γὰρ παντὶ τῷ σώματι τῆς φρονήσιος , | ||
| καὶ σέβειν : οὗτοι γὰρ ἴσα θεοῖσι πάντα πέλουσι καὶ πρήσσουσι τοῖς ἐγγόνοισι . πρὸς δὲ τὸν ἄνδρα τὸν ἑαυτῆς |
| εἰς τήνδε τὴν ὥραν χρόνον δόσιν θεῶν λογίων νομιστέον . ἐφρόντισα μέντοι καὶ τοῦ σωφρονίσαι τὸν ἄνθρωπον δῆσαί τε αὐτὸν | ||
| κατὰ πενίας † ταῦτ ' ἔχω ὅσς ' ἔμαθον καὶ ἐφρόντισα καὶ μετὰ Μουσῶν σέμν ' ἐδάην : τὰ δὲ |
| καὶ γένηται ὡς χυλός , καὶ τότε προσφέρεσθαι τὸν ζωμόν μυελόεντα , ἵνα λυθῇ καὶ γένηται ὡς μυελός μυελόεντα ] | ||
| καταμόνας . μυδαλέον δίυργον . μυελός τροφή , καὶ ὀστέα μυελόεντα τροφὴν ἔχοντα . ὠνόμασται δὲ ἀπὸ τοῦ ὡς μυχῷ |
| ' ἑαυτῶν πλανώμενοί φησιν : εἰ δὲ μεθύω καὶ χιόνα πίνω καὶ μύρον ἐπίσταμ ' ὅτι κράτιστον Αἴγυπτος ποιεῖ . | ||
| Ι ἐκτεταμένῳ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : κρίνω πίνω κλίνω σίνω . τὸ δὲ ῥινῶ παρὰ τὴν ῥίνην |
| τοῦ προσδεχόμενοι αὐτὰ ὥστε πιστεύειν ἐμεγάλυνον : ἤγουν εἰς μέγεθος ᾖρον τὸ ἔγκλημα . ἐπιλέγοντες τεκμήρια : ἤγουν ἐπιβοῶντες ἐκείνῳ | ||
| , οἱ στρατιῶται τὰ σκεύη ἐνετίθεντο καὶ τὰς τριήρεις πληρώσαντες ᾖρον τὰς κεραίας : καὶ παρήγγειλαν οἱ στρατηγοὶ τοῖς πλήθεσιν |
| ὑμῖν ἠρτῆσθαι ἀπὸ τοῦ λίνου αὐτῶν . Ἀνάγκη , ὦ Κυνίσκε . τί δ ' οὖν ἐμειδίασας ; Ἀνεμνήσθην ἐκείνων | ||
| ὑπὸ μακρῷ τῷ λίνῳ στρεφομένη . Ἀλλ ' , ὦ Κυνίσκε , τὸ ἀΐδιον τοῦτο καὶ ἄπειρον εὔδαιμον ἡμῖν ἐστι |
| Φίλιππον . ἐμιμήσατο . οὔτε γὰρ περὶ γυναῖκας ἐσπουδάκει οὔτε φίλοινος ἦν , ἀλλὰ καὶ οὐ μόνον αὐτὸς μέτριον ἔπινε | ||
| φιλοθέωρος ὁ τὰς θέας καὶ ἡδὺ τὸ θέαμα αὐτῷ , φίλοινος καὶ φιλόσοφος ὁ τὴν σοφίαν καὶ τὸν οἶνον καὶ |
| , λέγων ὡς ἐγὼ τὴν γραφὴν οὐχ ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐγραψάμην , ἀλλ ' ἐνδεικνύμενος Ἀλεξάνδρῳ διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν | ||
| δρᾶσιν ποτὲ δὲ πάθησιν σημαίνουσα , οἷον πέπηγα διέφθορα ἐποιησάμην ἐγραψάμην . Ἰστέον δὲ ὅτι ἔστι τινὰ ῥήματα ἐναντίον ἔχοντα |
| ἀγαπητῶς ὥσπερ κανοῦν μοι πάντ ' ἐνεσκευασμένον , σπονδήν , ὀλάς , ἔλαιον , ἰσχάδας , μέλι . παρατίθημ ' | ||
| οἶνος οἰνηρός , ὁμὸς ὅμηρος , οὕτως οἴσυπος οἰσυπηρός . ὀλάς : οὐχὶ οὐλὰς λεκτέον . ὄμνυθι καὶ ἔκδυθι καὶ |
| εἰκόνα τὴν Χαιρέου καὶ καταφιλοῦσα “ ἀληθῶς ἀπόλωλά σοι , Χαιρέα ” φησί , “ τοσούτῳ διαζευχθεῖσα πελάγει . καὶ | ||
| ἀλύοντι “ κἀμοὶ ” φησὶν “ υἱὸς ἦν , ὦ Χαιρέα , σὸς ἡλικιώτης , πάνυ σε θαυμάζων καὶ φιλῶν |
| ψυχῆς ἀνάγων τις ἐπὶ τὰ πάθη καὶ τὰς αἰσθήσεις , μνημονεύων τῶν ἐν ἀρχῇ ῥηθέντων , ἱκανῶς κατόψεται τοῖς τύποις | ||
| καὶ τὰ λοιπά . ἐν δὲ Δὶς πενθοῦντι Ζωπύρας τινὸς μνημονεύων φησί : καὶ Ζωπύρα , οἰνηρὸν ἀγγεῖον . Ἀντιφάνης |
| τινος ἄλλου τῶν ἐδεσμάτων ἐσθίουσι τά τε σῦκα καὶ τὰς ἰσχάδας , οὐ μικρὰ βλάπτονται . θρίδαξ , ὡς ἐν | ||
| ' ὀπώρας αἱρείσθω τὰ πέπειρα σῦκα , τὰς δ ' ἰσχάδας ἐν χειμῶνι : καὶ γάλα δέ , εἰ πέττειν |
| πείσει τὸν Δία . . ἐγὼ γὰρ οὐκ , εἰ δυστυχῶ : Ἐγώ , φησί , καὶ ἐὰν δυστυχῶ τοιαύτας | ||
| πανταχοῦ φρονεῖν μέγα . Ὡς οἰκτρόν , ἣ τὰ τοιαῦτα δυστυχῶ μόνη , ἃ μηδὲ πιθανὰς τὰς ὑπερβολὰς ἔχει . |