ἅμα δὲ καὶ ὡς ἀπὸ πόλεως . ΓΓ κατέτραγον ] κατέφαγον . Γ ἐγὼ γὰρ αὐτῶν τάνδε μίαν ἀνειλόμαν : | ||
ἅμα τῷ λόγῳ αὐτοῦ ἐξῆλθον θηρία ἐκ τοῦ δρυμοῦ καὶ κατέφαγον αὐτούς : καὶ εἶδεν εἰς ἕτερον τόπον ἄνδρα μετὰ |
, ὅπως τὰ ὅπλα ἔχοιεν πρὸ τῶν τοξευμάτων , μόλις διαβαίνουσι τὸν Κάρκασον ποταμόν , τετρωμένοι ἐγγὺς οἱ ἡμίσεις . | ||
ὄντας προσφερέσθω ὡς ἂν αὐτῷ δοκῇ ἀσφαλές . Ἐκ τούτου διαβαίνουσι πάντες εἰς τὸ Βυζάντιον οἱ στρατιῶται . καὶ μισθὸν |
, οὐ ξυλουργίαν : κατώρυχες δ ' ἔναιον ὥστ ' ἀήσυροι μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις . ἦν δ ' | ||
. : ὥστ ' ἀείσυροι ] Γρ . ὥστ ' ἀήσυροι . ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι , ἢ οἱ ἀεὶ |
' αὐτῶν παιδιὰ τοῖς νέοις ἐξηύρηται : ἔντερον προβάτου μακρὸν καθιᾶσιν εἰς τὸ ὕδωρ , ὥσπερ ὁρμιάν : εἶτα ἐπιτηροῦσιν | ||
ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . θαλαμηπόλων ] νέων νυμφῶν ἢ οἰκουρῶν : θάλαμος |
αὐχένος ἐμπλασθέντος , ὁ δὲ σπαδόνεσσιν ἀλύων δηθάκις ἐν γαίῃ σπαίρει μεμορυχμένος ἀφρῷ . τῷ μέν τ ' ἢ ὀπόεντας | ||
μὲν νήχεται , ἄλλοτε δ ' ἠρεμεῖ , καὶ ἄλλοτε σπαίρει , ἄλλοτε δὲ ταῖς πέτραις προσρήγνυται , ὁ δὲ |
. , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς . τρυγοδαίμονες ] τραγικοί , οἱ κωμικοὶ ποιηταί , οἱ ποιηταὶ | ||
παρόσον ἀφέμενοι τῶν θείων περὶ τὸ σκώπτειν τρέπονται . οἱ τρυγοδαίμονες : τοὺς ἄλλους κωμικοὺς λέγει , διότι ἐχρίοντο τρύγα |
' ἐξ ἁλὸς ἦλθον ἀολλέες . αἱ μὲν ἔπειτα ἑξῆς εὐνάζοντο παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης : ἔνδιος δ ' ὁ γέρων | ||
χλοερῆς κεκορηότες ὑψόθι ποίης , κεκλιμένοι βαρύγουνον ἐπ ' ἰσχίον εὐνάζοντο . ὣς ὁ μὲν ὑψορόφοιο φυτῶν ὑπένερθε καλύπτρης τηλόθεν |
Ἕκτωρ φησί σὲ δέ ⌊ τ ' ⌋ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται . ταῦτα γὰρ τὴν ἐν τόπῳ σημασίαν δηλοῖ . | ||
ἱρὴν ὅς κε φύγῃ , πολλοὺς δὲ κύνες καὶ γῦπες ἔδονται Τρώων : αἲ γὰρ δή μοι ἀπ ' οὔατος |
ἐΰπλεκτόν τε ποδάγρην , ἅμματά τε στάλικάς τε πολύγληνόν τε σαγήνην . Ἵππους δ ' εἰς θήρην μέγα κυδήεντας ἀγέσθων | ||
παρετήρει τὰ ὑπ ' αὐτῶν γινόμενα . καὶ δὴ τὴν σαγήνην ἐάσαντες μικρὸν ὑπεχώρησαν τοῦ φαγεῖν , καταβὰς δὲ αὐτὸς |
Ὑπηματίους : κατὰ τὴν ἡμέραν : πολλάκις γὰρ τῷ φωτὶ ἀγρεύονται οἱ ἰχθύες . ἕσπερος : κατά . Γλαφυρόν : | ||
: κατὰ πολύ . Τέρπονται : χαίρουσιν . ἀγρώσσονται : ἀγρεύονται . ἐδωδῇ : τροφῇ . βίῳ . Πλώοι : |
καὶ τὸ συρμαΐζειν Αἰγύπτιοι λέγονται μαθεῖν . πέρδικες δὲ καὶ πελαργοὶ τρωθέντες καὶ φάτται τὴν ὀρίγανον , ὡς λόγος , | ||
: ἐπὶ τῶν τὰς χάριτας ἀνταποδιδόντων . Λέγονται γὰρ οἱ πελαργοὶ γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τρέφειν . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ |
' ἐπὶ τὴν τοῦ παντὸς ἀρχὴν ἐλθόντες ἀπ ' αὐτῆς κατάγουσι πάντα , διὰ πάντων φοιτήσασαν αἰτίαν καὶ ταύτην οὐ | ||
, βάθος ἐξαίσιον , εἰς ὃ αἱ παλίρροιαι τοῦ πορθμοῦ κατάγουσι φυσικῶς τὰ σκάφη τραχηλιζόμενα μετὰ συστροφῆς καὶ δίνης μεγάλης |
διακλυζέϲθωϲαν ἄχριϲ ἀποθεραπείαϲ . ἐπειδὴ δὲ καὶ περιττοί τινεϲ ὀδόντεϲ παραφύονται , τοὺϲ μὲν προϲπεφυκόταϲ τῷ φατνίῳ διὰ τῶν ϲμιλιωτῶν | ||
ἐπεὶ δὲ καὶ καθ ' ἑαυτὰ μὲν οὔκ εἰσι , παραφύονται δὲ ταῖς ἄλλαις κατηγορίαις , εἴη ἂν καὶ κατ |
: ὑποκάτω αὐτῶν κάπνισον λαγοῦ κεφαλήν . ζ . ψυχρὰ τρώγοντα κατακαίεσθαι : σκίλλαν εἰς ὕδωρ χλιαρὸν βρέξας δὸς αὐτῶι | ||
γάρ , φαγόντα κόνυζαν , ἀποθνήσκει δίψῃ κατασχεθέντα . Ἄνθρωπον τρώγοντα βουλόμενοι σημῆναι , κροκόδειλον ζωγραφοῦσιν , ἔχοντα τὸ στόμα |
ταρρὸς μετέωρόν τι ἰκρίον , ἐφ ' οὗ αἱ ἀλεκτρυονίδες κοιμῶνται . τοιαύτην δή τινα ὑποληπτέον τὴν κρεμάστραν ἐσκευάσθαι . | ||
Πρωτέως ἢ Νηρέως , τί ποιοῦσιν οἱ ἰχθύες ἢ πῶς κοιμῶνται ἢ πῶς διαιτῶνται . τοιαῦτα γὰρ συνέγραψεν ὡς εἶναι |
, ἀνεπήδων ἐπὶ τοὺς κρημνοὺς ἀφειδῶς καὶ βιαίως , εἶτα κατέπιπτον καὶ αὖθις ἀνεπήδων . Ῥωμαῖοι δὲ οἱ ἑκατέρωθεν , | ||
αὐτῷ . σκεύεσιν : ὅπλοις . ἐμπαλασσόμενοι κατέρρεον : ἐμπλεκόμενοι κατέπιπτον ʃ ἑτοίμως ἔπιπτον . καὶ περιμάχητον ἦν τοῖς πολλοῖς |
πολλάκις δὲ καὶ ἡττῶνται δείματα ἐξ ἐπιβουλῆς καὶ δέα ποικίλα ἐπαγόντων . καὶ γὰρ σάλπιγγες ᾄδουσι , καὶ δοῦπόν τε | ||
τῶν συνθηκῶν συγγραφάς : ἤδη δὲ Σύλλα τεθνεῶτος , οὐκ ἐπαγόντων αὐτὴν ὡς ἐν ἀσχολίᾳ τῶν προβούλων ἐπὶ τὸ κοινόν |
καὶ τοῖς ξύλοις : ἐν γὰρ τοῖς ὄρεσι μικραὶ καὶ ὀζώδεις καὶ ἀκανθώδεις γίνονται : πάντα δὲ καὶ ἐν τοῖς | ||
μᾶλλον , ὥσπερ αἱ τῆς δρυός , αἱ δὲ οἷον ὀζώδεις καὶ θυσανώδεις , ὥσπερ αἱ τῆς ἐλάας : τοῦτο |
οὐδέποτε ῥήγνυνται , καθάπερ ἐλάα καὶ δρῦς , ἀλλὰ πρότερον σήπονται καὶ ἄλλως ἀπαυδῶσιν . ἰσχυρὸν δὲ καὶ ὁ φοῖνιξ | ||
λίπος αὐτοῖς ὑπάρχει πολὺ πλέον ἢ τοῖς ἄλλοις , καὶ σήπονται ταχέως . καὶ παρὰ τὰς ἐπιχωρίους δὲ τροφὰς ἀμείνους |
. αὕτως : οὕτως , ὡς εἴπομεν . Ἀσπασίως : περιχαρῶς . ἤλυξε : ἔφυγεν . ἕρκιον ὄλεθρον : τοῦ | ||
βραδύνοντος ἐποίησεν αὐτῷ χιτῶνα ἔξοδον μὴ ἔχοντα καὶ ἐλθόντος Ἀγαμέμνονος περιχαρῶς ὑποδεξαμένη τοῦτον καὶ τὸν χιτῶνα ἐνδύσασα τοῦτον ἀπέκτεινεν ὥσπερ |
ποιηταὶ κατατρέχοντές που τῆς ἡδονῆς καὶ ἀκρασίας ἐπικούρους καὶ βοηθοὺς βοῶσι . Πλάτων μὲν δυσχεραίνοντά τινα ποιήσας πατέρα τῷ τοῦ | ||
γρυλλιξεῖτε : χοίρων φωνὴν μιμήσεσθε . ΓΓ οὕτω γάρ πως βοῶσι τὰ δελφάκια κοΐ , καὶ ἔστι ποιὰ φωνή . |
εἰ γάλα λαγοῦ εἶχον μὰ τὴν γῆν καὶ ταὧς , κατήσθιον . Καὶ τί δεῖ λέγειν ἔθ ' ἡμᾶς τοὺς | ||
εἰ τῷ ξένῳν [ ] ἐντύχοιεν ἀπάγοντες εἰς τὰ οἰκεῖα κατήσθιον . Ζεὺς δὲ μισήσας αὐτοὺς ἀπέστειλεν Ἑρμῆν , ὅπως |
καὶ βοτάνη ἡλιφάρμακος καλουμένη , ἣν οἱ ἰατροὶ τοῖς αἱμορραγοῦσιν ἐπιτιθέασι καὶ τῶν φλεβῶν μεσολαβοῦσιν τὴν ἔκρυσιν , καθὼς ἱστορεῖ | ||
διαφορὰς λέγουσι κυνάγχης , καὶ ἑκάστῃ ἰδίᾳ καὶ χωρὶς ὀνόματα ἐπιτιθέασι : φασὶ γὰρ ὅτι αὕτη ἡ δριμεῖα ὕλη φερομένη |
ἀναπλάττονται γὰρ καὶ ἀνεγείρουσι τὰς ψυχὰς ἡμῶν εἰς ἑαυτούς , ἐγκαθήμενοι ἡμῶν νεύροις καὶ μυελοῖς καὶ φλεψὶ καὶ ἀρτηρίαις καὶ | ||
γαστρὸς καὶ ἀπεπτεῖν ταύτην παρασκευάζει . Ἄλλον δὲ τρόπον οἱ ἐγκαθήμενοι χυμοὶ τῇ γαστρὶ προσίστανται ταῖς πέψεσι , τῷ μὴ |
τοὺς δ ' ἱδρῶτας ἐλαιοβραχέσιν ἐρίοις ἀναρπάζειν , μὴ λάθωσι ψύξαντες . εἰ δὲ χρονίσειεν ὁ τέτανος , εἰς ἔλαιον | ||
κρεμάσεις . ἄλλοι ἐμβάπτουσι τὰς ῥοιάς , καὶ μετὰ ταῦτα ψύξαντες , οὕτω κρεμαννύουσι . σκευάζεται δὲ καὶ οἶνος ἐκ |
τι ἔτι παρεῖχε πονηρότερα τῶν σφετέρων ἔσεσθαι , ἢν καρτερῶσι προσκαθήμενοι : χρημάτων γὰρ ἀπορίᾳ αὐτοὺς ἐκτρυχώσειν , ἄλλως τε | ||
προδόντων τινῶν αὐτήν : τὴν δὲ Σκιώνην περιετείχισαν , καὶ προσκαθήμενοι τῇ πολιορκίᾳ συνεχεῖς προσβολὰς ἐποιοῦντο . οἱ δ ' |
ἀρωγὴ δ ' οὔ τις ] οὐ γὰρ εἶχον ποῖ φύγοιεν . ἀλλήλοις ] τοῖς ἐν ταῖς ναυσὶ Πέρσαις . | ||
γύρωθεν πᾶσαν τὴν νῆσον , ὥστε ἀμηχανεῖν τοὺς Πέρσας ποῦ φύγοιεν . . ἱστορῶν ] σκοπῶν . ὡς ] ἐπεί |
Οἱ ἔλαφοι τὰ κέρατα ἀποβάλλοντες , εἰσδύνονται παρελθόντες εἰς τὰς λόχμας , τοὺς ἐπιόντας σφίσι φυλαττόμενοι : ἔρημοι γὰρ τῶν | ||
ὄρεσιν , ἐβόμβουν ἐν τοῖς λειμῶσιν αἱ μέλιτται , τὰς λόχμας κατῇδον ὄρνιθες . Τοσαύτης δὴ πάντα κατεχούσης εὐωρίας οἷ |
ἢ τοῖσι σοῖσι πείσομαι βουλεύμασιν . γυναῖκες , ἁνὴρ ἐς βόλον καθίσταται , ἥξει δὲ βάκχας , οὗ θανὼν δώσει | ||
ἔα : σῖγα πᾶς ὕφιζ ' : ἴσως γὰρ ἐς βόλον τις ἔρχεται . ἰὼ ἰώ : συμφορὰ βαρεῖα Θρηικῶν |
χώρα : οἱ δὲ ἐνοικοῦντες ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες εἰς Βαβυλῶνα ἦγον καὶ ἐπώλουν καὶ ἀνταγοράζοντες | ||
συγγνώμη , οὐδεμία παραίτησις . Ὑπονομεύοντες : ἀντὶ τοῦ ὑπονόμους ὀρύττοντες Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Καλλίππου . Ὑποστήσας : ἀντὶ |
φαινομέναις τῶν ὁδῶν ἐλινοστάτουν . Οἱ μὲν δὴ κύνες ἅμα ὑλακῇ διαθέοντες ἐφόβησαν τὰς αἶγας : αἱ δὲ τὰ ὀρεινὰ | ||
ἀλκήν , καὶ τὰ φρονήματα οὐ ταπεινοί , βαρείᾳ τῇ ὑλακῇ καὶ καταπληκτικῇ χρώμενοι , καὶ , ἐν τῷ προσελθεῖν |
ὀσφὺν ἄκραν καὶ τὴν χολὴν ἐπιθέντες τὸ λοιπὸν ἅπαν αὐτοὶ κατεσθίουσι . Φιλόξενος δὲ ὁ Κυθήριός φησί που : εἰς | ||
οὐδεὶς πάρεστιν . εὖ γε δρῶντες : ἆρά που ὀπτὴν κατεσθίουσι πόλιν Ἀχαιικήν ; καὶ τὸ λεγόμενον σπανιώτερον πάρεστιν ὀρνίθων |
κυρίως ὁ ἐκ τῶν ἐρεσσομένων κωπίων γινόμενος θόρυβος . . πίτυλον ] κτύπον . ὃς αἰὲν δι ' Ἀχέροντ ' | ||
ἐκ τῶν κωπίων γενόμενος . πίτυλον ] κτύπον . θΞ πίτυλον ] θόρυβον . πίτυλον ] κτύπον , κροῦσιν , |
τῶνδε χαλεπόν ; οὐδὲ ἕν . αὕτα φύσις ἀνθρώπων , ἀσκοὶ πεφυσαμένοι . ἀποθανεῖν ἢ τεθνάναι οὔ μοι διαφέρει . | ||
, ὣς ὁ μέγ ' ἀσθμαίνων ἀμπαύεται , οὐδέ οἱ ἀσκοὶ μίμνειν ἱεμένῳ περ ἐπιτρωπῶσιν ἔνερθεν , αἶψα δ ' |
ὁμοίους , εὖ τε κινήσας καὶ ζωοποιὸν ἐνθουσιάσας τῷ κράματι ἐπιπλέοντα ὁμοίως ἐπίπαγον εὐβαφῆ τε καὶ εὐπαγῆ γενόμενον ἔλαβε καὶ | ||
ἐν Σαλαμῖνι ξυνναυμαχῆσαι , ὅπερ ἔσχε μὴ κατὰ πόλεις αὐτὸν ἐπιπλέοντα τὴν Πελοπόννησον πορθεῖν , ἀδυνάτων ἂν ὄντων πρὸς ναῦς |
: Λυκοῦργος Περὶ τῆς διοικήσεως . σείριον ἐκάλουν λεπτὸν ἱμάτιον ἀσπάθητον , οἷον θέριστρον , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . | ||
τοὺς δὲ νικῶντας μηκέτι τοῦτο πράττειν , ἀλλὰ ἡσυχάζειν . ἀσπάθητον χλαῖναν : τὴν δορὰν ἀνύφαντον . ἀστόξενοι : οἱ |
ἀήθεις . χορεία . σκολύθρια ταπεινὰ διφρία . ἔνιοι δὲ ὑποπόδια . ὥστ ' ἐκεῖνα . γρ . ὥστ ' | ||
. θρανίου : Θράνους καὶ θρανάτια ταπεινά τινα διφρίδια καὶ ὑποπόδια λέγονται : καὶ ἡ παρὰ τῷ ποιητῇ θρῆνυς : |
εἰς ἐχθροὺς μέγα , „ ἐκ κυμάτων γὰρ αὖθις αὖ γαλῆν ὁρῶ . „ Φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες . ἀνταυγὲϲ | ||
δειλός , νοσηματώδης δέ , οἷος ἦν ὁ δεδιὼς τὴν γαλῆν διὰ νόσον : καὶ ἐπὶ τῆς ἀφροσύνης οἱ μὲν |
γὰρ τὸ τὴν δυσχέρειαν παρέχον δυσκατέργαστον ὄν , μετὰ ταῦτα κόπτουσιν ἐν τῷ ὅλμῳ καὶ διαττήσαντες λεπτὰ ἐπιπάττοντες ἐφ ' | ||
τρόπον , οἷον ἐπὶ τῶν γαμούντων ὅτι σήσαμον ἢ κριθὰς κόπτουσιν οἰωνιζόμενοι , ἐπεὶ πολύγονά ἐστι . κατ ' ἐναντίον |
πλεονασμὸν τοῦ π , ἤτοι οἱ δύνοντες ἐν τοῖς βυθοῖς κολυμβηταί . στυγέουσιν : μισοῦσιν . Εὖτε : ἡνίκα ἴδωσιν | ||
εἰς τὰ φρέατα κολυμβῶσιν θαρραλέως ; Ἔγωγε , ὅτι οἱ κολυμβηταί . Πότερον διότι ἐπίστανται ἢ δι ' ἄλλο τι |
καμπήν , οἵας οἱ νῦν τὰς κατὰ Φρῦνιν ταύτας τὰς δυσκολοκάμπτους , ἐπετρίβετο τυπτόμενος πολλὰς ὡς τὰς Μούσας ἀφανίζων . | ||
δύσκαμπτοι αἱ στροφαί . καὶ Ἀριστοφάνης [ . ] τὰς δυσκολοκάμπτους αὐτάς φησιν . εἴρηται δὲ καὶ διὰ τὴν φωνὴν |
ἐπαΐσσεσθαι ὁδοῖο . Καὶ μύες ἡμέριοι ποσσὶ στιβάδα στρωφῶντες κοίτης ἱμείρονται , ὅτ ' ὄμβρου σήματα φαίνῃ . ] Τῶν | ||
δὲ καὶ μὴ θέλουσαν τὴν θήλειαν τὴν εὐνὴν αὐτοὶ ἑκούσιοι ἱμείρονται , τὴν εὐνὴν δηλονότι : ἤως τὸ μὴ βουλομένην |
σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς ; τὸ ἴχνος ἐμπλέξας τοῖς λύγοις . λύγους δὲ νῦν εἶπε τῆς ἀμπέλου τὰ κλήματα | ||
τυφλοῖ . ὕστερον δὲ αὐτοὶ σώζονται δε - θέντες ἐν λύγοις ὑπὸ ταῖς κοιλίαις τῶν προβάτων . * μονογλήνου τοῦ |
ὀργάνοις μέσοις πολλοῖς οἱ θεοὶ χρώμενοι τὰ σημεῖα τοῖς ἀνθρώποις ἐπιπέμπουσι , δαιμόνων τε ὑπηρεσίαις καὶ ψυχῶν καὶ τῆς φύσεως | ||
φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν , οἵους δὲ παλαμναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπουσι ; τοῖς δὲ φθιμένοις τὰς τιμὰς διαμένειν ἔτι ἂν |
⌈ καὶ οὐκ ἀνειμένης , ὡς οἱ νέοι ἐπενόησαν . βωμολοχεύσαιτ ' ] φλυαρήσειε . κάμψειέν ] παρηχήσειε . κάμψειέν | ||
ἁρμονίαν ἣν οἱ πατέρες παρέδωκαν . εἰ δέ τις αὐτῶν βωμολοχεύσαιτ ' ἢ κάμψειέν τινα καμπὴν , ἐπετρίβετο τυπτόμενος πολλὰς |
τυμβογέροντες : πέμπτη ἡλικία γερόντων , ὡς καὶ Θεόφραστος . παραπλῆγες καὶ τῇ διανοίᾳ παρηλλαγμένοι , Ἀριστοφάνης . τύρβη : | ||
αὐτὰρ ὅ γε ζοφόεις ἄραδον κακὸν ὤπασε τύψας ἀνδρί : παραπλῆγες δὲ καὶ ἄφραστοι γελόωσιν . ἄλλος δὲ χλοάων τε |
, ἀλλ ' ἐπὶ τὴν γῆν ἐξελαύνουσιν , [ ὡς θηρευταὶ κύνες ὑλακῇ τὰ φανέντα τῶν θηρίων μεταδιώκοντες , ὥστε | ||
δὲ τῶν κεράτων μορφῇ ἐπετέρπετο . ἄφνω δέ τινες ἐφίστανται θηρευταὶ καὶ ταύτην ἐδίωκον . καὶ καθ ' ὅσον μὲν |
ἀποσπώμενα , ὥστε αὐτὰ μηδὲ σκαρίζειν , μηδὲ κόπτειν τὴν ὁρμιὰν ἀποσπῶντα . Σιλούρου , βρόμου δραχ . ηʹ : | ||
ἀνασπάσαι τὸν κάλαμον ἣ δὲ ἀνέθορε , καὶ ἀπέκειρε τὴν ὁρμιὰν καὶ νήχεται αὖθις . πολλάκις οὖν καὶ δύο καὶ |
ἐμοὶ ζητοῦσιν αὐτόν . ἀλλ ' εἴ τινα εὕροιμεν ὦ Βακχί , γραῦν , ὡς ἔφην : ἀποσώσει γὰρ ἂν | ||
γὰρ ταῦτά σου ἀκούσασα . Ἅπαντα ἐκεῖνα οἴχεται , ὦ Βακχί , καὶ πέμπτην ταύτην ἡμέραν οὐδ ' ἑώρακα ὅλως |
ἐπανίασι σπεύδοντες ἐς τὸν λιμένα , καὶ τοὺς ἑαυτῶν χηραμοὺς ὑπελθόντες ἀναμένουσι τὸ δειλινὸν δεῖπνον . οἳ δὲ ἥκουσι κομίζοντες | ||
δὲ οὐδὲ ταῦτα οἱ Ἀθηναῖοι , ἀλλὰ ὑποσχέσεσι καὶ δώροις ὑπελθόντες Ὠρωπίους ὑπάγονται σφᾶς ἐς ὁμολογίαν φρουράν τε Ἀθηναίων ἐσελθεῖν |
τῶν πυ - λῶν ὠθούμενοι ἐς τὴν πόλιν οὐκ ἔφθησαν συγκλεῖσαι τὰς πύλας . ἀλλὰ συνεσπίπτουσι γὰρ αὐτοῖς εἴσω τοῦ | ||
φενακίσαι , σοφίσασθαι , παρενεγκεῖν , παρασῦραι , κλεῖσαι , συγκλεῖσαι , συγχέαι τὴν γνώμην , συνταράξαι τὸν λογισμόν , |
παρασφαλέες τεύχονται , ἠὲ νέον σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις | ||
εἰς τὰ χαλινὰ αὑτῶν ὅπερ ἂν αὐτοῖς ὑποπέσηται ἢ εὕρωσι ἀπειπάμενοι ] ἐκφυγόντες ὀλοήν ] τὸν χαλεπόν ὀλοὴν γὰρ ἑρπηδόνα |
ἐσθλόν , ὅτις φυλακὴν εἶχεν ἐπισταμένως : χρήματα δ ' ἁρπάζουσι βίηι , κόσμος δ ' ἀπόλωλεν , δασμὸς δ | ||
. οἱ καταράκται δὲ νέοι μὲν ὄντες ἔτι τοὺς βραχεῖς ἁρπάζουσι τῶν ἰχθύων καὶ οὐδὲ τῶν ἀκτῶν ἵπτασθαι πόρρω θαρροῦσιν |
διακαῆ καὶ πυρώδη , πολύν . ὅτε λαῦρον : ὁπόταν σκοτοῦνται τὸν λογισμὸν δίκην μέθης , λαβρὸν δὲ πάνυ σφροδρόν | ||
καὶ τοὺς τροχοὺς θεωροῦντες ἢ καὶ συμπεριφέροντες τὴν ὄψιν ταχὺ σκοτοῦνται : συμβαίνει γὰρ κινουμένην κύκλῳ τὴν ὄψιν κινεῖν τὰ |
παραλοῦσθαι καὶ τοὺς σπόγγους ἐᾶν . ἀναχύρωτον τὸν πηλὸν Ἀργεῖοι φῶρες στόμια πριονωτά ἀμφιανακτίζειν τὸν πνιγέα ὑφόλμιον τὴν ψήκτραν ἀλλ | ||
ναῦς : ἔστιν ἃ δὲ ταύτης καὶ διαρπάζοντες ἔνιοι ὥσπερ φῶρες καὶ λαθραίως ἐξιόντες τῶν πυλῶν ἀπῄεσαν ἐς τὰ οἴκοι |
μαινομέναι δόξαι . κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως δαρὸν χρόνου πόδα καὶ θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον : οὐ γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόμων | ||
καὶ μεγαλόφρονας ποιεῖ , οἱ τοιοῦτοι δὲ πολλῶν γυναικῶν λέχη θηρῶσιν ἤτοι μοιχοὶ γίνονται . ὁ Ἄρης τριγωνίζων Ἑρμῆν ἐμπράκτους |
, ἐφ ' οὗ τὴν κεφαλὴν καταθέντες αὐτῶν ἑτέρωι λίθωι παίουσι , καὶ πιέζουσιν ἄχρι οὗ συνθλάσωσι τὸ πρόσωπον καὶ | ||
παῖδες , ἐπειδὰν παίζωσι κατ ' ἀλλήλων ἐρχόμενοι , σφᾶς παίουσι τοῖς φύλλοις , καὶ γέλωτα δὴ τὸ ἐντεῦθεν αὐτοί |
αὐτῶν τοῖς τόξοις , ἕτεροι δὲ χειροποιήτῳ βροντῇ τῶν λίθων ἐκέχρηντο : ἄλλοι τοῖς πετροβόλοις ἐγκαθήμενοι τὰς ὑπερμεγέθεις ἐκείνας τῶν | ||
ἐν γὰρ τῷ διαλέγεσθαι καὶ διῄρουν καὶ ὡρίζοντο καὶ ἀποδείξεσιν ἐκέχρηντο καὶ τῇ ἀναλύσει . εἰσὶ δὲ τέσσαρες αἱ διαλεκτικαὶ |
, μανῶσιν . γάμοιο : ἀπὸ τοῦ . Ἀγρώσσουσιν : ἀγρεύουσιν , ἀγρεύονται ὑπὸ τῶν Ἰβήρων . κομόωντες : θάλλοντες | ||
δύο εἰσὶ γενεαὶ λυγκῶν : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι ἐλάφους ἀγρεύουσιν , αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν |
συντήκονται δ ' αὐτῶν αἱ θήλειαι μετὰ τὸν τόκον καὶ παρίενται : διὸ καὶ ῥᾳδίως ἁλίσκονται . ἑωράθησαν δέ ποτε | ||
συντήκονται δ ' αὐτῶν αἱ θήλειαι μετὰ τὸν τόκον καὶ παρίενται , διὸ καὶ ῥᾳδίως ἁλίσκονται . ἑωράθησαν δέ ποτε |
Τούτου δὲ τοῦ πόντου ἀεὶ μὲν καὶ διαπαντὸς λοξαὶ ὁδοὶ ἐπιτρέχουσι , πρὸς βορρᾶν καὶ ἀνατολὰς τὴν φορὰν καὶ ἀνάνευσιν | ||
ἣν ἐγκρυ - φίου ἄρτου ὀπτωμένου ἐπὶ τῆς ἑστίας † ἐπιτρέχουσι . τὸ δ ' αὐτὸ ποιοῦσι καὶ μετὰ σκευῆς |
ἀφιᾶσιν ἦχον , φωνὴν δὲ εὔσημόν τε καὶ εὔστομον οὐ προΐενται , ἀλλ ' εἰσὶν ἀμαθεῖς καὶ οὔπω λάλοι . | ||
ὑπερβολὴν τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς κακῶν , ἀλλὰ καὶ τοὐναντίον ἑκουσίως προΐενται τὸ ζῆν ἕνεκα τοῦ μὴ βιασθῆναι διαίτης ἑτέρας καὶ |
. καταλελειμμένον : Ἐγκαταλειφθέν . . ἐναπολειφθέν . . εἰς σάκταν τινά : ἀρσενικῶς δὲ ὁ σάκτας , ὡς αἱ | ||
ὀνομάζετε , τὸν ἀλεκτρυόνα δὲ ὀρτάλιχον . τὸν ἰατρὸν δὲ σάκταν , βλέφυραν δὲ τὴν γέφυραν , τῦκα δὲ τὰ |
κώμης δύο λόχους ἦγον οἱ στρατηγοί . . ὅσα μὲν ἔκαυσαν οἱ πελτασταὶ οἱ λοιποὶ ἔκαιον . μακρὰν δὲ λέγει | ||
κεῖται . οἱ οὖν Ἕλληνες προσποιούμενοι ἀφικνεῖσθαι εἰς τὰ οἰκεῖα ἔκαυσαν τὰς ἑαυτῶν σκηνὰς καὶ ἔπεμψαν Σίνωνα σημᾶναι αὐτοῖς ὅταν |
ἄνδρας . ὅσοι δὲ τὰς ὀφρῦς ἐγείρουσι καὶ τὸ πνεῦμα ἀνασπῶσι , δύσβουλοι ἄνδρες , ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι | ||
ἐπισπῶνται τὴν ἀπὸ τῆς κάτω τρυγὸς ἀναπνοήν : εἶτα διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός , καὶ πρὸς τὴν ποιότητα τῆς |
Γάζα , πόλις Φοινίκης . . Ὁ πολίτης Γαζαῖος . Λέγονται καὶ Γαζηνοὶ παραλόγως , ὡς Παυσανίας . : Βότρυς | ||
: Ἐχῖναι , νῆσοι περὶ τὴν Αἰτωλίαν . . . Λέγονται καὶ Ἐχινάδες διὰ τὸ τραχὺ καὶ ὀξὺ , παρὰ |
πότνια μήτηρ ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ , ἀλλ ' οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι , περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες . αὐτὰρ ἔμ | ||
φωλεόν . οἳ δ ' αὖ προγεννήτειραν : οἱ δὲ ὠμησταὶ Ἕλληνες τοῖς βύκταις καὶ τοῖς ἀνέμοις θυσιάσουσι τὴν Ἰφιγένειαν |
. προσήγοροι ] αἱ προσαγορεύουσαι καὶ μαντευόμεναι δρύες , αἱ ἔμφωνοι , ὑφ ' ὧν μαντείων καὶ τῶν μαντικῶν δρυῶν | ||
κλεινὴ δάμαρ μέλλουσα ἔσεσθαι . : αἱ προσήγοροι ] Αἱ ἔμφωνοι . : ὑφ ' ὧν ] Τῶν δρυῶν . |
φῦσα διέλθῃ ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ διαχωρήματος . Ἕδραι δὲ ἐκτρέπονται , ἀνδράσι μὲν οὓς ἂν διάῤῥοια λάβῃ ἔχοντας αἱμοῤῥοΐδας | ||
, οἳ δὲ ὥσπερ οὖν σύνθημα στρατιῶται λαβόντες εἶτα μέντοι ἐκτρέπονται ἐς τὰ τῶν ὀρῶν ἄγκη καὶ δάση ἢ τῶν |
' ἑκάστην ἡμέραν . Στέλλεται : πλέει , πορεύεται , ἀγρεύεται . ἀνίησιν : ἀφίησιν . Δεῖπνα : τροφάς . | ||
ἕρπων ἐσθίει τὰς ῥίζας τῶν φυτῶν καὶ ξηραίνει αὐτά . ἀγρεύεται δὲ δόλῳ καὶ παγίσι . λέγεται δὲ εἶναι Φινεὺς |
γὰρ αἱ πρῶται φαντασίαι χρόνῳ μόλις ἐνσφραγιζόμεναικαὶ ἅμα σπουδὴν ἐποιοῦντο δρεψάμενοι τῶν ἀκροδρύων , μὴ ἄρτι πρῶτον στεριφουμένων ἀλλ ' | ||
τῷ προειρημένῳ ποταμῷ βοτάνη παρόμοιος ὀριγάνῳ , ἧς τὰ ἄκρα δρεψάμενοι Θρᾷκες , ἐπιτιθέασιν πυρὶ μετὰ τὸν κόρον τῆς δημητριακῆς |
ἔθος ποιεῖν . ἐν μὲν τῷ στοχασμῷ ἀπὸ τοῦ χρώματος ὑποστρέφοντες : ἐν δὲ τοῖς ὅροις ἀπὸ τοῦ πρός τι | ||
ἦσαν οἱ ἵπποι : ὅτε δὲ ἔστησαν οἱ ταῦροι , ὑποστρέφοντες ἠκόντιζον : καὶ τοῦτον τὸν τρόπον ἀνεῖλον αὐτούς . |
εἶτ ' ἄγκιστρον καταπείραντες εἰς μέσην τὴν περιγεγραμμένην σάρκα καὶ ἀνατείναντες ἰσχυρῶς διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρός , πᾶν τὸ περιχαραχθὲν | ||
γὰρ ἐπιβαίνειν τῆς γῆς ἐλλοχᾶν καρκίνους μεγάλους , οἵπερ οὖν ἀνατείναντες τὰς χηλὰς συλλαμβάνουσιν ἐς πνῖγμα αὐτοὺς καὶ ἀναιροῦσι . |
καὶ τὸ λαψῇ . ἀποισῇ : κομίσῃ , ὡς τὸ λαψῇ ἀντὶ τοῦ λήψῃ : τοὺς γὰρ μέλλοντας περισπῶσιν οἱ | ||
Διδύμαρχος δέ φησι γηγενῆ αὐτὸν εἶναι . ἀποισῇ [ καὶ λαψῇ ] περισπαστέον , ἐπεὶ τοὺς μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν |
ὁ Χείρων . ἦν δὲ ἔτι παῖς ὁ Ἀχιλλεὺς οὐδέπω ἡβάσκων . Πῶς οὖν , ἔφη , κρείττων ὢν οὐκ | ||
χαρίεις καὶ εὐπρόσωπος , ὡς ἰούλοις κατάκομος , ὡς ἄρτι ἡβάσκων : τῆς παρθένου δὲ φυλάξῃ διὰ τὰς ἀντιπιπτούσας διαβολὰς |
ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων νεῶν παρέδωκαν ἑαυτοὺς Ἀθηναίοις : οὓς παραλαβόντες ἀπήγαγον ἐν Ἀθήναις . ἦσαν δὲ ἐν φρουρᾷ : ἐπεὶ | ||
τὸν Ὁράτιον ἀνοχὰς τοῦ πολέμου καταστησάμενοι πρὸς τοὺς Ἀρδεάτας πεντεκαιδεκαετεῖς ἀπήγαγον ἐπ ' οἴκου τὰς δυνάμεις . [ ἡ μὲν |
φορὰν αὐτῶν ἐσδέχονται , γυμνὰ τὰ ξίφη καὶ τὰ δόρατα προσείοντες , ὥσπερ οὖν ἢ φοβῆσαι δυνάμενοι ἢ τρῶσαι . | ||
. καὶ ἐνέκειντο αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν |
ὅτι ἐκ παρεπομένου τὸ ἀπολέσθαι : οἱ γὰρ ἐν πολέμῳ πίπτοντες ψόφον ἀποτελοῦσι τοῖς ὅπλοις . ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς | ||
πλανῶνται καὶ ταλαιπωροῦσιν περιπατοῦντες ἐν ταῖς ἀνοδίαις . οἱ δὲ πίπτοντες εἰς τὸ πῦρ καὶ καιόμενοι , οὗτοί εἰσιν οἱ |
ἐν Γαδέρ , πλησίον Ἐφραθὰ οἴκου Βηθλεέμ , Βάλλα ἦν μεθύουσα καὶ κοιμωμένη ἀκάλυφος κατέκειτο ἐν τῷ κοιτῶνι : κἀγὼ | ||
ἔλαιον ἀναψήσασθαι , καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . ΓΘ ἄλλως : Πυανεψίοις καὶ Θαργηλίοις Ἡλίῳ |
διέτριβον , τὰ δὲ τελευταῖα μονονουχὶ τοὺς παριόντας ἠρέμα καὶ πεφεισμένως κατὰ τῶν ἱματίων δάκνοντες εἶτα εἷλκον ἐπὶ τὸ πάθος | ||
ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀναγκαίοις ἀποτόμως τῷ λόγῳ χρώμενος , ἀλλὰ πεφεισμένως καὶ σχηματιζόμενος τὰ πρέποντα , ὁ δ ' ἀνδρὶ |
τὴν ἀρχὴν οὐ σκοποῦσιν . Ἀναβάντες ἀπὸ τοῦ λιμένος εὐθὺς ἐβαδίζομεν , ὀψόμενοι τοὺς ἀθλητάς , ὡς ἂν τὴν ὅλην | ||
ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις |
Κάρηνον : εἰς . Ἐνιπρίουσι : πρίζουσιν . Δαιτρεύουσι : τρώγουσιν , ἐσθίουσιν . Ἔχονται : κρατοῦνται . Ὑπερνεμέθονται : | ||
, οὐδ ' ὄκου χώρης οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν . κόσας , κόσας , Λαμπρίσκε , λίσσομαι , |
Ἀνύτῳ , ῥᾳδίως ἂν ἀποκτείναιτε , εἶτα τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν , εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεὸς | ||
οἱ δὲ θεοί , ὅτι ποτὲ καὶ δειπνοῦντες συνελαμβανόμεθα καὶ καθεύδοντες καὶ ἀγοράζοντες , οἱ δὲ καὶ οὐχ ὅπως ἀδικοῦντες |
: κέλευον ἐπικαθίσαι ὑπτίαν ἢ ἐπὶ κουρικοῦ βάθρου καθίσαι καὶ κοιμωμένη ἀπόνως ἐκβάλλει . [ κβʹ . Ἐκβόλιον ἀκίνδυνον ὥστε | ||
ἥκοντα αὐτὸν οὐ προσίετο , ἀλλ ' ὑπὸ τοὐμὸν ἠγάπα κοιμωμένη χλανίσκιον τὸ λιτὸν τοῦτο καὶ δημοτικόν , καὶ τοῖς |
στύφει καὶ ξηραίνει σφοδρότερον . ἀποτίθενται δ ' αὐτὴν ἔνιοι κόπτοντες καὶ ἀναλαμβάνοντες οἴνῳ καὶ τροχίσκους ἀναπλάττοντες . ἔστι δὲ | ||
τὴν κοινὴν συνήθειαν παράτυπα , ὡς καὶ παραχαράκται οἱ κακῶς κόπτοντες τὰ νομίσματα λέγονται . παρ ' Ἀθηναίοις καὶ παράσημοί |
κἀμὲ καὶ τέκν ' εἰδέναι χρεών ; χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες . ταῦτ ' ἔσθ ' ἃ βούληι παιδὶ σημῆναι | ||
. πᾶν γὰρ λεπτὸν σύρεται ἐν τοῖς ἀνέμοις . . κατώρυχες ἔναιον ] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι κατῴκουν . ὡς ] |
τὸν Ἐπωμέα λόφον ἐν μέσηι τῆι νήσωι τιναγέντα ὑπὸ σεισμῶν ἀναβαλεῖν πῦρ , καὶ τὸ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς θαλάττης | ||
τὴν πανήγυριν θυομένων βοῶν , καὶ φιάλην χρυσῆν ποτ ' ἀναβαλεῖν , ἣν ἐπιγνόντες εἶναι τῆς ἑορτῆς ἀνείλοντο . , |
Οὐ δάμαλις παύσεται οἰμώζουσα τὸν ἴδιον μόσχον βωμοῖς καλλιερηθέντα . Γέρανοι σιγῇ πετόμενοι σημαίνουσιν εὐδίαν . Ἡμίονος ναρκᾷ τρυγόνος θαλασσίας | ||
: ἐν ἤθει , ἀντὶ τοῦ , εὔφραινε σαυτόν . Γέρανοι λίθους φέρουσιν : ἐπὶ τῶν προνοη - τικῶς τι |
, Νεάπολις Καμπανίας , Νεάπολις Συρίας , Νεάπολις Αἰτωλίας . Λωτοφάγοι ναίουσι ] Φιλοξένους φησὶ τοὺς Λωτοφάγους ἐκ τοῦ λωτοῦ | ||
καθ ' Ἕλληνας καλουμένη , ἐφ ' ἧς ὑπεράνω οἱ Λωτοφάγοι κατοικοῦσιν , ἄνδρες φιλόξενοι γεγονότες . Ἐκεῖσε δήποτε πλανώμενος |
ῥηματικὸν λαλὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ , λάλλαι . λάλλαι δὲ αἱ ψῆφοι αἱ ὑπὸ τῶν κυμάτων κινούμεναι , | ||
πέτρῃ , ὕδατι πεπληθυῖαν ἀκηράτῳ : αἱ δ ' ὑπένερθε λάλλαι κρυστάλλῳ ἠδ ' ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο ἐκ βυθοῦ : ὑψηλαὶ |
. καὶ τὸ ἐτρύλιζον καὶ τὸ ἀνεκνάδαλλον τῶν ὀρτυγοκοπικῶν . ἁλιεῖς , ἀσπαλιευταί , δικτυεῖς δικτυουλκοί : καὶ δικτυοβόλοι δὲ | ||
καὶ τὸ περισσότερον , ἀκριβῶς . Ἀνέρες : ἄνδρες , ἁλιεῖς . ἴσασι : γινώσκουσι καὶ εἶδον ἀπὸ τοῦ εἴδω |
λέγει , ἅπερ ἐξαιρέτως μυστήρια ἐκάλουν . τούτων οὖν ἀγομένων περιῄεσάν τινες χειροτονηθέντες σπονδὰς ποιοῦντες ἐν ταῖς πόλεσιν , ὥστε | ||
λέγει , ἅπερ ἐξαιρέτως μυστήρια ἐκάλουν . τούτων οὖν ἀγομένων περιῄεσάν τινες χειροτονηθέντες σπονδὰς ποιοῦντες ἐν ταῖς πόλεσιν , ὥστε |
ὑφέξω : παράσχω ἢ παρέξω σήμαντρα : σφραγῖδες διειλήφασιν : διεμερίσαντο γραφείς : κατηγορηθείς γραφή : κατηγορία περιῆν : ἐπερίττευσεν | ||
τὰς συστατικὰς σημαίνει : αἱ γὰρ συστατικαὶ εἰδῶν εἰσι . διεμερίσαντο δὲ τὸν πρῶτον ὅ τε δεύτερος καὶ ὁ τρίτος |
] περιτιθέντες ἐπιδέσμοις ἀραιοῖς ἄνωθεν κατειλοῦμεν , πρὸς δύναμιν πάλιν πιέζοντες . πάντων δὲ κατειληθέντων , ἐκ διαλειμμάτων ἅπτεσθαι δεῖ | ||
τῶν ὤμων κρεμάμενοι ἢ καὶ ἄλλο τι τοῦ σώματος σφόδρα πιέζοντες δύσφοροι καὶ χαλεποὶ γίγνονται : οἱ δὲ ἁρμόττοντες , |
γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ ' ἀνειμένας . Φεύγουσι γάρ τοι χοἰ θρασεῖς , ὅταν πέλας ἤδη τὸν ᾅδην εἰσορῶσι τοῦ | ||
Ἀντιόπη [ ] αι πέτραν δρασμοῖς ἐπ [ τίνες δὲ χοἰ συνδρῶντες ἐκ ποίας χθονός [ ; σημήνατ ' , |
οἱ ὑπὸ τὸν ὄροφον καὶ τοὺς κεράμους διατρίβοντες , ὡς ἀρουραῖοι οἱ ἐν ταῖς ἀρούραις . ἡλιαστὴς ὀροφίας ] τοῦτο | ||
καὶ τὴν γαλῆν δέδιε : δειλοὶ δέ εἰσι καὶ οἱ ἀρουραῖοι . οἵ γε μὴν θαλάττιοι μικρὸν μὲν τὸ σῶμα |
θύρην τις αὐτῇ ἐνέβαλε , καὶ τὸ ὀστέον φλᾷ καὶ ῥήγνυσιν : αἱ δὲ ῥαφαὶ ἐν τῷ ἕλκει ἦσαν . | ||
ὁρᾷ ] βλέπει . πέπλους ] τὰ ἐνδύματα αὐτοῦ . ῥήγνυσιν ] σχίζει ὑπ ' αἰδοῦς . ἀμφὶ ] τοὺς |
φακέλους ἐμβαλόντες , οἷσπερ οὖν ὡς ἀναβαθμοῖς χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι . Καὶ νοσοῦντα ἐλέφαντα οὐκ ἄν ποτε καταλίποιεν οἱ | ||
φακέλλους ἐμβαλόντες , οἷσπερ οὖν ὡς ἀναβαθμοῖς χρώμενοι ἐκεῖνοι εἶτα ἀνίασι γήρᾳ βαρεῖς ὄντες . ποῦ δὲ ἠλόησε πληγαῖς πατέρα |
Ἑβραίοις : οἱ δὲ λιταῖς τὸν θεὸν ἐξευμενίζονται : καὶ ἐπινεύσαντος , τῶν φρύνων οἱ μὲν εἰς τὸν ποταμὸν ἀναχωροῦσι | ||
καὶ λόγου καλλονὴν ἀπὸ θεοῦ κατάρχεσθαι . Τοῦ δὲ βασιλέως ἐπινεύσαντος τὰ περὶ τούτων ἔληξεν , ἐτράπησαν δὲ πρὸς εὐφροσύνην |
: Κανθάρου σοφώτερος : ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κακοὶ τῆς πονηρίας πίνουσι τὴν ὁμίχλην : ἐπὶ τῶν κατ | ||
: κανθάρου σοφώτερος : ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κακοὶ τῆς πονηρίας πίνουσι τὴν ὁμίχλην : ἐπὶ τῶν καταξίως |
] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην | ||
θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ |