παραλοῦσθαι καὶ τοὺς σπόγγους ἐᾶν . ἀναχύρωτον τὸν πηλὸν Ἀργεῖοι φῶρες στόμια πριονωτά ἀμφιανακτίζειν τὸν πνιγέα ὑφόλμιον τὴν ψήκτραν ἀλλ
ναῦς : ἔστιν ἃ δὲ ταύτης καὶ διαρπάζοντες ἔνιοι ὥσπερ φῶρες καὶ λαθραίως ἐξιόντες τῶν πυλῶν ἀπῄεσαν ἐς τὰ οἴκοι
8211815 κλωπες
' ἐχρῆν ; ἐχθρῶν τις ἡμῖν χρίμπτεται στρατεύματι , ἢ κλῶπες ἄνδρες ἢ κατάσκοποί τινες . θάρσει : φυλάσσω ς
, προδόται , ἀμετάβλητοι , ὑπαρχόντων ἀφαιρετικοί , λαθρεπίβουλοι , κλῶπες , ἐπίορκοι , ἀλλοτρίων ἐπιθυμηταί , συνίστορες φόνων ἢ
8069916 ἀποδιδρασκοντες
: οὕτω γὰρ ἥκιστα διασπᾶται τὰ στρατεύματα καὶ ἥκιστα λανθάνουσιν ἀποδιδράσκοντες ἀλλήλους : οἱ δὲ διασπασθέντες πολλάκις καὶ περιπίπτουσιν ἀλλήλοις
ἢ διφθέραν λαβὼν ἢ ἄλλα οἷα δὴ εἰώθασιν ἐνσκευάζεσθαι οἱ ἀποδιδράσκοντες , καὶ τὸ σχῆμα τὸ σαυτοῦ μεταλλάξας : ὅτι
8068062 ἀναθοροντες
οἱ λοιποὶ δ ' ἔς τι χῶμα πρὸ τοῦ στρατοπέδου ἀναθορόντες αὐτό τε διέσωσαν γενναίως ἀμυνόμενοι καὶ τὸν Ἀννίβαν ἐκώλυσαν
δὲ πρὸς μὲν τὴν κάμηλον ἐφοβήθησαν καὶ ὀλίγου δεῖν ἔφυγον ἀναθορόντες , καίτοι χρυσῷ πᾶσα ἐκεκόσμητο καὶ ἁλουργίδι ἐπέστρωτο καὶ
8034193 γημαντες
τοὺς μὲν ἡβῶντας ἀπέσφαξαν , τὰς δὲ γυναῖκας τῶν παρασπονδηθέντων γήμαντες κατέσχον τὴν πόλιν . Κατὰ δὲ τὴν Ἑλλάδα Λακεδαιμόνιοι
, νυκτὸς ἐφόνευσαν τοὺς ὑποδεξαμένους , καὶ τὰς τούτων γυναῖκας γήμαντες κατέσχον τὴν πόλιν . ἐκάλεσαν δὲ ταύτην Μαμερτίνην ἀπὸ
8018984 παλαμναιοι
καθάρσιοι , ἁγνῖται , φύξιοι , σωτῆρες , ἀσφάλειοι , παλαμναῖοι , προστρόπαιοι , γενέθλιοι , γαμήλιοι , φυτάλιοι ,
τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος . λογισταὶ δὲ ἀλιτήριοι καὶ παλαμναῖοι πρακτῆρες ἐξώρων ἐλλειμμάτων καὶ ἐξιτήλων φροῦδοι καὶ ἀνώνυμοι ἤδη
8002072 ἀλιτηριοι
. * . Ἀλιτήριος : ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος . ἀλιτήριοι δὲ ἐντεῦθεν ἐκαλοῦντο . λιμὸς κατέλαβέν ποτε τοὺς Ἀθηναίους
καὶ ἀνοσίων τρόπων καθαρεύουσιν . Ὅσοι δέ εἰσιν αὐτοί τε ἀλιτήριοι , καὶ ἀθέσμως καὶ ἀτάκτως ἐπιπηδῶσι τοῖς θείοις ,
7989283 ἀπηρνουντο
ὁμόσε καὶ ᾐτιᾶτο ἡ ἑτέρα τὴν ἑτέραν . ὁπότε δὲ ἀπηρνοῦντο μὴ ἔχειν , ἐθαύμαζον τί ἂν εἴη τὸ γεγονός
Ἡμεῖς ποτε ἦμεν . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας : ἐπὶ τῶν ἄλλα μὲν ἀπαιτουμένων , ἄλλα
7957812 πανολεθριᾳ
φύλακες . Ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης . Ἐξώλεις : οἱ πανολεθρίᾳ φθειρόμενοι : προώλεις , οἱ πρὸ τῆς εἱμαρμένης ἀποθνήσκοντες
καὶ ἀνῃρέθη ὑπὸ Γέλωνος ἐξ ἐπιβουλῆς . Ἐξώλεις . Οἱ πανολεθρίᾳ φθειρόμενοι . Καὶ ἔχων Ἴσχανδρον τὸν Νεοπτολέμου δευτεραγωνιστήν .
7934293 κατασκαψαντες
φλόγα ἐν χερσὶ σώιζειν ἀλλὰ πῦρ ἐνιέναι , ὡς ἂν κατασκάψαντες Ἰλίου πόλιν στελλώμεθ ' οἴκαδ ' ἄσμενοι Τροίας ἄπο
καὶ κατέβημεν εἰς τὸ Κιρραῖον πεδίον , καὶ τὸν λιμένα κατασκάψαντες καὶ τὰς οἰκίας ἐμπρήσαντες ἀνεχωροῦμεν . Ταῦτα δὲ ἡμῶν
7932517 κεφαλαλγεες
ἰσχυροὶ καὶ τὰ ἄλλα καὶ τοῖσιν ὀστέοισιν : οἱ δὲ κεφαλαλγέες καὶ ὠτόῤῥυτοι : τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι καὶ ὀδόντες παρηλλαγμένοι
καρτεραύχενες , ἰσχυροὶ καὶ τἄλλα καὶ ὀστέοισιν : οἱ δὲ κεφαλαλγέες , καὶ ὠτόῤῥυτοι : τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι , καὶ
7922305 Ὑπερβορεοι
, ἧς τὸ ἐθνικὸν Ὑπερασιεύς . Φλέγων κγʹ ὀλυμπιάδι . Ὑπερβόρεοι , ἔθνος . Πρώταρχος δὲ τὰς Ἄλπεις Ῥίπαια ὄρη
δ ' Ὠκεανῷ , Κρόνιον δέ ἑ κικλήσκουσι , πόντον Ὑπερβόρεοι μέροπες , νεκρήν τε θάλασσαν : Οὐκέτι δὲ προφυγεῖν
7893178 πιπρασκοντες
μὲν γὰρ ἐπ ' ἀδικίᾳ καὶ συκοφαντίᾳ συνεστήσασθε , μισθοῦ πιπράσκοντες τῶν λόγων ὑμῶν τὸ αὐτεξούσιον καὶ πολλάκις τὸ νῦν
. ἀγκαλιδοφόροι δὲ αὐτοὶ οἱ φέροντες : ἀγκαλιδοπῶλαι δὲ οἱ πιπράσκοντες , . , . . . Ἄγαλμα : .
7889721 θηρευται
, ἀλλ ' ἐπὶ τὴν γῆν ἐξελαύνουσιν , [ ὡς θηρευταὶ κύνες ὑλακῇ τὰ φανέντα τῶν θηρίων μεταδιώκοντες , ὥστε
δὲ τῶν κεράτων μορφῇ ἐπετέρπετο . ἄφνω δέ τινες ἐφίστανται θηρευταὶ καὶ ταύτην ἐδίωκον . καὶ καθ ' ὅσον μὲν
7885216 ἀνετειναν
: καὶ ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα , ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν πάντες . ἀναστὰς δὲ πάλιν εἶπε Ξενοφῶν : Ὦ
, ἔφη , ταῦτα δοκεῖ , ἀράτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν ἅπαντες . Ἀπιόντες τοίνυν , ἔφη , συσκευάζεσθε ,
7871184 ἐκδιδρασκουσιν
τῶν δὲ Θηβαίων οἱ μὲν αὐτίκα ὡς ἡττήθησαν ὁμοῦ Λαοδάμαντι ἐκδιδράσκουσιν , οἱ δὲ ὑπολειφθέντες πολιορκίᾳ παρέστησαν . ἐποιήθη δὲ
ἡμέραν ἐπολιόρκουν : ὑπὸ δὲ νύκτα αὐλισαμένου τοῦ στρατεύματος ἄπωθεν ἐκδιδράσκουσιν οἱ ἐκ τῶν Ὀρνεῶν . καὶ τῇ ὑστεραίᾳ οἱ
7866729 φιλοκαλοι
ταῦτα . ἐκεῖνα δὲ φύσει ἡδέα , οἷς οἱ ἀληθῶς φιλόκαλοι χαίρουσι . τοιαῦται δ ' αἱ κατ ' ἀρετὴν
ἢ εὑρεμάτων ὠφελουμένους : ὅθεν καὶ σωμάτων ἀγορασμοὺς ποιοῦνται καὶ φιλόκαλοι καθίστανται . τινὲς δὲ καὶ προβιβάζονται , καὶ μάλιστα
7863781 Κυζικηνοι
τοῦ Δινδύμου . ὡς δὲ καὶ ταῦθ ' ὑπεσύροντο οἱ Κυζικηνοὶ καὶ τὰς ἐπ ' αὐτῶν μηχανὰς ἐπίμπρασαν καὶ αἰσθήσει
ὑπὸ Διὸς τῇ Κόρῃ δοθῆναι , καὶ σέβουσιν αὐτὴν οἱ Κυζικηνοὶ μάλιστα θεῶν . ἐπελθούσης δὲ τῆς ἑορτῆς , ἐν
7857618 προσλαβωσι
οἱ τὰ σώματα εὐπαγεῖς , ὅταν τὴν ἐξ ἀθλητικῆς ἄσκησιν προσλάβωσι , νευροῦνται δύναμιν ἀνανταγώνιστον καὶ εὐεξίαν ὑπερβάλλουσαν κτώμενοι ,
ἑπτακοσίοις . Οἱ δέ γε περὶ Δηίμαχον τοῖς τρισμυρίοις ἐὰν προσλάβωσι τὸ ἐπὶ τὴν Ταπροβάνην καὶ τοὺς ὅρους τῆς διακεκαυμένης
7856169 πλουσιωτεροι
νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία . τίνι μὲν γὰρ φίλοι πλουσιώτεροι ὄντες φανεροὶ ἢ Περσῶν βασιλεῖ ; τίς δὲ κοσμῶν
κρατήσοι , Ἀθηναίων ἔσται Ῥόδος ἅπασα , εἰ δὲ οἱ πλουσιώτεροι , ἑαυτῶν , ἐπλήρωσαν αὐτοῖς ναῦς ὀκτώ , ναύαρχον
7851713 περιχαρως
. αὕτως : οὕτως , ὡς εἴπομεν . Ἀσπασίως : περιχαρῶς . ἤλυξε : ἔφυγεν . ἕρκιον ὄλεθρον : τοῦ
βραδύνοντος ἐποίησεν αὐτῷ χιτῶνα ἔξοδον μὴ ἔχοντα καὶ ἐλθόντος Ἀγαμέμνονος περιχαρῶς ὑποδεξαμένη τοῦτον καὶ τὸν χιτῶνα ἐνδύσασα τοῦτον ἀπέκτεινεν ὥσπερ
7850653 πρινινοι
δ ' ὤσφροντο πρεσβῦταί τινες Ἀχαρνικοί , στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ '
πεπιλημένοι ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . Γ πρίνινοι : στερεοὶ καὶ σκληροί . ἰσχυρὸν γὰρ τὸ τῆς
7847716 πορευθεντες
ἐκ τῆς πόλεως , ὑφορώμενος αὐτῶν τὴν ἀβεβαιότητα . οἳ πορευθέντες εἰς Ἔντελλαν , καὶ πείσαντες τοὺς ἐν τῇ πόλει
εἰς ἐπιθυμίαν πονηράν , ἀλλὰ πάντοτε ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ πορευθέντες , καθὼς καὶ παρέλαβον τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον .
7847220 διαψαιρουσι
δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ οἱ ἐγγὺς
ἐξ αὐτοῦ λάχνη : οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός . διαψαίρουσι : διαξαίνουσι , διακινοῦσι , κινοῦσι , σκαλεύουσιν :
7844296 ἐρειψιτοιχοι
. ἐρειψίτοιχοι ] οἱ καταβάλλοντες . ἐρειψίτοιχοι ] καταβολεῖς . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί . ἐρειψίτοιχοι ] οἱ ῥίψαντες . ἐρειψίτοιχοι
ἐρειψίτοιχοι ] ὄλεθροι , πορθηταί θ ἐρειψίτοιχοι ] ὀλέθριοι . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί , ἀνατραπεῖς . Ξ πικρὰς μοναρχίας :
7838296 οὐρεονται
. Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες δέ . Βότρυες θερμοὶ καὶ
οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν καὶ ἰσχναίνουσι
7834654 Θηραιοι
τὴν μάχην ἀγγέλλων , ὃν ἐστεφανωμένον ὡς ὑμᾶς ἔπεμψαν οἱ Θηραῖοι , πρὸς ἀηδίαν καὶ λύπην ἀκούσασι καὶ οὕτω πόρρω
' ἑαυτοῦ τὸ ὄνομα καί οἱ καὶ νῦν ἔτι οἱ Θηραῖοι κατὰ ἔτος ἐναγίζουσιν ὡς οἰκιστῇ : Προκλεῖ δὲ καὶ
7834651 παραπλεοντος
ἀδελφὸν πλέων εἰς Ἰωνίαν ἀπελείφθην νεώς , εἶτα κέλητος ἐπέβην παραπλέοντος . τότε μὲν οὖν ὑπελάμβανον ἐμπόρους εἶναι , νῦν
, ἡτοιμάζετο πρὸς ναυμαχίαν . διὸ καὶ τοῦ βασιλικοῦ στόλου παραπλέοντος εἰς Κίτιον , ἀπροσδοκήτως ἐπιπλεύσας ταῖς ναυσὶ [ συντεταγμέναις
7833007 ἀγελαιοι
: ῥύαξ , στεφάνη , πύργος : ῥυάδες , οἱ ἀγελαῖοι καὶ παντοδαποὶ ἰχθύες : ῥύδην : ῥευστικῶς , δαψιλῶς
ὦσιν ἀξιόλογοι καὶ ἐπιστήμονες : ἐὰν γὰρ ὦσιν εἰκαιολόγοι καὶ ἀγελαῖοι , οὐ ποιοῦσιν οὐδὲ τέχνην οὐδὲ ἐπιστήμην . πρὸς
7809475 ἐπεσσευοντο
δ ' ἐπανέστησαν πείθοντό τε ποιμένι λαῶν σκηπτοῦχοι βασιλῆες : ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί . ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων πέτρης
ἵκετο ἔθνος ἑταίρων . Τρῶες δὲ λείουσιν ἐοικότες ὠμοφάγοισι νηυσὶν ἐπεσσεύοντο , Διὸς δ ' ἐτέλειον ἐφετμάς , ὅ σφισιν
7809059 Κιρραιοι
γνώμῃ συλλέξαντες Ἀντικύραθεν πολὺ πλῆθος ἑλλεβόρου κατέμιξαν τῷ ὕδατι . Κιρραῖοι πιόντες διαφθείρονται τὰς γαστέρας καὶ πάντες ἐκλυθέντες ἔκειντο :
καταπολεμήσας Κιρραίους ἀνεκτήσατο τὸν ἀγῶνα τοῦ θεοῦ : οἱ δὲ Κιρραῖοι λῃστρικῇ ἐφόδῳ χρώμενοι ἐφόνευον τοὺς παραβάλλοντας εἰς τὰ τοῦ
7802147 κατασκοποι
Ἰνδούς , προηγουμένων τῶν εἰδώλων , ὅπως οἱ τῶν πολεμίων κατάσκοποι τῶι βασιλεῖ ἀπαγγείλωσι τὸ πλῆθος τῶν παρ ' αὐτῆι
τοῦτον πείσαντες ἦγον ἐς Θήρην . Ἐκ δὲ Θήρης ἔπλεον κατάσκοποι ἄνδρες τὰ πρῶτα οὐ πολλοί : κατηγησαμένου δὲ τοῦ
7789188 περωσι
ἐν Σικελίᾳ . πλοΐμων δὲ γενομένων ἄραντες ἀπὸ τῆς νήσου περῶσι τὸ Τυρρηνικὸν πέλαγος καὶ τελευτῶντες εἰς Λωρεντὸν ἀφικνοῦνται τὸν
ἄλλον ὥρισεν . ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός ; μέσον περῶσι πέλαγος Αἰγαίου πόρου . κἀκ τοῦδε Μενέλεων οὔτις οἶδ
7781076 ἐμβαδικοι
γίνονται τκδʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες ἐμβαδικοὶ πόσοι πήχεις ἐμβαδικοί ; τὸ ἀνάπαλιν . Ἐπεὶ οὖν αἱ μὲν ξυλικαὶ
γίνονται σκεʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες ἐμβαδικοὶ πόσοι πήχεις ἐμβαδικοί ; τὸ ἀνάπαλιν . Ἐὰν δὲ Τόσοι πήχεις στερεοὶ
7780234 Βουταδαι
. καὶ ἄλλα γὰρ ἐξηνέχθη πατρωνυμικῶς . Αἰθαλίδαι γὰρ καὶ Βουτάδαι . τὰ εἰς τόπον εἰς Βερενικιδῶν φασι , τὰ
δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηΐδος Βουτία , ἀφ ' ἧς καὶ Βουτάδαι οἱ δημόται . ἢ οἱ ἀπὸ Βούτου : οὗτος
7776792 Ἀμας
' ἦμες : ἀντὶ τοῦ : ἡμεῖς ποτὲ ἦμεν . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας : δήλη
ἡ δ ' ἐπεισρέει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας . Ἅμ
7775274 Ζαγκλαιοι
ἄλλους τῶν οἴκοθεν : ὡς δ ' Ἀντίοχός φησι , Ζαγκλαῖοι μετεπέμψαντο τοὺς Χαλκιδέας καὶ οἰκιστὴν Ἀντίμνηστον συνέστησαν ἐκείνων .
ἀποικίην ἐκπλέειν μηδὲ μένοντας Μήδοισί τε καὶ Αἰάκεϊ δουλεύειν . Ζαγκλαῖοι γὰρ οἱ ἀπὸ Σικελίης τὸν αὐτὸν χρόνον τοῦτον πέμποντες
7764016 ἀπαντησαντες
πορρωτέρω προελθεῖν , συνελήφθημεν τοῖς Ἱππογύποις παρ ' αὐτοῖς καλουμένοις ἀπαντήσαντες . οἱ δὲ Ἱππόγυποι οὗτοί εἰσιν ἄνδρες ἐπὶ γυπῶν
' ὅτων δή ποτε ἀνεχώρησαν , οἵ τε εἰς Πύλας ἀπαντήσαντες κατεχώσθησαν ὑπὸ τῶν βαρβάρων : καὶ οὐ τοσοῦτόν γ
7758108 ἀντεπεξῃεσαν
Τυρρηνοὶ κατιόντας αὐτοὺς ἐκ τῶν ἐρυμάτων ἰδόντες ἐθαύμασάν τε καὶ ἀντεπεξῄεσαν ἁπάσῃ τῇ δυνάμει . Ὡς δ ' εἰς τὸ
κατέσχεν ἐν τάξει τὴν φάλαγγα . ὡς δ ' οὐκ ἀντεπεξῄεσαν οἱ πολέμιοι , σκυλεύσας αὐτῶν τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς
7749396 προσκαθημενοι
τι ἔτι παρεῖχε πονηρότερα τῶν σφετέρων ἔσεσθαι , ἢν καρτερῶσι προσκαθήμενοι : χρημάτων γὰρ ἀπορίᾳ αὐτοὺς ἐκτρυχώσειν , ἄλλως τε
προδόντων τινῶν αὐτήν : τὴν δὲ Σκιώνην περιετείχισαν , καὶ προσκαθήμενοι τῇ πολιορκίᾳ συνεχεῖς προσβολὰς ἐποιοῦντο . οἱ δ '
7747980 τρυπαν
τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ ποιήσῃς τρῦπαν ὅσον σακκοράφης , ἢ καὶ μικροτέραν , ὅσον βελόνης
βάλε πῦρ ὀλίγον ἐν ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ
7747754 κλαοντες
θέλει οὐδὲ τῆς ἀνάγκης καλούσης εὐλύτως ὑπακοῦσαι αὐτῇ , ἀλλὰ κλάοντες καὶ στένοντες πάσχομεν ἃ πάσχομεν καὶ περιστάσεις αὐτὰ καλοῦντες
, οἰκτρῶς ὑπὸ τοῦ πάθους διακείμενοι καὶ ἀθλίως ἐκπεπτωκότες , κλάοντες καὶ παρακαλοῦντές με μὴ περιιδεῖν αὐτοὺς ἀποστερηθέντας τῶν πατρῴων
7745857 ἐξεφυγον
καὶ πρὸς ἀνθρώπων δεῖσθαι τὰ τοιαῦτα . Ὅπως δὲ αὐτὸς ἐξέφυγον ποθεῖτε ἴσως ἀκοῦσαι . ἡμέραις τισὶ πρότερον τῶν συμβάντων
: καὶ τῶν φρουρῶν οἱ μὲν ἀνῃρέθησαν , οἱ δὲ ἐξέφυγον πρὸς τοὺς συμμάχους . εἶτα ἐπὶ Σιττάναν ἐλθὼν κατὰ
7739769 Ὀυινδολικοι
μέχρι Παννονίων πάντες , τὸ πλέον δ ' Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί , οἰκοῦσιν ὀροπέδια . Ῥαιτοὶ δὲ καὶ Νωρικοὶ μέχρι
ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί , τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί . . . καὶ ἡ Βοίων ἐρημία . μέχρι
7739110 Φωκεες
Φωκέων τοὺς χιλίους : οὐ γὰρ ὦν ἅπαντες [ οἱ Φωκέες ] ἐμήδιζον , ἀλλά τινες αὐτῶν καὶ τὰ Ἑλλήνων
δὴ πειρωμένων τῶν Θεσσαλῶν καταστρέφεσθαί σφεας , τοῦτο προεφυλάξαντο οἱ Φωκέες καὶ τὸ ὕδωρ τὸ θερμὸν τότε ἐπῆκαν ἐπὶ τὴν
7738824 μονομαχοι
τείχους ἀπεδίωκον . ὡς δὲ καμὼν ὁ δῆμος οἵ τε μονομάχοι τιτρωσκόμενοι ἤδη καὶ ἑσπέρας προσιούσης ἐπανελθεῖν ἠθέλησαν , θεασάμενοι
γὰρ ἀρχιερεὺς ὁ μονομάχους δοῦναι θέλων ἀπαράσκευος : οἱ δὲ μονομάχοι ἀπαρασκεύαστοι . τὸ μὲν γὰρ διὰ τὸ παθητικὴν ἔχειν
7738583 οὐροι
' ἐείκοσιν ἤματ ' ἔχον θεοί , οὐδέ ποτ ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ ' ἁλιαέες , οἵ ῥά τε νηῶν
, ὅσσοι τ ' Αἰγύπτοιο πολυψαμάθοισιν ἐπ ' ὄχθαις βουκολίων οὖροι , Λοκροί , χαροποί τε Μολοσσοί . Εἰ δέ
7737890 λαβροι
Ἀργεῖοι δ ' ἀνὰ ἄστυ κυδοίμεον , ἠύτ ' ἀῆται λάβροι ἀπείρονα πόντον ὀρινόμενοι κλονέουσιν , ὁππότ ' ἄρ '
σιωπὴν κηρύξας Σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ : μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον
7733846 ἠγγειλαν
καὶ τὰς τῶν ἰδιωτῶν οἰκίας . οἱ πρεσβευταὶ πλοῦτον ἰδόντες ἤγγειλαν Ἀθηναίοις , οἱ δὲ τὴν συμμαχίαν ἔπεμψαν . Οἱ
φεύγουσαν ἑὸν λέχος Ἀμφιτρίτην φρασσάμενοι δελφῖνες ἐν Ὠκεανοῖο δόμοισι κευθομένην ἤγγειλαν : ὁ δ ' αὐτίκα κυανοχαίτης παρθένον ἐξήρπαξεν ἀναινομένην
7728851 ἀνισταμενοι
] μετεσχηκέναι τοῦ πράγματος . συνεληλυθότος δὲ | τοῦ πλήθους ἀνιστάμενοι τῶν Ἀθηναίων οἵ τε περὶ Θρασύβουλον καὶ Αἴσιμον καὶ
τῶν ἀγομένων θεασαίμεθα πάντες ἐξενήφομεν , ὀρθοὶ τὸ δὴ λεγόμενον ἀνιστάμενοι . ἔναττον οὖν οἱ παῖδες εἰς τὰς εὐτυχεῖς σπυρίδας
7726999 γλυκεες
καὶ διαχωρητικοὶ , μάλιστα οἱ λευκοί : οἱ μὲν οὖν γλυκέες θερμαίνουσιν ἰσχυρῶς , διότι πουλὺ ἤδη τοῦ θερμοῦ ἔχουσιν
, ἀνέμου ἀττικῶς . Ταινίαι : στέφανοι . Λιγέαι : γλυκέες . συρίζουσιν : λαλοῦσιν . Νήησαν : ἔπλεκτον .
7725164 Ἀκουσαντες
πάντες συμβάλλετε , ἵνα τὰς ἑαυτῶν ἕκαστοι χώρας καταμάθητε . Ἀκούσαντες δὲ ταῦτα οἱ μὲν συνεσκευάζοντο , ὁ δὲ Κῦρος
ἄνδρας ἅπαντας . Ἀνέκραγεν ἡ βουλὴ ὡς εὖ λέγει . Ἀκούσαντες δὲ ταῦτα Μαντίθεος καὶ Ἀψεφίων ἐπὶ τὴν ἑστίαν ἐκαθέζοντο
7722240 προσαγαγομενοι
ἤγουν τὸν στάχυν . ἐπισιτισάμενοι : ἤγουν ἐφόδια λαβόντες . προσαγαγόμενοι : ἤγουν λαβόντες , ἐφελκυσάμενοι . οἱ δ '
ἐπὶ τῇ ἄκρᾳ οὗ τὸ Κυνὸς σῆμα καὶ τὰ ναυάγια προσαγαγόμενοι καὶ νεκροὺς τοῖς ἐναντίοις ὑποσπόνδους ἀποδόντες ἀπέστειλαν καὶ ἐς
7720928 ψευδομαρτυρειν
καὶ ὁ ψευδομάρτυς οὐκ οἶδ ' ὅπου : καὶ τὸ ψευδομαρτυρεῖν ὁ αὐτός που λέγει . διασκεδάννυσθαι . . .
λάθρα τἀλλότρια νοσφίζεσθαι . τέταρτον δὲ τὸ περὶ τοῦ μὴ ψευδομαρτυρεῖν , ᾧ πολλὰ ἐμφέρεται , τὸ μὴ ἀπατᾶν ,
7719687 ἀπεδιδρασκον
τὴν ταχίστην , πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι . καὶ οἱ μὲν ἀπεδίδρασκον ἔνθα τὸ πνεῦμα ἔφερε , μόνη δὲ Καλλιρόη γενομένη
δρόμῳ . καὶ τῶν ἔνδον οἳ μὲν ἐς τὰς οἰκίας ἀπεδίδρασκον , ὁ δὲ Μάγων τοὺς μυρίους ἐς τὴν ἀγορὰν
7717372 ἡμιθνητες
τῶν ἄλλων . . κύρισσον ] προσέκρουον : πεσόντες γὰρ ἡμιθνῆτες ποσί τε καὶ κεφαλῇ ἐστροβοῦντο . εἴρηται δὲ τὸ
μένοντες , οἱ δὲ ἐκθέοντες ἐγκαταλαμβανόμενοι , οἱ δὲ ἀπολειφθέντες ἡμιθνῆτες , οὐκ ἔχοντες ἐξαναδῦναι οὐδὲ αὑτοὺς ῥύσασθαι , κακῶν
7716214 ἐρεσσοντες
τυγχάνειν τὴν μουσικήν . καθάπερ δ ' οἱ ἀχθοφοροῦντες ἢ ἐρέσσοντες ἢ ἄλλο τι τῶν ἐπιπόνων δρῶντες ἔργων κελεύουσιν εἰς
τὸ βάθρον τῆς νεὼς , ἐφ ' ὁ καθέζονται οἱ ἐρέσσοντες : τραγάλιον : οἰνοπώλιον : ἀρτοπώλιον . Τὰ διὰ
7714830 λῃστρικως
ἐπειδὴ καταστρατοπεδεύσαντα τὸν Ἡρακλέα ἔμαθεν ἐν τῷ προσεχεῖ πεδίῳ , λῃστρικῶς διασκευασάμενος ἐπιδρομῇ αἰφνιδίῳ ἐχρήσατο κατακοιμωμένου τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς
τὰ ἱμάτια ἀφαιροῦμαι . . ἀποδύομαι λέγεται τὸ βιαίως καὶ λῃστρικῶς τὰ ἱμάτια ἀφαιροῦμαι . . μεθ ' ἡμέραν :
7709615 ἀπορρηξαντες
ἀγῶνος συντετελεσμένου ἠγγέλλοντο οἱ ἐν τῷ χώρῳ τῶν ἀσεβῶν κολαζόμενοι ἀπορρήξαντες τὰ δεσμὰ καὶ τῆς φρουρᾶς ἐπικρατήσαντες ἐλαύνειν ἐπὶ τὴν
μάλ ' ἠέρθησαν , ἀμείλιχα φυσιόωντες , δεσμά τ ' ἀπορρήξαντες ἴτην μεγάλα χρεμέθοντες , οἷα θεοὺς μάκαρας μαρτυρόμενοι κακότητος
7705105 ξυνελθοντες
. ἐφ ' ἑαυτῶν : ἤγουν καθ ' ἑαυτούς . ξυνελθόντες : σολοικοειδές , οὐ σόλοικον τυγχάνει , ἀντὶ ξυνελθόντων
, καθάπερ τοὺς πτωχοὺς τῶν ἀνθρώπων . ἐντεῦθεν οἱ ἱερεῖς ξυνελθόντες ἔθυσαν τῷ Ἀμάσιδι καὶ κοσμήσαντες τὸ θηρίον στρεπτῷ καὶ
7700611 προδιδοντες
βιοῦντας , αἰσχυνομένους μὲν εἰ φανοῦνται χαλῶντες τοῦ τόνου καὶ προδιδόντες τὸ δόγμα , πεπονθότας δὲ ἀθλίους τὸ τοῦ Ταντάλου
τὴν πόλιν καὶ τοῖς ἐπιοῦσι πολεμήσων . οἳ δέ , προδιδόντες αὐτόν , τὰς πύλας ἀνέῳξαν , καὶ ὁ μὲν
7695592 Μηλιοι
μεγίστῳ . Μῆλος δέ ἐστι πόλις Θεσσαλίας . καὶ οἱ Μήλιοι πολιορκούμενοι ὑπὸ Ἀθηναίων λιμῷ ἐπιέσθησαν καὶ παραδεδώκασιν ἑαυτοὺς ,
συναμφότεροι οὗτοι Δρύοπες . Καὶ Σερίφιοί τε καὶ Σίφνιοι καὶ Μήλιοι ἐστρατεύοντο : οὗτοι γὰρ οὐκ ἔδοσαν μοῦνοι νησιωτέων τῷ
7690877 ἀπεπλεον
στρατηγῷ αὐτοῦ ὑπομείναντας πειρᾶσθαι τῆς Χερσονήσου . Οἱ μὲν δὴ ἀπέπλεον , Ἀθηναῖοι δὲ ἐκ τῆς Ἀβύδου διαβαλόντες ἐς τὴν
χρημάτων εὗρον . Ἐμπρήσαντες δὲ τὸ τεῖχος καὶ τὰς νέας ἀπέπλεον . Ἀπικόμενοι δὲ ἐς Σάμον οἱ Ἕλληνες ἐβουλεύοντο περὶ
7688165 Φαρσαλιοι
ὡς δὲ τὰ πιστὰ ἔδοσαν ἀλλήλοις , εὐθὺς μὲν οἱ Φαρσάλιοι εἰρήνην ἦγον , ταχὺ δὲ ὁ Ἰάσων ὁμολογουμένως ταγὸς
τοὺς Πέρσας , ζηλώσαντας τὴν τούτων τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν . Φαρσάλιοι δέ , φησίν , ἀνθρώπων ἀργότατοι καὶ πολυτελέστατοι ,
7685071 νεοντο
ἀνακλύζεσκεν ἰοῦσαν νῆα ῥόος , πολλὸν δὲ † φόβῳ προτέρωσε νέοντο . ἤδη δέ σφισι δοῦπος ἀρασσομένων πετράων νωλεμὲς οὔατ
' ἐσθλοῖο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ . τῶ καὶ Τίφυος οἵδε δαημοσύνῃσι νέοντο ἀσκηθεῖς μέν , ἀτὰρ πεφοβημένοι . ἤματι δ '
7680330 κλεπτοντες
καιρός ἐστιν ἐπιδείξασθαι τὴν παιδείαν , καὶ φυλάξασθαι μὴ ληφθῶμεν κλέπτοντες τοῦ ὄρους , ὡς μὴ πληγὰς λάβωμεν . Ἀλλὰ
νεώς . λόγοι δ ' ἐχώρουν : Τίνι λόγωι πορθμεύετε κλέπτοντες ἐκ γῆς ξόανα καὶ θυηπόλους ; τίνος τίς ὢν
7679825 ἐλυπουν
ὃ δὲ τὰς Φαμέου μάλιστα ἐνέδρας , αἳ πολλὰ Ῥωμαίους ἐλύπουν , ἐρευνώμενος ἀνέστελλεν . ἐν δέ τινι χειμασίᾳ Σκιπίων
παρὰ τὰ ἔθη τῆς πολιτείας καὶ ἀργύριον ἀπαιτοῦντες τοὺς πολίτας ἐλύπουν , ἀρχήν τινα δουλείας τοῦτο νομίζοντας . Οἱ δὲ
7671723 ξυνεστιοι
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ]
7670587 περιφοβοι
. τῇ δὲ τῶν ἐθνῶν τούτων ἀπωλείᾳ πάντες οἱ πλησιόχωροι περίφοβοι γενόμενοι προσεχώρησαν τῷ βασιλεῖ . ὁ δ ' Ἀλέξανδρος
Οἱ δ ' ὕπατοι τῇ κατόπιν ἡμέρᾳ συνεκάλουν τὴν βουλὴν περίφοβοι ὄντες ἐπὶ τοῖς καινοτομουμένοις καὶ τὴν τοῦ Βρούτου δημοκοπίαν
7665687 ἐξηρπασαν
καὶ ἀναβοήσαντες τὸ παρακλητικὸν τῆς ἀλλήλων ὀργῆς τόν τε νεανίσκον ἐξήρπασαν καὶ τοὺς ῥαβδούχους ἀπέστησαν παίοντες καὶ τελευτῶντες ἐπὶ τοὺς
δ ' αὐτῶν καταπονουμένων ἀνελπίστως ἐπιφανέντες οἱ παρ ' Εὐμενοῦς ἐξήρπασαν αὐτοὺς ἐκ τῶν κινδύνων . μετὰ δ ' ἡμέρας
7659587 πεπραχοτες
μετὰ τὴν μάχην εἰς τὴν πόλιν ἀπῆραν , οὐχ ἅπαντα πεπραχότες , ὅσα ἐβούλοντο . χωρὶς γὰρ τῶν ἀποθανόντων ἔν
γὰρ μέλλοντες πρᾶξαί τι ἢ ἐν ταῖς πράξεσιν ὄντες ἢ πεπραχότες πολλάκις εὐθυονειρίᾳ τούτοις σύνεσμεν καὶ πράσσομεν ἀπὸ τῶν μεθ
7654455 πατραλοιαι
εὕρω , ἀγοράσω σοι ἕνα τριάκοντα ἐτῶν . Σχολαστικοὶ δύο πατραλοῖαι ἐδυσφόρουν πρὸς ἀλλήλους ἐπὶ τῷ τοὺς πατέρας αὐτῶν ζῆν
ἕν . Παναγεῖς γενεάν , πορνοτελῶναι , Μεγαρῆς , δεινοὶ πατραλοῖαι . Ὑποδέχεσθαι καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις . * *
7653537 ἀμορφωτοι
εʹ β , νεφελοειδ ' . Οἱ περὶ τὸν Περσέα ἀμόρφωτοι . ὁ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ γόνατος
δʹ ε , εʹ β . Οἱ περὶ τὸν Σκορπίον ἀμόρφωτοι . ὁ ἑπόμενος τῷ κέντρῳ νεφελοειδής . . .
7635113 ὑποποδια
ἀήθεις . χορεία . σκολύθρια ταπεινὰ διφρία . ἔνιοι δὲ ὑποπόδια . ὥστ ' ἐκεῖνα . γρ . ὥστ '
. θρανίου : Θράνους καὶ θρανάτια ταπεινά τινα διφρίδια καὶ ὑποπόδια λέγονται : καὶ ἡ παρὰ τῷ ποιητῇ θρῆνυς :
7634951 πετασαντες
τὰ ἐπιτήδεια , προελθόντες καὶ τὴν ναῦν πεπηγυῖαν ἀνασπάσαντες καὶ πετάσαντες τὴν ὀθόνην ἐσυρόμεθα ὥσπερ πλέοντες λείως καὶ προσηνῶς ἐπὶ
δένδρα μόλις ἀνιμησάμεθα , καὶ θέντες ἐπὶ τῶν κλάδων , πετάσαντες τὰ ἱστία καθάπερ ἐν θαλάττῃ ἐπλέομεν τοῦ ἀνέμου προωθοῦντος
7626214 ἀναστρεψαντες
χωρίου . καὶ οἱ μὲν πεισθέντες ἐκράτουν , οἱ δὲ ἀναστρέψαντες ἐζεύγνυον ὁρμώμενοί τε ἐξ οἰκείων καὶ τελευτῶντες εἰς τὸ
σπεύδετε ; ὁ λόγος τῶν γυναικῶν ᾔσχυνε τοὺς Πέρσας καὶ ἀναστρέψαντες ἐπὶ τὴν μάχην τοὺς Μήδους ἐς φυγὴν ἐτρέψαντο .
7624879 ἐπολιορκεον
τὰς νέας ἐς τὴν Νάξον , πρὸς πεφραγμένους προσεφέροντο καὶ ἐπολιόρκεον μῆνας τέσσερας . Ὡς δὲ τά τε ἔχοντες ἦλθον
τὴν ἀκρόπολιν . Ἀθηναίων δὲ οἱ λοιποὶ τὰ αὐτὰ φρονήσαντες ἐπολιόρκεον αὐτοὺς ἡμέρας δύο : τῇ δὲ τρίτῃ ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται
7621383 ὠνησαντο
πρώτῃ συμπλοκῇ : ὡς δὲ οὐκ ἐξεχώρουν τοῦ ἄστεως , ὠνήσαντο Ῥωμαῖοι τὴν ἀναχώρησιν αὐτοῦ χρυσίῳ . Τοῦτο οὐκ ἤνεγκε
παρ ' ἐκείνου ] . καὶ οἳ πορευθέντες παρὰ Κροίσου ὠνήσαντο . Ἱέρων δ ' ὁ Συρακόσιος βουλόμενος ἀναθεῖναι τῷ
7621230 παλαιοντες
. ὅτι τὸ παλαιὸν ἠλείφοντο μύρα , ὥσπερ λίπα οἱ παλαίοντες . τὸ παλαιὸν ἠλείφοντο μύροις εὐώδεσιν . ἐπεὶ δὲ
ἐπάλαισε , παραιτησαμένων αὐτὸν τῶν ἄλλων . ἐπεὶ δὲ οἱ παλαίοντες χρονοτριβοῦσι καὶ διὰ τὸν πλείονα χρόνον ἐν τῷ ἡλίῳ
7621179 ἀκριες
ἀθάνατος . Ἀκράγαντα : ἀρσενικῶς Ἀττικοί , θηλυκῶς Ἴωνες . ἄκριες : λόφοι ὀρῶν οἱ καὶ ἄμβωνες . ἀκροθίνια :
πύργους βαλεῖν ἔσπευδον ἐν τάχει κάτω , θυμοῦ πνέοντες ὥσπερ ἄκριες ζάλης . Ὁ λαμπάδας δὲ φωσφόρους κακοχρόους καιροῖς ἀνίσχων
7612104 κακοβιοι
[ καὶ ] αἰτίας καὶ συνοχῆς πεῖραν λαβόντες ἐνδεεῖς καὶ κακόβιοι γενήσονται . ὁμοίως καὶ ἐὰν * * ἐναντιωθῇ τῷ
φείδεσθαι δεομένων . ἐν δὲ τούτωι Καύνιοί τινες ἄνθρωποι , κακόβιοι καὶ ἄποροι καὶ ταπεινῶν ὑπουργημάτων ἕνεκα τῆι τοῦ βασιλέως
7607711 ἀλλοφυλοι
ἔτεσιν ιηʹ , Ἀὼθ ἔτεσιν ηʹ . ἔπειτα πταισάντων αὐτῶν ἀλλόφυλοι ἐκράτησαν ἔτεσιν κʹ . ἔπειτα Δεββώρα ἔκρινεν αὐτοὺς ἔτεσιν
τιμωρεῖσθαι κελεύοις , ὅτι ἐχθροί , ὅτι ὑπῆρξαν , ὅτι ἀλλόφυλοι . ἀπὸ δὲ πράγματος , ὅτι ἴσον , ὅτι
7606992 ἁλωνα
: οἱ δὲ ἐδέσμουν τὰ χειρόβολα καὶ ἔῤῥιπτον εἰς τὴν ἅλωνα . Οἱ δὲ ἐτρύγων ἀμπέλους , κρατοῦντες μαχαίρας :
καὶ εἰ μὲν διὰ τοῦ ι γράφεται τὸ σημαῖνον τὴν ἅλωνα , ἀπὸ τοῦ ἀλοιῶ γέγονεν παρὰ τὴν τῶν ἀσταχύων
7603287 αὐτομολοι
Ἀριστομήδης ὁ Φεραῖος καὶ Βιάνωρ ὁ Ἀκαρνάν , ξυμπάντες οὗτοι αὐτόμολοι , μετὰ τῶν ἀμφ ' αὐτοὺς στρατιωτῶν ὡς ὀκτακισχιλίων
πόσση , πόσσος πόθος ἐστὶ τοκήων , αὐτόδετοι βαίνουσι καὶ αὐτόμολοι περόωσι . Εἰσὶ δ ' ὄϊς ξανθοὶ πυμάτης ἐνὶ
7602746 ἐπεδιωκον
: οἱ δὲ τὰς κόρας ἀφαρπάσαντες ἀπέφευγον , οἱ δὲ ἐπεδίωκον , καὶ συνίσταται τοῖς Ἀφαρητιάδαις καὶ τοῖς Διοσκούροις μάχη
συλλαβόμενοι δὲ , φησὶ , τὴν Ἑρμιόνην οὐδὲν ἧττον πάλιν ἐπεδίωκον Ἑλένην ἐπὶ φόνῳ : τοῦτο δοκεῖ ἀπὸ ἱστορίας εἶναι
7601877 ἀπεκρουσθησαν
κατὰ κράτος . μετὰ δὲ ταῦτα τῶν Ἠλείων πανδημεὶ παραταξαμένων ἀπεκρούσθησαν εἰς τὰς ναῦς : εἶτ ' ἀποπλεύσαντες εἰς τὴν
στρατεύσαντες ἐπὶ Ναύπακτον , κατοικούντων ἐν αὐτῇ τότε Μεσσηνίων , ἀπεκρούσθησαν . μετὰ δὲ ταῦτα στρατεύσαντες ἐπὶ τὴν ὀνομαζομένην Μολυκρίαν
7601592 Τροιζηνιοι
δὲ Ἀράτου Κόρινθον προσεχώρησαν μὲν ἐς τὸ συνέδριον Ἐπιδαύριοι καὶ Τροιζήνιοι οἱ τὴν Ἀργολίδα Ἀκτὴν οἰκοῦντες καὶ τῶν ἐκτὸς ἰσθμοῦ
αὐτῆς ἐστιν Ἡράκλειος καλουμένη κρήνη , τὸ ὕδωρ ὡς οἱ Τροιζήνιοι λέγουσιν ἀνευρόντος Ἡρακλέους . ἐν δὲ τῇ ἀκροπόλει τῆς
7597320 διηρπασαν
. προσβαλόντες δὲ τῇ πόλει αἱροῦσι κατὰ κράτος , καὶ διήρπασαν οἱ στρατιῶται οὖσαν πλουσίαν καὶ οἴνου καὶ σίτου καὶ
καὶ θεράποντας καὶ τὴν ἄλλην τοῦ πολέμου παρασκευὴν οἱ πολέμιοι διήρπασαν . ὡς δ ' ἀπηγγέλη ταῦτα τοῖς κατὰ τὴν
7594591 αὐτοχειρες
φίλοι : καὶ γὰρ εἰ ἐν τῷ παρόντι ἡσυχάζουσιν οἱ αὐτόχειρες , ἀλλὰ δύναμίν γε κτησάμενοι χωρήσουσιν ἐπὶ πλέον .
Σελήνης κακώσει καὶ ὁ Ἑρμῆς μαρτυρήσῃ οἱ δραπέ - ται αὐτόχειρες ἀποθνῄσκουσιν . τὰς δὲ προειρημένας κακώσεις οἱ ἀγαθοποιοὶ ἀναλύουσιν
7590936 ἱρης
. ἐπὶ γούνασιν παρὰ γούνασιν : . . . Ἰλίου ἱρῆς : ἡ διπλῆ , ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον .
καὶ νήπια τέκνα , ὥς κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου ἱρῆς ἄγριον αἰχμητὴν κρατερὸν μήστωρα φόβοιο , ὃν δὴ ἐγὼ
7590661 Τοσοι
μέριζε παρὰ τῶν εʹ : γίνονται ρπʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες εὐθυμετρικοὶ πόσοι πήχεις εὐθυμετρικοί ; ποίει τὸ ἀνάπαλιν
ἐμβαδικοὶ πόσοι πήχεις ἐμβαδικοί ; τὸ ἀνάπαλιν . Ἐὰν δὲ Τόσοι πήχεις στερεοὶ πόσοι πόδες στερεοί ; ποίει οὕτως :
7588393 καταγουσι
' ἐπὶ τὴν τοῦ παντὸς ἀρχὴν ἐλθόντες ἀπ ' αὐτῆς κατάγουσι πάντα , διὰ πάντων φοιτήσασαν αἰτίαν καὶ ταύτην οὐ
, βάθος ἐξαίσιον , εἰς ὃ αἱ παλίρροιαι τοῦ πορθμοῦ κατάγουσι φυσικῶς τὰ σκάφη τραχηλιζόμενα μετὰ συστροφῆς καὶ δίνης μεγάλης
7585294 ἐμπρησαντες
ἑστᾶσι καὶ ἀναπαύονται : καὶ οἱ διώκοντες , τὴν ὕλην ἐμπρήσαντες καὶ τὴν ὀπίσω ὁδὸν κατασχόντες , ἱστᾶσιν αὐτούς .
νικῶσιν , ἐς Κατάνην κομίζεσθαι , ἢν δὲ μή , ἐμπρήσαντες τὰς ναῦς πεζῇ ξυνταξάμενοι ἀποχωρεῖν ᾗ ἂν τάχιστα μέλλωσί
7584617 Τυρμειδαι
ὁ δημότης Λουσιεύς , ὡς Δ . φησίν . : Τυρμεῖδαι . . . Δῆμος τῆς Οἰνηίδος οἱ Τυρμεῖδαι ,
φατρίας , ὥς φησιν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων πολιτείᾳ . Τυρμεῖδαι : Ὑπερείδης ἐν τῷ ὑπὲρ Ξενοφίλου . δῆμος τῆς
7583458 λοιδορουνται
τῶν παρόντων οἱ λέγοντες , ἀλλ ' ἑαυτῶν κατηγοροῦσι καὶ λοιδοροῦνται , ὡς μὲν ἐγὼ κρίνω , συνεθίζοντες ὑμᾶς ἄνευ
τὴν ἀναγκαίαν ἐκ τῶνδε σοφίαν περικείμενοι τοῖς πλουτοῦσιν ἢ ἄρχουσι λοιδοροῦνται πικρῶς , οὐχ ὑπεροψίας πλούτου καὶ ἀρχῆς δόξαν σφίσι
7581872 ἐπισπευδοντες
ἐκλήρουν δικαστήριον τῷ φονεῖ , διὰ τὴν πρὸς Ἑρμοκράτην τιμὴν ἐπισπεύδοντες τὴν κρίσιν . ἀλλὰ καὶ ὁ δῆμος ἅπας εἰς
οὗ δὴ καὶ μίαν ἄλλην ἡμέραν προσδιατρίψαντες τομῶς ὑπέστρεψαν , ἐπισπεύδοντες τὰ πρὸς τὸν πλοῦν , καλοῦντος αὐτοὺς ἤδη τοῦ
7577019 τελωναι
ποῖον μισθὸν ἔχετε ; τοῦτο καὶ οἱ λῃσταὶ καὶ οἱ τελῶναι ποιοῦσιν . “ Τοὺς δὲ ποιοῦντας τὸ ἀγαθὸν διδάσκει
, τούτων μάλιστ ' ἢ τὰ μέγιστ ' ἀδικοῦσιν οἱ τελῶναι , ὥστε μόνοις αὐτοῖς μὴ μεταδοῦναι τοῦ νόμου .
7576020 συγκρουουσιν
ἐπειδὰν γὰρ ὑπὸ σφοδροτέρων ἀνέμων ταραχθῇ τὰ κύματα , ἀλλήλοις συγκρούουσιν . ΓΘ θαλαττοκοπεῖς καὶ πλατυγίζεις : ἄμφω μεγαλορρημοσύνης δείγματα
ἄτακτος : παρόσον τινὲς γελῶντες τὰς χεῖρας ἢ τοὺς πόδας συγκρούουσιν . Γεράνδρυον μεταφυτεύειν : ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου . Παρεγγυᾷ
7571223 ἀνσταντες
. ἀνστάς : ἀναστάς καὶ ἀνστάς : καὶ ἀναστάντες καὶ ἀνστάντες . . . . ἀνστήτην : ἀνέστησαν δυϊκῶς ,
κιχῆναι . ” ὣς ἔφαθ ' , οἱ δ ' ἀνστάντες ἔβαν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης , αἶψα δὲ νῆα μέλαιναν
7569088 καταχριομενοι
πληγέντι τόπῳ . Βοηθοῦνται δὲ οἱ ἀμφότεροι πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενοι μετ ' ὀξυκράτου , ἢ μαλάχης φύλλοις σὺν ὀξυκράτῳ
. πυρρὰϲ ποιοῦϲι τρίχαϲ θέρμοι ὠμοὶ ϲὺν ὕδατι καὶ νίτρῳ καταχριόμενοι , λωτοῦ τοῦ δένδρου πριϲμάτων ἀφέψημα , κύπρου φύλλα
7568918 εἰσελασαντες
ἀμφιλύκην μιν ἀνεγρόμενοι καλέουσιν , τῆμος ἐρημαίης νήσου λιμέν ' εἰσελάσαντες Θυνιάδος καμάτῳ πολυπήμονι βαῖνον ἔραζε . τοῖσι δὲ Λητοῦς
ἐγένετο . ἡ βροντή τὸ τέρας . ἵππους δ ' εἰσελάσαντες , ἐπὶ πρύμνῃσι μάχοντο ἔγχεσιν ἀμφιγύοις αὐτοσχεδόν , οἱ

Back