συντήκονται δ ' αὐτῶν αἱ θήλειαι μετὰ τὸν τόκον καὶ παρίενται : διὸ καὶ ῥᾳδίως ἁλίσκονται . ἑωράθησαν δέ ποτε
συντήκονται δ ' αὐτῶν αἱ θήλειαι μετὰ τὸν τόκον καὶ παρίενται , διὸ καὶ ῥᾳδίως ἁλίσκονται . ἑωράθησαν δέ ποτε
7745165 Ἐλευθεραι
διώκει : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ καὶ φαῦλα ὑπερορώντων . Ἐλεύθεραι αἶγες ἀρότρων : ἐπὶ τῶν βάρους τινὸς ἢ κακῶν
, κατὰ τὴν παροιμίαν , ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν . Ἐλεύθεραι αἶγες ἀρότρων : ἐπὶ τῶν βάρους τινὸς ἢ κακῶν
7614376 καταξηροι
ὀρυττόμεναι τάφροι , ἐὰν μὴ ὕπομβρος ᾖ ὁ τόπος , κατάξηροί τε καὶ ὑπόνομοι κατὰ τοὺς ἁρμόττοντας τόπους γίνονται ,
ὁ νοῦς : κομῶντί σοι τὸ γένειον καὶ οἱ κίκιννοι κατάξηροί εἰσιν ὡς διὰ τὴν λύπην καὶ τὸ κείρεσθαι παραιτουμένῳ
7609060 ἀνῃ
ὑποτακτικὸν ἐὰν ἀνῶ , ἐὰν ἦς , τὸ τρίτον ἐὰν ἀνῇ καὶ πλεονασμῷ τοῦ η ἀνήῃ . . . .
προστιθέναι ταὐτὰ , ἃ καὶ τῇ πλευρίτιδι : ὁκόταν δὲ ἀνῇ ὁ πόνος , λούειν αὐτὸν πολλῷ καὶ θερμῷ ,
7568654 Παραγγελλει
δεξιά , παραγγέλλει : ! Ἐὰν δὲ ἀριστερά : ! Παραγγέλλει : ! Καὶ κινεῖ . Παραγγέλλει : ! Καὶ
τοῖς δεομένοις , ὡς εἰσὶν ἐν τῇ παρατάξει αὐτῶν . Παραγγέλλει ὁ μανδάτωρ : ! ! ! ! ! !
7540526 οἰες
τὸν ποιμένα δεῖ ἐπιμελεῖσθαι , ὅπως σῶαί τε ἔσονται αἱ οἶες καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἕξουσι καί , οὗ ἕνεκα τρέφονται
ἐπὶ πλεῖον ἔσεσθαι τὸν χειμῶνα δηλοῦσι . καὶ αἶγες καὶ οἶες ὀχευθεῖσαι , καὶ πάλιν ὀχεύεσθαι βουλόμεναι μακρότερον σημαίνουσι χειμῶνα
7533625 διαψαιρουσι
δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ οἱ ἐγγὺς
ἐξ αὐτοῦ λάχνη : οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός . διαψαίρουσι : διαξαίνουσι , διακινοῦσι , κινοῦσι , σκαλεύουσιν :
7442218 στρατηγιδος
πρῶτα ἔπλεον αἱ νῆες πᾶσαι περί που τὸν φρυκτὸν τῆς στρατηγίδος νεὼς ἑπόμεναι ταύτῃ , ἅτε δὲ ἐν νυκτὶ καὶ
τὴν Ἀττικὴν ὁ Πολύκριτος , ἔγνω τὸ σημήιον ἰδὼν τῆς στρατηγίδος , καὶ βώσας τὸν Θεμιστοκλέα ἐπεκερτόμησε ἐς τῶν Αἰγινητέων
7391793 Κακοι
: Κανθάρου σοφώτερος : ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κακοὶ τῆς πονηρίας πίνουσι τὴν ὁμίχλην : ἐπὶ τῶν κατ
: κανθάρου σοφώτερος : ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κακοὶ τῆς πονηρίας πίνουσι τὴν ὁμίχλην : ἐπὶ τῶν καταξίως
7368901 Ἀμενωφις
ἔτη θʹ , μῆνας ηʹ . . Καὶ μετὰ τοῦτον Ἀμένωφις ἔτη λʹ , μῆνας ιʹ . . Μετὰ δὲ
κβʹ αὐτοῦ ἐκολόβωσεν . Ϛʹ Τούθμωσις ἔτη θʹ . ζʹ Ἀμένωφις ἔτη λαʹ . Οὗτός ἐστιν ὁ Μέμνων εἶναι νομιζόμενος
7347570 καυστικοι
ἀπὸ τοῦ πτύειν τὴν ἅλα . αἰθυντῆρες : ὁρμητικοὶ , καυστικοὶ , διάπυροι : αἰθύσσω γὰρ τὸ διαπύρως καὶ ὀξέως
[ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες , οὔροισι πέποσι , καυστικοὶ , ἀκρίτως δὲ περιψύχοντες , διὰ ταχέων περικαέες ,
7297407 φερονθ
. οἳ δ ' ἐρᾶσθαι προσδοκῶντες εὐθύς εἰσιν ἠρμένοι καὶ φέρονθ ' ὑψοῦ πρὸς αἴθραν . συντεμόντι δ ' οὐδὲ
' ἄρα μυδαλέοι , στυγερὸν τρομέοντες ὄλεθρον , υἱῆες Φρίξοιο φέρονθ ' ὑπὸ κύμασιν αὔτως : ἱστία δ ' ἐξήρπαξ
7259729 ῥινοι
, ἀλλά οἱ οὔ τι διήλασεν ἐς χρόα καλόν : ῥινοὶ γάρ μιν ἔρυντο βοῶν καὶ ὑπ ' ἀσπίδι θώρηξ
ἀλυσθαίνοντος ἀνῖαι ἐχθόμεναι , χροιὴ δὲ μόγῳ αὐαίνεται ἀνδρός . ῥινοὶ δὲ πλαδόωσιν ἐπὶ χροΐ , τοῖά μιν ἰός ὀξὺς
7256985 ἡμιξεστον
μεθυούσας . κοτύλη δέ ἐστιν εἶδος μέτρου ὃ νῦν καλεῖται ἡμίξεστον . ἠσπάζοντο : ἐφιλοφρονοῦντο . κυρίως δὲ ἀσπάζεσθαί ἐστι
τῆς χειρὸς , ἀλλὰ καὶ εἶδος μέτρου , ὃ ἡμεῖς ἡμίξεστον λέγομεν . λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ πολύποδος
7252727 ἀωρως
, εἰπόντα τὸ προκείμενον . Γελλὼ παιδοφιλωτέρα : ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων , ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν , τρυφῇ
κυρίῳ τῷ θεῷ ἡμῶν ὅπως ἐπακούσῃ ἡμῶν καὶ ἀναστήσῃ τοὺς ἀώρως τεθνήξαντας διὰ τῆς σῆς ἀγριότητος . καὶ εἶπεν ὁ
7240681 ἐνεδρευοντες
μέλλοιεν ἀποδιδράσκειν καὶ ὅθεν καὶ πηνίκα . οἱ μὲν δὴ ἐνεδρεύοντες παρεφύλαττον . Κόνων δὲ προεῖπε τοῖς συμμάχοις ἀσφαλέστερον ἀναχωρεῖν
τοῖς τελευταίοις τὸν αὐτὸν τρόπον . οἱ δὲ τῶν Ἑλλήνων ἐνεδρεύοντες [ ] , ὡς ἦσαν κατ ' αὐτούς ,
7233878 ἐνθουσιαστικως
μάλιςτα ] ἐν πλούτῳ τὸν ? ἡδὺν εὑρήσειν βίον , ἐνθουσιαστικῶς ἐπ ' αὐτὸν ὁρμῶσιν : εἶτ ' , ἂν
αἴτιος καὶ πολύμοχθος Ἄρης [ . ] : τὰς Ἐρινύας ἐνθουσιαστικῶς φαντάζεται ὁρᾶν : αὗται γὰρ αὗται : ἐκ τοῦ
7229276 πλαδοωσιν
πάλιν δὲ εὐθέως ἀναδίδωσι καὶ γεμίζει τὸ κοίλωμα . * πλαδόωσιν . ἐξηνθημένοι εἰσίν ἐγείρονται διυγραίνουσι ὑγραίνονται * ὕπερθεν :
ἀντὶ τοῦ κεκαυμένου ὑπὸ πυρός . * πυρικμήτοιο : πυρικαύστου πλαδόωσιν : κυρίως τὸ μὴ ἀντίτυπον πλαδόεν καλεῖται . πλαδόωσιν
7221350 διαγενομενος
Ἑλλάδι πάσῃ ὠφέλιμος ἂν ἦν τοιοῦτος ἀνὴρ ἐν τῷ βίῳ διαγενόμενος οἷος δὴ Χαρίδημος τάχα ἔμελλεν ἔσεσθαι . οὐ γὰρ
. γενόμενος : λείπει ἡ διά , ἵν ' ᾖ διαγενόμενος πανταχῇ : τῆς Κερκύρας πανταχῇ προσεποιήσαντο : ἰδιοποιήσαντο .
7211646 λιπωσι
ιγ , ἐάν τε προσλάβωσι ΔΥ ιβ , ἐάν τε λίπωσι , ποιοῦσι ⃞ον . δεήσει ἄρα ΔΥ ιβ ἴσας
τε προσλάβωσι τὸν δὶς ὑπ ' αὐτῶν , ἐάν τε λίπωσι , ποιοῦσι ⃞ον , ἐκτίθεμεν δύο ἀριθμούς , τόν
7206575 Διονυσιακης
μέρος αὐτῶν αἱ τῶν πενταετηρίδων δηλοῦσι γραφαί . τῆς δὲ Διονυσιακῆς πομπῆς πρῶτον μὲν προῄσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σιληνοί
βιαζόμενος δ ' ἂν καὶ ἐπ ' ἐκείνων εἴποι τις Διονυσιακῆς ἀγωνίας ἀθληταί . καὶ καλοῦνται μουσικοὶ καὶ Διονυσιακοὶ τεχνῖται
7201981 ἐρρωμεναι
αἱ ἀρτηρίαι , φησί , μεγάλως σφύζουσιν , ἢ πρὶν ἐρρωμέναι συστέλλονται ῥωμαλέαι ] ἰσχυραί ἀτύζει δὲ νῦν ἀτενίζει ,
γὰρ κινήσεων καὶ ἕξεων αἱ μέν εἰσιν ἁπλῶς ἀγαθαὶ καὶ ἐρρωμέναι καὶ κατὰ φύσιν : αἱ γὰρ κινήσεις τῶν ὑγιαινόντων
7201937 ἐνοχλουσης
μεγάλην τὴν ἐγγὺς τοῦ πάσχοντος μέρους : κακοχυμίας δὲ μόνης ἐνοχλούσης , καθαρτέον : συνελθόντων δ ' ἀμφοῖν , ἀμφοτέραις
δὲ τοῦ παιδὸς καὶ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῷ σφοδρότερον τοῦ θεράποντος ἐνοχλούσης καιρὸν ἐπιτηρήσας ὃν ᾠήθη καλῶς ἕξειν αὑτῷ , πεῖραν
7200104 περισχεθεντα
: κρανείας δέ ἐστι ταῦτα , ἰσχυρὰ ἄγαν . εἶτα περισχεθέντα τῷ ἀγκίστρῳ καὶ τὸ δέλεαρ καταπιόντα τὸν σκώληκα ἀνέλκουσι
τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα καὶ κλάδοις περισχεθέντα καὶ ἐμποδίζοντα ἐς τὸν ὠκὺν δρόμον ὑπὸ ῥύμης τὸ
7198483 μεσαβων
νόει , ἐπεὶ καὶ αὐτὰ μέσον εἰσὶ τῶν βοῶν . μεσάβων : τὰ μέσαβα τῶν μεσάβων : λέγονται δὲ αἱ
φησι , πασσαλίσκον ἑλκέτω ὁ μέσος τῶν βοῶν λῶρος . μεσάβων : ὁ πρὸς τὸν ζυγὸν πλατὺς ἱμὰς ὃς εἰς
7197057 κλαοντες
θέλει οὐδὲ τῆς ἀνάγκης καλούσης εὐλύτως ὑπακοῦσαι αὐτῇ , ἀλλὰ κλάοντες καὶ στένοντες πάσχομεν ἃ πάσχομεν καὶ περιστάσεις αὐτὰ καλοῦντες
, οἰκτρῶς ὑπὸ τοῦ πάθους διακείμενοι καὶ ἀθλίως ἐκπεπτωκότες , κλάοντες καὶ παρακαλοῦντές με μὴ περιιδεῖν αὐτοὺς ἀποστερηθέντας τῶν πατρῴων
7190836 ἐφωδευσα
καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν δοῦναι αὐτοῖς . Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς , καὶ ἴδον τόπον
θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων . ὀνόματα ζʹ ἀρχαγγέλων . Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου . καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν
7176244 ἐκαυσαν
κώμης δύο λόχους ἦγον οἱ στρατηγοί . . ὅσα μὲν ἔκαυσαν οἱ πελτασταὶ οἱ λοιποὶ ἔκαιον . μακρὰν δὲ λέγει
κεῖται . οἱ οὖν Ἕλληνες προσποιούμενοι ἀφικνεῖσθαι εἰς τὰ οἰκεῖα ἔκαυσαν τὰς ἑαυτῶν σκηνὰς καὶ ἔπεμψαν Σίνωνα σημᾶναι αὐτοῖς ὅταν
7168538 μετενοουν
τῆς ἐνέδρας τότε πρῶτον ᾔσθοντο καὶ τὴν Μακεδονίαν δόντες αὐτῷ μετενόουν . ἰδίᾳ τε αὐτῶν οἱ δυνατοὶ ἐπέστελλον τῷ Δέκμῳ
“ [ ὑπὸ δυστήνων δουλαρίων ] . οἱ δὲ οὐ μετενόουν . Αἴσωπος καταρασάμενος αὐτούς , καὶ τὸν προστάτην τῶν
7167757 τραπειη
. Πρὸς τὸν πρῶτον δὲ ἔφη : Πῶς ἂν μὴ τραπείη [ τις ] εἰς ὑπερηφανίαν ; Ἀπεκρίθη δέ :
πλὴν εἰ μή πω ψιλὸν ὂν διὰ ἀσυνταξίαν εἰς δασὺ τραπείη , οἷον κέκαρται κέκαρθε , τέτιλται τέτιλθε : νένυκται
7156652 ἰκτερωδεα
διαφοινίσσονται , οἷα πληγῇσιν ἐπωδύνοισι , καὶ ἀποθνήσκουσιν . Τὰ ἰκτερώδεα , οὐ πάνυ τι ἐπαισθανόμενα , οἷσι λύγγες ,
, καὶ τὸ στόμα ἐκπικράζοιτο , γλῶσσα χλωρὴ , ὄμματα ἰκτερώδεα , ὄνυχες χολώδεες , οὖρον δριμὺ , ἄλλως τε
7150971 πλουσιωτεροι
νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία . τίνι μὲν γὰρ φίλοι πλουσιώτεροι ὄντες φανεροὶ ἢ Περσῶν βασιλεῖ ; τίς δὲ κοσμῶν
κρατήσοι , Ἀθηναίων ἔσται Ῥόδος ἅπασα , εἰ δὲ οἱ πλουσιώτεροι , ἑαυτῶν , ἐπλήρωσαν αὐτοῖς ναῦς ὀκτώ , ναύαρχον
7149920 καταλαβωσιν
ἢ ἀμφότεροι Ἥλιον καὶ Σελήνην ἢ καὶ ἀμφότερα τὰ φῶτα καταλάβωσιν , τῆς μὲν τοῦ θανάτου κακώσεως ἀπὸ τῆς αὐτῶν
ἑταῖροί γε τῆς ἀληθείας γενόμενοι ὑπαρκτὴν καὶ σεβάσμιον τὴν ἐπιστήμην καταλάβωσιν . Περὶ μὲν οὖν τοῦ κλήρου τῆς τύχης καὶ
7146091 ἀναθοροντες
οἱ λοιποὶ δ ' ἔς τι χῶμα πρὸ τοῦ στρατοπέδου ἀναθορόντες αὐτό τε διέσωσαν γενναίως ἀμυνόμενοι καὶ τὸν Ἀννίβαν ἐκώλυσαν
δὲ πρὸς μὲν τὴν κάμηλον ἐφοβήθησαν καὶ ὀλίγου δεῖν ἔφυγον ἀναθορόντες , καίτοι χρυσῷ πᾶσα ἐκεκόσμητο καὶ ἁλουργίδι ἐπέστρωτο καὶ
7144974 Δαιτα
τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν ,
τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος :
7140700 ἁλλομενοι
ἀστυγείτονας πόλεις διεσώθησαν , τινὲς δὲ διὰ τὸν φόβον ἀπρονοήτως ἁλλόμενοι κατεκρημνίσθησαν . τὸ δὲ πλῆθος ἦν τῶν ἐκπεσόντων ἐκ
εὐωνύμου χειρὸς παλαιὰν ἀπώλειαν σημαίνει κομίσασθαι . Ὄνυχες εὐωνύμου χειρὸς ἁλλόμενοι ὠφέλειαν δηλοῦσι μετὰ δυσκολίας τινός . Μάλη δεξιὰ ἁλλομένη
7138564 ἐλυπουν
ὃ δὲ τὰς Φαμέου μάλιστα ἐνέδρας , αἳ πολλὰ Ῥωμαίους ἐλύπουν , ἐρευνώμενος ἀνέστελλεν . ἐν δέ τινι χειμασίᾳ Σκιπίων
παρὰ τὰ ἔθη τῆς πολιτείας καὶ ἀργύριον ἀπαιτοῦντες τοὺς πολίτας ἐλύπουν , ἀρχήν τινα δουλείας τοῦτο νομίζοντας . Οἱ δὲ
7137769 ξυλευεται
ἐν τρισκαιδεκάτῃ τῶν Φιλιππικῶν φησί . Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται : παρόσον ἀνὴρ μέγας ὅταν σφαλῇ , πάντες κατ
τοῖς μὴ διὰ πειθοῦς εἴκουσιν . Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται : ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως λαμβανόντων ἃ πρότερον μόλις ἠδύναντο
7134522 Τιβεριν
καὶ Ἰβηρίας ποταμός . ἔστι καὶ Ἰταλίας τρίτος περὶ τὸν Τίβεριν ποταμόν . × . δομήσαντες ω : τὸ δο
δὲ βρέφη Φαιστύλῳ ποιμένι Λαβρεντίας ἀνδρὶ ἐδίδοντο ῥῖψαι περὶ τὸν Τίβεριν ποταμόν , ἃ ἡ τούτου γυνὴ λαβοῦσα ἀνέτρεφεν :
7121438 ἐκθεοντες
πολλὰ συνέτριβον , βρόχοις δὲ τὰ δρέπανα περιέσπων καὶ πολλάκις ἐκθέοντες ἄφνω συνετάρασσον ἀεί τι καὶ κτείναντες ἐπανῄεσαν . ὡς
θύρας , αἵτινες αὐτοῖς κατὰ τὰ μεσοπύργια μικραὶ ἦσαν , ἐκθέοντες ἐκ χειρὸς ἔπαιον τεταραγμένους . Ἀλέξανδρος δὲ πέμπει Ἀλκέταν
7119858 ξυμπασαι
ἐκ πλαγίων κοιλότητας . δώδεκα δ ' εἰσὶν ἑκατέρωθεν αἱ ξύμπασαι πλευραί , ὧν τινὲς μὲν τῷ στέρνῳ συνάπτονται ,
ῥομβοειδεῖς , αἳ δὲ ἐς ἔμβολον ξυνηγμέναι . ἀγαθαὶ δὲ ξύμπασαι αὗται αἱ τάξεις ἐν καιρῷ ταττόμεναι , καὶ μίαν
7119378 οὐροι
' ἐείκοσιν ἤματ ' ἔχον θεοί , οὐδέ ποτ ' οὖροι πνείοντες φαίνονθ ' ἁλιαέες , οἵ ῥά τε νηῶν
, ὅσσοι τ ' Αἰγύπτοιο πολυψαμάθοισιν ἐπ ' ὄχθαις βουκολίων οὖροι , Λοκροί , χαροποί τε Μολοσσοί . Εἰ δέ
7116293 πεφρικασι
ὕδωρ καὶ φύγον ἄλγεα πάντα , σὲ δ ' εἰσέτι πεφρίκασι . σῷ δὲ μένει καὶ τῆλε περᾷς , ὅσον
τοῦ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται . τὸ δὲ πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι καὶ ὅσα τοιαῦτα χαλδαϊκῆς ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου ὡς τὸ
7115709 μεινωσιν
πέτρα . ὁ μητροφόντης δ ' , ἢν δορυξένων ἐμῶν μείνωσιν ὅρκοι Πυθικὴν ἀνὰ χθόνα , δείξω γαμεῖν σφε μηδέν
εἰς τὴν πόλιν παρεμπεσεῖν , ἢ βραχύν τινα χρόνον ἐπὰν μείνωσιν , ὑπὸ τῶν βελῶν τυπτόμενοι ἀπολοῦνται . τινὰ δὲ
7107338 διεστωσαι
κυμάτων . Σημεῖον δὲ τοῦ κλύδωνος αἱ προσκείμεναι νῆσοι , διεστῶσαι μὲν ἀλλήλων , διὸ καὶ Σποράδες εἴρηνται , περιηχοῦσαι
. Διθύραμβος . ὕμνος εἰς Διόνυσον . Διασφάγες . αἱ διεστῶσαι πέτραι . Διφροφορευμένους . φορείοις φερομένους . Ἐγχρίμψαι .
7105871 αὐξανηται
ἕως ἂν αὔξηται τὸ σῶμα ἔτι . Ὅταν δὲ μηκέτι αὐξάνηται , αὐτέῳ τῷ ὀφθαλμῷ σκεψάμενος τὰ βλέφαρα λεπτύνειν ,
τόπον , ὅταν δ ' ἠρεμῇ μὲν κατὰ τόπον , αὐξάνηται δὲ ἢ φθίνῃ ἢ ἀλλοιούμενον τυγχάνῃ , κατά τι
7105678 ἀνοιδισκεται
ψύξας ἐπίβαλλε τὸν χυλὸν κατὰ βραχὺ προσέχων μήπως ἀναβράσῃ : ἀνοιδίσκεται γὰρ ὡς ὑπερχεῖσθαι τῆς χύτρας : ὅταν δὲ καταστῇ
, ἢν μὲν ᾖ δριμὺ καὶ κολλῶδες , φλεγμαίνει καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ ξυντείνει ὁ τράχηλος , καὶ οὕτω προΐει ἐς
7103029 διακεχωρισμενως
Ἀποτροπάδην : εἰς τοὐπίσω τρεπόμενοι , φεύγοντες , φευκτικῶς , διακεχωρισμένως . λοξόν : πλάγιον , στρεβλόν . φάος :
ταῖς ὀρειναῖς κοίταις , ὄρεσιν . ἀποσταδόν : μακρόθεν , διακεχωρισμένως . Ἀθλέων : πειρῶν ἑαυτόν . βριαρόν : δυνατόν
7097768 εὐτονοι
καὶ τοῖς ὄγκοις εἰσὶ συνεσταλμένοι καὶ διὰ τὴν συνεχῆ γυμνασίαν εὔτονοι : τῆς γὰρ κατὰ τὴν τρυφὴν ῥᾳστώνης πολὺ κεχωρισμένοι
ϲιτία καὶ μὴ ἐμέῃ , ϲφυγμοὶ δὲ μεγάλοι τε καὶ εὔτονοι ἔωϲι καὶ ἡ ξύνταϲιϲ ἀπολείπῃ , θέρμη δὲ πάντα
7096073 Ἐπιτεινομενης
πως γίνονται , ἐπαυξανομένης τῆς διαστολῆς μέχρι τελείας ἀκμῆς . Ἐπιτεινομένης δὲ τῆς θερμασίας , πρῶτον τὸ μέγεθος αὔξεται ,
, οἱ βουβῶνες τείνονται καὶ τὰ σκέλη δυσίατα γίνονται . Ἐπιτεινομένης δὲ τῆς φλεγμονῆς , πυρετοὶ ἐπιγίνονται καὶ πόνος στομάχου
7095206 θηρευται
, ἀλλ ' ἐπὶ τὴν γῆν ἐξελαύνουσιν , [ ὡς θηρευταὶ κύνες ὑλακῇ τὰ φανέντα τῶν θηρίων μεταδιώκοντες , ὥστε
δὲ τῶν κεράτων μορφῇ ἐπετέρπετο . ἄφνω δέ τινες ἐφίστανται θηρευταὶ καὶ ταύτην ἐδίωκον . καὶ καθ ' ὅσον μὲν
7093758 μογεροι
βελέεσσιν . Ὡς δ ' ὅτ ' ἀπὸ σταθμοῖο κύνες μογεροί τε νομῆες κάρτεϊ καὶ φωνῇ κρατεροὺς σεύουσι λέοντας πάντοθεν
' ἐν οὔρεσιν ἀσχαλόωσα ἥν τ ' ἀπὸ μεσσαύλοιο κύνες μογεροί τε νομῆες σεύοντ ' ἐσσυμένως , ἣ δ '
7089363 ἀκριες
ἀθάνατος . Ἀκράγαντα : ἀρσενικῶς Ἀττικοί , θηλυκῶς Ἴωνες . ἄκριες : λόφοι ὀρῶν οἱ καὶ ἄμβωνες . ἀκροθίνια :
πύργους βαλεῖν ἔσπευδον ἐν τάχει κάτω , θυμοῦ πνέοντες ὥσπερ ἄκριες ζάλης . Ὁ λαμπάδας δὲ φωσφόρους κακοχρόους καιροῖς ἀνίσχων
7085048 Ἑνδεκατῃ
: οὐ παρέκρουσεν : ἐκοιμᾶτο μᾶλλον : κοιλίη ἐπέστη . Ἑνδεκάτῃ οὔρησεν εὐχροώτερα , συχνὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διῆγε κουφότερον
, διὰ τῶν αὐτῶν . Δεκάτῃ , πάντα ξυνέδωκεν . Ἑνδεκάτῃ , ἵδρωσεν οὐ δι ' ὅλου : περιέψυξε μὲν
7082048 ἐθελημοι
ἄρουρα αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον . οἳ δ ' ἐθελημοὶ ἥσυχοι ἔργ ' ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν . ἃ
ἥσυχοι , χωρὶς ταραχῆς , εἰρηνικῶς , ἐπιῤῥηματικῶς καὶ τὸ ἐθελημοὶ καὶ τὸ ἥσυχοι , τὰ ἔργα τῆς γῆς ἐκαρποῦντο
7079260 εἰρεσιωνη
' ἐκπλήξεως φαίνεται καὶ μεγάλης τινὸς ἐμφάσεως χρῆσθαι τούτῳ . εἰρεσιώνη κλάδος ἦν ἐλαίας ἐρίοις πεπλεγμένος : ἐξήρτηται δὲ αὐτοῦ
μῆνα Πυανεψιῶνα : πύανα γὰρ ἕψουσιν ἐν αὐτοῖς καὶ ἡ εἰρεσιώνη ἄγεται . Πύγελα : Λυσίας ἐν τῷ ὑπὲρ Βακχίου
7075177 ἐφιδρουντες
καταψύξιος ἱδρώδεος ταχὺ ἀναθερμαινόμενα , κακόν . Οἱ ἐν ὀξέσιν ἐφιδροῦντες , ὑποδύσφοροι , κακόν . Οἱ παραλόγως , κενεαγγείης
ἄλλως τε καὶ στῆθος ἐπώδυνοι , καὶ ἐν τοῖς ῥίγεσιν ἐφιδροῦντες , καὶ ὄρχιας ἐπαίρονται : τούτου προσγενομένου , ἐπιῤῥιγοῦσι
7067314 τρεμουσιν
ματαιότητα γαστριμαργίαν τε καὶ οἰνοφλυγίαν καὶ λαγνείαν καὶ μάλιστα εἰ τρέμουσιν οἱ ὀφθαλμοί . ὀφθαλμοὶ μικροὶ ὑπότρομοι γλαυκοὶ ἀναιδεῖς ,
εὐκρινείας . Ἐγρήσσει . γρηγορεῖ , ἐγρηγορεῖ . τρομέουσι : τρέμουσιν . Φέρτερον : τὸν ἰσχυρότερον . ἀντιόωντα : ἐξ
7065760 κολυμβηται
πλεονασμὸν τοῦ π , ἤτοι οἱ δύνοντες ἐν τοῖς βυθοῖς κολυμβηταί . στυγέουσιν : μισοῦσιν . Εὖτε : ἡνίκα ἴδωσιν
εἰς τὰ φρέατα κολυμβῶσιν θαρραλέως ; Ἔγωγε , ὅτι οἱ κολυμβηταί . Πότερον διότι ἐπίστανται ἢ δι ' ἄλλο τι
7065065 ἐσθορειν
δηλονότι . . ἐπισχέθοι ] κωλύσει τῆς ὁρμῆς . . ἐσθορεῖν ] εἰσπηδῆσαι . πωλικῶν θ ' ἑδωλίων ] παρθενικῶν
. Ξ ἐσθορεῖν ] πηδῆσαι . ἐσθορεῖν ] ὁρμᾶν . ἐσθορεῖν ] πηδᾶν . ἐσθορεῖν ] ἐσπηδῆσαι . θ δόμον
7061275 φρυκτωριαι
. ὀλολυγμὸν ] μετὰ θρήνου ὕμνον . λαμπάδι ] τῆι φρυκτωρίαι . ἐπορθιάζειν ] ὀξέως ποιεῖν προσφέρειν ἐκείνηι . Ἰλίου
ἀλεκτόρων πικρὰς στεγανόμους ὄρνιθας . οὐδὲ ναυφάγοι λήξουσι πένθους δυσμενεῖς φρυκτωρίαι πτόρθου διαρραισθέντος , ὃν νεοσκαφὲς κρύψει ποτ ' ἐν
7060452 διασπωσιν
ἐὰν δὲ ἐπιφθαλμίσωσιν ἑτέροις , τὸν μὲν ἄῤῥενα οἱ ὁμογενεῖς διασπῶσιν , αἱ θήλειαι δὲ τὸν θηλυκόν . Οὗτος ἄρα
. ταῦτά γε γὰρ ὁρῶσι πάντα κυκώμενα , καὶ ἔτι διασπῶσιν οἱ ποιηταὶ ῥυθμὸν μὲν καὶ σχήματα μέλους χωρίς ,
7056623 ἡμιθνητες
τῶν ἄλλων . . κύρισσον ] προσέκρουον : πεσόντες γὰρ ἡμιθνῆτες ποσί τε καὶ κεφαλῇ ἐστροβοῦντο . εἴρηται δὲ τὸ
μένοντες , οἱ δὲ ἐκθέοντες ἐγκαταλαμβανόμενοι , οἱ δὲ ἀπολειφθέντες ἡμιθνῆτες , οὐκ ἔχοντες ἐξαναδῦναι οὐδὲ αὑτοὺς ῥύσασθαι , κακῶν
7055390 προσελοι
: Προσελούμενον ἀντὶ τοῦ ὑβριζόμενον . ἐξ οὗ λέγονται καὶ πρόσελοι οἱ Ἀρκάδες , ὡς ὑβρισταί . * : Πρόσελοι
προσηλούμενον . προσκεκαρφωμένον , ὑβριζόμενον . ἔνθα καὶ οἱ Ἀρκάσι πρόσελοι ἄνδρες ὑβρισταί . λέγουσι δὲ εἶναι τοὺς Ἀρκάδας ,
7054580 σαινοντες
θῆρες δ ' εἰλυούς τε κατὰ ξυλόχους τε λιπόντες οὐρῇσιν σαίνοντες ἐπήλυθον . ἡ δὲ καὶ ἄλλο θῆκε τέρας ,
καὶ οἰκείους καὶ τὰ πεπορισμένα κτήματα . ὅθεν ἐρρωμένοι καὶ σαίνοντες τοὺς δεσπότας ἀγαθὴν οἰκουρίαν καὶ περὶ τὴν γυναῖκα καὶ
7049267 ταλαιπωριης
παῦροι ταύτην διαφυγγάνουσι . Φθίσις δευτέρα : γίνεται μὲν ἀπὸ ταλαιπωρίης : τὰ αὐτὰ δὲ πάσχει ὡς ἐπιτοπλεῖστον , ἃ
καὶ ὑπὸ καύματος , καὶ ὑπὸ πυρετῶν , καὶ ὑπὸ ταλαιπωρίης καὶ ἀκρασίης : καὶ ὁκόταν ὑπερξηρανθῇ , ἕλκει τὸ
7047503 προσλαβωσι
οἱ τὰ σώματα εὐπαγεῖς , ὅταν τὴν ἐξ ἀθλητικῆς ἄσκησιν προσλάβωσι , νευροῦνται δύναμιν ἀνανταγώνιστον καὶ εὐεξίαν ὑπερβάλλουσαν κτώμενοι ,
ἑπτακοσίοις . Οἱ δέ γε περὶ Δηίμαχον τοῖς τρισμυρίοις ἐὰν προσλάβωσι τὸ ἐπὶ τὴν Ταπροβάνην καὶ τοὺς ὅρους τῆς διακεκαυμένης
7047229 Σαλα
Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν ὢν ἐτῶν ρλʹ , τούτου δὲ υἱὸς Ἕβερ
ὢν ἐτῶν ρʹ ἐτέκνωσεν τὸν Ἀρφαξάθ , Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν ὢν
7046729 ἐμπεσοιεν
εἴ τινες προσέχοιεν τῷ πλήθει τῷ ὑμετέρῳ εἰς τὴν ἐσχάτην ἐμπέσοιεν ἀθυμίαν , ὁρῶντες ὑμᾶς αὑτοὺς μὲν παρακαλοῦντας ἐπὶ τὸν
Μεσσήνιοι συνεστραμμένοι μετ ' ἀλλήλων , ὁπότε ἀθρόοι τοῖς Ἀκαρνᾶσιν ἐμπέσοιεν , ἐτάρασσον μὲν τοὺς κατὰ ταὐτὸ ἑστηκότας καὶ ἐφόνευόν
7046705 διενται
θήρην ὁπλίζεο τοῖα γένεθλα αἰχμητῶν σκυλάκων , τοὶ κνώδαλα πάντα δίενται . χροιαὶ δ ' ἀργενναί τε κακαὶ μάλα κυάνεαί
; αἳ δέ τ ' ἄνευθεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται . οὔτε νεώτατός ἐσσι μετ ' Ἀργείοισι τοσοῦτον ,
7045335 ὑπαυγοι
στηρίζοντες χρόνου πολλοῦ καὶ βραδυτῆτος αἴτιοι γίνονται , οἱ δὲ ὕπαυγοι ἀμαυρὰς τὰς πράξεις ποιοῦσιν . καθολικῶς δὲ ἐκ παρατηρήσεως
σημαίνει τῷ οἰκείῳ αὐτοῦ προσώπῳ . ἐὰν δὲ ἄμφω ὦσιν ὕπαυγοι ἔσται ἀνακωχὴ τῆς δίκης πρὸς χρόνον καὶ πάλιν ὕστερον
7042493 Δακρυα
γὰρ εὐχαὶ τὰς κείνης εὔξατ ' ἐπ ' ἠιόνος . Δάκρυα καὶ κῶμοι , τί μ ' ἐγείρετε , πρὶν
μὴ ἐῶσα τραφῆναι , ποιεῖ τοὺς γαλιάγκωνας . ιζʹ . Δάκρυα ἐν τοῖσιν ὀξέσι τῶν φλαύρως ἐχόντων , ἑκόντων μὲν
7039538 περιστερον
λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Ἀθηναίαις αὐταῖς τε καὶ ταῖς ξυμμάχοις . πάλιν
λαρυγγικόν τιν ' ἐπὶ μισθῷ ξένον . Ἀπόπεμψον ἀγγέλλοντα τὸν περιστερόν . Εὐθὺς γὰρ ὡς ἐβαδίζομεν ἐν Ἄγρας . Ἀθηναίαις
7038655 Σιληνοι
τούτους ἐπορεύοντο ὄνων ἶλαι πέντε , ἐφ ' ὧν ἦσαν Σιληνοὶ καὶ Σάτυροι ἐστεφανωμένοι . τῶν δὲ ὄνων οἳ μὲν
οἳ δὲ μίλτῳ καὶ χρώμασιν ἑτέροις . μεθ ' οὓς Σιληνοὶ δύο ἐν πορφυραῖς χλανίσι καὶ κρηπῖσι λευκαῖς . εἶχε
7038129 σφακελισαι
τῶν ἐν τοῖς στόμασιν ἑλκῶν πλησίον ἐστὶν ὀστῶν καὶ κίνδυνος σφακελίσαι , σφοδροτάτων δεῖται φαρμάκων , καὶ δεῖ λεαίνοντας τῶν
τι ἄλλο φλεγμαίνει ἕλκος ἢ μέλλει , καὶ ὅ τι σφακελίσαι κίνδυνος , καὶ τοῖσιν ἕλκεσι καὶ φλέγμασι τοῖσιν ἐν
7037769 ἠρεθιζεν
αὐτῆς , πρὸς ὄλεθρον τοῦ Πηλέως τοῦτον ⌈ δὲ ⌈ ἠρέθιζεν : [ ἠρέθισεν : ] ⌈ μαθὼν γὰρ οὗτος
Ῥωμαῖοι ταχέως αὐξανόμενον τὸν Περσέα ὑφεωρῶντο : καὶ μάλιστα αὐτοὺς ἠρέθιζεν ἡ τῶν Ἑλλήνων φιλία καὶ γειτνίασις , οἷς ἔχθος
7034195 ἀφροντιστουντων
τρέφει ἡ Λιβύη . Ἀετὸς θρίπας ὁρῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντιστούντων καὶ καταφρονούντων . Ἀζάνια κακά : ἐπὶ τῶν κακοῖς
τὸν θεὸν ἐξαπατήσεις . Ἀετὸς θρίπας ὁρῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντιστούντων τῶν μικρῶν . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ '
7022355 ἀνελπιστοι
ἢ τῇ περιουσίᾳ τοῦ ναυτικοῦ ἰσχύοντες . καὶ νῦν οὔτε ἀνέλπιστοί πω μᾶλλον Πελοποννήσιοι ἐς ἡμᾶς ἐγένοντο , εἴ τε
ὑπολιπόντας „ τὴν ἀρχήν : τῶν Ἑλλήνων δηλονότι . οὔτε ἀνέλπιστοί πω . . . : οὐδὲν μᾶλλον ἀπηλπίκασι Πελοποννήσιοι
7020330 περιφοβοι
. τῇ δὲ τῶν ἐθνῶν τούτων ἀπωλείᾳ πάντες οἱ πλησιόχωροι περίφοβοι γενόμενοι προσεχώρησαν τῷ βασιλεῖ . ὁ δ ' Ἀλέξανδρος
Οἱ δ ' ὕπατοι τῇ κατόπιν ἡμέρᾳ συνεκάλουν τὴν βουλὴν περίφοβοι ὄντες ἐπὶ τοῖς καινοτομουμένοις καὶ τὴν τοῦ Βρούτου δημοκοπίαν
7019305 ῥυπτεται
οὐχ , ὡς νῦν , δύο . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα λαμβάνοντας * *
καὶ πατουμένων . καὶ γὰρ οὔροις καὶ τοῖς ἄλλοις ταῦτα ῥύπτεται , καὶ πλυνόμενα περιυβρίζεται καὶ πατούμενα . πέλαγος ἡ
7015548 κεφαλαλγικοι
φέρονται . Ἦρά γε οἷσι τὰ παρ ' ὦτα , κεφαλαλγικοί ; ἦρά τι ἐφιδροῦσι τὰ ἄνω ; ἦρά τι
φέρονται . Ἦρά γε οἷσι τὰ παρ ' ὦτα , κεφαλαλγικοί ; ἦρά τι ἐφιδροῦσι τὰ ἄνω ; ἦρά τι
7014446 ἐπιπεμπουσι
ὀργάνοις μέσοις πολλοῖς οἱ θεοὶ χρώμενοι τὰ σημεῖα τοῖς ἀνθρώποις ἐπιπέμπουσι , δαιμόνων τε ὑπηρεσίαις καὶ ψυχῶν καὶ τῆς φύσεως
φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν , οἵους δὲ παλαμναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπουσι ; τοῖς δὲ φθιμένοις τὰς τιμὰς διαμένειν ἔτι ἂν
7012358 ἐγκαναξον
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε .
7011010 Καλουνται
πόλις ἐστὶν ἐν τῷ ἐνδοτάτῳ τόπῳ τοῦ Ἀραβικοῦ κόλπου . Καλοῦνται δὲ οἱ ἐνοικοῦντες Ἐλάσιοι . Τὸ ἐτάνυσεν οὐκ ἀντὶ
τὸν τελευταῖον ] , ὅπερ ἀναπαίστου μιᾷ ἐνδεῖ συλλαβῇ . Καλοῦνται δὲ ταῦτα πάντα ἀποθέσεις . Παντὸς μέτρου ἀδιάφορός ἐστιν
7006704 φορβης
: σπουδῇ τ ' ἐξήλασσαν , ἐπεί τ ' ἐκορέσσατο φορβῆς : ὣς τότ ' ἔπειτ ' Αἴαντα μέγαν Τελαμώνιον
καὶ μεταθέσει τῶν δύο συμφώνων , βρέφος : τὸ δεόμενον φορβῆς . Βράγχος , παρὰ τὴν μίμησιν τῆς γινομένης αὐτῷ
7006608 ῥοφανειν
κρέα σκυλακίου ἢ ὀρνίθεια ἑφθὰ ἐσθίειν , καὶ τοῦ ζωμοῦ ῥοφάνειν : σιτίοισι δὲ ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι τὰς πρώτας ἡμέρας
φάρμακον , ἀλλ ' ὑποκλύζειν μαλθακῷ κλύσματι , καὶ διδόναι ῥοφάνειν τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ψυχρὸν δὶς τῆς ἡμέρης ,
7005475 τραχυτατον
βραχύν τινα χρόνον σκεψάμενοι καὶ πρὸς ἀλλήλους διαλεχθέντες , τὸν τραχύτατον ὧν ᾔδεσαν καὶ φαυλότατον ἐξήνεγκαν , ἰδιωτικὸν καὶ τοῦτον
περιϲτερεῶνι ἐν ἡλίῳ ϲὺν ὄξει τριβέντι κατάχριε ἢ ἀλκυόνιον τὸ τραχύτατον καύϲαϲ καὶ λειώϲαϲ ϲὺν ἐλαίῳ ἀπὸ λύχνου κατάχριε ἢ
7005079 Μυτιληνη
ἐπὶ Ἄλβου ἄρχοντος τῆς Ἀσίας , καὶ τοῦτο μὲν δὴ Μυτιλήνη κατηνέχθη μικροῦ πᾶσα , τοῦτο δὲ ἐν πολλαῖς τῶν
' αὐτῆς τῇ Ἰκάρῳ καὶ Μυκόνῳ πυνθάνονται πρῶτον ὅτι ἡ Μυτιλήνη ἑάλωκεν . βουλόμενοι δὲ τὸ σαφὲς εἰδέναι κατέπλευσαν ἐς
7004306 συγκρουσιος
ἐπὶ τῶν διὰ λόγων ἢ ὠφελούντων ἢ βλαπτόντων . Γέλως συγκρούσιος : Ἄκοσμος καὶ ἄτακτος : παρόσον τινὲς γελῶντες τὰς
ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐδοκιμούντων . Γέλως συγκρούσιος : ὁ ἄκοσμος καὶ ἄτακτος . ἀπὸ τοῦ κρούειν
7004093 περιισταμεθα
πλὴν ἀναιδείας οὐδέν . βασιλεὺς ἐπέσταλκε σὺν ἀμηχάνῳ κάλλει καὶ περιιστάμεθα τὰς ἐπιστολάς . χωρεῖ παρὰ τὴν μητέρα τῶν θεῶν
πάντες ἦμεν ὕστεροι , καὶ ὁπότε εἰσίοι τι λέξων , περιιστάμεθα τὸν θρόνον οἱ διεσπαρμένοι : τοσοῦτον δεινότητος ἐν τοῖς
7003972 ͵͵α
ἀριστερῶν μερῶν , μέχρι τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου στάδιοι ͵͵α ͵αχοʹ . Ἀπὸ δὲ τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου
τὸ μὲν ἀρκτῷον αὐτῆς ἄκρον ἀπὸ τοῦ ἀρκτῴου ὁρίζοντος σταδίους ͵͵α ͵δσνʹ : τὸ δὲ δυτικὸν αὐτῆς ἄκρον [ ἀπὸ
7003382 ἐπερων
ἄμφω γενομένου τραπέντες οἱ τοῦ Σύφακος ἐς φυγὴν τὸν ποταμὸν ἐπέρων , ἔνθα τις αὐτοῦ τὸν Σύφακος ἵππον ἔβαλεν :
, τὸν δὲ στρατὸν ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ἐς τὸ Βρεντέσιον ἐπέρων ὡς χρησόμενος δὴ ἐς τὰ ἐπείγοντα . καὶ σὺν
7000534 Φιδηναιοι
εἰσάγεσθαι τοῖς ἔνδον μήτε ὅπλα μήτε ἄλλην βοήθειαν μηδεμίαν . Φιδηναῖοι μὲν δὴ τειχήρεις ἐγένοντο καὶ πρὸς τὰς Λατίνων ἐπρεσβεύοντο
ἀγῶνος γενομένου καὶ πολλῶν πεσόντων ἀφ ' ἑκατέρων ἡσσηθέντες οἱ Φιδηναῖοι τρέπονται πρὸς φυγήν , ὁ δ ' ἐκ ποδὸς
6999317 ἐξεβακχευθη
. θέλει δὲ εἰπεῖν : τὴν πρὸς σὲ διάθεσιν καταλιποῦσα ἐξεβακχεύθη : τὸ σὸν λιποῦσα : ἀντὶ τοῦ φίλτρον .
ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν ; ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω
6996488 βουλυτος
χερσὶ στήσασθαι τὸ τέλος τοῦ πολέμου . . . . βουλυτός : Ἀρριανός : γίνεται μάχη καρτερὰ ἔστε ἐπὶ βουλυτὸν
ὁ μέγας ἐπιτατικὸν καὶ τὸ λιμός . . . . βουλυτός : ἡ δειλινὴ ἔργων . . . . βοῦνις
6991953 προεληλυθεσαν
ὅσοι τῶν βαρβάρων , πρὶν ἀφικέσθαι Λούκουλλον , ἐπὶ χορτολογίαν προεληλύθεσαν , οὐκ ἔχοντες ἐσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν Λουκούλλου περικαθημένου
' οὐχ ὑπήκουον . ἐπεὶ δ ' ὅσον τριάκοντα στάδια προεληλύθεσαν , ἀπαντᾷ Σεύθης . καὶ ὁ Ξενοφῶν ἰδὼν αὐτὸν
6991259 αἰγιδες
δὲ ἀργῆτες κλῄζονται , σκηπτοί τε ὅσοι κατασκήπτουσι , καὶ αἰγίδες ὅσοι ἐν συστροφῇ πυρὸς καταφέρονται , ἕλικες δὲ ὅσοι
εἴτ ' αὐτόματοι . Ἀχλύες , καὶ νεφέλαι , καὶ αἰγίδες ἐκλεαίνονταί τε καὶ ἀφανίζονται , ἢν μὴ τρῶμά τι
6990952 ῥεγκουσιν
πανδοκεῖον καὶ τὸ ῥέγχουσι ῥέγκουσι καὶ ἕτερα ἄττα βραχέα . ῥέγκουσιν ] ἀττικόν : ἔστι δὲ ποιὰ φωνή : λέγεται
' ἀλεκτρυόνος ἤκους ' ἐγώ . οἱ δ ' οἰκέται ῥέγκουσιν . ἀλλ ' οὐκ ἂν πρὸ τοῦ . ἀπόλοιο
6990510 βδελυξαιτο
ἁρπακτικάς . βδελύκτροποι ] ἃς ἰδών τις , φησὶ , βδελύξαιτο καὶ τραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ
ἁρπακτικάς . Βδελύκτροποι : ἃς ἰδών τις , φησί , βδελύξαιτο καὶ ἐκτραπείη μισήσας αὐτὰς ὡς δυσειδεῖς : ἀπὸ γὰρ
6987958 Ἐμφαινει
ἀλλὰ Ἀρσαφὴς λέγεσθαι , δηλοῦντος τὸ ἀνδρεῖον τοῦ ὀνόματος . Ἐμφαίνει δὲ τοῦτο καὶ ὁ Ἑρμαῖος ἐν τῇ πρώτῃ Περὶ
καὶ ἩΣΥΧΟΙ ταυτόν ἐστιν : ἡσύχως καὶ ἑκουσίᾳ γνώμῃ . Ἐμφαίνει δὲ διάθεσιν ψυχῆς ἀρίστης , ἀφ ' ἧς ἐστι
6987818 ἐληλυθαμεν
ἦν δ ' ἐγώ : ἀλλ ' ὅμως ἐπείπερ ἐνταῦθα ἐληλύθαμεν , ὅσον οἷόν τε σαφέστατα κατιδεῖν ὅτι ταῦτα οὕτως
καὶ πεφυζότες . . . , : εἰλήλουθμεν [ ἤγουν ἐληλύθαμεν ] , ὃ κατὰ τὸν ῥηθέντα Ἡρακλείδην πεποίηται διαλέκτοις

Back