| σιτίοισι καὶ ποτοῖσι καὶ πόνοισιν , ὑφ ' ὧν ὡς ξηρότατος ἔσται καὶ ἰσχνότατος . Ἡ δὲ νοῦσος αὕτη γίνεται | ||
| ὥστε τὰ ἐντὸς ὠμὰ εἶναι . ὁ δ ' ἐγκρυφίας ξηρότατος τῶν ἄρτων ἐστίν : ἔτι δὲ τούτου ἐργωδεστέρα ἡ |
| δὲ φθείρει γενεάν , ποίμναις δ ' οὐχ ἵει θαλερὰς βοσκὰς εὐφύλλων ἑλίκων : πόλεων δ ' ἀπέλειπε βίος , | ||
| , ἡ δὲ τίκτεται βροτοῖς ⌋ ? ⌊ μήλων τε βοσκὰς καὶ βίον Δημήτριον ⌋ ? ⌊ , ⌊ δενδρῶντις |
| δὲ γόνιμοι . λέγω δὲ τυφλοὺς ἀφ ' ὧν μηδεὶς βλαστός . οὗτοι δὲ καὶ φύσει καὶ πηρώσει γίνονται , | ||
| ἢ ἅμα γίνεται τοῖς καρποῖς : ἔτι δὲ αὐτὸς ὁ βλαστός : αἰεὶ γὰρ ἐπίφυσιν λαμβάνει τὰ δένδρα κατ ' |
| περιωδυνίαι ἴσχουσι , καὶ παραφρονέει , καὶ ἀποθνή - σκει ἑβδομαῖος , καὶ οὐκ ἂν ἐκφύγῃ , εἰ μὴ ῥαγείη | ||
| ἀνθρώπου , ὡς Ἱπποκράτης : ἄνθρωπός τις νοσήσας τὸν αἰῶνα ἑβδομαῖος ἀπέθανεν . . . . αἰώρα : ἀπὸ τοῦ |
| νεανίας ἐστί : βέλτιον γὰρ ἐπεξηγεῖται εἰπὼν ” τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη ” . . α : ὁ Ἀπίων τῷ | ||
| δάκρυον αὐτῶν εἰς ἤλεκτρον παγῆναι : σὲ δὲ , ὦ χαριεστάτη πόλεων , αὐτοῖς ὥρα τοῖς δένδρεσι θρηνεῖν . Ἐμοὶ |
| γεῦσις γὰρ ἅπασα δι ' ἁφῆς : ἀλλ ' οὐδὲ τροφὴ ὁ χυμός , ἀλλ ' ἥδυσμα τροφῆς . διασαφητέον | ||
| καὶ ἐπαυρίσκεται ἀπὸ τῆς γῆς ἕλκον τὴν ἰκμάδα , καὶ τροφὴ αὐτῷ ἐκεῖθέν ἐστιν : ὥστε μὴ θαυμάζειν ἑτερόκαρπα εἶναι |
| μολύβδῳ τὰ δύο ἐναντία ἀνατίθησιν , ἐπεὶ ὑγρός ἐστιν καὶ ξηρὸς κατὰ τὴν αἴσθησιν . Καὶ τὰ τρία ἔχει ἐν | ||
| τρίψαντες καὶ ὕδωρ ἐπιχέαντες ἀπηθοῦσι καὶ λαμβάνουσι τὴν ὑπόστασιν : ξηρὸς δὲ δῆλον ὅτι καὶ ἐλάττων ὁ χυλὸς τούτων . |
| : τὸ χαριὴς , ἐξ οὗ καὶ χαριέστερος : καὶ ὑγιὴς , ἐξ οὗ τὸ ὑγιέστερος συγκριτικῶς . Ὑμήν : | ||
| τὸ φανερὸν ἄγειν τὸ ἀδίκημα , ἵνα δῷ δίκην καὶ ὑγιὴς γένηται , ἀναγκάζειν τε αὑτὸν καὶ τοὺς ἄλλους μὴ |
| Μυκάλῃ καταντικρὺ Σάμου . ἔγραψεν ἰατρικὰ βιβλία θʹ . Ἐρασίστρατος διαφανὴς ἰατρὸς ἐπὶ Σελεύκου ἐγνωρίζετο , ὃς διαγνοὺς Ἀντίοχον τὸν | ||
| τῶν θηρίων καὶ διὰ τὰ τοπάζια . λίθος δέ ἐστι διαφανὴς χρυσοειδὲς ἀποστίλβων φέγγος , ὅσον μεθ ' ἡμέραν μὲν |
| φωνῆς τοῦ ποσοῦ εἶναι : ὁ γὰρ λόγος διανοίας ἐστὶ σημαντικός , καὶ διὰ τοῦτο σύνθετός ἐστιν ὡς συγκείμενος ἐξ | ||
| τι ἐξ ἀμφοτέρων , φωνῆς φημι καὶ στοιχείων , λόγος σημαντικός , ὥστε καὶ ὁ ὁρισμός ἐστιν ὁ ἐκ τῶν |
| κυρτός , ἔσωθεν δὲ κοῖλος ὑπάρχων , ὅπλῳ σκεπαστηρίῳ μάλιστα παραπλήσιος τῷ προμηκεστέρῳ τῷ καλουμένῳ θυρεῷ . καὶ τοὔνομά γε | ||
| τὸ περὶ σοῦ παρὰ πολλῶν ᾀδόμενον , ὡς οὐδείς σοι παραπλήσιος . Νῦν ἔδει τοὺς οἰκείους Γαυδεντίου πρὸς ἡμᾶς ὅσα |
| ἀμφοτέρῃσι : ῥόος ἐρυθρὸς ἐν τῇσι νεωτέρῃσιν . Καὶ ῥόος ἐρυθρὸς μὲν γίνεται ἐκ πυρετοῦ , μᾶλλον δὲ ἐκ τρωσμοῦ | ||
| ἄλλην ἅπασαν ὕλην διεσθίει . Χαλκὸς κεκαυμένος καλός ἐστιν ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει κινναβαρίζων , ὁ δὲ μέλας |
| , ἄμαχος , πρᾶγμα μεῖζον ἢ δοκεῖς . ἐκ διαδοχῆς καθαρὸς δοῦλος μεῖζον μεῖζον , μικρὸν μικρόν ἐπίδημος ἀνακάμψει ἀνὰ | ||
| ἐκείνους , τὰ δὲ καθ ' ἡμέραν τάδε : ἄρτος καθαρὸς εἷς ἑκατέρῳ , ποτήριον ὕδατος : τοσαῦτα ταῦτα . |
| μεταξὺ γενομένων ἡμερῶν , εἶτα διαιρεθεὶς ἐκ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ἀνώδυνος ὁμοίως ἐγένετο , θεραπευθείς τε τῷ διὰ κρόκου φαρμάκῳ | ||
| ἑσπέρην σεύτλου : καὶ τὴν νύκτα ὕπνος : καὶ σφόδρα ἀνώδυνος : καὶ τὴν ἐνάτην ᾔσθετο πρὸς ἡλίου δυσμάς : |
| : εἰ γὰρ ἐκ φλεγματώδεος φλεγματώδης , καὶ ἐκ χολώδεος χολώδης γίνεται , καὶ ἐκ φθινώδεος φθινώδης , καὶ ἐκ | ||
| , οἵα ἐστὶν ἡ ἐκ κέγχρων πυρία . εἰ δὲ χολώδης , τοῖς σπόγγοις τοῖς ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ὕδατος μόνοις |
| ἔμπροσθεν δὲ αὐτοῦ ἵστατο τράπεζα κρυσταλλοειδὴς ὅλος διὰ χρυσοῦ καὶ βύσσου : ἐπάνω δὲ τῆς τρα - πέζης ἦν βιβλίον | ||
| λῶμα καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίου . Λωτεῦντα : οἷον : |
| μὴ πάντα καθ ' ἡμέραν . οἶνος ἔστω λεπτός , διουρητικός : τοὺς δὲ γλυκεῖς οἴνους καὶ τὸ οἰνόμελι παραιτητέον | ||
| ῥώννυσιν , ἐρυγγάνειν ποιῶν , καὶ τὰς ὀρέξεις ἐγείρων : διουρητικός τέ ἐστι , καὶ ὑπνωτικὸς σφόδρα . Οὗτος ὁ |
| μόλυβδος , καὶ ἡ καλουμένη ὑδράργυρος . Τῶν δὲ συμφύλων οἶνος ἀθρόως ποθεὶς πολὺς ἀπὸ βαλανείου , ἢ γλυκὺ , | ||
| Τάβαι καὶ Σίνδα καὶ Ἄμβλαδα , ὅθεν καὶ ὁ Ἀμβλαδεὺς οἶνος ἐκφέρεται πρὸς διαίτας ἰατρικὰς ἐπιτήδειος . Τῶν δ ' |
| : τοὺς δὲ ἑταίρους ἀγνώμονας ὄντας καὶ ἀπερισκέπτους ἀπεθηρίωσεν ὁ κυκεών . συώδεις γὰρ ἦσαν καὶ ἀμαθεῖς καὶ ὑπὸ τῆς | ||
| χυμοὶ , ἐφ ' ὧν τὴν δύναμιν ἔχουσι , καὶ κυκεών : κακούργων , γάλα , σκόροδον , οἶνος ἀπεζεσμένος |
| τρίτης κατ ' ἄμφω τάξεως : ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς θερμὸς μὲν ὁμοίως , ξηραίνει δ ' οὐχ ὁμοίως , | ||
| ἕτερον πίων ἀπὸ τευθιάδα καὶ σηπιοπουλυποδείων . . ἁπαλοπλοκάμων . θερμὸς μετὰ ταῦτα παρῆλθεν ἰσοτράπεζος ὅλος μνηστης συνόδων πυρός . |
| ἡ γῆ ξηροτάτη εἴη : τότε γὰρ ἐν τοῖς ἐνύδροις ἀτμὸς ἀναδίδοται , καὶ ὡς νέφος μικρὸν ὁρᾶται . χειμῶνος | ||
| ἔβλαψεν λιγνύς ] φλόξ λιγνύς ] ἡ κνίσσα , ὁ ἀτμὸς πυρός . λιγνύς , ἤγουν αὐτὸ τὸ πῦρ αἶψα |
| ἐν τῷ αὐτῷ ζῳδίῳ ποιήσηται : ἐὰν δὲ παροδεύῃ , ἄτονος : ἐὰν δέ πως ἡ ἄφεσις εἰς κενὸν τόπον | ||
| νέαν , ὥς φασίν τινες , καὶ γὰρ νέα τις ἄτονος καὶ οὐ νέα τοὐναντίον εὔτονος : σώφρονα δὲ καὶ |
| ἔχουσι , κοὐδὲν ἀφ ' ὑὸς γίγνεται πλὴν ὑστριχὶς καὶ πηλὸς ἡμῖν καὶ βοή . ἐξιόντι μοι ἁλιεὺς ἀπήντησεν φέρων | ||
| ' Ἀλέξανδρον . ὡς δὲ ἐνέτυχε χωρίῳ , ἵνα οὐ πηλὸς αὐτῷ ἐφαίνετο , ἀλλὰ ὑπὸ ψάμμου γὰρ ξύμπαν ἦν |
| καὶ ταραχῇ πολλῇ προέρχεται , καὶ ἀκούσας τὰ ὄντα , μεστὸς γενόμενος δέους καὶ ἤδη νομίζων τοὺς δημίους ἐπ ' | ||
| δύνασθαι συνιδεῖν ; ὁ γὰρ ἐρῶν ὑποψίας ἐστὶ καὶ φόβου μεστὸς καὶ τὸ προστυχὸν ἐμποδὼν εἶναι πρὸς τὴν χρείαν ὑπονοεῖ |
| . ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ | ||
| εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς |
| θεραπείας : αὕτη δ ' ἐστὶν ἡ διὰ τῶν σκυταλίδων τρίψις : ἅμα γὰρ καὶ διακούει καὶ τρίβεται τεττάρων περιστάντων | ||
| φαίη θερμότητος , ἀλλὰ ξηρότητος εἶναι σημεῖον : ἡ γὰρ τρίψις ἐστὶν ἡ ποιοῦσα τὸ πῦρ : σφοδροτέρα δὲ ἐν |
| τὸ ω μέγα ποιητικῶς εἰς ο μικρόν . ἠερόεσσα : διαυγὴς , ἢ μελανοειδὴς ἀπὸ τοῦ ἀερῶδες τὸ σκοτεινόν : | ||
| δὲ τὸ διὰ τῆς ταυροκόλλης : ταυροκόλλα γὰρ καλὴ καὶ διαυγὴς ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος |
| ὁ ἀσπάραγος αὐτῆς ξηραίνει . τῶν δ ' ἄλλων λαχάνων ξηρότερος ὁ καυλός ἐστιν : ἔμπαλιν δὲ ῥαφανίδος καὶ γογγυλίδος | ||
| τὸν θῆλυν ἄκρως ἐπέχει φθόγγον . ὁ δὲ τοῦ ἡλίου ξηρότερος καὶ καυστικὸς διόλου τε θερμὸς καὶ δραστικὸς ἠχεῖ τὸν |
| δυνήσει ἑκάστῳ τὸ ἁρμόδιον καὶ ἐκ τούτων προσάγειν . Ἀσκληπιάδου πεσσὸς μήτρας καθαρτικός . Κύπερον , νίτρον , στυπτηρίαν σχιστὴν | ||
| , σουσίνου μύρου , τηλίνου τὸ ἀρκοῦν . Ὁ Ἐννεαφάρμακος πεσσὸς πρὸς φλεγμονάς . Κηρὸν λευκὸν , τερεβινθίνην , στέαρ |
| διακρίνειν μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα . Ἀλλὰ γὰρ αἴτιος ὁ ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος , ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων νουσημάτων | ||
| τῆς τοιαύτης χολώδους ὕλης περὶ τὸν ἐγκέφαλον : ὁ οὖν ἐγκέφαλος δεχόμενος τὴν τοιαύτην χολώδη ὕλην δι ' οἰκείαν ἰσχὺν |
| τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι , πάγη δ ' ἐν νηδύϊ χαλκός , ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων : ὃ δ | ||
| ' ἐγώ , “ ἔστ ' ἂν χαλκὸς μὲν ὁ χαλκός , τὸ δὲ ἔργον Δημήτριος ὁ Ἀλωπεκῆθεν εἰργασμένος ᾖ |
| θέσεως , ὥστε εἶναι πρὸς καθέδραν , φέρε εἰπεῖν , ἐπιτήδειος , ἀπὸ ταὐτομάτου καὶ οὐκ ἀπὸ τύχης λέγεται εἶναι | ||
| οὕτως ὑμεῖς ἀλογίστως ἔχετε . οὔτε γὰρ ἄξιος οὔτ ' ἐπιτήδειος οὔτε χείρων , ἀτυχὴς μέντοι δι ' ὑμᾶς , |
| ὡς μάλιστα , καὶ τῷ ποτῷ ὑγραίνειν , ἵνα ὁ πλεύμων ὑγρότερος ἐὼν ῥᾷον καὶ θᾶσσον ἀποδιδῷ τὸ πτύσμα καὶ | ||
| Εἴθε σου εἶναι ὤφελεν , ὦλαζών , οὑτωσὶ θερμὸς ὁ πλεύμων . Εἰ γὰρ μὴ νύμφαι γε θεαὶ Βάκιν ἐξαπάτασκον |
| λαβὼν καὶ μὴ λαβών . } Πολλῶν ὁ καιρὸς γίνεται παραίτιος : ἂν γὰρ μέγιστα κομπάσῃς φρονῶν μέγα , οὐκ | ||
| γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται . Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων |
| σιδήριον καθιέναι , καὶ πυκνὰ ἐξαιρέειν , ἵνα μᾶλλον ἀνέχηται θερμαινόμενος : καὶ οὔτε ἕλκος ἕξει ὑπὸ τῆς θερμασίης , | ||
| ἐπ ' ἄρτῳ ὀπτωμένῳ , λεπτὸν ἐξίσταται ἐπιπολῆς ὑμενοειδές : θερμαινόμενος γὰρ καὶ φυσώμενος ὁ ἄρτος αἴρεται : ᾗ δ |
| καὶ ἐκδεχόμενος τὴν ἔλευσιν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ . καὶ ἰδοὺ ὀσμὴ εὐωδίας ἤρχετο πρὸς αὐτὸν , καὶ φωτὸς ἀπαύγασμα : | ||
| ὁ τοῦ χρώματος τῷ σώματι τροπὴν ἐμποιήσας , οὐδὲ ἡ ὀσμὴ ἀλλὰ τὸ κινηθὲν ὑπὸ τῆς ὀσμῆς , καὶ ὁ |
| τὴν καθημερινὴν χρῆσιν οὐκ ἀνοίκειος . ὁ δὲ Κνίδιος αἵματος γεννητικός , τρόφιμος , κοιλίαν εὔλυτον κατασκευάζων : πλείων δὲ | ||
| ἐν Φιλήβῳ ἐπὶ τῆς τοῦ θεοῦ ἐννοίας , οἷον ὁ γεννητικός . Γέρα Πλάτων ἕκτῳ Πολιτείας . Γερανοβοσίαι καὶ χηνοβοσίαι |
| διαστημάτων συγκείμενον . τόνος δέ ἐστι τόπος τις τῆς φωνῆς δεκτικὸς συστήματος ἀπλατής . μεταβολὴ δέ ἐστιν ὁμοίου τινὸς εἰς | ||
| οὗ θώραξ , ὡς λίθος λίθαξ . θώραξ οὖν ὁ δεκτικὸς τῆς τροφῆς τόπος : ἀφ ' οὗ καὶ τὸ |
| , ἀλλὰ τὴν ἀνακεκραμένην συμφωνίαν . ἀπλήστως οὖν εὐωχοῦμαι τοῦ κράματος , ὅ με ἀναπέπεικε μήτε ἄνευ εὐλαβείας παρρησιάζεσθαι μήτε | ||
| ὡς μάλιστα ἀμέριστος , τοῦτόν γε τὸν τρόπον τὸν τοῦ κράματος , καὶ ὅτι πρὸ τοῦ περιγραφῆναι τελέως μερίζεται πρότερον |
| σπέρμα σκίρρον καὶ ἔμφραξιν ὠφελεῖ . κενταυρίου τοῦ μικροῦ ὁ χυλὸς πινόμενος καὶ ἐπιτιθέμενος , ἀρνογλώσσου δὲ ξηρὰ ἡ ῥίζα | ||
| ὄξους δυνάμεως . Ὁμφάκιον δὲ καὶ ὁ τῶν ὀξίνων ῥοιῶν χυλὸς ἐν μὲν φαρμάκου λόγῳ διδόμενα , εὔθετα , ἄλλως |
| ἔχουσι τὸ ε ἐγκείμενον , οἷον σπείρω σπορά , ἀλείφω ἀλοιφή . οὕτως οὖν καὶ ἀλείτης ἀλοίτης : τοῦτο δὲ | ||
| ἐλέλειπτο , ἀργιόδοντος ὑός , θαλερὴ δ ' ἦν ἀμφὶς ἀλοιφή : “ κῆρυξ , τῆ δή , τοῦτο πόρε |
| τὸν τρόπον τοῦτον . ὅταν θῆλυν συλλάβωσιν , ἐνέδησαν ὁρμιᾷ σπάρτου πεποιημένῃ λεπτῇ τοῦ στόματος ἄκρου , καὶ ἐπισύρουσι διὰ | ||
| δὲ βρόχον τῆς σειρίδος τὸν ἐπὶ τὴν στεφάνην ἐπιτεθησόμενον πεπλεγμένον σπάρτου καὶ αὐτὴν τὴν σειρίδα : ἔστι γὰρ ἀσηπτότατον τοῦτο |
| ὅτι διὰ τοῦτο φεύγει ἡ διὰ μόνου τοῦ χαλκοῦ κατασκευαζομένη βαφὴ , διὰ τὸ μὴ μετέχειν τῆς φύσεως τῆς μολίβδου | ||
| τῆς κόκκου τὸν καρπόν , καὶ ἔστι τοῖς ἐρίοις ἡ βαφὴ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου . ἡ δὲ Ἄμβροσσος κεῖται |
| ᾧ δὲ δικαίως ἂν ἴσχυον , ὅσον οὐκ ἄλλος , ἀσθενέστερος ἁπάντων εἰμί . καὶ οἶδα μὲν ὡς δοκῶ δύνασθαι | ||
| Ἑσπερίσι γενέσθαι . πέρας δέ , ἐπεὶ βραδύτερος ἐγίγνετο καὶ ἀσθενέστερος αὑτοῦ , φοβούμενος μὴ οὐ δύνηται ζῆν ὁμοίως , |
| ἰδίως ἡπατικοῖς ὀνομαζομένοις πάθεσιν . ἐφεξῆς δὲ τῷ ἥπατι βλάπτεται σπλὴν ὑπὸ τῶν γλυκέων οἴνων : οὐ μὴν ὅ γε | ||
| τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηρανθῇ , ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται . |
| τῶν μητρῶν ἕτοιμον εἰς τὸ διαστέλλεσθαι μέχρι πλείστου παρασκευάζει : βρεχόμενος γὰρ ὑπὸ τῶν προειρημένων ὑγρῶν μαλακώτερός τε γίνεται καὶ | ||
| τοῦ Σωκράτους ἀναγόμενον . Ὁ δὲ ποῦς ὁ τῷ ὕδατι βρεχόμενος πάλιν δηλοῖ τὸ ταῖς τελευταίαις ἑαυτῆς δυνάμεσι τὴν Σωκράτους |
| πολλάκις ἤδη καὶ ἐπ ' Ἀρχίππου δι ' ἐτῶν τετταράκοντα σφοδρός . Πονοῦσι δὲ μάλιστα τῶν τόπων οἱ κοῖλοι καὶ | ||
| φαρμάκου καθαίρονται δαψιλῶς . ὅταν οὖν ὁ πυρετὸς ᾖ μὴ σφοδρός , ἔμπειρός τε ᾖς τῆς φύσεως τοῦ κάμνοντος , |
| Ἁρπυίαις ἴσην . τὸν δ ' αὖ τέταρτον αὐθόμαιμον ὄψεται κίρκου καταρρακτῆρος , ὅν τε συγγόνων τὰ δευτερεῖα τῆς δαϊσφάλτου | ||
| ὄρνιν ἐν παντευχίᾳ : ὃς ἦρι μὲν φανέντι διαπαλεῖ πτερὸν κίρκου λεπάργου : δύο γὰρ οὖν μορφὰς φανεῖ παιδός τε |
| ὠφελεῦντι νῦν ὠφελεῖ ἐνταῦθα , ὁπόταν ὑπὸ ἰσχνότητος ἄχροος καὶ χλωρὸς ᾖ : ἢν γάρ τις φλεγματῶδες προσφέρῃ , παύεται | ||
| ἐπέχεται συνεχῶς . πήγανον γοῦν τὸ χλωρὸν καταπλασθὲν καὶ στραφυλῖνος χλωρὸς ὠφέλιμος αὐτοῖς καὶ μάλιστα εἰ νυγματώδεις ὑπάρχουσιν αἱ ὀδύναι |
| δὲ οὖρα ἐπὶ τούτων θερμότερά ἐστι καὶ καταβεβαμμένα ἐκ τῆς χολῆς : ὁ δὲ Ἱπποκράτης λέγει , ὅτι οἱ πλεῖστοι | ||
| καὶ μηδέπω πέπονα κακόχυλα εἶναι καὶ κακοστόμαχα ἐπιπολαστικά τε καὶ χολῆς γεννητικὰ νοσοποιά τε καὶ φρίκης παραίτια . τῶν δὲ |
| Ναστοὺς τροφαλίδας ἀμφιφῶντας ἰτρία . Μοχθηρὸς ὢν καὶ τὴν γνώμην ἀχερδούσιος . Τὸν βδόλον δ ' οὐκ ἔστιν ἥτις ῥὶς | ||
| . Ἀχερδούσιος : οἷον : μοχθηρὸς ὢν καὶ τὴν γνώμην ἀχερδούσιος , ἀντὶ τοῦ σκληρός : ἔστι δὲ εἶδος ἀκάνθης |
| Ἀφροδίτης κʹ , οὐ κακός . ρβʹ Κρόνου λδʹ , χαλεπός . ρεʹ Κρόνου λεʹ , Ἀφροδίτης καʹ Ἄρεως ιεʹ | ||
| τυχὼν ἦν πυρετός . ὀξὺς γὰρ ἦν καὶ δακνώδης καὶ χαλεπός . εἴρηται δὲ ἐν τῷ περὶ διαφορᾶς πυρετῶν , |
| ' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον | ||
| Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς |
| καὶ κινήσεις , ψυχὴν δέ , εἰ θαρραλεότητος καὶ εὐτολμίας ἀνάπλεως , εἰ ἀκατάπληκτος καὶ μεστὴ φρονήσεως | εὐγενοῦς , | ||
| τῇ Ἑλλάδι ἐν τοῖς μάλιστά ἐστιν εὔγεως καὶ δένδρων ἡμέρων ἀνάπλεως : καὶ οἱ τῆς ἀνδράχνου θάμνοι παρέχονται τῶν πανταχοῦ |
| τὸ θερμὸν ἀπὸ τοῦ ψυχροῦ , ἐπεί τοι , εἰ ψυχρὸς ἦν ὁ ἐν τοῖς ὄμμασιν ἀτμός , διειστήκει ἂν | ||
| ' εἰ κατὰ κρᾶσιν , ποιός τις ἂν γίγνοιτο , ψυχρὸς ἢ θερμός : εἰ δὲ ὡς εἶδος , κἂν |
| ὅτι κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους ἡ τῆς ἐλαίας γίνεται φυτεία . ιβʹ . πρὸς τὸ μὴ ἀπορρεῖν τῆς ἐλαίας | ||
| Ἔστι δέ τινων καὶ ἀπὸ παρασπάδος καὶ ἀπὸ τῶν ἄκρων φυτεία καὶ γένεσις . ἀπὸ παρασπάδος μὲν καὶ ῥαφάνου καὶ |
| οὕτως : ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ αἴθων καὶ πρόθυμος καὶ διάπυρος τέτακται ἐν βίᾳ ἤτοι ἐν δυνάμει Πολυφόντου , περιφραστικῶς | ||
| ὑπὸ ψύχους μὲν ὠσθεῖς ' ἀνέμους ἐμποιεῖ , ἐμπίπτουσα δὲ διάπυρος γενομένη κεραυνούς , ἀθρόα δὲ φερομένη ἡμίπυρος οὖσα πρηστῆρας |
| τὸ δὲ “ πέπων ἢ μὴ πέπων ” ἀντὶ τοῦ ἁπαλός , ῥᾳδίως διασεισθῆναι δυνάμενος . μεταφορικῶς δὲ ἀπὸ τοῦ | ||
| τὸ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ τρυφερόν : ἁβρὸς οὖν ὁ ἁπαλός : παρὰ τὸ ἅπτω , ὁ εὐαφής . ἢ |
| . Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ | ||
| τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος |
| πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ ἱππεῖ , | ||
| . οὐχ ἡμεροῦται δὲ κατὰ τὸν ἄλλον , οὐδὲ γίνεται τιθασός , ἀλλ ' ἄγριος ἐς τὸ ἀεὶ διαμένει . |
| τε ἐπιμείνῃ καὶ λαμπρὸς ὁ ἥλιος , ἵνα ξηρανθῇ ὁ κέραμος , εἶπε πρὸς αὐτήν : ” ἐὰν σὺ μὲν | ||
| , εἰ μὴ προηγεῖται τῷ Α τὸ Τ : πλόκαμος κέραμος κάλαμος θάλαμος κύαμος Πρίαμος . τὸ μέντοι ἰταμός καὶ |
| , γενομένην τῆς θεοῦ σύντροφον . δοθῆναι γὰρ εὐθὺς ἀπὸ γονῆς τὴν Ἀθηνᾶν Πάλλαντι ὑπὸ Διὸς καὶ παρ ' ἐκείνῳ | ||
| , πάππος δὲ οὑτοσί , τηθὴ δὲ σὺ κληθήσῃ τυράννου γονῆς , ὥστε τὰ ἥδιστα τῶν ὀνομάτων ἡμῖν αἴσχιστα γενήσεται |
| χολή , πρὸς δὲ τούτοις ἀπὸ τοῦ τραύματος μέλας ἀφρὸς ἀπέρρει καὶ σηπεδὼν ἐγεννᾶτο . αὕτη δὲ νεμομένη ταχέως ἐπέτρεχε | ||
| ἀμπέλους , πλήρεις βοτρύων , παρὰ δὲ τὴν ῥίζαν ἑκάστην ἀπέρρει σταγὼν οἴνου διαυγοῦς , ἀφ ' ὧν ἐγίνετο ὁ |
| , δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
| ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
| ἦ δ ' ὅς , ” πᾶσα ἐκείνη ἡ ἕξις ἐξερρύηκε . “ Ἔστιν οὖν , ὦ Θέαγες , τοιαύτη | ||
| τοῦ ποιμνίου ; πῶς οὖν τὰ μὲν πτερά σοι ἐκεῖνα ἐξερρύηκε , σὺ δὲ ἄλλος ἤδη ἀναπέφηνας ; Ἀλλ ' |
| πατραλοίας , . , . * ? Ἀπήμων : ὁ ἀβλαβής : παρὰ τὸ πήθω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔπαθον | ||
| μὴ θῦσαι αὐτὸν καὶ λέγοντος , ὡς οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς |
| εἰ σύ γε πολλῶν εὐπορεῖς εὐπροσώπων ἀπολογιῶν , ἔγωγε μέντοι ἄτροφος οὐ μενῶ ” τοῦτον κατεθοινήσατο . ὁ μῦθος δηλοῖ | ||
| βρέφος , ἐπὶ πλεῖον δ ' ὁ ὀμφαλὸς βασανισθῇ : ἄτροφος γὰρ γίνεται † ὡς τοῦ τρέφοντος αἴτιος † . |
| , καὶ καίει τῆς θηλείας τὸ ἄρθρον . ὁ οὖν ἄρρην τὰ κοινὰ τέκνα ἐσθίων εἰς ἑτέρων παίδων πόθον κινήσας | ||
| ἐπονείδιστος οὗτος : ἐκεῖνος Ἑλληνικός , βαρβαρικὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἄρρην , ἁπαλὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἑστώς , πτηνὸς οὗτος |
| ἐστι καὶ συνεστραμμένος καὶ ἀπορητικός , κατὰ δὲ τὴν φράσιν ἀπέριττος διὰ τὴν τῆς ἀληθείας εὕρεσίν τε καὶ σαφήνειαν , | ||
| μὲν γὰρ ἡ φύσις ἀκριβὴς καὶ φιλότεχνος καὶ ἀνελλιπὴς καὶ ἀπέριττος . “ οὐδέν , ὡς ἔφησεν Ἐρασίστρατος , ἔχουσα |
| κατὰ δὲ τὰς Κωτίνας λεγομένας χαλκός τε ἅμα γεννᾶται καὶ χρυσός . ἐν ἀριστερᾷ μὲν οὖν ἐστι τοῖς ἀναπλέουσι τὰ | ||
| ἀγγείων , ἐν οἷς ὅ τε ἄργυρος ἐνῆν καὶ ὁ χρυσός οἱ , πάγας ἤ τι καὶ ἄλλο ὃ τὸν |
| ; βρασμώδης στενοχωρία τοῖς ἔνδοθεν ἐπιγίνεται σπλάγχνοις , ἐξ ἧς ἀναθυμίασις πλείστη ὑγρῶν πρὸς τὸν ἐγκέφαλον γίνεται . ὁ δὲ | ||
| τριχοῦσθαι τὸ γένειον πέφυκε γίνεσθαι , πλείων καὶ ἡ λιγνυώδης ἀναθυμίασις γίνεται . τό τε οὖν πρᾶγμα ὡς ἐπὶ τὸ |
| ἥξω φέρων δεῦρο τὸν Πάρνηθ ' ὅλον . Ἔστι φύσις θήλεια βρέφη σώζους ' ὑπὸ κόλποις αὑτῆς , ὄντα δ | ||
| νεμόμενοι δ ' ἐν ταῖς ὕλαις ἀγεληδόν , εἰ φανείῃ θήλεια , διίστανται καὶ πολεμοῦσιν ἀλλήλοις , καὶ γίνεται τοῦ |
| Καὶ γὰρ οὖν οὗτος ἧσσον διουρητικὸς γίγνεται τὸ ἐπίπαν τοῦ οἰνώδεος λευκοῦ : πτυάλου δὲ μᾶλλον ἀναγωγός ἐστι τοῦ ἑτέρου | ||
| ἡ βὴξ ἧσσον πονέῃ : καὶ ῥοιῆς δὲ γλυκείης ἢ οἰνώδεος χυλὸν , γάλακτι αἰγείῳ ὀλίγῳ καὶ μέλιτι μιγνὺς , |
| : αὐτὸς ἄρα ἐξ ἑαυτοῦ ἀίδιός ἐστι καὶ αὐτοτελὴς καὶ διαμένων τὸν πάντα αἰῶνα , καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο | ||
| εὐδαίμων : ἀναίτιος μὲν παρὰ τοῖς θεοῖς , ὡς ἀνέγκλητος διαμένων διὰ τὸ σκοπὸν ἔχειν πάντα δίκαιον , δύο δὲ |
| οἶνον ὅταν θερμὴ ἐοῦσα ἡ κεφαλὴ σπάσῃ , ἡ περιωδυνίη ἰσχυροτέρη γίνεται . Τὰ δὲ ἀλγήματα ἐσπίπτει ὑπὸ τοῦ φλέγματος | ||
| ὀλισθήματος . Ἐμβολὴ , ὡς ἡ καρποῦ , κατάτασις δὲ ἰσχυροτέρη . Ἴησις , νόμος ἄρθρων . Παλιγκοτέει ἧσσον καρποῦ |
| τοῦ μάσταζε , ἔστι δὲ μασῶ ταῖς σιαγόσιν . * ἀμελγόμενος : πιπίζων ἀποθλίβων * χυλόν : τὸν ὀπόν * | ||
| δοκεῖ πείσεσθαι . ὁ δὲ χοῖρος ἅτε δὴ μήτ ' ἀμελγόμενος μήτε κειρόμενος μηδὲ συνειδὼς ἑαυτῷ πρός τι τῶν τοιούτων |
| γεύειν : ὑγραίνει τε γὰρ ἱκανῶς καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα πινόμενος οἶνος ἐμπίπλησί τε τὴν κεφαλὴν ἀτμῶν ἐν ταῖς θερμαῖς | ||
| δὲ χυλὸς αὐτῆς ἐνσταζόμενος τοῖς ὠσὶ παύει τὴν ὠταλγίαν . πινόμενος δὲ μετὰ μέλιτος ἰᾶται τοὺς ἡπατικούς , καὶ ἀνανήφειν |
| πακτόν , ὁκόσον χιών τε καὶ πάχνα χάλαζά τε καὶ κρύσταλλος . ὑγρῶν τε τὸ μὲν ῥυτόν , ὡς μέλι | ||
| ἀλλοίωσιν καὶ ἀθρόαν μετα - βολήν : γίνεται γὰρ καὶ κρύσταλλος καὶ τυρός , οὐ μὴν ἔστι λαβεῖν ἀρχὴν τοῦ |
| τυχεῖν : ὄμβρος δ ' ἀπ ' εὐνάοντος οὐρανοῦ πεσὼν ἔκυσε γαῖαν : ἣ δὲ τίκτεται βροτοῖς μήλων τε βοσκὰς | ||
| ⌊ ὄμβρος δ ' ἀπ ' εὐνάεντος Οὐρανοῦ πεσὼν ⌋ ἔκυσε Γαῖαν , ἡ δὲ τίκτεται βροτοῖς ⌋ ? ⌊ |
| βαλαύστιόν τε καὶ κύτινοι καὶ κηκῖδες ὀμφακίτιδες καὶ στυπτηρία καὶ ῥοῦς καὶ γλαύκιον καὶ ἀφέψημα μυρσίνης καὶ σχιστῆς : συμπεφθείσης | ||
| ὀρῶν ἐπέβη , ἀφ ' ὧντινων ὀρῶν βάσιν ὁ μέγας ῥοῦς τοῦ ἀνατολικοῦ ὠκεανοῦ φέρεται . Ἐκεῖσε δύο στήλας περὶ |
| ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός | ||
| τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ |
| Διὸς ὄμβρῳ : ” οὐχ ὡς Δημήτριος ὁ Πύκτης , πληρούμενος . ἐπὶ δὲ τοῦ προχειρισάμενος “ αὐτὰρ ἐγὼ κήρυκά | ||
| θέρει τὸν πάντα διαμένων χρόνον : χειμῶνι μὲν γὰρ αὔξεται πληρούμενος τοῖς γινομένοις ὄμβροισιν , ἐν δὲ τῷ θέρει ἀπὸ |
| σου θείῳ κελεύεις ἔτι στήλην τινὰ ἀναστῆσαι τῆς Παρίου λίθου λευκοτέραν , προσληπτέον ἔξωθεν τὸ ποιήσω , τουτέστι λαμπρῶς ὑμνήσω | ||
| τε καὶ ἁπαλότητα , κεκαλλωπισμένην δὲ τὸ μὲν χρῶμα ὥστε λευκοτέραν τε καὶ ἐρυθροτέραν τοῦ ὄντος [ δοκεῖν ] φαίνεσθαι |
| , εὔπεπτος , εὐανάδοτος , εὐκοίλιος . τούτων δὲ ὁ πρόσφατος ὕποπτος , ἐπειδὴ τοὺς θαλαττίους λαγὼς θηρεύοντες σιτοῦνται : | ||
| ὀρνιθείου καὶ χηνείου στέατος . Νάρδου στάχυς καλλίων ἐστὶν ὁ πρόσφατος , κοῦφος , πολύκομος , ξανθὸς τῇ χρόᾳ , |
| ἀναφυσηθῆναι συμβῇ πᾶσαν τὴν ἄσφαλτον : ὁ δὲ πλησίον τόπος ἔμπυρος ὢν καὶ δυσώδης ποιεῖ τὰ σώματα τῶν περιοικούντων ἐπίνοσα | ||
| . Καὶ ἐν αὐτοῖς μὲν τοῖς τόποις καὶ τοῖς συνεχέσιν ἔμπυρος ἡ πνοὴ γίνεται , πορρωτέρω δὲ προϊοῦσιν οὐχ ὁμοίως |
| πόσιν , ἢ ἀπὸ δάφνης Τεμπίδος ἢ δαυχμοῖο φέροις ἐκ καυλέα κόψας ἣ πρώτη Φοίβοιο κατέστεφε Δελφίδα χαίτην , ἢ | ||
| πῖον ἀρήξει : ἠὲ σύ γ ' ἀμπελόεντα γλυκεῖ ἔνι καυλέα κόψαις χλωρά , νέον πετάλοισι περιβρίθοντα κολούσας : ἠὲ |
| γίνεται δ ' ἐν τοῖς Σαβαίοις καὶ τὸ λάριμνον , εὐωδέστατον θυμίαμα . ἐκ δὲ τῆς ἐμπορίας οὗτοί τε καὶ | ||
| τοῖς ἄλλοις εὐοσμότατον ἀόσμοις οὖσι τοῦτο καὶ ἐν τοῖς εὐόσμοις εὐωδέστατον εἶναι . Θαυμαστὸν δὲ καὶ τὸ ἐνίων τὸ μὲν |
| πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας καὶ δυνάμεως . Οὐχ ὅτι τὸ | ||
| που λύσις καὶ λύπη ; Ναί . Ἐδωδὴ δέ , πλήρωσις γιγνομένη πάλιν , ἡδονή ; Ναί . Δίψος δ |
| φαρμάσσων , οὐδ ' ἀττανίτας κηρίοισιν ἐμβάπτων . ΚΗΡΙΟΝ πλακοῦς ἄρτος , ὃν Ἀργεῖοι παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὸν νυμφίον | ||
| καθ ' ἧπαρ καὶ λίθους ἐν νεφροῖς γεννῶντα . Ἄριστος ἄρτος εἰς ὑγείαν ἐστὶν ἀνθρώπῳ μήτε νέῳ μήτε γυμναζομένῳ ὁ |
| καὶ ὑποστρεφομένης τῆς νούσου ἀπόλλυται . Ὁκόσας γεραιτέρας λαμβάνει ἡ νοῦσος αὕτη , κατασήπονται αἱ ὑστέραι , ἐκφεύγουσι δὲ πάνυ | ||
| δ ' ἄρα συμφορέοιτο Δίκῃ πανδῖα Σελήνη , δηρὸν ἀμυδρὴ νοῦσος ἐφημερίοις κε πέλοιτο ἀνθρώποις : πότμον δ ' ὑπαλεύεται |
| στενοχωρεῖν καὶ διατείνειν αὐτούς . οὕτω δὲ καὶ ὁ μελαγχολικὸς χυμὸς οὐ μόνον τῷ ψύχειν καὶ θλίβειν , ἀλλὰ καὶ | ||
| καὶ δριμύτερον ὑφαιρουμένης ταύτης γίνεται . Καὶ ὁ ξανθήχολος ὧδε χυμὸς ἐπιδίδωσι ξηραῖς τε καὶ θερμαῖς αὐξάνων διαθέσεσι καὶ τὰ |
| εἰς τὴν ἐπώνυμον τοῦ ἔτους ἀρχήν : ᾧ πάλαι μὲν ὑπόχρεως ἦν , καιρὸν δὲ ἐζήτουν ἐπιτήδειον τῆς ἐκτίσεως , | ||
| λέγεται ὁ ὑπὸ χρεῶν ἤτοι ὁ ὀφειλέτης , κατάχρεως , ὑπόχρεως ὁ πολλῶν χρεῶν ἔμπλεως . ἔλαθες γενόμενος ] σημείωσαι |
| ἀπὸ παντὸς τοῦ σώματος , καὶ ἀπὸ μὲν τῶν ὑγιεινῶν ὑγιεινός , ἀπὸ δὲ τῶν νοσερῶν νοσερός . ἀπὸ παντὸς | ||
| ἦν τῇ τοῦ παντὸς φύσει , ὥστε ἐκ τοιαύτης διαίτης ὑγιεινός τε ἦν καὶ ἰσχυρός , καὶ κατεγήρα εἰς τὸ |
| τὴν κεφαλήν , ὀσφραινόμενος αὐτὸ μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι | ||
| . Τῶν φθισικῶν οἷσιν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὄζει τὸ πτύαλον κνίσσης βαρὺ , καὶ αἱ τρίχες ἐκ τῆς κεφαλῆς ῥέουσιν |
| καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν πλοκῆς καὶ οἰκοδομίας οὐδέν . οὐκοῦν εἴτις λίθον ἐνθεὶς ἐπιφράξειε τούτῳ τὴν εἴσδυσιν , ὁ δὲ | ||
| δίκαιον ἐν τούτῳ οὐχ εὑρίσκεται ἀορίστῳ ὄντι , ἄδηλον ὂν εἴτις αὐτομολήσει πρὸς Λακεδαιμονίους : ἐὰν δὲ ὡρισμένον ᾖ τὸ |
| ἡ νῆσος ὅσα ἐργάζεται θάνατον : ἡ πόα δὲ ἡ ὀλέθριος σελίνῳ μέν ἐστιν ἐμφερής , τοῖς φαγοῦσι δὲ γελῶσιν | ||
| οὐρανιώνων τῶν ὑπὸ τὴν Οὐρανοῦ ἀρχὴν τεταγμένων . οὔλιος ἀστήρ ὀλέθριος καὶ χαλεπός . λέγει δὲ τὸν κύνα . οὐρῆας |
| δοκεῖ καὶ αὐτὴ δύο θηρῶν , ἐς ταὐτὸ συνελθόντων , καμήλου τε καὶ παρδάλεως . ἀνὴρ γὰρ Ἰνδὸς διὰ Γάζης | ||
| ἰάϲῃ . Ὀριβαϲίου πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ . μυοχόδων # α ὄνθουϲ καμήλου ε κεκαυμένουϲ κριθῆϲ κεκαυμένηϲ δράκα δάφνηϲ δεϲμίδιον χειροπληθὲϲ κεκαυμένον |
| ἐπὶ τοῦ εἰς ὄξος μεταβάλλοντος οἴνου καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ὄμφακος εἰς γλυκὺν χυμὸν μεταβαλλούσης σταφυλῆς ἢ τοῦ ἄλλοτ ' | ||
| “ εὗδον Βορέω ὑπιωγῇ . ” ὑποπερκάζουσι μεταβάλλουσιν ἀπὸ τοῦ ὄμφακος . ὑπεκπροθέων ὑπεκτρέχων . ὑπὲρ τοκήων κατὰ τῶν γονέων |
| εἰς ταύτην εἰσέλθοι τὸ πιότατον τοῦ αἵματος , τουτέστιν ὁ μυελός . οὐχ ὁμοίως δὲ ἐν πᾶσι τοῖς ὀστέοις ἐποίησε | ||
| μηδὲ θερμῷ χέοιτο ἄν . πλησίον δὲ τούτων καὶ ὁ μυελός ἐστι τῇ φύσει : αὐτοῦ δὲ τοῦ ἐγκεφάλου τὰ |
| φασιν ὅτι δύναται χωρὶς ὑποστῆναι συμβεβηκός : ἰδοὺ γὰρ ἡ εὐωδία τοῦ μήλου , συμβεβηκὸς οὖσα , καταλείψασα τὸ μῆλον | ||
| τὸ κηρίον . Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς καύσεως τοῦ κηρίου εὐωδία καὶ ἔπλησε τὸν θάλαμον . Καὶ εἶπε πρὸς τὸν |
| ἐξέβαλε καὶ πρὸς Μέτελλον ἐπιπεμφθέντα ὑπὸ Σύλλα ἀπεμάχετο γενναίως . περιώνυμος δὲ ὢν ἐπὶ τόλμῃ , βουλὴν κατέλεξεν ἐκ τῶν | ||
| τόλμης καὶ φρονήματος λαμπροῦ , καὶ τἆλλα ὢν ἐς θρασύτητα περιώνυμος , ὥστε τὴν βουλὴν δείσασαν ἑλέσθαι τοὺς παρὰ σφίσιν |