| ᾧ δὲ δικαίως ἂν ἴσχυον , ὅσον οὐκ ἄλλος , ἀσθενέστερος ἁπάντων εἰμί . καὶ οἶδα μὲν ὡς δοκῶ δύνασθαι | ||
| Ἑσπερίσι γενέσθαι . πέρας δέ , ἐπεὶ βραδύτερος ἐγίγνετο καὶ ἀσθενέστερος αὑτοῦ , φοβούμενος μὴ οὐ δύνηται ζῆν ὁμοίως , |
| πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις | ||
| τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον |
| ἀπ ' αὐτῶν , ἐπειδὰν κινῆται , βαρὺς ὢν καὶ πληκτικὸς τὴν κεφαλὴν ἐνοχλεῖ : διὰ τοῦτο καὶ τὰς ἐμβάσεις | ||
| τῆς μήτρας . ὁ δὲ | οἶνος διὰ τὴν ἀποφορὰν πληκτικὸς καὶ καρώδης οὐ μόνον ἐπὶ τῶν οὕτω τρυφερῶν παίδων |
| χρὴ εἰδέναι , ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων θερμότατός ἐστιν αὐτὸς ἑωυτοῦ , τῇ δὲ ὑστάτῃ ψυχρότατος : | ||
| κιρρὸς θερμό - τερος τοῦ μέλανος : ὁ δὲ ξανθὸς θερμότατός ἐστιν ἄκρως , εἶθ ' ὁ κιρρός , εἶθ |
| λείου ἐν ἡλίῳ , δοίδυκι μολυβδίνῳ χρώμενος , μέχρις ἂν παχύτερος γένηται , καὶ οὕτως ἐπιβαλὼν τὸν τροχίσκον καὶ συλλεά | ||
| ἐστὶ πυκνότερος . καὶ πάλιν ὁ μεῖζον εἰ τύχοι καὶ παχύτερος χαλκὸς τοῦ ἐλάττονος καὶ λεπτοτέρου ποιεῖ ψόφον ὀξύτερον , |
| : τὰ μὲν γὰρ μελαγχολικώτερα φύσει , τὰ δ ' ὑδατωδέστερα , τὰ δὲ πικρόχολα ταῖς οὐσίαις ἐστίν . καὶ | ||
| καὶ ὄγκος ἐν γαστρὶ ἔνεστι καὶ φῦσα , καὶ οὐρεῖ ὑδατωδέστερα , οἷς χρὴ τεκμαιρομένην μηδὲν διδόναι , ἔστ ' |
| ἅμα καὶ λιπαρίας ἔχουσα , πρὸς δὲ τούτοις ἄλιθος καὶ εὐθρυβὴς καὶ γένει Μηλία ἢ Αἰγυπτία . τῆς δ ' | ||
| μηλίνας ἔχοντα διὰ βάθους . Λίθος αἱματίτης ἄριστός ἐστιν ὁ εὐθρυβὴς μὲν ὡς ἐν αὐτῷ , σκληρὸς δὲ καὶ κατακορής |
| εἰρήκαμεν . ὁ δὲ σπλὴν γίνεται μέγας , ὅταν ὁ μελαγχολικὸς πλεονάσῃ χυμὸς τοσοῦτον , ὥστε καὶ τὸν σπλῆνα πολλὴν | ||
| πλεῖστον δὲ πλανῆται αὐτῶν προηγοῦνται . διὰ τοιαύτην αἰτίαν ὁ μελαγχολικὸς χυμὸς διττὴν ἔχει τὴν γένεσιν : γίνεται γὰρ ἢ |
| ὁ μὲν τῆς δικαιοσύνης ἄγγελος τρυφερός ἐστι καὶ αἰσχυντηρὸς καὶ πραῢς καὶ ἡσύχιος . ὅταν οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν καρδίαν | ||
| παρ ' Αἰτναῖον ξένον , ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς , πραῢς ἀστοῖς , οὐ φθονέων ἀγαθοῖς , ξείνοις δὲ θαυμαστὸς |
| ' , ὦ Δάματερ . Λεωτροφίδης ὁ τρίμετρος ὡς λεοντῖνος εὔχρως τε φάνει καὶ χαρίεις ὥσπερ νεκρός . ἐλεφαντοκώπους ξιφομαχαίρας | ||
| αἰγίδι , πλὴν τὸ μὲν λευκὸν ἡ δ ' αἰγὶς εὔχρως διὰ τὸ ἔνδᾳδον . πυκνὸν δὲ καὶ λευκὸν γίνεται |
| πάντων τῶν ὑδάτων ἴσον ἕλκεται , τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται . Οὕτω τὸν ἥλιον νενόμικα τούτων αἴτιον εἶναι . | ||
| # α τῶν δαφνίδων ἐμβάλλεται , καὶ τρίβεται πάντα καὶ πιέζεται . τινὲϲ δὲ τὸ ἴϲον ἐξ ἀμφοῖν μίϲγουϲιν . |
| λευκὰς καὶ ἑτέρας ζώνας ξανθιζούσας . Λίθος πολύζωνος . Οὗτος στιβαρός ἐστι , πυκνός , στερεός , ὑπόχρους , ἔχων | ||
| ἢ καὶ ὡς ὑποστρόγγυλος , τὴν δὲ φύσιν τραχύς , στιβαρός , μελανόχροος καὶ πυκνός . Καὶ πάντοθεν δὲ αὐτὸν |
| μικρὰ ὑμῖν διηγησάμενος τῶν ἐμῶν . Ὁ γὰρ δυσάγωγος καὶ δυσπειθὴς ἐγώ , ὁ καταισχύνων τὸν πατέρα καὶ ἀνάξια πράττων | ||
| εὖ τὴν κοιλίαν ὑπῆχθαι σπουδῇ τε ἰδίᾳ , καὶ εἰ δυσπειθὴς εἴη , καὶ κλυσμῷ προτρέπομεν , περιπάτου δ ' |
| τὼ ὀφθαλμώ , ὁ δὲ ἐγκέφαλος διὰ τῶν ῥινῶν κατολισθάνει λειβόμενος , καὶ ἀποθνήσκει καὶ μάλα οἴκτιστα : ἐὰν δὲ | ||
| ἀλίβαντα πίνοντες : παρὰ τὸ μὴ λείβειν , ὁ μὴ λειβόμενος . . . . † ἄλιπτα : παρὰ τὸ |
| τὸ ψυχοπομπὸς νενομίσθαι . Ἑρμῆς ὁ τετρά - γωνος καὶ σφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει , ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος | ||
| ἀνατέταται τὰς ὀφρῦς , τὸ βλέμμα δριμύς . ὁ δὲ σφηνοπώγων ἀναφαλαντίας , ὀφρῦς ἀνατεταμένος , ὀξυγένειος , ὑποδύστροπος . |
| μικρὰ τῆς κακίας ὑπανεῖτε , κἀγὼ τάχα μειδιάσω . καίτοι πραότερος ἐν τῇ νόσῳ νῦν ἐγενόμην , ὅτι οὐκ ἐντυγχάνω | ||
| αὐτίκ ' αὐτῶι ταῦτ ' ἐροῦμεν ; πρῶτον ἀριστησάτω : πραότερος ἔσται . τί τοῦτο , Σώστρατ ' ; ἠριστήκατε |
| γεραιὰς ἐσπάρασς ' ἀπ ' ὀστέων . χρόνωι δ ' ἀπέσβη καὶ μεθῆχ ' ὁ δύσμορος ψυχήν : κακοῦ γὰρ | ||
| καὶ ἑκηβόλον ὅπλον καὶ πρόχειρον οὐκ οἶδ ' ὅπως τελέως ἀπέσβη καὶ ψυχρόν ἐστι , μηδὲ ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ |
| ἔξω τοῦ βουλευτηρίου μετέωρον ἐξαρπάσας αὐτὸν ἀκμάζων τὸ σῶμα καὶ ῥωμαλέος ἀνὴρ ῥιπτεῖ κατὰ τῶν κρηπίδων τοῦ βουλευτηρίου τῶν εἰς | ||
| τὴν οὐρὰν καὶ ἀνεῳγμένους ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς . ἔστι δὲ ῥωμαλέος καὶ συνετός . τὰ οὖν ἡμίβρωτα κρέα οὐ φυλάττει |
| οἵων ἐγώ ποθ ' ἁ ταλαίφρων ἔφυν : πρὸς οὓς ἀραῖος , ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . | ||
| εἰς γῆν , καὶ ταῖς ἡνίαις ἐμπλακεὶς ἑλκόμενος θνήσκει . ἀραῖος . βλαβερός . ἐν εὐχαῖς . ἀλλαχοῦ : δίχα |
| γραφήν : οἷον , ζωηφόρος : ζωητόκος : ἀείζωος : φιλόζωος . Τὸ δίκη διὰ τοῦ ι : ἐκ γὰρ | ||
| ἐπιθήσεις . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλόζωος ὤν , κἂν μυρίους κινδύνους ὑποστῇ , τὸ τοῦ |
| χυμοῖς : ἀλλοιωθεὶς γὰρ ὁ μὲν ὥσπερ κατὰ φύσιν ὁ παλαιούμενος ἐκπεπίκρωται . Τοῦτο δὲ συμβαίνει δι ' ὅτι τὸ | ||
| μὲν μόνιμος , ὁ δὲ οὔ : καὶ ὁ μὲν παλαιούμενος καλλίων , ὁ δὲ αὐτόθεν πινόμενος , καὶ ἄλλη |
| ὑπὸ δὲ Ἰώνων ὁ ἄπορος , ὑπὸ δὲ Ἀττικῶν ὁ τρυφερός . Ἀγήνωρ , ὁ ἀνδρεῖος καὶ ὁ ἄγαν ὑβριστικός | ||
| τοῦτο τῆς τοῦ νεανίσκου σπουδῆς . . , ὁ Λεωγόρας τρυφερός τις , ὁ Ἀνδοκίδου πατήρ . Πλάτων Περιαλγεῖ ὦ |
| ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος , | ||
| διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς |
| κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νύκτα προσεπιτεινόμενος καὶ σφοδρυνόμενος | ||
| μὲν γὰρ τῶν ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ πάντων πλεονεκτίστατός τε καὶ βιαιότατος ἐγένετο , Ἀλκιβιάδης δὲ αὖ τῶν ἐν τῇ δημοκρατίᾳ |
| . γαμψώνυμον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει , οὔτε οὐρεῖ , οὔτε μὴν συναγελάζεται ἑτέροις ⋮ Νικίας τις τῶν | ||
| ὀπισθουρητικὸν καθάπερ κάμηλος , καὶ γενόμενος ἑξαμηνιαῖος αἴρων τὸ σκέλος οὐρεῖ καθάπερ καὶ οἱ κύνες . ἡ δὲ θήλεια ὑπὸ |
| κατὰ τὸ πλεῖστον τῆς αὐτῆς ὥρας ἐπισημαίνων . σαʹ . Τριταῖός ἐστιν ὁ μίαν εἴτε ἡμέραν εἴτε νύκτα ἐπισημαίνων , | ||
| ἀγγείων τῆς ὕλης σηπομένης καὶ πολλὰς ἔχουσι τὰς διαφοράς . Τριταῖός ἐστι διαλείπων πυρετὸς καὶ διὰ μιᾶς ἡμέρας εἰσβάλλων , |
| Ψυχρὸς σφυγμός ἐστιν ἐν ᾧ ἡ ἀρτηρία ψυχροτέρα καταλαμβάνεται . Μέσος ἐστὶν ὃς τὴν τοῦ ψυχροῦ τε καὶ θερμοῦ συμμετρίαν | ||
| ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : ἐξήπλωται , διαχεῖται , καθά περ |
| δὲ τῶν ἄλλων μερῶν ἧττον ὄρθιόν ἐστι τὸ ὄρος , ἀνατέταται μέντοι ἐνθένδε ἱκανῶς καὶ περίοπτόν ἐστιν . ἡ μὲν | ||
| τόνου τοῦ ἐπὶ τῷ πνεύματι ὀρθόπνοια τοὔνομα . ὄρθιοϲ γὰρ ἀνατέταται ἐϲ ἀναπνοήν , κἢν ὕπτιοϲ κατακλινθῇ ὥνθρωποϲ , κίνδυνοϲ |
| κακοσπλάγχναις ἤτοι ὀργίλαις πλάναις , ἃς Ἰοῖ περιέβαλλε . . ὁμαλὸς ] ἥσυχος , κακῶν ἄπειρος . . ἄφοβος ] | ||
| . ἔστι δ ' ὁ προειρημένος † λειμὼν ἄνωθεν μὲν ὁμαλὸς καὶ παντελῶς εὔυδρος , κύκλωι δὲ ὑψηλὸς καὶ πανταχόθεν |
| ἀραιός ἐστι : σομφός : ἔστι δὲ καὶ ψυχρὸς καὶ ὀξώδης ὑπὸ τῆς φύσεως πρὸς τὸ διεγείρειν τὸν στόμαχον εἰς | ||
| ὑπονοεῖν δεῖ ψυχρὰν λέγειν τὴν δυσκρασίαν : πολλάκις γὰρ καὶ ὀξώδης τροφὴ καὶ στρυφνὴ τὴν ὀξώδη παρεσκεύασεν ἐρυγὴν φανῆναι : |
| ὅτι διὰ πυρὸς ἡ κατασκευή . πικρὸς ] χαλεπός . λυτὴρ ] καταλυτής . λυτὴρ ] διαχωριστής . λυτὴρ ] | ||
| τῷ γʹ ἰαμβικόν . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . πικρὸς λυτὴρ νεικέων : πόντιος , ὅτι οἱ Χάλυβες παράλιοί εἰσιν |
| μολύβδῳ τὰ δύο ἐναντία ἀνατίθησιν , ἐπεὶ ὑγρός ἐστιν καὶ ξηρὸς κατὰ τὴν αἴσθησιν . Καὶ τὰ τρία ἔχει ἐν | ||
| τρίψαντες καὶ ὕδωρ ἐπιχέαντες ἀπηθοῦσι καὶ λαμβάνουσι τὴν ὑπόστασιν : ξηρὸς δὲ δῆλον ὅτι καὶ ἐλάττων ὁ χυλὸς τούτων . |
| διψᾷ , ζητεῖ πηγήν , καὶ ὡς πίνει τῇ δίψῃ φλεγομένη , τότε ὁ ἄρρην ἐπιβαίνει αὐτήν . ἀναγκαζομένη γὰρ | ||
| αὐτός , ἣ δὲ τῷ πόθῳ τοῦ τέκνου τείρεται καὶ φλεγομένη οἰστρεῖται , καὶ βουλομένη λύσασα ἀπάγειν ἐμβάλλει τὰ κέρατα |
| τῶι ποιητῆι τὸν Δία παρεισάγεσθαι δυσαρεστούμενον τῶι Ἄρει καὶ λέγοντα ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι θεῶν , οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν : | ||
| παρὰ τὸ ἐχθρὸς ἐχθρότατος ἐχθρίων καὶ ἀποβολῇ τοῦ ρ ἐχθίων ἔχθιστος . . . . . ζαὴν ἄνεμον : ζαὴν |
| ἐλείφθη εἰκότως ἀποβάντος αὐτῷ τούτου : ὁ γὰρ φιλέρημος καὶ ἀπράγμων θεὸς καὶ μόνον ἔχων νεβρίδιον καὶ καλαυρόπιον καὶ συρίγγιον | ||
| τῶν ἐν Πειραιεῖ . . . Μόλπις . Ἆρα οὖν ἀπράγμων εἶναι δοκεῖ ὑμῖν Διογένης , ὃς ἐπιδικάζεται μὲν τῶν |
| Μερὶς οὐ πνίξ : ἢ καὶ οὕτως : Μερὶς οὐ πνιγή . Μετὰ Λέσβιον ᾠδόν : παρὰ Κρατίνῳ παροιμία λεγομένη | ||
| Μερὶς οὐ πνίξ : ἢ καὶ οὕτως : Μερὶς οὐ πνιγή . Μετὰ Λέσβιον ᾠδόν : παρὰ Κρατίνῳ παροιμία λεγομένη |
| κατ ' ἀνδρῶν δῆτ ' ἐνοικήσει στέγην ; καὶ πῶς ἀκραιφνὴς ἐν νέοις στρωφωμένη ἔσται ; τὸν ἡβῶνθ ' , | ||
| : κἂν γὰρ εἰς τὸ παρὸν ἐλλείπῃ , σώζεται γοῦν ἀκραιφνὴς εἰς τὰ μέλλοντα . Αἱ μὲν κατ ' ὄψιν |
| : ἔμφρων διετέλει : πρὸ τριῶν ἡμερῶν τῆς τελευτῆς , ῥεγχώδης ἐν φάρυγγι , καὶ πάλιν ἐπανίετο , ἐτελεύτησεν . | ||
| σημεῖον περὶ χεῖρα ὑποπέλιον . Καὶ ἑτέρη ἐπὶ τοῦ ὑπερῴου ῥεγχώδης : γλῶσσα ξηρὴ , περιπλευμονική : ἔμφρων ἔθανεν . |
| ἰϲχυρὰν ἔχοι τὴν εὐωδίαν καὶ μόνιμον , πλειόνων ἡμερῶν ἡλιούμενα λεπτομερέϲτερα καὶ μᾶλλον εὔχρηϲτα γίνεται , ὥϲπερ τὸ ῥόδινόν τε | ||
| ἄνευ τοῦ ϲτύφειν ἐπιφανῶϲ : ἄριϲτα δὲ αὐτῶν ἐϲτιν ὅϲα λεπτομερέϲτερα ταῖϲ οὐϲίαιϲ [ αὐτῶν ] ἐϲτί : διὸ κατ |
| ποτὲ [ δὲ ] γνόφος : καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , | ||
| ' ὕδωρ , ποτὲ γνόφος : καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , |
| καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι | ||
| πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ |
| οἷα μικροῦ δεῖν περὶ ἐμοῦ ἐβουλεύσαντο . Ταῦτα μέμνημαι ἰδὼν ἀντίπαις ἔτι ὤν , ἐμοὶ δοκεῖν ἐκταραχθεὶς πρὸς τὸν τῶν | ||
| τοῦ σ παθητικὸν καὶ σημαίνει τὸ ἐξηπάτηται . παῖς καὶ ἀντίπαις διαφέρει . παῖς μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐν τῇ |
| αὐτὸ καὶ ὁ χυλὸς τῆς περδικιάδος μετὰ μέλιτος χλιανθεὶς καὶ παχυνθεὶς ἠρέμα καὶ ἐλλυχνίου βραχέντος καὶ ἐντεθέντος κατὰ τοῦ πόρου | ||
| οἰκείαν ἔχοντος φύσιν : ὅταν δ ' εἰς ταύτην ἐπέλθῃ παχυνθεὶς καὶ πεφθεὶς τὰ μὲν τῆς ὀσμῆς ἐλάττω τὴν δὲ |
| καὶ τὸ πνεῦμα ἐπέχει . Διὰ τί ἡ λευκὴ γῆ ἄφορος κατὰ τὸ πλεῖστον ; ὅτι κατάψυχρός ἐστιν , ἡ | ||
| θεραπηΐης ὅκως τὰ ἕλκεα μὴ μυδήσει καὶ κάκοδμα ἔσται : ἄφορος δὲ ἔσται καὶ ἢν ῥαΐσῃ , ἢν μεγάλα ᾖ |
| : εἰ γὰρ ἐκ φλεγματώδεος φλεγματώδης , καὶ ἐκ χολώδεος χολώδης γίνεται , καὶ ἐκ φθινώδεος φθινώδης , καὶ ἐκ | ||
| , οἵα ἐστὶν ἡ ἐκ κέγχρων πυρία . εἰ δὲ χολώδης , τοῖς σπόγγοις τοῖς ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ὕδατος μόνοις |
| ὁ δὲ λευκὸς οἶνος ἀσθενὴς καὶ λεπτός . ὁ δὲ κιρρὸς πέττει ῥᾷον ξηραντικὸς ὤν . περὶ Ἰταλικῶν οἴνων φησὶν | ||
| κεφαλαλγῆ , φοίνικες πάντες , εὔζωμα , τῆλις . ὁ κιρρὸς καὶ αὐστηρὸς οἶνος κεφαλαλγὴς καὶ γνώμης ἅπτεται μᾶλλον τοῦ |
| ; Ὦ Πνεῦμα Ἅγιον , δι ' οὗ Θεὸς ἅπασιν ἐμπνέων συνέχει καὶ διασῴζει καὶ ἐπὶ τὸ τέλειον ἀνάγει , | ||
| πῦρ δὲ ἐκ μέσης ᾄττει τῆς νεώς , ἐς ὃ ἐμπνέων ὁ ἄνεμος πλεῖ ἡ ναῦς ἔτι καθάπερ ἱστίῳ χρωμένη |
| τίς σοι τῶν γνωρίμων , ἔφη , πολὺ τῶν οἰκετῶν χρησιμώτερος ὢν κινδυνεύει δι ' ἔνδειαν ἀπολέσθαι , οὐκ οἴει | ||
| ἐπιγίνηται πλῆθος ὕδατος : δι ' ὃ καὶ ταῖς ἐπομβρίαις χρησιμώτερος ὅ γε συνεχὴς καὶ πλείων κοπρισμὸς , ἐν δὲ |
| πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν | ||
| ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις |
| πως ἤδη τοῖς σώμασι , τὰ δὲ ἔτι ἁπαλὰ καὶ ἔνικμα χοῖροι . . . . , : Ἰστέον δὲ | ||
| , μήτε μανὰ ἵνα μὴ διίῃ : ταῦτα δὲ καὶ ἔνικμα καὶ πυκνότητα ἔχει , τὰ δὲ τῆς φιλύρας καὶ |
| ἀγερμός , βωμολοχία , θητεία . Φιλάργυρος , φιλόχρυσος , αἰσχροκερδής , φιλοχρήματος , φιλοκερδής , φιλοχρηματιστής , χρηματιστικός , | ||
| καταχθέντας , ἀπάνθρωπος , ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , |
| μεμάθηκας δὲ καὶ ὅτι πάντα τὰ κεκαυμένα πλυνόμενα μετριώτερα καὶ ἀδηκτότερα γίνεται . Χαλκὸς κεκαυμένος ἔχει μέν τι καὶ δριμύ | ||
| τε καὶ χρυϲόκολλα καὶ χαλκῖτιϲ καὶ μίϲυ , καυθέντα δὲ ἀδηκτότερα , καὶ τοῦ χαλκοῦ τὸ ἄνθοϲ ὁμοίωϲ : ὁ |
| αἰσθήσει καθάπερ ἀτμίζοντος ἀεὶ τοῦ σώματος . Ἁλμυρὸς δὲ ὅτι ἄπεπτος , τὸ δὲ πεπεμμένον γλυκὺ , τὸ δ ' | ||
| , ἁπαλόσαρκος , ἄβρωμος , εὐστόμαχος , οὐρητικός , οὐκ ἄπεπτος , ταγηνιστὸς δὲ δύσπεπτος . τρίγλη εὐστόμαχος παραστύφουσα , |
| καὶ ῥώμης ἔχει κάλλιστα . ὅταν δὲ αἱρεθῇ , ἰδεῖν ὡραιότατός ἐστι , τοὺς μὲν ὀφθαλμοὺς ἔχων ἀνεῳγότας καὶ περιφερεῖς | ||
| προσηγορία ἐν φύλλοις ἐπιγέγραπται . Ὡραιότερος πορφυρίωνος : ὁ πορφυρίων ὡραιότατός τε ἅμα καὶ φερωνυμώτατός ἐστι ζῴων , καὶ χαίρει |
| ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι | ||
| δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι |
| τῶν συμβαινόντων τὸ αἴτιον . Ὁ μὲν γὰρ χειμοσπορούμενος πυρὸς πολύρριζος ὢν καὶ ἐνταῦθα πρῶτον ἀποδοὺς τὴν δύναμιν ἀποδίδωσι πλῆθος | ||
| πᾶσι τοῖς ζώοις . τῶν δὲ ἄλλων ὁ βρόμος : πολύρριζος γὰρ καὶ οὗτος καὶ πολυκάλαμος . ἡ δὲ ὀλύρα |
| : κομεῖν μὲν γὰρ τὸ ἐπιμελεῖσθαί ἐστιν , ἣ δὲ ἀτημέλητος ἐν συμφοραῖς αὔξεται , θρίξ . [ ἐγὼ δέ | ||
| ἔτυχεν ἐπιμελείας , ἔτι τε ἡ κόμη σου αὐχμηρὰ καὶ ἀτημέλητος . ὁ πρίν , φησί , λεπτὸς μύσταξ διὰ |
| πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , εὐήνιος , χειροήθης , τιθασός : φιλῶν τὸν ἀναβάτην , εὔνους τῷ ἱππεῖ , | ||
| . οὐχ ἡμεροῦται δὲ κατὰ τὸν ἄλλον , οὐδὲ γίνεται τιθασός , ἀλλ ' ἄγριος ἐς τὸ ἀεὶ διαμένει . |
| ιεʹ . Ἀνθρώποισιν ἐν τοῖσιν ὠσὶ ῥύπος ὁ μὲν γλυκὺς θανάσιμος , ὁ δὲ πικρὸς οὔ . Καὶ οὗτος ὁ | ||
| ἐστιν . ὡς οὖν κατὰ φύσιν ἐστὶν , οὐκ ἔστι θανάσιμος , ἐπειδὴ ἐν τῷ κατὰ φύσιν . πῶς οὖν |
| . πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν | ||
| εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ |
| κινδύνου . διόπερ τῆς συνήθους τοῖς ὄχλοις ἀρεσκείας καταφρονήσας καὶ βαρύτερος ἀεὶ μᾶλλον τοῖς προστάγμασι γινόμενος ἀπέσκηψεν εἰς ὠμότητα τυραννικὴν | ||
| , καὶ ἐλούσατο ψυχρῷ , καὶ ἐδείπνησε , καὶ ἐδόκεε βαρύτερος γίνεσθαι . Τῇ δ ' ὑστεραίῃ ἐπύρεξε , καὶ |
| ] . [ ἀργοῦντι θυμῶι ] ῥαιδίως φέρεις τάδε , ἥσσων δὲ δούλου Φρυξὶν ] ἐμφανὴς ἔσηι . [ ] | ||
| μετανάστας : ἠματίῃ γενέθλῃ δ ' ὀλοώτατος ἔπλετο πάντων , ἥσσων δ ' ἑσπέριος γεγαὼς ἀδρανέστερα ῥέζει . Ἀφρογενὴς δὲ |
| πυκνός , ξηρός , ἀτερηδόνιστος , ἄβρωμος , τῇ γεύσει δηκτικὸς καὶ πυρώδης . μιγνύουσι δ ' ἔνιοι τὰς ῥωμαλεωτάτας | ||
| πυκνός , ξηρός , ἀτερηδόνιστος , ἄβρωμος τῇ γεύσει , δηκτικὸς καὶ πυρώδης . δολοῦσι δ ' αὐτὸν ἔνιοι ῥίζας |
| οὐκ ἄλλο τῶν εἰς κοινωνίαν οὐδὲν διασῴζεται , ἀλλ ' ἀνίδρυτος ὢν σπείρεται , πάντῃ φορούμενος καὶ μετανιστάμενος ἀεὶ καὶ | ||
| Μωυσέα ὁ μὲν φαῦλος , ὥσπερ ἄοικος καὶ ἄπολις καὶ ἀνίδρυτος καὶ φυγάς , οὕτως καὶ αὐτόμολος , ὁ δὲ |
| φθόνος ἥπτετο αὐτοῦ , καὶ ἔλεγε ” μακάριος Χαιρέας , εὐτυχέστερος ἐμοῦ . “ Ἐπεὶ δὲ ἅλις ἦν τῶν διηγημάτων | ||
| παρατάξεως ἐξιὼν οὐκ ἐπειράθη , τί δύναται πολεμίων σίδηρος . εὐτυχέστερος μὲν ἴσως Ἀριστομένης , ἀγαθώτερος δ ' ἡμῶν οὐκ |
| . βλάβην τίθει ] ποίει πρὸς τοὺς πολίτας ὀλολύζουσα καὶ σπαραττομένη . . ὦ φίλον ] ἀπολογοῦνται διότι ἐθορύβησαν . | ||
| ποιείτω . τίθει ] ποίει πρὸς τοὺς πολίτας ὀλολύζουσα καὶ σπαραττομένη . θ τίθει ] τιθέτω . κωφῇ ] εἰς |
| τοῖσι ποσὶν ἐμπλάσσεται βοθροειδέα , καὶ ἤν τι φάγῃ , ἐμπίπλαται , καὶ φλεγμαίνει , καὶ ἐπειδὰν ὁδοιπορήσῃ καὶ ἔργον | ||
| ἅτε προσκειμένου τοῦ στόματος τῶν μητρέων τῇ λαπάρῃ , καὶ ἐμπίπλαται ἀπ ' αὐτέου , καὶ ἐξίσταται ἅτε πληρευμένη τοῦ |
| , δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ | ||
| λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ |
| πολλάκις ἔκ τινος αἰτίας . ὁ γοῦν σφὴξ γευσάμενος ἔχεως χαλεπώτερός ἐστι τὴν πληγήν , καὶ ἡ μυῖα τοιούτῳ τινὶ | ||
| . ὡς ἂν εἰ ἔλεγεν : ὁ προπαθὼν καὶ ἀμυνόμενος χαλεπώτερός ἐστι τοῦ προκαταρχομένου ἀδικίας , μήπω τι παθόντος φ |
| πολλάκις ἤδη καὶ ἐπ ' Ἀρχίππου δι ' ἐτῶν τετταράκοντα σφοδρός . Πονοῦσι δὲ μάλιστα τῶν τόπων οἱ κοῖλοι καὶ | ||
| φαρμάκου καθαίρονται δαψιλῶς . ὅταν οὖν ὁ πυρετὸς ᾖ μὴ σφοδρός , ἔμπειρός τε ᾖς τῆς φύσεως τοῦ κάμνοντος , |
| τοῖς ἥρωσιν ἄνθρωποι ξυναριστῶσι καὶ ξύνεισι πλὴν τῆς ἑσπέρας . Τηνικαῦτα δ ' οὐκέτ ' ἦν ἀσφαλὲς ξυντυγχάνειν . Εἰ | ||
| καὶ ὅσα τὸν μελαγχολικὸν οἶδε τοῦ σώματος ἀπείργειν χυμόν . Τηνικαῦτα δὲ συνεχῶς καὶ μηδενὸς κωλύοντος ἐλλέβορον λευκὸν διδόναι . |
| ἢ κατὰ τὴν ποιότητα μεταβολή : ἐὰν γὰρ ἐλάττων ἢ ψυχρότερος γίνηται , καταπαύειν περιχέαντα τὸ ἔλαιον , ἀποθεραπεύειν δὲ | ||
| τὸν τῆς τρίψεως καιρόν : εἰ γὰρ ἤτοι θερμότερος ἢ ψυχρότερος εἴη περαιτέρω τοῦ προσήκοντος , ἐν μὲν τῷ θερμοτέρῳ |
| παῖς ] νήπιος τοῦδ ' ] τοῦ νηπίου ἀνούστερος ] ἀνοητότερος προσδοκᾷς ] ἐλπίζεις πευσεῖσθαι ] μαθεῖν αἴκισμ ' ] | ||
| μεθυόντων φιλοσοφρύναι . Τί δὲ Λυδός , ὁ τοῦ Φρυγὸς ἀνοητότερος ; οὐκ εὔξατο μὲν τῷ Ἀπόλλωνι ἑλεῖν τὴν Περσῶν |
| συγγενῶν ἐνόντων τῷ πυρί , ὁ δὲ λίθος οὐκ ἔχει κατάξηρος ὤν , διὸ καὶ τὸ ἐκπηδῶν εὐθὺ πεπυρωμένον , | ||
| τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα καὶ κατάξηρος λίαν ἐνδύνει τὸν ἐχῖνον , περὶ αὐτὸν οὖσα καὶ |
| ἐρεθισμοὶ , ἐπιεικέως τὰ παρ ' οὖς ἐπάρματα . Φάρυγξ ἐπώδυνος , ἰσχνὴ , μετὰ δυσφορίης , ὀλέθριον ὀξέως . | ||
| . Μέλεος , συνήθως μὲν ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐπίπονος καὶ ἐπώδυνος : παρ ' Ὁμήρῳ δὲ καὶ ὁ μάταιος . |
| στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει : | ||
| κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς |
| καὶ ὁ μὲν φθεγγόμενος ἀβλαβής , ὁ δὲ κωφὸς θανάσιμος λαχειδέος : δασέος , ὡς οἱ πρὶν ἐξηγησάμενοί φασι . | ||
| ἐκ φρυνοῖο θερειομένου ποτὸν ἴσχῃ , ἢ ἔτι καὶ κωφοῖο λαχειδέος ὅς τ ' ἐνὶ θάμνοις εἴαρι προσφύεται μορόεις λιχμώμενος |
| ἐμφανεστάτη γε κοινοτάτη πᾶσιν ἀγεωργησία : πάντα γὰρ ὡς εἰπεῖν ἀπαγριοῦται . Ἐνίοτε δὲ καὶ οἱονεὶ πηρώσει τινὶ μεταβάλλουσιν εἰς | ||
| δὲ οὐκ ὀρθῶς . ἐξαμελούμενον γὰρ ἅπαν χεῖρον γίνεται καὶ ἀπαγριοῦται , θεραπευόμενον δὲ οὐχ ἅπαν βέλτιον , ὥσπερ εἴρηται |
| ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Α προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται : λιθακός μαλθακός ψιττακός ἀστακός φυλακός φαρμακός . σεσημείωται τὸ θύλακος ὕσσακος | ||
| ἅπαν γλυκύ , ὅταν ἡ δίψα πορίσῃ , καὶ ὕπνος μαλθακός , ὅταν ἡγήσηται κόπος , ἐσθής τε ἡ παρέχουσα |
| μέρους φλεγμαίνοντος τὸ κατ ' εὐθὺ συμπάσχει σκέλος καὶ βουβὼν ἐπανίσταται , τοῦ ἀριστεροῦ δὲ τὸ ἐναντίον : τοῦ δὲ | ||
| ἀνθέει , καὶ δῆλος ἡ νοῦσος , καὶ τὰ κοῖλα ἐπανίσταται , καὶ οἱ πόδες οἰδέουσιν . Ἡ δὲ νοῦσος |
| ἐν Λαρίσσῃ , αἱμοῤῥοΐδας ἔχων ἰσχυρὰς πάνυ , καὶ χρονίσας ἔξαιμος ὢν , χολὴν ἐκινήθη , ἀλλ ' ἠπίωσε τῷ | ||
| : φλεβοτομούμενος δὲ ἐν μέρει ἑκατέρην τὴν χεῖρα , ἕως ἔξαιμος ἐγένετο , ἔπειτα ὠφελήθη , καὶ ἀπηλλάγη τοῦ κακοῦ |
| , προβεβηκότες ἐν τῷ εἴδει . . . . . προφερὴς ὁ νέος μὲν ὤν , πρεσβύτερος δὲ φαινόμενος . | ||
| μὲν χρόνῳ πρεσβύτερος , τῇ δὲ ὄψει νεώτερος δοκῶν : προφερὴς δὲ ὁ τῷ μὲν χρόνῳ νεώτερος , τῇ δὲ |
| τῆς ΕΙ διφθόγγου γράφεται , οἷον ἐλεεινός , ὀρεινός , φωτεινός . Ὅσα δὲ σημαίνει καιρὸν διὰ τοῦ Ε γράφεται | ||
| εἰς νος ὀξύτονα παρώνυμα διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται : φωτεινός : ἐλεεινός : ὀρεινός : κλεεινὸς , καὶ κατὰ |
| . ἐστὶ δὲ καὶ γένος λίθου φάγρος . ἡ γὰρ ἀκόνη κατὰ Κρῆτας φάγρος , ὥς φησι Σιμίας . χάνναι | ||
| . ὃ δοκῶ περὶ τῶν ἀνδρῶν , τοῦτό μοι ἡ ἀκόνη ἡ παροξύνουσα καὶ παρορμῶσα . δόξαν ἔχω ἕως ἔτικτεν |
| , ζήλῳ δὲ Εὐριπίδου † † , τοῖς δὲ μέλεσι λεπτότερος . ἐδίδαξε δὲ πρῶτος ἐπὶ ἄρχοντος Διοτίμου διὰ Καλλιστράτου | ||
| ἀπούρησις μετὰ τὴν ἀπότεξιν γίνεται . διὰ τοῦτο μέντοι καὶ λεπτότερος ὁ ὑμὴν ἐκ τῶν κάτωθεν μερῶν ἐστιν , διὰ |
| πηλαμὺς μικρὰ γίνεται ἐν Μαιώταις , εὔστομος , εὔφθαρτος , εὐέκκριτος . κυβινοπηλαμὺς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας , ἀπὸ Πόντου ἐπὶ | ||
| καλούμενος ἀκαρνὰν γλυκύς ἐστι καὶ παραστύφων , τρόφιμος δὲ καὶ εὐέκκριτος . ἡ δὲ ἀφύη βαρεῖά ἐστι καὶ δύσπεπτος : |
| ' ἐγώ , οὐδεὶς ὑποκριτής ἐσθ ' ὅλως εἰργασμένος . καπνιζομένη τυραννὶς αὕτη ' σθ ' ἡ τέχνη . ἀβυρτακοποιὸς | ||
| ' ἐγώ , οὐδεὶς ὑποκριτής ἐσθ ' ὅλως εἰργασμένος . καπνιζομένη τυραννὶς αὕτη ' σθ ' ἡ τέχνη . ἀβυρτακοποιὸς |
| ἐπειδὴ ὅσον χρονίζει τὸ νόσημα , τοσοῦτον καὶ ἡ ὕλη νωθροτέρα καὶ παχυτέρα γίνεται , καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὸ | ||
| τέκοι παρὰ τὰς ὁδούς : οἶδε γὰρ ὅτι δραμεῖν ἐστι νωθροτέρα . τίκτει οὖν ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ τοῖς δρυμοῖς |
| ὑποκειμένη θερμότης . Ὁ δὲ μαρασμός ἐστι πυρετὸς ἀδιάλειπτος , βληχρός , ἐκδαπανῶν καὶ καταμαραίνων τὰ στερεὰ τοῦ σώματος μόρια | ||
| τὴν λέξιν ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς ἀπὸ τοῦ βέβληται : βληχρός , ὁ καταβεβλημένος καὶ πεπτωκώς , ἀπὸ τῶν παλαιόντων |
| ἀφ ' οὗ καὶ συνέχονται : σημείωσαι . χελώναις : ἀντίπτωσις , ἤτοι τῶν χθονίων κυνῶν καὶ εἰναλίων χελωνῶν . | ||
| ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν τὰς λέξεις . Τούτων ἐστὶ καὶ ἡ ἀντίπτωσις , ἤγουν νυκτὸς καὶ ἡμέρας , ἀντὶ τοῦ νύκτα |
| ἀνάρμοστος ἄμικτος δύσχρηστος ἔκθεσμος ἀργαλέος ἀκρόχολος ἀνεπίσχετος φορτικὸς ἀνουθέτητος εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος | ||
| ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῦθον ἔειπεν : ἦ μάλα δὴ κακότεχνος ἀμήχανε σὸς δόλος Ἥρη Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης , |
| συμβαίνει εὔκρατον εἶναι . Ἐν δὲ ταύτῃ τῇ . ἡμέρᾳ πραΰνεται καὶ τὸ θυμοειδὲς τῶν ζώων : διότι καὶ ἡ | ||
| τὸν οἶνον , κἂν μηδέπω διψῶσι , κελεύειν προσφέρεσθαι : πραΰνεται μὲν γὰρ αὐτοῖς εὐθέως ὁ λιμὸς ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ |
| ἄν τις ἐκ τούτων εὐπορήσειεν , νοσώδης , ἐπίνοσος , ἄρρωστος , ἀσθενής . ἕτερα δ ' εἰς ταὐτὸν φέροντα | ||
| ἀσελγής , ἀκόλαστος , ἄνανδρος , θρασύς , δειλός , ἄρρωστος , ἄδικος , ἀνόσιος , ἀγνώμων , ἀνεπιεικής , |
| μιν καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντα πυκναῖς τ ' εἰρεσίῃσι βιώμενος ἔσπασεν ἀνήρ : εἰ δ ' ἄρα οἱ καὶ | ||
| ἀσχαλόων ὀδύνης ὕπο μάρναται ἰχθύς , ἕλκων αὖ ἐρύοντα , βιώμενος εἰς ἅλα δῦναι , ἄσχετα μαιμώων : ὁ δὲ |
| ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ | ||
| ἰσχνότερος καὶ ἐντονώτερος τὸ βλέμμα καὶ λυπηρός , ὕπωχρος , εὐγένειος , πυρσόθριξ , ὠτοκαταξίας . ὁ δ ' ἡγεμὼν |
| παρέκρουσε σμικρά . Πέμπτῃ , διαχωρήματα πλείω , μέλανα , ἔπαφρα : ὑπόστασις μέλαινα διαχωρήμασιν : νύκτα οὐχ ὕπνωσεν : | ||
| πολλά τε καὶ ἀθρόα καὶ μετὰ πνευμάτων καί ποτε καὶ ἔπαφρα , πιμελώδη τε καὶ αἱματώδη φαίνεται συναναμεμιγμένα τοῖς διαχωρήμασι |
| ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
| ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
| εἰς Κρότωνα ἐπεδήμησε , τίνα τε ἔπραξεν ἐν τῇ πρώτῃ ἐπιφοιτήσει , καὶ τίνας λόγους εἶπεν εἰς τοὺς νεανίσκους . | ||
| ἐπιφοιτήσει , τοῦτο ἤδη μαθητέον ἐστί : εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσει γε συνεχέως , φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῖον εἶναι |
| εὗρον σημαῖνον οὕτως : μέγας μέν , ἀνόητος δὲ καὶ γυναικώδης : εἰς δὲ τοὺς ἐτυμολόγους ὁ ἀποτετμημένος τὸ αἰδοῖον | ||
| οὐ πολλοῦ χρόνου γίνεται ἄνθρωπός τε λευκὸς καὶ ἁπαλὸς καὶ γυναικώδης , ᾖδέ τε καὶ ἐκιθάριζε πολὺ κάλλιον τῶν μουσουργῶν |
| εἷς δέ τις αὐτῶν ἀναιδέστερος τῶν ἄλλων ὡς εἰκὸς καὶ θρασύτερος , ὡσεί τις ὑλακτικὸς κύων μεμηνὼς κατηκολούθει , καί | ||
| . Περδίκκας δὲ πυθόμενος τὴν κατὰ τὸν Εὐμενῆ νίκην πολλῷ θρασύτερος ἐγένετο πρὸς τὴν εἰς Αἴγυπτον στρατείαν : ὡς δ |
| στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες , ξυστίδες χρυσόπαστοι , ὡς Εὔβουλος | ||
| νεκύδαλος σκώληξ , ἐξ οὗ ἀναπηνιζόμεναι αἱ γυναῖκες τὰ βομβύκινα ἐπιβόλαια ὑφαίνουσιν . ἐκ δὲ τῶν ἐν τοῖς ξύλοις καταδεδυκότων |