τῷ τί ἐστι λέγονται . τὸ οὖν λογικὸν ὡς μὲν λογικότης ποιότης ἐστὶ καὶ ἐν τῷ ὁποῖόν τί ἐστι τοῦ
ὁ βίος αὐτοῦ καὶ ἡ πρὸς Θεὸν πίστις καὶ ἡ λογικότης καὶ τὸ ἐπίβουλον τῆς διανοίας καὶ τὸ ῥητορικώτερον ἐν
5022755 ζῳῳ
εὐνοίας τε καὶ στοργῆς , πάντως που καὶ τῷδε τῷ ζῴῳ τῷ λογικῷ μετέδωκε μᾶλλον . ἀλλὰ οὐ χρῶνται τῷ
καὶ παντὸς μνήμη τάχιστα ἐγκαταχώννυται τῷ αἰῶνι . Τῷ λογικῷ ζῴῳ ἡ αὐτὴ πρᾶξις κατὰ φύσιν ἐστὶ καὶ κατὰ λόγον
4924077 ἐρωτηματι
τὸ ὁρᾶν γε ἐπίστασθαι θήσεις . τί γὰρ χρήσῃ ἀφύκτῳ ἐρωτήματι , τὸ λεγόμενον ἐν φρέατι συσχόμενος , ὅταν ἐρωτᾷ
ἵππῳ . ὁ δὲ προσβλέψας με ὡς οὐδὲ ὑγιαίνοντα τῷ ἐρωτήματι εἶπε : Πῶς δ ' ἂν ἵππῳ χρήματα γένοιτο
4708083 ζωον
τὴν ἰλύν : ἐξ αὐτῆς γὰρ ἔχει τὸ εἶναι . ζῶον , ἀπὸ τῆς ἐν ἡμῖν ζέσεως τοῦ θερμοῦ :
πᾶν ζῶον ἔμψυχον , πᾶν ἔμψυχον οὐσία , πᾶν ἄρα ζῶον οὐσία , συνάγει οὖν τὴν οὐσίαν κατὰ τοῦ ζώου
4695985 χερσαιῳ
τὸ λοιπὸν σῶμα , τήν γε μὴν κεφαλὴν ἔοικε τῷ χερσαίῳ δράκοντι καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὸ μέγεθος , καὶ μέντοι
ἀστερίας κρείττων . ὁ ἀλωπεκίας ὅμοιός ἐστι τῇ γεύσει τῷ χερσαίῳ ζῴῳ , διὸ καὶ τοῦ ὀνόματος ἔτυχε , καὶ
4659767 φθεγγεται
' ἐπίφθονός ἐστι , καὶ ταχέως βαδίζει , καὶ μέγα φθέγγεται , καὶ βακτηρίαν φορεῖ : ταῦτα δ ' ἐστὶν
δ ' οὐδὲν ἤν τις δυστυχῇ . καὶ κάλλιστα μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνήρ . ἀναποδείκτως μὲν οὖν λεγομένων τῶν οὕτως
4658243 κλινοποιος
ζωγράφος . ἦ γάρ ; Ἔστω . Ζωγράφος δή , κλινοποιός , θεός , τρεῖς οὗτοι ἐπιστάται τρισὶν εἴδεσι κλινῶν
τὸν σοφισματώδη δημιουργόν . δίκαιον γοῦν κτλ . ►θεός φυτουργός κλινοποιός δημιουργός ζῳγράφος μιμητής◄ . διὰ Λυκοῦργον . Λυκοῦργος Σπαρτιάτης
4649500 μιηνῃ
καὶ Ὅμηρος ὡς δ ' ὅτε τις ἐλέφαντα γυνὴ φοίνικι μιήνῃ , καὶ Σαπφώ πόδα δὲ ποικίλος μάσθλης ἐκάλυπτε ,
ὥς δ ' ὅτε τίς τ ' ἐλέφαντα γυνὴ φοίνικι μιήνῃ . μέγεθος δὲ πρὸς μέγεθος , οἷον Κύκλωπος γὰρ
4583824 λογικῳ
ζυγῷ ἐπιρρέψει , ἄν τε θέλῃς ἄν τε μή . λογικῷ ἡγεμονικῷ δεῖξον μάχην καὶ ἀποστήσεται : ἂν δὲ μὴ
τοῦ γένους : ἰδοὺ γὰρ ὁ ἄνθρωπος εἶδος ὢν τῷ λογικῷ διαφορᾷ ὄντι περιττεύει τοῦ ζῴου , ὅπερ ἦν αὐτοῦ
4571693 ζωῳ
τὸ ἔμψυχον παντὶ ζώῳ : καὶ τὸ αἰσθητικὸν δὲ παντὶ ζώῳ : τὸ ἄρα αἰσθητικὸν τινὶ τρεφομένῳ . ἐπεὶ γὰρ
ὕλη . ὥσπερ οὖν ἄλλο τὸ ζῶον καὶ ἄλλο τὸ ζώῳ εἶναι , καὶ τὸ ζώῳ εἶναι παρὰ τῆς ψυχῆς
4554035 κηριῳ
ὁ ἰὸς ὁ τοῦ δράκοντος εἰς μέλι : ἢ ἐν κηρίῳ μελισσῶν . ἐπεὶ οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἴδιον ἢ ὁ
ἦν δ ' ἐγώ , φῶμεν αὐτόν , ὡς ἐν κηρίῳ κηφὴν ἐγγίγνεται , σμήνους νόσημα , οὕτω καὶ τὸν
4549057 προσωπῳ
ὀφθαλμῶν τραχυνομένων , ὑβριζόντων , ἐξαιμασσομένων , ἢ ἀπράγμονι τῷ προσώπῳ , ἀβασανίστῳ , ἀγνοοῦντι τὴν κάθοδον τοῦ πνεύματος :
, ἢ ἀπὸ πράξεων ἢ ἁπλῶς εἰπεῖν τῶν παρακολουθούντων τῷ προσώπῳ , ὧν γὰρ ἡ γνῶσις ἀφανὴς , ἄδηλα ὁμοίως
4548029 ἀνθρωπῳ
ῥητορικήν ; ἢ τίς ἄμεινον καὶ καθαρώτερον ἐκ τῶν εἰκότων ἀνθρώπῳ προσφέροιτ ' ἂν ἢ ὅστις δύναιτο ὁποίους χρὴ καὶ
γνωστικὸν οὔτε τὸ δυνατὸν παρὰ τῷ θεῷ καὶ παρὰ τῷ ἀνθρώπῳ : καὶ γὰρ ἄλλως πώς ἐστι τὸ ἀγαθὸν παρὰ
4534004 ἐμψυχος
καὶ τὸ μὲν Α οὐσία , τὸ δὲ Β οὐσία ἔμψυχος αἰσθητική , τὸ δὲ Γ ζῷον . οὐ δὴ
ἐξ αὐτῶν . οἷον εἰ τὸ μὲν Α εἴη οὐσία ἔμψυχος αἰσθητική , ὁρισμὸς ὂν τοῦ ζῴου , τὸ δὲ
4528032 ἐγγινεται
φυσική τις καὶ λοιμώδης . Ὑπὸ κύνα γὰρ οἰστρᾷ καὶ ἐγγίνεταί τι σκωλήκιον ἐν τῇ κεφαλῇ καὶ φθείρεται : ἡ
πᾶσαν μάχην , ὡς ἐπὶ πολὺ ἐκτεινομένης τῆς παρατάξεως , ἐγγίνεταί τισι τῶν βάνδων ἀφανῶς λειποτακτεῖν καὶ γίνεσθαι πρόφασιν ἀναχωρήσεως
4527270 ἐπλασθη
δὴ ταύτης τῆς ἰδέας καὶ τοῦ λόγου ὁ μῦθος ἀπίστως ἐπλάσθη , ὡς ἐκ τῆς νεφέλης ἵππος τε καὶ ἀνὴρ
: ἔστω δὲ ἡ ἀρχὴ τῆς ἡρωϊκῆς γενεαλογίας αὕτη : ἐπλάσθη τοίνυν πρώτη , κατὰ ἕτερον πραγματικὸν μῦθον , ἡ
4512181 ἱππος
πυκνὸν , καὶ ἰδίει , καὶ τοὺς μυκτῆρας ἀναπετάννυσιν ὥσπερ ἵππος ἐκ δρόμου , καὶ τὴν γλῶσσαν θαμινὰ ἐκβάλλει ,
. Ὅμηρος δέ φησι ἵππους Ἡμέρας Λάμποντα καὶ Φαέθοντα . ἵππος δέ ἐστιν Ἡμέρας ἡ περιφέρουσα αὐτὴν ὀξεῖα τοῦ οὐρανοῦ
4469710 ἐμψυχῳ
, ἔμψυχον παντὶ φυτῷ , τὸ ζῶον ἄρα οὐ παντὶ ἐμψύχῳ . πόθεν ὅτι τὸ ζῶον οὐδενὶ φυτῷ , δείξομεν
, πᾶν τρεφόμενον ἔμψυχον : καὶ συνάγεται ζῶον οὐ παντὶ ἐμψύχῳ . ἐπειδὴ γὰρ πᾶν ἔμψυχον τρέφεται , πᾶν δὲ
4469498 φοινικῳ
τοῦ Θερσίτου . φθόρον πότμον ἀντὶ τοῦ φθαρτικὸν θάνατον τῷ φοινικῷ κατασκευάσει δόρατι τῷ ἀπὸ ξύλου τμηθέντι φονευθεὶς ὁ Αἰτωλὸς
ἄνθει ῥαίνεταιαἰδοῖ δὲ τοῦ γυμνοῦσθαι πρὸς τοὺς παρόντας ἔσταλται χειριδωτῷ φοινικῷ , συμμετρεῖται δὲ ὁ χιτὼν ἐς ἥμισυ τοῦ μηροῦ
4463790 συμμιχθεν
τῶν προγόνων γένους , οἷόν τε αὐτὸ ἦν καὶ αὐτὸ συμμιχθὲν ἀπεκρίθη . Ϟεʹ . Φύσις ἐστὶ πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ
ἐπισκεπτέον . Ἆρα ἐνδέχεται ὅλον δι ' ὅλου ὑγρὸν ὑγρῷ συμμιχθὲν ἑκάτερον δι ' ἑκατέρου ἢ θάτερον διὰ θατέρου χωρεῖν
4460557 καθηται
τῷ τοῦδε παρὰ τοῦ τότε ἐν ᾧπερ νῦν ὁ σὸς κάθηται καθημένου . τουτὶ δὲ ἦν πόροι καὶ χρήματα ,
ἅμιλλαν τοῦ ἀκινητὶ μένειν εἶχεν . ἡ δὲ σχοινοφιλίνδα , κάθηται κύκλος , εἷς δὲ σχοινίον ἔχων λαθὼν παρά τῳ
4445702 Βουπαλος
τοῦ ζώου ληφθὲν σημαίνει τὸ μέγα , ὡς ἐν τῷ Βούπαλος καὶ βούλιμος † κύριον : παρὰ δὴ τὴν βου
ἑπτάκις ῥαπισθείη . τούτοισι θηπέων τοὺς Ἐρυθραίων παῖδας ὁ μητροκοίτης Βούπαλος σὺν Ἀρήτηι † καὶ ὑφέλξων τὸν δυσώνυμον † ἄρτον
4445632 γευσαμενος
εἶτα ἔμβαλλε τὸν νέακα οἶνον , καὶ ἐν ὀλίγαις ἡμέραις γευσάμενος , εὔπνουν τε καὶ παλαιὸν εἶναι δόξεις . καὶ
διδάσκαλον τῶν ὅλων τὴν φύσιν ἄμαχον . ἐμοὶ γοῦν τις γευσάμενος διαλεκτικῆς καὶ κυνηγεσίων ἁμωσγέπως ἐχόμενος τοιαῦτα ἔλεγεν . ἦν
4437114 τεκτονι
τὸ ψεῦδος : ἣν γὰρ ἐκτελεῖ χρείαν ἡ στάθμη τῷ τέκτονι διακρίνουσα τὰ εὐθέα ἀπὸ τῶν καμπύλων καὶ παρὰ τοῖς
ἐφθόνει καὶ ἐμήνιε διὰ τὴν τέχνην οὔτε χαλκεὺς χαλκεῖ οὔτε τέκτονι τέκτων , οὐδὲ λῷόν τε καὶ ἄμεινον ἦν αὐτῷ
4425281 ὑλακτικον
, ὁ ποιμήν . χόλον : ὀργήν . ὑλακόεντα : ὑλακτικὸν , βαϋστικὸν , βαβιστικὸν , τὸν ἀπὸ τῆς ὑλακῆς
. τελευταῖον δὲ καὶ Μένιππόν τινα τῶν παλαιῶν κυνῶν μάλα ὑλακτικὸν ὡς δοκεῖ καὶ κάρχαρον ἀνορύξας , καὶ τοῦτον ἐπεισήγαγεν
4414306 σερφον
διὰ τοῦτο ὀρχίλον παρείληχεν διὰ τοὺς ὄρχεις . τὸ δὲ σέρφον ἔνορχιν , ὡς κριὸν ἔνορχιν . δῆλον δὲ ἐντεῦθεν
δὲ μύρμηκά φησι τὸν σέρφον . τινὲς οὖν καρπὸν τὸν σέρφον εἶναι λέγουσιν : Κρατῖνος δὲ μύρμηκα τοῦτόν φησιν .
4407314 ὀνος
τοῦ μανθάνειν ποιεῖν : καὶ τὸ πρᾶγμα περιβόητον ἦν , ὄνος ὁ τοῦ δεσπότου , οἰνοπότης , παλαίων , ὄνος
δὲ λύκος ἄκροις ὀδοῦσι δακὼν τὸν σκόλοπα ἐξεῖλεν . ὁ ὄνος δὲ λυθεὶς τοῦ πόνου ἔτι τὸν λύκον χάσκοντα λακτίσας
4388185 ἐλεφας
ἀνίασι γήρᾳ βαρεῖς ὄντες . ποῦ δὲ ἠλόησε πληγαῖς πατέρα ἐλέφας ; πῶς δὲ ἀπεκήρυξεν ὁ πατὴρ ὁ ἐν τούτοις
παρ ' ἐμοῦ συγγραφήν . Μάνθανε οὖν , ὅτι μαινόμενος ἐλέφας πρᾷος γίνεται , κριοῦ ὀφθέντος αὐτῷ , καὶ ὅτι
4383803 παραφρονα
Ἀπόλλων ὡς οὐ μάντις ἐστὶν ἡ Κασάνδρα , μαινομένη δὲ παράφρονα φθέγγεται . ὅθεν ὁ πατὴρ ἐς πετρώροφον οἴκημα καθείρξας
τὴν ὑπερβολὴ τῆς φιλαργυρίας . ὅρα ὑπερβολήν . παραπλῆγα : παράφρονα , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς μουσικῆς τῆς παρὰ τὸ δέον
4337019 προσεοικε
. καὶ καλοῦσιν οὐ κυρίως αὐτό τινες ἀμφιβληστροειδῆ χιτῶνα : προσέοικε μὲν γὰρ ἀμφιβλήστρῳ τὸ σχῆμα , χιτὼν δ '
γάρ τοι προφαινόμενα δύο τῆς ἐλεφάντων γένυος , ἃ δὴ προσέοικε χαυλιόδουσιν εἰς ὕψος ἀνανεύοντα , πολλοὶ μὲν ἐσφαλμέναις ὑπονοίαις
4322910 κυνι
: ἐγώ εἰμι ἡ ἐν τῷ ἄστρῳ τῷ ἐν τῷ κυνὶ ἐπιτέλλουσα : ἐμοὶ Βούβαστος ἡ πόλις ᾠκοδομήθη . χαῖρε
τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων , οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ
4321382 ἡλιξ
οἷον πέρδιξ πέρδικος , Φοῖνιξ Φοίνικος , Κίλιξ Κίλικος , ἧλιξ ἥλικος , πλὴν τοῦ τέττιξ τέττιγος : τοῦτο γὰρ
μὴ ἧλιξ μηδὲ νεώτερος ᾖ τῶν μαχομένων . ἐὰν μὲν ἧλιξ ἢ νεώτερος ᾖ τῶν μαχομένων : ἀπ ' ὀρθώσεως
4316547 λογικοτητος
καὶ ὁ λόγος ὁ παρὰ τῷ δημιουργῷ οὐκ ἔστι τῆς λογικότητος ἀλλὰ τοῦ λογικοῦ . αὐταὶ γὰρ καθ ' αὑτὰς
καὶ τῶν διαφορῶν αὐτῶν καθ ' αὑτῶν , τουτέστι τῆς λογικότητος , φανερὸν ὅτι οὐχ ὑπάρχουσι γένη . καὶ ταῦτα
4310363 χαμαιζηλος
, ὁ μὲν μέγιστος , ὁ δὲ πάνυ τῇ ἡλικίᾳ χαμαίζηλος , εἶτα δεήσειεν ἀπισῶσαι αὐτοὺς ὡς μὴ ὑπερέχειν θατέρου
οὐ δένδρον τὴν ἄκανθαν ἐξ ἧς ὁ φλοιός , ἀλλὰ χαμαίζηλος ἡ βοτάνη . τῷ δὲ δένδρῳ τῷ ἐν Γαδείροις
4307796 κυων
κατάδυσιν γιγνώσκοιεν . καὶ τοῦτο τεκμήριον ποιητέον ὅτι ἐκράτησεν ἡ κύων τοῦ λαγώ : οὐ γάρ τοι ἐπὶ τῷ ἁλῶναι
ἁ ἄσφαλτος ; πῦς , Θεστυλί , σκοπῆι τύ ; κύων πρὸ μεγαρέων μέγα ὑλακτέων . φέρ ' ὦ τὸν
4303646 πτηνον
τέτταρες , μία μὲν οὐράνιον θεῶν γένος , ἄλλη δὲ πτηνὸν καὶ ἀεροπόρον , τρίτη δὲ ἔνυδρον εἶδος , πεζὸν
τῇ χροιὰ μελανίζων . τούτου ὑπὸ τὸν αἰθέρα ἱπταμένου πᾶν πτηνὸν φρυάσσει . ἔχει δὲ μεγάλας πράξεις , ἃς λέγων
4301937 λευκοτης
: ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ
λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ
4301275 πινοντι
. εἴη δ ' ἂν τὸ τοιοῦτον ἥδιστόν τε ἅμα πίνοντι καὶ ἀκριβῶς καθαρόν : εἰ δὲ δὴ καὶ ταχέως
ἡ κάθαρσις ἱκανὴ γένηται . τὸ δὲ πλῆθος ἀρκέσει τῷ πίνοντι τοῦ ὀρροῦ # ε τὸ μέτριον . ἁρμόττει δὲ
4299874 ῥυπων
δόξας εἶναι ὑμῶν τῶν Κυνικῶν τρόπον ἔζη , κομῶν καὶ ῥυπῶν καὶ ἀνυποδητῶν . ὅθεν καὶ Πυθαγορικὸν τὸ τῆς κόμης
' ] ἐκπληκτικόν εἶ σύ ] ὁ θρυλλούμενος αὐχμῶν ] ῥυπῶν σε . κατάξηρος , ἄλουτος ἐγένετο ] εἰς γέννησιν
4290720 πεπωκοτι
, καί φησι δράκα κονίας ἀσβέστου μισγομένην οἴνῳ βοηθεῖν τῷ πεπωκότι : τίτανος γὰρ ἡ ἄσβεστος : ὅσον χωρεῖ χεὶρ
προσέοικεν ὑμῶν ὁ δῆμος , ἀλλὰ Κενταύρῳ τινὶ ἢ Κύκλωπι πεπωκότι καὶ ἐρῶντι , τὸ μὲν σῶμα ἰσχυρῷ καὶ μεγάλῳ
4283891 λιθῳ
. Ἀριστοφάνης : ” εἴθ ' ἐξεκόπην πρότερον τὸν ὀφθαλμὸν λίθῳ ” , καὶ Πλάτων : „ εἴθ ' ἔγραψεν
διαλαγχάνειν οὖν αὐτοὺς καὶ τὸν λαχόντα ἔχοντα δρεπάνιον ἐπιβαίνειν τῷ λίθῳ καὶ τὸν τράχηλον εἰς τὸν βρόχον ἐντιθέναι : παρερχόμενον
4283512 ποικιλῳ
μεῖζον ἀγαθὸν προνοούμενος , ἅμα μὲν ταῖς ἰδέαις καὶ τῷ ποικίλῳ τῶν εἰδῶν κάλλει χώραν διδούς , ὥστε τῇ φθορᾷ
ὀργάνων εὐμηχάνῳ , τὰ δὲ ὄργανα ἐν τῷ τῆς φύσεως ποικίλῳ . Παντοδαπὴ γὰρ ἡ φύσις , καὶ διὰ τοῦτο
4280175 ἐρριπται
ἐν γὰρ τοῖς ἱεροῖς καὶ τεμένεσιν ἐπὶ τῆς χώρας ἀνειμένοις ἔρριπται πολὺς χρυσὸς ἀνατεθειμένος τοῖς θεοῖς , καὶ τῶν ἐγχωρίων
μαλακοῦ χρωτὸς ψαῦσαι τέκνων . οὐκ ἔστι : μάτην ἔπος ἔρριπται . Ζεῦ , τάδ ' ἀκούεις ὡς ἀπελαυνόμεθ '
4275961 ζῳον
ὁ Σωκράτης , αὐτός τε καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ ζῷον , εἴπερ σημαίνει ἕκαστον αὐτῶν τόδε τι ὂν καὶ
, τὸ πάντη καὶ ἀεὶ ἀκίνητον : εἰ δὲ πολυχρονιώτατον ζῷον , ὡσαύτως ἀεὶ κατὰ τὰ αὐτὰ ἀπαράλλακτον , ἀπὸ
4265292 σιμῳ
αἰσθήσει . εἰ τοίνυν πάντα τὰ φυσικὰ πράγματα ὁμοίως τῷ σιμῷ λέγεται , οἷον ῥίς , ὀφθαλμός , πρόσωπον ,
μέσῳ δακτύλῳ παίειν τινὸς τὸν μυκτῆρα : ῥαθαπυγίζειν δὲ τὸ σιμῷ τῷ ποδὶ τὸν γλουτὸν παίειν , ὡς εὕρηται ἐν
4255560 μυρμηκι
αἶγες ἀρότρου : ἐπὶ τῶν βάρους ἀπηλλαγμένων . Ἔνεστι κἀν μύρμηκι χολή : μηδὲ τῶν μικρῶν καταφρονεῖν . Ὁμοία τῇ
παρὰ τῷ Κύκλωπι , καὶ ἐπισύρεται , ὅποι ἂν τῷ μύρμηκι δοκῇ ; Τί τοῦτο γελᾷς , ὦ Αἴγυπτε ;
4242469 μιχθεν
ῥοδίνου δραχμὰς ιʹ , ὠῶν δ ' τὸ λευκὸν τούτοις μιχθὲν ὑπαλειπτέον . Ἄλλο πρὸς ὀφθαλμὸν φλεγμαίνοντα : λιβανωτοῦ ,
μέλιτος ἐγχρίων . καὶ σηπίας δ ' ὄστρακον καυθὲν καὶ μιχθὲν ἁλσὶν ἀνορύκτοις ἀποτήκει τὰ κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς πτερύγια .
4241351 θηριωδες
δὲ δὴ ἐν ὅπλοις πειρᾶσθαι αὐτῶν καὶ ὁρᾶν τιτρωσκομένουςἄπαγε : θηριῶδες γὰρ καὶ δεινῶς σκαιὸν καὶ προσέτι γε ἀλυσιτελὲς ἀποσφάττειν
' ἁπλοῦν ἔχων , ἀλλὰ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ τὸ θηριῶδες . διὸ καὶ Σκύθον αὐτὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι προσηγόρευον .
4239080 ἀνθρωπινῳ
προσώποις χρόνοις τρόποις . Ἀναξαγόρας καὶ οἱ Στωικοὶ ἄδηλον αἰτίαν ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ : ἃ μὲν γὰρ εἶναι κατ ' ἀνάγκην
τῷ ἀνθρώπῳ ἔδωκα ” , φησίν , „ ἀλλὰ τῷ ἀνθρωπίνῳ „ . Ὁ αὐτὸς θεασάμενος νεανίσκον κατωφρυωμένον , μηδὲν
4237123 λευκῳ
κόψας * χραισμήσεις : βοηθήσεις ἀργῆτι σὺν οἴνῳ : ἤγουν λευκῷ ἢ θερμῷ καὶ διαπύρῳ . * ἥ : ἥτις
, οὐδέποτε συναληθεύσει ἡ ἀντίφασις . οὔτε δὲ πάλιν τῷ λευκῷ δυνατὸν ἕτερόν τι ὑπάρξαι συμβεβηκός , οἷον τὸ μουσικόν
4234294 ἐγκειται
τὸ ἐσθίειν γῆν , ἤτοι πηλόν , ὅσοις ὀξώδης χυμὸς ἔγκειται . ἀπό τινος οὖν συμπτώματος ἢ μελαγχολικοῦ χυμοῦ ἢ
, ὡς ὑπ ' εὐφορίας ἀεὶ κακῶν βρίθειν . „ ἔγκειται „ γάρ φησι Μωυσῆς ” ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου
4223892 δελεαζεται
ὡς σταῖς , καὶ ἀναπλάσσεται κολλύρια , καὶ ἐν αὐτοῖς δελεάζεται . Σιλούρου ποταμίου δραχ . ιϚʹ : πηγάνου ἀγρίου
οὐδὲν δέλεαρ ἐσθίει ἔμψυχον , καὶ ἀνελκυσθεὶς δ ' οὐ δελεάζεται οὔτε σαρκὶ οὔτ ' ἄλλῳ τινὶ ἐμψύχῳ , ὡς
4223519 κολακι
λάμπρ [ ' ἀπορρυπαίνεται ] ? [ ψόφῳ ] νεώρει κόλακι [ ] ποιμένων ποθέν [ ] . [ !
' ἑτεροδακνεῖ . Πλάτων δ ' ἐν Φαίδρῳ φησί : κόλακι , δεινῷ θηρίῳ καὶ βλάβῃ μεγάλῃ ἐπέμιξεν ἡ φύσις
4218264 ἱματιῳ
τρόπαιον γυμνὸς ἀληλιμμένος ἐχόρευσε μετὰ λύρας : οἳ δὲ ἐν ἱματίῳ φασί . καὶ τὸν Θάμυριν διδάσκων αὐτὸς ἐκιθάρισεν :
δὲ Τυρρηνοὶ δειπνοῦσι μετὰ τῶν γυναικῶν ἀνακείμενοι ὑπὸ τῷ αὐτῷ ἱματίῳ . Θεόπομπος : ἐπίνομεν μετὰ ταῦτα . . .
4207084 ἀθανατῳ
ἔστιν ἐναντίον τὸ λογικὸν τῷ ἀλόγῳ οὐδὲ τὸ θνητὸν τῷ ἀθανάτῳ : τὰ γὰρ ἐναντία φθείρει ἄλληλα , ταῦτα δὲ
γοῦν τἀναντία γράφειν ἀνταίρει : εἰ δὲ αὐτὸς ὁ Δημιουργὸς ἀθανάτῳ ψυχῇ ἀθάνατον αὐτῆς καὶ τὸ σῶμα ποιεῖν ἐπαγγέλλεται ,
4202777 προσεισι
, μή τι καὶ ἀπὸ τῆς γῆς ἢ ἑτέρωθεν κακὸν πρόσεισι τοῖς ὕδασιν , ὡς οὐκ ἐξαρκεῖ τὰς πηγὰς παρέχεσθαι
ἐμπηδῶντες φαιδρὰν ἡμέραν δηλοῦσιν . ὑπόχυσιν δὲ ὀφθαλμοῦ αἲξ παθοῦσα πρόσεισι βάτῳ καὶ παραβάλλει τῇ ἀκάνθῃ τὸ ὄμμα νύξαι αὐτό
4193218 ἀψυχῳ
ᾖ τῆς οἰκείας κράσεως τὸ ἔμφυτον θερμόν , ὡς ἐν ἀψύχῳ σώματι σήπεται τὸ αἷμα : διασῴζοντος δ ' αὐτοῦ
εἰς ἔμψυχον καὶ ἄψυχον : ἐναντίον δὲ τὸ ἔμψυχον τῷ ἀψύχῳ . ἄλλως δὲ ἡμάρτηται : δεῖ γὰρ μᾶλλον ἐκ
4192249 κλαδος
τῶν Ἀθηνῶν ἀκροπόλει Ἀθηνᾶς προνοίᾳ ἐβλάστησεν . ἔρνος κυρίως ὁ κλάδος τῆς ἀγρίας συκῆς : ἐρινεὸς γὰρ ἡ ἀγρία συκῆ
ἀναδιδόμενον εἰς τὰ δένδρα ὅπου μὲν γίνεται φλοιὸς ὅπου δὲ κλάδος ὅπου δὲ καρπὸς καὶ ἤδη σῦκον καὶ ῥοιὰ καὶ
4190267 βακχευμασιν
γυναικῶν . καὶ μύροις ἐλούετο καὶ ἔφασκεν ὅτι : κἀν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . κωμῳδῶν
ἀεί ] τοῦτο : σκοπεῖν χρή : καὶ γὰρ ἐν βακχεύμασιν οὖς ' ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσεται . ὁρᾶις
4188396 ὑποδυσα
ἄνθρωπον ἡ θεός : Ἀφροδίτην λέγουσι τὴν θεόν : καὶ ὑποδῦσα θέαν ἀνθρώπου , γυναικὸς ἤδη γεγηρακυίας , τῷ Φάωνι
γοῦν ὡμοιώθη , κατὰ τοῦτο φέρεται , ἄλλη ἄλλο ζῷον ὑποδῦσα . Ἐπιγενόμενοι δὲ Πορφύριός τε καὶ Ἰάμβλιχος , ὁ
4187345 ἀμοιρει
ἡμῖν οἰκιστὴς θαυμαστός : δίκαιος εἶ , οὐδὲ ἡ πόλις ἀμοιρεῖ τοῦ πλεονεκτήματος : φιλανθρωπίαν τιμᾷς , καὶ ἡ πόλις
. . . τῶν ἐκτὸς ἡ μὲν παρωκεανῖτις ἡ πρόσβορρος ἀμοιρεῖ διὰ τὰ ψύχη , ἡ δ ' ἄλλη τὸ
4179997 λεπυριον
, ἐγὼ ἐρέω : οἷον εἴ τις ὠοῦ τὸ ἔξωθεν λεπύριον περιέλοι , ἐν δὲ τῷ ἐσωτάτῳ ὑμένι τὸ ὑγρὸν
καὶ οὗτοι ⌈ λοιπὸν μάρτυρες ἐκαλοῦντο . Γ τῶν τραγημάτων λεπύριον ἢ ὄστρακον . κελύφη : ⌈ ἀντὶ τοῦ καλύμματα
4177973 τεχνιτῃ
γὰρ ἀνείδεος ὁ χαλκός , ἀλλ ' ἐπειδὴ ὑπέστρωται τῷ τεχνίτῃ καὶ ἐπιδέχεται τὸ τοῦ ἀνδριάντος εἶδος , ὥσπερ καὶ
: αὕτη δὲ οὕτως ἐστὶν ἀγαθὴ καὶ οὐ βαρεῖα τῷ τεχνίτῃ , ὥστε ὑπάρχει καὶ μηδὲν ἔχοντι ὅπλον χρῆσθαι αὐτῇ
4172960 χιτωνι
. χιτῶνι καὶ μεταμπίσχουσα τὰς ψυχάς . σαρκῶν ἀλλογνῶτι περιστέλλουσα χιτῶνι . . . . λέγει δὲ καὶ Ἐ .
γε μὴν ξανθότατόν ἐστι . τὸ δὲ ὑπὸ τούτῳ τῷ χιτῶνι κυανοῦν ἐστὶ χρόᾳ καὶ χαῦνον , ὥσπερ οὖν πεπρημένη
4168705 γεννᾳν
Κατεξικμασθείσης δὲ τῆς γῆς ὑφ ' ἡλίου , καὶ μηκέτι γεννᾷν δυναμένης , ἐξ ἀλληλογονίας φασὶ τὴν γέννησιν γίνεσθαι .
τι μὴ ἔχειν ὅπερ ἐξ ἀρχῆς μὲν περιαιρεθὲν οὐκ ἀδυνατεῖ γεννᾷν : πλεονάκις δὲ τοῦτο παθοῦσα καὶ ὥσπερ τελέως γυμνωθεῖσα
4162652 ὀρνιθος
ἔοικεν οὖν ἐξ Ἰνδῶν τὸ μυθολόγημα ἐπ ' ἄλλου μὲν ὄρνιθος , ἐπιρρεῦσαι δ ' οὖν καὶ τοῖς Ἕλλησιν .
καὶ ἐς γῆν κύψασαι τὴν κέρκον ἀνατείνουσιν ὥσπερ οὖν τράχηλον ὄρνιθος : αἳ δὲ ἀπατηθεῖσαι προσίασιν ὡς πρὸς ὄρνιν ὁμόφυλον
4142257 καθαιροντι
ἢ ἐσθῆτα φέροντας ἀκάθαρτον , ὅπου γε καὶ τῷ πάντα καθαίροντι πυρὶ παρήγγελται χρῆσθαι μὴ ἐξ ἀκαθάρτου οἰκίας ληφθέντι .
καὶ κάθυγρον γεγονός . ὑπηλάτῳ : τῷ τὴν κάτω κοιλίαν καθαίροντι . παρὰ τὸ ὑπελαύνειν εἰρημένον . ὑποκρινέσθω : ἀποκρινέσθω
4140660 κυκνῳ
ὁ τέττιξ . καὶ μή με ἄλλως νομίσῃς ὡραΐζεσθαι τῷ κύκνῳ καὶ τῇ ἀηδόνι , καθάπερ οἱ κομψοὶ σοφισταὶ οἱ
ἡ λευκὸν ἐνδέχεται μηδενὶ ἀνθρώπῳ ὑπάρχειν : τὸ γὰρ ἐν κύκνῳ λευκὸν ἀναγκαίως τῷ ἀνθρώπῳ οὐχ ὑπάρχει : εἰ δὲ
4132364 πικρῳ
πρὸς τὰς συνεχεῖς τιθασείας αὐτῶν ἐνδόντες πόνῳ μὲν ἠλλοτριούμεθα ὡς πικρῷ πάνυ καὶ δυσκόλῳ , παλινδρομεῖν δὲ εἰς Αἴγυπτον ἐβουλευόμεθα
δημιουργίᾳ πρέπειν ὑπολαβὼν τοῦτον τὸν ἀριθμὸν καὶ εἰς ταὐτὸ συνωθῶν πικρῷ μὲν ἁλμυρόν , μέλανι δὲ φαιόν . μὴ τοίνυν
4131595 μελισσοφυλλου
ἢ ψυλλίου ἢ ἀκαλήφης χυλὸν πρόσθες . ἢ τὰ φύλλα μελισσοφύλλου ἀφηψήμενα ἐν οἴνῳ . ἄλλο . λαβὼν πήγανον χλωρὸν
ἀναθάλλουσιν . συμμίγδην δὲ ἀντὶ τοῦ συμμεμιγμένως τοῖς φύλλοις τοῦ μελισσοφύλλου . ἠὲ καὶ ἠελίοιο τροπαῖς : τὸ ἡλιοτρόπιόν φησι
4129571 γεωδει
τὸν ἐγχορεύοντα ταῖς ἐγκυκλίοις θεωρίαις καὶ πολυμαθείας ἑταῖρον ὄντα τῷ γεώδει καὶ Αἰγυπτίῳ προσκεκληρῶσθαι σώματι , χρῄζοντα καὶ ὀφθαλμῶν ,
τῷ μὲν ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν
4119440 θηλει
γοργὸν δηλοῦντα καὶ ἐμβριθές , τὰ δ ' ὀξέα τῷ θήλει , τῇ τοῦ περὶ τὰ χείλη καὶ ἐπιπολῆς ἀέρος
ζώων συμβαίνει : καὶ γὰρ καὶ τῷ ἄρρενι καὶ τῷ θήλει καὶ τῇ χώρᾳ καὶ τῷ ἀέρι καὶ ἁπλῶς ταῖς
4097719 ἀλλοιοτερον
τὸ αὐτὸ ὄν , ἀλλοιότερον μὲν φαίνεται τῷ ἀριστεῖ , ἀλλοιότερον δὲ τῷ δημίῳ : καὶ τὴν μὲν Πενελόπην ἀλλοίως
. “ Ἔστι ταῦτα . Τί οὖν ; δοκεῖ σοι ἀλλοιότερον Ἡρακλείτου νοεῖν ὁ τιθέμενος τοῖς τῶν ἄλλων θεῶν προγόνοις
4080542 δεκτικον
Σωκράτης καὶ Πλάτων ἅμα καὶ Ἀλκιβιάδης , οὐκέτι ἔσται πᾶν δεκτικὸν ἐπιστήμης . τὸ οὖν πάσης οὐκ ἔστιν ἐνταῦθα τοῦ
οὐ κακῶς . οὐ γὰρ φωτὸς μόνου ἀλλὰ καὶ σκότους δεκτικὸν ὡς εἴρηται . ἔπειτα δὲ καὶ ἡ γῆ κέχρωσται
4078228 καλῳ
. ἀγλαόπαιδι γενέθλῃ : περιφραστικῶς , τῷ λαμπρῷ , τῷ καλῷ γεννήματι , τῷ Γορδιανῷ . Καὶ λαοῖς σύμπασιν :
μόσχον ἐλέφαντος ὡραίαν ὡς ἐκείνοις ἰδεῖν συνελθεῖν ἐλέφαντι νέῳ καὶ καλῷ , πρεσβύτερον δὲ ἄλλον , εἴτε ἀνὴρ ἦν εἴτε
4073767 συγκινειται
ἀναλογιῶν συνεστῶσα : κινουμένων δὴ τῶν ὁμοίων καὶ τὰ ὁμοιοπαθῆ συγκινεῖται . τοῦτον μὲν οὖν ὕστερον τελέως ἐπισκεψόμεθα . ἕτερος
ἡ τῶν θεῶν αἰτία δείκνυται , οὐδ ' ὡς τοιαύτη συγκινεῖται ταῖς θυσίαις , ὡς δὲ φυσικὴ κατεχομένη τε ὑπὸ
4073130 πιαινειν
Λιβύην καὶ Ἀσίαν . . σεπτὸν ] σεβάσμιον διὰ τὸ πιαίνειν τὴν Αἴγυπτον . . οὗτός ς ' ὁδώσει ]
καὶ τῷ σίτῳ . αἱ δὲ κριθαί , πρὸς τῷ πιαίνειν , καὶ κατὰ τὴν γέννησιν εὐδιαφορεῖν ποιοῦσι τὸ ζῶον
4072071 φυτον
γῆν , ἢ καὶ σάξαις ἂν εὖ μάλα περὶ τὸ φυτόν ; Σάττοιμ ' ἄν , ἔφην , νὴ Δί
τότε βασιλεὺς ὢν τῶν Ἀιθιόπων ἐτύγχανε , τῷ Περσεῖ τὸ φυτόν : πλησίον τοίνυν ἐστὶ τῶν Μυκηνῶν ὄρος , ὃ
4067271 αἱματιον
πωμάσας ἀποτίθεσο . Τὸ δὲ κάλλιον γάρος , τὸ καλούμενον αἱμάτιον , οὕτω γίνεται . λαμβάνεται τὰ ἔγκατα τοῦ θύννου
οὗ καὶ τὸ σπερμάτιον ὁ πατήρ μου συνέλεξε καὶ τὸ αἱμάτιον ἡ μήτηρ καὶ τὸ γαλάκτιον ἡ τροφός : ἐξ
4064626 ὁριστικῳ
τοῦ ἐπείγητον συνεσταλμένως . : ἡ διπλῆ ὅτι τῷ ἐπείγετον ὁριστικῷ ἀντὶ ὑποτακτικοῦ τοῦ ἐπείγητον . . , . .
τὰ ἐγκλήματα καὶ εἰς τοὺς ἔξωθεν ἐμφαινομένους , τῷ δὲ ὁριστικῷ , ἡνίκα τὴν διήγησιν ὁρίζεται λέγων διήγησιν εἶναι παντὸς
4051991 ὀφει
πτέρναν ” . διὰ τίνα αἰτίαν χωρὶς ἀπολογίας καταρᾶται τῷ ὄφει , κελεύων ἐν ἑτέροις ὡς εἰκὸς „ στῆναι τοὺς
, ἀλλὰ βοῇ τοὺς ἄλλους ἐπικαλουμένη , τότε ἐναντιοῦται τῷ ὄφει . Λεῖψιν μυρμήκων βουλόμενοι σημῆναι , ὀρίγανον ἱερογλυφοῦσιν :
4041732 κορακι
ἐνδεχομένως , περιπατοῦν παντὶ κόρακι ἐνδεχομένως , καὶ λευκὸν οὐδενὶ κόρακι ἐξ ἀνάγκης . εἰ δὲ ἐξ ἀνάγκης τὸ πρῶτον
καὶ ἀπογίνεσθαι : τὸ γὰρ ἐν τῷ Αἰθίοπι ἢ τῷ κόρακι μέλαν ἀδύνατον ἀπογίνεσθαι χωρὶς τῆς τοῦ ὑποκειμένου φθορᾶς .
4041444 ἁπαντι
' ἂν ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ τοσοῦτον πλῆθος ἀνθρώπων θανεῖν ἐν ἅπαντι τῷ κόσμῳ ὁπόσον ἐκεῖσε ἀπέθανεν , ἤτοι πλεῖον γίνωσκε
τῆς χαλκῆς σφαίρας , καὶ ὅτι , φησίν , ἐν ἅπαντι τῷ γινομένῳ ὕλη ἐστί , καὶ ἔστι τὸ μὲν
4035242 γλισχρῳ
μὲν πρῶτον ἐπὶ ψιλῷ τῷ τρέφεσθαι συνῆν τινι κακοδαίμονι καὶ γλίσχρῳ ἐραστῇ . ἐπεὶ δὲ τὴν ὁδὸν ταύτην ῥᾴστην οὖσαν
, τῷ ἀλήτῳ , τῷ σιτανίῳ , τῷ πλυτῷ , γλίσχρῳ , πεφυρημένῳ , ὀλίγῳ , καταπλάσσειν τὰ τοιαῦτα :
4035206 περιπατουντι
περιπατητικὸν προσαγορευθῆναι . οἱ δ ' , ὅτι ἐκ νόσου περιπατοῦντι Ἀλεξάνδρῳ συμπαρὼν διελέγετο ἄττα . Ἐπειδὴ δὲ πλείους ἐγίνοντο
ἀφ ' ὑμῶν ἀπιόντων ἴσθ ' ὅτι προσελθών τίς μοι περιπατοῦντι , ἀνὴρ οἰόμενος πάνυ εἶναι σοφός , τούτων τις
4034858 φιλτατῳ
θ ' ὑπούργησον τάδε ἐμοί τ ' ἀρωγὰ τῷ τε φιλτάτῳ βροτῶν πάντων ἐν Ἅιδου κειμένῳ κοινῷ πατρί . Πρὸς
ὅσα ὑπεραλγήσας ἔδρασεν ἢ εἶπεν ἐπὶ τῷ πάντων δὴ ἀνθρώπων φιλτάτῳ , οἱ δὲ ἐς αἰσχύνην μᾶλλόν τι ὡς οὐ
4033309 σκευαζουσιν
αʹ , ἡ ἐλάττων γρ . ηʹ . οὕτω μὲν σκευάζουσιν οἱ πολλοί . ἐγὼ δὲ μόνον ἐν τῷ ὀξυμέλιτι
: καὶ δένδρον δέ ἐστι μελίλωτον καλούμενον , ἐξ οὗ σκευάζουσιν οἶνον : τινὲς δ ' αὐτῶν καὶ δίκαρπον ἔχουσι
4018745 ἱερακι
, διὰ τὸ τῆς ποιητικῆς ᾠδικόν : τοὺς δὲ κριτὰς ἱέρακι , διὰ τὸ ἁρπακτικόν . Γνωστὸν δὲ τοῦτο πᾶσι
ὁ Ξέρξης , οὐδὲν ἄλλο ἐποίει ἢ μόνον παρεῖχε τῷ ἱέρακι τὸ σῶμα χρῆσθαι τούτῳ ὡς βούλεται . ἀετὸν οὖν
4008962 πεφυκος
ἔχῃ τι τῶν πεφυκότων ἔχεσθαι , κἂν μὴ αὐτὸ ὑπάρχῃ πεφυκὸς ἔχειν , οἷον λέγεται τὸ φυτὸν ὀμμάτων ἐστερῆσθαι .
: οἶμαι γὰρ ἡδονῆς μὲν καὶ περιχαρείας οὐδὲν τῶν ὄντων πεφυκὸς ἀμετρώτερον εὑρεῖν ἄν τινα , νοῦ δὲ καὶ ἐπιστήμης
3999428 γλωττα
. . ἐμβαλεῖν : Ῥίψαι , ἐνθεῖναι . . ἡ γλῶττα τῷ κήρυκι : 〚 Διχῶς νοεῖται : 〛 ἡ
περιπαρεὶς , ἀέριος αὐτίκα ἐπαίρεται . Ἔστι δὲ αὐτοῖς ἡ γλῶττα τραχεῖα καὶ στενὴ ῥίνης ἀποσώζουσα σιδηροβρώτιδος μίμημα , δι
3999056 μεθυσμα
ὁ καὶ βασιλέων καὶ προφητῶν μέγιστος Σαμουὴλ ” οἶνον καὶ μέθυσμα ” , ὡς ὁ ἱερὸς λόγος φησίν , „
ἀμπέλου , ὅπερ εὐφροσύνη κεκλήρωται , καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς μέθυσμα , ἡ ἄκρατος εὐβουλία , καὶ ὁ ἀρυσάμενος οἰνοχόος
3998877 ὁμοιος
: τὸ εʹ ” ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς ἐπὶ “ ⌊ ὅμοιος ⌋ δακτυλικὸς τετράμετρος : τὸ Ϛʹ ” δενδροκόμους ἵνα
χρήσει : οἷον , σὺ καὶ ὁ πατὴρ ὁ σὸς ὅμοιος . ἔχει δὲ ὁμοίως τῷ : Δαμοίτας καὶ Δάφνις
3997273 τεκτων
ἀφίκετο δῖα γυναικῶν οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο , τόν ποτε τέκτων ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν , ἐν δὲ
οὖν ψυχαὶ αὐτῶν εἰσι ; Ναί : ὥσπερ γὰρ ὁ τέκτων , ἐὰν λάβῃ ξύλον καὶ ποιῇ θρόνον ἢ δίφρον
3988861 ῥυπτικῳ
ὥϲπερ ἡ τῶν κηρύκων καὶ πορφυρῶν , οὐ μόνον τῷ ῥυπτικῷ τῆϲ δυνάμεωϲ , ἀλλὰ καὶ τῷ τραχεῖ τῆϲ οὐϲίαϲ
ὑπάγειν ἅπαντας τοὺς ἐν τοῖς ἐντέροις μοχθηροὺς χυμοὺς καὶ τῷ ῥυπτικῷ παρορμᾶν τὸ ἔντερον ἐπὶ τὴν ἔκκρισιν : ὀλίγον δ
3983214 φυτῳ
δυνατὸν μὴ προσενεχθέντα ἢ πλησιάσαντα ὅλως τῷ ζῴῳ ἢ τῷ φυτῷ ; δεήσει οὖν ἐξ ἀνάγκης κατὰ τόπον πρότερον κινηθῆναι
δ ' ἐν βρύοις καὶ πράσοις καὶ φυκίοις : ἔοικε φυτῷ , θαλαττίῳ μύκητι : δυσέκρυπτον δὲ ταῖς χερσὶν ἐναπολείπει
3982235 τρεφεται
* * * * * * * * πιστὸς ἀνὴρ τρέφεται ἐγκρατείᾳ . γνῶθι ῥήματα καὶ κτίσματα θεοῦ καὶ τίμα
Ὄσιρις , ὅπου ὁ βοῦς ὁ Ἆπις ἐν σηκῷ τινι τρέφεται , θεὸς ὡς ἔφην νομιζόμενος , διάλευκος τὸ μέτωπον
3981370 νηφων
μεγέθει τῶν πεπραγμένων καὶ τὸ θαρρεῖν λαβὼν παρὰ σοῦ μὴ νήφων , ὡς εἰκός , ἐπιλέλησται . πρόφασιν δὲ εἶναι
Ἀριστοφάνην , ἀρχόμενον γὰρ σκέμματος , μεθύσκεσθαι , ἵνα μὴ νήφων δειλιάσῃ κωμῳδεῖν μεγάλους ἄνδρας . ΓΘ διαπράττουσι ] εὖ
3974644 εὑρισκομενον
' ἕκαστα ὁρισμὸν εἶναι τοῦ εἴδους , καὶ τὸν κοινῶς εὑρισκόμενον λόγον τοῖς ὁμογενέσιν εἴδεσιν ὁρισμὸν ὑπάρχειν τοῦ γένους :
: πτωτικὸν δὲ λέγομεν τὸ ἐν τοῖς πτωτικοῖς ἐπὶ τέλους εὑρισκόμενον ἄνευ πάθους , οἷον πάντα τὰ εἰς ω λήγοντα
3964484 κινουμενῳ
δὲ καὶ κινούμενον παντὶ ἵππῳ ὑπάρχει , οὐκέτι ἄνθρωπος παντὶ κινουμένῳ . οὐ δεῖ δὲ τὸ ἀληθὲς τῆς ὑπαρχούσης τῷ
τὸ κινούμενον , θάτερον δ ' ἕδρα τις ὑπερήρεισται τῷ κινουμένῳ , καθάπερ ὁρᾷς τὰς τῶν θυρῶν στρόφιγγας ἔχοντας ,
3961425 ὀρρωδει
αἷμα γὰρ οἷον οὗτος διαφθαρέν , πάντως ἂν ἑνωθεὶς τῷ ὀρρώδει χυμῷ τότε αὐτοῦ χρῶμα ἀλλοιώσει μεταβαλὼν πρὸς τὸ σφέτερον
ἔχειν . τῆς δὲ ἀφωρισμένης ἡμέρας παρούσης ἡ Παλλήνη πάνυ ὀρρώδει περὶ αὐτοῦ . καὶ σημῆναι μὲν οὐκ ἐτόλμα τινὶ
3958612 κοινωνει
στάσεων , ὅπως μὴ τῇ ὁμοιότητι πλάνη τις γένηται : κοινωνεῖ ὁ ὅρος ὁ κατὰ αἴτησιν τῷ στοχασμῷ τῷ παραδόξῳ
καὶ τοῦ ἰδίου τὰς κοινωνίας καὶ τὰς διαφορὰς παραδώσοντες . κοινωνεῖ δὲ τὸ γένος καὶ τὸ ἴδιον , καθὸ τὰ

Back