| , ἐγὼ ἐρέω : οἷον εἴ τις ὠοῦ τὸ ἔξωθεν λεπύριον περιέλοι , ἐν δὲ τῷ ἐσωτάτῳ ὑμένι τὸ ὑγρὸν | ||
| καὶ οὗτοι ⌈ λοιπὸν μάρτυρες ἐκαλοῦντο . Γ τῶν τραγημάτων λεπύριον ἢ ὄστρακον . κελύφη : ⌈ ἀντὶ τοῦ καλύμματα |
| , τὸ δὲ γαῦρον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν . στόμα δὲ ἁπαλὸν καὶ ἀνάμεστον ὀπώρας ἐρωτικῆς , φιλῆσαι μὲν ἥδιστον , | ||
| αἰγλάεντος [ ] ἀστήρ ὠρανῶ διαιπετής ἢ χρύσιον ἔρνος ἢ ἁπαλὸν [ ψίλον ] [ ! ῀ν ! ] [ |
| γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ | ||
| τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες |
| ἐγὼ ἐρέω : οἷον εἴ τις ὠοῦ τὸ ἔξωθεν λεπύριον περιέλοι , ἐν δὲ τῷ ἐσωτάτῳ ὑμένι τὸ ὑγρὸν διαφαίνοιτο | ||
| πολιτικῶν ποιημάτων ἦθος : πολλαχοῦ γοῦν τὸ μέτρον τις εἰ περιέλοι , ῥητορείαν ἂν εὕροι πολιτικήν . Ἴωμεν ἐπὶ τοὺς |
| κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον | ||
| ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω . |
| θέλοντι εἰδέναι τούτου πέρι , ὅτι ἥ τε γονὴ ἐν ὑμένι ἐστὶ , καὶ κατὰ μέσον αὐτῆς ὁ ὀμφαλός ἐστι | ||
| ἐν τῷ αἵματι . καὶ οἱ μὲν ἐν τῷ περικαρδίῳ ὑμένι , οἱ δὲ ἐν τῷ διαφράγματι . . καὶ |
| . Ἔστι δὲ πῖον καὶ οὐδὲν ἧσσον τοῦ ἐλαίου τῷ λύχνῳ προσηνές , ὀδμὴν δὲ βαρέαν παρέχεται . Πρὸς δὲ | ||
| οἶμαι κἀκεῖνος , εἰ τῶν νυκτῶν ὑπ ' ἐκείνῳ τῷ λύχνῳ ἀναγιγνώσκοι , αὐτίκα μάλα καὶ τὴν Ἐπικτήτου σοφίαν ὄναρ |
| καὶ διακριτικὸν ὄψεως διὰ ταῦτά τε ἰδεῖν λαμπρὸν καὶ στίλβον λιπαρόν τε φανταζόμενον ἐλαιηρὸν εἶδος , πίττα καὶ κίκι καὶ | ||
| : τὸ κάρα λίπα ἄλειφα ἀποκοπὰς πεπόνθασιν ἀπὸ τοῦ κάρανον λιπαρόν ἄλειφαρ : τὰ δὲ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄκλιτα . |
| μοι ταῦτα τοῦ λοιποῦ χρόνου . ἡ Μιλησία σμάραγδος , ἐμπόλημα τιμηέστατον καὶ τὴν καταιγίζουσαν ἐκ μέθης ζάλην ῥᾷον φέρουσιν | ||
| , ἀμίδες , ἀργία , πότος . Μιλησία σμάραγδος , ἐμπόλημα τιμηέστατον . Καὶ μαστίχην τρώγοντες , ὄζοντες μύρου . |
| , ἔν θ ' ὑακίνθωι , ἔν τε ἴωι θαλέθοντι ῥόδου τ ' ἐνὶ ἄνθεϊ καλῶι ἡδέι νεκταρέωι , ἔν | ||
| βλέπουσά γε τὸν χθὲς μὲν ἄκανθαν , σήμερον δὲ τοῦ ῥόδου ἔσχον ὑγίειαν τῶν ποθούντων φαρμάκων . Γλυκὺ Θησέως τὸ |
| δὲ ἐπικοσμεῖ . ὑπηρετεῖ μὲν ἡ τοιάδε : οἵαν τὰν ὑάκινθον ἐν οὔρεσι ποιμένες ἄνδρες ποσσὶ καταστείβουσιν , ἐπικοσμεῖ δὲ | ||
| νεοθηλέα ποίην λωτόν θ ' ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ ' ὑάκινθον πυκνὸν καὶ μαλακόν , ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψός ' |
| θ καὶ μαλακίζεσθαι , οὐχὶ μαλθακίζεσθαι . μάλθη : μεμαλαγμένος κηρὸς ὁ ἐν τῷ γραμματείῳ , ἐν ᾧ γράφουσι διά | ||
| πεπονθέναι δὲ δύναταί τι καὶ ἄνευ αἰσθήσεως , οἷον ὁ κηρὸς τακεὶς καὶ ὁ πηλὸς ξηρανθείς . ὁμοίως δὲ καὶ |
| ἔνθεν : ἐκ ταύτης * ἀπορρώξ : μέρος τι κιρράδος οἴνης : ἀντὶ τοῦ μετὰ κιρραίου οἴνου μισγομένη ἀριστολόχεια ὠφελεῖ | ||
| δάχματ ' ἐπαλθήσαιο φάλαγγος , τριπλόον ἐνθρύπτων ὀδελοῦ βάρος ἔνδοθεν οἴνης . Φράζεο δ ' αἰγλήεντα χαμαίλεον ἠδὲ καὶ ὀρφνόν |
| λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ ἔπι πουλύν αἰῶνα τρίβεσκε διηνεκές | ||
| ῥίζας , ἢ μίλτον ὕδατι διείς , καὶ περιχρίων τὸ πρέμνον . Ὅτε τὴν συκῆν φυτεύεις , ἔμβαλλε εἰς ἄκρας |
| σηπίη , ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς ἐντρέφεται βαιὸς μὲν ἀτὰρ βλαπτήριος ἰχώρ . κέντρα δὲ πευκήεντα μετ ' ἰχθύσιν ὡπλίσσαντο κωβιός | ||
| ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἀναΐσσοντα δέχηται , ἀθρόος ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅστε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . |
| τῆι ἐν τοῖς ὠιοῖς : ὃν γὰρ ἔχει λόγον τὸ λέπυρον ἐν τῶι ὠιῶι , τοῦτον ἐν τῶι παντὶ ὁ | ||
| ἐπὶ παίδων δὲ ποιεῖ καλὰϲ καὶ πυκνὰϲ τὰϲ τρίχαϲ καρύου λέπυρον καυθὲν καὶ τριβὲν καὶ ἐν οἴνῳ καταχριόμενον . Ἄλλο |
| χρὴ ἀνατιθέναι τουτέῳ , ὅ τι κοινότατόν ἐστιν καὶ μάλιστα αὐτέῳ πάντες χρεόμεθα . ἔστιν δὲ τοῦτο ὃ ἀναπνέομεν . | ||
| τὴν κοιλίην : πολλαπλάσιον γὰρ καὶ τὸ κόπριον διεξίοι ἂν αὐτέῳ . Εἰ μέντοι ῥοφήματι χρέοιτο πτισάνῃ , ἐπιπίνοι δὲ |
| ἔχουϲα οὐ ῥύπτει . ἐμπλαϲτικωτέραν γὰρ ἐργάζεται τὴν οὐϲίαν τὸ κολλῶδεϲ , ὥϲτε μὴ ῥύπτειν , ὅταν γε μηδεμία δριμύτηϲ | ||
| λῆμαί τε γὰρ καὶ δάκρυον ἐπιφαίνεται , ποτὲ μὲν καὶ κολλῶδεϲ καὶ παχύ , ποτὲ δὲ καὶ λεπτὸν καὶ ϲυντόμωϲ |
| ἐστον τὼ λόφω . Οὐκ ἂν πριαίμην οὐδ ' ἂν ἰσχάδος μιᾶς . Τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει ἐνημμένῳ | ||
| , καὶ συκῆς ὀπόν . Τὸ δ ' ἐκ τῆς ἰσχάδος , χαμαιλέων μέλας , χολὴ βοὸς ξηρή : τὰ |
| , μελίλωτον καὶ μήκωνεϲ καὶ τερμίνθου δάκρυον καὶ ὕϲϲωπον καὶ λίπαϲ τὸ ἀπὸ ῥόδων ἢ τῆϲ οἰνάνθηϲ , κηρὸϲ δὲ | ||
| ἐθέλῃϲ , τήλιοϲ ἀφέψημα ἢ πτιϲάνηϲ χυλοῦ ῥύμμα μαλθακόν : λίπαϲ δὲ ῥόδινον ἢ ϲχίνινον . λουτρὰ δὲ ξυνεχέα ξύμφορα |
| ἀποτίνυσθαι ὁ Κλεομένης συντίθεται Λευτυχίδῃ τῷ Μενάρεος τοῦ Ἄγιος , ἐόντι οἰκίης τῆς αὐτῆς Δημαρήτῳ , ἐπ ' ᾧ τε | ||
| αὐτῷ ἰκμάδος πλῆθος ἔνεστι , καὶ ἐν τῇ γῇ παντὶ ἐόντι τροφὴ ἔνεστι τὸ πρῶτον τῷ φύλλῳ ἀρκέουσα , ὅθεν |
| , μεταβληθείη μὲν ἂν ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν πρὸς τὸ πυρρὸν χωροῦντα , ἐπιταθείσης δὲ τῆς θερμότητος , προσεπιδοθείη ἂν | ||
| , τὸ δὲ πάνυ λευκὸν ἄκρατον εἰς ἀνανδρίαν φέρει , πυρρὸν δὲ τὸ σῶμα πᾶν δολεροῦ καὶ πολυτρόπου ἀνδρός ἐστι |
| ἔχων τὰ ἄρθρα διῃρημένα , ἐξ ὧν ἄρθρων αἱ τριχώδεις φυλλάδες πέφυκαν . ἐκ τοῦ δὲ εἶναι , αὐτὸ σαλπίγγιον | ||
| που ταμίσοιο ποτὸν διεχεύατο θρόμβους , καὶ χλοεραὶ μίνθης ἄπο φυλλάδες ἠὲ μελίσσης ἠὲ καὶ ἐνστύφοντι ποτῷ μεμορυχμέναι ὄξευς . |
| τὸ ὁμαλῶς καὶ ὁμοτίμως θερμὸν εἶναι τὸ πᾶν σῶμα καὶ μαλθακόν : δηλοῖ γὰρ ὅτι οὐκ ἔστι φλεγμονὴ ἢ ὀδύνη | ||
| . κέγχροϲ δὲ φωχθεῖϲα ἐν μαρϲίποιϲι , πυρίημα κοῦφον καὶ μαλθακόν : ἀληλεϲμένη δὲ καὶ ὑδερώδεϲι ξὺν μέλιτι καὶ ἐλαίῳ |
| Ὅκου δὲ ἐρυσίπελας κίνδυνος ἐφ ' ἕλκεσι γενέσθαι , τῆς ἰσάτιδος τὰ φύλλα τρίβων ὠμὰ καταπλάσσειν σὺν τῷ λίνῳ , | ||
| τοῦτο , ποτὲ δὲ κυανοῦν , ἐνίοτε δὲ τὸ τῆς ἰσάτιδος , ὅπερ ἐστὶ φαιότερον τοῦ τῆς κράμβης . πρόσεχε |
| . εἴθε λιθοκόλλητον ἦν : καλὸν ἦν ἂν οὕτως . μάραγδον εἶναι ταῦτ ' ἔδει καὶ σάρδια . εἴ τις | ||
| ] ια πάντεϲ ? δ ? [ οὐ χρυϲὸν ἢ μάραγδον [ ἀλλ ] ' ἕδνα ϲεμνὰ ! [ δικαιοϲύνη |
| . Γ φοβεροὶ εἰς γαστριμαργίαν . Γ βατιδοσκόποι Γ : βάτις εἶδος ἰχθύος . ἢ καθόλου οἱ ἰχθύες . Γ | ||
| δ ' ὥρμαινον ἐπ ' ἄλλα . κεῖτο δέ τις βάτις , ἧς οὐδεὶς ἥπτετο δείπνω , ἐν καθαρῷ ὅθι |
| , οἶνον λεπτὸν καὶ εὐώδη δοτέον . παραιτητέον δὲ πᾶν τράγημα , πᾶν κνισόν , πᾶν βρωμῶδες , πᾶν παχὺ | ||
| με ἐπιλείποι τὴν ἡμέραν . καὶ Δίφιλος ἐν Τελεσίᾳ : τράγημα , μυρτίδες , πλακοῦς , ἀμύγδαλα . ἐγὼ δὲ |
| κόψας * χραισμήσεις : βοηθήσεις ἀργῆτι σὺν οἴνῳ : ἤγουν λευκῷ ἢ θερμῷ καὶ διαπύρῳ . * ἥ : ἥτις | ||
| , οὐδέποτε συναληθεύσει ἡ ἀντίφασις . οὔτε δὲ πάλιν τῷ λευκῷ δυνατὸν ἕτερόν τι ὑπάρξαι συμβεβηκός , οἷον τὸ μουσικόν |
| ' ὄξει ῥάνας παραθῇς , ἀπόλωλεν ἐκείνη . καὶ Σικελοῦ θύννου τέμαχος , φίλε Μόσχε , φαγεῖν χρὴ τμηθέν , | ||
| τῶν ἡδονῶν γὰρ μεγάλα τὰ διαστήματα : ἐνίοτε κρείττων γίνεται θύννου βόαξ . ἔστω . γεω - μετρικῇ δὲ καὶ |
| ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται . ἀλλ ' ἔνδος μοι πάγχρυσον τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα . ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον θάλος | ||
| , ἐπὶ πυρὸς θάλψας , ὅ ἐστι θερμάνας , τὸ τεῦχος ἠρέμα πόσιν ] τὸ ποτόν νέμε ] δόθι τεῦχος |
| πόλις ἀπὸ Λαρίσης τινὸς κληθεῖσα . Λαρόν : τὸ ἡδὺ πόμα . παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν ἢ παρὰ τὸ λῶ | ||
| , οὐκ ἀπὸ τρόπου ψυκτήρια τοῖϲ ϲτήθεϲι προϲάγειν καὶ τὸ πόμα ψυχρὸν προϲφέρειν , μὴ κατὰ μικρὸν προϲφέρονταϲ : νικώμενον |
| τὸν ὀφθαλμὸν θεραπεύειν : εἶτα ἐπιτιθέναι ἔριον μαλακὸν βρέξανταϲ εἰϲ ᾠὸν ἀνακεκομμένον μετ ' οἴνου καὶ ῥοδίνου καὶ ἐπιδεῖν , | ||
| Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐν Συμποσίῳ : βολβὸς καὶ κοχλίας καὶ ᾠὸν καὶ τὰ ὅμοια δοκεῖ σπέρματος εἶναι ποιητικά , οὐ |
| , ναὶ μὰ Δία , τῷ δ ' υἱεῖ γε τῳδὶ Βδελυκλέων , ἔχων τρόπους φρυαγμοσεμνάκους τινάς . ὦ Ξανθία | ||
| καὶ πλεονάζει , οἷον ἐν τῳδὶ μὲν ὑδάτια , ἐν τῳδὶ δὲ σάρκια : καὶ τοίνυν τὸ φαινόμενον ὕδωρ ἀπὸ |
| ἔοικεν οὖν ἐξ Ἰνδῶν τὸ μυθολόγημα ἐπ ' ἄλλου μὲν ὄρνιθος , ἐπιρρεῦσαι δ ' οὖν καὶ τοῖς Ἕλλησιν . | ||
| καὶ ἐς γῆν κύψασαι τὴν κέρκον ἀνατείνουσιν ὥσπερ οὖν τράχηλον ὄρνιθος : αἳ δὲ ἀπατηθεῖσαι προσίασιν ὡς πρὸς ὄρνιν ὁμόφυλον |
| θερμὸν πινόμενον . [ Περὶ ψιμυθίου . ] Τὸ δὲ ψιμύθιον λαθεῖν οὐ δύναται διὰ τὸ χρῶμα : ἑκουσίως γὰρ | ||
| # Ἰταλικοῦ δ , λινοσπέρμου χυλοῦ # ι . λείου ψιμύθιον , λίβανον , λιθάργυρον σὺν ὀλίγῳ χυλῷ , τὸ |
| γὰρ μέλανα ἀπὸ τῆς θερμότητος τοῦ νότου , ποτὲ δὲ ἐρύθημα ἐκ τῆς ψύξεως τοῦ βοῤῥᾶ . λέγει δὲ ὁ | ||
| , ἀπορίη , βάροϲ τοῦ τόπου , ἔνθα ῥήϲϲεται , ἐρύθημα τοῦ προϲώπου , ἢν μηδέκω ῥαγῇ . κἢν μὲν |
| σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς | ||
| ] Ἡ τῆς ξανθοῦ βοτάνης ῥίζα θερμαινομένη καὶ πρὸς τῷ ὀδόντι εὐθέως θεῖσα αἴρει τοῖς δακτύλοις . [ ιγʹ . |
| ' ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι : ὅτι ἅπαξ εἴρηται τὸ κρήγυον , καὶ οὐκ ἔστιν ἀληθὲς ἀλλ ' ἀγαθόν : | ||
| κακὰ μωμήσαθ ' ἑταίρα . ποιμένες , εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον : οὐ καλὸς ἐμμί ; ἆρά τις ἐξαπίνας με |
| “ καί κ ' ἀλαός τοι ξεῖνε διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων . ” ἀμφιστρεφέες ἀλλήλαις περιπεπλεγμέναι : “ κεφαλαὶ δέ | ||
| οὐκ ἐτέλεσσε . Κεῖνο δέπας περικαλλὲς ἐθάμβεεν ἐν φρεσὶ Μέμνων ἀμφαφόων καὶ τοῖον ὑποβλήδην φάτο μῦθον : Οὐ μὲν χρὴ |
| , μᾶλλον δ ' ἄσβεστος , τρύξ , ἰσχυρῶς δὲ μίσυ , χαλκῖτις , χάλκανθος , ἐλατήριον . κογχύλια δὲ | ||
| ἀφέλῃς τῆς ποιότητος , τοῦτον διασταθμίσας , ἀντιστάθμισον διπλάσια φάρμακα μίσυ καὶ ἐβένινον ῥίνισμα , ὡς οἰκείων τὸ ἐξ ἀμφοτέρων |
| . εἴη δ ' ἂν τὸ τοιοῦτον ἥδιστόν τε ἅμα πίνοντι καὶ ἀκριβῶς καθαρόν : εἰ δὲ δὴ καὶ ταχέως | ||
| ἡ κάθαρσις ἱκανὴ γένηται . τὸ δὲ πλῆθος ἀρκέσει τῷ πίνοντι τοῦ ὀρροῦ # ε τὸ μέτριον . ἁρμόττει δὲ |
| ἔτι : ἑλκομένου τοίνυν τοῦ ἐντέρου , ἕλκεται καὶ ἡ ἐγχέλυς . Φασὶ τὰς ἀφύας ἀγεληδὸν πλέειν καὶ μὴ χωρίζεσθαι | ||
| φύλλον τῆς συκῆς : τραχὺ γὰρ ἐστίν : αἱ δὲ ἐγχέλυς ὀλισθηραί : πρὸς τὸ λαμβάνειν οὖν αὐτὰς κατάλληλον . |
| ὑπεροπτηθείσης χολῆς , καὶ ἐφ ' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται | ||
| ἐντέρων ἥκοι , ϲτρόφοι , γαϲτὴρ ὑγρή , φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν |
| . . ἐμοὶ μελήσει τὸ εἰσενέγκαι , φησὶ , τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , | ||
| εἰσὶ βαρύτονα ἀλλ ' ὀξύτονα : πρόσκειται ἀρσενικά διὰ τὸ κρέας : τοῦτο γὰρ βαρύτονον ὂν συνεσταλμένον ἔχει τὸ α |
| , κρότος ἐξ ἁπάντων ὡς ἂν συνηδομένων εἰς τὸ ἔτι ἑψόμενον γίνεται . καὶ ἔπειτα ὁ μὲν ἀναστὰς ὕμνον ᾄδει | ||
| τὴν δευτέραν τάξιν ἐπιτεταμένην , ξηραίνει δὲ ϲύνεγγυϲ : ὅπερ ἑψόμενον ἐν ἐλαίῳ διαφορητικόν τε καὶ ἀνώδυνον καὶ ὑπνοποιὸν καὶ |
| πέπερι , θυμίαμα , βιβλίον Πλάτωνος ἐμβρόντητον . Ἐλαίῳ Καρικῷ ἀλείφεται . ἐγὼ κατεσθίω μόλις τῆς ἡμέρας πένθ ' ἡμιμέδιμν | ||
| Ἀλλ ' οἷα νύμφη βασιλὶς ὠνομασμένη μύροις Μεγαλλίοισι σῶμ ' ἀλείφεται . Οὔκουν λαβὼν τὸν φανὸν ἅψεις μοι λύχνον ; |
| , καί φησι δράκα κονίας ἀσβέστου μισγομένην οἴνῳ βοηθεῖν τῷ πεπωκότι : τίτανος γὰρ ἡ ἄσβεστος : ὅσον χωρεῖ χεὶρ | ||
| προσέοικεν ὑμῶν ὁ δῆμος , ἀλλὰ Κενταύρῳ τινὶ ἢ Κύκλωπι πεπωκότι καὶ ἐρῶντι , τὸ μὲν σῶμα ἰσχυρῷ καὶ μεγάλῳ |
| παρὰ μίαν ποιοῦ , ἔπειτα σπόγγοις ἀποπυρία , καὶ πάλιν νεαρὸν ἐπιτίθει . Κηροῦ # β , τερεβινθίνης # β | ||
| ἐμόν . † τὸ δέ τι † βρέφος ἔλιπον ἀγκάλαισι νεαρὸν τροφοῦ νεαρὸν ἐν δόμοις . ὦ κρεῖσσον ἢ λόγοισιν |
| ἐπίβαλε ὄξος αἰγύπτιον δριμὺ , καὶ χολὴν ταυρίαν : καὶ συνλειώσας , ποίησον πηλῶδες : καὶ ξηράνας ἐν ἡλίῳ ἐπὶ | ||
| δʹ , καὶ νίτρον ἀγρικὸν ὑαλίζον μέρος αʹ , καὶ συνλειώσας ἐπίβαλε : λαβὼν καὶ πηλοποιήσας , κατάθου ἐν χωνείῳ |
| : τρία σημαίνει ἡ λέξις : ἔστι γὰρ ψολόεν τὸ μέλαν , τὸ σποδοειδές , τὸ λαμπρόν . Εὐφορίων ἢ | ||
| ἑλμίνθων φθαρτικόν . εὐκοιλιώτερον δὲ τὸ λευκόν , τὸ δὲ μέλαν οὐρητικώτερον . ὑπάρχειν δ ' αὐτῶν καὶ τὰς ῥίζας |
| ψυχέων καὶ τῆς ἀλέης ἐσθῆτι παχείῃ : χρέεσθαι δὲ ἐν τουτέῳ τῷ χρόνῳ ἐν ἱματίῳ προκινήσαντα τῇ τε τρίψει καὶ | ||
| μέγα ἢ δεινὸν γένοιτο ; ἢ τίνος δεῖ πολλῆς ἐπὶ τουτέῳ βοηθείης ; Εἴποι ἄν τις , ἀλλ ' οἱ |
| ἡγεμόνευε . δὸς δέ μοι , εἴ ποθί τοι ῥόπαλον τετμημένον ἐστί , σκηρίπτεσθ ' , ἐπεὶ ἦ φατ ' | ||
| γὰρ ἄτμητος , τὸ δὲ θῆλυ ὁ ἄρτιος , ὡς τετμημένον ἔχοντι τὸ αἰδοῖον . ταῦτα γὰρ οὖν συντιθέμενα μετὰ |
| , ἅλες , ἔλαιον , χρῖσμα ναρκίσσου , κύπερος , ἀφρὸς νίτρου , ὄστρακον Ἀττικόν , μυῶν ἄφοδος , χνοῦς | ||
| στόμα . καὶ Σοφοκλῆς [ . ] . Αἰσχύλος δὲ ἀφρὸς βορᾶς βροτείας ἐρρύη κατὰ στόμα . ἀντὶ τοῦ ἤνθει |
| ἢ ὄρυζα ἢ ὠὰ ἁπαλὰ ἐμπαϲϲομένου ῥοὸϲ μαγειρικοῦ λειοτάτου ἀρνόγλωϲϲον ἑφθὸν ϲέριϲ φακὸϲ ἠρτυμένοϲ τούτοιϲ ἢ ὀξυλαπάθῳ . ἐφ ' | ||
| ἐσῆλθε καὶ ὀσφῦς καὶ μινυρίγματα θερμὰ καὶ κεφάλαιον ὅλον διαπτυχὲς ἑφθὸν † ἁπερπευθηνος ἀλεκτοτρόφου † πνικτᾶς ἐρίφου παρέθηκε . εἶτα |
| τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι | ||
| ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς |
| ἐνίοτε δὲ καὶ βὴξ πιέζει ὀξείη , καὶ ἀποπτύει τὸ σίαλον πουλὺ καὶ ὑγρὸν καὶ ἁλμυρόν . Ταῦτα μὲν καταρχὰς | ||
| ἔωσιν οἱ πυρετοὶ , μήτε λίην ὑποχωρέειν , ἵνα τὸ σίαλον ἀνιέναι δύνηται καὶ ἰσχύῃ ὁ κάμνων . Φάρμακα δὲ |
| . εἰ δ ' ἐπιμένει , κατακλίνας τὸν πάσχοντα καὶ λίτρον ὠμὸν λεῖον ἐμπλάσας εἰς τὸ οὖς , ὄξος δριμὺ | ||
| καθαρῷ , δίδου προστίθεσθαι . Ἄλλο : κυκλάμινον ἡμίξηρον , λίτρον , κανθαρίδας , στέαρ , σανδαράκην . Περὶ παρθένου |
| τρίπουν τράπεζαν λήψομαι ; οἴνου τε Χίου στάμνον ἥκειν καὶ μύρον . ὡς δὴ τίς ἂν ὤν , ἢ τί | ||
| ἐσκευάσθη τὸ παρ ' οὐδενί πω γεγονὸς λιβανώτινον μύρον . μύρον δὲ χρηστὸν μύρῳ εὐτελεῖ ἐπιχεόμενον ἐπιπολῆς μένει . χείρονι |
| δυναμένην λῆξαι . τοῖς μὲν οὖν ἐκ τούτων ὁ δεσμὸς ἐλαφρὸς οὐ δεχομένων τῶν ὑποσχέσεων ἀλαζονείας ὑποψίαν , οὐδαμοῦ γὰρ | ||
| ἐπικερτομέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὢ πόποι ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ , ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ . εἰ δή που |
| Ἴυγγα ὑπ ' ἐνίων Μίνθαν λέγεσθαι , θυγατέρα μὲν οὖσαν Πειθοῦς , Ναΐδα δὲ νύμφην : Ἀριστοκλῆς δὲ ἐν τῷ | ||
| δ ' οὕτως τοῦ μέλους : πολύξεναι νεάνιδες , ἀμφίπολοι Πειθοῦς ἐν ἀφνειῷ Κορίνθῳ , αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου |
| πλεῖστος ἔλεγχός μοι , ταύτην οὐχ ηὗρον ἐνοῦσαν ἐν τῷ ἐχίνῳ . τότε μὲν δὴ τῷ κακῷ πληγεὶς οὐδὲν ἄλλ | ||
| ἔχει , ἀλλ ' ἀφίησιν ἐκ τοῦ μέσου ἄκανθαν ὁμοίαν ἐχίνῳ θαλασσίῳ ἢ κινάρᾳ : ἄνθη δὲ πορφυροειδῆ ὥσπερ τρίχας |
| ἡμέραν ἢ τρεῖς . ἄλλο . ἧπαρ ἵππου ἀπόθου ἐν κεδρίνῳ γλωσσοκόμῳ . καὶ ἀπὸ τούτου δίδου μετὰ οἴνου Χίου | ||
| πινέτω δὲ καὶ , ὁκόταν μέλλῃ καθεύδειν , βλήχωνα ἐπὶ κεδρίνῳ οἴνῳ . Ἐκβόλιον ἐμβρύου καὶ ὑστέρων : σικύου ἀγρίου |
| οὐρήθραν κάτωθεν , ὑπὸ τὸν λεγόμενον κύνα . θεραπευτέον δὲ τετρημένης τῆς βαλάνου ἄκρας καὶ σωληνιδίου ἐντιθεμένου . οἱ δὲ | ||
| τῶν πολλὰ μὲν πονούντων , ὀλίγα δὲ καρπουμένων . Ἐκ τετρημένης κύλικος πιεῖν : ἐπὶ τῶν διημαρτημένων ἐν πίστει . |
| πινόμενα λέγει ὁ ποιητής : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη . . . ἣ σφῶιν πρῶτον μὲν ἐπιπροίηλε τράπεζαν | ||
| ὁ ποιητὴς ἐν τῷ : τοῖσι δὲ τεῦχε κυκεῶ ἐυπλόκαμος Ἑκαμήδη καὶ τὰ ἑξῆς . τὸ δέ : ἄλλος μὲν |
| νοϲήματοϲ καὶ ῥώμην τῆϲ τοῦ κάμνοντοϲ δυνάμεωϲ . καὶ τὸ κηρίον δὲ κόλποϲ ὂν ϲυριγγώδηϲ μελιτώδει περιρρεόμενοϲ ὑγραϲίᾳ τῇ τῶν | ||
| καὶ πλείονος ἀντιτυπίας μετέχουσιν . ἕτερον δὲ παρὰ ταῦτα τὸ κηρίον οὕτω καλούμενον πέφυκεν , ὄγκος τις ὢν περὶ τὸ |
| . Βούγλωσσον ἔοικε φλόμῳ : φύλλον χαμαιπετές , τραχύτερον καὶ μελάντερον καὶ μικρότερον , ὅμοιον βοὸς γλώσσῃ . Βούνιον καυλὸν | ||
| Κυάνεος : μέλας . δνοφερώτερος : σκοτεινότερος , μελανώτερος , μελάντερον . ἀχλύος : σκότους , μελανίας . Φάρμακον : |
| . Νουμήνιος δέ φησιν , ὀρίγανον διδόναι μετ ' οἴνου χλωρὸν ἢ ξηρὸν πρὸς δύναμιν : μετὰ δὲ τοὺς ἐμέτους | ||
| ξηραινόντων , ὑγρότερόν τε δηλονότι καὶ ἧττον θερμόν ἐστι τὸ χλωρὸν ἔτι καὶ ἔγχυλον , ὥστε πεπτικώτερον μὲν καὶ ὑπνοποιὸν |
| πεπραγματευμένοι ψιλῶς , ἀντὶ τοῦ φανερῶς , παραγγέλλουσιν ἄλλως : εἶαρ ἐλαίης : εἶαρ δὲ ὑπὸ τῶν νεωτέρων τὸ αἷμα | ||
| δ ' ὑποδάμναται εἴκων . τῷ καὶ πρημαδίης ἢ ὀρχάδος εἶαρ ἐλαίης ἢ ἔτι μυρτίνης σχεδίην δεπάεσσιν ὀρέξαις ὄφρ ' |
| οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι : ὁσσάκι γὰρ κύψει ' ὁ γέρων πιέειν μενεαίνων , τοσσάχ ' ὕδωρ ἀπολέσκετ ' ἀναβροχέν , | ||
| παρασκευαστικαί . . Ὥσπερ τὸ πραθέειν , οὕτω καὶ τὸ πιέειν πάθος ἔχει ἐπέκτασιν . Ὅτι εἰς τὸ ΒΑΛΛ ' |
| φέρεται γὰρ ἱδρὼς ψυχομένου τοῦ σώματος , τὸ δὲ πρόσωπον ὠχρὸν γίνεται καὶ τὰ χείλη ἐμπίπρανται καμάτῳ ] τῷ πόνῳ | ||
| πᾶϲα λευκὴ ὑπόϲταϲιϲ ἀγαθὴ λα Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ ὠχρὸν οὖρον λβ Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν λγ |
| ἐπὶ πᾶσι τοῖς διαφθειρομένοις σαπρότης . Ἅπαν γὰρ τὸ σηπόμενον κακῶδες , εἰ μή τις τὴν ὀξύτητα λέγει τοῦ οἴνου | ||
| . Ἁπλῶς δὲ πᾶν τὸ πολύοδμον ἄντ ' εὐῶδες ἄντε κακῶδες ἄντ ' ὀξὺ ἄνθ ' ὁποιονοῦν τυγχάνῃ κινούμενον ἐμφανέστερον |
| ἑρπετοδήκτους ὠφελεῖ . Θρίδαξ ὑγρὸν καὶ ψυχρόν ἐστι λάχανον , ἐδώδιμον καὶ πᾶσι γνωστόν , ὃ καὶ μαϊούλι λέγεται παρὰ | ||
| εἴρηται τὰ ὀξύβαφα , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν εἰς τὴν ἐδώδιμον χρείαν , ὡς ἐν Ὄρνισιν Ἀριστοφάνης ὀξύβαφον ἐντευθενὶ προσθοῦ |
| καὶ πάντως ὁ χὴν ἦν ἐν ὕδατι , ἀλλ ' ἀπέθνησκε μόνως , καὶ μὴ μυρίοι ἦσαν αὐτῷ οἱ θάνατοι | ||
| ἑβδομηκοστὸν ἂν δήπου καὶ πέμπτον εἶχεν ἔτος , ὅτ ' ἀπέθνησκε Ταρκύνιος . εἰ δὴ τὸν νεώτερον τῶν υἱῶν ἔσχατον |
| νύμφαις ἐμπλήδην κυκεῶνα πόροις ἐν κύμβεϊ τεύξας , νηστείρης Δηοῦς μορόεν ποτὸν ᾧ ποτε Δηώ λαυκανίην ἔβρεξεν ἀν ' ἄστυρον | ||
| νέον κορσεῖα ταμὼν κερόεντα χιμαίρης , ἢ ἔτι που χηνὸς μορόεν ποτὸν αἴνυσο χύτρου , ἐς δ ' ἔμετον κορέσαιο |
| γὰρ ἡ ἀπάτη . . ἄλλως δὲ κεφαλῆς τριχῶν πενομένης ἄκος . φενάκη δὲ κυρίως ἡ προσθετὴ καὶ ἐπιτηδευτὴ κόμη | ||
| αὖθις ἀφανῆ τὴν θάλασσαν ἠνώχλει , καὶ μικρὸν ἢ οὐδὲν ἄκος τοῦ λιμοῦ γεγένητο Ῥωμαίοις , ὥστε ἐβόων οὐκ ἀπαλλαγὴν |
| , χόνδρου , κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί , θυννίδες ἑφθαί , σχαδόνες , | ||
| ' ἐστί , τὸ περίκομμ ' ἀπόλλυται : ὁ γόγγρος ἑφθός , τὰ δ ' ἀκροκώλι ' οὐδέπω . Εἶτα |
| , τλήμων ] . Ἐπὶ δέ τινα κῶμον ὁπλίζομαι : τραῦμα φιλίης ] ἔχω τι παρὰ Κύπριδος ἄδηλον : Ἔρως | ||
| κεκίνηταιὁ πόλεμος ὁ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ τὸ ἐν Ἀρμενίᾳ τραῦμα καὶ αἱ συνεχεῖς νῖκαιοὐδεὶς ὅστις οὐχ ἱστορίαν συγγράφει : |
| παντὸς εἴδους ἀναδιδόμενος ῥύπος ἀκαθαρσίας . ἀφυσγετός : συρφετὸς , ῥῦπος , καὶ ἰλύς . ἐξ ἀνέμοιο : ἐκ τῆς | ||
| ἀλφίτοισι καὶ σῆσαι , καὶ τυρὸν αἴγειον ὀπτᾷν περιξύσας τὸ ῥῦπος καὶ τὴν ἅλμην , καὶ τὸ πικέριον ξυμμίξαι καὶ |
| διὰ τῆς λέξεως ἐδήλωσεν . ΓΘ κυκήσω ] συνταράξω . φύσκης : φύσκη ἔντερόν ἐστι παχύ , εἰς ὃ ἐμβάλλεται | ||
| , τόμος ἀλλᾶντος , τόμος ἠνύστρου , χορδῆς ἕτερος , φύσκης ἕτερος διαλαιμοτομεῖται , κρατὴρ ἐξερροίβδητ ' οἴνου , πρόποσις |
| σὺ τέτυξαι . εἰ καὶ ἐγώ σε βάλοιμι τυχὼν μέσον ὀξέϊ χαλκῷ , αἶψά κε καὶ κρατερός περ ἐὼν καὶ | ||
| ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ . στῆ δ ' ἄρ ' ἐπ ' |
| ἀσεβείᾳ καὶ φθορᾷ τῶν νέων , θανάτῳ κατεδικάσθη καὶ πιὼν κώνειον ἐτελεύτησεν . ἀδίκου δὲ τῆς κατηγορίας γεγενημένης ὁ δῆμος | ||
| τὸ καθῃρημένον τεῖχος καὶ τὰς ἀφειλκυσμένας τριήρεις καὶ τὸ πολὺ κώνειον καὶ τὰς φυγὰς καὶ τὸν λιμὸν ἐκεῖνον καὶ τὸν |
| τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος , | ||
| τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος , |
| . Λίθος ἱασπαχάτης ἐκ τῆς σμαραγδιζούσης ἐστὶν ἰάσπιδος καὶ τοῦ ἀχάτου : δύναμιν δὲ ἔχει δίψους παυστικὴν : καὶ ὑδρωπικοῖς | ||
| δενδρήεντι θῆκαν ἐπωνυμίην , ὅτι οἱ τὸ μὲν ἔπλετ ' ἀχάτου , ἄλλο δ ' ἔχει λασίης ὕλης δέμας εἰσοράασθαι |
| ἱστία . ” γῆρυς φωνή . γλυφίδας τὰς χηλὰς τῆς ἀκίδος αἷς τὴν νευρὰν προσάγομεν . εἴρηται δὲ γεγλύφαι , | ||
| Κενταύρους , καὶ βέλος ἔκ τινος ἐξαιρῶν , ὑπὸ τῆς ἀκίδος ἐπλήγη , καὶ τὸ τραῦμα ἔχων ἀνίατον ἐτελεύτησεν . |
| Ἀττικοὶ οὕτω λέγουσι βόλιτον χωρὶς τοῦ β , ὅπερ ἡμεῖς βόλβιτόν φαμεν . ἔστι δὲ ἡ κόπρος τῶν βοῶν . | ||
| Ἀττικοὶ οὕτω λέγουσι βόλιτον χωρὶς τοῦ β , ὅπερ ἡμεῖς βόλβιτόν φαμεν . ἔστι δὲ ἡ κόπρος τῶν βοῶν . |
| τὰ οὐραῖα πτερά , ὥσπερ οὖν ὁ παρὰ τῷ Ἀρχιλόχῳ κηρύλος . Κλαίει ὁ νικήσας : ὁ δὲ νικηθεὶς ἀπόλωλεν | ||
| ἀφαιρεθὲν γὰρ τὸ αὐτὸ δηλοῖ , βάλε δή , βάλε κηρύλος εἴην . ἀλλὰ μὴν καὶ ἀποκοπὲν τὸ α . |
| αὐτὰρ ἐπεὶ ἴδεν ἕλκος ὅθ ' ἔμπεσε πικρὸς ὀϊστός , αἷμ ' ἐκμυζήσας ἐπ ' ἄρ ' ἤπια φάρμακα εἰδὼς | ||
| αὖ τήνδ ' ἐς ἄρκυν ἤγαγες χρήσας , ἐπειδὴ πατρὸς αἷμ ' ἐτεισάμην μητέρα κατάκτας ; διαδοχαῖς δ ' Ἐρινύων |
| . Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ | ||
| τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος |
| θανάσιμα . τὸ γοῦν κώνειον πιαίνει τοὺς ὄρτυγας καὶ ὁ ὑοσκύαμος τὰς ὗς , αἳ δὴ χαίρουσι καὶ σαλαμάνδρας ἐσθίουσαι | ||
| στρύχνου τοῦ θαμνώδους τοῦ ὑπνωτικοῦ τῆς ῥίζης ὁ φλοιός , ὑοσκύαμος ὁ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ σπέρμα λευκὸν ἔχων |
| δ ' οὐκ ἄκοντε πετέσθην . τοῦ δ ' ἦν ἑλκομένοιο κονίσαλος : ἀμφὶ δὲ χαῖται κυάνεαι πίμπλαντο , κάρη | ||
| δέ οἱ ἕλκεται αὐτή : ὣς καὶ πουλύποδος δειλὸν δέμας ἑλκομένοιο λισσάδι μυδαλέῃ περιφύεται , οὐδ ' ἀνίησι . Κάραβος |
| καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν , | ||
| : ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει |
| ψῆτται καὶ σκόμβροι πολλοί . βατίς . βάτραχος . βάτος βατίδος καὶ βατράχου μνημονεύει Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς περὶ ζῴων , | ||
| . καὶ γαστρίον αὐτοῦ σκεύασον . . περὶ δὲ τῆς βατίδος : καὶ βατίδ ' ἑφθὴν ἔσθε μέσου χειμῶνος ἐν |
| δὲ τοιάδε , βόλβιτον , χολὴ βοὸς , σμύρνα , στυπτηρίη , χαλβάνη , καὶ ἄλλο ὃ τοιοῦτόν ἐστι , | ||
| . Ὧι ἐν τῇ κεφαλῇ ἔπαρμα ἐπενέμετο , πρώτη ἡ στυπτηρίη ἡ κεκαυμένη συνήρμοσεν εἰς ἄλλην ἀπόστασιν , ἴσως ὅτι |
| ὁ εὐγενὴς Σαβῖνος : μὴ παλαιὸς πάνυ τῷ χρόνῳ καὶ ὑδαρὴς πάλιν γινέσθω καὶ μὴ ἄκρατος . κεχρήσθωσαν δὲ καὶ | ||
| ὁμοίως τὸ ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . |
| μὲν ἄλλην πτίλωσίν ἐστι τεφρός , τὰς δὲ πτέρυγας ἄκρας ὠχρός ἐστιν . Ἀκούω δὲ ἔγωγε καὶ Ἰνδὸν ἔποπα διπλασίονα | ||
| καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κοῖλοι γινόμενοι θάνατον ἀπαγγέλλουσι πελιδνός ] ὁ ὠχρός , μολιβδόχρους μυκτήρ ] ἡ μύτις , ἡ ῥίς |
| τῶν ὑποκειμένων ὑλῶν διαφερούσας ὑποφαίνει δυνάμεις , καὶ πρὸς μὲν κηρῷ τήκει , πρὸς δὲ πηλῷ πήσσει , πρὸς δὲ | ||
| ' ἔνυγρα τοῖς λιπαροῖς , οἷον στέατι , βουτύρῳ , κηρῷ Τυρρηνικῷ σὺν ῥοδίνῳ : αἰδοῖα δὲ τοῖς στύφουσιν ἱκανῶς |
| δ ' ἑταῖροι πείρησαν τευχέων βεβιημένοι , οὐδ ' ἐδύναντο κεῖνο δόρυ γνάμψαι τυτθόν γέ περ , ἀλλὰ μάλ ' | ||
| , χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι . οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ' ἴδον ὀφθαλμοῖσι πάντων , ὅσς ' ἐμόγησα |
| προσμάθῃς . λέγ ' , ἐκδίδασκε : τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ τὸ λοιπὸν ἄλγος προυξεπίστασθαι τορῶς . τὴν πρίν γε | ||
| Ἀντιάσας : προσεγγίσας , συναντήσας . τάχα : ἴσως : γλυκὺ τὸ σχῆμα . τάχα : ἴσως καὶ ὅμως . |
| ἀγγεῖον οἶδα . Ἄλεξις δὲ ἡδυσμάτων ποιούμενος κατάλογον λέγει : ἄνηθον , μάραθον , ἀσταφίδα κεκομμένην , νᾶπυ , σέσελι | ||
| ἰδιωτέρως : γυμνοσπέρματα δὲ τῶν τε λαχάνων πολλά , καθάπερ ἄνηθον κορίαννον ἄννησον κύμινον μάραθον καὶ ἕτερα πλείω . τῶν |
| φυτὸν ἀτάλυμνον προσαγορεύεται ] : ἀτὰρ δὴ καὶ τὸ τῆς πτελέας ἐπιβάλλων ὑ - γρόν , ὃ δὴ καταρρέον ἐκ | ||
| τῆς ῥίζης μετρίως , πράσιον καταπλασσόμενον , πρόπολις μετρίως , πτελέας τὰ φύλλα , ὁ δὲ φλοιὸς καὶ ἡ ῥίζα |