' ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι : ὅτι ἅπαξ εἴρηται τὸ κρήγυον , καὶ οὐκ ἔστιν ἀληθὲς ἀλλ ' ἀγαθόν :
κακὰ μωμήσαθ ' ἑταίρα . ποιμένες , εἴπατέ μοι τὸ κρήγυον : οὐ καλὸς ἐμμί ; ἆρά τις ἐξαπίνας με
6164742 ἁδυ
τραύματα ἁλίκα ποιεῖς ; Εὐνίκα μ ' ἐγέλαξε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλᾶσαι καί μ ' ἐπικερτομέοισα τάδ ' ἔννεπεν :
καὶ πολεμικὸς ποιητὴς Ἀλκαῖος ἔφη : κὰδ δὲ χευάτω μύρον ἁδὺ καττῶ στήθεος ἄμμι . καὶ ὁ σοφὸς δὲ Ἀνακρέων
6109444 ὀνειρος
ἀρτύνετο βουλήν : κλῦτε φίλοι : θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος ἀμβροσίην διὰ νύκτα : μάλιστα δὲ Νέστορι δίῳ εἶδός
καθεύδων βαθύτατα ἐδόκει διόβλητος γεγονέναι . καὶ τὸ μὲν φάσμα ὄνειρος ἦν , ἐβόα δὲ καίτοι καθεύδων καὶ μάλα γε
6094884 αἰθε
οἴκαδε οἴκοθεν . Τὰ δὲ εὐχῆϲ ϲημαντικά , οἷον εἴθε αἴθε ἄβαλε . Τὰ δὲ ϲχετλιαϲτικά , οἷον παπαῖ ἰού
, ἥ τις καὶ τὴν δίφθογγον φυλάσσει , εἴθε , αἴθε . ἦν οὖν καὶ παρὰ τὸ ἄνευ ἄνευθε .
6011338 ἰς
ματρὸς ἔφυ . Θηβαγενεῖς Δώριον μέλος σεμνότατόν ἐστιν πρόσθα μὲν ἲς ? Ἀχελωΐου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός [ ]
γαστέρι μάργῃ ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν : οὐδέ οἱ ἦν ἲς οὐδὲ βίη , εἶδος δὲ μάλα μέγας ἦν ὁράασθαι
5980456 μαραγδον
. εἴθε λιθοκόλλητον ἦν : καλὸν ἦν ἂν οὕτως . μάραγδον εἶναι ταῦτ ' ἔδει καὶ σάρδια . εἴ τις
] ια πάντεϲ ? δ ? [ οὐ χρυϲὸν ἢ μάραγδον [ ἀλλ ] ' ἕδνα ϲεμνὰ ! [ δικαιοϲύνη
5810397 ὠς
χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ
. Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ
5785926 γερανδρυον
ἴσως ἱερὰν εἶναι τῆς Ῥέας . πρόχνυ : παντελῶς . γεράνδρυον : ἀρχαῖον , ξηρόν , ἄχρηστον . ὀκριόεντι κολωνῷ
. δι ' ὃ καὶ . . . ὅταν ᾖ γεράνδρυον ὅλως κόπτουσιν : ἡ γὰρ βλάστησις νέα γίνεται τοῦ
5759514 ἐλαφρη
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος ,
τριγενῆ ὄντα , ταῦτα καὶ συγκριτικὰ ποιοῦσιν , οἷον ἐλαφρός ἐλαφρή καὶ τὸ ἐλαφρόν , καὶ τὸ συγκριτικὸν ἐλαφρότερος ,
5746624 ἐτητυμον
' : ἢ τὸ Λοξίου οὐκέτι βροτοῖσι διὰ ς ' ἐτήτυμον στόμα . ἀλλ ' εὐμενὴς ἔκβηθι βαρβάρου χθονὸς ἐς
' αὐτοῦ κήδε ' ἐνίσπες καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ : τίς πόθεν εἰς
5744842 Τηλεμαχοιο
ὦ φίλοι , οὐχ ἥμιν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή , Τηλεμάχοιο φόνος : ἀλλὰ μνησώμεθα δαιτός . ” ὣς ἔφατ
πληγῆς ἀίοντες . . ἀλλ ' Ὀδυσσεύς , Διομήδης . Τηλεμάχοιο φίλον πατέρα προμάχοισι μιγέντα : ἡ διπλῆ , ὅτι
5711153 ἀγγελλ
. ἐπεὶ δὲ κινεῖς μῦθον , ἱκετεύω , ξένε , ἄγγελλ ' Ὀρέστηι τἀμὰ κἀκείνου κακά , πρῶτον μὲν οἵοις
καὶ καταβαίνειν . οἶσθ ' οὓς φράζω ; τούτοις τοίνυν ἄγγελλ ' ὁτιὴ ψυχρὸν τοὔψον , τὸ ποτὸν θερμόν ,
5676982 μονοφυες
τοῦ Πλάτωνος μεταπέφρακεν . Πλάτων δὲ τὸ ἕν , τὸ μονοφυές , τὸ μοναδικόν , τὸ ὄντως ὄν , τἀγαθόν
δ ' Ἄρκτων ὄρος : ὑπέρκειται δ ' ἄλλο Δίνδυμον μονοφυές , ἱερὸν ἔχον τῆς Δινδυμήνης μητρὸς θεῶν , ἵδρυμα
5664798 χελιδοι
Ἀνακρέων τούτῳ τῷ μέτρῳ καὶ ὅλα ᾄσματα συνέθηκεν ἁδύμελες χαρίεσσα χελιδοῖ καὶ μνᾶται δηῦτε φαλακρὸς Ἄλεξις . Ταῦτα μὲν οὖν
Ὄρνιθες τίνες οἵδ ' οὐδὲν ἔχοντες πτεροποίκιλοι , τανυσίπτερε ποικίλα χελιδοῖ ; Τουτὶ τὸ κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν . Ὅδ
5659221 σταδα
καὶ πίονας αἶγας βλύζει τὸ ῥεῖθρον εὐμενὲς τὸ τῶν χαρίτων στάδα λίμνην κλάδα χρυσεόκαρπον ὀλίγος δ ' ἄμητος ἦεν ὅτε
, ὅς κεν ἅδηισι : Τίρυνς οὐδέ τι τεῖχος ἐπήρκεσε στάδα λίμνην κλάδα χρυσεόκαρπον ἁμὲς δὲ ϝειρήναν : τόδε γὰρ
5642548 βατις
. Γ φοβεροὶ εἰς γαστριμαργίαν . Γ βατιδοσκόποι Γ : βάτις εἶδος ἰχθύος . ἢ καθόλου οἱ ἰχθύες . Γ
δ ' ὥρμαινον ἐπ ' ἄλλα . κεῖτο δέ τις βάτις , ἧς οὐδεὶς ἥπτετο δείπνω , ἐν καθαρῷ ὅθι
5640142 χρεω
ἔσται . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων : χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε κερδαλέης ,
Ἀχιλλεύς : Φοῖνιξ ἄττα γεραιὲ διοτρεφὲς οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς : φρονέω δὲ τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ , ἥ
5624514 κρηηνον
' ἀθανάτοισιν ὄνησα ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ , τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ : τίμησόν μοι υἱὸν ὃς ὠκυμορώτατος ἄλλων ἔπλετ
α εἰς η κρῆνον , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ η κρήηνον : οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ παθῶν : τοιαῦτα
5619286 γιγνετ
ὀλόμαν , ὀλόμαν ἀποχηρωθεὶς τᾶς λοχευομένας ἐκ τοῦ γὰρ ἐσορᾶν γίγνετ ' ἀνθρώποις ἐρᾶν οἶνος καὶ φρονέοντας ἐς ἀφροσύνας ἀναβάλλει
ἰδέηϲ : ἀλλὰ καὶ αἰνότατοι καὶ οἴκτιϲτοι , ἔνθα μάλιϲτα γίγνετ ' Ἄρηϲ ἀλεγεινὸϲ ὀϊζυροῖϲι βροτοῖϲι . τάμνειν ὦν αὐτίκα
5617511 ἀκηριον
παρ ' Ὁμήρῳ : ἤ νύ σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον . τρεῖς γάρ εἰσιν ἐφεξῆς αἱ ὀξεῖαι . δυνατὸν
αὐτῷ ἐκ Διὸς ὄνασθαι τῶν ἐδεσμάτων , ὧν προσφέροιτο . ἀκήριον : ὡς ἄψυχον ὀνειράτιον διὰ τὸ καταλελεπτύνθαι ὑπὸ τῆς
5617230 κρινον
μακρότερα καὶ πλείω : καυλὸν δὲ λεπτόν , ὀρθὸν ὡσπερεὶ κρίνον , γέμοντα καρποῦ ἐρυθροῦ , στύφοντα τὴν γεῦσιν .
ἀγανόφρονες ἡδυλόγῳ σοφίᾳ βροτῶν περισσοκαλλεῖς . Ἁπαλὸν δὲ σισύμβριον ἢ κρίνον ἢ ῥόδον παρ ' οὖς ἐθάκει : παρὰ χερσὶ
5607169 φιτυ
ἀμπέλου λημνία , ὡς ἱστορεῖ Ἀνδροτίων ἐν τῷ Γεωργικῷ . φῖτυ : τὸ σπέρμα , τὸ γένος . καὶ γάρ
δοῦναι πρὶν εἰσβῆναί σε δεῖ . ἀτὰρ ἤγαγες καινόν τι φῖτυ τῶν βοῶν . ἀνεκάς τ ' ἐπαίρω καὶ βδελυρὸς
5600750 ἐννεπε
“ ᾔομεν ὡς ἐκέλευες ” καὶ τὸ “ ἄνδρα μοι ἔννεπε , μοῦσα ” καὶ τὸ “ Ἰλιόθεν με φέρων
, τόδ ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον : τό μοι ἔννεπε τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν . Νῦν μέν , ἴσως
5596642 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
5572160 ἀγορευων
ὁρῶσι διακρίνοντα θέμιστας ἰθείῃσι δίκῃσιν : ὁ δ ' ἀσφαλέως ἀγορεύων αἶψά τι καὶ μέγα νεῖκος ἐπισταμένως κατέπαυσε : τούνεκα
Ὣς ἔφατ ' , οὐδὲ Διὸς πεῖθε φρένα ταῦτ ' ἀγορεύων : Ἕκτορι γάρ οἱ θυμὸς ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι .
5555125 ποκα
αὐτὸς τὸν σφῆνα ἐκρατήθη ἐκεῖ καὶ οὕτως ἐτελεύτησε . καὶ πόκα τῆνος : καὶ πότε ἐκεῖνος ἔλαιον εἶδεν , ὃ
μηδ ' ἀνίαισι δάμνα πότνια θυμόν : ἀλλὰ τύ δελφὲ πόκα τ ' ἔρωτα τὰς ἐμὰς αὐδὰς ἀίοις : ἀπόλυ
5530751 κραδιη
' Ὀδυσῆος ἐγὼ θείοιο λαθοίμην , οὗ περὶ μὲν πρόφρων κραδίη , καὶ θυμὸς ἀγήνωρ ἐν πάντεσσι πόνοισι , φιλεῖ
' ὑπὸ ποσσὶ πέδιλα , πέμψω δ ' ὅππῃ μιν κραδίη θυμός τε κελεύει . ” τὴν δ ' αὖ
5512398 τοσσονδε
: ” οὐδὲ ” γὰρ „ γυνὴ „ φασί ” τοσσόνδε νόου ἐπιδεύεται ἐσθλοῦ , ὥστε χερείον ' ἑλέσθαι ἀμεινοτέρων
ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερός ἐστι σχέτλιος : αἴθε θεοῖσι φίλος τοσσόνδε γένοιτο ὅσσον ἐμοί : τάχα κέν ἑ κύνες καὶ
5511534 χαριεν
Βατίς τε καὶ σμύραινα πρόσεστι . Νάρκη γὰρ ἑφθὴ βρῶμα χάριεν γίγνεται . Σὲ μέν , ὦ μοχθηρέ , παλινδορίαν
δεδοξασμένων ἀντιπαραβάλλοντα ἐκείνων τὰ ἔργα πρὸς τὰ τῶν ἐγκωμιαζομένων . χάριεν δέ ἐστιν ἐνίοτε ἀπὸ τῶν ὀνομάτων καὶ τῆς ὁμωνυμίας
5507775 ἀμφαφοων
“ καί κ ' ἀλαός τοι ξεῖνε διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων . ” ἀμφιστρεφέες ἀλλήλαις περιπεπλεγμέναι : “ κεφαλαὶ δέ
οὐκ ἐτέλεσσε . Κεῖνο δέπας περικαλλὲς ἐθάμβεεν ἐν φρεσὶ Μέμνων ἀμφαφόων καὶ τοῖον ὑποβλήδην φάτο μῦθον : Οὐ μὲν χρὴ
5498845 αὐδη
τὸ δεν παρέλκει . . . . μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ὅτι Ζηνόδοτος χωρὶς τοῦ ν γράφει γλυκίω .
οἷς λέγει : Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή : ταῦτα δ ' ἐγκωμιαστικά εἰσι : πλὴν δείκνυσιν
5496986 Ὁμηρικον
: Ἀντὶ τοῦ , περὶ τῶν πετομένων . ἔστι δὲ Ὁμηρικὸν [ . Ζ , ] τὸ σχῆμα : εἰρόμεναι
ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος . ἀργινόεντι μαστῷ : Ἀρίσταρχος μὲν τὸ Ὁμηρικὸν οὖθαρ ἀρούρης παράγειν αὐτόν φησι πιθανῶς , ὑπαλλαξάμενον τὸν
5490268 νυ
θ ' Ἅλιόν τε Νοήμονά τε Πρύτανίν τε . καί νύ κ ' ἔτι πλέονας Λυκίων κτάνε δῖος Ὀδυσσεὺς εἰ
, ἐπεὶ ἦ νύ με πένθος ἰάπτει λευγαλέον : τό νύ μ ' εἴθε καταφθίσειε γοῶντα πρὶν Πηλῆα πυθέσθαι ἀμύμονα
5482455 ἐχην
φίλη δ ' , ἆς κε ζόης , τὸν ὔμοιον ἔχην ἄει . † αἰ γὰρ ὦδε πόῃς , ἄγαθος
. . . [ ] ! [ παιαειον ! ! ἔχην πο ! [ αἰκεη ? ! ? ποικιλασκ !
5480237 κεινο
δ ' ἑταῖροι πείρησαν τευχέων βεβιημένοι , οὐδ ' ἐδύναντο κεῖνο δόρυ γνάμψαι τυτθόν γέ περ , ἀλλὰ μάλ '
, χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι . οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ' ἴδον ὀφθαλμοῖσι πάντων , ὅσς ' ἐμόγησα
5463505 νοημα
γὰρ ἡ πεῖρα πίστις , | ὑψηλόν γέ που δοκεῖ νόημα καὶ ἔστι τῷ ὄντι θαυμάσιον , ὃ τῷ ψηφίσματι
ἀθρόον τῶν ἐναντίων καταρραγεῖσαν ἐπικλύσαι καὶ τὸ χρηστὸν ἐκεῖνο διαφθαρῆναι νόημα . οὐ διὰ τοῦτο μέντοι δόξαντι θυσίας ἀμέμπτους ἀναγαγεῖν
5462295 νεκταρ
τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ γὰρ ὕδατι
ζαθέῳ ἄντρῳ τρήρωνες ἀμβροσίην φορέουσαι ἀπ ' Ὠκεανοῖο ῥοάων : νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς
5457580 ἀργαλεον
τὸ ἄλγος ἀλγαλέον καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ λ εἰς ρ ἀργαλέον : ὡς ἀργαλέον : Ἀργαλέον τὸ βαρὺ καὶ δύσκολον
περὶ σήματι : σὺν δέ οἱ ἄλλο πῆμα μάλ ' ἀργαλέον πόσιος πέλεν ἀμφ ' ἀλαοῖο . Καί ῥ '
5446007 σιγα
σῖγα ἐπίρρημα καὶ τὸ γα βραχὺ ὡς εἴρηται . Ξ σίγα ] σιώπα . τῶνδ ' ] ὧν ἀκούεις .
ἀπὸ τοῦ ἠρεμῶ γίνεται ἠρέμα , καὶ ἀπὸ τοῦ σιγῶ σίγα , οὕτως καὶ ἐκ τοῦ ὁρῶ ὅρα , καὶ
5432841 φιλη
οὖν τοῦ τιμιωτέρου οὕτω καλείσθωσαν , ὡς τὸ Τεῦκρε , φίλη κεφαλή . Ἐπειδὴ ἔγνωμεν τὰ σημαινόμενα τῶν διαφορῶν ,
δωροδοκῆσαι λέγεται . πόλις δὲ Λέσβου τῆς νήσου Μιτυλήνη , φίλη μὲν Ἀθηναίοις καὶ σύμμαχος , ὕστερον δὲ νεωτερίσασαν καὶ
5430900 ἀλειφω
, ; , . . . Ἀλείπτης : ἀπὸ τοῦ ἀλείφω ἤλειπται ἀλείπτης διὰ τῆς ει διφθόγγου : ὅσα γὰρ
ἄλειμμα : εἰ δὲ , ἁπλοῦν γάρ ἐστιν ἀπὸ τοῦ ἀλείφω ἄλειφαρ καὶ ἄλειφα ὡς ἀπὸ τοῦ δέλω δέλεαρ .
5429082 φρεσιν
κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν , ὃς χρυσὸν φιλέει μὲν ἐνὶ φρεσίν , ἄλλο δὲ εἴπῃ . Οὐκοῦν τὸν Κάνθαρόν σοι
ἀφανῆ τόπον κατάκειται . κεύθει : κρύπτει , ἔχει . φρεσίν : ἔμφυτον γνῶσιν δῆλον . Λείπεθ ' : καταλιμπάνεται
5428159 δοκεεις
πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ Ἀμφίνομ ' , ἦ μάλα μοι δοκέεις πεπνυμένος εἶναι : τοίου γὰρ καὶ πατρός , ἐπεὶ
λαβεῖν ἐν ἠπείρῳ , οἰκότα ἐλπίζων : νησιώτας δὲ τί δοκέεις εὔχεσθαι ἄλλο ἤ , ἐπείτε τάχιστα ἐπύθοντό σε μέλλοντα
5426223 πριω
” πρίῃ “ ἤγουν μὴ σχίζε , κανονίζεται οὕτως : πρίω καὶ τὸ παθητικὸν πρίομαι πρίῃ . εἰ δέ ἐστι
. ⌈ πρίω / [ πρίῃ ] ] ἀγόραζε . πρίω ] πρίῃ πρίῃ ] πρίω . παῖ ] δοῦλε
5422102 τοιον
ἀρετῆς , παντάριστε , παναυγέος ἠδέ τ ' ἀρίστης , τοῖον ἔπος κατέλεξον ? ἕως παρεμύθετο θυμός ? ? ?
πάντων ταῦρος : ὃ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι : τοῖον ἄρ ' Ἀτρεΐδην θῆκε Ζεὺς ἤματι κείνῳ ἐκπρεπέ '
5419357 ποιησαν
ἑτέρᾳ μάχῃ καταλιπεῖν τὸν χάρακα ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι : καὶ τὸ ποιῆσαν αὐτῶν τὴν ἀταξίαν καὶ βοὴν τοῦτ ' ἦν .
τῆς εἰς τὸν Πόντον ἐκβολῆς : τὸ δ ' ἀρκτικώτερον ποιῆσαν λίμνην καλουμένην Θιαγόλαν , ἧς ἡ θέσις νεʹ γοʹʹ
5417989 αἰδοιος
αἰδέσιμος , πλὴν ὅτι τὸ μέν ἐστι ποιητικὸν , τὸ αἰδοῖος , τὸ δὲ παρὰ τοῖς κοινοῖς ἐν χρήσει :
γὰρ τὴν ω δίφθογγον εἰς οι τρέπειν , οἷον αἰδῷος αἰδοῖος , ἠῷος ἠοῖος , οὕτως Ἀχελῷος Ἀχελοῖος . ἢ
5411863 σχετλιαστικον
ἐν Πύλῳ ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . Ἰατταταιάξ ] ἐπίρρημα σχετλιαστικόν . τῶν κακῶν ] ἕνεκα . Παφλαγόνα : τὸν
, ἀντὶ τοῦ ἐλθέ , καὶ ἐντεῦθεν τὸ ἰού τὸ σχετλιαστικόν . ὀξύνονται δὲ κατὰ τὸν κανόνα : πᾶσα δίφθογγος
5411602 τυ
διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως . τί γὰρ οὐ μᾶλλον ἡ τύ ὠλιγώρηται , ὅτι εἰς ν οὐ λήγει , ἢ
ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως αἰτεῖ : καὶ δωσῶ οἱ , ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ . ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός :
5410153 ῥεα
. θοώτερος : ἐλαφρότερος . Ἀμφιλύκῃ : τῇ ἠῷ . ῥέα : ἐλαφρῶς . Μακρά : ὑψηλά . Καλύψῃ :
στάθμης ] ἀντὶ τοῦ ὑπὸ σταθμοῦ ἰθυνθέν . Τά τοι ῥέα πάντ ' ἀγορ . ] Ἀγορεύσω , φησὶν ,
5407231 γλυ
, ἀνήθου σπέρματος ὀξύβαφον τὸ ἥμισυ : ταῦτα λέαινε ἐν γλυ - κεῖ κρητικῷ , ἢ ἑτέρῳ τινὶ τῶν σπουδαίων
, ὡς τὸ εἰπεῖν τὸ γλυκὺ πικρὸν καὶ τὸ ὄξος γλυ - κάδιον , παράφρασις δ ' ἡ τῶν λέξεων
5394221 κακ
: λωβητν [ ! ] ? πυθ [ [ ] κακ [ ] ! φαι [ [ ] ν λύρην
! [ [ ] υκτοςο̆εν [ [ ] οιο : κακ [ [ ] σκεραμ ? [ [ ] οτεροις
5393768 βως
, ὦ ἄνδρες , τὸν τύπον καὶ ἐπισκοπήσαντες ἀκρι - βῶς , ἐὰν ὑμῖν φαίνηται ἀναγκαῖος , φυλάττειν τε καὶ
. ἁδὺ μὲν ἁ μόσχος γαρύεται , ἁδὺ δὲ χἀ βῶς , ἁδὺ δὲ χἀ σῦριγξ χὠ βουκόλος , ἁδὺ
5391028 ἀνιαρον
καὶ συνεξετάζεσθαί σοι ἕτοιμος ἐπὶ τῆς δίκης . Ἀλλὰ ἐκεῖνο ἀνιαρόν , ὦ Πολύστρατε , ὅτι μὴ ἐκείνης παρούσης ποιήσομαι
αἰσχυνόμενοι θυλήμασι κρύπτετε πολλοῖς ; Νὴ τὴν Δήμητρ ' , ἀνιαρόν γ ' ἦν τὸ κακῶς ᾄδοντος ἀκούειν : βουλοίμην
5390076 πεπωκοτι
, καί φησι δράκα κονίας ἀσβέστου μισγομένην οἴνῳ βοηθεῖν τῷ πεπωκότι : τίτανος γὰρ ἡ ἄσβεστος : ὅσον χωρεῖ χεὶρ
προσέοικεν ὑμῶν ὁ δῆμος , ἀλλὰ Κενταύρῳ τινὶ ἢ Κύκλωπι πεπωκότι καὶ ἐρῶντι , τὸ μὲν σῶμα ἰσχυρῷ καὶ μεγάλῳ
5388369 πικρον
καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν ,
: ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει
5386297 ξι
[ ] ! σαρ ? ! [ [ ] ! ξι [ [ ] ! υστ ? [ [ ]
χενα [ ] ! νυ ? ? [ ] ! ξι δὲ [ εὐθύς ] ? τι ὅτι χ [
5383705 οἰον
τὴν εὐδαιμονίαν μετροῦ - σαν οὐδὲ θυμῷ γενναίῳ χρωμένην : οἶον σῶμα παρειμένον ἐν μιᾷ χώρα κείμενον ἐκνενευρισμένον , οὐδὲ
ἂρ ναίει σχεδόν , οὐδέ τι ἴδμεν Αἰήτην ἀλλ ' οἶον ἀκούομεν . ἥδε δὲ κούρη αἰνοπαθὴς κατά μοι νόον
5375214 ἐολπα
καὶ δεῦρο κόμισσεν . ἤτοι μὲν γὰρ ἐγὼ κείνου παρεόντος ἔολπα οὐδ ' ἂν πυγμαχίῃ κρινθήμεναι : ἀλλ ' ὅτε
γε δίκην ἀδικώτερος ἕξει . ἀλλὰ τά γ ' οὔπω ἔολπα τελεῖν Δία μητιόεντα . Ὦ Πέρση , σὺ δὲ
5371084 κτημ
κοὐδενὶ συνήντα τῶν βαδιζόντων χαμαί , εἶθ ' ὅτι τοιοῦτο κτῆμ ' ἐκέκτηθ ' ὧι λίθους ἅπαντας ἐπόει τοὺς ἐνοχλοῦντας
μο [ μᾶλλον δετ ? [ τέχνην α ! [ κτῆμ ' ἐστι ς [ ἄπληστος ε ? [ πάντ
5369556 καλαν
μοι νόος ἄλλᾳ κέχυται ἐπὶ τὰν Χάρισι φίλαν παῖδα καὶ καλάν . ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ ἱερώτατος Πλάτων ἐν ἑβδόμῳ
Νεοπτόλεμος ἀνθέρικον ᾠήθη τὸν ἀθέρα τοῦ στάχυος , γελοίως . καλάν : ἐπίθετον . ἔστι ῥῆμα κάζω , ὃ δηλοῖ
5356451 κυκεω
γινόμενον , οἷον Ἀπόλλωνα Ἀπόλλω , Ποσειδῶνα Ποσειδῶ , κυκεῶνα κυκεῶ , δῶμα δῶ : συγκοπὴ δέ ἐστι τὸ πάθος
ξυνέδηϲά ϲ ' , ἀλλ ' ὁ ξένοϲ ὁ τὸν κυκεῶ [ πιών . δίκαια [ ] ? δῆτα ταῦτα
5352884 πολιον
ὤφελεν . ἀλλ ' ὅμως ἐπεί πως κατεκρίθην πώγωνα ἔχειν πολιὸν καὶ τρίβωνα καὶ σὺ εἰσέρχῃ πρὸς ἐμὲ ὡς πρὸς
. Γεγονέναι δέ φησι τὸν Μώυσον μακρὸν , πυρρακῆ , πολιὸν , κομήτην , ἀξιωματικόν . Ταῦτα δὲ πρᾶξαι περὶ
5345266 θυος
. [ πάντες ] δ ' εὐχετόωντο [ ] , θύος δὲ μέμηλεν ἑκάστῳ [ βωμὸν ] ἀναι ? [
καὶ ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος εὔτριχι λήνει , ἠὲ καὶ ἰρινόεν , τοτὲ δ
5338250 ἐρεω
. χαλεπόν . ►τὸ χαλεπόν τούτων κτλ . ἑπτὰ σοφῶν ἐρέω κατ ' ἔπος πόλιν , οὔνομα , φωνήν .
καί μοι φίλα γούνατ ' ὀρώρῃ . ἄλλο δέ τοι ἐρέω , σὺ δ ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι :
5333421 ἐοισα
δρυός , αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος , καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ ' αὐτᾶς , εἴ ποτε χειμέριον
, πάντα : πολὺ πλέον ἁ δαῒς αὐτῷ βαιὰ λαμπὰς ἐοῖσα , τὸν ἅλιον αὐτὸν ἀναίθει . ἢν τύ γ
5331593 προχεειν
] καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ ἄνδρας καὶ πρεσβύτας δάκρυα προχέειν , παρακαλεῖν σε πρὸς ἔλεον . εἶτα ἀξιώσεις ἐπινεῦσαι
' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου ἥ τ ' ἀθόλωτος τρὶς ὕδατος προχέειν , τὸ δὲ τέτρατον ἱέμεν οἴνου . Δμωσὶ δ
5328576 μαλλος
σεσημείωται τὸ οἶσθα : οἶσε , φέρε : οἴστη , μαλλός : οἰσυπηρόν : οἰσύδρα , ὑδροχέα : οἶσον ,
συστέλλεται , σκάλλω , θάλλω , σφάλλω , ἄλλος , μαλλός , φάλλος : ἐδείχθη καὶ κατὰ τοῦτο τὸ μᾶλλον
5324883 κοσκινον
ᾧ κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον , σάλακα δὲ τὸ τῶν μεταλλέων κόσκινον . ὁ δὲ τορεὺς φρεωρύχων ἐργαλεῖον . ἰατροῦ σκεύη
καὶ οὐκ ἄλλῳ τινί . κόσκινον δέ , ἐπειδὴ τὸ κόσκινον πρῶτον ὑπάρχον σκεῦος ἀρτοποιΐας ἐκ σχοίνου γίνεται : δηλοῦσιν
5323189 ἀειδε
. ὦ δυστυχής , εἰ μὴ βαδιεῖ ἐμοὶ μὲν οὖν ἄειδε τοιαύτην , θεά , θρασεῖαν , ὡραίαν δὲ καὶ
θῆκαν ἰοστεφάνων τε Μοισᾶν . Μοῦσά μοι Ἀλκμήνης καλλισφύρου υἱὸν ἄειδε . υἱὸν Ἀλκμήνης ἄειδε Μοῦσά μοι καλλισφύρου . Γνῶθι
5319577 ἐσσομενοισι
πέδον πολυχανδέος ἄντρου , θαῦμα μέγ ' ἀνθρώποισι καὶ ὕστερον ἐσσομένοισι . Καί οἱ πὰρ κλισίην φαρέτρη παρεκέκλιτο μακρὴ ἰῶν
ἀντιλέγων ἐρεῖ : αἰσχρὸν γὰρ τόδε γ ' ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι . πῶς οὖν διοικεῖ ; ὅτι μὲν γὰρ
5319335 τεον
' ἅμα καὶ πολύολβος . Μὴ δὲ παροιχομένοισι κακοῖς τρύχου τεὸν ἧπαρ : οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον
ἐσσί , πατὴρ δέ τοί ἐστι Μενάλκας . δεῖξον ἐμοὶ τεὸν ἄλσος , ὅπῃ σέθεν ἵσταται αὖλις . δεῦρ '
5317513 καλεοντι
θεαί , καλὰ πάντα ποεῖτε . Βομβύκα χαρίεσσα , Σύραν καλέοντί τυ πάντες , ἰσχνάν , ἁλιόκαυστον , ἐγὼ δὲ
? [ ] ? ῥιφθεῖσαν εὐαγέα πέτραν φανῆναι [ : καλέοντί ? μιν Ὀρτυγίαν ναῦται πάλαι . πεφόρητο δ '
5309167 γλυκερωτερον
' ἀγαθὴ κουροτρόφος : οὐ γὰρ ἔγωγε ἧς σαρκὸς δύναμαι γλυκερώτερον ἄλλο ἰδέσθαι . ὀπταλέος δ ' εἰσῆλθε πελώριος ἱππότης
, φησί . οὔτε γὰρ ὕπνος οὔτ ' ἔαρ ἐξαπίνας γλυκερώτερον : οὔτε ὁ ὕπνος ἡμῖν γλυκύτερος οὔτε τὸ ἔαρ
5301599 λαθεσθαι
ἂν ἔπειτα Ὀδυσσῆος λαθοίμην ; ” ὡς γὰρ μὴ δυνατὸν λαθέσθαι ἠρώτα . . σύμφημ ' ] συνομολογῶ . ἀνηκουστεῖν
θεοὶ φρένας ὤλεσαν αὐτοί , ὃς κέλεαι Ζηνὸς μὲν ἐριγδούποιο λαθέσθαι βουλέων , ἅς τέ μοι αὐτὸς ὑπέσχετο καὶ κατένευσε
5299745 ἐπος
μάλα . Μικρὸν μέρος τοίνυν αὐτῶν διεληλύθαμεν , οὐσῶν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀπεράντων . Ἀδύνατόν γ ' ἄν , ὡς
γεραιέ . σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις . τοῦτο τὸ ἔπος οἶδα πολλάκις πρὸς ἐκεῖνον εἰπών , μᾶλλον δὲ μέρος
5294362 κυνωπιδος
οὗτος καὶ ὅδε , κεῖνος ἀνήρ , ὅτ ' ἐμεῖο κυνώπιδος : οὗτος ὁ Κροῖσος , Ἡρόδοτος : τούσδε δ
κυμάτων ῥοῦνχος , βαλλάντιον : κυνωτὸς , βώλου ὄνος : κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής
5287751 Μωσα
παθητικὴ χοόμενος , χούμενος καὶ δωρικῶς χώμενος , ὡς Μοῦσα Μῶσα , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο χωόμενος : ἢ παρὰ
Μνασάλκεος τὸ σᾶμα τῶ Πλαταιΐδα τῶ ' λεγῃοποιῶ : ἁ Μῶσα δ ' αὐτῶ τᾶς Σιμωνίδα πλάτας ἧς ἀποσπάραγμα κενά
5276633 ξεινε
. καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ τὸ ὅμοιον : Ζεύς τοι δοίη ξεῖνε , ὅττι μάλιστ ' ἐθέλεις : ὣς ἄρ '
, κούρην Διὸς αἰγιόχοιο : “ εὔχεο νῦν , ὦ ξεῖνε , Ποσειδάωνι ἄνακτι : τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε
5274795 αἰδομενων
τὸ καλῶς πολεμεῖν αἰσχύνεσθαι : Ὅμηρος [ Ε ] : αἰδομένων ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται δούλοις . . .
θυμῷ , ἀλλήλους τ ' αἰδεῖσθε κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας . αἰδομένων δ ' ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται : φευγόντων
5266295 στριφνον
σφάκελος Ἀττικοί , σῆψις ὀστέων Ἕλληνες . στιφρόν Ἀττικοί , στριφνόν Ἕλληνες . σκορδινᾶσθαι Ἀττικοί , διατείνεσθαι Ἕλληνες . σκιραφεῖον
κοιλίας ἀπόκειται τῇ κόπρῳ ὡς φλοιός . Νεμηθέντα τὰ θρέμματα στριφνόν , καὶ κάλλιον γάλα ποιήσει , καὶ πολλῷ μᾶλλον
5265219 ἐμπης
φθειρόμενοι : χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας . ἀλλ ' ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν . Ζεὺς δ '
τ ' ἐμῷ καὶ ἐμοί : νῦν δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης . * ) περιττός : ἀρκεῖ γὰρ ὁ πρὸ
5261466 πολεμιζειν
. . . μὴ σύ γ ' ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι πολεμίζειν Τρωσὶ φιλοπτολέμοισιν : ἀτιμότερον δέ με θήσεις . μηδ
δὲ ἄμεινον δύνωμαι τοῦτο ποιεῖν καὶ ὡς εἶέν μοι ῥηΐτεροι πολεμίζειν υἷες Ἀχαιῶν , εἴ τι καλὸν ἔχεις περὶ πράγματος
5258021 λοισθιον
ἠχώ : [ καὶ τίνα δὴ πρῶτον , τίνα ] λοίσθιον ὤλεσεν ἥρως [ , ] [ ὡς Βλεμύας φεύγοντας
ἀπὸ κοινοῦ τὸ ὁσιοῦν : ἀντὶ τοῦ ἐνέχεσθαι : τὸ λοίσθιον μίασμα : τὸ ἔσχατον , τὸ μὴ ἀφ '
5252299 ἐμησατο
νυκτερίους δὲ δόλους , νυχίην πανεπίκλοπον ἄγρην , Ὠρίων πρώτιστος ἐμήσατο κερδαλεόφρων . τόσσοι μὲν θήρης κρατεροὶ πάρος ἡγεμονῆες .
, μητρὸς δέ , ἥτις ἐπ ' ἀνδρὶ τοῦτ ' ἐμήσατο στύγος . βάρος ] τὸ βάρος φίλον πρώην .
5245436 ὠχρον
φέρεται γὰρ ἱδρὼς ψυχομένου τοῦ σώματος , τὸ δὲ πρόσωπον ὠχρὸν γίνεται καὶ τὰ χείλη ἐμπίπρανται καμάτῳ ] τῷ πόνῳ
πᾶϲα λευκὴ ὑπόϲταϲιϲ ἀγαθὴ λα Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ ὠχρὸν οὖρον λβ Τί δηλοῖ τὸ λεπτὸν καὶ πυρρόν λγ
5237140 ἐδω
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω ,
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ
5230392 λυχνος
Λυδός : λύκος : Λυκοῦργος : λυσιτελής : Λυσίμαχος . λύχνος : Λυκόφρων : Λύκαιστος : σεσημείωται τὸ λοιδορῶ :
ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων .
5229905 κηρ
ὅταν φῇ „ Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος ” λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων „ .
ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων , οἵ
5229846 φηρ
Αἴσονος γὰρ παῖς ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων . φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικˈλῄσκων προσαύδα . ὣς φάτο
γὰρ παῖς ἐπιχώριος ὑπάρχων οὐκ εἰς ξένην ἥκω γῆν . φὴρ δέ με θεῖος Ἰάσονα κικλῄσκων προσηύδα : παρὸ ἰατρὸς
5228323 ἀμπλακιης
πέτρᾳ προσηλῶσθαι τοῦτό φησι . . χειμαζόμενον ] πάσχοντα . ἀμπλακίης ] τίνος ἀμπλακίας ἤγουν πταίσματος κολάσεως ὀλέκῃ καὶ φθείρῃ
, κακόπτερε Μοῦσα θανόντων , φωνῆς ἡμετέρης , σῆς τέλος ἀμπλακίης : ἄνθρωπον κατέλεξας , ὃς , ἡνίκα γαῖαν ἐφέρπει
5224973 ἡδομαι
μοι φακούς , μὰ τὸν Δί ' : οὐ γὰρ ἥδομαι . ἢν γὰρ τράγῃ τις , τοῦ στόματος ὄζει
ἐν Ναυπλίῳ νυμφικὸν Ἐλύμνιον . Γ # ἥδομαί γ ' ἥδομαι : κορωνίς . εἰσελθόντων τῶν ὑποκριτῶν ὁ χορὸς μόνος
5217360 ἰδεσθαι
τε νέης ἐνὶ ἤματι μήνην ἢ ἴδεν ἢ ἐδόκησεν ἐπαχλύουσαν ἰδέσθαι : ἐς δ ' ἑτάρους ἀνιὼν μυθήσατο μή μιν
καὶ τείχεα μακρά , ὑψηλά , σκολόπεσσιν ἀρηρότα , θαῦμα ἰδέσθαι . ἀλλ ' ὅτε δὴ βασιλῆος ἀγακλυτὰ δώμαθ '
5216654 ἀποκοπῃ
, : κόρυς : παρὰ τὸ κάρη ἢ τὸ κάρηνον ἀποκοπῇ τοῦ νον κάρυς τίς ἐστι καὶ κόρυς , τροπῇ
πρόσωπον χρῆσι ὡς φησί , ἐξ οὗ τὸ χρή ἐν ἀποκοπῇ ἀπετελεῖτο ὁμοίως τῷ παρὰ Ἀνακρέοντι σὲ γάρ φη Ταργήλιος
5216142 φασθαι
καί ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτῖραι καὶ τόδε φάσθαι ἔπος : “ παῦσαι , μηδὲ ῥάπιζ ' ,
: καὶ αὐτοῦ τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἔθιγεν . οὐδέ τι φάσθαι : προσληπτέον τὸν καί : ὅμως δὲ καὶ λαλῆσαι
5216088 μεθυ
. Οὗτος ἕστηκεν ἀχανὴς παταγώδης καὶ ὑπόμωρος . Βιβλίον τοὐμὸν μέθυ : πρὸς τοὺς διαφθείροντάς τινα ἔργα : ἢ ἐπὶ
. εἴη μὲν νῦν νῶϊν ἐπὶ χρόνον ἠμὲν ἐδωδὴ ἠδὲ μέθυ γλυκερὸν κλισίης ἔντοσθεν ἐοῦσι δαίνυσθαι ἀκέοντ ' , ἄλλοι
5213228 χλανις
ὁ γέρων ; ἀπὸ τῆς μὲν ὄψεως Ἑλληνικός : λευκὴ χλανίς , φαιὸς χιτωνίσκος καλός , πιλίδιον ἁπαλόν , εὔρυθμος
ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος , χρυσόπαστος , στατός , φοινικίς
5196984 ἰη
χρημάτων , ἃ διαρπάζων εἰς ἐκδικίαν τοῦ πατρὸς ἀνηιρέθη γράφεται ἰῆ ἰῆ τε γράφεται [ ἰῆ ] ἰῆ τε νέοι
, ἃ διαρπάζων εἰς ἐκδικίαν τοῦ πατρὸς ἀνηιρέθη γράφεται ἰῆ ἰῆ τε γράφεται [ ἰῆ ] ἰῆ τε νέοι ἐν
5193553 παπαι
οἱ δὲ συνεμφάσεις , οἱ δὲ σχετλιασμούς , φεῦ , παπαῖ , ὤμοι . φασὶ δὲ καὶ [ ] εἰκασμοῦ
καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα : δυσμαθῆ δ ' ὅμως . παπαῖ , οἷον τὸ πῦρ : ἐπέρχεται δέ μοι .
5193033 ταλαν
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ .
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα
5192054 ὀνω
τροπῇ τοῦ ε εἰς ο ὄνομα : ἢ ἀπὸ τοῦ ὀνῶ , ὅ ἐστιν ὠφελῶ , ὄνημα καὶ τροπῇ τοῦ
οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . ὀνῶ , ὄναρ , καὶ πλεονασμῷ τῆς διφθόγγου , ὄνειαρ

Back