τὸ ἄλγος ἀλγαλέον καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ λ εἰς ρ ἀργαλέον : ὡς ἀργαλέον : Ἀργαλέον τὸ βαρὺ καὶ δύσκολον | ||
περὶ σήματι : σὺν δέ οἱ ἄλλο πῆμα μάλ ' ἀργαλέον πόσιος πέλεν ἀμφ ' ἀλαοῖο . Καί ῥ ' |
γυῖα Διὸς μέγα θαρσαλέοισι Τρωσὶν ἀμύνοντος : μάλα γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδει ἡμῖν , Ἀλλ ' ἄγε θᾶσσον ἑὰς ἐπὶ | ||
εἰς τὸν Δία „ Ζεὺς γὰρ κακὸν μὲν ” Τρωσὶ πῆμα δ ' Ἑλλάδι θέλων γενέσθαι ταῦτ ' ἐβούλευσεν „ |
Ψ , , Ε . ἴκμενον οὖρον ἵει . . ἐσθλὸν ἑταῖρον . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ἑταῖρον | ||
Πλευρώνιον , ὅς μοι ἀνέστη : Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον ἐσθλὸν ἐόντα , δουρὶ δ ' ὑπειρέβαλον Φυλῆά τε καὶ |
εἴργω στέργω ἀμέλγω σφίγγω . τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ | ||
κώλωνϚʹ . + ἀναπαιστικὰ κῶλα Ϛʹ , εἶτα παράγραφος . ἄλγος ] τὸ κατὰ τὸν Ἀγαμέμνονα . στροφὴ ἑτέρα κώλων |
ἐπ ' ἀλλήλοισι βαρὺν θήγοντες ἄρηα . ὣς οὐδὲν ζήλοιο κακώτερον ἀνδράσιν ἄλγος ἐντρέφεται , πολλοὺς δὲ γόους , πολλὰς | ||
φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος , ἣ κρατέει μὲν ἐν ἀνθρώποισιν |
ν ἀχνύς ' . . . . ἀχνύμενος : ἔστιν ἄχος , καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ | ||
ἄχος λύειν : ἰατρὸς γὰρ ἦν . ἢ διὰ τὸ ἄχος , ὅ ἐστι λύπην , ἐπενεγκεῖν τοῖς Ἰλιεῦσιν . |
' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ ' | ||
σπουδῆς ἐστιν ἄξια . πρῶτον μὲν γάρ , εἰ ὅτι ἄλκιμον καὶ ἀρρενωπόν ἐστιν ὁ λέων , φασὶ τὸν ἐν |
Φοβίου καὶ ἅλα ξυνεῶνα θαλείης κρήναις καὶ ποταμοῖς νίψετ ' ἀεικὲς ἔπος . ἡ δ ' ὅταν ἀρνῆται μελεὸν γάμον | ||
ἀνάξει Εὐρυσθεὺς Σθενέλοιο πάϊς Περσηϊάδαο σὸν γένος : οὔ οἱ ἀεικὲς ἀνασσέμεν Ἀργείοισιν . ὣς φάτο , τὸν δ ' |
ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος , οὔ τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ | ||
. μετρίων λέκτρων , μετρίων δὲ γάμων μετὰ σωφροσύνης κῦρσαι θνητοῖσιν ἄριστον . ὦ τέκνον , ἀνθρώποισιν ἔστιν οἷς βίος |
. τέκμαρ ? ? δὲ λέξω ? , ⋮ τῶι τόδ ? ' εὐδερκὲς ? [ ] φέρεις [ . | ||
ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας εἶναι πονηροὺς τοὺς Ἀθήνησι μόνους . τόδ ' , ὡς ἔοικε , τὸ γένος ὥσπερ θήριον |
ἀρετῆς , παντάριστε , παναυγέος ἠδέ τ ' ἀρίστης , τοῖον ἔπος κατέλεξον ? ἕως παρεμύθετο θυμός ? ? ? | ||
πάντων ταῦρος : ὃ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι : τοῖον ἄρ ' Ἀτρεΐδην θῆκε Ζεὺς ἤματι κείνῳ ἐκπρεπέ ' |
ἁμαρτήσεται . μεγάλα βλάπτουσι τοὺς ἀξυνέτους οἱ ἐπαινέοντες . . βέλτερον ὑφ ' ἑτέρου ἢ ὑφ ' ἑαυτοῦ ἐπαινέεσθαι . | ||
τὸ ὁρμῶ , οἷον : ἄψορροι στέλλεσθε , ἐπεὶ πολὺ βέλτερον εἶξαι , . , . * . . + |
Ἀχαιοὺς τοιῇδ ' ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς ' εἰς ὦπα ἔοικεν . εἶτά φησιν | ||
τοῦ βίου σου ἐκπληρώσῃς . σημαίνει καὶ τὸ λίαν : αἰνῶς † ἀκτίνεσιν ἐοικότες ἠελίοιο , . , , . |
παῖδας ἔτεκεν ἵππον καὶ βροτὸν ἵππον μὲν τὸν Πήγασον , βροτὸν δὲ τὸν Χρυσάορα . τὸ δὲ ἑξῆς ὠδῖνας τόκων | ||
μῦθος ὅδ ' ἔπλετο πᾶσιν ἀλαθής : ἢν μὲν γὰρ βροτὸν ἄλλον ἢ ἀθανάτων τινὰ μέλπω , βαμβαίνει μοι γλῶσσα |
δ ' ἄμυδις πυρσοῖο σέλας προπάροιθεν ἰδόντες τό σφιν παρθενικὴ τέκμαρ μετιοῦσιν ἄειρεν , Κολχίδος ἀγχόθι νηὸς ἑὴν παρὰ νῆα | ||
τις ποιῆσαι , καὶ ἐλπίζει τοῦτο τελέσαι . θεὸς ἅπαν τέκμαρ καὶ σημεῖον ἀνύεται καὶ τελειοῖ ἐπὶ ταῖς ἐλπίδεσσι : |
ὅ τι μηχάνημα κατὰ φύσιν ἐπενοήθη : οὐδὲν γάρ μοι ἄελπτον , εἴ τις καλῶς σκευάσας καλῶς κατασείσειε , κἂν | ||
' ὄνησιν οὐ σοφόν . Ἑκάβη , τὸ θεῖον ὡς ἄελπτον ἔρχεται θνητοῖσιν , ἕλκει δ ' οὔποτ ' ἐκ |
πέδον πολυχανδέος ἄντρου , θαῦμα μέγ ' ἀνθρώποισι καὶ ὕστερον ἐσσομένοισι . Καί οἱ πὰρ κλισίην φαρέτρη παρεκέκλιτο μακρὴ ἰῶν | ||
ἀντιλέγων ἐρεῖ : αἰσχρὸν γὰρ τόδε γ ' ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι . πῶς οὖν διοικεῖ ; ὅτι μὲν γὰρ |
ἡμῖν οὕτως : Ἡ δ ' ὅτι δὴ ὀλλοοῖο κασιγνήτου νόον ἔγνω , κλαῖεν ἀηδονίδων θαμινώτερον , αἵτ ' ἐνὶ | ||
πνεύματι πάντες : κοὐ θέλετ ' ἐκνῆψαι καὶ σώφρονα πρὸς νόον ἐλθεῖν , καὶ γνῶναι βασιλῆα θεόν , τὸν πάντ |
αὐτοῦ βουλοίμην σταθμῶν ῥυτῆρα λιπέσθαι : ἀλλὰ τὸν αἰδέομαι καὶ δείδια , μή μοι ὀπίσσω νεικείῃ : χαλεπαὶ δέ τ | ||
στεῖχε παρὰ μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος οἴνου πινομένης , μή ς |
ἔγω δὲ κῆν ' ὄττω [ ] τις ἔραται : πάγχυ ] δ ' εὔμαρες σύνετον πόησαι πάντι ] τοῦτ | ||
στρατιῶται οἱ ταύτῃ ἀκούοντες ταῦτα ἐς φόβον κατιστέατο , ἐλπίζοντες πάγχυ ἀπολέεσθαι ἐς οἷα κακὰ ἧκον : πρὶν γὰρ ἢ |
περὶ ταῦτα εἱμαρμένην ἣν ἂν σὺ ἐπικλώσῃς δεῖ ἀνα - τλῆναι ἐλεγχόμενον . οὐ μέντοι περαιτέρω γε ὧν προτίθεσαι οἷός | ||
ὑπομένω , γίνεται τλάς καὶ ἄτλας , ὁ μὴ δυνάμενος τλῆναι : ἐξ αὐτοῦ ἀτάλλων , ὁ ἀπαθὴς καὶ μὴ |
ὑπὸ Ἱέρωνος ἀπὸ Συρακουσῶν ὑπεδέξατο ὁ Θήρων . . . αἶνον : τοῦτο αὐτὸ τὸ τῆς εὐδοξίας ἀγαθόν . οὐ | ||
κακοῦ δ ' οὐκ ἔσσεται ἀλκή . Νῦν δ ' αἶνον βασιλεῦσιν ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ |
Μεσσηνίοις πολίτης εἴη , ἔχρησεν ἡ Πυθία : ὦ μέγα χάρμα βροτοῖς βλαστὼν Ἀσκληπιὲ πᾶσιν , ὃν Φλεγυηὶς ἔτικτεν ἐμοὶ | ||
ἵκανεν , ἄλγος μὲν μνησθέντι ποδώκεος ἀμφ ' Ἀχιλῆος , χάρμα δ ' ἄρ ' , οὕνεκά οἱ κρατερὸν παῖδ |
, αἰθέρα Διὸς δωμάτιον , ἢ χρόνου πόδα , ἢ φρένα μὲν οὐκ ἐθέλουσαν ὀμόσαι καθ ' ἱερῶν , γλῶτταν | ||
, τέχνασμα . Μὴ τὰ πελώρια μέτρα γύης ὑπὸ σὴν φρένα βάλλου : οὐ γὰρ ἀληθείης φυτὸν ἐν χθονί ἐστιν |
πῇ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγεις , ἀμέγαρτε συβῶτα , πτωχὸν ἀνιηρόν , δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα ; ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς φλίψεται | ||
καθαιρουμένης , οἱ δὲ παλαιοὶ καθαιρέσεις ἐκάλουν τὰς ἐκλείψεις . ἀνιηρόν : ἀθεράπευτον . τὴν δ ' αἶψα πόδες φέρον |
ἐκ Τηλέφου ἢ Τληπολέμου : ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . καὶ διὰ τούτων σύγκρισιν ποιεῖται τῶν τῆς εἰρήνης | ||
δαῒ φῶτες . Ὣς φάμενον προσέειπε μένος Λαερτιάδαο : Ὦ τέκος ὀβριμόθυμον ἀταρβέος Αἰακίδαο , ταῦτα μέν , ὡς ἐπέοικεν |
δ ' ἐναίσιμος ἥνδανε μῦθος : Ὑψιπύλην δ ' εἴσαντο καταφθιμένοιο Θόαντος τηλυγέτην γεγαυῖαν ἀνασσέμεν . ὦκα δὲ τόνγε πέμπον | ||
ἰσοφαρίζειν . ὀγδωκονταέτει παιδὶ Λεωπρέπεος , πόλις ἄνδρα διδάσκει σῆμα καταφθιμένοιο Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτίρω σε τάλαν |
κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν , ὃς χρυσὸν φιλέει μὲν ἐνὶ φρεσίν , ἄλλο δὲ εἴπῃ . Οὐκοῦν τὸν Κάνθαρόν σοι | ||
ἀφανῆ τόπον κατάκειται . κεύθει : κρύπτει , ἔχει . φρεσίν : ἔμφυτον γνῶσιν δῆλον . Λείπεθ ' : καταλιμπάνεται |
ἀκόνιτον ἐνεβλάστησεν ὀρόγκοις . τῷ καί που τιτάνοιο χερὸς βάρος ἔσσεται ἄρκος πιμπλαμένης ὅτε νέκταρ ἐύτριβι κιρρὸν ἀφύσσῃς μετρήδηνκοτύλη δὲ | ||
γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν : ἔσσεται ἦμαρ ὅτ ' ἄν ποτ ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ |
' : ἢ τὸ Λοξίου οὐκέτι βροτοῖσι διὰ ς ' ἐτήτυμον στόμα . ἀλλ ' εὐμενὴς ἔκβηθι βαρβάρου χθονὸς ἐς | ||
' αὐτοῦ κήδε ' ἐνίσπες καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ : τίς πόθεν εἰς |
κακὰ φρονέων ἀλάλησαι ἀνθρώποις ἠδ ' ἐσθλά : τὸ καὶ σέο σῶμα δίφυιον . Ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι . | ||
δ ' ἵξεαι πολιὸν ἔαρ οὐδὲ πρὸς ἄλλους αὐγάσεαι : σέο δ ' ἄλλος ἀνὴρ κεχρημένος ἔσται . Εἰ δέ |
πλεονασμῷ τοῦ μ διὰ τραχύτητα ἀμφασία . . . . ἀμφαδόν καὶ ἀμφαδίην : φανε - ρῶς : φαίνω φανδόν | ||
παίζουϲι , ὀρχῶνται νυκτὸϲ καὶ ἡμέρηϲ , καὶ ἐϲ ἀγορὴν ἀμφαδόν , καὶ ἐϲτεμμένοι κοτὲ ὅκωϲ ἐξ ἀγωνίηϲ νικηφόροι ἔαϲιν |
βοᾶι βαρβάρωι στενακτὰν ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς δάκρυσι θρηνήσω . σχεδὸν τύχα , πέλας φόνος : κρινεῖ ξίφος τὸ μέλλον . | ||
μεταρρίπτει θεός . τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα , καλὸς δ ' ὁ πότμος , βωμὸς δ |
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν ἔγκυκλον , ἄνδρες , Δήμητρος παῖδ ' | ||
μεστὸς δ ' ἀνεκείμην . ὡς δὲ ἴδον ξανθόν , γλυκερόν , μέγαν , εὔκυκλον , ἁβρὸν Δήμητρος παῖδ ' |
αὖτε νόῳ φρονέοντα , καὶ ἐσθλὴν κτῆσιν ἀπ ' ἀσχολίης βιότου φορέοντα πρὸς οἴκους . ἔμπαλι δ ' Ἑρμείης δόμῳ | ||
, χέρσυδρος θανάτῳ πεπαλαγμένα χείλεα σύρων ἀντόμενος γλυκεροῦ τέρμα φέροι βιότου . τῇ πίσυνος λειμῶσι θέρους ἔνι τέρπεο , Καῖσαρ |
μὲν παρακείμενον , οἱ δὲ ἐνεστῶτά φασιν : οὐδέ μοι ἦτορ ἔμπεδον , ἀλλ ' ἀλαλύκτημαι . ἔστιν οὖν ἀτακτῶ | ||
τ ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ |
, καὶ Κρονίδαο παραΐσσουσι κεραυνοί , παιδὸς ἑοῦ κλέος ἔρξαι ἐτώσιον ἁζομένοιο . Κεῖνο πολὺ πρώτιστον ἀνερχόμενος περάτηθεν κουράλιον θνητοῖσι | ||
θετὸς θετέος . . . . . . ἐτώσιον : ἐτώσιον : . . . ὁ δὲ Φιλόξενος καὶ Τρύφων |
δαμάσσει . εἰ δὲ καὶ οὔνομα δῆθεν ἐπιθύεις γενεήν τε ἴδμεναι οἵτινές εἰσιν , ἕκαστά κε μυθησαίμην . τόνδε μέν | ||
τὴν ὁδὸν ὥσπερ ἐγώ . Ὅστις τοι δοκέει τὸν πλησίον ἴδμεναι οὐδέν , ἀλλ ' αὐτὸς μοῦνος ποικίλα δήνε ' |
κακοπαθείᾳ . μοχθίζοντες : κακοπαθοῦντες . Ὕδατι : ἐν . στυγερόν : μισητόν . ἀεικέα : κακὸν , ἀπρεπῆ . | ||
' ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι . Νὺξ δ ' ἔτεκε στυγερόν τε Μόρον καὶ Κῆρα μέλαιναν καὶ Θάνατον , τέκε |
' ὑπαλύξαι , πρὸς δ ' ἔτι καὶ ζωῆς τέκμωρ λυγρὸν ἐξανύοντας , πολλάκι δ ' ὠκυμόρους τε καὶ ἐν | ||
ὥς τ ' ἦλθ ' ὥς τ ' Αἴγισθος ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον : λίαν , παρὰ Θεοκρίτῳ , ὡς τό |
ὅταν φῇ „ Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος ” λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων „ . | ||
ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων , οἵ |
ἀμήχανόν ἐστι γενέσθαι , τό τε ὂν ἐξόλλυσθαι ἀνήνυστον καὶ ἄπρηκτον , ἀεὶ γὰρ τῆ γ ' ἔσται , ὅπη | ||
ἀργίη , οὐδὲ μὴν κακίη : τὸ γὰρ σχολάζον καὶ ἄπρηκτον ζητέει ἐς κακίην καὶ ἀφέλκεσθαι : τὸ δ ' |
: ξεῖνε , σὲ μὲν Τρώεσσι μεμιγμένον οὐκέτ ' ἔοικε τάρβος ἔχειν : ἔφυγες γὰρ ἀνάρσιον ὕβριν Ἀχαιῶν . αἰεὶ | ||
ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος καὶ πλεονασμῷ τοῦ β τάρβος , καὶ ἐκ τοῦ ταράσσω . τάρβος ] φόβημα |
ξυστᾶς ' ἀεί τιν ' ἐκ φόβου φόβον τρέφω , κείνου προκηραίνουσα : νὺξ γὰρ εἰσάγει καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη | ||
ηὔδα : “ Ἀτρεΐδη Μενέλαε διοτρεφές , ὄρχαμε λαῶν , κείνου μέν τοι ὅδ ' υἱὸς ἐτήτυμον , ὡς ἀγορεύεις |
φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον : νῦν δ ' ἴδεν ὃς μέγ ' ἄριστος ἐνὶ στρατῷ εὔχεται εἶναι . βούλεται γὰρ | ||
αἰδὼς γὰρ καθαρὰ καὶ νυμφοκόμος [ ] ? ? ? μέγ [ ' ] ἀρίστα ? ? [ , παίδων |
καγχαλάασκον ἐτώσια μητιόωντι . Καὶ τότε Μυρμιδόνεσσιν Ἀχιλλέος ἄτρομος υἱὸς θαρσαλέον φάτο μῦθον ἐποτρύνων πονέεσθαι : Κέκλυτέ μευ , θεράποντες | ||
ὁ τρίβων ἐμπνέοι . . . : ἒν δὲ τὸ θαρσαλέον τε καὶ ἐμμενές , ὅππη ὀρούσαι , φαίνετ ' |
σχέτλιε Πηλέος υἱὲ χόλῳ ἄρα ς ' ἔτρεφε μήτηρ , νηλεές , ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους : οἴκαδέ | ||
. Ἁμάρτῃ : ἁμάρτω βαρύτονον . ἡ χρῆσις εἰς τὸ νηλεές . * . . Ἁμαρτῇ : σημαίνει τὸ ὁμοῦ |
ἀπὸ τοῦ γένους μοῖρα ἐπὶ τὸν περὶ τὸν Θήρωνα εὔφρονα πότμον καὶ ὄλβον ὃν ὁ θεὸς ὀρνύει καὶ δίδωσιν , | ||
πρ [ ] ον ? α [ ] ἡμῖν ? πότμον ὕφαινε , [ νέη ] δέ μιν ὤλεσε τέχνη |
Δωρόθεος λέγων οὕτως : δίζεο καὶ πρῆξιν τίς τ ' ἀνέρος ἐστὶν ἑκάστου . τῶν μέντοι κέντρων προτάττει τὸ μεσουράνημα | ||
γυναῖκα ἐπανελεύσεσθαι θυμήρως . εἰ δέ γε μὴν ἄλοχος δόμον ἀνέρος ἐκλείπησι πρὶν Μήνην διάμετρον ἐς Ἠελίοιο περῆσαι οὐ μάλα |
ἀλαλκέμεν , ὁππότε κεν δὴ μοῖρ ' ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον | ||
κυανῶπιν . ὦ πέπον , οὐ μὲν γάρ τοι Ἄρης θανάτοιο τελευτὴν ἀρκέσει , εἰ δὴ νῶι συνοισόμεθα πτολεμίζειν . |
Δήμου τε αὖ ἄρχοντος ἀδύνατα μὴ οὐ κακότητα ἐγγίνεσθαι : κακότητος τοίνυν ἐγγινομένης ἐς τὰ κοινὰ ἔχθεα μὲν οὐκ ἐγγίνεται | ||
' ὡς ἐπίπαν τελευτῶσιν . Μελανίας δὲ τὰς μὲν ὑπὸ κακότητος φαρμάκου γινομένας καὶ τῇ φύσει τοῦ ὀστοῦ ῥᾴδιον γνῶναι |
καὶ οὕτως ἔχει τὰ ἔπη : αὐτίκα δὲ Χθονίης φωνὴ πινυτὸν φάτο μῦθον , σὺν δέ τε Πύρκων ἀμφίπολος κλυτοῦ | ||
καὶ οὕτως ἔχει τὰ ἔπη : αὐτίκα δὲ Χθονίης φωνὴ πινυτὸν φάτο μῦθον : σὺν δέ τε Πύρκων ἀμφίπολος κλυτοῦ |
: Ἀντὶ τοῦ , περὶ τῶν πετομένων . ἔστι δὲ Ὁμηρικὸν [ . Ζ , ] τὸ σχῆμα : εἰρόμεναι | ||
ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος . ἀργινόεντι μαστῷ : Ἀρίσταρχος μὲν τὸ Ὁμηρικὸν οὖθαρ ἀρούρης παράγειν αὐτόν φησι πιθανῶς , ὑπαλλαξάμενον τὸν |
διακρίνουσι προσώπων : δειμαίνω , τίνι μῆλον ὁ βουκόλος οὗτος ὀπάσσει . Ἥρην μὲν Χαρίτων ἱερὴν ἐνέπουσι τιθήνην , φασὶ | ||
καταβήσομαι ἔνδοθεν ἵππου θαρσαλέως : κάρτος δὲ θεὸς καὶ κῦδος ὀπάσσει . Ὣς φάμενον προσέειπε πάις ξανθοῦ Ἀχιλῆος : Ὦ |
ἰξευτῆρι ἄγρη νόσφι πόνοιο : πόνῳ δ ' ἅμα τέρψις ὀπηδεῖ μούνη , καὶ φόνος οὔτις : ἀναίμακτοι δὲ πέλονται | ||
δὲ γυναῖκας . ” καὶ παρθενοπίπας ὁ παρθένους περιβλεπόμενος . ὀπηδεῖ ἀκολουθεῖ . ὄπιδα ἐπιστροφὴν καὶ ἐντροπήν : “ οὐκ |
Ἠριγενείης ὕστατος ὕπνος ἀνῆκεν : ὃ δ ' ἐν φρεσὶ κάρτος ἀέξων ἤδη δυσμενέεσσι λιλαίετο δηριάασθαι : Ἠὼς δ ' | ||
ἣ δὲ καταθνήσκει τε μινυνθάδιον θαλέθουσα , καὶ τόσον αὐτῆς κάρτος , ἐφ ' ὁππόσον ἔμπνοός ἐστιν : εἰ δέ |
πυρός , οὐδέ κε φαίης οὔτέ ποτ ' ἠέλιον σῶν ἔμμεναι οὔτε σελήνην : ἠέρι γὰρ κατέχοντο μάχης ἐπί θ | ||
; Οὐτιδανὸν δέ μ ' ἔφησθα καὶ ἀργαλέον καὶ ἄναλκιν ἔμμεναι , ὃς σέο πολλὸν ὑπέρτερος εὔχομαι εἶναι μήδεσι καὶ |
Οὐ δὴ χρὴ σφοδρότητι νοεῖν τὸ νοητὸν ἐκεῖνο , ἀλλὰ νόου ταναοῦ ταναῇ φλογὶ πάντα μετρούσῃ . Πλὴν τὸ νοητὸν | ||
δήνε ' ἔχειν , κεῖνός γ ' ἄφρων ἐστί , νόου βεβλαμμένος ἐσθλοῦ : ἴσως γὰρ πάντες ποικίλ ' ἐπιστάμεθα |
. Ἵππωνος τόδε σῆμα , τὸν ἀθανάτοισι θεοῖσιν ἶσον ἐποίησεν Μοῖρα καταφθίμενον . . πάντων αὐτὸν ἐπὶ τῆι μνήμηι θαυμασάντων | ||
ἔχον μὴ διάτριβε . Κἂν ἰδιώτην με ποίησον , ὦ Μοῖρα , τῶν πενήτων ἕνα , κἂν δοῦλον ἀντὶ τοῦ |
ἀίδιος ζωὴ ἠδ ' ἀθανάτη τε πρόνοια : πάντα σύ ἐσσι , ἄνασσα : σὺ γὰρ μούνη τάδε τεύχεις . | ||
δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ : τίς δὲ σύ ἐσσι φέριστε θεῶν ὅς μ ' εἴρεαι ἄντην ; οὐκ |
τάχιστα : οὐ γάρ οἱ τῇδ ' αἶσα φίλων ἀπονόσφιν ὀλέσθαι , ἀλλ ' ἔτι οἱ μοῖρ ' ἐστὶ φίλους | ||
, ἐπεὶ καὶ ἐπισχέμεν ἔμπης λώιον ἢ κακὸν οἶτον ἀφειδήσαντας ὀλέσθαι . κούρη τις μεγάροισιν ἐνιτρέφετ ' Αἰήταο , τὴν |
Δείξω δὲ καὶ σοὶ τήνδε περιφανῆ νόσον , ὡς πᾶσιν Ἀργείοισιν εἰσιδὼν θροῇς . Θαρσῶν δὲ μίμνε μηδὲ συμφορὰν δέχου | ||
γὰρ πέφευγεν ἐλπὶς τῶνδέ μοι σωτηρίας . ἔμ ' ἔκδος Ἀργείοισιν ἀντὶ τῶνδ ' , ἄναξ , καὶ μήτε κινδύνευε |
] διδάξας ὅσον ἐν μαλάχηι τε καὶ ἀσφοδέλωι μέγ ' ὄνειαρ [ . ] : οἴει γάρ , ὁ Περίανδρος | ||
ἐφιλιώθη . Ἠνορέης : δυνάμεως . εἴδεος : μεγέθους . ὄνειαρ : ὄφελος . Πραπίδων : φρονήσεως . ἀνεμώλιος : |
πτανόπους ? ? [ θεὰ ] θνατοῖς συνομέστιε , παγκρατὲς Τύχα , πῶς χρὴ τεὰν ἰσχύν τε δεῖξαι καὶ φύσιν | ||
θεσμοφόρε χˈρυσανίου ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα , οὐ σθένος Τύχα φερέπολις Τύχα ἀπειθὴς δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον ! ! ! |
μάλ ' ἀμφὶ φόνῳ Πατρόκλου μερμηρίζων , ἢ ἤδη καὶ κεῖνον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ αὐτοῦ ἐπ ' ἀντιθέῳ Σαρπηδόνι φαίδιμος | ||
ἂν ὑμᾶς ἔχειν μὴ φανερῶς αὐτῆς ἐνδούσης , ἢ ' κεῖνον λαβεῖν βούλεσθαι . οἶμαι μὲν οὖν οὐδὲ βοηθήσειν αὐτήν |
πάντ ' ἀγορεύειν . Πρῶτα θεὸν τιμᾶν , μετέπειτα δὲ σεῖο γονῆας . πάντα δίκαια νέμειν , μὴ δὲ κρίσιν | ||
μεῖναι ἐπερχόμενον : νῦν αὖτέ με θυμὸς ἀνῆκε στήμεναι ἀντία σεῖο : ἕλοιμί κεν ἤ κεν ἁλοίην . ἀλλ ' |
ὅσς ' ἐπέπαντο . νῦν δέ με λευγαλέαις ἔρισιν εἵμαρτο δαμῆναι καὶ πενίῃ καὶ ὅς ' ἄλλα βροτοὺς κηφῆνας ἐλαστρεῖ | ||
ὅσς ' ἐπέπαντο . νῦν δέ με λευγαλέαις ἔρισιν εἵμαρτο δαμῆναι καὶ πενίῃ καὶ ὅς ' ἄλλα βροτοὺς κηφῆνας ἐλαστρεῖ |
τῇ : Χύτρας ποικίλλεις . Ὠὸν τίλλεις . Αἰσχρόν τοι δῆρόν τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι : ἐκ τῶν Ὁμήρου | ||
τῇ : Χύτρας ποικίλλεις . Ὠὸν τίλλεις . Αἰσχρόν τοι δῆρόν τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι : ἐκ τῶν Ὁμήρου |
ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης : ἀλλ ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ ' ἀσύφηλον : ἀλλ ' | ||
[ ! ] ! [ ] [ ] πολύλλιτε , σεῦ δέ τις , οἴω , [ ] ! υχατέουσα |
τίπτε τ ' ἄρ ' οὔ οἱ ἔειπες , ἐνὶ φρεσὶ πάντα ἰδυῖα ; ἦ ἵνα που καὶ κεῖνος ἀλώμενος | ||
γὰρ Πάτροκλον ἐπισπεῖν αἴσιμον ἦμαρ τόφρά τί μοι πεφιδέσθαι ἐνὶ φρεσὶ φίλτερον ἦεν Τρώων , καὶ πολλοὺς ζωοὺς ἕλον ἠδ |
γονεῖς ἀμφοτέρους ζῶντας , . . . Ἀμβλήδην : ἀμβλήδην γοόωσα , ἀναφέρουσα ἀθρόως τὸ πνεῦμα , . * . | ||
οὔ τι πέπυστο . Ἀλλ ' Ἑλένη μάλα πολλὰ διηνεκέως γοόωσα , ἄλλα μὲν ἐν Τρώεσσιν ἀύτεεν , ἄλλα δέ |
οι ? [ [ ] ν [ [ ] ! ελος [ . . . . . . ] σερμ | ||
περὶ τούτων κἂν τοῖς καθολικωτέροις κανόσι . Τὰ διὰ τοῦ ελος , εἴτε τρισύλλαβα , εἴτε ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς , |
μαχησόμεθ ' αὖθι μένοντες , καὶ μάλα τειρόμενοί περ : ἀναγκαίη γὰρ ἐπείγει : Ἕκτορ ἀτὰρ σὺ πόλιν δὲ μετέρχεο | ||
ἄλλας μὲν νούσους ἰήσεται : εἰ δέ κε κρείσσων χρειὼ ἀναγκαίη σε βιήσεται αἰνὰ παθόντα ἀργαλέου ὑδέροιο , τότ ' |
δυνατῶς καθαιρεῖ τῆς δυνάμεως , ὧν τὸ μὲν δηλοῖ τὸ βριάει , τὸ δὲ τὸ βριάοντα χαλέπτει . οὐχ ἁπλῶς | ||
εἰροπόκων ὀίων , θυμῷ γ ' ἐθέλουσα , ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν . οὕτω τοι καὶ μουνογενὴς |
' ἀκούους ' , οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα . ἤρξατο δ ' , ὡς πρῶτον | ||
δ ' ἐκ μεγάροιο γυναῖκες ἤϊσαν , αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ , ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι . |
. Νῦν δ ' αἰεὶ πέσσω : τὸ δ ' ἀέξεται ἄλλο νεῶρες πῆμα : κακοῦ δ ' οὔπω γίγνεται | ||
. τῶν δὲ παρὰ προχοῇσι πεπηγότος ἐγγύθι πόντου ἡδυφαὴς ἤλεκτρος ἀέξεται , οἷά τις αὐγὴ μήνης ἀρχομένης : ἀδάμαντα δὲ |
! [ οὐκ ] ? ? ἐννέπει τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν , ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει ; | ||
οἶδμα κυλίσῃ . Πουλυπόδων δ ' οὔπω τιν ' ὀΐομαι ἔμμεν ' ἄπυστον τέχνης , οἳ πέτρῃσιν ὁμοίϊοι ἰνδάλλονται , |
ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς . Δηΐφοβος δὲ μάλα σχεδὸν ἤλυθεν Ἰδομενῆος Ἀσίου ἀχνύμενος , καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ . ἀλλ ' ὃ | ||
σθένε λαὸς ὑπ ' Ἄρεϊ δῃώσασθαι . Ὣς ἔφατ ' ἀχνύμενος κέαρ ἔνδοθεν . Ἀμφὶ δὲ λαοὶ οἰκτρὸν ἀνεστονάχησαν , |
ἡ τοῦ Πρωτέως θυγάτηρ ἐν Φάρῳ φησὶ πρὸς αὐτόν : Μενέλαε , εἴπερ βούλει μαθεῖν τὸ περὶ σὲ πᾶν , | ||
Ὣς φάμενον προσέειπεν ἐυμμελίης Ἀγαμέμνων : Μὴ νῦν , ὦ Μενέλαε , μέγ ' ἀχνύμενος περὶ θυμῷ σκύζεο μητιόωντι Κεφαλλήνων |
κλῄζεται ἀντωπὸν Βοσπόριον πέλαγος . κείνην γὰρ τὸ πάροιθε βαρὺς χόλος ἤλασεν Ἥρης ἐς Φάρον : αὐτὰρ ἐγὼ Κεκροπίς εἰμι | ||
ὄμμα σμερδαλέον βλοσυρῇσιν ὑπαὶ γενύεσσι βεβρυχώς : ὣς ἄρα Πηλείδαο χόλος καὶ λοίγιον ἕλκος θυμὸν ἄδην ὀρόθυνε . Θεοῦ δέ |
' ἄγχι μάλιστα παρήμενος εἰλαπινάζει : ὀψὲ δέ τοι προλιπὼν κενεὸν δέμας ἔκθορε θηρός . ἰχνεῦμον μέγα θαῦμα , μεγασθενές | ||
ὄντως κενὸν ἀπέγνωσαν . Ἐμπεδοκλῆς : οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ περιττόν . Δημόκριτος καὶ ἕτεροι Λεύκιππος Μητρόδωρος |
Ὣς εἰπὼν κύσε παῖδα καὶ οὐκ ἀνέεργε κελεύθου ἱμείροντα μόθοιο δυσηχέος . Ὃς δ ' ἐρατεινὸν μειδιόων ἐπὶ νῆα θοῶς | ||
θερμοῖσι φόνοισιν . καὶ Ἐμπεδοκλῆς πού φησιν οὐ παύσεσθε φόνοιο δυσηχέος ; οὐκ ἐσορᾶτε ἀλλήλους δάπτοντες ἀκηδείῃσι νόοιο ; καὶ |
ὀξύνονται . Τὰ διὰ τοῦ ΩΛΗ ὑπερδισύλλαβα ὀξύνεται : παυσωλή τερπωλή εὐχωλή ἀδμωλή . τὸ δὲ ἐριώλη ἀπὸ τοῦ ἐρί | ||
κύνε βήτην αὐτομάτω : γλυκερὴ δὲ πέλει περὶ βωμὸν ἄνακτος τερπωλή , χλοερόν τε πέδον , μαλακαί τ ' ἔπι |
ἤτοι ἐφέλκω , εἰς τὸν αἰὲν χρόνον ἡ μέλεος τὸν βίοτον καὶ τὴν ζωήν μου ἄτεκνος ἄγαμος , ἅτε , | ||
, οἱ δ ' ἄρ ' ἀπ ' ἐμπορίης ἐσθλῆς βίοτον συνάγειραν , κέρδεα δὲ σφετέρων καμάτων ἅλις ἐκτήσαντο , |
. αὐτῷ τοι μετόπισθ ' ἄχος ἔσσεται , οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ ' ἄκος εὑρεῖν : ἀλλὰ πολὺ | ||
χαλέπτει . Τῶ νῦν μήτε δόλον φραζώμεθα , μήτέ τι μῆχος ἄλλο : πόνῳ γὰρ ἔοικεν ἀριστέας ἔμμεναι ἄνδρας καὶ |
νυκτερίους δὲ δόλους , νυχίην πανεπίκλοπον ἄγρην , Ὠρίων πρώτιστος ἐμήσατο κερδαλεόφρων . τόσσοι μὲν θήρης κρατεροὶ πάρος ἡγεμονῆες . | ||
, μητρὸς δέ , ἥτις ἐπ ' ἀνδρὶ τοῦτ ' ἐμήσατο στύγος . βάρος ] τὸ βάρος φίλον πρώην . |
χρύσεον ἰχθύν , παντᾷ τοι χρυσῷ πεπυκασμένον : εἷλέ με δεῖμα μήτι Ποσειδάωνι πέλοι πεφιλημένος ἰχθύς , ἢ τάχα τᾶς | ||
ἐκ τῆς χώρας : τοῖς δὲ περὶ τὸ ἱερὸν οἰκοῦσι δεῖμα ἦν οὐδέν , ἀλλὰ Ἴωσιν ὅρκους δόντες καὶ ἀνὰ |
χόλου εἵνεκα τευχέων οὐλομένων ; τὰ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν Ἀργείοισι : τοῖος γάρ σφιν πύργος ἀπώλεο : σεῖο δ | ||
κέαρ ἔνδον : Ὦ φίλοι , ἦ μέγα πῆμα κυλίνδεται Ἀργείοισι σήμερον : ἀλλ ' ἄγε θᾶσσον ἐς αἰόλα τεύχεα |
ἔγειρεν , ἕζετο δ ' ὀρθωθεὶς καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπεν : Ἀτρεΐδη τε καὶ ἄλλοι ἀριστῆες Παναχαιῶν , πρῶτον | ||
λοισθήϊον ἔκφερ ' ἄεθλον μειδιόων , καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν : εἰδόσιν ὔμμ ' ἐρέω πᾶσιν φίλοι , ὡς |
ὑποχλίσσασα πυλάων : / ἔτλη δ ' οἷσιν ἰδέσθαι ἐν ὀφθαλμοῖσι τοκῆας / χαλκῶι ἐληλαμένους καὶ δούλια δεσμὰ γυναικῶν / | ||
Ἑρμείης ἤσκητο , πέλας δέ οἱ ἐκτετάνυστο Ἄργος ἀκοιμήτοισι κεκασμένος ὀφθαλμοῖσι . τοῖο δὲ φοινήεντος ἀφ ' αἵματος ἐξανέτελλεν ὄρνις |
ὅς τις ἑταῖρος ἀπαγγείλειε τάχιστα Πηλεΐδῃ , ἐπεὶ οὔ μιν ὀΐομαι οὐδὲ πεπύσθαι λυγρῆς ἀγγελίης , ὅτι οἱ φίλος ὤλεθ | ||
Δαναῶν ὑπὸ γούνατ ' ἔλυσεν , ὡς καὶ νῦν ἔσσεσθαι ὀΐομαι : οὐ γὰρ ἄτερ γε Ζηνὸς ἐριγδούπου πρόμος ἵσταται |
παιφάσσοντα καὶ ἀσπαίροντα φόνοισι . καί κε τάχ ' οἰκτείρειας ἀπηνέα περ μάλ ' ἐόντα ὠμηστῆρα ῥιφέντα πολυτμήτοισι φόνοισι . | ||
, εὐαφέα , λείην , προϲηνέα , θερμὴν ἔμμεναι . ἀπηνέα γὰρ καὶ ϲκληρὰ καὶ τιταινόμενα τὰ νεῦρα ὑπὸ τῆϲ |
μέλαν αἶψα νέφος κατέχευεν Ἀπόλλων ἔκποθεν Οὐλύμποιο καὶ ἐξ ὀλοοῖο μόθοιο ἥρπασε καί μιν ἔθηκε κατὰ πτόλιν , ἧχι καὶ | ||
ἑτάροις ἐπόρουσε καὶ οὐτάμενός περ Ὀδυσσεύς , οὐδ ' ἀπέληγε μόθοιο δυσηχέος . Ὣς δὲ καὶ ἄλλοι πάντες ὁμῶς ἐπιμὶξ |
τῆς Ὀδυσσείας : “ αἰγέην κυνέην κεφαλὴν ἔχε , πένθος ἀέξων . ” σημαίνει δὲ καὶ τὴν ἐξ αἰγείου δέρματος | ||
' ἡνία φοινικόεντα ἵππων ὠκυπόδων : μέγα δὲ φρεσὶ θάρσος ἀέξων ἰθὺς ἔχειν θοὸν ἅρμα καὶ ὠκυπόδων σθένος ἵππων , |
. ξ . ἔλθοι ἀλητεύων : ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα . † ) οὗτος ὁ στίχος ὀβελίζεται καὶ καλῶς | ||
Τρώεσσι πάθῃσιν σήμερον : ὕστερον αὖτε τὰ πείσεται ἅσσα οἱ αἶσα γεινομένῳ ἐπένησε λίνῳ , ὅτε μιν τέκε μήτηρ . |
καὶ παραδόξου ταύτης ἀποδημίας ; Νεότης μ ' ἐπῆρε καὶ θράσος τοῦ νοῦ πλέον . Παῦσαι , μακάριε , τραγῳδῶν | ||
ὥσπερ οὐχὶ σῴζεται . Ποῖ γάρ ποτ ' ἐμβλέψασα τοιοῦτον θράσος αὐτή θ ' ὁπλίζῃ κἄμ ' ὑπηρετεῖν καλεῖς ; |
φύγοις κακόν : ἀλλά νυ καὶ τὰ ἄνθρωποι ῥέζουσιν ἀιδρείῃσι νόοιο : χρήματα γὰρ ψυχὴ πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν . δεινὸν | ||
, / ἀλλ ' ὑπεροπλίηι [ τε ] καὶ ἁμαρτωλῆισι νόοιο / ἶσα Διὶ βρομέει , κεφαλὴν δ ' ὑπὲρ |
φθέγξατο . θαρσήσας δὲ μέγας Κρόνος ἀγκυλομήτης αἶψ ' αὖτις μύθοισι προσηύδα μητέρα κεδνήν : “ μῆτερ , ἐγώ κεν | ||
οὔποτ ' ἂν ἐξ ἀγαθοῦ πατρὸς ἔγεντο κακός , πειθόμενος μύθοισι σαόφροσιν : ἀλλὰ διδάσκων οὔποτε ποιήσει τὸν κακὸν ἄνδρ |
ὑψιπέτης ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον ζωόν : ἄφαρ δ ' ἀφέηκε πάρος φίλα οἰκί | ||
ἔχει δ ' οὕτως τὸ ἐπίγραμμα : τίς τόδε σέλμα πέλωρον ἐπὶ χθονὸς εἵσατο ; ποῖος κοίρανος ἀκαμάτοις πείσμασιν ἠγάγετο |
μὲν ἤ με σιδηρείῃ Φολεγάνδρῳ , δειλῇ ἢ Γυάρῳ παρελεύσεαι αὐτίχ ' ὁμοίην . τέτλα Ὁ οὐρανός , ὦ παιδίον | ||
ὅ γ ' ἰδνωθείς , ὀδύνης ὕπο πικρὸν ἀχεύων , αὐτίχ ' ὑποβρυχίης εἴσω καταδύεται ἅλμης , ὀχθίζων σφακέλῳ τε |
' ἅμα καὶ πολύολβος . Μὴ δὲ παροιχομένοισι κακοῖς τρύχου τεὸν ἧπαρ : οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον | ||
ἐσσί , πατὴρ δέ τοί ἐστι Μενάλκας . δεῖξον ἐμοὶ τεὸν ἄλσος , ὅπῃ σέθεν ἵσταται αὖλις . δεῦρ ' |