μάλα . Μικρὸν μέρος τοίνυν αὐτῶν διεληλύθαμεν , οὐσῶν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀπεράντων . Ἀδύνατόν γ ' ἄν , ὡς
γεραιέ . σὺ μὲν πόνου οὔποτε λήγεις . τοῦτο τὸ ἔπος οἶδα πολλάκις πρὸς ἐκεῖνον εἰπών , μᾶλλον δὲ μέρος
7679366 Ὁμηρικον
: Ἀντὶ τοῦ , περὶ τῶν πετομένων . ἔστι δὲ Ὁμηρικὸν [ . Ζ , ] τὸ σχῆμα : εἰρόμεναι
ὡς ἱστορεῖ Θεόφραστος . ἀργινόεντι μαστῷ : Ἀρίσταρχος μὲν τὸ Ὁμηρικὸν οὖθαρ ἀρούρης παράγειν αὐτόν φησι πιθανῶς , ὑπαλλαξάμενον τὸν
7634644 τοιον
ἀρετῆς , παντάριστε , παναυγέος ἠδέ τ ' ἀρίστης , τοῖον ἔπος κατέλεξον ? ἕως παρεμύθετο θυμός ? ? ?
πάντων ταῦρος : ὃ γάρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένῃσι : τοῖον ἄρ ' Ἀτρεΐδην θῆκε Ζεὺς ἤματι κείνῳ ἐκπρεπέ '
7384942 ἐσθλον
Ψ , , Ε . ἴκμενον οὖρον ἵει . . ἐσθλὸν ἑταῖρον . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ἑταῖρον
Πλευρώνιον , ὅς μοι ἀνέστη : Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον ἐσθλὸν ἐόντα , δουρὶ δ ' ὑπειρέβαλον Φυλῆά τε καὶ
7234865 σαφα
γιγνώσκων αὐλώπιδί τε τρυφαλείῃ , ἵππους τ ' εἰσορόων : σάφα δ ' οὐκ οἶδ ' εἰ θεός ἐστιν .
ἔθελε κατὰ συναλοιφήν . . . . οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα , ἢ εὖ ἦε
7191487 ἐρεω
. χαλεπόν . ►τὸ χαλεπόν τούτων κτλ . ἑπτὰ σοφῶν ἐρέω κατ ' ἔπος πόλιν , οὔνομα , φωνήν .
καί μοι φίλα γούνατ ' ὀρώρῃ . ἄλλο δέ τοι ἐρέω , σὺ δ ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι :
7177964 ἀτρεκεως
ξυντυχεῖν , δυνατοὶ ἐόντες εὐπορέειν , διαντλίζονται περὶ μισθαρίων , ἀτρεκέως ἐθέλοντες ὑγιέες εἶναι εἵνεκεν ἐργασίης τόκων ἢ γεωργίης ,
ἀνεπιστημοσύνης . Ἅμα δὲ καὶ οἱ ἰητροὶ ἁμαρτάνουσιν , οὐκ ἀτρεκέως πυνθανόμενοι τὴν πρόφασιν τῆς νούσου , ἀλλ ' ὡς
7172679 φρεσιν
κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν , ὃς χρυσὸν φιλέει μὲν ἐνὶ φρεσίν , ἄλλο δὲ εἴπῃ . Οὐκοῦν τὸν Κάνθαρόν σοι
ἀφανῆ τόπον κατάκειται . κεύθει : κρύπτει , ἔχει . φρεσίν : ἔμφυτον γνῶσιν δῆλον . Λείπεθ ' : καταλιμπάνεται
7083613 οὑνεκα
ὅμοιος ὁ ψόφος . ὑπὸ νύκτα τῆς φωνῆς δὲ ταύτης οὕνεκα ἐν τῷ πελάγει διέλυσε τὴν παρρησίαν . ἐπιδεικνυμένου πόθ
ὁ μὲν νενικηκὼς Αἰγινήτης , αὐτὸς δὲ Θηβαῖος . πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θυγατέρες : Θήβη καὶ Αἴγινα αἱ Ἀσωποῦ
7038481 ὁττι
καὶ κῦμα πέλασσε . τὸν νῦν ς ' ἠνώγειν ἀποπεμπέμεν ὅττι τάχιστα : οὐ γάρ οἱ τῇδ ' αἶσα φίλων
, . . , . ἅπαξ εἰρημένον . κνώδαλον , ὅττι δίοιτο . † ) κυρίως μὲν τὸ θαλάσσιον θηρίον
7034979 ἀθετειται
σάφα δ ' οὐκ οἶδ ' εἰ θεός ἐστιν : ἀθετεῖται , ὅτι δεξάμενός τις , εἰ μή τις θεός
ἐλθὼν ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος . * ) καὶ οὗτος ἀθετεῖται . δύο γὰρ μόνα εὔχεται ἢ παῖς ἐξ Ὀδυσσέως
7007115 μεγ
φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον : νῦν δ ' ἴδεν ὃς μέγ ' ἄριστος ἐνὶ στρατῷ εὔχεται εἶναι . βούλεται γὰρ
αἰδὼς γὰρ καθαρὰ καὶ νυμφοκόμος [ ] ? ? ? μέγ [ ' ] ἀρίστα ? ? [ , παίδων
7002779 ἀπρηκτον
ἀμήχανόν ἐστι γενέσθαι , τό τε ὂν ἐξόλλυσθαι ἀνήνυστον καὶ ἄπρηκτον , ἀεὶ γὰρ τῆ γ ' ἔσται , ὅπη
ἀργίη , οὐδὲ μὴν κακίη : τὸ γὰρ σχολάζον καὶ ἄπρηκτον ζητέει ἐς κακίην καὶ ἀφέλκεσθαι : τὸ δ '
7000454 ποποι
' ] ναί . ὡς ] ὥστε . . ὦ πόποι κεδνῆς ἀρωγῆς ] φεῦ ἕνεκα τῶν καλλίστων καὶ γενναιοτάτων
Τεῦκρος δ ' ἐρρίγησε , κασίγνητον δὲ προσηύδα : ὢ πόποι ἦ δὴ πάγχυ μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει δαίμων ἡμετέρης
6964460 νυ
θ ' Ἅλιόν τε Νοήμονά τε Πρύτανίν τε . καί νύ κ ' ἔτι πλέονας Λυκίων κτάνε δῖος Ὀδυσσεὺς εἰ
, ἐπεὶ ἦ νύ με πένθος ἰάπτει λευγαλέον : τό νύ μ ' εἴθε καταφθίσειε γοῶντα πρὶν Πηλῆα πυθέσθαι ἀμύμονα
6949456 Ἀργειοισιν
Δείξω δὲ καὶ σοὶ τήνδε περιφανῆ νόσον , ὡς πᾶσιν Ἀργείοισιν εἰσιδὼν θροῇς . Θαρσῶν δὲ μίμνε μηδὲ συμφορὰν δέχου
γὰρ πέφευγεν ἐλπὶς τῶνδέ μοι σωτηρίας . ἔμ ' ἔκδος Ἀργείοισιν ἀντὶ τῶνδ ' , ἄναξ , καὶ μήτε κινδύνευε
6945084 μευ
, τοὶ μὲν ἐγὼν ἐρέω , σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον . ἱστορία . ἡ Σαπφὼ μελῶν λυρικῶν ὑπῆρχε
. ὥς θην καὶ σὸν ἐγὼ λύσω μένος εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς : ἀλλά ς ' ἔγωγ ' ἀναχωρήσαντα
6928922 νοον
ἡμῖν οὕτως : Ἡ δ ' ὅτι δὴ ὀλλοοῖο κασιγνήτου νόον ἔγνω , κλαῖεν ἀηδονίδων θαμινώτερον , αἵτ ' ἐνὶ
πνεύματι πάντες : κοὐ θέλετ ' ἐκνῆψαι καὶ σώφρονα πρὸς νόον ἐλθεῖν , καὶ γνῶναι βασιλῆα θεόν , τὸν πάντ
6902245 ἐειπεν
ἔγειρεν , ἕζετο δ ' ὀρθωθεὶς καί σφεας πρὸς μῦθον ἔειπεν : Ἀτρεΐδη τε καὶ ἄλλοι ἀριστῆες Παναχαιῶν , πρῶτον
λοισθήϊον ἔκφερ ' ἄεθλον μειδιόων , καὶ μῦθον ἐν Ἀργείοισιν ἔειπεν : εἰδόσιν ὔμμ ' ἐρέω πᾶσιν φίλοι , ὡς
6899890 μαψ
δὲ χρῶνται τοῦ μὲν ποιητοῦ τῷ κρῖ καὶ δῶ καὶ μάψ , καὶ ἔτι ” ἥρως „ δ ' Αὐτομέδων
ἀναφανδά . καὶ τὰ ἄλλως ἔχοντα τὸ Α : ἄψ μάψ λάξ διαμπάξ . Τὰ δὲ διὰ τοῦ Α πρὸ
6875113 σευ
ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης : ἀλλ ' οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ ' ἀσύφηλον : ἀλλ '
[ ! ] ! [ ] [ ] πολύλλιτε , σεῦ δέ τις , οἴω , [ ] ! υχατέουσα
6869442 πημα
γυῖα Διὸς μέγα θαρσαλέοισι Τρωσὶν ἀμύνοντος : μάλα γὰρ μέγα πῆμα κυλίνδει ἡμῖν , Ἀλλ ' ἄγε θᾶσσον ἑὰς ἐπὶ
εἰς τὸν Δία „ Ζεὺς γὰρ κακὸν μὲν ” Τρωσὶ πῆμα δ ' Ἑλλάδι θέλων γενέσθαι ταῦτ ' ἐβούλευσεν „
6867710 ἐϋ
. καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ , ἠὲ νέον μεθέπεις , ἦ καὶ πατρώϊός
, / ἶν ' ἀπέλεθρον ἔχοντε , ὁ μὲν τόξων ἐῢ εἰδώς ” ἀντὶ τοῦ τὸν μέν . Τῶν δὲ
6825604 ὀιομαι
ἐοῦσαν , σώετε : δὴ γάρ που μάλ ' , ὀίομαι , εἶσιν ἐρύξων Αἰήτης ὁμάδῳ πόντονδ ' ἴμεν ἐκ
οἳ ναίουσι μελάμβροτον Αἰθιόπειαν . Ἤδη γάρ ῥα καὶ αὐτὸν ὀίομαι ἀγχόθι γαίης ἔμμεναι ἡμετέρης , ἐπεὶ ἦ νύ οἱ
6822282 μαλ
. Ἱππομένης , ὅκα δὴ τὰν παρθένον ἤθελε γᾶμαι , μᾶλ ' ἐν χερσὶν ἑλὼν δρόμον ἄνυεν : ἁ δ
τιμὴν θαυμαστὸν ὅσον διαφέροντα . ὡς οὐκ ἔστιν ὅπως ἂν μᾶλ - λον αὐτοῖς χαρίζοισθε ἢ οὕτως δρῶντες , ἢ
6806560 ἀργαλεον
τὸ ἄλγος ἀλγαλέον καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ λ εἰς ρ ἀργαλέον : ὡς ἀργαλέον : Ἀργαλέον τὸ βαρὺ καὶ δύσκολον
περὶ σήματι : σὺν δέ οἱ ἄλλο πῆμα μάλ ' ἀργαλέον πόσιος πέλεν ἀμφ ' ἀλαοῖο . Καί ῥ '
6795340 Ἀχιληος
καὶ νῦν ἐξέτι τοῦ , ὅτε διογενεῦς Βρισηίδα κούρην χωομένου Ἀχιλῆος ἔβης κλισίηθεν ἀπούρας , οὔ τι καθ ' ἡμέτερόν
, τὰν πολυόρνιθον ἐπ ' αἶαν , λευκὰν ἀκτάν , Ἀχιλῆος , δρόμους καλλισταδίους , ἄξεινον κατὰ πόντον ; εἴθ
6781036 Λαερτιαδης
καὶ ἀλαζονευόμενον τῇ σοφίᾳ τοῦ δόλου : εἴμ ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ
τοῦτο ἐν τῷ δείπνῳ Εἴμ ' Ὀδυσεὺς , ἔφη , Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ
6775992 μητις
. ” Ὧς ἄρ ' ἔφη : πυκινὴ δὲ συνεύαδε μῆτις Ἀθήνῃ , καί μιν ἔπειτ ' ἐξαῦτις ἀμείβετο μειλιχίοισιν
οὐ πείθεις , σὺ μέν , οἵα σου σοφία καὶ μῆτις , οἶσθα , τί χρὴ ὄνομα θέσθαι τῷ τοιῷδε
6769008 ἐμμεναι
πυρός , οὐδέ κε φαίης οὔτέ ποτ ' ἠέλιον σῶν ἔμμεναι οὔτε σελήνην : ἠέρι γὰρ κατέχοντο μάχης ἐπί θ
; Οὐτιδανὸν δέ μ ' ἔφησθα καὶ ἀργαλέον καὶ ἄναλκιν ἔμμεναι , ὃς σέο πολλὸν ὑπέρτερος εὔχομαι εἶναι μήδεσι καὶ
6767272 τοδ
. τέκμαρ ? ? δὲ λέξω ? , ⋮ τῶι τόδ ? ' εὐδερκὲς ? [ ] φέρεις [ .
ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας εἶναι πονηροὺς τοὺς Ἀθήνησι μόνους . τόδ ' , ὡς ἔοικε , τὸ γένος ὥσπερ θήριον
6722932 βελτερον
ἁμαρτήσεται . μεγάλα βλάπτουσι τοὺς ἀξυνέτους οἱ ἐπαινέοντες . . βέλτερον ὑφ ' ἑτέρου ἢ ὑφ ' ἑαυτοῦ ἐπαινέεσθαι .
τὸ ὁρμῶ , οἷον : ἄψορροι στέλλεσθε , ἐπεὶ πολὺ βέλτερον εἶξαι , . , . * . . +
6716998 ἐσσι
ἀίδιος ζωὴ ἠδ ' ἀθανάτη τε πρόνοια : πάντα σύ ἐσσι , ἄνασσα : σὺ γὰρ μούνη τάδε τεύχεις .
δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ : τίς δὲ σύ ἐσσι φέριστε θεῶν ὅς μ ' εἴρεαι ἄντην ; οὐκ
6713473 κτερας
δ ' ἀγλαὸν ὤπασε μῆλον , ἀγλαΐης ἀνάθημα , μέγα κτέρας Ἀφρογενείῃ , φυταλιὴν πολέμοιο , κακὴν πολέμοιο γενέθλην .
χρύσεον ἐνδαπίης θηεύμενος εἶδος Ἀθήνης , ἔθα δὲ Καρνείοιο φίλον κτέρας Ἀπόλλωνος οἶκον Ἀμυκλαίοιο παραγνάμψας Ὑακίνθου , ὅν ποτε κουρίζοντα
6709343 ἐγων
, μητρὸς δ ' ἐκ Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης : αὐτὰρ ἐγὼν υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο εὔχομαι ἐκγεγάμεν , μήτηρ δέ μοί
: τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον , εἷς ἐγὼν ἀποχρέω . τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπροτέρας παρασκευὰς ἐκάλουν
6708244 σθενος
ἔβραχε , μαίνετο δέ σφιν ἶσον θυμὸς Ἄρηι , τόσον σθένος ἀμφοτέροισι δῶκεν ἐπειγομένοισι σακέσπαλος Ἀτρυτώνη . Ἀργεῖοι δ '
λυσόμενος χαλκέων Ἰξίονα νειόθι δεσμῶν , ῥύσομαι ὅσσον ἐμοῖσιν ἐνὶ σθένος ἔπλετο γυίοις , ὄφρα μὴ ἐγγελάσῃ Πελίης κακὸν οἶτον
6693103 Τρωεσσι
χρύσεος θέε πόρκης . τῷ ὅ γ ' ἐρεισάμενος ἔπεα Τρώεσσι μετηύδα . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος περιγράφει
τῇ δ ' ἀντίος ὄρνυτ ' Ἀπόλλων Περγάμου ἐκκατιδών , Τρώεσσι δὲ βούλετο νίκην : ἀλλήλοισι δὲ τώ γε συναντέσθην
6690972 κηρ
ὅταν φῇ „ Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος ” λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων „ .
ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων , οἵ
6683539 οἰον
τὴν εὐδαιμονίαν μετροῦ - σαν οὐδὲ θυμῷ γενναίῳ χρωμένην : οἶον σῶμα παρειμένον ἐν μιᾷ χώρα κείμενον ἐκνενευρισμένον , οὐδὲ
ἂρ ναίει σχεδόν , οὐδέ τι ἴδμεν Αἰήτην ἀλλ ' οἶον ἀκούομεν . ἥδε δὲ κούρη αἰνοπαθὴς κατά μοι νόον
6683083 σειο
πάντ ' ἀγορεύειν . Πρῶτα θεὸν τιμᾶν , μετέπειτα δὲ σεῖο γονῆας . πάντα δίκαια νέμειν , μὴ δὲ κρίσιν
μεῖναι ἐπερχόμενον : νῦν αὖτέ με θυμὸς ἀνῆκε στήμεναι ἀντία σεῖο : ἕλοιμί κεν ἤ κεν ἁλοίην . ἀλλ '
6682305 ἐελδομενοισιν
ἀμφότεροι μέμασαν πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι . ὡς δὲ θεὸς ναύτῃσιν ἐελδομένοισιν ἔδωκεν οὖρον , ἐπεί κε κάμωσιν ἐϋξέστῃς ἐλάτῃσι πόντον
λαὸς ἐπ ' ᾐόσιν Ἑλλησπόντου . Καὶ τότε Τυδέος υἱὸς ἐελδομένοισιν ἔειπεν : Ὦ φίλοι , εἰ ἐτεόν γε μενεπτόλεμοι
6681399 σεο
κακὰ φρονέων ἀλάλησαι ἀνθρώποις ἠδ ' ἐσθλά : τὸ καὶ σέο σῶμα δίφυιον . Ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι .
δ ' ἵξεαι πολιὸν ἔαρ οὐδὲ πρὸς ἄλλους αὐγάσεαι : σέο δ ' ἄλλος ἀνὴρ κεχρημένος ἔσται . Εἰ δέ
6677468 ἐμπης
φθειρόμενοι : χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας . ἀλλ ' ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν . Ζεὺς δ '
τ ' ἐμῷ καὶ ἐμοί : νῦν δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης . * ) περιττός : ἀρκεῖ γὰρ ὁ πρὸ
6665249 ἐσσομενοισι
πέδον πολυχανδέος ἄντρου , θαῦμα μέγ ' ἀνθρώποισι καὶ ὕστερον ἐσσομένοισι . Καί οἱ πὰρ κλισίην φαρέτρη παρεκέκλιτο μακρὴ ἰῶν
ἀντιλέγων ἐρεῖ : αἰσχρὸν γὰρ τόδε γ ' ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι . πῶς οὖν διοικεῖ ; ὅτι μὲν γὰρ
6661807 τετυκται
ἔπειτα ὀστέα Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο λέγωμεν εὖ διαγιγνώσκοντες : ἀριφραδέα δὲ τέτυκται : ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ , τοὶ δ
ἔειπεν : “ Χαλκιόπη , ὡς ὔμμι φίλον τερπνόν τε τέτυκται , ὧς ἔρξω . μὴ γάρ μοι ἐν ὀφθαλμοῖσι
6660442 παρος
' ἀκούους ' , οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα . ἤρξατο δ ' , ὡς πρῶτον
δ ' ἐκ μεγάροιο γυναῖκες ἤϊσαν , αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ , ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι .
6657180 ἐσσεται
ἀκόνιτον ἐνεβλάστησεν ὀρόγκοις . τῷ καί που τιτάνοιο χερὸς βάρος ἔσσεται ἄρκος πιμπλαμένης ὅτε νέκταρ ἐύτριβι κιρρὸν ἀφύσσῃς μετρήδηνκοτύλη δὲ
γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν : ἔσσεται ἦμαρ ὅτ ' ἄν ποτ ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
6646531 Πηνελοπειῃ
φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη , κούρῃ Ἰκαρίοιο , περίφρονι Πηνελοπείῃ , τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις
θαυμασμόν , ὡς τό ‚ ὡς ἀγαθαὶ φρένες ἦσαν ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ ‚ : οὕτως , ὡς τό ὣς εἰπὼν πυλέων
6646019 αἰνον
ὑπὸ Ἱέρωνος ἀπὸ Συρακουσῶν ὑπεδέξατο ὁ Θήρων . . . αἶνον : τοῦτο αὐτὸ τὸ τῆς εὐδοξίας ἀγαθόν . οὐ
κακοῦ δ ' οὐκ ἔσσεται ἀλκή . Νῦν δ ' αἶνον βασιλεῦσιν ἐρέω φρονέουσι καὶ αὐτοῖς : ὧδ ' ἴρηξ
6636782 πινυτον
καὶ οὕτως ἔχει τὰ ἔπη : αὐτίκα δὲ Χθονίης φωνὴ πινυτὸν φάτο μῦθον , σὺν δέ τε Πύρκων ἀμφίπολος κλυτοῦ
καὶ οὕτως ἔχει τὰ ἔπη : αὐτίκα δὲ Χθονίης φωνὴ πινυτὸν φάτο μῦθον : σὺν δέ τε Πύρκων ἀμφίπολος κλυτοῦ
6627077 αὐτ
καθέτοισι γέγηθεν ἢ πολυαγκίστροισιν ἀγάλλεται ὁρμιῇσι . δίκτυα δ ' αὖτ ' ἄλλοισι μέλει πλέον ἐντύνεσθαι : τῶν τὰ μὲν
ἐπὶ χθονὶ φῦλ ' ἀνθρώπων . ” τὸν δ ' αὖτ ' Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε : “ ξεῖν '
6626090 ἐνι
δὲ τῶν τοιούτων ἐρασταῖς οἱ μὲν οἰκεῖοι συναχθεσθεῖεν ἂν ὡς ἔνι μάλιστα , οἱ δ ' ἐχθροὶ τὰ μέγιστα πάντων
ὀχλεῦνται : τὸ δέ τ ' ὦκα κατειβόμενον κελαρύζει χώρῳ ἔνι προαλεῖ , φθάνει δέ τε καὶ τὸν ἄγοντα :
6625071 ἐτεον
ὃ γὰρ Δαναοῖς πέλεν ἀλκή : Ὦ φίλοι , εἰ ἐτεόν μοι ἀρήγετε εὐμενέοντες , σήμερον ἠὲ θάνωμεν ὑπ '
αὖ λάεσσι καὶ αἰγανέῃσι θοῇσι βάλλοντες πονέοντο καταντίον , ὡς ἐτεόν περ . Ἐν δ ' ἄρα καὶ πόλεμοι φθισήνορες
6623395 ἀτρεκες
τοῦ ὀνόματος φυλάσσει , ὡς ἔχει τὸ εὐρύ , τὸ ἀτρεκές , τὸ πυκνά , τὸ καλά , τὸ ἰδίᾳ
ψάμμος : τῶν γὰρ ἡμεῖς ἴδμεν , τῶν καὶ πέρι ἀτρεκές τι λέγεται , πρῶτοι πρὸς ἠῶ καὶ ἡλίου ἀνατολὰς
6622711 φρεσι
τίπτε τ ' ἄρ ' οὔ οἱ ἔειπες , ἐνὶ φρεσὶ πάντα ἰδυῖα ; ἦ ἵνα που καὶ κεῖνος ἀλώμενος
γὰρ Πάτροκλον ἐπισπεῖν αἴσιμον ἦμαρ τόφρά τί μοι πεφιδέσθαι ἐνὶ φρεσὶ φίλτερον ἦεν Τρώων , καὶ πολλοὺς ζωοὺς ἕλον ἠδ
6622274 φασαν
, ἐξ ὑστέρου . . . . . . ὣς φάσαν ἡ πληθύς : ἀνὰ δ ' ὁ πτολίπορθος Ὀδυσσεύς
Ἀναξάρχου κύνεον μένος , ὅς ῥα καὶ εἰδώς , ὡς φάσαν , ἄθλιος ἔσκε : φύσις δέ μιν ἔμπαλιν ἦγεν
6605353 ὀιω
ἐσάντα μολὼν ἔτ ' ἐσέδρακεν ἠριγένειαν . Νῦν δ ' ὀίω φεύξεσθαι Ἀχαιῶν ὄβριμα τέκνα νηυσὶν ἐυπρώροισι δαϊκταμένου Ἀχιλῆος .
ἄλυξεν , ἀλλ ' ἐδάμη παλάμῃσιν Ἀχιλλέος , ᾧ περ ὀίω καὶ θεὸν ἀντιάσαντα μάχῃ ἔνι δῃωθῆναι : οἵην τήνδ
6603858 λωιον
ἄλλο σε λάθει : τὸ δ ' ἄρ ' ἦς λώιον ἔμμεναι ξέννον τὼν χαλέπων παῖδος ἐρώτων προγενέστερον . τῷ
μέγα θυμὸν ἀέξει θάρσος , ὅ πέρ τε πέλει πολὺ λώιον ἀνθρώποισιν . Ἀλλ ' ἄγ ' ἀριστῆες μὲν ἐὺν
6602762 κυντερον
. κύσσαρον γὰρ νῦν λέγει τὴν ἕδραν ποιητικῶς ἀντὶ τοῦ κύντερον , παρὰ τὸ ἔσχατον εἶναι τοῦτο τὸ μόριον ,
πατρὶς ἐφημερίοισι πέλει γλυκερώτατον ἄλλων : οὐδ ' ἀλεγεινότερον καὶ κύντερον , ὅς κεν ἀνάγκῃ φυξίπολιν πάτρης τελέσῃ βίον ἀλγινόεντα
6592461 ἐτητυμον
' : ἢ τὸ Λοξίου οὐκέτι βροτοῖσι διὰ ς ' ἐτήτυμον στόμα . ἀλλ ' εὐμενὴς ἔκβηθι βαρβάρου χθονὸς ἐς
' αὐτοῦ κήδε ' ἐνίσπες καί μοι τοῦτ ' ἀγόρευσον ἐτήτυμον , ὄφρ ' ἐῢ εἰδῶ : τίς πόθεν εἰς
6573621 προσεφη
, δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί : τῷ μιν ἐεισαμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις : ὦ γέρον αἰεί τοι μῦθοι
δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ πότνα θεά , μή μοι
6571630 πολεμιζειν
. . . μὴ σύ γ ' ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι πολεμίζειν Τρωσὶ φιλοπτολέμοισιν : ἀτιμότερον δέ με θήσεις . μηδ
δὲ ἄμεινον δύνωμαι τοῦτο ποιεῖν καὶ ὡς εἶέν μοι ῥηΐτεροι πολεμίζειν υἷες Ἀχαιῶν , εἴ τι καλὸν ἔχεις περὶ πράγματος
6569675 ἠεν
ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι : πάρος γε μὲν οὐ θέμις ἦεν ἱππόκομον πήληκα μιαίνεσθαι κονίῃσιν , ἀλλ ' ἀνδρὸς θείοιο
ᾧ τὸ ξίφος κρέμαται , ἱμάς : αὐτὰρ περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον χρυσέοισιν ἀορτήρεσσιν ἀρηρός , . , + ,
6566894 ὀϊω
αὐτόθι νεῖκος ὀρεῖται φυλόπιδος : μάλα δ ' ὦκα διακρινθέντας ὀΐω ἂψ ἴμεν Οὔλυμπον δὲ θεῶν μεθ ' ὁμήγυριν ἄλλων
θεὸν εἶναι , γίνεται ὀϊστὶ ἀνωϊστί . ἐκ δὲ τοῦ ὀΐω ὀϊστός καὶ ἀνώϊστος κατ ' ἔκτασιν . ἢ ἐκ
6556012 καρτος
Ἠριγενείης ὕστατος ὕπνος ἀνῆκεν : ὃ δ ' ἐν φρεσὶ κάρτος ἀέξων ἤδη δυσμενέεσσι λιλαίετο δηριάασθαι : Ἠὼς δ '
ἣ δὲ καταθνήσκει τε μινυνθάδιον θαλέθουσα , καὶ τόσον αὐτῆς κάρτος , ἐφ ' ὁππόσον ἔμπνοός ἐστιν : εἰ δέ
6555671 μετοπισθεν
ἀρήρει , βριθύν : ἀτὰρ κεῖνόν γε θεοπροπίαις Ἑκάτοιο Νηλεΐδαι μετόπισθεν Ἰάονες ἱδρύσαντο ἱερόν , ἣ θέμις ἦεν , Ἰησονίης
ἀλλ ' ἐγκεῖσθαι καὶ διώκειν μή τις νῦν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω , ὥς κεν πλεῖστα φέρων ἐπὶ νῆας ἵκηται
6547021 ἐμειο
γὰρ τὰ κωμικὰ ὑποδήματα , ἐμβάται δὲ τὰ τραγικά . ἐμεῖο καὶ ἐμοῖο διαφέρει . ἐμεῖο μὲν γάρ ἐστιν ἀσύναρθρον
ἄστυ κατήνυκε πῦρ ἀίδηλον . Νῦν δ ' ἄγ ' ἐμεῖο πίθεσθε ἐνὶ φρεσίν : οὐ γὰρ ὀίω ἄλλον ἀμείνονα
6546802 εὐχος
ὅς ῥ ' ἐφύλασσεν Ἕκτορ ' , ἀτὰρ Τεῦκρον Τελαμώνιον εὖχος ἀπηύρα , ὅς οἱ ἐϋστρεφέα νευρὴν ἐν ἀμύμονι τόξῳ
. οἴχετ ' ἀνὴρ ὤριστος , ἐμοὶ δὲ μέγ ' εὖχος ἔδωκε Ζεὺς Κρονίδης : ἀλλ ' ἰθὺς ἐλαύνετε μώνυχας
6540656 τεκος
ἐκ Τηλέφου ἢ Τληπολέμου : ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος . καὶ διὰ τούτων σύγκρισιν ποιεῖται τῶν τῆς εἰρήνης
δαῒ φῶτες . Ὣς φάμενον προσέειπε μένος Λαερτιάδαο : Ὦ τέκος ὀβριμόθυμον ἀταρβέος Αἰακίδαο , ταῦτα μέν , ὡς ἐπέοικεν
6537592 κυδιστε
παρ ' Ὁμήρῳ φησὶ τὴν Ἀριστοφάνειον γραφὴν ἔχειν ” Ἀτρείδη κύδιστε φιλοκτεανέστατε πάντων ” . . . . . δεξιτερός
Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : Ἀτρεΐδη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον δῶρα μὲν αἴ κ ' ἐθέλῃσθα
6531221 φρενα
, αἰθέρα Διὸς δωμάτιον , ἢ χρόνου πόδα , ἢ φρένα μὲν οὐκ ἐθέλουσαν ὀμόσαι καθ ' ἱερῶν , γλῶτταν
, τέχνασμα . Μὴ τὰ πελώρια μέτρα γύης ὑπὸ σὴν φρένα βάλλου : οὐ γὰρ ἀληθείης φυτὸν ἐν χθονί ἐστιν
6527691 Αἰακιδαο
θεοῖσιν . ” Φῆ ῥα χαλεψάμενος : μέγα δὲ φρένες Αἰακίδαο νειόθεν οἰδαίνεσκον , ἐέλδετο δ ' ἔνδοθι θυμός ἀντιβίην
ἀερσιπέτῃσιν ἐδωδήν . Ὣς φάτο : τοὶ δὲ νέκυν κρατερόφρονος Αἰακίδαο ἀμφέβαν ἐσσυμένως , οἵ μιν φοβέοντο πάροιθε , Γλαῦκός
6523206 χρεω
ἔσται . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων : χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε κερδαλέης ,
Ἀχιλλεύς : Φοῖνιξ ἄττα γεραιὲ διοτρεφὲς οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς : φρονέω δὲ τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ , ἥ
6518837 ἀεθλον
ἐρέθεσκον ὄνειροι : τὸν ξεῖνον δ ' ἐδόκησεν ὑφεστάμεναι τὸν ἄεθλον οὔτι μάλ ' ὁρμαίνοντα δέρος κριοῖο κομίσσαι , οὐδέ
, καὶ εἶναι τὸν μὲν οὐ φέροντα τὸ τοῦ τέττιγος ἄεθλον τὸν οὐκ ἐθέλοντα ᾄδειν , Πανοπηιάδην δὲ τὸν ὄνον
6516292 μυθησασθαι
, ὅτε μοι σὺ τλαίης ἐν μεγάρῳ τὰ σὰ κήδεα μυθήσασθαι . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς
Πριάμοιο Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε Ζεύς με πατὴρ προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . ὄφρ ' ἂν μέν κεν ὁρᾷς Ἀγαμέμνονα ποιμένα
6503456 ἠτορ
μὲν παρακείμενον , οἱ δὲ ἐνεστῶτά φασιν : οὐδέ μοι ἦτορ ἔμπεδον , ἀλλ ' ἀλαλύκτημαι . ἔστιν οὖν ἀτακτῶ
τ ' ἐπὶ κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ
6502173 προσεειπεν
τῆς ἀρετῆς , καὶ ἀντὶ τῆς αὐτός : ὁ δὲ προσέειπεν ἄνακτα , ἡ δὲ χιτῶν ' ἐνδῦσα . ἔτι
τῶν ἀρκτικῶν τόπων ὀρθοτονοῦνται : ἐμὲ δ ' ἔγνω καὶ προσέειπεν . Ἐν δὲ τοῖς ἐπιῤῥήμασιν ἐγκλίνεται τὰ ὑποκείμενα :
6500313 παντεσσι
κείνου , ἀθλεύων , Τιτίην ἀπεκαίνυτο πυγμαχέοντα καρτερόν , ὃς πάντεσσι μετέπρεπεν ἠιθέοισιν εἶδός τ ' ἠδὲ βίην , χαμάδις
μακρότερον καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι , ὥς κεν Φαιήκεσσι φίλος πάντεσσι γένοιτο δεινός τ ' αἰδοῖός τε καὶ ἐκτελέσειεν ἀέθλους
6489358 ἀεικες
Φοβίου καὶ ἅλα ξυνεῶνα θαλείης κρήναις καὶ ποταμοῖς νίψετ ' ἀεικὲς ἔπος . ἡ δ ' ὅταν ἀρνῆται μελεὸν γάμον
ἀνάξει Εὐρυσθεὺς Σθενέλοιο πάϊς Περσηϊάδαο σὸν γένος : οὔ οἱ ἀεικὲς ἀνασσέμεν Ἀργείοισιν . ὣς φάτο , τὸν δ '
6486028 ὑπερφιαλως
λαμπετόωντι ἐΐκτην : “ ὢ πόποι , ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως ἐτελέσθη Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε : φάμεν δέ οἱ οὐ
, τῶν ἄλλων ἕτερον χρῆμά τι θαμβαλέον . εἰ μὲν ὑπερφιάλως κατ ' ἐναντίον ἐλθέμεν ἔτλης , συμπάντων γε σοφῶν
6479810 ἐπεεσσιν
ἤλιτεν : οὐδ ' ἂν ἔτ ' αὖτις ἐξαπάφοιτ ' ἐπέεσσιν : ἅλις δέ οἱ : ἀλλὰ ἕκηλος ἐρρέτω :
Ἀλέξανδρος θεοειδής . Τὸν δ ' Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν : Δύσπαρι εἶδος ἄριστε γυναιμανὲς ἠπεροπευτὰ αἴθ ' ὄφελες
6471391 Αἰσονιδη
δὴ τότ ' Ἰήσονα τοῖσδε προσέννεπεν Ἄργος ἔπεσσιν : “ Αἰσονίδη , μῆτιν μὲν ὀνόσσεαι ἥντιν ' ἐνίψω , πείρης
ἑκάς , στονόεντα δ ' ἐνωπαδὶς ἔκφατο μῦθον : “ Αἰσονίδη , τίνα τήνδε συναρτύνασθε μενοινήν ἀμφ ' ἐμοί ;
6464510 ὠφελλες
τῆς πρώτης καὶ τελευταίας συλλαβῆς , οἷον κάλλιον κάλιον , ὤφελλες ὤφελες [ θᾶττον θᾶτον ] . Παρέμπτωσίς ἐστι προσθήκη
μοι † εἴθ ' ἥσσω μ ' † αἰῶνα βίοιο ὤφελλες δοῦναι καὶ ἴσα φρεσὶ μήδεα ἴδμεν θνητοῖς ἀνθρώποις :
6457778 ἐπιχθονιων
καὶ πόλεμον λαῶν θοῦρος Ἄρης ἐφέπει , οὐδαμά πω κάλλιον ἐπιχθονίων γένετ ' ἀνδρῶν ἔργον ἐν ἠπείρῳ καὶ κατὰ πόντον
αὐτὰρ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος οὔ ποτ ' ἔφασκε ζωοῦ οὐδὲ θανόντος ἐπιχθονίων τευ ἀκοῦσαι , ἀλλά μ ' ἐς Ἀτρεΐδην ,
6457091 ἐννεπε
“ ᾔομεν ὡς ἐκέλευες ” καὶ τὸ “ ἄνδρα μοι ἔννεπε , μοῦσα ” καὶ τὸ “ Ἰλιόθεν με φέρων
, τόδ ' ἐλήλυθεν πᾶν κράτος ὠγύγιον : τό μοι ἔννεπε τί σοι χρεὼν ὑπουργεῖν . Νῦν μέν , ἴσως
6457039 ῥεξαι
Ἡρωδιανὸς ἐν Ἐπιμερισμοῖς . Ῥῆγος . τὸ βαπτὸν στρῶμα . ῥέξαι γὰρ τὸ βάψαι : οἱ δὲ τὸν τάπητα κατὰ
αὐτὸν ὑπὲρ τῆς τοῦ πατρὸς ἁμαρτίας δίκην ἀποτιννύντα . λωφήια ῥέξαι : ἐφ ' οἷς λωφήσει καὶ παύσεται ἡ τῆς
6454198 ἀλκιμον
' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα , εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ , νηὸς ἀπ '
σπουδῆς ἐστιν ἄξια . πρῶτον μὲν γάρ , εἰ ὅτι ἄλκιμον καὶ ἀρρενωπόν ἐστιν ὁ λέων , φασὶ τὸν ἐν
6452406 Κρονιων
τεύχεα Πηλεΐωνος . Ἦ καὶ κυανέῃσιν ἐπ ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων . Ἕκτορι δ ' ἥρμοσε τεύχε ' ἐπὶ χροΐ
' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα , δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ '
6450887 ἀνωγει
Χρομίος Πύλιος , πρὸς τὰ Πυλαιμένους . . τοὺς γὰρ ἀνώγει σφοὺς ἵππους ἐχέμεν μηδὲ κλονέεσθαι ὁμίλῳ . ” μηδέ
, οὔ σε μάχης μόνον ἔργ ' ἐφέπειν χερὶ Φοῖβος ἀνώγει , ἀλλ ' ἀπάτῃ μὲν ἔχει γαῖαν Μεσσηνίδα λαός
6445834 ὐμμιν
: ὕστατον αὖ καὶ κῶας , ἐφ ' ᾧ πλόος ὔμμιν ἐτύχθη , εἷλες ἐμῇ ματίῃ , κατὰ δ '
λέγων ἐστίν . . : ἄφρονες ἄνθρωποι δυστλήμονες οὔτε κακοῖο ὔμμιν ἐπερχομένου προγνώμονες οὔτ ' ἀγαθοῖο . . : εἰμὶ
6444285 ἐμεναι
, οὕτω που μάλα ἔλπεαι υἷας Ἀχαιῶν ἀπτολέμους τ ' ἔμεναι καὶ ἀνάλκιδας , ὡς ἀγορεύεις ; καὶ αὐτὸν τὸν
' αἰεὶ μύθοις λαβρεύεαι : οὐδέ τί σε χρὴ λαβραγόρην ἔμεναι : πάρα γὰρ καὶ ἀμείνονες ἄλλοι . ἵπποι δ
6442985 νοῳ
. οὕτως ἡ πηγὴ ὠνομάζετο . φιλῶν . . Ταῦτα νόῳ ] ἀντὶ τοῦ εὐμενῶς δεξάμενος ταῦτα , ἐθελήσαις πράττειν
ἀντὶ τοῦ “ κερδαλέον καὶ συνετόνκαὶ ” Ὅμηρος “ κλέπτε νόῳ ” , παραλογίζου , ἢ “ μυστηριακώτατον ” :
6431215 ἐσσετ
θεῆς σύνοδόνδε κιούσης βαιὸν ἂν ἐκ πολλοῦ δοίης τό τοι ἔσσετ ' ἄμεινον . Περὶ δὲ ἀγορασμοῦ σκέπτου οὕτως .
' ἁλὸς στεινωπόν , ἐπεὶ φάος οὔ νύ τι τόσσον ἔσσετ ' ἐν εὐχωλῇσιν ὅσον τ ' ἐνὶ κάρτεϊ χειρῶν
6429672 μετηυδα
ἑοῖο καὶ πάλιν ὣς ὁ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα . οἱ δὲ γέροντες τέττιξιν ἐοίκοτες ζῴοις ὀξυφώνοις ἰσάζονται
χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ζεύς με
6424522 Πηληϊαδεω
τώ οἱ ἔσαν κήρυκε καὶ ὀτρηρὼ θεράποντε : ἔρχεσθον κλισίην Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος : χειρὸς ἑλόντ ' ἀγέμεν Βρισηΐδα καλλιπάρῃον :
Ἴωνας , οἷς συνεχῶς κέχρηται ὁ ποιητής , οἷον Α Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος , Α κούρην Βρισῆος , τήν μοι δόσαν
6424232 χρειω
δ ' αὐτὴ πέλας ἷζεν ἐνωπαδίς . αἶψα δὲ μύθῳ χρειὼ ναυτιλίην τε διακριδὸν ἐξερέεινεν , ἠδ ' ὁπόθεν μετὰ
: ἔνειπε . πατὴρ τεός : Ἀπόλλων . τὸ δὲ χρειὼ δηλοῖ καὶ τὸ κατὰ χρείαν καὶ μοῖραν λεγόμενον καὶ
6420299 ἐμμεν
! [ οὐκ ] ? ? ἐννέπει τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν , ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει ;
οἶδμα κυλίσῃ . Πουλυπόδων δ ' οὔπω τιν ' ὀΐομαι ἔμμεν ' ἄπυστον τέχνης , οἳ πέτρῃσιν ὁμοίϊοι ἰνδάλλονται ,
6418694 ηὐδα
μετέλθοι . ” τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ξεῖν ' , ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά
γενέσθαι . ” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ ἔσσεται οὕτως , ἄττα : σὺ δ
6417434 Ἑκτορ
, λῦσον βλεφάρων γοργωπὸν ἕδραν , λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους , Ἕκτορ : καιρὸς γὰρ ἀκοῦσαι . τίς ὅδἦ ' φίλιος
. . δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς : Ἕκτορ , ἀεὶ μὲν πώς μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν . ἡ
6414274 ἀμμε
ἡμέτερον δὲ λέχος θαλάμοις ἔνι κουριδίοισιν πορσανέεις , οὐδ ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο , πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι
κήομεν : ὕστερον αὖτε μαχησόμεθ ' εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ , δώῃ δ ' ἑτέροισί γε νίκην .
6408319 ἐπεεσσι
ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί , ἀλλὰ σὺ τὸν ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες σῇ τ ' ἀγανοφροσύνῃ καὶ σοῖς ἀγανοῖς
νῆα διὲκ πέλαγος σεῦεν μέσον : αὐτὰρ ὁ τόνγε μειλιχίοις ἐπέεσσι παραβλήδην προσέειπεν : “ Τῖφυ , τίη μοι ταῦτα

Back