. . ἐμβαλεῖν : Ῥίψαι , ἐνθεῖναι . . ἡ γλῶττα τῷ κήρυκι : 〚 Διχῶς νοεῖται : 〛 ἡ | ||
περιπαρεὶς , ἀέριος αὐτίκα ἐπαίρεται . Ἔστι δὲ αὐτοῖς ἡ γλῶττα τραχεῖα καὶ στενὴ ῥίνης ἀποσώζουσα σιδηροβρώτιδος μίμημα , δι |
διακρίνειν μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα . Ἀλλὰ γὰρ αἴτιος ὁ ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος , ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων νουσημάτων | ||
τῆς τοιαύτης χολώδους ὕλης περὶ τὸν ἐγκέφαλον : ὁ οὖν ἐγκέφαλος δεχόμενος τὴν τοιαύτην χολώδη ὕλην δι ' οἰκείαν ἰσχὺν |
γόμφοισιν ἐμπρίων † μιμούμενος † λυμεῶνι σώματος θαλάσσαι : ἤδη θρασεῖα καὶ πάρος λάβρον αὐχέν ' ἔσχες ἐμ πέδαι καταζευχθεῖσα | ||
. ἡ δὲ ἑρμηνεία καὶ πάνυ πως ἁρμόζει , εἰ θρασεῖα εἴη καὶ τετολμημένη , καὶ ἥ τε λέξις πολλὴν |
ὀνόματος ἔτυχε , καὶ ἡ βατὶς δὲ εὔστομος . ἡ νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ | ||
, σηπίαι , τευθίδες καὶ τὰ τοιαῦτα . τῶν σελαχίων νάρκη μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι |
εὖ ζῆν γεγόνασι : καὶ πρὸς τὸ ζῆν ἐγκέφαλος , καρδία , κοιλία , ἧπαρ καὶ πνεύμων : ὧν παθόντων | ||
ἀρχαὶ δὲ τρεῖς , ὡς πολλάκις μεμαθήκαμεν , ἐγκέφαλος , καρδία καὶ ἧπαρ . ὁ μὲν οὖν ἐγκέφαλος οὐ πάνυ |
γε καὶ ἡ πιμελή . ἐφεξῆς δὲ τοῖς ἀδέσιν ὁ πνεύμων ἑτοιμότατος δέξασθαι ῥεῦμα , εἶθ ' ἑξῆς ὁ σπλήν | ||
ἀμφοῖν δ ' εὐπεπτότερος , ὅσῳ καὶ μανώτερος , ὁ πνεύμων ἐστί , παμπόλλῳ γε μὴν ἥπατος εἰς θρέψιν ἥττονα |
πολὺ δὲ ταῦτα γνώσῃ τῇ πείρᾳ . ἡ περὶ τούτων ἀκοὴ οὐ βραδέως γέγονεν : ταχὺ γὰρ ἤγγειλα . καὶ | ||
ἀλλὰ ταχέως . καὶ τῶνδε πύστις καὶ ἡ περὶ τούτων ἀκοὴ καὶ γνῶσις οὐ βραδύνει εἰς ἐπέκτασιν πολλοῦ χρόνου , |
, στόμα , βρόγχος , τραχεῖα ἀρτηρία , πνεύμων . ῥὶς μὲν καὶ στόμα πρὸς τὸ ἀναπνεῖν , ὁ δὲ | ||
σημαίνει ἄνδρα . εὐθύτης ῥινὸς γλώττης ἀκρασίαν τινὰ λέγει . ῥὶς ἡ μείζων καλλίονα δηλοῖ ἄνδρα . εἰ δὲ πάνυ |
' ἐπίφθονός ἐστι , καὶ ταχέως βαδίζει , καὶ μέγα φθέγγεται , καὶ βακτηρίαν φορεῖ : ταῦτα δ ' ἐστὶν | ||
δ ' οὐδὲν ἤν τις δυστυχῇ . καὶ κάλλιστα μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνήρ . ἀναποδείκτως μὲν οὖν λεγομένων τῶν οὕτως |
τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . λήμη μὲν γὰρ καὶ κόμη παρῆν τῷ λημᾶν καὶ τῷ κομᾶν , κόμη δὲ | ||
Φοῖνιξ φησίν : Νίνου κάδοι μάχαιρα καὶ κύλιξ αἰχμή , κόμη δὲ τόξα , δήιοι δὲ κρητῆρες , ἵπποι δ |
ἔννοια ἡμῶν τοῦ ἑνὸς ἀντιλαμβανομένη τοῦ διωρισμένου πρὸς τὰ ἄλλα ἀντιλαμβάνεται . Διὸ καὶ συναναφαίνει τὴν τῶν πολλῶν ἀντίληψιν , | ||
ἐστιν αἴσθησις ἀντι - ληπτική , κεκοινωνηκότων ἡ αὐτὴ αἴσθησις ἀντιλαμβάνεται : οἷον πάντων τῶν χρωμάτων τῶν κεκοινωνηκότων τῷ λευκῷ |
μέρος , ὃ κυρίως εἰπεῖν ψυχὴ ψυχῆς ἐστι , καθάπερ ὀφθαλμὸς ὅ τε κύκλος σύμπας καὶ τὸ κυριώτατον μέρος τὸ | ||
δὲ κατὰ χρόαν ὧδε χρὴ διαιρεῖσθαι : γλαυκὸς μὲν ὁ ὀφθαλμὸς ἤτοι διὰ μέγεθος ἢ λαμπρότητα τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἢ προπετῆ |
* ἀπατηθῆναι , οἷον ὄψις χρώματος καὶ ἀκοὴ ψόφου καὶ γεῦσις χυμοῦ καὶ ἀτμῶν ὄσφρησις : πλείους δὲ καὶ τῆς | ||
τοῦ χυμοῦ , ἐδόκει ἂν ἡ αὐτὴ καὶ μία αἴσθησις γεῦσις καὶ ἁφή : νῦν δὲ δύο φαίνονται διὰ τὸ |
πιεῖν . ἢ ὀμφαλόεσσαν τὴν τροφώδη παρὰ τὸν ὀμφαλόν : βρῶσις γὰρ ὁ ὀμφαλός , ἐπεὶ δι ' αὐτοῦ τὰ | ||
ἀχρείους ἔχει . Τῶν μὲν οὖν μονονύχων ἐστὶν ἀνδραποδώδης ἡ βρῶσις κομιδῇ : βέλτιστα μέντοι καὶ πάντων ἐλαφρότατά ἐστι τὰ |
καὶ ῥώμη πάρεστιν , οἵα τοῖς κράτιστα πεφυκόσι , καὶ μορφὴ τοῦ βασιλείου γένους ἀξία . ἢ τούτων μὲν οὐδέτερον | ||
αὐτῶν ἔσται μέρος τε ἔσται . Οὐ τοίνυν οὐδὲ τοιαύτη μορφὴ οὐδέ τις δύναμις οὐδ ' αὖ πᾶσαι αἱ γεγενημέναι |
ψίλωθρον ἐλήφθη μὲν ἐκ κομμωτικῆς , ἐπιπολαίως δὲ τὴν σάρκα ἀμύσσει : δῆλον ἔκ τε τοῦ φοινιγμοῦ καὶ τῆς ὕλης | ||
. καί με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] |
ἰδίως ἡπατικοῖς ὀνομαζομένοις πάθεσιν . ἐφεξῆς δὲ τῷ ἥπατι βλάπτεται σπλὴν ὑπὸ τῶν γλυκέων οἴνων : οὐ μὴν ὅ γε | ||
τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηρανθῇ , ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται . |
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε | ||
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν |
μοχθοῦσι κακοπαθοῦσι τρόμον : καὶ γὰρ μετὰ προειρημένα πάντα καὶ τρόμος τις τοῖς μέλεσι τοῦ κάμνοντος περιτρέχει καὶ γίνεται . | ||
, αἵ τε ναρκώδεις ἅπασαι κινήσεις καὶ παράλυσις καὶ προσέτι τρόμος . προαιρετικῆς μὲν οὖν ἐνεργείας βλάβη παράλυσίς τε καὶ |
, σαρκῶσαι , μινυθῆσαι , ἡ σκληρὴ δῆσαι , ἡ μαλακὴ λῦσαι , ἡ πολλὴ μινυθῆσαι , ἡ μετρίη σαρκῶσαι | ||
' ὀλίγῳ μὲν εἴη θερμοτέρα , παμπόλλῳ δὲ ὑγροτέρα , μαλακὴ τούτοιϲ ἐϲτὶ καὶ πολλὴ ἡ ϲάρξ , καὶ τὸ |
, δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
ἀκούσιος ἐπαιρομένων τε καὶ καταφερομένων τῶν παλλομένων μερῶν . ἢ παλμός ἐστι μὲν διαστολὴ παρὰ φύσιν , ἐν ἅπασι δὲ | ||
τέλους συλλαβὴν εἰς Λ καταλήγουσαν ὀξύνεται . ὀφθαλμός τιλμός ψαλμός παλμός ἰνδαλμός . τὸ δὲ Ἄλμος τὸ κύριον καὶ τὸ |
καταφρονῶν δούλων , ὥσπερ ὁ ἱκανῶς πεπαιδευμένος , ἐλευθέροις δὲ ἥμερος , ἀρχόντων δὲ σφόδρα ὑπήκοος , φίλαρχος δὲ καὶ | ||
ἰᾶται τῷ ξηραίνειν ἄνευ τοῦ θερμαίνειν . Ἀσταφὶς ἡ μὲν ἥμερος πεπτική τέ ἐστιν ἅμα καὶ στυπτικὴ καὶ διαφορητικὴ μετρίως |
τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες | ||
δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ |
ὀδόντων : τοῦ δ ' ἀγαθοῦ οὔτ ' ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην ταρβεῖ . εὔδηλον γὰρ ὅτι τοῦ | ||
πτῶσιν ἀναγνῶμεν , ἔσται τὸ λεγόμενον ἀλλ ' οὐδαμῶς ὁ χρὼς ἐφάνη : ἐὰν δὲ χροός ὡς σοφός κατὰ γενικὴν |
αὐτὴν , τὴν ἰχῶρα , αὐτόν . ἰλύς : ὁ βόρβορος , ἡ συρφετώδης ψάμμος . Κύει : συλλαμβάνει , | ||
βάρος βάρβαρος καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ο βόρβορος : βόρβορος γὰρ λέγεται τὸ περίττωμα τῆς γαστρός : τοῦτο γὰρ |
δὲ τὴν γενὴν Ἀθηναῖος , λόγων τι παιπάλημα καὶ κακὴ γλῶσσα , ἔγραψεν , οἷ ' ἔγραψ ' : ἐγὼ | ||
ὀξὺς , ὑποδάκνων πρὸς χεῖρα : δευτεραίῳ δὲ καρηβαρίη : γλῶσσα ἐπεκαύθη : ῥὶς ὀνυχογραφηθεῖσα , οὐχ ᾑμοῤῥάγησεν , ἀριστερὸς |
Ῥόδιαι Ῥοδίων : συμβεβάρυνται τῷ ἀρσενικῷ , ἐπεὶ καὶ μία φωνὴ ἐπ ' ἀμφοῖν : ὁμοίως δούλων φίλων : ταχεῖαι | ||
περὶ χορδὰς καὶ μέρος πως τῆς τέχνης ἡ ᾠδή , φωνὴ αἰσθητή , εἰ μὴ ἄρα ἐνεργείας ταύτας τις , |
ὕλη φύσιν , πρίν τινα μορφὴν ὑποδέξασθαι , οἱονεὶ δυνάμει σὰρξ καὶ τὸ δυνάμει ὀστοῦν , ὅταν γένηται ὀστοῦν ἐνεργείᾳ | ||
' ἐσχάτων τῶν καιρῶν . τότε ἀναστήσε - ται πᾶσα σὰρξ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης , |
ἀκήν , . , . , . Ἀκή : ἡ ὀξύτης : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ἠκή , ὃ σημαίνει | ||
ἑπτὰ τῆς κατὰ τὸ λογιστικὸν ἀρετῆς εἴδη γένοιτ ' ἂν ὀξύτης μὲν ἡ περὶ τὸ εὐκίνητον , εὐφυΐα δὲ ἡ |
καὶ γραφέων καὶ ποιητῶν παῖδες ἐργάσονται . ὃ δὲ πᾶσιν ἐπανθεῖ τούτοις , ἡ χάρις , μᾶλλον δὲ πᾶσαι ἅμα | ||
, ὥϲπερ τῶν ληθαργικῶν , ποτὲ δὲ καὶ ἔρευθοϲ αὐτοῖϲ ἐπανθεῖ , τό τε ἄνω βλέφαρον αὐτῶν ἀναϲπᾶϲθαι δοκεῖ καὶ |
παρυφισταμένου τέσσαρά τινα θεωρεῖται πρὸς ἀκριβῆ διάγνωσιν , σύστασις , χροιὰ , τόπος καὶ χρόνος . καὶ σύστασις μὲν ἢ | ||
δυνάμεως τόνον , συμμαρτυρήσειε δ ' ἂν καὶ διαχωρήματα καὶ χροιὰ προσώπου καὶ ὅσα συμπτώματα λέγεται καὶ φαίνεται . Ἐπὰν |
, φωνὰς δὲ ἀκοή , χυλοὺς δὲ γεῦσις , καὶ ὄσφρησις ἀτμούς , μαλακότητας δὲ καὶ σκληρότητας καὶ ὅσα θερμὰ | ||
ἄλλων αἰσθήσεων : ἅμα γὰρ τῇ γεύσει ὁ χυμὸς καὶ ὄσφρησις τῷ ὀσφραντῷ καὶ οὐδὲν μεταξύ . ὁμοίως δὲ οὐδὲ |
μέσον ἐστὶ τοῦ μεταφρένου καὶ ὀσφύος . διαδέχεται οὖν ἡ ὀσφὺς , ἥτις ἰξὺς ὠνόμασται , καθ ' ὃ ζωννύμεθα | ||
τὸ καταλῆγον ἀντίστερνον . τὸ δ ' ἀπὸ τῆς ῥάχεως ὀσφὺς τὸ μέχρι γλουτῶν . τὴν δὲ ῥάχιν ἔνιοι τῶν |
ὑπό τινων ὠνομάσθαι , ὅτι καλὰ καὶ χαρίεντα μόνη ἡ ὅρασις παρέχει . ἄλλοι δὲ τὴν ὄψιν τὴν ὅρασιν ὀνομάζουσι | ||
καὶ τὰ πόρρω ὁρᾶν . μὲν καὶ ἡ ἀπὸ ὕψους ὅρασις , λέγεται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ ὑψηλὸς τόπος : |
. . , : ἅτινα καὶ ἐν ταῖς τοῦ Δίκτυος ἐμφέρεται συγγραφαῖς , ὅπερ πόνημα μετὰ πολλὰ ἔτη Ὁμήρου τελευτῆς | ||
τὸ περὶ τῆς ἱερᾶς ἑβδόμης , ᾧ μυρία καὶ ἀναγκαῖα ἐμφέρεται , τὰ εἴδη τῶν ἑορτῶν , αἱ τῶν φύσει |
οἰωνῶν γένος εὐθηνεῖ . Τράγος , ὁκότερος ἂν φανῇ ἔξω ὄρχις , δεξιὸς , ἄρσεν , εὐώνυμος , θῆλυ . | ||
παρ ' Ἀλκιβιάδεω ἐλθὼν , ἐκ πυρετῶν ὀλίγων πρὸ κρίσιος ὄρχις ἀριστερὸς ᾤδησεν : ἦν δὲ σπλῆνα μέγαν ἔχων : |
τὸ ἦθος καὶ τὴν διάθεσιν , ἡ φωνή , τὸ βλέμμα , τὸ σχῆμα , καὶ δὴ καὶ ταῦτα τὰ | ||
ὧδε τὸν θάνατον τὸν κεκλημένον τὸ ἀναίσχυντον πρόσωπον καὶ ἀνέλεον βλέμμα . καὶ ἀπελθὼν Μιχαὴλ ὁ ἀσώματος εἶπεν τῷ θανάτῳ |
τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων | ||
, δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ |
, ὀδύνης ἐπιτεταμένης οὔσης , οὐ δύναται μέγα διασταλῆναι ὁ θώραξ , ἢ ὅτι ὑπόκειται φλεγμονὴ ἐν τῷ θώρακι καὶ | ||
κόραξ ὦ κόραξ , ὁ Φαίαξ ὦ Φαίαξ , ὁ θώραξ ὦ θώραξ , ὁ τέττιξ ὦ τέττιξ , ὁ |
φωνὴ μόνον ἀνωφελής , καὶ πρὸς ἔπαινον καὶ πρὸς ὀργὴν εὐχερής . τοῦτ ' ἔστι τὸ μετ ' ἐνδόξου προπηλακισμοῦ | ||
Θήβας χρυσαρμάτους καὶ εὐαρμάτους καὶ λευκίππους καὶ κυανάμπυκας : τέλεον εὐχερής τις ὤν . καὶ γὰρ καὶ ἄλλας πλείους λιπαρὰς |
, λύσις . Ὅσοις ἐν τοῖσι καύσοισι τρόμοι ἐγγίνονται , παρακοπὴ λύει . Ὅσοις ἂν ἐν τοῖς πυρετοῖς τὰ ὦτα | ||
εἶναι τὸ τὰ πάντα τολμᾶν . θρασύνει γὰρ αὐτοὺς τάλαινα παρακοπὴ καὶ παρατροπὴ τοῦ νοῦ αἰσχρὰ καὶ κακὰ καὶ ἄθεσμα |
ταῦτα συγχωρῆσαι . καίτοι εἰ τὰ ζητούμενα ὡς ὁμολογούμενα ὑποτίθεσθαι γέλως , πῶς εἰκὸς ἅ γε ζητεῖν γέλως , ταῦτ | ||
γεγόναμεν εἰς τὸ διαλλάξαι χείρους . καίτοι τὸ πρᾶγμα ἀρχόμενον γέλως εἶναι ἐδόκει : μὴ γὰρ ἄν ποτε στῆναι φιλονεικίαν |
χωρὶς ὀδύνης ἀπόλλυται ὁ ἀνήρ . * ὄλλυται : θνήσκει ὑπνηλόν : καὶ γὰρ τὸ ὑπνηλὸν νῶκαρ ἐπάγει τὴν τοῦ | ||
σαρκῶδες καὶ τὸ πᾶν πρόσωπον σαρκωδέστερον , τὸ δὲ εἶδος ὑπνηλόν , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς , οὐ δεδορκότες , κίνησις |
εἴωθε γεννᾶσθαι χυμός , οὐ μόνον χρηστός , ἀλλὰ καὶ γλίσχρος , ἐξ οἵου δεῖ μάλιστα γίνεσθαι τὸν πῶρον . | ||
κισσῷ , μαλακός , ἐν τῇ γεύσει δριμὺς ἠρέμα καὶ γλίσχρος : ῥίζα δ ' ἄχρηστος . φύεται ἐν τραχέσι |
θ ' ὅταν δεήσῃ , καὶ τἄλλα πειθαρχεῖ καλῶς , ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος . ἡ δ ' ὑστάτη ποῦ ' | ||
ἐραστὴς μετὰ σωφροσύνης τε καὶ αἰδοῦς , δόξης ἑταῖρος , ἄπληκτος , κελεύσματι καὶ λόγῳ μόνῳ ἡνιοχεῖται . Ταῦτα μὲν |
εἰ καὶ μακρὸς ὑπάρχει : ὁ δὲ παχὺς ἅμα καὶ εὐμήκης θυμικὸν ἄνδρα καὶ μεγάλαυχον καὶ αὐθάδη σημαίνει : ὁ | ||
δὴ Ζήνων διακήκοε Παρμενίδου καὶ γέγονεν αὐτοῦ παιδικά . καὶ εὐμήκης ἦν , καθά φησι Πλάτων ἐν τῷ Παρμενίδῃ , |
. εἰ δὲ μετ ' ἐγκεφάλου τρωθείηϲαν , κατάπτωϲιϲ , ἀφωνία , διαϲτροφὴ προϲώπου , χολεμεϲία , αἵματοϲ ἀπόκριϲιϲ διὰ | ||
ὡς γαλήνην ἄγουσι καὶ κελαρύζει σφῶν οὐδεμία , ” ἡ ἀφωνία ” εἶπεν „ ἡ ἐνταῦθα οὐδὲ ταῖς πηγαῖς ξυγχωρεῖ |
, τρυφαί εἰσι βλαβεραί ; Πᾶσα , φησί , πρᾶξις τρυφή ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ ὃ ἐὰν ἡδέως ποιῇ : καὶ | ||
ἀντὶ τῶν πατρῴων περίεστι βδελυρία , συκοφαντία , θράσος , τρυφή , δειλία , ἀναίδεια , τὸ μὴ ἐπίστασθαι ἐρυθριᾶν |
: τὸ ψαφαρᾷ ἀπὸ τοῦ ψῶ τὸ λεπτύνω καὶ τοῦ ἁφὴ ἡ χεὶρ ὡς μὴ δυναμένη κρατηθῆναι . ψαφαρᾷ ] | ||
γεῦσις δὲ πνεῦμα διατεῖνον ἀπὸ τοῦ ἡγεμονικοῦ μέχρι γλώττης , ἁφὴ δὲ πνεῦμα διατεῖνον ἀπὸ τοῦ ἡγεμονικοῦ μέχρις ἐπιφανείας εἰς |
, ἰχθύων οἱ πετραῖοι πάντες , κωβιός , νάρκη , τρυγών . παντὸς γένους τῶν πτηνῶν ὀρνίθων ἡ σὰρξ παραβαλλομένη | ||
ἕνεκεν ληφθέν . ξιφίαι : γράφεται ξιφίου . τρυγόνες : τρυγών . Πρόσθε : πρότερον . ἐπάσαντο : ἔφαγον . |
τριβαλλοποπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ χορεύει , πῶλος ὣς ἀπὸ ζυγοῦ . | ||
Εὔβουλος : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ φαληρὶς ἡ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ , χορεύει , πῶλος ὣς ὑπὸ ζυγοῦ |
δὲ καὶ τοπικὸν ἕλκος ἐπὶ πολὺ ὑπερσαρκῶσαν : ὠνόμασται δὲ μύλος ἀπὸ τῆς δυσκινησίας καὶ τοῦ βάρους . γίνεται δὲ | ||
εἴη διαστολὴ , [ καὶ ] βαρύνεται : Ἶλος πῖλος μύλος στῦλος γρῦλος . τὸ δὲ χυλός καὶ χιλός ὀξύνεται |
τις χαυνώσεως αἴσθησις γένοιτο , ἀλλ ' ἔτι κωλύοιτο ἡ κατάποσις καὶ ἡ τοῦ ἀέρος πάροδος , καὶ τὰς ὑπὸ | ||
κύησις καὶ διάπλασις , ἐπὶ δὲ τῶν ἀποτεχθέντων ὄρεξις καὶ κατάποσις , ἡ ἐν τῷ στομάχῳ πέψις , ἀνάδοσις , |
ὑπεροπτηθείσης χολῆς , καὶ ἐφ ' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται | ||
ἐντέρων ἥκοι , ϲτρόφοι , γαϲτὴρ ὑγρή , φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν |
. οὐκ ἐπὶ τῆς τοῦ σώματος κινήσεως παρείληφε τὸ “ βραδύς ” , ἀλλ ' ἐπὶ τῆς διανοίας . νῦν | ||
μὲν τοῖς λόγοις ἐστὶν ὀξύς , ἐν δὲ τοῖς ἔργοις βραδύς . ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἀπεκρίθη , διότι τῶν μὲν |
ἐνιαχοῦ . Καὶ ἡ ἄρκευθος ἐμφαίνει τινὰ τῇ μασήσει κακωδίαν γλυκεῖα οὖσα : τὸ δ ' οὖρον ποιεῖ εὐῶδες . | ||
ὀπώρας : ἡδονῆς δὲ χάριν καὶ εὐστομαχίας διδόσθω σταφυλὴ λευκὴ γλυκεῖα συμπεπτωκυῖα μετ ' ἄρτου καὶ σῦκα πέπειρα , περιαιρεθέντος |
τοῦ λόγου πίστις : ἔνθα τραχύς ἐστι τῆς μήτρας ὁ χιτών , ἐκείνοις μόνοις συνδεῖται . ἔχει δ ' ὕλας | ||
τοὐντεῦθεν ἐπεκάλυπτε χλαῖνα τὰ κάτω τοῦ σώματος . λευκὸς ὁ χιτών : ἡ χλαῖνα πορφυρᾶ : τὸ δὲ σῶμα διὰ |
γίγνεται τὸ σῶμα , καὶ ὅλον ἀσθενές , καὶ κομιδῇ τρέμει , οἵ τε πόδες φέρειν σφαλλόμενοι τοῦτο ἥκιστα δύνανται | ||
καὶ ὁ ἄριστος . Ἀνάσσειν : βασιλεύειν . Πεφρίκει : τρέμει , φοβεῖτε . Πόσιν : ἄνδρα . Μυκήσαιντ ' |
, χρῶμα ὄρτυγος , κεφαλὴ προμήκης , ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον | ||
δριμὺ καὶ κολλῶδες , φλεγμαίνει καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ ξυντείνει ὁ τράχηλος , καὶ οὕτω προΐει ἐς οὖς : κἢν μὲν |
γίνεται , οἶνον δὲ τὸν παλαιότατον σπουδάζομεν : ὁ μὲν δάκνει γάρ , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . | ||
τοῦ χυμοῦ , καὶ ἀρξάμενον φέρεσθαι ἐπὶ τὰ ἔξω , δάκνει καὶ ποιεῖ τὸ ῥῖγος . τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον |
ἐξ ἀριστεροῦ : ἦν γὰρ καὶ ὁ σπλὴν κυρτὸς καὶ σκληρὸς , καὶ ἄνω : περιεγένετο : ὑποστροφή . Ἦν | ||
ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος καὶ ὁ |
ὑποδεχόμενον ἀγγεῖον , καὶ γλωττοποιὸς ὁ τεχνίτης , καὶ αὐλὸς ἄγλωττος : Ἀριστοφάνης δὲ ἄγλωττον τὸν εἰπεῖν ἀδύνατον ἔφη , | ||
. σὺ δὲ ληρεῖς ἔχων . οὗτος γὰρ αὑτός ἐστιν ἄγλωττος λάλος , ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτὸς ἄτρωτος , |
ἐν γὰρ τοῖς ἱεροῖς καὶ τεμένεσιν ἐπὶ τῆς χώρας ἀνειμένοις ἔρριπται πολὺς χρυσὸς ἀνατεθειμένος τοῖς θεοῖς , καὶ τῶν ἐγχωρίων | ||
μαλακοῦ χρωτὸς ψαῦσαι τέκνων . οὐκ ἔστι : μάτην ἔπος ἔρριπται . Ζεῦ , τάδ ' ἀκούεις ὡς ἀπελαυνόμεθ ' |
κεφαλὴν ἐρείδει , καὶ ὑπὸ τῆς ὀδύνης , ὅταν ὁ πόνος ἔχῃ , οὐ δύναται ἀνορῇν : τὸ δὲ σῶμα | ||
γὰρ καὶ ἡδὺν πόνον καὶ ἐνσεσαγμένον φησί , ποῖος δὲ πόνος ἡδὺς καὶ ἐνσεσαγμένος οὐκ οἴδαμεν . τί δαὶ ἀπὸ |
ἀέξων † εχθει μηδ ' εχθει † , μηδὲ φίλους ἀνία , μηδ ' ἐχθροὺς εὔφραινε . θεῶν δ ' | ||
. Ἀνιγρός : ὁ λυπηρὸς καὶ βλαβερός . παρὰ τὸ ἀνία ἀνιαρός καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀνιγρός |
παιδεύων τὸ μειράκιον . ” Ὥστε ἀνάγκη πείθεσθαι αὐτῷ : παρακολουθεῖ γὰρ ἀκριβῶς παραφυλάσσων , καὶ ὅλως οὐδὲ προσβλέπειν ἄλλῳ | ||
δύναμιν ἐχόντων οὐχ ἡ τυχοῦσα βλάβη τῇ πόσει τῶν τοιούτων παρακολουθεῖ , ἀλλὰ θάνατος ἔσθ ' ὅτε . Κατανοεῖν δὲ |
καὶ ἀκαλήφη , ἡ κνίδη , σεσημείωται διὰ τοῦ η γραφόμενα . οὕτως Θεόγνωστος . . . . ἀκαλανθὶς : | ||
μὲν γράμματα διὰ τὸ τούτοις πάντα παρ ' Αἰγυπτίοις τὰ γραφόμενα ἐκτελεῖσθαι : σχοίνῳ γὰρ γράφουσι καὶ οὐκ ἄλλῳ τινί |
ἀνθρώπων ἴδιον ὥρισται , διάνοια μέν ἐστιν ὁ λόγος ὁ ἐνδιάθετος διέξοδός τις οὖσα καὶ ἀναπόλησις καὶ διάκρισις τῶν μνημονευθέντων | ||
τὸ ἐνάρθρου . Ἔστι δὲ καὶ πρῶτος τῇ φύσει ὁ ἐνδιάθετος τοῦ προφορικοῦ , ἐπεὶ καὶ συναναιρεῖ μὲν αὐτόν , |
κατῃσίμωται πάντα τἀκροκώλια , νενωγάλισται σεμνὸς ἀλλᾶντος τόμος , παρεντέτρωκται τευθὶς ἐξωπτημένη , παρεκλέλαπται σταμνί ' ἐννέ ' ἢ δέκα | ||
ὡς ἁπαλὰ καὶ μαλακὰ , οἷον πολύπους , σηπία , τευθὶς , ἀκαλήφη , καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον : |
τὸν σίδηρον εὐχερῶς ἕλκων , καὶ τὴν χρόαν κυανίζων : πυκνὸς δὲ καὶ οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς | ||
, καὶ ἀντὶ ἀραιοῦ τε καὶ μαλθακοῦ σκληρός τε καὶ πυκνὸς ἐγένετο , καὶ οὔτ ' ἐκπέσσει οὔτ ' ἀφίησι |
ὁ μὲν ὑπνώδης ὁ δὲ μανικός . καὶ ὁ μὲν ὑπνώδης ἐρυθρὰν ἔχων τὴν ῥίζαν ὥσπερ αἷμα ξηραινομένην , ὀρυττομένην | ||
τῇ πορείᾳ καὶ τῷ ἑλκυσμῷ τοῦ σώματος νωχελής ἐστι καὶ ὑπνώδης : τὸ γὰρ ὑπναλέοις ἐπιλλίζειν ὄσσοις τοῦτο δηλοῖ , |
καὶ μυκτῆρα τραχύν , ἐπισκύνιον μετέωρον , ὀφθαλμοὺς σκυθρωπούς : ὕπωχρος δ ' ἐστὶ καὶ τὸ γένειον προπαλέστερος . ὁ | ||
καὶ τὰ ἔσω τῆς χειρός . ἧλος συστροφὴ τυλώδης περιφερὴς ὕπωχρος , ἡλοειδής ὅτι ἄνωθεν μὲν εὐρύνεται , περὶ δὲ |
φησιν τὰ παχέα : ] λέγεσθαι γάρ : παχεῖα ? γαστὴρ [ λεπτὸν ] οὐ [ τίκτει ] νόον ? | ||
οἶνον ὑδαρέα , λευκὸν , ὀλίγον : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι , ἢ βάλανον προσθεῖναι : |
κῶλα αὐτὰ καθ ' ἑαυτά , ὁ δὲ λόγος ἔστω ἀφελής , ὡς κατὰ κῶλα μὲν ἀπαρτιζόμενος , κατὰ δὲ | ||
τὰ πολλὰ ὁμοειδεῖ , καὶ περὶ τὰς ἐξεργασίας τῶν ἐπιχειρημάτων ἀφελής τις καὶ ἀπερίεργός ἐστιν : οὔτε γὰρ προκατασκευαῖς οὔτ |
καρυκκεύματα γὰρ ἡδύσματά εἰσι , τὰ ἀρτύματα , καὶ καρύκκη κοιλία , ἣν νῦν μονθυλευτὴν καλοῦσιν . ΓΘ καρυκκοποιεῖν ] | ||
: ϲκεπαζέϲθω δὲ καὶ λιπαινέϲθω ἡ κεφαλή , καὶ ἡ κοιλία ὑπαγέϲθω . ἡ δὲ ξηροφθαλμία κνηϲμώδηϲ ἐϲτὶ τῶν ὀφθαλμῶν |
Εἱμαρμένην πατέρα καλεῖ , ᾧ τρόπῳ πρώην εἰρήκειν : ὁ προφορικὸς καὶ διδασκαλικὸς καὶ ἐφερμηνευτικὸς λόγος Ἑρμῆς εἰς τοὺς ἐπιμηθεστέρους | ||
ὅτι ἀδιαίρετός ἐστιν ὁ τούτων λόγος . ὁ μέντοι γε προφορικὸς οὐκ ἔστιν ἀδιαίρετος : διαιρεῖται γὰρ εἰς μακρὰν καὶ |
ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν | ||
ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν |
τὸ γένοιτ ' ἄν . Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀπέρατος . μετὰ πολλῶν δὲ γάμων ἅδε τελευτὰ προτερᾶν | ||
προσῆγε τὴν χεῖρα τῷ αἰδοίῳ ἔλεγεν χεῖρες μὲν ἁγναί , φρὴν δ ' ἔχει μίασμά τι . : ὁ αὐτός |
ἐπιστήμῃ χορηγήσει , φύσις δεξιά , μάθησις ἀκριβής , ἄσκησις ἐπίπονος , ἅπερ καὶ τὸν Παιανιέα τοιοῦτον ἀπειργάσατο . πῶς | ||
ἡ κατὰ τὰς ὁμοίας , ἡ δὲ κατὰ τὴν ἀνδρείαν ἐπίπονος : πλὴν κατὰ τοσοῦτον ἡδεῖα , ὅσον ἡ ἀναφορὰ |
, προχωροῦσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα πάντα πλησίον , οὐ μόνον ἐπιπόλαιος , ἀλλὰ καὶ διὰ βάθους : αἰμάσσεται δὲ αὐτοῖς | ||
ἐπιπολαιοτέραν τὴν δὲ ἑτέραν πραγματειωδεστέραν . Ἔστιν οὖν ἡ μὲν ἐπιπόλαιος αὕτη : εἰ θεριεῖς πάντως θεριεῖς , καὶ οὐ |
οὕτως : φλεγμαίνοντος τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως , ἀποστενοῦται ὁ οὐρητικὸς πόρος τῆς κύστεως , καὶ τὸ τηνικαῦτα ἐπέχεται τὸ | ||
, καὶ [ ὁ ? ] οἶνος λεπτὸς καὶ λευκὸς οὐρητικὸς , γυμνασίοις τε συμμέτροις κεχρῆσθαι καὶ ἀνατρίμμασιν ἐν τοῖς |
: τὸ σίαλον παχὺ καὶ λιγνυῶδες βήσσεται , καὶ ἡ χροιὴ μέλαινα καὶ ὑποιδαλέη , καὶ ὀδύναι λεπταὶ ὑπὸ τὸ | ||
ὡς ἂν ἰσχύος ἔχωσιν , οὕτω καὶ γυῖα , καὶ χροιὴ ἐπὶ τὸ κάκιον ἢ ἄμεινον ἐπιδιδοῖ . δίκαιον δὲ |
δὲ τὸ οὐραῖον : φλέγματος δ ' ἐστὶ δραστικὸς καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία | ||
μαζέας τρυφερὸς μέσως , εὔθρυπτος , λελυμένος , εὔστομος , δύσπεπτος δὲ καὶ τρόφιμος καὶ εὐέκκριτος . κεστρεὺς πελάγιος ἄριστος |
γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , | ||
γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , |
ἀπό τε τῶν ὑγιηρῶν ὑγιηρὸς , ἀπό τε τῶν νοσερῶν νοσερός . Εἰ οὖν γίγνονται ἔκ τε τῶν φαλακρῶν φαλακροὶ | ||
δυνάμενα , ἐν τῇ συνθέσει τὴν αὐτὴν φυλάττει γραφήν : νοσερός : νωθὴς ὁ στερημένος τοῦ θέειν : νήστης ὁ |
αἷμα , προσεοικὸς τῷ ἦρι : τοῖς δὲ ἀκμάζουσιν ἡ ξανθὴ χολή , τῷ θέρει : τοῖς δὲ παρακμάζουσιν ἡ | ||
προϲενέγκωνται , πολλῷ ῥοίζῳ ξὺν ναυτίῃ ἐϲ ἔμετον διεκθέει χολὴ ξανθὴ κατακορέωϲ , καὶ τὰ διαχωρήματα ὁμοῖα . ϲπαϲμοί , |
, ταχύς ταχύ , ἥμισυς ἥμισυ , μέγας μέγα , εὔχαρις εὔχαρι : τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ τίΑἱ . ἀντωνυμίαι | ||
μῆτις πολύμητις , ἴδρις ἄϊδρις , πόλις φιλόπολις , χάρις εὔχαρις . Τὰ εἰς ΙΣ ὀξύτονα πὴ μὲν ἐν τῇ |
διὰ τοῦ Ἡνιόχου φέρεται ἡ ζώνη τὸ χύμα ἠρέμα ἀραιότερον ἐμφαίνουσα , καὶ ὁ μὲν ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου , | ||
γεωργῷ ἐπιμελοῦ μου ; ἀλλ ' αὐτὴ δι ' αὑτῆς ἐμφαίνουσα , ὅτι ἐπιμεληθέντι λυσιτελήσει αὐτῷ , ἐκκαλεῖται πρὸς τὴν |
διὰ τῆς θερμότητος σῴζεται : ἔσται οὖν ἡ θερμότης ἡ ἀναγωγὸς δύναμις τῆς ψυχῆς τῆς διὰ πυρὸς ζώσης τῶν νοητῶν | ||
. Καὶ τὸ καθήμενος δὲ ἐνδείκνυται ὅτι οὐχ ὑψηλὴ οὐδὲ ἀναγωγὸς ἡ τούτου θεωρία , ἀλλὰ χαμαιπετὴς καὶ κοιλοτέρα καὶ |
, λέγων οὕτως : τάδ ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος : τῷ καλλικοτταβοῦντι νικητήρια τίθημι καὶ βαλόντι χάλκειον κάρα | ||
πλεονασμῷ τοῦ β βόλβιτον . . . . βόμβος : ψόφος τις ἐξ αὐτοῦ . . . . Βομβύκη : |
βαρβάρων φρονεῖ . οὕτως Πλάτων . . βούλιμος : ἡ ἐπιτεταμένη λιμός . . , . Γ γρύξαι : βραχύτατον | ||
ἑκάστη ξυνάγουσα , ἐνταῦθ ' ἐξερεύγεται . Αὕτη δὲ ἡ ἐπιτεταμένη διὰ τῶν καθειμένων πλεκτανέων ἐς ταὐτὸ ξυνάγει : ἐντεῦθεν |
μὲν ἔχθραν ἡμῶν τὸ ἀνόμοιον τῆς τύχης ἤδη λέλυκε καὶ ἀσθένεια ἣ ἐγχορεύει φυγάσι , σὺ δὲ τοῦτο καὶ ὑπερῆρας | ||
ὀδύνη , ἔμφραξις δηλοῦται , εἰ δὲ μηδὲν τούτων , ἀσθένεια τῆς ἑλκτικῆς . ἔμετος δὲ γενόμενος τῆς μελαίνης χολῆς |
που τὸν μυχὸν τῆς ψυχῆς . ἔνθα δὴ καὶ μάλιστα διαφαίνεται τοῦ φαρμάκου ἥ τε ῥώμη καὶ ἡ ἀνδρεία . | ||
, μάλιστα δ ' οἱ ποταμοί : ἐπὶ πλέον δὲ διαφαίνεται τοῦτο κατὰ τοὺς περατοὺς τοῦ ῥείθρου τόπους . τάχα |
ἐὰν δὲ παραλλάξωσι καὶ μὴ κατασπῶσιν ὁμοίως , ἀσθενής : πληγὴ γὰρ οὕτως , ἐκείνως δ ' ἀφαίρεσις . ἔστι | ||
ὀσφραίνονται προσενεγκόντες . οὕτω , φησὶν , ἥψατό μου ἡ πληγὴ , ὃν τρόπον ἅπτεται κάρφος μυκτῆρος . οὔκουν ἀνύσεις |
ἐρῶσιν ἐοίκασιν . οὕτω Φιλόξενος . . . , : ἐσθής : παρὰ τὸν ἕσω μέλλοντα * * * † | ||
ἀπαιτεῖ διάλεκτον , ἀλλ ' ἔστιν ὥσπερ σώμασι πρέπουσά τις ἐσθής , οὕτως καὶ νοήμασιν ἁρμόττουσά τις ὀνομασία . τὸ |
πρακτικοῦ : λέγουσι γάρ , ὅτι ἐμπειρία ἐστὶν ἡ ἄλογος τριβὴ καὶ ἡ λογικὴ γνῶσις , ἀγνοοῦντες , ὅτι τὸ | ||
ἢ ἀπὸ τοῦ πρὸς τὰ μέλη γίνεσθαι . Ἐμπειρία . τριβὴ ἐκ πείρας . Ἐμποδών . Πλάτων δὲ ἀντὶ τοῦ |
, εὔπεπτος , εὐανάδοτος , εὐκοίλιος . τούτων δὲ ὁ πρόσφατος ὕποπτος , ἐπειδὴ τοὺς θαλαττίους λαγὼς θηρεύοντες σιτοῦνται : | ||
ὀρνιθείου καὶ χηνείου στέατος . Νάρδου στάχυς καλλίων ἐστὶν ὁ πρόσφατος , κοῦφος , πολύκομος , ξανθὸς τῇ χρόᾳ , |
καὶ τὰς ἠϊόνας . ἐκκυμαινομένων γὰρ τῶν σωμάτων βαρεῖα καὶ δυσώδης προσπίπτουσα καὶ τοῖς ἔτι ἐρρωμένοις ἡ τοῦ πνεύματος ἀποφορὰ | ||
τὸ δὲ ἆσθμα αὐτοῦ ἀθρόον συνάγεται , καὶ ἡ ἀναπνοὴ δυσώδης ἐστίν ἐκφέρεται ] ἐξέρχεται ἐχθρὸν ὄδωδεν ] κακῶς , |
πρὸϲ λιθιῶνταϲ ἁρμόττει νεφρούϲ . μοχθηρὸν δὲ ἐργάζεται χυμὸν ὁ πέπων ἐν τῷ ϲώματι , καὶ μᾶλλον ὅταν μὴ καλῶϲ | ||
, ἔνθα λέγει φανερῶς , ὅτι χολερικοὺς ἀποτελεῖ βρωθεὶς ὁ πέπων . ἔκαμον οὖν ἐγὼ οὐ μικρῶς , ἵνα δυνηθῶ |
ἀναδύμεναι : εἰς τὸ ἀνελθεῖν . ἀϋτμή : πνοὴ , ἀναπνοή . Ψυχή . ψυχὴ ἐτυμολογεῖται ἢ ἀπὸ τοῦ ψύχω | ||
αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . δινεύει : |