* ἀπατηθῆναι , οἷον ὄψις χρώματος καὶ ἀκοὴ ψόφου καὶ γεῦσις χυμοῦ καὶ ἀτμῶν ὄσφρησις : πλείους δὲ καὶ τῆς
τοῦ χυμοῦ , ἐδόκει ἂν ἡ αὐτὴ καὶ μία αἴσθησις γεῦσις καὶ ἁφή : νῦν δὲ δύο φαίνονται διὰ τὸ
9104650 ὀσφρησις
, φωνὰς δὲ ἀκοή , χυλοὺς δὲ γεῦσις , καὶ ὄσφρησις ἀτμούς , μαλακότητας δὲ καὶ σκληρότητας καὶ ὅσα θερμὰ
ἄλλων αἰσθήσεων : ἅμα γὰρ τῇ γεύσει ὁ χυμὸς καὶ ὄσφρησις τῷ ὀσφραντῷ καὶ οὐδὲν μεταξύ . ὁμοίως δὲ οὐδὲ
8956116 ἀκοη
πολὺ δὲ ταῦτα γνώσῃ τῇ πείρᾳ . ἡ περὶ τούτων ἀκοὴ οὐ βραδέως γέγονεν : ταχὺ γὰρ ἤγγειλα . καὶ
ἀλλὰ ταχέως . καὶ τῶνδε πύστις καὶ ἡ περὶ τούτων ἀκοὴ καὶ γνῶσις οὐ βραδύνει εἰς ἐπέκτασιν πολλοῦ χρόνου ,
8843567 ἁφη
: τὸ ψαφαρᾷ ἀπὸ τοῦ ψῶ τὸ λεπτύνω καὶ τοῦ ἁφὴ ἡ χεὶρ ὡς μὴ δυναμένη κρατηθῆναι . ψαφαρᾷ ]
γεῦσις δὲ πνεῦμα διατεῖνον ἀπὸ τοῦ ἡγεμονικοῦ μέχρι γλώττης , ἁφὴ δὲ πνεῦμα διατεῖνον ἀπὸ τοῦ ἡγεμονικοῦ μέχρις ἐπιφανείας εἰς
8434061 ὁρασις
ὑπό τινων ὠνομάσθαι , ὅτι καλὰ καὶ χαρίεντα μόνη ἡ ὅρασις παρέχει . ἄλλοι δὲ τὴν ὄψιν τὴν ὅρασιν ὀνομάζουσι
καὶ τὰ πόρρω ὁρᾶν . μὲν καὶ ἡ ἀπὸ ὕψους ὅρασις , λέγεται δὲ καὶ αὐτὸς ὁ ὑψηλὸς τόπος :
8052012 ὀσφραντων
ἀλλ ' ἑτέραν μὲν οὐκ ἂν ἔχοι : τῶν γὰρ ὀσφραντῶν ἡ ἀντίληψις ὄσφρησις ἦν , ὥσπερ τῶν ὁρατῶν ὄψις
τῶν ψόφων ἢ τῶν χρωμάτων , καὶ οὐδενὸς αἰσθανόμεθα τῶν ὀσφραντῶν ἄνευ τοῦ λυπεῖσθαι ἢ ἥδεσθαι , οὐχ ὡς ἡ
7817131 θερμοτης
ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται
ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν
7740104 ὀψις
Περὶ ποιητικῆς . : . . . τὸ δὲ τέταρτον ὄψις , οἷον αἵ τε Φορκίδες καὶ Προμηθεὺς καὶ ὅσα
συγκόψειν ἔμελλον καὶ τὰς ναῦς ἐμπρήσειν . οἰκτρὰ δὲ ἡ ὄψις ἦν ἀναιρουμένων θηρίων ἡμέρων τε καὶ σπανίων καὶ νεῶν
7723699 ὑγροτης
κατὰ μέρος δὲ αἰτίων διάγνωσις παρίστησι τὴν ἐνοχλοῦσαν δυσκρασίαν . ὑγρότης δὲ ἢ ξηρότης κατ ' αὐτὰς , βραχύ τι
ἐξαιρεθῇ , συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης , ἐν δὲ τῇ ἐλάτῃ καὶ τῇ πίτυϊ ὅταν
7563600 ξηροτης
δ ' ἐκ τεττάρων πέφυκεν . ἄλλη μὲν γὰρ ἐντόμων ξηρότης , τῇ τῶν ἐντέρων τῆς γῆς παραβαλλομένη , ἑτέρα
ὁμοίως δὲ καὶ μαλάχης , καὶ μάλιστα ἐφ ' ὧν ξηρότης ἐστίν : ἐφ ' ὧν δὲ καὶ δήξεις εἰσί
7428834 αἰσθητηριον
τῶν αἰσθητῶν τὴν αἴσθησιν διατίθεσθαι ἄλλως δὲ ὡς σῶμα τὸ αἰσθητήριον : ἄλλο γὰρ τὸ χρώμασιν ἢ θερμοῖς ἢ χυμοῖς
, ὄσφρησις καὶ αἱ λοιπαὶ αἰσθήσεις ἀκοὴ καὶ ἁφή . αἰσθητήριον ἤτοι ὀφθαλμὸς ἢ ῥὶς ἢ γλῶττα , ἃ καὶ
7385254 γευσεως
ἀπὸ τῶν λεπτῶν καὶ τῶν κούφων ἀπορρεῖν . περὶ δὲ γεύσεως καὶ ἁφῆς οὐ διορίζεται καθ ' ἑκατέραν οὔτε πῶς
δοκεῖ περὶ τῶν ἀκολάστων λέγεσθαι : ἔστι μὲν γὰρ τῆς γεύσεως ἡ κρίσις : ἤδη δὲ ἕξιν τινὲς τοιαύτην πεποίηνται
7361830 σαρξ
ὕλη φύσιν , πρίν τινα μορφὴν ὑποδέξασθαι , οἱονεὶ δυνάμει σὰρξ καὶ τὸ δυνάμει ὀστοῦν , ὅταν γένηται ὀστοῦν ἐνεργείᾳ
' ἐσχάτων τῶν καιρῶν . τότε ἀναστήσε - ται πᾶσα σὰρξ ἀπὸ Ἀδὰμ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης τῆς μεγάλης ,
7333080 κοιλια
καρυκκεύματα γὰρ ἡδύσματά εἰσι , τὰ ἀρτύματα , καὶ καρύκκη κοιλία , ἣν νῦν μονθυλευτὴν καλοῦσιν . ΓΘ καρυκκοποιεῖν ]
: ϲκεπαζέϲθω δὲ καὶ λιπαινέϲθω ἡ κεφαλή , καὶ ἡ κοιλία ὑπαγέϲθω . ἡ δὲ ξηροφθαλμία κνηϲμώδηϲ ἐϲτὶ τῶν ὀφθαλμῶν
7283913 αἰσθησις
: αἱ δὲ πρακτικαὶ πάντα κατασκευάζουσι : μικτὴ δέ ἐστιν αἴσθησις μετὰ λόγου καὶ πράξεως καὶ ἡ κιθαρῳδία : ὁ
τὸ μεταλαβὸν καὶ κατὰ κρίσιν μετέσχηκεν , αἰσθητικὸν καλεῖται καὶ αἴσθησις , εἰ δὲ μόνον ἄζων καὶ κρίσεως ἄνευ ἐδέξατο
7260145 γευστον
ἡδύ , ὃ πρὸς ἑαυτὸ ἕλκει , καὶ γεῦσιν τὸ γευστόν : ὥστε συμβαίνει τὴν ἀκρασίαν ὑπὸ λόγου γίνεσθαι ,
ἧς εἰπὼν οὐ σιωπήσομαι . Σκευάζεται δὲ ἐκ τούτου καὶ γευστόν , μεγάλην ἐνέργειαν ἐμποιοῦν τῷ γευομένῳ . ἐὰν γάρ
7221048 κουφοτης
οὐσιῶν , οἷον θερμότης ψυχρότης , λευκότης μελανία , βαρύτης κουφότης , καὶ ὅσα τοιαῦτα , καθ ' ἃς ποιότητας
καὶ τὰς δυνάμεις οἷον σκληρότης μαλακότης γλισχρότης κραυρότης πυκνότης μανότης κουφότης βαρύτης καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα : ἡ μὲν γὰρ
7205090 ἀντιλαμβανεται
ἔννοια ἡμῶν τοῦ ἑνὸς ἀντιλαμβανομένη τοῦ διωρισμένου πρὸς τὰ ἄλλα ἀντιλαμβάνεται . Διὸ καὶ συναναφαίνει τὴν τῶν πολλῶν ἀντίληψιν ,
ἐστιν αἴσθησις ἀντι - ληπτική , κεκοινωνηκότων ἡ αὐτὴ αἴσθησις ἀντιλαμβάνεται : οἷον πάντων τῶν χρωμάτων τῶν κεκοινωνηκότων τῷ λευκῷ
7192122 μαλακη
, σαρκῶσαι , μινυθῆσαι , ἡ σκληρὴ δῆσαι , ἡ μαλακὴ λῦσαι , ἡ πολλὴ μινυθῆσαι , ἡ μετρίη σαρκῶσαι
' ὀλίγῳ μὲν εἴη θερμοτέρα , παμπόλλῳ δὲ ὑγροτέρα , μαλακὴ τούτοιϲ ἐϲτὶ καὶ πολλὴ ἡ ϲάρξ , καὶ τὸ
7169569 ψυχροτης
ταῦτα καὶ ἐν τούτοις , οἷον μέγεθος , μικρότης , ψυχρότης , θερμότης , ἁπλῶς τὸ χειμερινὸν ἢ εὐδιεινὸν καὶ
, πρὸς δὲ τὴν γῆν ψυχρότης . Γῆς ποιότητες ξηρότης ψυχρότης : ἰδία μὲν ξηρότης , κοινὴ δὲ πρὸς μὲν
7121191 ψυξις
' ἡσυχίης : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης πάντα παρωξύνθη : ψύξις : ἄναυδος , ἄφωνος : ἐπὶ τὸ χεῖρον :
τίς ἡ πλύσις , καὶ τίς ἡ ξήρανσις , ἤτοι ψύξις : ὡς καί που Δημόκριτός φησι στυπτηρίαν ἐξυποθεῖσαν ,
7119672 ὀσφρησιν
τὰς ἰσαρίθμους αἰσθήσεις , ὅρασιν , ἀκοήν , γεῦσιν , ὄσφρησιν , ἁφήν . τρόπον γάρ τινα βασιλεύουσι καὶ ἄρχουσιν
λέγει ὕδωρ τὸ μὴ δυσῶδες , τὸ μὴ ἔχον βαρεῖαν ὄσφρησιν : γεύσει δὲ τὸ πότιμον , τὸ γλυκύ .
7085466 πεψις
ἐναντιότητες πλείους : ὥστε τοῦτο μὲν φανερόν . Ἡ δὲ πέψις πάντων τῶν καρπῶν γίνεται μὲν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ καθάπερ
πεττομένων τῶν χυλῶν λαμβάνει τινὰ τὸ ἄνθος εὐοσμίαν ἐπείπερ ἡ πέψις ἐν μεταβολῇ : ὅσα δ ' εὔοσμα τούτων διὰ
7069850 στομαχος
, ἐκ μὲν τῶν ἔνδον τεταγμένος μερῶν , ἵναπερ ὁ στόμαχος : ὅσον δ ' ἀποδεῖ τῷ μεγάλῳ πρὸς τὸ
τῆς οὐσίας τῆς γαστρὸς , ἢ καὶ εὐαίσθητος ὢν ὁ στόμαχος , λόγῳ σπαραγμοῦ κινδυνεύσει λειποθυμῆσαι , παρέχομεν τροφὴν τὴν
7021438 βαρυτης
περιῄρητο τῆς τραγῳδίας πρὸς ἀνθρώπους ἀξυνέτους , ὄγκος τε καὶ βαρύτης λέξεων καὶ τὸ περὶ ταῦτα εἶδος καὶ ἡ τοῦ
ὧν τὸ τιμᾶσθαί σοι πάρεστιν . ἡ δὲ τοῦ μειρακίου βαρύτης καὶ ἡ πρὸς ἅπαντας ἡμᾶς ὑπερηφανία παραίτησιν ἢ συγγνώμην
6990026 σκληροτης
ἁψαμένοις γίνεται ἔνδηλος ἡ θερμότης ἢ ἡ ψυχρότης ἢ ἡ σκληρότης ἢ ἡ μαλακότης ἢ ἑκάστη τῶν λοιπῶν ἐναντιώσεων :
δέρμα καὶ περιτεταμένον , μὴ προσδοκήσῃς ἱδρῶτας . ἡ γὰρ σκληρότης τοῦ δέρματος οὐ δέχεται : εἰ δὲ εὕρῃς αὐτὸ
6976144 εὐχροια
πρόσωπον , δηλοῖ τὴν καρδίαν καλῶς διακεῖσθαι , ἐπειδὴ ἡ εὔχροια ἀπὸ τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ γίνεται ἀπὸ τῆς καρδίας καὶ
χαμαιζηλότερα δένδρα τῶν ὑψηλοτέρων εὐποτμότερα εἴη , καὶ εἰ πάντα εὔχροια ἔχοι , καὶ εὔτροφα τὰ φύλλα καὶ τοὺς καρποὺς
6918792 λευκοτης
: ἡ μὲν γὰρ θερμότης ἐν ἀποίῳ σώματι ἡ δὲ λευκότης ἐν πεποιωμένῳ σώματι ὡς δευτέρα ποιότης : πρῶτον γὰρ
λευκότητα : οὐ γὰρ ἡ ἐν τῷ μορίῳ τοῦ γάλακτος λευκότης μέρος ἐστὶ τῆς τοῦ παντὸς γάλακτος λευκότητος , ἀλλὰ
6915118 ὀσμων
δι ' ἑνὸς ἀντιλαμβάνεσθαι αἰσθητηρίου καὶ ψόφων καὶ χρωμάτων καὶ ὀσμῶν , καὶ μίαν τινὰ αἴσθησιν εἶναι ὄψιν ἀκοὴν ὄσφρησιν
συνισταμένου κράματος ἔκ τε τῶν ὑποκειμένων καὶ φωτός , οὔτε ὀσμῶν , ἀλλὰ μίγματος , ὅπερ συνέστη διά τε τοῦ
6898151 ὀσμη
καὶ ἐκδεχόμενος τὴν ἔλευσιν τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ . καὶ ἰδοὺ ὀσμὴ εὐωδίας ἤρχετο πρὸς αὐτὸν , καὶ φωτὸς ἀπαύγασμα :
ὁ τοῦ χρώματος τῷ σώματι τροπὴν ἐμποιήσας , οὐδὲ ἡ ὀσμὴ ἀλλὰ τὸ κινηθὲν ὑπὸ τῆς ὀσμῆς , καὶ ὁ
6893617 χολη
ὑπεροπτηθείσης χολῆς , καὶ ἐφ ' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται
ἐντέρων ἥκοι , ϲτρόφοι , γαϲτὴρ ὑγρή , φλέγματα καὶ χολή , ἔπειτα ξὺν περιρροῇ αἱμάλωψ ἢ περίπλυϲιϲ ὁκοίη κρεῶν
6893433 ἁπτων
: λαβιδίῳ καθ ' ἕνα χόνδρον τοῦ λιβάνου λαβὼν καὶ ἅπτων πρὸϲ λύχνον ἐπιτίθει εἰϲ κοῖ - λον λοπάδιον ὀϲτράκινον
λιβανωτοῦ ποίει : λαβιδίῳ καθ ' ἕνα χόνδρον τοῦ λιβάνου ἅπτων εἰς λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν ,
6864720 χρωματων
προσώπων εἰσάγει . ἐφοίτησεν δὲ καὶ γραφεῦσιν , τὴν τῶν χρωμάτων ποικίλην μῖξιν ἐκμαθεῖν βουλόμενος : ὅθεν ἐν Τιμαίῳ πολὺν
οἰνωποὶ καὶ κροκοειδεῖς καὶ σχεδὸν ἁπάσας ἔχοντες γίνονται τὰς τῶν χρωμάτων διαφοράς . ἐπεὶ δὲ τὰ πλεῖστα γίνονται τῶν χρωμάτων
6809156 χολωδη
τμητικῆϲ δυνάμεωϲ ὑπάρχει τὸ ἀπόμελι καὶ κατὰ κοιλίαν ἄγει τὰ χολώδη καὶ πρὸϲ οὔρηϲιν δὲ ϲυντελεῖ . παραϲκευαϲτικὸν δὲ γίγνεται
γινόμενος , εἰ μὲν ἔτι κρατοῦντα τε καὶ πλεονεκτοῦντα τὸν χολώδη χυμὸν ἴσχῃ , τοῦ ἀκριβοῦς τριταίου γνωρίσματα ἐπιδηλότερά πως
6777364 κατεχεται
καὶ ἀσθενὴς ἅτε εἰς τὸ λιπαρὸν ἀνηλωμένη , καὶ ἔτι κατέχεται τούτῳ διὰ τὸ πληρῶσαι τοὺς πόρους . Ὥστε κατὰ
ἐπὶ τῶν νοσούντων ἐν ἀνέσει λαμβανόμενον τὸ σιτίον πρὸ παροξυσμοῦ κατέχεται , κατὰ δὲ τὸν παροξυσμὸν αὐτὸν εἰς ἔμετον ἀνακόπτεται
6776623 ἠχοι
γινομένων ὑπό τε κυνηγῶν καὶ ζῴων ἡμέρων τε καὶ ἀγρίων ἦχοι ἐκμιμητικοὶ γίνονται τούτων . ὅθεν πολλάκις τινὲς τὰ μὲν
ἤτοι διά τινα δυσκρασίαν , ἢ διὰ χυμῶν ἐπιρροήν , ἦχοι δὲ ἢ διά τινας αὐτοῦ που συστάντας χυμούς ,
6762863 λεπτοτης
μὴ δέχεσθαι ῥᾳδίως τὴν ἀναθυμίασιν συμβάλλεται καὶ ἡ στενότης καὶ λεπτότης τῶν περὶ τὸν ἐγκέφαλον φλεβῶν . διὰ γὰρ τὴν
σύμμετρον , ἡ δὲ στιλπνότης ἔτι καὶ πρὸς τούτοις ἡ λεπτότης μένει , αἵ θ ' ὑποστάσεις ἀμαυραὶ μὲν ἔτι
6762727 ξηροτερου
τῶν ὀφθαλμῶν φλέβες ἀόρατοι , καὶ ὑπνωδέστεροί πώς εἰσιν . ξηροτέρου δ ' ἐγκεφάλου γνωρίσματα τὸ ἀπέριττον ἐν ταῖς ἐκροαῖς
φρίττοντοϲ καὶ πυκνουμένου τοῦ δέρματοϲ , ὡϲ φύϲει ἐπὶ τούτων ξηροτέρου ὑπάρχοντοϲ , ἐπέχεται τὰ διαπνεόμενα πρόϲθεν λιγνυώδη καὶ καπνώδη
6738626 δριμυτης
ἡμῖν , καίτοι τάχ ' ἴσως οὐδ ' ἡ τοιαύτη δριμύτης , εἴπερ οὕτω γίνοιτο , ἐκφεύγει τὴν ψυχρότητα :
τοῦτο ποίησον πολλάκις , ἔστ ' ἂν ἀφανισθῇ τέλεον ἡ δριμύτης τοῦ ἐν αὐτῷ κιτρίου ζωμοῦ . Ἔπειτα λάβε τὸ
6734328 ὀσφρησεως
δὲ ἐπὶ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων , οὕτω καὶ ἐπ ' ὀσφρήσεως : ἡ γὰρ αὐτὴ καὶ ὀσφραντοῦ καὶ ἀνοσφράντου κριτική
γίνεσθαι αἴσθησιν ἁψαμένου τοῦ αἰσθητοῦ ; ἐπεὶ καὶ ἐπὶ τῆς ὀσφρήσεως τῇ ἀναπνοῇ τὴν ὀσμὴν ἕλκομεν ἕως ἂν προσπέσῃ δηλονότι
6699970 χρωματα
τῇ κεφαλῇ , καὶ μᾶλλον , ὅσῳ λευκὰ τυγχάνουσι τὰ χρώματα . Κἂν μὲν οὖν λευκὰ τὰ οὖρα τότε εἴη
γίνεσθαι . Μεταβάλλει δ ' ὁ χαμαιλέων εἰς πάντα τὰ χρώματα , πλὴν τὴν εἰς τὸ λευκὸν καὶ τὸ ἐρυθρὸν
6686520 ναρκη
ὀνόματος ἔτυχε , καὶ ἡ βατὶς δὲ εὔστομος . ἡ νάρκη δύσπεπτος οὖσα , τὰ κατὰ τὴν κεφαλὴν ἁπαλὰ καὶ
, σηπίαι , τευθίδες καὶ τὰ τοιαῦτα . τῶν σελαχίων νάρκη μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως , βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι
6685992 λεπτυνουσα
οὐ γεννᾷ πνεύματος οὐδέν : ἡ δὲ σφοδρὰ θερμότης οὐ λεπτύνουσα καὶ διαλύουσα μόνον , ἀλλὰ καὶ διαφοροῦσα κωλύει τὴν
τοῦ πνεύματος : ἡ δ ' ἐλάττων θερμότης [ οὐ λεπτύνουσα καὶ διαλύουσα μόνον , ἀλλὰ καὶ διαφοροῦσα κωλύει τὴν
6683684 παχεια
λοιπὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐλευθεροῦνται . πολλάκις γὰρ ὕλη παχεῖα πλεονάζει ἐν τῷ σώματι , καὶ ταύτην ἤρξατο κενοῦν
ἐκκαλεῖ μολών . ἕλκων ἐφ ' αὑτὸν ὥστε καικίας νέφος παχεῖα γαστὴρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ †
6666254 ἐγκεφαλος
διακρίνειν μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα . Ἀλλὰ γὰρ αἴτιος ὁ ἐγκέφαλος τούτου τοῦ πάθεος , ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων νουσημάτων
τῆς τοιαύτης χολώδους ὕλης περὶ τὸν ἐγκέφαλον : ὁ οὖν ἐγκέφαλος δεχόμενος τὴν τοιαύτην χολώδη ὕλην δι ' οἰκείαν ἰσχὺν
6653270 ὠχροτης
σημεῖα , ἐπιθυμίαι ὀξέων καὶ ἁλικῶν βρωμάτων , σκοτώματα , ὠχρότης , ὕπνοι μακρότατοι , δῆλον δὲ ὅτι καὶ ἐμμήνων
, ὧν ἐπιγέννημα τὸ λευκόν . ὁμοίως δὲ καὶ ἡ ὠχρότης τοῖς ἐν φόβοις καὶ τοῖς ἐν αἰδοῖ τὸ ἔρευθος
6650644 ἡπατος
ἡπατικοὺς ἰᾶται . ἄλλο . ἀσφοδέλου ῥίζα πινομένη ἰᾶται πόνους ἥπατος . ἄλλο . λευκόϊον πινόμενον ἐπὶ ἡπατικῶν ἔξεστιν εὐθὺς
ἐν μέσῳ τῶν εἰρημένων εἰσίν , ὅσον ἀπολείπονται γαστρὸς καὶ ἥπατος , τοσοῦτον τῶν ἄλλων πλεονεκτοῦντες . περὶ δὲ τοῦ
6640935 λεπτοτερα
λόγον τυγχάνοντα , ὅπου γε καὶ αὐτὰ τὰ χύματα τότε λεπτότερα τοῦ δέοντος προΐεται . Ἐπεί γε μὲν ταῖς ἐνδείαις
γνώμης , οἱ ἐξ ἀπάτης , οἱ ὁρικοὶ καὶ ἕτερα λεπτότερα τούτων μετὰ τὴν τούτων διαίρεσιν ἐροῦμεν , ἐκεῖνα γὰρ
6633814 αἰσθησεων
σχεδὸν κινεῖ κατάληψιν , εἰ καὶ μόνον ἐξαιρέτως καθάπτεται τῶν αἰσθήσεων : ἐν δὲ τοῖς Κανόσι δύο φησὶν εἶναι γνώσεις
λόγῳ προσβιβάζουσα καὶ ἀνευρίσκουσα διὰ τῆς συνεχοῦς καὶ ἀπηλλαγμένης τῶν αἰσθήσεων ἀνακινήσεως κατὰ τὴν ἐφεξῆς θεωρίαν τὸ οἰκεῖον ἑκάστῃ φύσει
6629692 ὠχρα
ἀνήφθη , συνεστάλη . τὸ δὲ κάλλος ἐτάκετο : ἤγουν ὠχρὰ γέγονα , οἷον οὐδὲ μικρὰν διάγνωσιν εἶχον τῆς πομπῆς
ἐστι ξανθὴ , ἥτις καὶ στοιχειώδης λέγεται , ἡ δὲ ὠχρὰ , ἡ δ ' ἐρυθρὰ , ἡ δὲ πρασώδης
6609020 λεπτη
εὔκαρπος , πολύφορος , δικαία . τὸ δ ' ἐναντίον λεπτή , πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος ,
φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν ὦν πρώτιϲτα μὲν
6603581 καρδια
εὖ ζῆν γεγόνασι : καὶ πρὸς τὸ ζῆν ἐγκέφαλος , καρδία , κοιλία , ἧπαρ καὶ πνεύμων : ὧν παθόντων
ἀρχαὶ δὲ τρεῖς , ὡς πολλάκις μεμαθήκαμεν , ἐγκέφαλος , καρδία καὶ ἧπαρ . ὁ μὲν οὖν ἐγκέφαλος οὐ πάνυ
6591369 ὀσφρησει
γάλα χρηστόν . Διαγινώσκεται δὲ τοῦτο χροιᾷ , συστάσει καὶ ὀσφρήσει , ὥστε καὶ λευκότατον εἶναι καὶ μηδὲν ἔχειν πελιδνὸν
διαυγὲς , τὸ καθαρὸν , τὸ μὴ ἔχον ὕλην : ὀσφρήσει δὲ τὸ εὐῶδες . εὐῶδες δὲ λέγει ὕδωρ τὸ
6589261 ἀναδιδοται
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα
6567700 χυμων
πᾶν ϲῶμα καὶ μέντοι καὶ ἀντιϲπάϲαντα κάτω τὴν ῥοπὴν τῶν χυμῶν ἑξῆϲ αὐτοῖϲ τοῖϲ τοπικοῖϲ τοῖϲ διαφοροῦϲι θεραπεύειν . πυριατέον
λυγμὸϲ γίνεται ἢ διὰ πλήρωϲιν ἢ διὰ κένωϲιν ἢ δριμέων χυμῶν δακνόντων τὸν ϲτόμαχον , ὧν ἐμεθέντων παύεται : πολλοὶ
6564451 διψα
καὶ πνεύμονος καὶ νήστεως : ἡ μὲν γὰρ διὰ πνεύμονα δίψα οὐ τοσοῦτον ὑπὸ τῶν ψυχόντων ὠφελεῖται , ὅσον ὑπὸ
εἰσβολῇ , οὐδὲ γὰρ φρίκη , φλέγματος ἔμετος : οὐκέτι δίψα , οὐδὲ πολλὴ ζέσις : οἱ σφυγμοὶ μικρότεροι τῶν
6563195 ἀτμων
τὸ μὲν ἄλογον ῥῖγος γίνεται τῷ λόγῳ τῆς πυοποιήσεως , ἀτμῶν τινων δριμέων ἢ ποιότητος φερομένων ἐπὶ τὰ παρακείμενα μόρια
γάρ πως τὸ κράνιον ἀπὸ διαφόρων αἰτιῶν , ἀπό τε ἀτμῶν , ἀπὸ χυμοῦ , ἀπὸ πνευμάτων , κατὰ δυσκρασίαν
6559757 εὐπνους
ὅτι πάντως ἀπόλλυται ὁ ἄνθρωπος . εἰ δέ γε τυχὸν εὔπνους ἐστὶν ὁ ἄνθρωπος καὶ εὐόρεκτος καὶ οὐ παραφρονεῖ ,
συμμέτρως οὖν κεκαθάρθαι λεκτέον τὰς μετὰ τὴν ἀπόκρισιν εὐσταθεῖς , εὔπνους , ἀταράχους τήν τε δύναμιν ἀκαθαιρέτους , τὰς δὲ
6549562 δυσωδες
λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης
ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι .
6548028 πνευμων
γε καὶ ἡ πιμελή . ἐφεξῆς δὲ τοῖς ἀδέσιν ὁ πνεύμων ἑτοιμότατος δέξασθαι ῥεῦμα , εἶθ ' ἑξῆς ὁ σπλήν
ἀμφοῖν δ ' εὐπεπτότερος , ὅσῳ καὶ μανώτερος , ὁ πνεύμων ἐστί , παμπόλλῳ γε μὴν ἥπατος εἰς θρέψιν ἥττονα
6539810 γευστων
αὐτήν . Καὶ τἆλλα , οἷον ὀσμῶν πέρι καὶ τῶν γευστῶν ; Ἀλλ ' ἤ , ὅσα ὀσφραντὰ κατὰ τὰς
τῆς ὀσμῆς μήτε τὴν φύσιν αὐτῶν καταλαμβάνομεν , ἐκ τῶν γευστῶν μεταφέρομεν τὰς ἐπικλήσεις καὶ ταῖς τῶν χυμῶν προσηγορίαις ἀνάλογον
6534166 φυσικως
αὐγοειδές τέ ἐστι καὶ ἐς τὸ ἀλεαίνειν τὸ σῶμα καὶ φυσικῶς συνέχειν ἐπιτήδειον μεταλαμβάνει , δεσμούς τινας ἐκ τούτων αὑτῇ
καὶ δύναμις : προτέτακται δὲ ὁ στοχασμὸς , ἤτοι ὅτι φυσικῶς ἐν πάσαις ἐμπίπτει ταῖς στάσεσι ταῖς τε νομικαῖς καὶ
6529048 γαστηρ
φησιν τὰ παχέα : ] λέγεσθαι γάρ : παχεῖα ? γαστὴρ [ λεπτὸν ] οὐ [ τίκτει ] νόον ?
οἶνον ὑδαρέα , λευκὸν , ὀλίγον : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι , ἢ βάλανον προσθεῖναι :
6526008 ὑγρασια
καλλιπόταμον ὕδωρ τῆς Δίρκης τὰς εὐκάρπους χώρας ἐπιβαίνει : ἡ ὑγρασία : γᾶς : βοτανοτρόφους : εὐκάρπους χώρας : ἔνθα
: γλίσχρα γάρ ἐστι καὶ λιπώδης καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος ὑγρασία ἀπορρεῖ , ἥτις τὸ πῦρ σβεννύει . ἄλλως :
6504443 χυμος
στενοχωρεῖν καὶ διατείνειν αὐτούς . οὕτω δὲ καὶ ὁ μελαγχολικὸς χυμὸς οὐ μόνον τῷ ψύχειν καὶ θλίβειν , ἀλλὰ καὶ
καὶ δριμύτερον ὑφαιρουμένης ταύτης γίνεται . Καὶ ὁ ξανθήχολος ὧδε χυμὸς ἐπιδίδωσι ξηραῖς τε καὶ θερμαῖς αὐξάνων διαθέσεσι καὶ τὰ
6502613 γλωττα
. . ἐμβαλεῖν : Ῥίψαι , ἐνθεῖναι . . ἡ γλῶττα τῷ κήρυκι : 〚 Διχῶς νοεῖται : 〛 ἡ
περιπαρεὶς , ἀέριος αὐτίκα ἐπαίρεται . Ἔστι δὲ αὐτοῖς ἡ γλῶττα τραχεῖα καὶ στενὴ ῥίνης ἀποσώζουσα σιδηροβρώτιδος μίμημα , δι
6498113 ψυχροτητος
νεῦρα ὑπὸ παχέος καὶ γλίσχρου φλέγματος τρεφόμενα ἑτοίμως ὑπὸ τῆς ψυχρότητος καὶ πλήττεται καὶ ἐμφράττεται . Ἡ μὲν γὰρ φλὲψ
τινος μορίου κυρίου . ἐπὶ τούτου ἐπίτασίς ἐστι θερμότητος καὶ ψυχρότητος , καὶ σῶμα κατάξηρον ἐκτετηκὸς καὶ αὐχμῶ - δες
6494583 πυρρα
ἔχουσι τὰ πυρρά . ἐν τοῖς μέλασι τὰ μὴ πάνυ πυρρά , ὁπόσοις πόρρωθεν τὸ μέλαν μόνον ἐπιπρέπει , γενναῖα
τὸ νῶτον καὶ τὴν ῥάχιν ἐς τὴν οὐρὰν τελευτῶντα ἀκράτως πυρρά ἐστι , θεάσαιο δ ' ἂν καὶ τρίχας χρυσοειδεῖς
6485973 ψυχροτητι
κράσεις καὶ τὰς ἀποστάσεις τοῦ ἡλίου διάφορός ἐστιν ἡ γῆ ψυχρότητι καὶ θερμότητι , ἔτι δὲ ξηρότητι καὶ ὑγρότητι ,
ζῶα , καὶ ὑγείην τοῖσι σώμασι παρέχει ὁκόσα μὴ ὑπερβάλλει ψυχρότητι : καὶ ταῦτα δὲ βλάπτει , διότι μεγάλας τὰς
6478856 λεπρα
οὗ καὶ ἡ ἐν τοῖς σώμασι παρὰ φύσιν λευκότης καλεῖται λέπρα . ὁ δὲ λόγος , πολλοὶ δὲ ἐνδιατρίβοντες ἐν
δοκιμάζεται . ἡ μὲν οὖν διφυὴς καὶ δύο ἐξανθοῦσα χρώματα λέπρα τὴν ἑκούσιον ἐμφαίνει κακίαν : ἔχουσα γὰρ ἡ ψυχὴ
6478072 ἀναδοσις
[ τοῦ ] στόματος . καὶ οὐ μόνον ἀπὸ τούτων ἀνάδοσις γίνεται καὶ πρόσθεσις , ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τῶν ἐν
? ? παράκειται ? ? ? ? ? τροφὴ καὶ ἀνάδοσις [ γίνεται ] αὐτῆς εἰς αὐτάς . * *
6472130 εὐστομαχος
ἔχει τῷ Ἀλβανῷ τῷ ὀμφακίᾳ : ἐστὶ δὲ δυνάμει καὶ εὐστόμαχος . ὁ Οὐελίτερνος δὲ ἡδὺς πινόμενος , εὐστόμαχος :
μᾶλλον ὑπέρχεται κατὰ τὸ ἔντερον , ἧττον δ ' ἐστὶν εὐστόμαχος , ὁ δ ' αὐστηρὸς τοὔμπαλιν , ὁ δ
6462892 κνησμον
αἴσθησις δι ' ἁλμυρὸν γινομένη φλέγμα , δάκνουσά τε καὶ κνησμὸν ἐρεθίζουσα . ἡ δὲ ξηροφθαλμία δυσκινησία τῶν ὀφθαλμῶν μετὰ
ὁ καυλὸς καὶ τὰ φύλλα χνοῦν ὑπότραχυν κατὰ τὴν ἁφὴν κνησμὸν ἐμποιοῦντα : ῥίζαι δ ' ὕπεισι τῇ μὲν ἐπιφανείᾳ
6442777 ῥυσις
καὶ οὐκ αἴτιον αὐτῆς τὸ κέντρον , ἀλλ ' ἡ ῥύσις τοῦ συνεχοῦς ἐφ ' ἕν . Καὶ ἐκεῖ γάρ
, ἢ τιτθῶν ἄρσις . Καῦσον λύει αἵματος ἐκ ῥινῶν ῥύσις . Ἐν καύσῳ ἐὰν ἐπιλάβῃ ῥῖγος , φιλέει ἐξιδροῦν
6439025 γλυκυτης
ἡ αὐτὴ ἀρετὴ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν . Ἡ δὲ λέξεως γλυκύτης εἴπομεν ὅτι πορίζεται ἐκ κωμῳδίας καὶ Πλάτωνος καὶ Ξενοφῶντος
τις ἄνεσις : εἰ δὲ μὴ ὑγρότης ἀλλ ' οἷον γλυκύτης ἐγγίνεται πρὸς τὴν τοῦ καρποῦ γένεσιν : ἅπαντα γὰρ
6428618 δυσπεπτος
δὲ τὸ οὐραῖον : φλέγματος δ ' ἐστὶ δραστικὸς καὶ δύσπεπτος , αἱ σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία
μαζέας τρυφερὸς μέσως , εὔθρυπτος , λελυμένος , εὔστομος , δύσπεπτος δὲ καὶ τρόφιμος καὶ εὐέκκριτος . κεστρεὺς πελάγιος ἄριστος
6424977 βαρεος
κακοηχεστέρα καὶ βληχωδεστέρα ἀναίσθητον ἄνδρα δηλοῖ . ὅσοις δὲ ἀπὸ βαρέος ἀρξαμένοις φθόγγου εἰς ὀξὺ τελευτᾷ , τραχεῖς τε καὶ
οὖν τοῦ σώματος ὄντος ἡ συνουσία παραλαμβανέσθω μήτε δὲ πάλιν βαρέος , [ καὶ ] ὁποῖον ἐν ἀπεψίαις ἐστὶ καὶ
6416662 δυσωδια
σαρκώσει , αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς .
αἱματώδεις , δίψαι , στόματος ξηρότης καὶ πικρότης , πνεύματος δυσωδία , ὕπνοι μετέωροι καὶ ἀηδεῖς , ἐμπνευματώσεις καὶ στρόφοι
6410242 ἀναπνοη
ἀναδύμεναι : εἰς τὸ ἀνελθεῖν . ἀϋτμή : πνοὴ , ἀναπνοή . Ψυχή . ψυχὴ ἐτυμολογεῖται ἢ ἀπὸ τοῦ ψύχω
αὐτοῦ . ἀϋτμή : πνοὴ , ὀδμὴ , δυσωδία , ἀναπνοή . Θαμά : συχνὰ , συχνῶς . δινεύει :
6399925 ὑγροτερα
κολοκυνθίς , ἀτράφαξυ , ἀνδράχνη , σίκυος , καὶ ὅσα ὑγρότερα ἐστὶν ἐν τῇ διαίτῃ : οἶνος λευκὸς καὶ ὑδαρέστερος
καὶ ὁ ὑπὸ νότου ἀὴρ εὐτροφώτατος . Ἐπεὶ οὐδὲ τὰ ὑγρότερα τῇ φύσει πέττουσιν αἱ ὑπερβολαὶ τῶν χειμώνων , ἀλλὰ
6397747 ἡδυνει
δύναται δ ' οὐχ ὁμοίως κινεῖν τὴν ἀκοὴν ἅπαντα : ἡδύνει μὲν γὰρ αὐτὴν τὸ λ καὶ ἔστι τῶν ἡμιφώνων
ἀτελῆ τὴν ἄγραν αὐτῇ παρασκευάσεις : ὀφθαλμοὺς μὲν γὰρ φανεῖσα ἡδύνει , ὦτα δὲ φθεγξαμένη λιγαίνει , ψυχὴν δὲ τὸ
6395063 ξηραινεται
τὸ πρόϲωπον τοῦ πάϲχοντοϲ ψυχρόν ἐϲτι καὶ ὕπωχρον , καὶ ξηραίνεται τὸ ϲτόμα . φλεβοτόμει οὖν τὸν οὕτω πάϲχοντα καὶ
τοι κἀπειδὰν ἐπὶ θάτερα τῶν μορίων φέρηται τὸ αἷμα , ξηραίνεται θάτερα . θαυμαστὸν οὖν οὐδέν , εἰ καὶ τὰ
6372432 παρεσις
σξεʹ . Καρδιακὴ διάθεσίς ἐστι τῆξις τοῦ ἐμφύτου τόνου καὶ πάρεσις . γίνεται δὲ τοὐπίπαν ἐπὶ στόματι γαστρὸς κακοπραγοῦντι καὶ
δὲ τοῦ αὐχένος ὀλίγον ἆσθμα ἑλκόμενον ψυχρὸν διέρχεται , καὶ πάρεσις τῶν σιαγόνων γίνεται αὐχένος ] τοῦ λαιμοῦ ἑλκόμενον ]
6371586 ψοφος
, λέγων οὕτως : τάδ ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος : τῷ καλλικοτταβοῦντι νικητήρια τίθημι καὶ βαλόντι χάλκειον κάρα
πλεονασμῷ τοῦ β βόλβιτον . . . . βόμβος : ψόφος τις ἐξ αὐτοῦ . . . . Βομβύκη :
6368260 ὁρατων
τούτοις τέλος , εἰς θείαν γένεσιν ἅμα καὶ τὴν τῶν ὁρατῶν καλλίστην τε καὶ θειοτάτην φύσιν ἰτέον , ὅσην ἀνθρώποις
πάντων ἀποκρουσθῶσι , συκοφαντήσουσιν . αὐτίκα γὰρ ἐπὶ τῶνδε τῶν ὁρατῶν καὶ κατ ' ἐνέργειαν αἰσθητῶν ὀλίγον παραλλάξασι | τοῖς
6354194 ἀντιλαμβανομενον
ἐν τῷ μεταξὺ δὲ γεύσεως καὶ ἀκοῆς τὸ τῶν ὀσμῶν ἀντιλαμβανόμενον πνεῦμα , ἀτμῶδες οἷον πεφυκός , γεῶδες δὲ τὸ
θεῖον σῶμα πολλῷ ἄμεινον καὶ θειότερον καὶ ἄλλον ἴσως τρόπον ἀντιλαμβανόμενον τῶν αἰσθητῶν , ὅνπερ τὰ γεννῶντα τῶν γεννωμένων .
6339879 παχυτης
ὄζειν τὸ χῦμα . σημεῖον λιθιάσεως κύστεως καὶ τῶν νεφρῶν παχύτης γαλακτοειδής . σημεῖον τοῦ πολὺν τὸν αἱματικὸν χυμὸν ἐν
τάδε , ῥῆξις , διάβρωσις , διάτασις , ἀναστόμωσις , παχύτης , πυκνότης , ῥύσωσις , ἔκτασις , ἀραιότης .
6333429 ὑγροτερον
τῆς Παρθένου ζώδιῳ βροντὴ καταρραγήσεται ἐὰν πρὸς τὴν ἡμέραν , ὑγρότερον κατάστημα γενήσεται πρὸς κόσμον καὶ ἀφθονία τῶν καρπῶν ἀλλὰ
τῶν βουνῶν καὶ τῶν γεωλόφων ξηρότερον τὸ κατάστημα ποιεῖ , ὑγρότερον δὲ τὸ ἀπὸ τῶν ποταμῶν καὶ πάντων ποτίμων ὑδάτων
6330326 παχυτερα
γεγονότι τεταρταίῳ , ἐξέρυθρα ἂν καὶ σανδαραχώδη οὖρα φανείη , παχύτερα μὲν τοῦ συμμέτρου τυγχάνοντα , μετρίας δὲ καὶ ἀνωμάλους
ξανθὰ ὑπάρχει καὶ κατάκορα , τὰ δὲ φλεγματώδη βραδυπορώτερα καὶ παχύτερα καὶ λευκὰ καὶ ὑπόψυχρα καὶ ναρκώδη εἰσίν . Ὅταν
6314881 μελαινα
ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν
ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν
6311787 ὑγροτητι
οἷον ἥ τε καθυγραίνουσα καὶ λουτροῖς καὶ ποτοῖς εἴπερ ἐν ὑγρότητι καὶ συντήξει τὸ πάθος καὶ τῷ κόπῳ λύουσα τὸν
πάθουϲ . Θαψία δριμείαϲ ἐϲτὶ καὶ ἰϲχυρῶϲ θερμαντικῆϲ δυνάμεωϲ ϲὺν ὑγρότητι : ἕλκει τοιγαροῦν ἐκ βάθουϲ βιαίωϲ καὶ αὐτὴ διαφορεῖ
6307673 κυστις
ἀψυχέει , καὶ ἡ γαστήρ οἱ στεγνὴ ἔσται καὶ ἡ κύστις , καὶ τὤμματα ἀναδινέει , καὶ ζοφοειδὲς ὁρῇ .
δὲ Ἰχθύσιν ἡ κεφαλὴ κατὰ τὸ μέρος τὸ λαιὸν καὶ κύστις . τοσαῦτα μὲν περὶ ἥπατος παρὰ τῶν ἀρχαίων ἐξετέθη
6303530 οὐρητικος
οὕτως : φλεγμαίνοντος τοῦ τραχήλου τῆς κύστεως , ἀποστενοῦται ὁ οὐρητικὸς πόρος τῆς κύστεως , καὶ τὸ τηνικαῦτα ἐπέχεται τὸ
, καὶ [ ὁ ? ] οἶνος λεπτὸς καὶ λευκὸς οὐρητικὸς , γυμνασίοις τε συμμέτροις κεχρῆσθαι καὶ ἀνατρίμμασιν ἐν τοῖς
6303478 τραχυτης
οὐδέν ἐστι μέρος εἰς ὃ μὴ κάτεισιν , οὕτως ἡ τραχύτης αὕτη καὶ τὸ μικροῦ δεῖν ἅπαντας ἀλλήλων ἀπεστράφθαι διαπεφοίτηκε
ἐστι σεμνότης δεῖξαι καὶ ὅπως γίνεται , ὁποῖόν τί ἐστι τραχύτης ἢ ἀφέλεια καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων εἴδη .
6298590 αἰσθητηριου
οἷον ἦν τὸ προεωραμένον , ἢ μικτόν τι , τοῦ αἰσθητηρίου ἔτι σώζοντος καὶ τὸ τοῦ πρώτου πάθος , καὶ
δὲ τοῖς ἰκτεριῶσι τὰ ἔξω φαίνεται , αὐτὸ τοῦτο τοῦ αἰσθητηρίου πάσχοντος , καὶ κωνώπια ὡς πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁρῶμεν
6296703 παχυνει
Ἐνθέρμῳ φύσει , ἐν θερμῇ ὥρῃ κοίτη ἐμψύχει , κοίτη παχύνει , ἐν θερμῷ λεπτύνει . Οὗτος ὁ λόγος μέρος
ὡς ἀληθῆ ὑπολαμβάνοντες , καὶ ὅτι τὰ τοιαῦτα τῶν βρωμάτων παχύνει τὸν νοῦν τροφιμώτερα ὄντα καὶ πολλὴν ἀνάδοσιν ποιοῦντα .
6292447 λεπτυνει
: ἑψηθέντα μέντοι δὶς ἢ τρὶς ἀποτίθεται τὴν δριμύτητα , λεπτύνει δ ' ὅμως ἔτι . τὸ ὀρῶδες τοῦ γάλακτος
τὰ κρόμυα : ἀνάλογον δὲ καὶ θερμαίνει τὸ ϲῶμα καὶ λεπτύνει τοὺϲ ἐν αὐτῷ χυμοὺϲ καὶ τέμνει τοὺϲ γλίϲχρουϲ .
6280708 σπλην
ἰδίως ἡπατικοῖς ὀνομαζομένοις πάθεσιν . ἐφεξῆς δὲ τῷ ἥπατι βλάπτεται σπλὴν ὑπὸ τῶν γλυκέων οἴνων : οὐ μὴν ὅ γε
τὸν καπνὸν ἢ εἰς ἄνεμον ἕως ὅτου ξηρανθῇ , ὁ σπλὴν τῆς αἰγὸς ξηραίνεται καὶ ὁ τοῦ πάσχοντος μειοῦται .
6268845 πυκνοτης
. ἀρίστη δὲ κόμη ἡ τὸ μέσον τούτων ἔχουσα . πυκνότης τριχῶν ἄκρως θηριώδη ἄνδρα σημαίνει : οὕτω γὰρ καὶ
τῆς μὲν θερμοτέρας σημεῖα μέγεθος ἀναπνοῆς καὶ σφυγμοῦ τάχος καὶ πυκνότης ἐστὶ μετ ' εὐτολμίας τε καὶ μανιώδους θρασύτητος .
6264549 ὀγκος
τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ
περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν
6264497 λευκαινεται
γὰρ οἶάπερ παρθένος , πορφύρεται δὲ οἷα βοῦς , καὶ λευκαίνεται , δηλοῦν τὴν εἰς ἄστρα τῆς κόρης μεταβολήν ,
αὐτοῦ ἐν τοῖς λευκώμασιν τοῦ κερατοειδοῦς , λευκοῦ ὄντος , λευκαίνεται . φαίνεται δὲ μέλας οὐ διὰ τὴν οἰκείαν φύσιν

Back