τὸ ἦθος καὶ τὴν διάθεσιν , ἡ φωνή , τὸ βλέμμα , τὸ σχῆμα , καὶ δὴ καὶ ταῦτα τὰ | ||
ὧδε τὸν θάνατον τὸν κεκλημένον τὸ ἀναίσχυντον πρόσωπον καὶ ἀνέλεον βλέμμα . καὶ ἀπελθὼν Μιχαὴλ ὁ ἀσώματος εἶπεν τῷ θανάτῳ |
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε . | ||
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς |
τοῦδε γὰρ καὶ τούτου τοῦ ἀνδρὸς τὸ δράμημα καὶ τὸ βάδισμα Περσικὸν φαίνεται καὶ φέρει ἡμῖν , ὥστε ἀκούειν , | ||
ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων ἄνωθεν . ἐγεφύρωσε |
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν | ||
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι % |
, ἵνα μὴ συναπτόμεναι πρὸς ἀλλήλας αἱ καταλήγουσαί τε εἰς τραχὺ γράμμα καὶ αἱ τὴν ἀρχὴν ἀπό τινος τοιούτου λαμβάνουσαι | ||
βίας , ἐπεὶ τίκτουσιν ἐκτὸς ἀλγηδόνος ἁπαλήν ] τὴν μηδὲν τραχὺ καὶ βίαιον ἔχουσαν : ἀλύπως γὰρ τίκτουσιν ἁπαλήν ] |
, οὐδὲ περιστάσεων . Ἀγαπήσετε δὲ ὅμως τὸ καματηρὸν καὶ σκληρὸν τοῦτο τῆς διαγωγῆς , καὶ ἐπίπονον , διὰ τὰ | ||
μόνου ἐμνημόνευσε τοῦ μαλθακοῦ , εἰδὼς ὡς καὶ εἴ τι σκληρὸν , ἐκείνῳ δὲ ἡδὺ , ὡς μαλθακὸν αὐτῷ φαίνεται |
αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν | ||
: πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν |
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα , | ||
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων |
φερόμεναιτὸ δὲ Δίωνος ἦθος ἠπιστάμην τῆς ψυχῆς πέρι φύσει τε ἐμβριθὲς ὂν ἡλικίας τε ἤδη μετρίως ἔχον . ὅθεν μοι | ||
δὲ οὐκ ἐν ῥυθμῷ ὂν τὸ ζῷον , ἀλλ ' ἐμβριθὲς μὲν τὰ μέσα , μακρὸν δὲ κατὰ τὸν αὐχένα |
σκέπασμα . Ὡς δὲ πάϊς : παραβολή . δολόεντα : δολερόν . μόρον : φόνον . λίχνοισι : λαιμάργοις : | ||
κῦμα , ὅτε νοήσῃ τὴν ὁρμὴν τῶν ἀγρευτήρων δολόεντα ] δολερόν δολόεντα ] ἡ δολόεις , Ἰωνικῶς μαθοῦς ' ] |
δὲ δὴ ἐν ὅπλοις πειρᾶσθαι αὐτῶν καὶ ὁρᾶν τιτρωσκομένουςἄπαγε : θηριῶδες γὰρ καὶ δεινῶς σκαιὸν καὶ προσέτι γε ἀλυσιτελὲς ἀποσφάττειν | ||
' ἁπλοῦν ἔχων , ἀλλὰ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ τὸ θηριῶδες . διὸ καὶ Σκύθον αὐτὸν οἱ Λακεδαιμόνιοι προσηγόρευον . |
καὶ γραφέων καὶ ποιητῶν παῖδες ἐργάσονται . ὃ δὲ πᾶσιν ἐπανθεῖ τούτοις , ἡ χάρις , μᾶλλον δὲ πᾶσαι ἅμα | ||
, ὥϲπερ τῶν ληθαργικῶν , ποτὲ δὲ καὶ ἔρευθοϲ αὐτοῖϲ ἐπανθεῖ , τό τε ἄνω βλέφαρον αὐτῶν ἀναϲπᾶϲθαι δοκεῖ καὶ |
βαθεῖ , πήραν ἐξημμένον καὶ τριβώνιον ἀμπεχό - μενον , ὀργίλον , ἄμουσον , τραχύφωνον , λοίδορον , μηνύειν ἐπὶ | ||
, περὶ ἀναιδείας καὶ βδελυρίας : ὁπότε δὲ ἀγνώμονα καὶ ὀργίλον , ἀγνωμοσύνης καὶ ὀργῆς ἀποτρέπειν . καὶ ἐπὶ τῶν |
μὲν ἔπαινος ἢ κρότος πολὺς οὐκ ἂν ἀπαντήσειεν αὐτῷ , μειδίαμα δὲ παρὰ τῶν ἀκουόντων καὶ τὸ ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα | ||
Σωσάνδρα δὲ καὶ Κάλαμις αἰδοῖ κοσμήσουσιν αὐτήν , καὶ τὸ μειδίαμα σεμνὸν καὶ λεληθὸς ὥσπερ τὸ ἐκείνης ἔσται : καὶ |
βαρὺ ἀντίκειται φήσομεν , τὸ δὲ ἐν ὄγκῳ ᾧ τὸ ἀμβλύ , ἢ ὅπως ἂν ἄλλως ἐνδέχηται . ἔστι δὲ | ||
σε προσηρώτα εἰ ἐπίστασθαι ἔστι μὲν ὀξύ , ἔστι δὲ ἀμβλύ , καὶ ἐγγύθεν μὲν ἐπίστασθαι , πόρρωθεν δὲ μή |
τῆς δημοσίας . ἐμφανίζουσι δ ' αὐτοῦ τὸ περὶ ταῦτα ἱλαρὸν αἱ ὑπ ' αὐτοῦ γραφεῖσαι σατυρικαὶ κωμῳδίαι τῇ πατρίῳ | ||
στρουθίοις χανοῦς ' ὁμοίως : ἧς ἐπαρεμυθήσατο ἐποίησέ θ ' ἱλαρὸν εὐθέως τ ' ἀφεῖλε πᾶν αὐτοῦ τὸ λυποῦν κἀπέδειξεν |
τὴν φωνὴν ἀνατειχίσας ἄνω . ὁ δ ' αὐτὸς καὶ φθέγμα κεκράτηκεν . καὶ σκευὴ μὲν ἡ τῶν ὑποκριτῶν στολήἡ | ||
τοσοῦτοι Ἀθήνησι καλοὶ ἕπονται , πάντες ἐλεύθεροι , στωμύλοι τὸ φθέγμα , παλαίστρας ἀποπνέοντες , οἷς καὶ παραδακρῦσαι οὐκ ἀγεννές |
φύλλον ἔχει ῥοῶδες , μεῖζον δὲ ἢ χαμαιδάφνης , καὶ μαλακὸν δὲ ὥσπερ ἡ ῥόα . ἡ δὲ βλάστησις ἄρχεται | ||
δοκεῖ εἶναι τῶν ὀστῶν τέλος . αἱ δὲ σάρκες ἐπίβλημα μαλακὸν λιπαρόν , ἐπιβεβλημένον τοῖς ὀστοῖς κάλλους τε καὶ σκέπης |
γὰρ μέλανα ἀπὸ τῆς θερμότητος τοῦ νότου , ποτὲ δὲ ἐρύθημα ἐκ τῆς ψύξεως τοῦ βοῤῥᾶ . λέγει δὲ ὁ | ||
, ἀπορίη , βάροϲ τοῦ τόπου , ἔνθα ῥήϲϲεται , ἐρύθημα τοῦ προϲώπου , ἢν μηδέκω ῥαγῇ . κἢν μὲν |
, χρῶμα ὄρτυγος , κεφαλὴ προμήκης , ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον | ||
δριμὺ καὶ κολλῶδες , φλεγμαίνει καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ ξυντείνει ὁ τράχηλος , καὶ οὕτω προΐει ἐς οὖς : κἢν μὲν |
κύκλον , ὡς ἀκάμας ἐν αὐτῷ καὶ τὸ τῆς πανσελήνου φαιδρόν . ἀλλά μοι δοκεῖς περὶ τῶν καθ ' ἕκαστον | ||
τῆς ἑορτῆς τὸ σεμνὸν βουλομένου , τοῦ δὲ λαμπροῦ καὶ φαιδρόν τι προσαπαιτοῦντος . Ἔστι τοίνυν τῆς αὐτῆς εὐσεβείας τεμένη |
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς | ||
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα |
αὐτῷ , οἷα καὶ Παρθενοπαίῳ καλουμένῳ , ἀλλὰ ὠμὸν καὶ ἀπηνὲς καὶ χαλεπὸν , ἔτι δὲ καὶ γοργὸν ὄμμα ἔχων | ||
Κερασβόλον . ἄτηκτον καὶ μὴ εἶκον παιδείᾳ , ἀλλ ' ἀπηνὲς ὄν . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν σπερμάτων , ἅτινα |
πυκναὶ ὑγιαίνουσιν , οὗτοι ἐξ αἵματος ῥύσιος ἐμπυΐσκονται . Τὸ φρικῶδες καὶ τὸ δύσπνοον ἐν τοῖσι πόνοισι , σημεῖα φθινώδεα | ||
: οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες : ἰσχυρόν : κρεῖσσον θέαμα : οἷον : ὑπὲρ |
προσβιάζεται ] συνακολουθεῖν . παράπαν ] παντελῶς οὐδὲ γρῦ ] φώνημα μικρόν οὐκ ἔσθ ' ὅπως ] τρόπος ἀττικός ὅπως | ||
' Ἀτρειδῶν τοῦ τε σύμπαντος στρατοῦ . Τέκνον , τίνος φώνημα ; μῶν Ὀδυσσέως ἐπῃσθόμην ; Σάφ ' ἴσθι : |
αἱ ψυχραὶ δὲ ἅμα καὶ ξηραὶ κράϲειϲ ἐγκεφάλου ψυχρὰν καὶ ἄχρουν ἀποτελοῦϲι τὴν κεφαλήν , εἰϲὶ δὲ καὶ ἄφλεβοι τοὺϲ | ||
ψυχραὶ δ ' ἅμα καὶ ξηραὶ κράσεις ἐγκεφάλου ψυχρὰν καὶ ἄχρουν ἀποτελοῦσι τὴν κεφαλήν : εἰσὶ δ ' αἱ τοιαῦται |
δηλοῖ . μέτωπον ὥσπερ λόφους καὶ ὀρύγματα ἔχον ἐν ἑαυτῷ πανοῦργον καὶ ἄπιστον ἄνδρα κατηγορεῖ , ἐνίοτε δὲ καὶ μωρὸν | ||
τοὺς κεκρατηκότας φεύγωσι . διαβάλλει δὲ Εὐριπίδην ἐνταῦθα ὡς λίαν πανοῦργον καὶ τὰ τοιαῦτα ἐν τοῖς δράμασιν ἐπιτηδεύοντα . ] |
ψητταρίοις μετὰ κωθαρίων , καὶ σκινδαρίοις μετὰ κωβιδίων . οὐ μανικόν ἐστ ' ἐν οἰκίᾳ τρέφειν ταὧς , ἐξὸν τοσουτουὶ | ||
ἀνὴρ . μέλαν , φρικῶδες , μανικὸν . σκοτεινόν , μανικόν , καταπληκτικὸν . σκοτεινόν , φοβερὸν . βλέπων . |
ἢ στάσεως . παραλίαν ] παραθαλασσίαν ὑπὸ ] ὑποττοβεῖ , ὑπηχεῖ κηρόπλαστος ] ὁ πεπλασμένος καὶ ἀληλιμμένος κηρῷ δόναξ ] | ||
νηδύος φολίδας , λοξὸν δὲ οἶμον πρόεισιν . ἠρέμα οὖν ὑπηχεῖ , ὡς καταγνῶναι νωθείαν αὐτοῦ καὶ οὐδένειαν . δακὼν |
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν | ||
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς |
ἐγκρατεῖ , καθάπερ καὶ τὸν θρασὺν τῷ ἀνδρείῳ καὶ τὸν χαῦνον τῷ ἐλευθερίῳ : διαφέρει δὲ κατὰ πολλά . ἰδίως | ||
ἑωυτῷ , διαφύσιας ἔχον πλαγίας , ᾗ πλευραὶ προσήρτηνται , χαῦνον δὲ καὶ χονδρῶδες . Κληῗδες δὲ περιφερέες ἐς τοὔμπροσθεν |
, καὶ εἶναι τόν τε Ἀντωνῖνον ἐπιεικῶς ἐν ἀκμῇ κἀκεῖνον βλοσυρόν τι ἰδεῖν : καθέζεσθαι δέ μου αὐτὸν οὐκ ἀπὸ | ||
, ἔνθα δράκων ὁλκοῖσιν ὑπὸ πλατέεσσιν ἑλιχθείς δινεύων ἀνάειρε κάρη βλοσυρόν τε γένειον , ἂν δ ' ὀλοὸν σύριγξ ' |
καὶ βάσκα - νος : εἰ δὲ καὶ τὸ σῶμα ἐπικεκλασμένον , φειδωλὸς καὶ φιλάργυρος . Κλεῖδες συμπεφραγμέναι οὐκ εὐαίσθητον | ||
σκολιόβουλοι . ἀγκύλον : ἐπικαμπές , στρεβλόν , σκολιόν , ἐπικεκλασμένον . ἀγναπτότατος αὖος βάτος : ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ |
Ἑρμῆ νεκρῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε , νυκτός τ ' ὄμμα τῆς μελαμπέπλου ἔστιν δὲ ποδαπὸς τὸ γένος οὗτος ; | ||
σχῆμα , ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , |
βιοῦντος κατὰ φύσιν . οὐκ ἀπὸ σκοποῦ μέντοι καὶ χιτῶνα ποικίλον ἀναλαμβάνειν λέγεται : ποικίλον γὰρ πολιτεία καὶ πολύτροπον , | ||
ἀκολούθους ἐκθέσεις πεποίηται κατὰ διαφόρους ὑπομνήσεις διὰ τὸ πολύχουν καὶ ποικίλον τῶν συντάξεων , οἷον ἐπὶ τῶν ἀντικεῖσθαι πεπιστευμένων . |
καὶ οὔτε γλυκύ τι περὶ τοῖς ἐκτὸς ὑπάρχειν , οὐ πικρὸν ἢ θερμὸν ἢ ψυχρὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλαν , | ||
: ῥίζα ἰσχνή , ἄπρακτος : σπέρμα ὅμοιον σησάμῳ , πικρὸν ἐν τῇ γεύσει . Σησαμοειδὲς τὸ λευκὸν καυλία ἔχει |
ἀνδρὸς ἔργον καὶ πολλῆς ἄξιον ἀποδοχῆς , τὸν ἀβέλτερον καὶ σκαιὸν πραῦναι τοῖς ἐς αὐτὸν πραττομένοις . καὶ γὰρ οὐδὲ | ||
οὐκ ἔνι . Δηλοῖ πολλάκις κακοσύνθετος ὄψις Ψυχῆς διεστραμμένης τὸν σκαιὸν τρόπον . Δέδοται καὶ κακοῖς ἄγρα . Δούλῳ γενομένῳ |
: τὸ δὲ διὰ τῶν καθ ' ἕκαϲτα τὸ μὲν εὔτονον γυμνάϲιον , τουτέϲτι τὸ βίαιον , πρὸϲ εὐτονίαν παραϲκευάζει | ||
ἐπιχειρούσας μιμεῖσθαι : τό τε ὀρθὸν ἐν τούτοις καὶ τὸ εὔτονον , τῶν ἀγαθῶν σωμάτων καὶ ψυχῶν ὁπόταν γίγνηται μίμημα |
δ ' ἄρα τοῦ βασιλεὺς Πλεισθενίδας ἐφάνη . κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον γᾶς ὑπένερθεν [ Θεστιάδαι ] : [ ] | ||
ἀλεκτρυόνες οἱ συνεστραμμένοι τοῖς ὄγκοις , φοινικόλοφοί τε , καὶ ῥύγχος βραχὺ ἔχοντες , εὐχάροποί τε ταῖς ὄψεσι , καὶ |
θρασὺ ποιεῖν κοινὴν ὑμῖν πέμπων ἐπιστολήν , εἰ μὴ κἀκεῖνο θρασὺ τὸ πάντας ὑμᾶς φιλεῖν . εἰ δ ' ἥκιστα | ||
ἔτι δὲ καὶ γοργὸν ὄμμα ἔχων . . ὠμὸν ] θρασὺ , φονικόν . . παρθένων ἐπώνυμον ] τουτέστι χαῦνον |
γίνεται , οἶνον δὲ τὸν παλαιότατον σπουδάζομεν : ὁ μὲν δάκνει γάρ , ὁ δ ' ἱλαροὺς ἡμᾶς ποιεῖ . | ||
τοῦ χυμοῦ , καὶ ἀρξάμενον φέρεσθαι ἐπὶ τὰ ἔξω , δάκνει καὶ ποιεῖ τὸ ῥῖγος . τοῦτό ἐστι τὸ λεγόμενον |
, εὐαίσθητον δ ' αὐτοῦ τὸ πρὸς τῇ κοιλίᾳ καὶ νευρῶδες . ἔξωθεν δὲ σαρκώδης ἐστί , καθὸ τῷ βρόγχῳ | ||
' ὄντα τοῖς ῥευματιζομένοις τὰ ἄρθρα καὶ τοῖς πενονθόσι τὸ νευρῶδες ἀνεπιτήδειά ἐστι τοῖς περὶ τὴν κύστιν πάθεσι καὶ ἕλκεσι |
θαλάσσῃ στενοῦ , ὅπερ καὶ ἐπὶ γῆς ἄγαν κινδυνῶδες καὶ φοβερόν ἐστιν . ἁλὸς ἐν ξυνοχῇσι : ὅπου στενοῦται ἡ | ||
γαίης : ἐπὶ γῆς ἐν τῇ γῇ * σμερδαλέον : φοβερόν * ἀείρει : αἴρει , ὑψοῖ μετεωρίζει * τῆς |
κόρον οὐδ ' ἂν τοῦ βραχίστου τὸ λοιπὸν ἐπιγεύσαιτο : περιτείνεται μὲν γὰρ ἡ γαστὴρ τῷδε , οἰδαίνει δὲ ἡ | ||
εἰ δὲ ἐπὶ πλεῖον αὐτῇ χρησόμεθα , κατακρατούσης ξηρότητος , περιτείνεται τὸ δέρμα , ἐν δὲ τῇ ἀναθρέψει τὰ αὐτὰ |
καὶ ἑψημάτων θεραπείαν , ἐν οἷς δή τι δοκεῖ τὸ γυναικεῖον γένος εἶναι , οὗ καὶ καταγελαστότατόν ἐστι πάντων ἡττώμενον | ||
. Τό γε ἀνδρεῖον , ὦ βέλτιστε : τὸ μέντοι γυναικεῖον ἴσως πλεονάζει . ἀνὴρ δὲ καλὸς σπάνιον μὲν εἰ |
μέσον ἐστὶ τοῦ μεταφρένου καὶ ὀσφύος . διαδέχεται οὖν ἡ ὀσφὺς , ἥτις ἰξὺς ὠνόμασται , καθ ' ὃ ζωννύμεθα | ||
τὸ καταλῆγον ἀντίστερνον . τὸ δ ' ἀπὸ τῆς ῥάχεως ὀσφὺς τὸ μέχρι γλουτῶν . τὴν δὲ ῥάχιν ἔνιοι τῶν |
τοῦ Σπερχειοῦ , τοῦ Μέλητος ἀπάρχεσθαι τῶν λόγων , ὥσπερ βοστρύχων , ᾄδοντας Ὁμήρου χάριν τὸν ποταμόν . διαβάντι δὲ | ||
σάρκα καὶ πρὸς τὴν τριχὸς κίνησιν μεθηρμόζετο , ὁτὲ μὲν βοστρύχων οὔλων πλο - καῖς συνεξελιττόμενος , ὁτὲ δ ' |
λοξὴ παρὰ κορυφὴν ἐπὶ ἰνίον ὑπὸ λοβὸν ὠτὸς ἀντικειμένου ὑπὸ γένειον , ἔπειτα παρειὰς , ἔπειτα λοξὴ κατὰ βρέγματος ἐπὶ | ||
καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε |
λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον , σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις , βαρὺ σφόδρα τε εὐῶδες , δίχα εὐρῶτος καὶ δριμύττον τὴν | ||
ἢ πτῶμα ἢ πληγὴν σφοδρὰν ἢ καὶ προσάρασθαί τι φορτίον βαρὺ ἢ καὶ προσομιλῆσαι κρύει σφοδρῷ ἢ τῷ ἀθροισθῆναι πλῆθος |
Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα , | ||
τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ |
ἔπαλλε δελφὶς πρώιραις κυανεμβόλοισιν εἱλισσόμενος , πορεύων τὸν τᾶς Θέτιδος κοῦφον ἅλμα ποδῶν Ἀχιλῆ σὺν Ἀγαμέμνονι Τρωίας ἐπὶ Σιμουντίδας ἀκτάς | ||
δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ ξύλον χαῦνον καὶ κοῦφον ξηρανθέν , ἐντεριώνην δὲ ἔχον μαλακήν , ὥστε δι |
, οἷον πήχεων , μηρῶν : ἀτὰρ καὶ τὸ δέρμα ἀραιόν : δηλοῖ δὲ ἡ θρὶξ τῶν ζώων . Ἧσιν | ||
ὀστέον τὸ κατειληφὸς τὸν ἐγκέφαλον λεπτότατον εἶναι καὶ ὑμενῶδες καὶ ἀραιόν , φλέβας τε ἐντεῦθεν καὶ ἐς ἄκραν τὴν κεφαλὴν |
εἰς τὸ παθεῖν . Ὥσπερ δὲ ὁ ἀὴρ τὸ φῶς ἀτενὲς ὂν καὶ μένον , ἕως μένει , αὐτὸς παρέρχεται | ||
πονέετόν τε καὶ ἐξέχετον ὡς ἀπαγχομένοισι , καὶ ἐκβλέπει αὐτοῖσιν ἀτενὲς , καὶ ἐπιστρέφειν οὐχ οἷός τέ ἐστιν αὐτοὺς , |
πρὸς ταῦτα τὴν ὁρμὴν ποιεῖσθαι , τὴν δὲ ψυχὴν ἔχουσιν εὐκίνητον πρὸς ἀδικίαν , ὧδ ' ἡμῖν παρηγγέλθω πᾶσι τοῖς | ||
Δελφῖνα πρὸς τοὐραῖον δεῖς : ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου διὰ τὸ εὐκίνητον εἶναι . Πρὸς τοὺς οὐ δυναμένους τηρεῖν τὰ διδόμενα |
προπομπὴν ποιοῦντες φύλλα συκῆς ἐκρέμων τῇ προπομπῇ καὶ ἔβαινον . κυάνεόν τε χελιδόνιον : ἤτοι κυανοῦν καθ ' ἑαυτό . | ||
ζοφοειδέα χῶρον τηλέπορον , ἀκάμαντα , λιπόπνοον , ἄκριτον Ἅιδην κυάνεόν τ ' Ἀχέρονθ ' , ὃς ἔχει ῥιζώματα γαίης |
καὶ φοβερός , ἀντίον πᾶσι βλέπων . ἆρ ' οὖν ἀρρενωπόν τι καὶ σεμνὸν εἶδος τῷ τοιούτῳ δαίμονι πρέπει ἢ | ||
σῶφρον , ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον |
λευκὰ οἷον πιλίσκους , τὸ δ ' ἐν αὐτοῖς ἐρυθρὸν δυσῶδες . ἡ δὲ μακρὰ φύλλα ἔχει ἐπιμηκέστερα τῆς στρογγύλης | ||
ποιῆσαι . κβʹ . ἔλαιον ταγγὸν θεραπεῦσαι . κγʹ . δυσῶδες ἔλαιον θεραπεῦσαι . κδʹ . ἔλαιον θολερὸν καταστῆσαι . |
πίθου , τῷ κρουσθέντα αὐτὸν ἀποδοῦναι ἦχόν τινα ὀξὺν καὶ τορόν . οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο αὔταρκες , ἀλλὰ χρὴ | ||
τὴν Λύδην ἔφη : Λύδη καὶ παχὺ γράμμα καὶ οὐ τορόν . Κρημνοποιός τε καὶ στόμφαξ παρὰ τοῖς τραγικοῖς Αἰσχύλος |
θυμοειδὲς καὶ τὸ μὲν εἴη τὸ φυτικόν , τὸ δὲ θυμοειδὲς ἐξ αὐτοῦ ἴχνος περὶ αἷμα ἢ χολὴν ἢ τὸ | ||
ἐν οἷς περὶ τῶν παθῶν ἁπάντων ἐλέγετο τῶν περὶ τὸ θυμοειδὲς καὶ τὸ ἐπιθυμοῦν γινομένων ὅπως ἕκαστα : οὐ μὴν |
τοῦ λυροφοίνικος καὶ τοῦ ἐπιγονείου , ὃ νῦν εἰς ψαλτήριον ὄρθιον μετασχηματισθὲν διασῴζει τὴν τοῦ χρησαμένου προσηγορίαν . ἦν δ | ||
. . . ! ! ! ! ] πολε [ ὄρθιον ] ⌋ ἰάλεμον ⌊ [ κελαδήσατ ⌋ ⌊ ! |
μέγεθος μὲν ὁ ἀὴρ ὅλος , ὅσον μου καταλαμβάνει τὸ πτερόν , κάλλος δὲ αἱ τῶν λειμώνων κόμαι : αἱ | ||
τὸν βοῦν : Ἔρως , μικρὸν παιδίον , ἡπλώκει τὸ πτερόν , ἤρτητο φαρέτραν , ἐκράτει τὸ πῦρ : μετέστραπτο |
διατονικῶν διαιρέσεων τὸ μὲν διάτονον μαλακὸν καλεῖται , τὸ δὲ σύντονον . ἡ μὲν οὖν τοῦ μαλακοῦ διατόνου χρόα μελῳδεῖται | ||
δὲ ἄκλυστον καὶ ἐν γαλήνηι ὂν ἔρρωταί τε καὶ ἔστι σύντονον καὶ διαρκεῖ πρὸς τὸν κατὰ φύσιν χρόνον τῆς ζωιογονίας |
ῥύσιν , ἐγκατέχει δὲ τῇ εὐρυχωρίᾳ τὸ ἀποκριθέν . ὁπότε τρυφερὸν καὶ καθαρὸν σπογγάριον ἐπίμηκες [ προστίθεται ] ὡσαύτως διάβροχον | ||
ἐμβρέχων εἰς ὕδωρ ἡμέρας ηʹ . εἶτα βρέχε ἔριον τεθυωμένον τρυφερὸν τῷ ἀποβρέγματι καὶ μὴ ἐκπιέζων ἔα ξηρανθῆναι καὶ πεσσὸν |
, τὸ δὲ γαῦρον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν . στόμα δὲ ἁπαλὸν καὶ ἀνάμεστον ὀπώρας ἐρωτικῆς , φιλῆσαι μὲν ἥδιστον , | ||
αἰγλάεντος [ ] ἀστήρ ὠρανῶ διαιπετής ἢ χρύσιον ἔρνος ἢ ἁπαλὸν [ ψίλον ] [ ! ῀ν ! ] [ |
δὲ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ἐπέφερεν ἢ τυρὸν ἁπαλὸν ἢ στέφανον ἀνθηρὸν ἢ μῆλον ὡραῖον : ἐκόμισε δέ ποτε αὐτῇ καὶ | ||
ἑαυτῷ ἔσται ὁ λόγος . συμπλέκει δὲ ὅμως αὐτῷ τὸ ἀνθηρὸν τῶν λόγων εἶδος , ὃ δὴ χάριν ὁμοῦ καὶ |
τῶν τόνων τὸ πλεῖστον διοδεύει ἢ ὅτι σεμνόν τι καὶ ἐρρωμένον καὶ εὔτονον ἦθος ἐπιφαίνει . ἐὰν μέντοι ἡ φωνή | ||
ἑταῖρον αὐτοῦ : ἡλικιώτας δὲ εἶναι , τὸν μὲν Εὐθύδικον ἐρρωμένον καὶ καρτερόν , τὸν δὲ Δάμωνα ὕπωχρον καὶ ἀσθενικόν |
καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι | ||
ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις |
ψίλωθρον ἐλήφθη μὲν ἐκ κομμωτικῆς , ἐπιπολαίως δὲ τὴν σάρκα ἀμύσσει : δῆλον ἔκ τε τοῦ φοινιγμοῦ καὶ τῆς ὕλης | ||
. καί με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] |
χωρὶς ὀδύνης ἀπόλλυται ὁ ἀνήρ . * ὄλλυται : θνήσκει ὑπνηλόν : καὶ γὰρ τὸ ὑπνηλὸν νῶκαρ ἐπάγει τὴν τοῦ | ||
σαρκῶδες καὶ τὸ πᾶν πρόσωπον σαρκωδέστερον , τὸ δὲ εἶδος ὑπνηλόν , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς , οὐ δεδορκότες , κίνησις |
ὁρᾷς ὡς διῆρται τὸ ξύλον καὶ συνέσπακε τὰς ὀφρῦς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει ; Μὴ δέδιθι : τιθασὸς | ||
ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον , θηλυκόν |
οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς | ||
εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς |
, ἐπανιέναι δὲ τῶν γυμνασίων καὶ ἀνατρίβειν [ τὸ ] στῆθος καὶ τιτθοὺς καὶ πάντα τρόπον ταύτῃ ἐρεθίζειν : ταῖς | ||
. ἔπειτα εἰλητῷ ἐπιδέσμῳ κατὰ κύκλον ἐπιδήσαντες τό τε ὅλον στῆθος καὶ τὰς πλευρὰς ὥστε σκεπάσαι καταλαμβανόμενοι τὸ πέρας τὰς |
ὁ ἥλιος , ἀνέχοιντο δὲ οἱ ὀφθαλμοὶ πρὸς αὐτὸν διηνεκῶς δεδορκότες , τίς οὕτως ἀνόητος καὶ ἐπιμανὴς καὶ κακοδαίμων τοῦ | ||
οὗτοι κάκιστοι : ] μεγάλοι δὲ ὀφθαλμοὶ καὶ στίλβοντες κινούμενοι δεδορκότες , οἷον θυμούμενοι δεδόρκασιν ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα |
ὑγρὰν οὖσαν , αὐχμηρὸν δ ' ἐργαζομένων ἐκ τούτου τὸ δέρμα , καὶ τὴν θερμασίαν τῶν μορίων αὐξανόντων , καὶ | ||
φαρμάκων , ὅσα δύναμιν ἔχει ἐκ τοῦ βάθους ἐπὶ τὸ δέρμα τὰς περιουσίας τῶν ὑγρῶν ἐπισπᾶσθαι : αἱ δὲ διαφορητικαὶ |
κατὰ τὸ πολὺ μέρος διὰ τὴν ἑνὸς γένους ἕξιν ὑπὸ μανότητος ὀστῶν ἐν σώματι ῥυώδη καὶ ὑγραίνουσαν νόσος ψυχῆς γέγονεν | ||
αὐτὴν ὅτι ἔμψυχός ἐστιν . ἀτρεμοῦσα γὰρ ὑπό τινος συμφυοῦς μανότητος καὶ ἡσυχάζουσα τοῖς τρήμασιν αὐτῆς ὅταν προσπέσῃ τι , |
ἢν δὲ μὴ ὑπὸ τὸ ὀϲτέον * * * μίμνωϲι οἰδέει τοῦ ὑμένοϲ τὸ ϲημεῖον . καὶ τοῦ μὲν περιγραφὴ | ||
καθαίρεται ὁκοῖον προβάτου οὖρον πολὺ , χροιὴ λευκὴ , καὶ οἰδέει πᾶσα , καὶ ἐν τῇσι κνήμῃσι πόμφοι ἀνίστανται , |
ἐμμανές , τὸ δὲ πράως ἐρυθρὸν εὐφυές , εὐμαθές , ὀξυκίνητον . ταῦτα μὲν περὶ παντὸς τοῦ σώματος : κατὰ | ||
εἶναι , παχὺν τὸν ἰὸν ὄντα ἔπειτα δευόμενον τῷ ποτῷ ὀξυκίνητον γίγνεσθαι , ὑγρότερον ὡς τὸ εἰκὸς καθιστάμενον καὶ ἐπὶ |
μαντικήν : ἐμφαίνεσθαι γὰρ ἐν αὐτῷ διὰ τὸ λεῖον καὶ πυκνὸν καὶ λαμπρὸν τὴν ἐκ τοῦ νοῦ φερομένην δύναμιν : | ||
, ἤγουν δυσπετέως φέρειν τὴν νοῦσον , πνεῦμα μέγα καὶ πυκνὸν εἶναι , τὴν ὀδύνην μὴ παύεσθαι , τὸ πτύελον |
' οἱ πολλοὶ πόνοι , τοῦδ ' οὕνεχ ' οἶκον στεγανὸν ἐξηυρήκαμεν λευκόν τ ' ὀρύσσειν ἄργυρον σπείρειν τε γῆν | ||
ἐκείνης τῆς κινήσεως ἐπὶ τὰ ἔξω ἐρχομένη ἡ ὕλη εὕροι στεγανὸν τὸ δέρμα , καὶ ἐκεῖ μένουσα λόγῳ διαβρώσεως ποιήσῃ |
ἀπεβρώθη . Πλάτων Σοφισταῖς : ἐν τρισίν πληγαῖς ἀπηδέσθη τὸ ῥάμφος . ἀπομαγδαλιά : σταῖς , ὃ ἔφερον ἐπὶ τὸ | ||
: καὶ οἷον πάλιν βλέπεις τοῦτον τὸν ἀετὸν καμπύλον τὸ ῥάμφος καὶ στεῤῥὸν τὸ πτερόν , τοιοῦτοι καὶ ἅπαντές εἰσιν |
τὴν ἀνάγκην ἐποίησε τῆς ἐπαναλήψεως . λήμη μὲν γὰρ καὶ κόμη παρῆν τῷ λημᾶν καὶ τῷ κομᾶν , κόμη δὲ | ||
Φοῖνιξ φησίν : Νίνου κάδοι μάχαιρα καὶ κύλιξ αἰχμή , κόμη δὲ τόξα , δήιοι δὲ κρητῆρες , ἵπποι δ |
κωκυτὸς ἐπεῖχε μυρίος , οἰμωγαί τε ἠκούοντο θαμιναὶ καὶ φθέγμα θρηνῶδες καὶ διωλύγιον , γύναια δὲ πολλὰ διαπληκτιζόμενα καὶ τὰς | ||
ὀρνίθων καὶ ἱεροὺς καλοῦμεν Ἀπόλλωνος . ᾄδουσι δ ' οὐχὶ θρηνῶδες ὥσπερ αἱ ἀλκυόνες , ἀλλ ' ἡδύ τε καὶ |
εἰ καὶ μακρὸς ὑπάρχει : ὁ δὲ παχὺς ἅμα καὶ εὐμήκης θυμικὸν ἄνδρα καὶ μεγάλαυχον καὶ αὐθάδη σημαίνει : ὁ | ||
δὴ Ζήνων διακήκοε Παρμενίδου καὶ γέγονεν αὐτοῦ παιδικά . καὶ εὐμήκης ἦν , καθά φησι Πλάτων ἐν τῷ Παρμενίδῃ , |
Δελφοῖς παρὰ τὸν Ἀπόλλωνα τὸν χρυσοῦν , ἔνθα καὶ τὸ ὅπλον ἀνάκειται Αὐγούστου Καίσαρος καὶ Νέρωνος ἡ κιθάρα . βάθρον | ||
τὰ πρὸς πόλεμον ἀνήκοντα . τὸ δ ' οὕτω κατασκευασθὲν ὅπλον πᾶν τὸ ὑποπεσὸν διαιρεῖ , ἀφ ' οὗπερ οὔτε |
τὸ περὶ τὸ πρόσωπον δέρμα κινεῖται , κἂν ἀκίνητος ἡ γένυς φυλάττηται . Ὁ μὲν δὴ περὶ τῇ βάσει μῦς | ||
, κυρτοῦντες τῷ θυμῷ τὰς κεφαλὰς , ἐκίνουν δὲ τὰς γένυς καὶ τὴν γλῶτταν οὗτοι οἱ ὄφεις ὡς λείξοντες . |
σάρκας , αἶψα δὲ τινθαλέοισιν ἐπαιονάασθε λοετροῖς αἷμ ' ἀναλυόμενοι τετανόν τ ' ἐσκληκότα ῥινόν . Εἰδείης δὲ λαγοῖο κακοφθορέος | ||
ἀφυσγετόν ] τὸ ἰλυῶδες , τὸν ῥύπον ἵζει ] καθίζει τετανόν ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς |
, παῖ , τῆς ἀσπίδος . τέκτονος σκεύη σκέπαρνον , πρίων , σφῦρα , τέρετρον τρύπανον τρυπανοῦχος ἀρίς , ῥίνη | ||
δέξασθαι ζωήν : ὥσπερ γὰρ ὁ σίδηρος ὁ ἀμόρφωτος δυνάμει πρίων , ὅτι δέξασθαι δύναται τοιόνδε σχῆμα , ἀλλ ' |
καυματῶδες , ζέον περιζέον , φλέγον , καῖον ὑπερκαῖον , κατηφές , καταπνεόμενον , κατήνεμον συνήνεμον , δύσθερον , ὑγρόν | ||
κάλλιον γὰρ οὕτω ποιεῖν . Δέδια τὸ σκυθρωπὸν αὐτοῦ καὶ κατηφές , μή με ὑλακτήσῃ προσελθόντα ἢ καὶ νὴ Δία |
θρασύτερον , θυμικώτερον , ἰταμώτερον , ψέξαις δ ' ἂν νωθές , ἀμβλύ , ἄπυρον , ἀόργητον , ἄθυμον , | ||
τραπεζήεσσι κύνεσσι , γυρόν , ἀσαρκότατον , λασιότριχον , ὄμμασι νωθές , ἀλλ ' ὀνύχεσσι πόδας κεκορυθμένον ἀργαλέοισι καὶ θαμινοῖς |
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν , | ||
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν |
. , . . , , . ] . Ὅτι ὀλισθηρόν , ὡς ἔοικε , καὶ σφαλερώτερον ἄνθρωπος πρὸς τιμὴν | ||
λύπην ἐμβάλλουσαι τῇ ἄγρᾳ : δυσκόλως γὰρ ἀγρεύονται διὰ τὸ ὀλισθηρόν . ἀνιγραί : ἀσθενεῖς . Ἀνιγραὶ ἀντὶ τοῦ ἐπίπονοι |
καὶ θεαῖς , ἐλθεῖν αὐτῷ τὴν ἀρχαίαν πενίαν , τὴν εὔφορον ἐκείνην καὶ πάμφορον καὶ καρποτρόφον , τὸν δὲ χρυσὸν | ||
ἀναπνοὴ θερμή τε καὶ ξηρή , δίψοϲ δριμύ , οὐκ εὔφορον πῦρ , τῷ πάντῃ ἐϲ θώρηκα ξυρρέειν : καὶ |
ἐστὶν , ἢ τὸ κλεπτικὴν ἔχον δύναμιν . Ὡς γὰρ ἔνδροσον ταυτὸν τῷ δροσερῷ μετουσιαστικῷ ὄντι , οὕτω καὶ ἐπίκλοπον | ||
ζεφύρια . καὶ εἰ ἐπαινεῖς χωρίον , ἐρεῖς εὔυδρον , ἔνδροσον , ὑδρηλόν , μαλακόν , βαθύ , κατάρρυτον , |
κριτικώτατον δὲ ἡδονῆς τὴν γλῶτταν : ἁπαλώτατον γὰρ εἶναι καὶ μανὸν καὶ τὰς φλέβας ἁπάσας ἀνήκειν εἰς αὐτήν : διὸ | ||
εἶναι ὅτι ἔστι κενόν . εἰ μὲν γὰρ μὴ ἔστι μανὸν καὶ πυκνόν , οὐδὲ συνιέναι καὶ πιλεῖσθαι οἷόν τε |
. . ἐμβαλεῖν : Ῥίψαι , ἐνθεῖναι . . ἡ γλῶττα τῷ κήρυκι : 〚 Διχῶς νοεῖται : 〛 ἡ | ||
περιπαρεὶς , ἀέριος αὐτίκα ἐπαίρεται . Ἔστι δὲ αὐτοῖς ἡ γλῶττα τραχεῖα καὶ στενὴ ῥίνης ἀποσώζουσα σιδηροβρώτιδος μίμημα , δι |
ξηραντικὸς δὲ κατὰ τὴν πρώτην : ἔχει δέ τι καὶ στῦφον ὀλίγον . ὁ δὲ φλοιὸς αὐτοῦ τὴν στυπτικὴν δύναμιν | ||
μικτῆς ἐστι ποιότητος καὶ δυνάμεως : ἔχει γάρ τι καὶ στῦφον ἐν ἑαυτῷ καὶ δριμὺ μετρίως . Θεῖον ἅπαν ἑλκτικῆς |
δὲ Δία πλήξαντα τὸ νέφος προφᾶναι αὐτήν . ἀλάλαξεν : ὀξὺ ἀνεβόησε . διὰ δὲ τούτου τὸ φιλοπόλεμον τῆς θεοῦ | ||
μηδὲ μηκύνειν λόγον . ἀεὶ δ ' ὁρῶντί τ ' ὀξὺ καὶ τυφλὸς ἦν : θυσίας γὰρ ἀπαρχὰς κρέας ἐπέμπομεν |
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον | ||
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω . |
μέρος , ὃ κυρίως εἰπεῖν ψυχὴ ψυχῆς ἐστι , καθάπερ ὀφθαλμὸς ὅ τε κύκλος σύμπας καὶ τὸ κυριώτατον μέρος τὸ | ||
δὲ κατὰ χρόαν ὧδε χρὴ διαιρεῖσθαι : γλαυκὸς μὲν ὁ ὀφθαλμὸς ἤτοι διὰ μέγεθος ἢ λαμπρότητα τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἢ προπετῆ |
παῖδα τίθησιν : πάντα δ ' ὑπεμνήμυκε , δεδάκρυνται δὲ παρειά . δευόμενος δέ τ ' ἄνεισι πάις ἐς πατρὸς | ||
ὡς ἀπὸ πηγῆς πυρός . γένυς εὐρεῖα , ὅση καὶ παρειά : μέχρι τῶν κροτάφων ἀνοίγει τὸ στόμα : ἔχει |
: τρία σημαίνει ἡ λέξις : ἔστι γὰρ ψολόεν τὸ μέλαν , τὸ σποδοειδές , τὸ λαμπρόν . Εὐφορίων ἢ | ||
ἑλμίνθων φθαρτικόν . εὐκοιλιώτερον δὲ τὸ λευκόν , τὸ δὲ μέλαν οὐρητικώτερον . ὑπάρχειν δ ' αὐτῶν καὶ τὰς ῥίζας |