μὲν ἔπαινος ἢ κρότος πολὺς οὐκ ἂν ἀπαντήσειεν αὐτῷ , μειδίαμα δὲ παρὰ τῶν ἀκουόντων καὶ τὸ ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα | ||
Σωσάνδρα δὲ καὶ Κάλαμις αἰδοῖ κοσμήσουσιν αὐτήν , καὶ τὸ μειδίαμα σεμνὸν καὶ λεληθὸς ὥσπερ τὸ ἐκείνης ἔσται : καὶ |
Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα , | ||
τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ |
, ἐνταῦθα δὲ ὡς ὑπεκφεύγοντα εἰς τὴν τάξιν τὴν ἑαυτῶν δέδεται δεσμῷ δευτέρῳ : ἐκεῖ δὲ οὐκ ἔχει ὅπου φύγῃ | ||
εἰς εὐνὴν αὐτὴν βαλλούσῃ . ἢ αὐτὴ ἡ Φαίδρα εὐναία δέδεται τὴν ψυχήν . τινὲς οὕτως : συνδέδεται ἡ ψυχὴ |
τὸ ἦθος καὶ τὴν διάθεσιν , ἡ φωνή , τὸ βλέμμα , τὸ σχῆμα , καὶ δὴ καὶ ταῦτα τὰ | ||
ὧδε τὸν θάνατον τὸν κεκλημένον τὸ ἀναίσχυντον πρόσωπον καὶ ἀνέλεον βλέμμα . καὶ ἀπελθὼν Μιχαὴλ ὁ ἀσώματος εἶπεν τῷ θανάτῳ |
τὴν φωνὴν ἀνατειχίσας ἄνω . ὁ δ ' αὐτὸς καὶ φθέγμα κεκράτηκεν . καὶ σκευὴ μὲν ἡ τῶν ὑποκριτῶν στολήἡ | ||
τοσοῦτοι Ἀθήνησι καλοὶ ἕπονται , πάντες ἐλεύθεροι , στωμύλοι τὸ φθέγμα , παλαίστρας ἀποπνέοντες , οἷς καὶ παραδακρῦσαι οὐκ ἀγεννές |
δὲ τὸν Μελικέρτην ποιούμενος ὡς ἐν τῇ γῇ ἔχοι , μειδιᾷ καθορμιζομένου καὶ κελεύει τὸν Ἰσθμὸν ἀναπετάσαι τὰ στέρνα καὶ | ||
νεανίαν χωροῦσιν . ὁ δ ' ἐς αὐτοὺς βλοσυρὸν ὁρῶν μειδιᾷ καὶ ὑφίσταται τὸ στῖφος καὶ τάχα που κρύψει τὸν |
ὁρᾷς ὡς διῆρται τὸ ξύλον καὶ συνέσπακε τὰς ὀφρῦς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει ; Μὴ δέδιθι : τιθασὸς | ||
ὑγιαῖνον , σεμνόν , ἀνδρῶδες , ἀνδρεῖον , ἀρρενωπόν , ἀπειλητικόν : καὶ τἀναντία βλέμμα ὑγρόν , ἄνανδρον , θηλυκόν |
σου ποιοῦ δυσμενῆ : † ἄλλως : οὐκ ἔστιν οὕτω στερρὸς : τὸ γὰρ στερρός ἀντὶ τοῦ στερρά , ὥσπερ | ||
ἔστιν οὕτω στερρός : τὸ ἑξῆς : οὐχ οὕτως ἐστὶ στερρὸς φύσις ἀνθρώπου , ἥτις οὐκ ἂν ἐκβάλοι δάκρυον τῶν |
χάριν ἔρανον ἐμαυτῷ τοῦτον οἴομαι φέρειν . ὅστις δ ' ἐρυθριᾷ τηλικοῦτος ὢν ἔτι πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ γονέας , οὐκ | ||
πίστιν ὁ καθ ' ἡμᾶς βίος . ἀπερυθριᾷ πᾶς , ἐρυθριᾷ δ ' οὐδεὶς ἔτι . οὐδὲν σιωπῆς ἐστι χρησιμώτερον |
ὀττευομένη , ἥτις ἐστὶν κληδονιζομένη . ὀσσόμενος ἤτοι τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑποβλέπων , ἢ κατὰ ψυχὴν προσδεχόμενος . ὀτρηροί ἐνεργεῖς καὶ | ||
κατεσκληκώς , ὁ συνεσπακὼς τὰς ὀφρῦς , ὁ ταυρηδὸν πάντας ὑποβλέπων , ἴσως ἔρωτι τῆς ἀκάτου χαλάσας τὸ βαρὺ καὶ |
τὸν Γανυμήδην παρέλαβεν ὡς θεὸν καὶ τὰ περὶ γλυκύτητα τῶν φιλημάτων εἰδότα . ἔστι δὲ ὁ νοῦς οὗτος : δοκεῖς | ||
πολλάκις γίνεσθαι ἀξιῶν , ὡς αὐτοῦ παρόντος ἄξιος εἴης τῶν φιλημάτων κριτής , καὶ τὸν μυθευόμενον Λύδιον λίθον τοῦ χρυσοῦ |
πυκναὶ ὑγιαίνουσιν , οὗτοι ἐξ αἵματος ῥύσιος ἐμπυΐσκονται . Τὸ φρικῶδες καὶ τὸ δύσπνοον ἐν τοῖσι πόνοισι , σημεῖα φθινώδεα | ||
: οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες : ἰσχυρόν : κρεῖσσον θέαμα : οἷον : ὑπὲρ |
, καὶ εἶναι τόν τε Ἀντωνῖνον ἐπιεικῶς ἐν ἀκμῇ κἀκεῖνον βλοσυρόν τι ἰδεῖν : καθέζεσθαι δέ μου αὐτὸν οὐκ ἀπὸ | ||
, ἔνθα δράκων ὁλκοῖσιν ὑπὸ πλατέεσσιν ἑλιχθείς δινεύων ἀνάειρε κάρη βλοσυρόν τε γένειον , ἂν δ ' ὀλοὸν σύριγξ ' |
αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν | ||
: πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν |
τὴν διάνοιαν . γνώμης ] γνώσεως , διανοίας . . ἀποπειρῶ ] εἴτε εὐφυής ἐστιν εἴτε οὐχί εἴτε ἀφυής , | ||
: ἀπατεών κέντρων : τὸ ἐκ πολλῶν * * * ἀποπειρῶ : ἀπόπειραν λαβέ πυθέσθαι : μαθεῖν σχέτλιος : ἄδικος |
ἐν τοῖς δεινοῖς ἐπιδεικνυμένων . . θειασμός : Ἀρριανός : κρότος τε ἀθρόος καὶ ἐπιθειασμοὶ ὡρμήθησαν ὑπέρ τε αὐτοῦ τοῦ | ||
ὑπὸ γλωσσῶν κροτεῖσθαι : αἱ γὰρ παρὰ τῶν πολλῶν εὐφημίαι κρότος γλωσσῶν . ἀφῆκας οὖν καὶ τὸ δοξάριον : τί |
τὸ συνεχὲς καὶ τοῦ κτύπου τὸ ἀνέκλειπτον ὥσπερ τι ἄλλο ἐκπληκτικὸν φαίνεται . μεταξὺ δὲ δὴ τοῦ τε δεξιοῦ κέρως | ||
, εἰδότες τὸ δεινὸν [ δὲ ] καὶ τὸ θαυμαστὸν ἐκπληκτικὸν ὄν : δεῖν δὲ τἀναντία καὶ λέγειν καὶ παραδείγματα |
τῇ ἀσθενεῖ γῇ ἐς τέλος πολὺν καρπὸν ἐκφέρειν . καὶ συὶ δὲ ἀσθενεῖ χαλεπὸν πολλοὺς ἁδροὺς χοίρους ἐκτρέφειν . Λέγεις | ||
οἷς πάρεστι πατέρα αὐχεῖν τίγριν , ἔλαφον μὲν θηρᾶσαι ἢ συὶ συμπεσεῖν ἀτιμάζουσι , χαίρουσι δὲ ἐπὶ τοὺς λέοντας ᾄττοντες |
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε . | ||
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς |
τῶν κουρέων . μινυρίζειν μὲν λέγουσι τὸ ἠρέμα προσᾴδειν , μινύρεσθαι δὲ τὸ θρηνεῖν : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ | ||
ἀλύω . παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν |
τοῦ Σπερχειοῦ , τοῦ Μέλητος ἀπάρχεσθαι τῶν λόγων , ὥσπερ βοστρύχων , ᾄδοντας Ὁμήρου χάριν τὸν ποταμόν . διαβάντι δὲ | ||
σάρκα καὶ πρὸς τὴν τριχὸς κίνησιν μεθηρμόζετο , ὁτὲ μὲν βοστρύχων οὔλων πλο - καῖς συνεξελιττόμενος , ὁτὲ δ ' |
θρασύτερον , θυμικώτερον , ἰταμώτερον , ψέξαις δ ' ἂν νωθές , ἀμβλύ , ἄπυρον , ἀόργητον , ἄθυμον , | ||
τραπεζήεσσι κύνεσσι , γυρόν , ἀσαρκότατον , λασιότριχον , ὄμμασι νωθές , ἀλλ ' ὀνύχεσσι πόδας κεκορυθμένον ἀργαλέοισι καὶ θαμινοῖς |
ἄταισιν ] ἤγουν πολέμοις . δαῖτ ' ] εὐωχίαν . ἀκέλευστος ] μὴ ὑπ ' ἐκείνων εἰς τοῦτο προτραπείς . | ||
ἐμπέδως δεῖμα προστατήριον καρδίας τερασκόπου πωτᾶται , μαντιπολεῖ δ ' ἀκέλευστος ἄμισθος ἀοιδά , οὐδ ' ἀποπτύσαι δίκαν δυσκρίτων ὀνειράτων |
περὶ χῶρος ἀγαλλομένῃσιν ἰωῇς νηπιάχων κέκληγε , νόος δ ' ἐγέλασσε βοτήρων , ὣς κεῖνοι κεραῇσι περισπέρχους ' ἀγέλῃσιν . | ||
βάρους ἀμέτοχον . ἐπὶ δὲ Πηνελόπης . ἀχρεῖον δ ' ἐγέλασσε : ἐπίπλαστον καὶ ὑποκεκριμένον καὶ ἐπιπόλαιον μέχρι τοῦ τὰ |
τῶν ὀμμάτων τῷ χρώματι , τὸ στόμα εὐρυχανής τε καὶ κάρχαρος , ὦτα βραχέα , λεπτῷ περιστελλόμενα τῷ δέρματι , | ||
δὲ ἀντὶ τοῦ ἠφάνισεν . ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , |
γενεᾶς ἰσόθεος φώς . κυάνεον δ ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' | ||
. . . κυάνεον ] σκοτεινὸν , φοβερόν . . δέργμα ] βλέμμα . . Σύριον ] Περσικόν . διώκων |
καὶ φάσματα φανῆναι λέγουσι . σέλα μὲν οὖν οὐράνια καὶ κτύπους νύκτωρ πολλαχοῦ διαφερομένους καὶ καταίροντας εἰς ἀγορὰν ἐρήμους ὄρνιθας | ||
| × – ˘˘ – × – ους ] βροντῆς κτύπους [ . . . [ ] ! ! ! |
ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ ' ἔθειρα | ||
δυνατώτερον . . . οἷ . οἰστρεῖ : ἐριθίζει , ἐκμαίνει . Ἀππιανός : τῷ ὄντι πᾶσιν οἰστρώδης ἐνέπιπτεν ὁρμὴ |
κατὰ τὴν γαστέρα , ἡ δὲ ἀμβλώσῃ , ἐὰν μὲν ἄπλαστον καὶ ἀδιατύπωτον τὸ ἀμβλωθὲν τύχῃ , ζημιούσθω , καὶ | ||
, πλὴν τοῦτο : ὁρῶν † τι † ἐν ἐμοὶ ἄπλαστον θέαν γεγενημένην ἐξ ἐλέου θεοῦ , καὶ ἐμαυτὸν ἐξελήλυθα |
εὐθυμίαν δὲ καὶ αὐτὸν [ ἐκεῖνον ] θέλων προαγαγεῖν ἐπυνθάνετο μειδιῶν εἰ οὐκ αἰσχύνεται Λάμωνος υἱὸν φιλῶν , ἀλλὰ καὶ | ||
νῦν καὶ αὖθις ἴσως προσᾴσομαι . Χαῖρε φίλον φάος χαρίεντι μειδιῶν προσώπῳ : μέλος γάρ τι λαβὼν ἐκ τῆς λύρας |
τὰ πρήγματα ὑμέων καὶ αὐτοὶ ὑμέες . Πῶς λέγεις ; καταγελᾷς ἡμῶν ἁπάντων καὶ παρ ' οὐδὲν τίθεσαι τὰ ἡμέτερα | ||
ἐκπλήττωνται καθάπερ ἐπὶ τοῖς ἀσαφέσι τῶν χρησμῶν . ὁρᾷς ; καταγελᾷς μου καὶ σὺ ἐν τῷ μέρει . Οὐ τοσοῦτον |
κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων λαθεῖν . Εἴληφεν ἡ παγὶς τὸν μῦν : ἐπὶ τῶν ἀξίως ἁλισκομένων . Ἕλκων | ||
, οὐ μνησικακήσεις . Οὐκ ἔσῃ διγνώμων οὐδὲ δίγλωσσος : παγὶς γὰρ θανάτου ἡ διγλωσσία . Οὐκ ἔσται ὁ λόγος |
μὴ τύχοιμι δίδωμι τήνδε σοῖσι προσπολεῖν δόμοις . πολλῶι δὲ μόχθωι χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς : ἀγῶνα γὰρ πάνδημον εὑρίσκω | ||
τιταίνων , φόρτον ἐλαφρίζων πεφυλαγμένος . ὡς δ ' ἐπὶ μόχθωι γυμνὸς ἐὼν ζωστῆρι καλύπτετο , καὶ σφυρὰ τείνων δεξιὸν |
τοῦδε γὰρ καὶ τούτου τοῦ ἀνδρὸς τὸ δράμημα καὶ τὸ βάδισμα Περσικὸν φαίνεται καὶ φέρει ἡμῖν , ὥστε ἀκούειν , | ||
ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων ἄνωθεν . ἐγεφύρωσε |
ἰῶδες ἐμποιοῦν σφοδρόν , ὥστε κἂν μὴ θίγῃ , τῷ ἄσθματι βλάπτειν τοὺς πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ | ||
καὶ ἀποπίοις ποτέ , πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίγνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι , ἥδιον δὲ τοῦ νέκταρος . κάτεισι γοῦν ἐπὶ |
ἀπὸ τοῦ σοῦ στόματος ἔρρεον καὶ Θεμιστοκλέους ἡδομένου καὶ τοῦ πίνοντος σοφιστοῦ καὶ ὡς τὰ δοκοῦντα τῷ Διονύσῳ λέγων αὐτός | ||
μένοντος ἐπὶ κλίνης τοῦ θεραπευομένου ἐφ ' ἡμέρας λ καὶ πίνοντος κυπαρίσσου ἀφέψημα μετ ' οἴνου . τὸ δὲ φάρμακον |
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν | ||
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν |
τὰς τῶν δεσμωτῶν κακουχίας . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν δεσμευθέντων ἀφύκτως . Διὰ φρατόρων κύων : ἐπὶ τῶν ὅπου μὴ | ||
χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον σφυρὸν ἤτοι ἀστράγαλον καὶ πόδα τοῦ ὀρχηστοῦ καὶ |
πρᾶγμα ὅμοιον δοκεῖ ὥσπερ ἂν εἴ τις κωμῳδίαν ὑποκρίναιτο τραγικὸν προσωπεῖον περικείμενος . τὸ δ ' ὅλον , τίνα ἄλλον | ||
βεβαιωταὶ γὰρ ὧν ἐβουλεύσαντο πάντων ἐγίνοντο κωφὸν ὡς ἐπὶ σκηνῆς προσωπεῖον ἕνεκα προσχήματος αὐτὸ μόνον παραλαμβάνοντες ἐπιγεγραμμένον ὄνομα ἀρχῆς , |
ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων ἄξια ὧν ἔδρασαν . Ἄθως καλύπτει πλευρὰ Λημνίας βοός . Ἀπὸ κώπης ἐπὶ βῆμα : | ||
ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν . ἐμαῖς δὲ βουλαῖς Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει τὸν παλαιγενῆ Κρόνον αὐτοῖσι συμμάχοισι . τοιάδ ' ἐξ |
ἐκείνων συνέχεσθαι . τὴν ῥάχιν αὐτοῦ . κείμενον αὐτόν . πλήττει διὰ τὸ ἐπικείμενον βάρος . * * ὦ . | ||
λεοντώδεις ἦσαν , ὁ δὲ τοῦ λέοντος ὄνυξ δίκην δόρατος πλήττει , διὰ τοῦτο δόρατι εἶπεν . 〛 ἐπιτυχεῖν . |
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
πίθου , τῷ κρουσθέντα αὐτὸν ἀποδοῦναι ἦχόν τινα ὀξὺν καὶ τορόν . οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο αὔταρκες , ἀλλὰ χρὴ | ||
τὴν Λύδην ἔφη : Λύδη καὶ παχὺ γράμμα καὶ οὐ τορόν . Κρημνοποιός τε καὶ στόμφαξ παρὰ τοῖς τραγικοῖς Αἰσχύλος |
πραγμάτων ἡμᾶς ἄν ποτε σφήλειε οὔτε τὸ ταπεινὸν αὐτὸ καὶ χαμαιπετὲς τοῦ θείου τὴν ἐπιμαρτυρίαν ἀρνεῖται . ἀλήθεια γὰρ καὶ | ||
παρ ' ἑαυτοῦ πρέπει ἔρχεσθαι . ἅβρυνε ] καλλώπιζε . χαμαιπετὲς βόαμα ] μὴ ὡς βαρβάρῳ μοι κέλευε θρύπτεσθαι . |
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν | ||
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι % |
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο | ||
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει |
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ | ||
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν |
: τὴν δὲ γλυκὺς ὕπνος ἀνῆκε , καί ῥ ' ἀπομόρξατο χερσὶ παρειὰς φώνησέν τε : “ ἦ με μάλ | ||
Γάλλος ἐρημαίην ἤλυθ ' ὑπὸ σπιλάδα , ὑετὸν ἄρτι κόμης ἀπομόρξατο , τοῦ δὲ κατ ' ἴχνος βουφάγος εἰς κοίλην |
πλείων φθαρῇ καὶ μεταβάλῃ . τούτων οὖν γενομένων εἰ τὸ μεμυκὸς διὰ τῶν μαλακτικῶν καὶ λιπασμάτων ἀνέῳγεν , καὶ ἀπευθύνειν | ||
καὶ ψευδέσι μαντείαις ἑπόμενος οὐδ ' ὅτε τὸ τῆς ψυχῆς μεμυκὸς ὄμμα ἀναβλέψας „ εἶδε τὸν ἄγγελον τοῦ θεοῦ ἀνθεστῶτα |
προσβιάζεται ] συνακολουθεῖν . παράπαν ] παντελῶς οὐδὲ γρῦ ] φώνημα μικρόν οὐκ ἔσθ ' ὅπως ] τρόπος ἀττικός ὅπως | ||
' Ἀτρειδῶν τοῦ τε σύμπαντος στρατοῦ . Τέκνον , τίνος φώνημα ; μῶν Ὀδυσσέως ἐπῃσθόμην ; Σάφ ' ἴσθι : |
. Ἐκεῖνο γάρ ἐστιν ὁ χρυσός , τὸ λαμπρὸν ὃ ἀποστίλβει , τὸ ὕπωχρον μετ ' ἐρυθήματος ; νῦν γὰρ | ||
δὲ λυχνῖτις ζώνη στυλοῦται πέζαν ἴωνι τύπωι ῥάβδου κοίλης ἔντος ἀποστίλβει δὲ συηνὶς στικτὴ πρὸς πτέρναις : κίονος ἥδε θέσις |
καλὸν μὲν εἶναι τὸ χρῆμά φημι καὶ ὑπάρχων πρεσβύτης οἶδα θυμοῦσθαι τοῖς ἁμαρτάνουσιν , οὐ μὴν ἐπαινῶ γε θυμὸν ἔξω | ||
πυργοῦσιν αἱ κακαί τε συμφοραί . τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών : μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν : ἀλλ ' |
ὑψηλοῦ πτῶμα , οὕτω τῶν ἐν γῇ Ῥόδος πεσοῦσα μέγιστον ἤχησε καὶ εἰς πλείστους ἡ αἴσθησις αὐτῆς ἀφίκετο καὶ Ἕλληνας | ||
. πρόπασα ] ὅλη . στονόεν λέλακε χώρα ] θρηνητικὸν ἤχησε χώρα . ὁ πρῶτον κατὰ ἄθροισιν εἰπὼν χώραν , |
δ ' ἄρα τοῦ βασιλεὺς Πλεισθενίδας ἐφάνη . κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον γᾶς ὑπένερθεν [ Θεστιάδαι ] : [ ] | ||
ἀλεκτρυόνες οἱ συνεστραμμένοι τοῖς ὄγκοις , φοινικόλοφοί τε , καὶ ῥύγχος βραχὺ ἔχοντες , εὐχάροποί τε ταῖς ὄψεσι , καὶ |
τῆς φωνῆς . Τί ἐστι φωνή ; φωνή ἐστιν ἀὴρ πεπληγμένος ἢ τὸ ἴδιον αἰσθητὸν ἀκοῆς . Ἀλλ ' ἐπειδὴ | ||
, ἐν οἷς φησιν [ ] Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνῳ πεπληγμένος : ἀντὶ τοῦ κέκριται εἵμαρται . γράφεται πέπρωται : |
θεὸς τοῖς δυναμένοις αὐτὸν ὁρᾶν , ἔπαν ἔχωσι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνεῳγμένους τῆς ψυχῆς . πάντες μὲν γὰρ ἔχουσι τοὺς ὀφθαλμούς | ||
. . . . . . . . εἰ δὲ ἀνεῳγμένους καὶ σεσηρότας τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντές εἰσί τινες , αἱ |
: Ἡρόδοτος δὲ καὶ κίταριν . τὸ δὲ τῶν ἐφήβων φόρημα πέτασος : Φιλήμων ἐν Θυρωρῷ ἐγὼ γὰρ ἐς τὴν | ||
ἐνδεδυμένην ; : ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γὰρ γραῶν τὸ φόρημα ἦν . Κατάλογ . : Τροφοί . Ὑπόθεσ . |
παρωνύμως προφῆτις , οἰκέτης οἰκέτις , οὕτως ἄρτης ἄρτις καὶ ἄρδις . ἢ παρὰ τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν | ||
τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν σίδηρον , ἄρις καὶ ἄρδις . οὕτως Ἐπαφρόδιτος , . , , . . |
τοὺς ἄνω τε καὶ κάτω φορουμένους ἱμᾶσιν , αἵματός τε φοινίου ῥοὰς τῶν μὲν πιτνόντων , τῶν δὲ θραυσθέντων δίφρων | ||
δ ' ἀνήφθη πυρσὸς ὣς Τυρσηνικῆς σάλπιγγος ἠχή , σῆμα φοινίου μάχης , ἦιξαν δράμημα δεινὸν ἀλλήλοις ἔπι . κάπροι |
ἤτοι ψεῦδος . ὧδε ] οὕτως . παιδνὸς ] ἤγουν ψεδνός . φρενῶν κεκομμένος ] ἀφαιρέσει τοῦ σ διὰ τὸ | ||
, ψυγῆναι Ἕλληνες . ψαθάλλειν Ἀττικοί , ψηλαφᾶν Ἕλληνες . ψεδνός Ἀττικοί , ἀραιόθριξ Ἕλληνες . ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ . |
ἐν τῇ ὕλῃ ὡς ἔχει : πολλὴ γάρ τις καὶ λάσιος ἐφαίνετο . δαίμων δέ τις , ὡς ἔοικεν , | ||
ἐκεῖνος ; εἶτα πῶς σύριγγα οὐκ ἔχεις οὐδὲ κέρατα οὐδὲ λάσιος εἶ τὰ σκέλη ; Μόνον γὰρ ἐκεῖνον ἡγῇ θεόν |
τε γὰρ αὐτόθεν ἰδόντι δήλη τὴν ὁμόγνιον ποιηταί φασι πανοπλίαν ἀμπεχομένη καὶ γλαυκὸν ὑπὸ τῆς κόρυθος ὁρῶσα ξὺν ἀρρενωπῷ τε | ||
καὶ ὤφθη Καλλιρόη μὲν ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης ἀνακειμένη , Τυρίαν ἀμπεχομένη πορφύραν , Χαιρέας δὲ αὐτῇ παρακαθήμενος , σχῆμα ἔχων |
: οὗτος δὲ “ τοὺς λόφους ” εἴρηκεν . ἆρα κομπολακύθου ; : ματαιοκόμπου καὶ κομπώδους ἐν τῷ καυχᾶσθαι . | ||
' ἐξήγειρεν ἐκ τῆς ἀσπίδος : πτίλον δὲ τὸ μέγα κομπολακύθου κλάσας πρὸς ταῖς πέτραισι δεινὸν ἐξηύδα μέλος : Ὦ |
ἐν μέσῃ τροφῇ ποτὸν διδόναι , ἀναξηραντικὰ τῆς γαστρός : πρόποσις δὲ καὶ πολυποσία καθυγραίνουσι τὰ σκύβαλα : ὕπνος πέττει | ||
ἀποπλύναντα τὰ προκαθίσαντα τῷ στομάχῳ χολώδη ἢ φλεγματώδη : καὶ πρόποσις δὲ ἀψινθίου μετὰ τὸ βαλανεῖον ποιεῖ τὸ δέον , |
τοὺς ἵππους αὐτοῦ ἐπέπεσεν αὐτοῖς καὶ ἔσφιγξε τοὺς χαλινούς : ἥρπας ' ἡνίας χεροῖν : ἐκράτησεν ἀνέτεινεν : ἕλκει δὲ | ||
σὺ δέ , γέρον , σύγγνωθί μοι , εἰ πρόσθεν ἥρπας ' ἃ σὲ λέγειν πρὸς τόνδ ' ἐχρῆν : |
εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως | ||
προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ |
. τὰ δὲ πράγματα φιλοπαιγμοσύνη , παιδιά , γέλως , κομψεία , χαριεντισμός , στωμυλία , φιλοσκωμμοσύνη εὐσκωμμοσύνη σκῶμμα , | ||
Ἀττικοί , κατὰ χειρῶν Ἕλληνες . κοχώνη ἡ ὑπογλουτίς . κομψεία Ἀττικοί , πανουργία Ἕλληνες . κότινος Ἀττικοί , ἀγριέλαιος |
ἅμα καὶ φόβου . ὁ μὲν γὰρ τοῦ κινδύνου φόβος ἐθορύβει τὰς τῆς ψυχῆς ἐλπίδας , ἡ δὲ ἐλπὶς τοῦ | ||
μετὰ τῶν εὐζώνων ἐς τὰ πλάγια τῆς ἱππομαχίας καὶ ἐμβαλὼν ἐθορύβει , μέχρι τὸν Λαίλιον οὐχ ἡσσημένον πω δεῖσαι περὶ |
ἡμίκραιρα , ἡμιμόριον , ἡμιθνής , ἡμιμέθυσος , ἡμιτυμπάνιστος , ἡμίγυμνος , ἡμίθεος , ἡμιτάλαντον , ἡμικλήριον . ἡμίλουτοι δὲ | ||
ἑσπέραν ἄσιτος διαμενῶ , οὐδὲ τοῦ χειμῶνος ἀνυπόδητός τε καὶ ἡμίγυμνος περινοστήσω τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ κρύους συγκροτῶν . τίς |
εἰς τὰ ἄνω ἐκδαίροντας τὰς αἶγας . ἀνθεμόεντα ἀναθηματικὸν ἢ διηνθισμένον ποικίλως . ἀνδροκμήτῳ ἤτοι ὑπ ' ἀνδρῶν μετὰ κακοπαθείας | ||
τοὺς ἀλεκτρυόνας τοὺς μεγίστους , ποικίλον γε μὴν καὶ πολυχροίᾳ διηνθισμένον . καὶ πέτεταί γε ὕπτια ὡς ἀκούω ὑποτεῖναν τῷ |
δὲ εἴσῃ αὐτίκα μάλα παρ ' αὐτοῦ πόσον μὲν ὁ κώνωψ βιοῖ τὸν χρόνον , ἐφ ' ὁπόσον δὲ βάθος | ||
ζῳϋφίων ἢ ἀχύρου ἢ ψάμμου . ἐὰν εἰϲ τὸν ὀφθαλμὸν κώνωψ ἤ τι ἕτερον ζῳΰφιον ἐμπέϲοι , μύϲαϲ τὸν ἕτερον |
μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ ταράσσει καὶ διωκάθει πόλεως χαλκηλάτῳ πλάστιγγι λυμανθὲν δέμας . καὶ τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος | ||
Χάρις λάμπει περὶ σὰν πτέρυγα χρυσέαν , καὶ τὸ τεᾶι πλάστιγγι δοθὲν μακαριστότατον τελέθει : τὺ δ ' ἀμαχανίας πόρον |
. τῶν ἐκ μεγάλης ἰσχύος γινομένων . τοῦ . ὁ κῶμος . * * ἔρχεται . . Μὴ λάβῃς εἰς | ||
πεπωκώς γ ' , ὡς θρασύνεσθαι πλέον , βρότειον αἷμα κῶμος ἐν δόμοις μένει , δύσπεμπτος ἔξω , συγγόνων Ἐρινύων |
φοβερόν . ὁράων : βλέπων . Μεμορυγμένον : φανερόν . Τόσσον : ἄγαλμα τὴν τρίγλιδα πάντων θηρίων . ἡ φύσις | ||
: φέρεσθαι , φέρειν , ἀκολουθεῖν : γράφεται ἄγεσθαι . Τόσσον : θαυμαστικόν , ἀπόθεσις . τοσοῦτον : κατ ' |
τὴν ἰσχὺν ἔκρινεν . τὸ δ ' οὖν τοιοῦτον δέρμα περίβλημα εἶναι τῶν νώτων , ἵνα τὴν διφθέραν ταύτην φορῶν | ||
. δοῦναι ὅσον τ ' εἴλυμα : εὐτελὲς καὶ βραχύτατον περίβλημα . ἐπόψιος : ἐπόπτης . κριοῦ ἐπεμβεβαώς : Διονύσιος |
' ἄλλου ποιητοῦ ταύτην τὴν ἁμαρτίαν περὶ τοὺς θεοὺς ἀνοήτως ἁμαρτάνοντος καὶ λέγοντος ὡς δοιοί τε πίθοι κατακείαται ἐν Διὸς | ||
πλείονος ποιήσεται τῆς ἔχθρας , κἂν φιλῇ ὅμως οὐκ ἀφέξεται ἁμαρτάνοντος . Ἓν γάρ , ὡς ἔφην , τοῦτο ἴδιον |
: ὅταν δὲ αἴσθωνται κυνηγετῶν κτύπου , καὶ ἀκούσωσι κυνῶν ὑλακῆς , ἀναθέουσιν ἐς τὰς ἀκρωρείας αὐτὰς ἀμάχῳ τῷ τάχει | ||
ὅτι “ ὧδέ εἰμι ” . αὖ αὖν : μίμημα ὑλακῆς κυνῶν . πάρεστιν ἕτερος : ⌈ ἀντὶ τοῦ Γ |
νηός , ὀϊόμενός περ , ἀνάγκῃ . ἡ δ ' ἔθεεν βορέῃ ἀνέμῳ ἀκραέϊ καλῷ μέσσον ὑπὲρ Κρήτης : Ζεὺς | ||
. ἐέρση βʹ : δρόσος . καὶ τὰ νεογενῆ . ἔθεεν βʹ : ἔτρεχεν . ἢ περιεῖχεν . ἔθελεν : |
τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους ἀναστέλλων γέλωτος δὲ ἔμπλεως , ὃ δὴ καὶ παντὸς ἦν ἐπέκεινα θαύματος , | ||
ἢ ὡς γέγραπται , γέγραπται δὲ ἰσχυρὸς οἷος καὶ τέχνης ἔμπλεως δι ' εὐαρ - μοστίαν τοῦ σώματος , εἴη |
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν | ||
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς |
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν , | ||
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν |
„ φησί : καὶ ὁ Ζηνᾶς : ” χρῆμά τι τερατῶδες ἐν τῷ ἀγρῷ συνέβη ” . καὶ ὁ δεσπότης | ||
σφισι τὴν νόσον , τουτὶ γὰρ ὑπὲρ σοφίαν εἶναι καὶ τερατῶδες , τῆς δ ' ἐπὶ τοσόνδε ἀληθείας οὐκ ἂν |
παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
: πεζὴν γῆν . ἠπειγμένον : φθάσαντα . ἠμφιεσμένος : ἐνδεδυμένος . ἥδεται : ἡδύνεται . ἦισεν : ὕμνησεν . | ||
, καὶ ” ὁ Θεὸς ἔρχεται ἐν δόξῃ “ ἤγουν ἐνδεδυμένος δόξαν , . κένταυρος κατὰ μέν τινας ὁ φθείρων |
χερσὶ τούτων τι ἐφύτευσας ; καὶ τὸν Κῦρον ἀποκρίνασθαι : Θαυμάζεις τοῦτο , [ ἔφη , ] ὦ Λύσανδρε ; | ||
πονηρᾶς , καὶ ἐξουσίας ἀδεοῦς , καὶ ἀνεπιτιμήτου τόλμης . Θαυμάζεις εἰ Σωκράτει συνῆν δαιμόνιον , φίλον , μαντικόν , |
χαλκηλάτῳ ξίφει : ἀπὸ κοινοῦ τὸ παμφαλᾶται καὶ ψηλαφᾶται καὶ ψηλαφᾷ λυκοψίαν κνεφαίαν . καὶ ταῦτα μὲν οὕτως , ἡ | ||
γὰρ αὐτῷ προσφέρω βρῶσιν διδοὺς τὴν ῥῖνά μ ' εὐθὺς ψηλαφᾷ κἄνω φέρει τὴν χεῖρα πρὸς φαλακρὸν ἡδὺ διαγελῶν . |
. ἐὰν δὲ ἡ Ἀφροδίτη ἔσται εὔμορφος , εὔκοσμος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα μελάγχρους , εὔσαρκος | ||
ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἔσται εὔμορφος ὁ κλέπτης , εὔκομος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα ὑπό τι μελάγχρους |
δοκῶ περὶ τῶν ἀνδρῶν , τοῦτό μοι ἀκόνη ἐστὶν ἡ παροξύνουσά με καὶ παρορμῶσα . ἢ οὕτω : τῆς λιγυρᾶς | ||
δοκῶ περὶ τῶν ἀνδρῶν , τοῦτό μοι ἀκόνη ἐστὶν ἡ παροξύνουσά με καὶ παρορμῶσα . ἢ οὕτω : τῆς λιγυρᾶς |
νῦν ἔτι πλέον . σὺ δέ , ὦ Τρύφη , κιχλίζουσα παῦσαι πρός με : ἐὰν γάρ σε , ὦ | ||
ἐπαίρουσα , πλέον τῆς φύσεως ἑαυτὴν ἐνορθιάζουσα , σεσαρυῖα καὶ κιχλίζουσα , περιέργῳ ποικιλίᾳ τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας ἀναπεπλεγμένη , |
ἀλώπηξ δὲ τούτου ἀκούσασα καὶ βουλομένη αὐτὸν καταφαγεῖν ἐλθοῦσα καὶ στᾶσα κάτωθεν τοῦ δένδρου ἐβόα πρὸς αὐτόν : „ ἀγαθὸν | ||
. ἀλώπηξ δὲ τοῦτον θεασαμένη καὶ βουλομένη τοῦ κρέως περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν , λέγουσα |
πελάγιζεν : ἐπεὶ πολὺς αἰὲν Ὀρόντης ἵετ ' ἐπειγόμενος , χαροποῦ δ ' ἐπελήθετο πόντου , δαιόμενος Νύμφης κυανώπιδος Ὠκεανίνης | ||
φιλομειδὲς ἐν παρειᾷ μάλιστακαὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κέκρανται μὲν ἀπὸ τοῦ χαροποῦ ἐς τὸ μέλαν , παρέχονται δὲ τὸ μὲν ἱλαρὸν |
τι περιπίτνει κρύος . ἔτευξα τύμβῳ μέλος θυιὰς αἱματοσταγεῖς νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως θανόντας : ἦ δύσορνις ἅδε ξυναυλία δορός . | ||
, γύναι , ἥτις , τυράννων ἑστίαν ἠικισμένη , χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῆι τὰ τοιάδε ; ἔχω τι κἀγὼ τοῖσι |
τῆς δημοσίας . ἐμφανίζουσι δ ' αὐτοῦ τὸ περὶ ταῦτα ἱλαρὸν αἱ ὑπ ' αὐτοῦ γραφεῖσαι σατυρικαὶ κωμῳδίαι τῇ πατρίῳ | ||
στρουθίοις χανοῦς ' ὁμοίως : ἧς ἐπαρεμυθήσατο ἐποίησέ θ ' ἱλαρὸν εὐθέως τ ' ἀφεῖλε πᾶν αὐτοῦ τὸ λυποῦν κἀπέδειξεν |
ἐσάκουσον ἀκηχεμένου μέγα θυμῷ : οὐ γὰρ τλήσομαι ἄστυ καταιθόμενον προσιδέσθαι οὐδ ' ἄρ ' ἀπολλυμένην γενεὴν ἐν δηιοτῆτι λευγαλέῃ | ||
στροφὴ κώλων γʹ . σέ - βομαι ] ὑποστέλλομαι . προσιδέσθαι ] † πρὸς σὲ ἰδεῖν . σέβομαι ] ὑποστέλλομαι |
λέξεως φανερὸν ὑμῖν ποιήσω : Ἀρετὰ πολύμοχθε γένει βροτείῳ , θήραμα κάλλιστον βίῳ , σᾶς πέρι , παρθένε , μορφᾶς | ||
ἂν ἐκεῖνος περιπλακῇ . καὶ οἱ μὲν ἔχουσι τὸ ζητούμενον θήραμα , ὁ δὲ τῆς ἑαυτοῦ ἄκων ἐξανίσταται βάσεως . |
Κασάνδρας βιασμόν , ἀλλὰ καὶ καταμῦον δείκνυσθαι : πολὺ δὲ ἰταμώτερον τὸ τοσαῦτα ποιεῖν ἐξ Ἰλίου κεκομισμένα ξόανα , ὅσα | ||
, μὴ προϊδόμενος τὴν ἐξ ἐκείνης τῆς ὄψεως ὑποψίαν , ἰταμώτερον τῷ μετὰ ταῦτ ' ἐχρήσατο βίῳ , τοῦτον ὡς |
ἀναγεγράφθω γὰρ ἀπὸ τῆς ΔΒ τετράγωνον τὸ ΒΕ , καὶ καταγεγράφθω τὸ σχῆμα . ἐπεὶ τὸ ΒΕ ἐστι τὸ ἀπὸ | ||
ΓΒ . ἀναγεγράφθω γὰρ ἀπὸ τῆς ΑΒ τετράγωνον , καὶ καταγεγράφθω τὸ σχῆμα . φανερὸν μὲν οὖν , ὅτι τὰ |
τὸ τῆς βροντῆς ἤχημα , τλητὸν καὶ ὑπομονητὸν καὶ καρτερητὸν παρέσυρας καὶ παρέρριψας καὶ παρήγαγες εἰς τὸ πεῖσαι καταλεῖψαι τὸν | ||
. λητὸν , ἤγουν λαθαστόν . . ἀνεκτὸν ἡμῖν . παρέσυρας ] ἐξήνεγκας . . παρέρριψας . . πῶς με |
τοῦτο καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας δολίους | ||
μὴ καὶ προσπῖπτον αὐτῇ λυπήσῃ τὸ ξύλον : τὴν γοῦν κάραν ἑτέρωθι νεύσασα δεξιῶς ἐκφεύγει τὴν βλάβην . ἄγριοι μέντοι |
' ἠέρος αἰθύσσοντες : αὐτὰρ ὅ γε σπήλυγγος ὑπεκπροθορὼν ἀλίαστος βρυχᾶται πετάσας φόνιον χάος ἀντία φωτῶν , δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ | ||
τὴν δὲ τοῦ βλέμματος ἔννοιαν ἀπάγων εἰς ἃ ἐξηπάτηται . βρυχᾶται δὲ ἡ φάρυγξ καὶ ὁ αὐχὴν ἐμπίπλαται καὶ ἀνοιδοῦσιν |
ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν | ||
Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ |