δ ' ἄρα τοῦ βασιλεὺς Πλεισθενίδας ἐφάνη . κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον γᾶς ὑπένερθεν [ Θεστιάδαι ] : [ ] | ||
ἀλεκτρυόνες οἱ συνεστραμμένοι τοῖς ὄγκοις , φοινικόλοφοί τε , καὶ ῥύγχος βραχὺ ἔχοντες , εὐχάροποί τε ταῖς ὄψεσι , καὶ |
Δευτεραίῳ ἢ τριταίῳ ἐόντι , χολῆς ἔμετος : ἀνακαθιζομένῳ ἐγένετο ὑπόχολον , γλίσχρον , ὡς ἐξ ὠοῦ , ὕπωχρον . | ||
ὦτα . Ἢν δὲ ῥαγῇ , ὑπεκφυγγάνει : ῥεῖ δὲ ὑπόχολον ὕδωρ , ἔπειτα τῷ χρόνῳ πῦον γίνεται ἐκσαπέν . |
τῆλε δ ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα , ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν θ ' , ὅ | ||
χρυσάμπυκας ἵππους ” φησίν . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε , ” κόσμον τινὰ ἔοικε περὶ τὴν κεφαλὴν |
καθαροῦ τοῦ ος κλίνονται , οἷον ὄφις ὄφιος , ἔχις ἔχιος , πόσις πόσιος , μάντις μάντιος : προσηγορικά εἴπομεν | ||
τὸν αἴτιον τῆς ἐς Κωκυτὸν ἀφίξεως θρῆνον * ἐχιναῖον : ἔχιος * ἐπικλείουσιν : ἀκούουσιν καλοῦσιν * τοῦ : τοῦ |
δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα . διὲξ τὸ μύρτον , ἀμισθὶ γάρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν . βοῦς | ||
. ἀλλὰ σὺ τῷ μύστῃ ῥοιὴν ἢ μῆλον ἄπαρξαι ἢ μύρτον : καὶ γὰρ ζωὸς ἐὼν ἐφίλει . Οὕτω δὴ |
Ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , | ||
τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον , τὸ δὲ προκόμιον , τὸ δὲ πηνήκην ἐκάλουν . πιππίζειν καὶ τιτίζειν |
πεπαλαγμένον ἄζῃ , ἀντὶ τοῦ κεχρωσμένον ὑπὸ μελανίας . * περιστιγές : καὶ ἔχον γραμμάς αἰθαλέη δὲ ἤγουν τεφρώδης . | ||
δὲ τοῦ πεπιλημένου δηλωθήσεται τὸ στερεόδερμον τοῦ θηρίου . * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν * |
μετὰ μέλιτος δὸς πιεῖν . [ Πρὸς καρδιόπονον . ] Πήγανον καὶ λινόσπερμα καὶ μάραθρον κατὰ τὴν καρδίαν θές . | ||
τὸ δὲ ἀπόζεμα ἐσθιόμενόν τε καὶ πινόμενον ψυαλγίαις βοηθεῖ . Πήγανον βοτάνη ἐστὶ πᾶσι γνωστή . θερμαίνει δὲ καὶ ξηραίνει |
ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ λανθάνει ἡ φάρυγξ πιμπλαμένη τοῦ αἵματος , | ||
ὅταν πλευμᾷ , τὸ σίαλον παχὺ , ὑπόχλωρον , γλυκὺ βήσσεται , καὶ βρυγμὸς , καὶ ὀδύνη ἐς τὸ στέρνον |
κύαμος , χόνδρος , τυρός , μέλι , σησαμίδες , βρυγμός , μνοῦς , μῆλον , κάρυον , γάλα , | ||
: βοτάνης εἶδος , ὃ βηκίαν καὶ βήκιον καλοῦμεν . βρυγμός : ἰδίωμα ποιοῦ ψόφου . βλιχῶδες : οἱ δὲ |
λεῖα , Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ ζῴων φησίν , ὡς ῥαφίς . καὶ τὰ μὲν λειοκέφαλα ὡς κρέμυς , τὰ | ||
λήκυθος , σπυρίς , μάχαιρα , τρυβλίον , κρατήρ , ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ |
, ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφι ' , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα | ||
βαθύν , ψιμύθιον , μύρον , κίσηριν , στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , |
σου διαφέροντα ὅσον τέττιγες σφηκῶν . σφὰξ βομβέων : ὁ σφήξ , φησί , σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ | ||
, καὶ σημειώσεως δεόμενα : ἔστι γὰρ τὸ βήξ : σφήξ : κήξ : ῥήξ . Τὰ εἰς ιξ μονοσύλλαβα |
ἡμέρας . Νύμφα δ ' ἀπειρόγαμος τεύτλῳ περὶ σῶμα καλυπτά λευκόχρως παρέσται , ἔγχελυς , ὦ μέγα μοι μέγα σοι | ||
τις καὶ ἐπὶ τῶν γεγηρακότων ἵππων . Λάγνου σημεῖα : λευκόχρως , δασὺς τῇ ὑπήνῃ , εὐθείας καὶ παχείας τὰς |
ἀμπελίωνας καλοῦσιν , φασιανικοὶ ὄρνιθες . ὑπογάστρια , οὔθατα , ἠτριαῖον δέλφακος , φῦσκαι , ἀλλᾶντες , χόλιξ καὶ χολίκια | ||
δὲ τῶν θηλειῶν τοὔνομα τάττει Ἀριστοφάνης Ταγηνισταῖς ἢ δέλφακος ὀπωρινῆς ἠτριαῖον . καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσιν : νέα γάρ ἐστιν : |
τοῦ σπέρματος φανερῶς , οἷον ὅ τε ἀνθέρικος καὶ τὸ λείριον καὶ τὸ φάσγανον καὶ ὁ βολβός . Ἀλλ ' | ||
τὸν διὰ τοῦ η γραφόμενον , καὶ τοῦ παρὰ τὸ λείριον , ὃ γράφεται μὲν διὰ διφθόγγου κατὰ τὴν ἄρχουσαν |
οἶος πάντων προφερέστατος , εἴ κέ μιν εὕρῃς εἶδος ἔχοντα δαφοινὸν ἀμαιμακέτοιο λέοντος : τῷ καί μιν προτέροισι λεοντοδέρην ὀνομῆναι | ||
; μηδὲν φοβεῖσθε προσφάτους ἐπιστολάς ἡ δυστυχὴς ἀθῷος ἐκκρεμωμένη ἰδοὺ δαφοινὸν μάσθλητα δίγονον αὐτοχειλέσι ληκύθοις ἀμφίπρυμνον ἀμβλύσκει . . . |
καὶ διαστήσας ἀπόνιπτε ὕδατι ψυχρῷ . Τούτῳ συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσσὸν σῶμα παρατείνεται , ὃ καὶ ἔχει οὕτως : ἰσχάδας | ||
ῥικνῆεν δὲ τὸ διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν * |
ἐμὲ δὲ ὁρῶν ἐκ τῆς κακοπαθείας ἔτι πονήρως ἔχοντα ἐνέδυσε χιτώνιον , τῆς θυγατρὸς ἀφελόμενος : ἐκείνη δὲ ἄλλο τι | ||
τοῦ διανοήθητι . σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις . χιτώνιον τὸ τῆς γυναικὸς ἔνδυμα : ἐστὶ δὲ τοῦτο λεπτόν |
προτομὴ διαφέρει . εἰκὼν μὲν γὰρ λέγεται ἐπὶ ἀνθρώπου , προτομὴ δὲ ἐπὶ λέοντος . ἕλκος καὶ ὠτειλὴ διαφέρει . | ||
ἀνοσίοις Ἰουδαίοις συνηγορεῖν . ταῦτα λέγοντος Ἑρμαΐσκου ἡ τοῦ Σαράπιδος προτομὴ ἣν ἐβάσταζον οἱ πρέσβεις αἰφνίδιον ἵδρωσεν , θεασάμενος δὲ |
οὗτοι , ἐπιτήδειοι εἰς ταριχείαν . Μένανδρος . κωβιός , ἠλακατῆνες καὶ κυνὸς οὐραῖον . Μνασέας ὁ Πατρεύς : Ἰχθύος | ||
' ἀπείλημμαι μόνος . πρόσεισιν οἷον ἀψοφητὶ θρέμματος κωβιός , ἠλακατῆνες , κυνὸς οὐραῖον . ἆρ ' ἐστὶ τοῦτ ' |
στρόφον , ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραια , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' | ||
, ὀπισθοσφενδόνην , κάλυμμα , φῦκος , περιδέραι ' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' |
ἐπὶ τῶν δι ' ἐμπειρίαν πολλὰ πράγματα κινούντων . Γυμνότερος λεβηρίδος : ἀντὶ τυφλότερος . ἐπὶ τῶν πάνυ πενήτων . | ||
Τριχῇ δὲ ἀναγράφουσι τὴν παροιμίαν , καὶ οἱ μὲν τυφλότερος λεβηρίδος , οἱ δὲ κενότερος , οἱ δὲ γυμνότερος . |
παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον . τὰ μέγιστα δ ' οὐκ εἴρηκα τούτων . | ||
παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς μνημονεύσειέν ποτε |
γυναικεῖον πολυτελές . Μένανδρος : λελουμένη γὰρ ἡτέρα καὶ διαφανές χιτωνάριον ἔχουσα . Ἀριστοφάνης : ἐνδὺς τὸ γυναικεῖον τοδὶ χιτώνιον | ||
νῦν ἰάσεται . Τρικορυσία βασίλιννα λελουμένη γὰρ ἡτέρα καὶ διαφανὲς χιτωνάριον ἔχουσα . ἐξακεῖσθαί μοι δοκῶ τὸ δίκτυον . ἱμάτιον |
: οἱ δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ | ||
μὲν ἔχειν ἵππου τοῦ τελείου , καὶ λόφον , καὶ λάχνην ἔχειν ξανθὴν , ποδῶν δὲ ἄριστα εἰληχέναι , καὶ |
Ζωρότερον ὁ ποιητής , σὺ δὲ λέγε εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον , ὡς Ἀριστοφάνης καὶ Κρατῖνος καὶ Εὔπολις . Χειρσὶν | ||
. Δίφιλος δὲ τὸν ἄκρατον νοεῖ : ἔγχεον πιεῖν . εὐζωρότερον . τὸ γὰρ ὑδαρὲς ἅπαν τοῦτ ' ἔστι τῇ |
τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , | ||
, ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , |
παρ ' αὐτὸ πάντα διὰ τοῦ ο : τριόδους : καρχαρόδους . Ὄλβος παρὰ γὰρ τὸ ὅλος , καὶ πλεονασμῷ | ||
τοὺς κακούργους ἐποίησαν . Ὁ λύκος ἔστι μὲν καὶ αὐτὸς καρχαρόδους καὶ τῶν πολυσχιδῶν , βαδίζει δὲ κατὰ διάμετρον . |
οὕτως : μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς . Δωρόθεος δ | ||
φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , θρᾷττα , χελιδών , καρίς , τευθίς , ψῆττα , |
καὶ γὰρ ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ ἡ κόρη . ἀπὸ τοῦ κορεῖν . ὅ ἐστι καλλωπίζειν , τὸν ὀφθαλμόν . καὶ | ||
Νεωκόρος : ὁ τοῦ ναοῦ παῖς : ἤγουν ἀπὸ τοῦ κορεῖν κοσμεῖν τὸ κοῦρος . Νερόν : διὰ τὸ νεωστὶ |
ἀλλήλοις ἐπὶ ῥαβδίων μικρῶν λεπτῶν καὶ στρυφνῶν ὑπομελάνων . Αἰγίλωψ βοτάνιόν ἐστι φύλλα ὅμοια ἔχον πυρῷ , μαλακώτερα δέ , | ||
καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ καὶ ἀναπλάττεται . Χελιδόνιον τὸ μικρόν βοτάνιόν ἐστιν ἐκ μόσχων ἀνηρτημένον , ἄκαυλον , φύλλοις κισσοειδέσι |
ὁρᾶτε . οὐδένα πώποτ ' ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ φαλάγγιον , μηδὲ δάκοι : ἀλλ ' ὅμως ἅπαντα τὰ | ||
λεληθότως ἄγειν . . Ἐχόμενον δὲ δὴ τούτων ἐστὶν ἄλλο φαλάγγιον , καὶ καλοῦσιν αὐτὸ μυρμήκιον διότι ἐστὶ παρεοικὸς τῷ |
, πλείονα δὲ μοῖραν ἔχειν τοῦ μέλανος : τὸ δὲ πράσινον ἐκ πορφυροῦ καὶ τῆς ἰσάτιδος , ἢ ἐκ χλωροῦ | ||
αἰσθητοῖς διὰ τὴν παρὰ μικρὸν διαφοράν , οἷον ὅταν τὸ πράσινον ἢ τὸ ἁλουργὸν μέλαν ὁρᾷ , ἢ ὅταν δύο |
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , τρυγών , σμύραινα , φάγρος , μύλλος , λεβίας , σπάρος , αἰολίας , | ||
' ἄλλων δὲ πελάγιον , οἷον χρύσοφρυς , γλαῦκος , φάγρος , εἰσὶ δὲ δυσκατέργαστοι . κατεργασθέντες δὲ πολλαπλασίαν τροφὴν |
εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι πειρωμένους ὠφελεῖ | ||
διὰ τί ἰχθύς ; διότι ἄκανθαν ἔχει . διὰ τί σηπία ; διότι σηπίον ἔχει . ταῦτα δὲ πάντα ἀνάλογον |
ἱκοῦ : ἔλθ ' ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον ὄχθου , κροκόβαπτον ποδὸς εὔμαριν ἀείρων , βασιλείου τιήρας φάλαρον πιφαύσκων . | ||
κόρυμβον ] ἐξοχήν . . ὄχθου ] τοῦ τάφου . κροκόβαπτον ] πορφυροῦν . . εὔμαριν ] εἶδος ὑποδήματος . |
, καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον | ||
μοι ; πέπλοι ποδήρεις : ἐπὶ κάραι δ ' ἔσται μίτρα . ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ ' ἄλλο προσθήσεις |
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος : | ||
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι |
ἔφη τις : ταύτας Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ τὰ μὲν βράγχια ἔχειν καλυπτά , εἶναι δὲ καρχαρόδοντας καὶ τῶν συναγελαζομένων καὶ σαρκοφάγων | ||
Σοφοκλῆς . Ἀριστοτέλης ἱστορεῖ τὰς ἀμίας τὰ μὲν βράγχια ἔχειν καλυπτά , εἶναι δὲ καρχαρόδοντας καὶ τῶν συναγελαζομένων καὶ σαρκοφάγων |
ἀποτιθεμένη πᾶσαν βασκανίαν καὶ δαίμονας καὶ πνεύματα ἀποδιώκει . Χελιδὼν ἰχθύδιόν ἐστι μικρὸν ἱπτάμενον ὑπὲρ τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης ἐν | ||
ἄλλα τινά τοῦ κορκόρου : πρὸς τὸν Λυκόφρονα κόρκορον λέγοντα ἰχθύδιόν τι : ἠπάτηται δέ , ὥς φησιν Ἐρατοσθένης . |
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς | ||
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς |
, συνδυασθέντε συνηλθέτην ἐκ τῆς διαιρέσεως : καὶ ἑνωθεὶς ὁ σαῦρος , τοῦ μὲν πάθους τὸ ἴχνος αὐτῷ κατηγορεῖ ἡ | ||
γαλεοῦ , ῥίνης , γόγγρου , κεφάλου , πέρκης , σαῦρος , φυκίς , βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ , |
εἰ λεῖον καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ . τὸ γὰρ ἰνῶδες καὶ διαφύσεις ἔχον ἐρυθρὰς ἢ σαρκοειδεῖς ἄπεπτον . πήξεως | ||
τοῦ ἡλίου θεωρῆται . ἐὰν μὲν γάρ τι φαίνηται διατρέχον ἰνῶδες καὶ ὕφαιμον , γόνιμόν ἐστι τὸ ἐνόν . ἐὰν |
συκάμινος συκάμιν ' , ὁρᾷς , φέρει , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . ἀσυμβόλου | ||
συκάμινος συκάμιν ' , ὁρᾷς , φορεῖ , ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους |
. ἐσμήχθη ψιμυθίῳ . . τρῆμα : εἶδος κοσμίου τὸ ἐπίκλιντρον . ὄφιν ἢ τὸ ζῷον ἢ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου | ||
κλιντήρια , χαμεύνια , χαμεύνη , τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη , τὸ δ ' ἐνήλατον κλιντήριον . |
. οὗτος δέ , φησί , καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . κορακῖνος δ ' ὁ ἐκ τοῦ Νείλου : ἥττων δ | ||
περὶ ζῴων ἢ ἰχθύων . θρίσσα ἐγκρασίχολος , μεμβράς , κορακῖνος , ἐρυθρῖνος . τριχίδων δὲ Εὔπολις : ἐκεῖνος ἦν |
' ἀναχασσάμενος λίθον εἵλετο χειρὶ παχείῃ κείμενον ἐν πεδίῳ μέλανα τρηχύν τε μέγαν τε : τῷ βάλεν Αἴαντος δεινὸν σάκος | ||
* ἐρυμνός : ἄκρος , ὑψηλός , ἰσχυρός ὑψηλός * τρηχύν : τρηχύ . * πρηών : ἔξοχον ἐξοχή * |
Αἰσχίνα . ὥστ ' εἴ τοι κατὰ δεξιὸν ὦμον ἀρέσκει λῶπος ἄκρον περονᾶσθαι , ἐπ ' ἀμφοτέροις δὲ βεβακώς τολμασεῖς | ||
] ! ! ! ! ! ! ! ] ο λῶπος [ ! ! ! ] κον [ πεποιῆσθαι ] |
φέρων πάρειμι ; κήρυκας , κτένας , βολβοὺς μέγαν τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος | ||
: παρὰ τὸ ποὺς γὰρ γέγονεν . τὴν δὲ αἰτιατικὴν πουλύπουν φασίν , ὡς Ἀλκίνουν καὶ Οἰδίπουν . καὶ τρίπουν |
, ἑρμήνευε . σπαθᾶν τὸν ἱστὸν οὐκ ἔσται σπάθη . πουλυπόδειον , σηπιδάριον , κάραβον , ἀστακόν , ὄστρειον , | ||
ἀλλ ' ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ λαβοῦσα καὶ τοδὶ τὸ πουλυπόδειον . ἡμᾶς δ ' ἀπαλλαχθέντας ἐπ ' ἀγαθαῖς τύχαις |
οἷον , πυριλαμπής : πυρίκαυστος : πυρίμορφος : νυκτίλοχος : νυκτικόραξ : θηριάλωτος : μαστιγιφόρος : αἰγίλιψ : αἰγίβοτον : | ||
ὦτα ἔχει πτερύγια . τοῦτο ἐπαινούμενον καὶ ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν |
μὲν ἄνθη πταρμικῆς ἐστι δυνάμεως , τὸ δ ' ὅλον θαμνίον διαφορεῖ : ἔστι γὰρ ἡ κρᾶσις αὐτοῦ θερμὴ καὶ | ||
ἑλώδεσι τόποις . Γαλοιοψὶς ἢ γαλοιόβδελλον καλοῦσιν : ὅλον τὸ θαμνίον σὺν τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ἐμφερές ἐστι κνίδῃ |
ἀπεβρώθη . Πλάτων Σοφισταῖς : ἐν τρισίν πληγαῖς ἀπηδέσθη τὸ ῥάμφος . ἀπομαγδαλιά : σταῖς , ὃ ἔφερον ἐπὶ τὸ | ||
: καὶ οἷον πάλιν βλέπεις τοῦτον τὸν ἀετὸν καμπύλον τὸ ῥάμφος καὶ στεῤῥὸν τὸ πτερόν , τοιοῦτοι καὶ ἅπαντές εἰσιν |
Ἀγύριος , περὶ οὗ Φιλήμων φησί : Ἀγύριος δὲ παρατεθέντος καράβου , ὡς εἶδεν αὐτόν , χαῖρε πάππα φίλτατε εἴπας | ||
ὀλίγον τῆς καρδίας τοῦ πτηνοῦ καὶ τὴν λεγομένην ἀφροδίτην τοῦ καράβου , καὶ φόρει ὡς βούλει . ποιεῖ γὰρ πρὸς |
, τὰ δὲ ὑπὸ τὴν γαστέρα κόκκῳ γνησιωτάτῳ καὶ καλλίστῳ προσείκασται , κεφαλὴ δὲ καὶ δέρη λευκὰ ἄμφω . φθέγγεται | ||
αὐτῆς θαλάττης θρέμμα . ἔχει δὲ πτερύγια , καὶ χρυσῷ προσείκασται ὅσα γε ἰδεῖν τὰ παρ ' ἑκάτερα , καὶ |
ἐστι τὸ οὖρον , ἔχῃ δὲ καὶ τὴν ὑπόστασιν ἢ νεφέλιον : εἶτα ἐν τῇ ἀναβάσει δεῖ αὐτὸ πλεῖον χρώννυσθαι | ||
δὲ πολὺν ἐπινέμεσθαι τόπον . Περὶ νεφελίου . Τὸ δὲ νεφέλιον ἕλκος ἐστὶ καὶ αὐτὸ ὥσπερ ἡ ἀχλύς , μικρὸν |
Χῆνες βοῶντες μᾶλλον ἢ περὶ σῖτον μαχόμενοι χειμέριον . Σπίνος στρουθὸς σπίζων ἕωθεν χειμέριον . Ὄρχιλος [ ὡς ] εἰσιὼν | ||
τῶν μὲν ἐνύδρων ὁ κροκόδειλος , τῶν δὲ ὑποπτέρων ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη , τῶν γε μὴν τετραπόδων ὁ ἐλέφας |
Κέσκον οὐκ ἔχουσα , ἐπὶ τῶν νοῦν μὴ ἐχόντων . Κεστρεὺς νηστεύει : παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ λαιμάργων . Τοιοῦτον | ||
ἀδυνάτων . Κατὰ ῥοῦν φέρεται : ἐπὶ τῶν εὐπλοούντων . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον δὲ τὸ |
τοὺς ὀφθαλμοὺς διαφοραί εἰσιν ἄργεμον , νεφέλιον , ἐπίκαυμα , βόθριον , φλυκτὶς , λεύκωμα , ἄνθραξ , μυοκέφαλον , | ||
αὐτοῦ κατέχειν . Περὶ βοθρίου καὶ κοιλώματος . Τὸ δὲ βόθριον ἕλκος ἐστὶ κοῖλον καθαρὸν καὶ στενόν : τὸ δὲ |
ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές . | ||
πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν |
, ὀφείλεις εἰπεῖν , ὅτι ἐπειδὴ ἐπεσχέθη τὸ αἷμα , ἐρυθρότερον ἔχοι τὸ πτύελον γενέσθαι . τὸ γὰρ ἀναγόμενον πρὸς | ||
πρὸς τὰ θεῖ ' ἀβέλτεροι , κοὐκ ἴσμεν οὐδέν . ἐρυθρότερον καρῖδος ὀπτῆς ς ' ἀποφανῶ . βύστρα υἱὸς γὰρ |
ὑπένερθεν τότ ' ἄν , ὥστε τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος | ||
πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας , καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ μήλης κατουλοῖ . Ἄλλο ἴσχαιμον . Μίσυος |
, πρῶτον μὲν ἐπεὶ χειμὼν ἤδη ἦν κἀκεῖνος οὐδὲ αὑτῷ στρῶμα εἶχεν ἀγοράσαι οὐχ ὅπως ἐμοί , καὶ ἀνυπόδητος πηλὸν | ||
πάντα ἔχουσα τὰ τοιαῦτα ἐν ἑαυτῇ . τῆς κλίνης . στρῶμα δίδωσιν αὐτῷ . βάθριόν τι ἡ κλινὶς εἰστεταμένον . |
σίδης δ ' ὑσγινόεντας : καὶ γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ | ||
γὰρ ῥητέον πρὸς τὸ λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ ἐξῆς . ὀλόσχους δέ φησι τοὺς |
ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοὰς ἀναβέβληταί τε τοῖς χρόνοις καὶ διαβέβηκεν | ||
, ὁ ἰοβόλος : ἀλλοπαθὲς τὸ σχῆμα , ἐπειδὴ ἄλλως πικραίνει ὁ ὄφις . ἔχις : ὄφις . τάχα : |
Ζεὺς καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ἐμ Ψυχοστασίᾳ . ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῇ σώματος | ||
. ἐπικλίνει δὲ ἄρα τοῦτο τὸ πέλαγος , ἔνθα ὁ γέρανος ἀνιχνεύθη οὗτος , τῷ πρὸς τὰς Ἀθήνας πελάγει τοῦ |
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα | ||
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον |
κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘ | ||
τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην |
αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν | ||
: πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν |
τῆς δυνάμεως χρονιώτερον ἐχρῆν εἶναι . Τὸ γὰρ σήσαμον ἐπεὶ μονόρριζον καὶ βαθύρριζον ἄνω πᾶσαν ἀφίησι τὴν δύναμιν : ἀλλ | ||
οὐχ ὥσπερ ὁ φέως καὶ ἱππόφεως ἀνάκανθα τοῖς φύλλοις : μονόρριζον δὲ καὶ ἐπίγειον καὶ χαμαίκαυλον : βλαστάνει δὲ καὶ |
. παρὰ Παφίοις τὸ ποτήριον : καὶ ἡ μασθαλὶς δὲ κύλιξ τις . νεστορίς . περὶ τῆς ἰδέας τοῦ Νέστορος | ||
τὰς λαγόνας ἱκανῶς βαθυνομένη ὦτά τε ἔχει βραχέα ὡς ἂν κύλιξ οὖσα . καὶ μήποτε Ἄλεξις ἐν Ἡσιόνῃ θηρικλείῳ ποιεῖ |
μὲν φύλλον ἐγγὺς τοῦ τῆς ἰτέας , πολύοζον δὲ καὶ πολύφυλλον καὶ τὸ δένδρον ὅλως μέγα : τὸν δὲ καρπὸν | ||
' ἐπικηρότατον ὁ πίσος : πρὸς μὲν τὰς ἐρυσίβας ὅτι πολύφυλλον καὶ χαμαισχιδὲς καὶ εὐαυξές : συμπληροῖ γὰρ τὸν τόπον |
γένη περὶ τὴν ἄκραν παίζοντα , κωβιούς , σπάρους , ψήττας , ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , | ||
γένη περὶ τὴν ἄκραν παίζοντα , κωβιούς , σπάρους , ψήττας , ἐρυθίνους , κεστρέας , πέρκας , ὄνους , |
πρὸς βίαν χορτάζουσιν . καὶ ἐν Προτρεπτικῷ δέ : ἀντὶ δελφακίων τρέφεσθαι . δέλφακα δὲ ἀρσενικῶς εἴρηκεν Πλάτων ἐν Ποιητῇ | ||
. , . καὶ ἐν Προτρεπτικῷ δέ : “ ἀντὶ δελφακίων τρέφεσθαι ” . . , . τὸ δὲ καλούμενον |
ἁδρύνω : τὸ αὐξάνω . Νίκανδρος † ἔνθα : ῥωγαλέον κοτίνοιο . . . . . ἀεθλεύειν : ἀγωνίζεσθαι τροπῇ | ||
περὶ τοῦ νεκροῦ . μεγαλωστί : μεγαλοπρεπῶς . νηίου ἐκ κοτίνοιο : κότινός ἐστιν ὁ ἀγριέλαιος , ἀλλὰ καὶ ἡ |
δὲ Γαληνὸϲ πρὸ τῆϲ ἐπιϲημαϲίαϲ ἀνατρίβειν φηϲὶ τὸ δέρμα τῷ ἀβροτόνῳ ἢ καλαμίνθῃ ξηρᾷ ἢ κονύζηϲ τοῖϲ φύλλοιϲ τε καὶ | ||
, πραϲίῳ μετ ' οἴνου ἢ ἀψινθίῳ ἢ εὐζώμῳ ἢ ἀβροτόνῳ ἢ χαμελαίᾳ ἢ χαμαιπίτυι . ἁρμόϲει δὲ αὐτοῖϲ καὶ |
γλήνεα φοινίσσει : ἤτοι αἱματώδεις ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς . * φοινίσσει : πειφοινιγμένος ἐστὶ κατὰ τὰ γλήνη , ἤτοι κατὰ | ||
ἴσως δ ' ἐκ φολίδων τετρυμένη : αὐτὰρ ἐνωπῆς γλήνεα φοινίσσει τεθοωμένος , ὀξὺ δὲ δικρῇ γλώσσῃ λιχμάζων νέατον σκωλύπτεται |
ἔντυβον , καὶ σευτλομόλοχον , καὶ γογγύλιν κεφαλωτόν , καὶ γογγύλιν πρώιμον εἰς γογγυλοσπάραγον , καὶ κραμβὶν λευκόν . καὶ | ||
. Μηνὶ Αὐγούστῳ σπείρεται ἔντυβον , καὶ σευτλομόλοχον , καὶ γογγύλιν κεφαλωτόν , καὶ γογγύλιν πρώιμον εἰς γογγυλοσπάραγον , καὶ |
' ἡμῶν ἐργολάβον . πελιτνόν ἐν τῷ τ Ἀττικοί , πέλιον ἢ πελιδνόν Ἕλληνες . ποιοίη Ἀττικοί , ποιῴη Ἕλληνες | ||
ἀμφότεροι . Διαχωρημάτων ὑδατωδῶν , ἢν ἐς αἰθρίην τεθῇ , πέλιον ἄνωθεν λεπτὸν , κάρτα εἴκελον ἰσατώδει , κάτωθεν γίνεται |
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ | ||
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς |
ἀθρήσειεν ὄρυξ κρατερόφρονα θῆρα , ἢ σῦν χαυλιόδοντ ' ἢ καρχαρόδοντα λέοντα ἢ κρυερῶν ἄρκτων ὀλοὸν θράσος , αὐτίκ ' | ||
τριπόδων ἐριτίμων . Σῴζεσθαί ς ' ἐκέλευ ' ἱερὸν κύνα καρχαρόδοντα , ὃς πρὸ σέθεν χάσκων καὶ ὑπὲρ σοῦ δεινὰ |
λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , μονόθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λέπας δὲ δίθυρον καὶ λειόστρακον , μονοφυὲς δὲ | ||
καὶ λειόστρακον , συμφυὲς δὲ μῦς , μονοφυὲς δὲ καὶ λειόστρακον σωλὴν καὶ βάλανος , κοινὸν δ ' ἐξ ἀμφοῖν |
ἐν τῷ περὶ ζῴων ὄστρεα , φησίν , πίνη , ὄστρεον , μῦς , κτείς , σωλήν , κόγχη , | ||
. εἰ δὲ μὴ ἔχουσι τὸ ΛΕ , προπαροξύνονται : ὄστρεον ὄρνεον δένδρεον . τὸ δὲ ὀστέον παροξύνεται ὡς δισύλλαβον |
, ἐλάταν , σχῖνον , . . . ῥαφανίδας , κάκτους . . . καὶ πάλιν : ὃ δέ τις | ||
ἔχει πλατὺ καὶ ἀκανθῶδες : καλοῦσι δὲ τοὺς καυλοὺς τούτους κάκτους : ἐδώδιμοι δέ εἰσι περιλεπόμενοι μικρὸν ἐπίπικροι , καὶ |
' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα | ||
, ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ . |
ὄμματα διαστρέφονται , καὶ οὐδὲν φρονέουσιν , ἐνίοισι δὲ καὶ ὑποχωρέει ἡ κόπρος κάτω : καὶ ταῦτα γίνεται ὁτὲ μὲν | ||
διότι θερμὴ ἐοῦσα , τοῦ ψυχροῦ πνεύματος ἐσπίπτοντος ἄνωθεν , ὑποχωρέει τὸ θερμὸν τῷ ψυχρῷ . Κοῦφα δὲ τὰ περὶ |
ἐπικύφους τὰς ῥῖνας . ἐνταῦθα δὲ “ ῥυγχία ” εἴρηκεν ὑποκοριστικῶς , ἐπεὶ καὶ χοιρία εἶπε διὰ τὴν σμικρότητα αὐτῶν | ||
τὰ σπέρματα . Γ διὰ χρόνου Γ γήδιον Γ : ὑποκοριστικῶς ἀντὶ τοῦ “ τὴν γῆν ” . Γ ἀλλ |
ὑπορρίψειας ἀστράγαλον λύκου τετρώρῳ θέοντι , τὸ δὲ ὡς πεπηγὸς ἑστήξεται , τῶν ἵππων τὸν ἀστράγα - λον πατησάντων . | ||
περὶ τὸ μέσον ποτὲ ἑαυτοῦ κινηθήσεται , ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ἑστήξεται καὶ ἀραρός τε καὶ ἑστηκὸς ἔσται κατὰ ταὐτὰ ἔχον |
κοινῇ μὲν καὶ ἀδιορίστως οὐ μᾶλλον τὸ σιμὸν ἢ τὸ ῥαιβὸν δηλοῖ , προστιθέμενον δὲ τῇ ῥινὶ ἢ τῷ σκέλει | ||
, λίαν ἐπικαμπὲς , λοξόν . Καμπύλον : ἤως τὸ ῥαιβὸν ὂν , σημείωσαι δ ' ὅτι πᾶν ὀξύ ἐστι |
ἀνεκέχυτο καὶ διὰ πάντων αὐτῆς ἐπεφοιτήκει τῶν μερῶν , οἷα σπογγιᾶς ἀναπεπωκυίας ἰκμάδα , ὡς εἶναι τέλματα καὶ βαθὺν πηλόν | ||
. μετὰ δὲ τὴν καταστολὴν ἐκπληροῦν τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον ἐνθέσει σπογγιᾶς ὀξυκράτῳ βεβρεγμένης ἢ ἐρίου καὶ τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνοντα συνάγειν |
λευκὰς καὶ ἑτέρας ζώνας ξανθιζούσας . Λίθος πολύζωνος . Οὗτος στιβαρός ἐστι , πυκνός , στερεός , ὑπόχρους , ἔχων | ||
ἢ καὶ ὡς ὑποστρόγγυλος , τὴν δὲ φύσιν τραχύς , στιβαρός , μελανόχροος καὶ πυκνός . Καὶ πάντοθεν δὲ αὐτὸν |
] τὸν ὀπόν ἀταλύμνου ] κοκκυμηλέας : ἀτάλυμνον γὰρ τὸ κοκκύμηλον λέγεται ἀταλύμνου ] ἤτοι δένδρου ἢ πτελέης : ἀπὸ | ||
σύκῳ καὶ τὰ ἔσωθεν τοῖς ἐρινοῖς : μέγεθος δὲ ἡλίκον κοκκύμηλον . τῶν δὲ προδρόμων καλουμένων σύκων ὁ αὐτὸς Θεόφραστος |
, κατὰ τὸ αἰθύσσω αἴθυγμα , πτύσσω πτύγμα , νύσσω νύγμα , ἐξ οὗ καὶ ἡ νυγμὴ , ὡς πτύγμα | ||
πλήξῃ χλοεροῦ δένδρου τὸ κέντρον . Μάθε τοῦ ῥόδου τὸ νύγμα , μάθε τῶν πόνων τὸ κέντρον , ἵνα τοῖς |
καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις | ||
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ |
καταπαττόμενος ] ὑπὸ σοῦ ταῖς πληγαῖς διὰ τὰ μαθήματα . παιπάλη γενήσομαι ] ἤγουν ἀφανισθήσομαι καὶ εἰς οὐδὲν ἔλθω . | ||
μονόμετρον βραχυκατάληκτον . τελευταῖος δὲ πάντων τούτων οὗτος καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι τῶν συστημάτων παράγραφος . |
. ἰαμβικοὶ τρίμετροι λβʹ , ὧν τελευταῖος χώρει : τί κυπτάζεις ἔχων περὶ τὴν θύραν ; ἄγε δή , κάτειπέ | ||
” κυπτάζεις “ : στραγγεύῃ , διατρίβεις οὕτως ἐνταῦθα . κυπτάζεις ] ἀναβάλλῃ . ἀλλ ' ἴθι χαίρων : παράβασις |
τε εὐώδη λάχανα καὶ τὰ δριμέα , οἷον ϲκάνδικα , κρῆθμον , μάραθρον , ϲέλινον , ϲμύρνιον . τὰϲ δὲ | ||
, καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ συκίνης τέφρας , κράμβη , κρῆθμον , κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα , λειχὴν |
κύματος ἄνθος ἅμ ' ἀλκυόνεσσι ποτῆται νηλεὲς ἦτορ ἔχων , ἁλιπόρφυρος ἱερὸς ὄρνις . Ἱκανῶς δὲ καὶ ὁ ποιητὴς λέγεται | ||
καὶ πῖλον καλοῦσιν . ὁ δὲ κάνδυς ὁ μὲν βασίλειος ἁλιπόρφυρος , ὁ δὲ τῶν ἄλλων πορφυροῦς , ἔστι δ |
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν , | ||
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι . |