ἐκείνων συνέχεσθαι . τὴν ῥάχιν αὐτοῦ . κείμενον αὐτόν . πλήττει διὰ τὸ ἐπικείμενον βάρος . * * ὦ .
λεοντώδεις ἦσαν , ὁ δὲ τοῦ λέοντος ὄνυξ δίκην δόρατος πλήττει , διὰ τοῦτο δόρατι εἶπεν . 〛 ἐπιτυχεῖν .
7798557 κεντει
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν
7583975 πηδᾳ
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα ,
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων ,
7472320 στροβιλος
ἐστὶ τά τε ἐκφρακτικὰ πάντα ὅσα ἔμπροσθεν ἀναγέγραπται καὶ προσέτι στρόβιλος ὅλος χλωρός , πιτυΐδες , βούτυρον , χρυσοκόμης ἡ
καταξῆναι ναστοκόπος παιδοφιλῆσαι ποδάρια ποδοκάκη ὁ πρόσωπος ῥᾴδια ῥακετρίζειν σπαρνόν στρόβιλος συκοφαντεῖν σωμάτια τερᾴζεις τριταρτημόριον ψυχορροφεῖν ὁ βασιλεὺς ἐπιώψατο ἀρρηφόρους
7464734 κωπη
στροφεὺς τῆς θύρας ἐβλάστησε , καὶ εἰς κυλίκιον πλίνθινον τεθεῖσα κώπη ἐν πήλῳ . Περὶ μὲν οὖν δένδρων καὶ θάμνων
. δώσω οἱ τόδ ' ἄορ παγχάλκεον , ᾧ ἔπι κώπη ἀργυρέη , κολεὸν δὲ νεοπρίστου ἐλέφαντος ἀμφιδεδίνηται : πολέος
7437637 παγη
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς
7418663 νηχεται
ὅμως καὶ αὐτῶν ὑπ ' ἐκείνων ὠφελουμένων ⋮ Ὁ κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν : ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι
συμφυοῦς κακίας ἐς τὴν χρείαν παραλυθέντα . ὁ γοῦν κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν . ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι
7414623 πρηνης
. αὐτίκα δὲ κρήδεμνον ὑπὸ στέρνοιο τάνυσσεν , αὐτὸς δὲ πρηνὴς ἁλὶ κάππεσε , χεῖρε πετάσσας , νηχέμεναι μεμαώς .
ὄχθης [ ἀκροτάτης ] κεφαλῆς κατὰ ἰνίον οὔτασε χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ]
7413122 τεινων
ἰσχία ταύρων γηπόνος ἡνιόχευεν [ ] ἐπ ' ἰξύος ἡνία τείνων ῥινὸς εὐτρήτοιο [ ] περισφίγγοντα κελεύθους ; οὕτω πανδαμάτειρα
τῶν ὅλων θεὸς ἀπήλλακται , μηκέτι τὰς ἀφ ' αὑτοῦ τείνων φαντασίας , ἀλλὰ τὰς ἀπὸ τῶν μεθ ' αὑτὸν
7404976 ῥηξε
? [ - ] ἀντικρὺ δ ? ! [ ] ῥῆξε ? ! [ ] κδε [ ] ! [
Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος Ἀχαιῶν Τρώων ῥῆξε φάλαγγα , φόως δ ' ἑτάροισιν ἔθηκεν , ἄνδρα
7400963 παρδαλις
καὶ ὅταν ἤρχετο ὁ λέων , ἢ λύκος , ἢ πάρδαλις , ἢ ἄρκος , ἢ πᾶν θηρίον ἐπὶ τὴν
ὑπὸ τοῖς ἵπποις καὶ θηρία ἄνω θέοντα , τῇ μὲν πάρδαλις , κατὰ δὲ τὸν Πολυδεύκην λέαινα . ἀνωτάτω δὲ
7380552 περησε
πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ ' ἄρ ' ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη :
πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ ' ἄρ ' ὀστέον εἴσω αἰχμὴ χαλκείη :
7374853 γενυεσσιν
ἐκ παλαχῆς ἐπαέξεται , ἀντία δ ' ἐχθρήν δῆριν ἄγει γενύεσσιν ὅταν βλώσκοντα καθ ' ὕλην δέρκηται : πάσας γὰρ
δυστερπέα πορσύνουσι ταύρειον μέλαν ἧπαρ ἀπόκριτον ἠὲ καὶ ὦμον ταύρειον γενύεσσιν ἐοικότα δαινυμένοιο . πολλαὶ δ ' ἀγρευτῆρσιν ὁμόστολοι ὥστ
7370695 καππεσεν
' ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε , περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ κάππεσεν ἰδνωθείς , ἀπὸ δ ' εἴδατα χεῦεν ἔραζε καὶ
' ἀφ ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ : πᾶς δὲ χαμᾶζε κάππεσεν ἐν κονίῃσι νέον φοίνικι φαεινός . εἷος ὃ τῷ
7369080 δαμαζομενος
σίδηρος , ὅ περ κρατερώτατός ἐστιν , οὔρεος ἐν βήσσῃσι δαμαζόμενος πυρὶ κηλέῳ τήκεται ἐν χθονὶ δίῃ ὑφ ' Ἡφαίστου
' ἂν ὑπεξερύγῃσι : ὡς ἂν ἐμέσῃ τὴν λώβην , δαμαζόμενος καὶ νικώμενος τῇ χειρί σου διὰ τοῦ ποτίζειν αὐτόν
7368120 φαλον
τε μέγαν τε . τόν ῥ ' ἔβαλε πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ
ψυχρὸν γάρ . φαρακλὸς , ὁ τὸ ἄκρον ἔχων . φάλον ὅ ἐστι λευκόν : φολκὸς , παρὰ τὸ φάους
7353855 ἱπταμενος
καὶ ἐπὶ τῶν πτερῶν ὁμοίως , ὅτι ἀναπαυόμενος ἵπτατο καὶ ἱπτάμενος ἀνεπαύετο . Τοῖς δὲ λοιποῖς θεοῖς δύο ἑκάστῳ πτερώματα
ποιεῖ ἄκρως . Λαμπυρὶς σκώληξ ἐστὶ πτερωτός , τῷ θέρει ἱπτάμενος : καὶ λάμπει ὥσπερ ἀστὴρ τὴν νύκτα . ἔχει
7342271 βεβληται
νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ἱεμένηἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς παρίστησιν ὅτι βέβληται . . . . ταρβήσας ὅ οἱ ἄγχι πάγη
” οὐ γὰρ ἐκ χειρὸς ὁ Μενέλαος τέτρωται , ἀλλὰ βέβληται ὑπὸ Πανδάρου : παρὰ γὰρ τὸ οὐτάσαι ὠτειλή .
7327896 δουπησεν
δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσε , δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἐπεύξατο δῖος Ὀδυσσεύς
: αὐτὰρ ὅ γε Κροίσμου στῆθος μέσον οὔτασε δουρί . δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἀπ ' ὤμων
7324386 ἀπεσεισατο
ἐγὼ γένος εἰμὶ Σελήνης ἠυκόμοιο , ἣ δεινὸν φρίξας ' ἀπεσείσατο θῆρα λέοντα ἐν Νεμέᾳ , ἀνάγους ' αὐτὸν διὰ
ὅτι ῥῖνες διὰ τὸ ὀσφραίνεσθαι γεγόνασι ; καὶ πάντα μὲν ἀπεσείσατο , ἀσμένως δὲ προσῆλθε τῷ γάλακτι , καὶ ἐκ
7319853 χαιτης
δὲ ψήχῃ , ἄρχεσθαι μὲν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς καὶ τῆς χαίτης : μὴ γὰρ καθαρῶν τῶν ἄνω ὄντων μάταιον τὰ
σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι χυθὲν ξανθῆς τε χαίτης βοστρύχους κεκαρμένους . κἀθαύμας ' , ὦ παῖ ,
7309418 κωνωψ
δὲ εἴσῃ αὐτίκα μάλα παρ ' αὐτοῦ πόσον μὲν ὁ κώνωψ βιοῖ τὸν χρόνον , ἐφ ' ὁπόσον δὲ βάθος
ζῳϋφίων ἢ ἀχύρου ἢ ψάμμου . ἐὰν εἰϲ τὸν ὀφθαλμὸν κώνωψ ἤ τι ἕτερον ζῳΰφιον ἐμπέϲοι , μύϲαϲ τὸν ἕτερον
7296935 αὐχεν
περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης οὐκ ἂν ἐν αὐχέν ' ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ ,
ἔτνους χρὴ δεῦρο τρύβλιον φέρειν καὶ τῆς ἀθάρης . τὸν αὐχέν ' ἐκ γῆς ἀνεκὰς εἰς αὐτοὺς βλέπων . ἁλτῆρσι
7296107 γυψ
δέ , ἐπειδὴ τῶν ἄλλων ζῴων ἁπάντων ὀξυωπέστερον ὁρᾷ ἡ γύψ , ἐν μὲν ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου ὄντος , πρὸς
ἀνέκρινόν με πότερον πρὸς ἕω ἢ πρὸς δυσμὰς ἐνεχθείη ὁ γύψ : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπελθὸν ἀπεκρινάμην αὐτοῖς . Ἀπελθὼν
7287400 κοπτει
τὸν βασιλικὸν κοιτῶνα : καὶ ἐμὲ κατὰ τὴν καρδίαν ἔσωθεν κόπτει φροντίς : εἰς ὑμᾶς δὲ εἴπω λόγον οὐδαμῶς ἐμαυτῆς
τὸ κομίσασθαι καὶ ἀπολαβεῖν . κόπτει καὶ ψοφεῖ διαφέρει . κόπτει μὲν γὰρ τὴν θύραν ὁ ἔξωθεν , ψοφεῖ δὲ
7266160 γυαλον
' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα
, ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ .
7264010 πληγεισα
ἔφευγε τὸν Ἥφαιστον καὶ μὴ πληρώσασα τούτου τὸν ἔρωτα , πληγεῖσα δὲ τὸν πόδα ὑπ ' αὐτοῦ σφύρᾳ ἐν Θετταλίᾳ
οἱ διὰ τῆς ἀσπίδος πληγέντες : οὐ γὰρ ἡ ἀσπὶς πληγεῖσα ἐπάταξεν , ἀλλ ' ἅμα ἀμφοῖν συνέβη παθεῖν .
7244564 ὀϊστος
στήθει τοῦ λέοντος ἐπιτέλλει . τῇ κεʹ τοῦ Αὐγούστου , ὀϊστὸς δύνει . τῇ ιεʹ τοῦ Σεπτεμβρίου , ἀρκτοῦρος ἐπιτέλλει
τούς γε ὀρεῖς καὶ τοὺς κύνας τί τοὺς ἀθῴους ὁ ὀϊστὸς ἐν τοῖς πρώτοις ἐπεπορεύετο ; ἀλλὰ διδάσκει , ὡς
7236956 ἠλας
ἠιθέοισιν εἶδός τ ' ἠδὲ βίην , χαμάδις δέ οἱ ἤλας ' ὀδόντας . αὐτὰρ ὁμοῦ Μυσοῖσιν ἐμῷ ὑπὸ πατρὶ
τε καὶ ἀσπίδος ἔγχεϊ μακρῷ αὐχένα γυμνωθέντα θοῶς ὑπένερθε γενείου ἤλας ' ἐπικρατέως , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε
7235175 ἐπαιζεν
ἐν ἀντιθέτοις καὶ μεταφοραῖς καὶ πᾶσι τοῖς ἐγκωμιαστικοῖς τρόποις : ἔπαιζεν γάρ , οὐκ ἐσπούδαζε , καὶ αὐτὸς τῆς γραφῆς
τῶι παιδίωι ἀρτίως ἔνδον κατέλαβον τὴν ἐμαυτοῦ θυγατέρα . τυχὸν ἔπαιζεν . οὐκ ἔπαιζεν . ὡς γὰρ εἰσιόντα με εἶδεν
7229442 ἀϊξας
' ἀχλύς . Ἀμφίνομος δ ' Ὀδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο ἀντίος ἀΐξας , εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ , εἴ πώς οἱ
υἱός , πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μεταδρομάδην ἔλας ' ὦμον φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἔξεσε χεῖρα βαρεῖαν : αἱματόεσσα
7229148 βρυχαται
' ἠέρος αἰθύσσοντες : αὐτὰρ ὅ γε σπήλυγγος ὑπεκπροθορὼν ἀλίαστος βρυχᾶται πετάσας φόνιον χάος ἀντία φωτῶν , δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ
τὴν δὲ τοῦ βλέμματος ἔννοιαν ἀπάγων εἰς ἃ ἐξηπάτηται . βρυχᾶται δὲ ἡ φάρυγξ καὶ ὁ αὐχὴν ἐμπίπλαται καὶ ἀνοιδοῦσιν
7221095 γενυεσσι
αἰχμάζων : κόπτων . δαχμάζων : δάκνων , τρώγων . γενύεσσι : στόμασιν . παθῶν : ἕνεκα . ἀπετίσατο :
ἀλόχοισιν : αἶψα δ ' ἐπιθύσας ὁ μὲν ἔλπεται ἐν γενύεσσι τίνυσθαι καρῖδος ἐπήλυσιν , οὐδ ' ἐνόησεν ὃν μόρον
7220403 ἀφηρπασεν
ἐπάνω ἐθεάσατο τὸν μῦν ἐπὶ τῆς λίμνης , ὅστις καταπτὰς ἀφήρπασεν εὐθέως . Ἅμα βάτραχος αὐτῷ προσδεδεμένος δεῖπνον καὶ αὐτὸς
μητρυιῶν ἐπιμελείας . κύων ἐν μακελλίῳ εἰσελθὼν καρδίας βρῶμα ἐκεῖθεν ἀφήρπασεν . ὁ δέ γε μακελλεὺς ἐπιστραφεὶς ἔλεγεν αὐτῷ :
7205395 πληξ
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ
7196693 ἀγρευτηρι
κεκινημένοι . ὦκα : ταχέως . Πίμπλαται : γέμει . ἀγρευτῆρι : ἁλιεῖ . εὔθηρον : καλήν . ἀμοιβήν :
οἰδαίνουσα καὶ ἄσχετον ἀσθμαίνουσα ὑψός ' ἀναπλώσῃ καὶ ὑπ ' ἀγρευτῆρι γένηται . ὡς δ ' ὅτε τις πλείου πειρώμενος
7188259 μυραινης
εἶτα ὡς κριοὶ ἐμπίπτοντες προσαράττουσι τὰ μέτωπα . ἀγῶνα δὲ μυραίνης καὶ καράβου ἀνωτέρω εἶπον . Ἐλαύνει δὲ ἰσχυρῶς τοὺς
τὸν ἰὸν ἐκεῖ , καὶ πάλιν μετὰ τὴν συνουσίαν τῆς μυραίνης ἀναῤῥοφεῖ αὐτὸν , γλαφυρὸν δὲ τὸ κοῖλον ἀπὸ τοῦ
7162549 χερμαδιῳ
μακρῷ λαιμόν , ὃ δ ' ἀλγινόεντος ἀνὰ κροτάφοιο θέμεθλα χερμαδίῳ στονόεντι μάλα κρατερῆς ἀπὸ χειρὸς βλήμενος ἐκπνείεσκε , μέλας
ἔπι πρυμνῇσιν Ἀχαιῶν οὓς ἑτάρους ὀλέκοντα βοὴν ἀγαθὸς βάλεν Αἴας χερμαδίῳ πρὸς στῆθος , ἔπαυσε δὲ θούριδος ἀλκῆς ; καὶ
7146978 ἀνελκεται
καὶ νειόθι μᾶλλον κέκλιται Αἰγόκερως . Ἤτοι γὰρ μέγα τόξον ἀνέλκεται ἐγγύθι κέντρου Τοξευτής . Ἔστι δέ τοι προτέρω βεβλημένος
πέρας , εἶτ ' εἴρεται διὰ τοῦ δεδηλωμένου τρήματος καὶ ἀνέλκεται , ἵνα τὸ ἅμμα τῷ τρήματι προσπέσῃ , ἔπειτα
7143553 δακνων
δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής .
τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ
7142678 θηρητηρ
εὖτε λέοντος ἀγρόται ἐν ξυλόχοισι τεθηπότες , ὅν τε βάλῃσι θηρητήρ , ὃ δ ' ἄρ ' οὔ τι πεπαρμένος
αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούταις , εὔσκοπε , θηρητήρ , Ἠχοῦς φίλε , σύγχορε νυμφῶν , παντοφυής ,
7141328 δεξιτερην
. καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο , χεῖρα δὲ χειρί δεξιτερὴν ἕλεν , ὧδε δ ' ἔπος φάτο καί με
δὴ ὅτε τ ' ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν , δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα : ὦ γύναι
7141254 σιαλοιο
τὰ μέλη ἐσθίειν ; . : Ὅμηρος κνίσσην μελδόμενος ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις
λέβης ζεῖ ἔνδον , ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . ἡ διπλῆ ὅτι οἶδεν ἕψησιν κρεῶν , χρωμένους
7138812 βοστρυχων
τοῦ Σπερχειοῦ , τοῦ Μέλητος ἀπάρχεσθαι τῶν λόγων , ὥσπερ βοστρύχων , ᾄδοντας Ὁμήρου χάριν τὸν ποταμόν . διαβάντι δὲ
σάρκα καὶ πρὸς τὴν τριχὸς κίνησιν μεθηρμόζετο , ὁτὲ μὲν βοστρύχων οὔλων πλο - καῖς συνεξελιττόμενος , ὁτὲ δ '
7138141 ὁρμαινων
εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως
προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ
7131856 φοινηεντα
σύνθεσιν γὰρ πολυφλοίσβοιο , κατ ' ἰδίαν δὲ οὔ . φοινήεντα Μ = Μ . . . φοινήεντα : λεπιδωτὸν
, αἰετὸς ὑψιπέτης , ἐπ ' ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων , φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον , ζῳόν , ἔτ '
7127173 ἀσθματι
ἰῶδες ἐμποιοῦν σφοδρόν , ὥστε κἂν μὴ θίγῃ , τῷ ἄσθματι βλάπτειν τοὺς πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ
καὶ ἀποπίοις ποτέ , πᾶν τὸ καταλειπόμενον γίγνεται θερμότερον τῷ ἄσθματι , ἥδιον δὲ τοῦ νέκταρος . κάτεισι γοῦν ἐπὶ
7119029 ἀκοντιζει
εἰς τὸ ὕδωρ καθῆκε καὶ κοίλην βαπτίσας καὶ πλησάμενος ὕδατος ἀκοντίζει κατὰ τοῦ στόματος τὸ πόμα καὶ τυγχάνει τοῦ σκοποῦ
θηρευτική . διωκούσης δὲ αὐτῆς ἐν τῇ λόχμῃ ἀγνοήσας Κέφαλος ἀκοντίζει , καὶ τυχὼν ἀποκτείνει Πρόκριν . καὶ κριθεὶς ἐν
7116883 κεραιης
μὲν πολύκαρπος ἐπισταχύουσα χορεύει καὶ χθόνιον κούφιζεν ὄφιν , ζωστῆρα κεραίης : ἣ δὲ θοῆι ῥαθάμιγγι παλύνετο χεῖρα βαλοῦσα .
] κοῦφος ὀρούων [ ] ον ? ? ἠλακάτης δὲ κεραίης [ ἀτράκτιον ] ἔμβαλε πόντῳ [ ] ν ῥοθίην
7114691 λιθωι
Τὸν Βρομίου Σάτυρον τεχνήσατο δαιδαλέη χείρ μούνη θεσπεσίως πνεῦμα βαλοῦσα λίθωι . εἰμὶ δὲ ταῖς Νύμφαισιν ὁμέψιος . ἀντὶ δὲ
τῶν ζώιων Ἰνδοὶ θηρῶσιν ἀκέντρους τὰς οὐρὰς ἔχοντα : καὶ λίθωι δὲ ἔτι διαθλῶσιν αὐτάς , ἵνα ἀδυνατῶσι τὰ κέντρα
7113325 παφλαζει
τοὺς βρικέλους . οὕτω σταθερῶς τοῖς λωποδύταις ὁ πόρος πεινῶσι παφλάζει . ἐς Συρίαν δ ' ἐνθένδ ' ἀφικνεῖ μετέωρος
ἔχει διαίρεσιν , τὴν εἰς τρίμετρον καταληκτικόν . ΓΘ ἀνὴρ παφλάζει : παφλάζειν τοῦ καχλάζειν διαφέρει . παφλάζειν μὲν ἐπὶ
7112551 πεσε
ἐκ δ ' ἔσπασεν ἔγχος : ὃ δ ' ἑσπόμενος πέσε δουρὶ πρηνής , ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα
εἴη , ῥῆξε δ ' ἀπ ' ἀμφοτέρους θαιρούς : πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ , μέγα δ ' ἀμφὶ
7109986 λαρος
ἀναστρέφων ἐσώθη . * λοῖσθον δὲ : ὕστερον δὲ ὡς λάρος κυματοδρομήσας , ὡς κόγχος * τε * περιτριβεὶς παντόθεν
διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη . λάρος ἐν νεμέσει : παροιμία ἐπὶ τῶν ταχὺ ἀποδιδόντων .
7105872 ἱπποδασειης
Θαλυσιάδην Ἐχέπωλον : τόν ῥ ' ἔβαλε πρῶτος κόρυθος φάλον ἱπποδασείης , ἐν δὲ μετώπῳ πῆξε , πέρησε δ '
χροὸς ἤρκες ' ὄλεθρον . τοῦ δὲ Μέγης κόρυθος χαλκήρεος ἱπποδασείης κύμβαχον ἀκρότατον νύξ ' ἔγχεϊ ὀξυόεντι , ῥῆξε δ
7099212 ἀειρων
αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος
ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν
7094795 ἐρειδει
πολλᾶς † ὑγιείας ἀκόρεστον τέρμα . νόσος γὰρ γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει , καὶ πότμος εὐθυπορῶν . . . . .
' ἀγκίστροιο τυπεὶς εὐκαμπέος αἰχμῇ ὑψός ' ἀναθρώσκων κεφαλὴν ἀζηχὲς ἐρείδει αὐτῇ ἐν ὁρμιῇ βεβιημένος , ὄφρα οἱ ἕλκος εὐρύτερόν
7094038 ταυρος
τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος
ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος
7089617 δοκευει
“ ἥ τ ' αὐτοῦ στρέφεται καί τ ' Ὠρίωνα δοκεύει , ” μέχρι τούτου καταλέγων : “ ἡ δ
' ἰχνεύμων δολίην ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων λοξοῖς ὀφθαλμοῖσιν ἀπείρονα θῆρα δοκεύει , εἰσόκε τοι βαθὺν ὕπνον ἐπὶ φρεσὶ πιστώσηται :
7088985 νυχμα
. Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα
γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα
7088488 πτεροεντος
ἐρατεινῆς . ἢν δ ' αὐτοὺς Κρόνος αἰνὸς ἐπὶ ζώου πτερόεντος δέρκητ ' , ἠὲ καὶ αὐτοὶ ἐνὶ πτερόεντι πέλωνται
ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο : πυκνὰ δὲ χαίτην
7084439 ἐδακεν
τὸν τελευταῖον . Ἡ δ ' ἐλθοῦσα πλησίον τούτου , ἔδακεν εὐθὺς τὴν ῥίνα ταύτης , καὶ δακὼν ἀπέκοψεν εἰς
συμμαχούντων ὅτε τὴν ὕδραν ἀνῄρει , ἐκ τῆς λίμνης ἐκπηδήσας ἔδακεν αὐτοῦ τὸν πόδα , καθάπερ φησὶ Πανύασις ἐν Ἡρακλείᾳ
7079950 ἐμει
οὖν τις αὐτὸν ἀγρεύσῃ , οὕτως ποιεῖ αὐτόν , καὶ ἐμεῖ τὸν τοιοῦτον λίθον . κρεμᾷ αὐτὸν ἄνω κάτω καὶ
μέλιτι πολλῷ κἄπειτα τῷ δακτύλῳ τὴν γλῶτταν πρᾴως πιέσαι : ἐμεῖ γὰρ φλέγμα πολύ . Εἰ δέ τις ὀδαξησμὸς παρείη
7078676 ψαμαθοις
ἡμέραις ἐκβαίνουσι τῆς θαλάσσης , ἐν ταῖς πέτραις καὶ ταῖς ψαμάθοις ἡσύχως μένουσι καὶ ἔξω τῆς ἁλὸς τὸν ὕπνον ἔχουσι
γεμίσῃ ἡ θάλασσα . Ναίει : ὃς , κατοικεῖ . ψαμάθοις : ἐν τοῖς . ψαμάθους : τάς . ἀνὰ
7077675 πληξε
οὐχ οὕτω συντεταγμένα ποιήματα οὐδὲν ἧττον ἢ ταῦτα καλά : πλῆξε δ ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός , ἣν λίπε κείων
[ . ] : ἔνθα μιν ἀντίθεος Τελαμὼν τροχοειδέι δισκῷ πλῆξε κάρη , Πηλεὺς δὲ θοῶς ἐνὶ χειρὶ τινάξας ἀξίνην
7067349 ἑλισσεται
ὀλοῆς ὑπὸ μάρνατ ' ἀνάγκης , ἀμφὶ δέ οἱ μελέεσσιν ἑλίσσεται , ἄλλοτε ἄλλας παντοίας στροφάλιγγας ὑπὸ σκολιοῖσιν ἱμᾶσι τεχνάζων
ἐξερχομένῳ πνεύματι : πρῶτον γὰρ περὶ τὸ χεῖλος τῆς σύριγγος ἑλίσσεται τὸ πνεῦμα . φορέοιτε βάτοι : βάτος . .
7065198 ἀναβατην
ἧττον γὰρ ἂν καὶ ὑποδύοι ὁ ἵππος καὶ ἀναβάλλοι τὸν ἀναβάτην : ἐν μικρῷ δὲ ἀναλαμβανομένου ἀναπίπτειν : ἧττον γὰρ
τῷ ᾄσματι ὑμνεῖ τὸν θεόν , ὅτι „ ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔρριψεν εἰς θάλασσαν „ , τὰ τέσσαρα πάθη καὶ
7061123 βουτυπος
ἐν τῷ θέρει , καθὼς τοὺς βόας ἐκκεντᾷ ὁ λεγόμενος βουτύπος , ἰδίως δ ' οἰστροκεντίον . θοήν : ὀξεῖαν
τῶν ποδῶν , φησί , σταθεὶς καὶ ἐκτείνας ἑαυτὸν ὡς βουτύπος τὴν χεῖρα ἑαυτοῦ κατέφερεν : ἐπιόντος δὲ αὐτοῦ ὁ
7059774 καρηατος
στηθέων ἀρύσασα ψυχὴν ἐγγυάλιξεν ἀγαιομένη χατέοντι : τοῖος ἀπὸ ξανθοῖο καρήατος Αἰσονίδαο στράπτεν ἔρως ἡδεῖαν † ἀπὸ φλόγα , τῆς
, διὰ δ ' ἄνδιχα τρηχὺν ἔαξα αὐτοῦ ἐπὶ λασίοιο καρήατος ἀγριέλαιον θηρὸς ἀμαιμακέτοιο . πέσεν δ ' ὅγε πρὶν
7057737 λαγονεσσι
. κέντρον : βέλος , ἄλγος , τὸν οἶστρον . λαγόνεσσι : σπλάγχνοις . ἀραιαῖς : λεπταῖς , μικραῖς ,
ἀπαμβλύνει φάος ὄσσων . ἔνθα δ ' ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι πεσοῦσαι αὔτως δηθύνουσιν , ἀεξόμεναι δὲ μένουσι λαρὸν ἔαρ
7056120 ἐμφυς
αἰαῖ Ἔρως ἀνιαρέ , τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας ; ἶυγξ ,
κειμένῳ μὲν γὰρ καὶ ὑπνώττοντι ἐπιβουλεύει ὁ ἰχνεύμων , καὶ ἐμφὺς τῇ δέρῃ πολλάκις ἀπέπνιξεν αὐτόν : ἀλλ ' ὅ
7053408 ἐφελκεται
κατὰ στέγας . πρῶτον μέν , ἔνθα αὐτὸ τοῦτ ' ἐφέλκεται κακῶς ἀκούειν , ἥτις οὐκ ἔνδον μένει , τούτου
ὁπόσον δὲ γεῶδές τε καὶ παχύτερον ὁ σπλὴν πρὸς ἑαυτὸν ἐφέλκεται : Καὶ δὴ τοῦ μὲν ξανθηχόλου τε καὶ γεώδους
7050723 ἐπικριον
ἔσχατα πείρατα Πόντου . αὐτίκα δ ' ἱστία μὲν καὶ ἐπίκριον ἔνδοθι κοίλης ἱστοδόκης στείλαντες ἐκόσμεον , ἐν δὲ καὶ
τῶν ἱματίων πεποιημένου ἀρμένου : “ τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον . ” σπιλάδες ὁ μὲν Ἀπίων αἱ ἐν ὕδατι
7048202 εὐτριχι
ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος εὔτριχι λήνει , ἠὲ καὶ ἰρινόεν , τοτὲ δ '
μετὰ τοῦ ἐρίου τὸ ῥόδινον ἔλαιον ἐπιβάλλων θύος ] μύρον εὔτριχι γὰρ λίνῳ , τῷ ἁπαλῷ καὶ εὐτρίχῳ ἐρίῳ ὀχλίζων
7046503 συστροφη
καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως ,
τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη
7045367 ταρσων
τῷ μητραδέλφῳ συστρατεύων δεσπότῃ , ὅλος σιδηρόφρακτος ἱπποτοξότης καὶ μέχρι ταρσῶν ἐσφυρηλατημένος , καὶ συγκαθῄρει τὰς πόλεις τῶν βαρβάρων :
, ἐφράσσατο κόσμον ἑκάστης καὶ πτέρνης μετόπισθε καὶ αὐτῶν ἴχνια ταρσῶν . χειρῶν μειδιόωντα δίκης προπάροιθεν ἑλοῦσα τοῖον Ἀλεξάνδρῳ μυθήσατο
7045110 ἁλματι
λύσις οὐδ ' ἀλεωρή : πολλῇ δὲ ῥιπῇ τε καὶ ἅλματι κυμαίνονται τειρόμενοι : τὸ δὲ πολλὸν ἐπιτρέχει Ἀμφιτρίτῃ ὀλλυμένων
πείθει πρὸς θάλασσαν σὺν φοβερῷ τῷ μυκήματι καὶ ἀσχέτῳ τῷ ἅλματι . Οὐδὲν πρὸς ἐκεῖνον τὸν ἦχον καὶ τὸ σφοδρὸν
7043537 λιγυρῃ
ἄσβεστος ὄρωρεν . Ὣς ἄρα φωνήσας ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους μάστιγι λιγυρῇ : τοὶ δὲ πληγῆς ἀΐοντες ῥίμφ ' ἔφερον θοὸν
δὲ πόντον ἵκανον ἀήμεναι , ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ : Τροίην δ ' ἐρίβωλον ἱκέσθην , ἐν δὲ
7039611 αἱμασσων
τε πατρός , ἁρπάσας μετάρσιον , ὄνυξι γαμφηλῇσί θ ' αἱμάσσων δέμας , ἔγχωρα τίφη καὶ πέδον χραίνῃ φόνῳ ,
καὶ ἀρτιχύτοιο φόνοιο θερμὸν ἔαρ λάπτουσιν : ὁ δ ' αἱμάσσων ὀδύνῃσι , βεβρυχὼς ὀλοῇσι περίπλεος ὠτειλῇσιν , ἄλλοτ '
7036345 κυβερνητηρα
παρὰ Νεῖλον ἔστησαν βορέαο κακὴν προφυγόντες ὁμοκλήν , ἦμος ἀποψύχοντα κυβερνητῆρα Κάνωβον Θώνιος ἐν ψαμάθοις ἀθρήσατο : τύψε γὰρ εὐνῇ
] ἐπιμάρτυρα πᾶσι φυλάσσεις [ ] [ Ζῆνα ] γιγαντοφόνοιο κυβερνητῆρα χορείης [ . ] [ Ζῆνα γὰρ ] αὐτὸν
7033898 ὑαινα
δίαιτα τὸ πάθοϲ εἰργάϲατο . τὸ αὐτὸ δὲ ποιεῖ καὶ ὕαινα ὅλη τῷ ἐλαίῳ ὥϲπερ ἡ ἀλώπηξ ἑψομένη . Ἀράχνηϲ
τῆς θαλάττης ταράξει καὶ τῷ κλύδωνι ὃν ἐργάζεται . καὶ ὕαινα , οὐκ αἴσιον ὅραμα τοῖς ναυτιλλομένοις αὕτη γε .
7032846 περιρρηδης
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος :
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι
7030508 ὀρινει
πνείοντος ἀέλλαις ἠὲ Νότου κελάδοντος , ὅτ ' εὐρέα πόντον ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ
. Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , κοντῷ τιτρώσκων . ὀρίνει : ἐκείνους τοὺς δύο ἰχθύας ἐγείρει . Θωρήξας :
7029021 λαιμῳ
αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον , ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς τὸν ὦμον
ἢ ὀλίγον ὕδωρ ῥέον ἀπὸ τοῦ βρόχθου τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ , ὅθεν καὶ τὸ καταβροχθίζειν . * βροχθώδει :
7028250 παπταινων
ἀκούσας , βῆ δ ' ἰέναι κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων παπταίνων ἥρωα Μαχάονα : τὸν δὲ νόησεν ἑσταότ ' :
ῥεέθροις . ἄγχι δὲ ναιομένην ὑπὸ δάσκιον οὔρεος ὕλην γείτονα παπταίνων ἐρατὴν θηεῖτο Θεράπνην . οὔπω κεῖθεν ἔην δολιχὸς πλόος
7027095 στερνοιο
δ ' Ἰτυμονῆα πελώριον ἠδὲ Μίμαντα , τὸν μὲν ὑπὸ στέρνοιο θοῷ ποδί , λὰξ ἐπορούσας , πλῆξε καὶ ἐν
ἰξάλου αἰγὸς Ἀγρίου , ὅν ῥά ποτ ' αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας [ βάλε ] Πέτρης ἐκβαίνοντα : ἰδοὺ γὰρ
7026523 ὀπισθε
δουρικλυτὸς ἐγγύθεν ἐλθὼν ἔστη πρόσθ ' : ὃ δ ' ὄπισθε καθεζόμενος βέλος ὠκὺ ἐκ πόδος ἕλκ ' , ὀδύνη
, ὄφρ ' ἵκεθ ' ἵππους ὠκέας , οἵ οἱ ὄπισθε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο ἕστασαν ἡνίοχόν τε καὶ ἅρματα ποικίλ
7026142 ταμε
ἄρ ' ὀδόντας ὦσε δόρυ πρυμνόν , διὰ δὲ γλῶσσαν τάμε μέσσην . ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων , κατὰ
βόθρον ὀρύξας , νήησεν σχίζας , ἐπὶ δ ' ἀρνειοῦ τάμε λαιμόν αὐτόν τ ' εὖ καθύπερθε τανύσσατο : δαῖε
7025559 ἀσπαιροντα
οὐκ ἶσος ἄεθλος : ἐπεὶ πόθεν ἶσα τέτυκται , ἰχθὺν ἀσπαίροντα βυθῶν ἀπομηρύσασθαι , καὶ ταναοὺς ὄρνιθας ἀπ ' ἠέρος
ὁ ἐστερημένος τοῦ λάειν , ἤγουν βλέπειν : Ὅμηρος : ἀσπαίροντα λάων , ἀντὶ τοῦ βλέπων . ἢ παρὰ τὸ
7020425 ἐρρηξεν
κτεινέμεναι μεμαώς , σάκει ἔμβαλε χάλκεον ἔγχος , οὐδ ' ἔρρηξεν χαλκός , ἔρυτο δὲ δῶρα θεοῖο : Ἀμφιτρυωνιάδης δέ
' αὐτῶι τάδ ' ἄλλα Βάκχιος λυμαίνεται : δώματ ' ἔρρηξεν χαμᾶζε , συντεθράνωται δ ' ἅπαν πικροτάτους ἰδόντι δεσμοὺς
7020418 κροταφοισι
βλαφθεὶς πέσεν ὕπτιος , ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε περὶ κροτάφοισι πεσόντος . Ἕκτωρ δ ' ὀξὺ νόησε , θέων
τὰς φλέβας τὰς ἐν τοῖσι βραχίοσι καὶ τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι , σπλῆνα ὑποτιθείς . Ἢν δὲ τούτων οἱ μηδ
7014890 ἐρυθηνε
οὔνομα Κόλχων . ” Ὧς φάτο : τῆς δ ' ἐρύθηνε παρήια , δὴν δέ μιν αἰδώς παρθενίη κατέρυκεν ,
δὲ Μηδείας ὁ Ἄψυρτος ἀποθνήσκων τὴν καλύπτραν καὶ τὸν πέπλον ἐρύθηνε τῷ ἑαυτοῦ αἵματι . τάμνε θανόντος : οἱ δολοφονοῦντες
7013327 τιταινει
καταλιμπάνει ἔξωθεν ὀλίγην ὁ βάτραχος πρὸς δέλεαρ τῶν ἰχθύων . τιταίνει : ἄνω ἐξαπλοῖ , ἐξαπλοῖ , ἀναπέμπει . Γένυος
; πόθεν ; Ἐξηκεστίδης ἔχων λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς
7009462 ἐπληξε
ὁ ἰχνεύμων κώλοις , ἤτοι τοῖς ποσίν , ἔτυψε , ἔπληξε * κώλοις : μέλεσιν τάρταρον δὲ τὸν βυθὸν ἐνθάδε
ἀπολαβεῖν , ἐπειδὴ παρὰ φύσιν ἦν αὐτῇ τὸ αἰωρεῖσθαι , ἔπληξε δὲ παριόντα τὸν ἄνθρωπον . ἔστι μὲν οὖν καὶ
7008769 καλυψεν
καὶ Μενελάῳ ἀρνυμένω : τὼ δ ' αὖθι τέλος θανάτοιο κάλυψεν . οἵω τώ γε λέοντε δύω ὄρεος κορυφῇσιν ἐτραφέτην
ἕλετ ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν μαρμαρέην , Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν , ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ ' ἔκτυπε , τὴν
7006257 ἰδνωθη
οἱ ὄσσε πὰρ ποσὶν αἱματόεντα χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν , ἰδνώθη δὲ πεσών : ὃ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων
ἰξαλῆ : τελείας αἰγὸς δέρμα , ἣν μηλωτὴν καλοῦσι . ἰδνώθη : συνεκάμφθη , ὡς καὶ Ὅμηρος : πλῆξεν .
6998322 ὠκυ
ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν
Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ
6996065 πηληκα
, νηὸς ἀποπροθορών , ἄμυδις δ ' ἔχε παμφανόωσαν χαλκείην πήληκα , θοῶν ἔμπλειον ὀδόντων , καὶ ξίφος ἀμφ '
γὰρ νῦν ἐλθὼν δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι σταίη , ἔχων πήληκα καὶ ἀσπίδα καὶ δύο δοῦρε , τοῖος ἐὼν οἷόν
6995121 κεχηνεν
' ἐκείνων ὠφελουμένων ⋮ Ὁ κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν : ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι καὶ λυποῦσιν αὐτόν :
ὁ κροκόδειλος , ἐπὶ τὴν ὄχθην προελθὼν κατὰ τοῦ ἀκτῖνος κέχηνεν : ὁ τοίνυν τροχίλος ἐκβαλὼν τὸ ῥάμφος ἐξάγει τὰς
6993307 καθευδει
ἢ καὶ ἁματροχιῇσι κατὰ στίβον ἐνδυκὲς αὔει , ἀντὶ τοῦ καθεύδει ἢ διατρίβει . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν αὔαν Αἰολικῶς
ἄμοιρος τοῦδε τοῦ θεοῦ οὐδὲ οὗτός ἐστιν . ὅτε γοῦν καθεύδει , ὠθεῖται ἐς βυθόν , ἕως ἂν ψαύσῃ τῆς
6992288 πληκτρον
καί , Οὐδ ' ἂν αἵματι στένων πείσειεν . Αἶρε πλῆκτρον : ἐπὶ τῶν εἰς ἄμυναν ἀντικινουμένων . Αἴρειν ἔξω
, αἱ χεῖρες δὲ ἡ μὲν δεξιὰ ξυνέχουσα ἀπρὶξ τὸ πλῆκτρον ἐπιτέταται τοῖς φθόγγοις ἐκκειμένῳ τῷ ἀγκῶνι καὶ καρπῷ ἔσω
6991965 γαργαρεων
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης

Back