εἰς τὸ παθεῖν . Ὥσπερ δὲ ὁ ἀὴρ τὸ φῶς ἀτενὲς ὂν καὶ μένον , ἕως μένει , αὐτὸς παρέρχεται
πονέετόν τε καὶ ἐξέχετον ὡς ἀπαγχομένοισι , καὶ ἐκβλέπει αὐτοῖσιν ἀτενὲς , καὶ ἐπιστρέφειν οὐχ οἷός τέ ἐστιν αὐτοὺς ,
6342564 βλεμμα
τὸ ἦθος καὶ τὴν διάθεσιν , ἡ φωνή , τὸ βλέμμα , τὸ σχῆμα , καὶ δὴ καὶ ταῦτα τὰ
ὧδε τὸν θάνατον τὸν κεκλημένον τὸ ἀναίσχυντον πρόσωπον καὶ ἀνέλεον βλέμμα . καὶ ἀπελθὼν Μιχαὴλ ὁ ἀσώματος εἶπεν τῷ θανάτῳ
6257782 ὀμματα
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα
6249191 βλεφαρα
κριοῦ , ἣν Ἀθηναῖοι καλοῦσι τριττύν . ἔδακνε γὰρ τὰ βλέφαρα [ : μεταβολὴ ] παντός , εἰ ὁ μὲν
ἀσυνέτους εἶναι νόει τοὺς ἄνδρας . εἰ δὲ καὶ τὰ βλέφαρα αὐτῶν κρατοῦνται , πλείονα τὴν ἄνοιαν αὐτοῦ σημαίνουσιν .
6092926 ὀφθαλμους
καὶ ἡ Ῥοδῶπις . καὶ ἔστησαν μὲν τὸ πρῶτον τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑκάτεροι , μηδέτερος ἐκκλῖναι θέλων ἐπὶ θάτερα : κατὰ
καὶ ὀσφὺν ἀλγῆσαι καὶ ἐπιγάστριον καὶ κενεῶνας καὶ βρέγμα καὶ ὀφθαλμοὺς καὶ τένοντας . εἰκὸς δὲ καὶ εἰλιγγιάσαι , καὶ
6003242 ψαυομενος
πρώτας ἡμέρας σφόδρα , ἔπειτα μέντοι βληχρότερος ἔχει , καὶ ψαυόμενος ἀλγέει τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ ὑποπέλιδνος αὐτέου
ἦν δῆλος ἔγκοιλον ἔχων ὁ τράχηλος : καὶ ἤλγεε ταύτῃ ψαυόμενος : ἦν δὲ καὶ κατωτέρω τινὶ τοῦ ὀδόντος καλεομένου
5941790 ὀδυρμους
καὶ παθῶν περιέχοντα , πάθη μὲν τὰς ἐλεεινολογίας καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς λέγοντες καὶ τοὺς ἔρωτας ἢ τὰ μίση , ἤθη
ἐπιχειροῦντι καὶ εἰς φιλόσοφον . Θρήνους μὲν δὴ ᾄδειν καὶ ὀδυρμοὺς οὔτε ὑμεῖς ἐάσειν φατὲ καὶ οὐ ξυγχωρεῖ φιλοσοφία ,
5939117 ὠτα
ὕπνους ἐμποιεῖν εἰωθόσιν ἐπιβρέγμασι χρήσῃ : καὶ ὀπίῳ δὲ χρῖσον ὦτα καὶ μυκτῆρας εἰς ὕπνον τρεπομένοις . Φλεγμαίνων ὁ ἐγκέφαλος
τε καὶ ὁ φθόγγος παρὰ τοῦ λέγοντος ἐνδύεται εἰς τὰ ὦτα , ὥστε μόγις τετάρτῃ ἢ πέμπτῃ ἡμέρᾳ ἀναμιμνῄσκομαι ἐμαυτοῦ
5927671 βλεπειν
κεκράτηκε τοὔνομα ὅταν ἃ λέγεις ὑπ ' ἐνθουσιασμοῦ καὶ πάθους βλέπειν δοκῇς καὶ ὑπ ' ὄψιν τιθῇς τοῖς ἀκούουσιν .
μέλανος καὶ ἐγχρισθέντες ποιοῦσιν τὰ ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνεσθαι καὶ βλέπειν . Ἐὰν δὲ προσμίξῃς βραχὺ μαγνήτου ζῶντος καὶ ὀλίγον
5924758 στερνα
καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός , τὸ δὲ ἐπιθυμίας εἶδος ἐν κοιλίᾳ
, ἆσθμα θορυβῶδες , σκέλη λεπτά , ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , μακρόχειρ , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . Τὸν
5888615 κιναιδους
καὶ ἅρπαγας : τὰ δὲ ἔσχατα περὶ τὸ κέντρον ποιεῖ κιναίδους , ἔσθ ' ὅτε δὲ καί τινας ἔχοντας ὑποχύσεις
μυκτῆρας μεγάλους καὶ τὰς ὀφρῦς , καὶ τὰ ἔσχατα αὐτοῦ κιναίδους γεννᾷ . τῶν δὲ Διδύμων ὡροσκοπούντων οἱ γεννώμενοι σύμμετροι
5882800 ἀλγεει
γαστέρα , καὶ τὰ σκέλεα εἰρύαται , καὶ τὰς κοχώνας ἀλγέει , καὶ ὁκόταν ἀποπατήσῃ , ὀδύναι ἴσχουσιν ὀξέαι ,
καὶ πλείων ἡ χολὴ γίνηται ἐπὶ τῷ ἥπατι , αὐτίκα ἀλγέει τὸ ἧπαρ , ὅπερ οἱ παῖδες καρδίην καλέουσι ,
5760573 ἰταμον
ὁρῶν προσβλέψῃ δριμύ , καὶ ἐκείνη κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν ἰταμὸν ἀντιβλέψῃ , καί τι καὶ φύσημα ἐμπνεύσῃ ἑαυτῇ μὲν
ταῖς λέξεσιν δὲ ἑτέραις ἐχρήσατο , % ὡς τὸ λείαν ἰταμὸν αὐτῆς ἐκφευξούμενος . % ἔφησε γὰρ μὴ εἰδέναι %
5749659 γενυς
τὸ περὶ τὸ πρόσωπον δέρμα κινεῖται , κἂν ἀκίνητος ἡ γένυς φυλάττηται . Ὁ μὲν δὴ περὶ τῇ βάσει μῦς
, κυρτοῦντες τῷ θυμῷ τὰς κεφαλὰς , ἐκίνουν δὲ τὰς γένυς καὶ τὴν γλῶτταν οὗτοι οἱ ὄφεις ὡς λείξοντες .
5696825 στηθη
στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ μαρμαρύσσοντας , τράχηλον λεπτότερον , στήθη ἀσθενέστερα , ἄπλευρον , ἰσχία καὶ μηροὺς περισαρκότερα ,
ψιλὰ ὄπισθεν , τραχήλους μακρούς , ὑγρούς , περιφερεῖς , στήθη πλατέα , μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων , τὰς
5695776 ἐπισκυνιον
αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν
: πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν
5687065 ἐξαιρουσα
ὄγκον , ἀλλὰ διὰ μέγεθος ἀρετῆς , ἣ τὸ φρόνημα ἐξαίρουσα πέραν οὐρανοῦ ταπεινὸν οὐδὲν ἐᾷ λογίζεσθαι . διακείμενος δ
καὶ ἐν ταῖς σιαγόσιν ὠμὰ τὰ σώματα σιτουμέναις μετεωρίζουσα καὶ ἐξαίρουσα καὶ ἁρπάζουσα ἐκ τῶν Διρκαίων τόπων , ἤτοι ἀπὸ
5685407 σεσηροτας
ὑμᾶς αἱ πόλεις ὧν ἤρχετε ἠγριωμένους ἐπ ' ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας , πάντ ' ἐμηχανῶντ ' ἐφ ' ὑμῖν τοὺς
βου - λεύονται ἔργα ἄδικα , εἰ δὲ ἀναπεπταμένους καὶ σεσηρότας ἔχοιεν , πέπρακται αὐτοῖς ἀθέμιτα ἔργα . τοὺς δὲ
5640816 ὀφρυς
, τὴν κόμην δὲ ἐν χρῷ εἶναι , τὰς δὲ ὀφρῦς ἐλευθέρας τε καὶ ὀρθὰς καὶ ξυμβαλλούσας πρὸς τὴν ῥῖνα
οὐχ οἷοί τέ εἰσι τὰ βλέφαρα ἔχειν ὀρθὰ οὐδὲ τὰς ὀφρῦς ἀκλινεῖς , ἀλλὰ τρόμος αὐτοῖς ἔνεστι καὶ ἅμα τὸ
5611637 σκελεα
ὑπερέχῃ , ἀνωθεῖν καὶ τοῦτο : ὁκόταν δὲ ἀμφότερα τὰ σκέλεα προφανέντα μείνῃ καὶ μηδετέρωσε προχωρέῃ , πυριήματι δέον χρῆσθαι
ἐς κλίνην ἀνακλῖναι τὴν γυναῖκα ἐπὶ κεφαλήν : τὰ δὲ σκέλεα ἄνω ἔχειν , καὶ τὰς γυναῖκας πάσας λαβέσθαι τοῖν
5575526 ὀφθαλμοι
Ὁρᾷ δ ' οὖν φοβερόν , καὶ πῦρ ἐκλάμπουσιν οἱ ὀφθαλμοί : ἄλλως τε καὶ ἡ κεφαλὴ φρικῶδές τί ἐστιν
μὴ φοβοῦ : ἅμα γὰρ φάγῃς , ἀνοιχθήσονταί σου οἱ ὀφθαλμοί , καὶ ἔσεσθε ὡς θεοὶ ἐν τῷ γινώσκειν τί
5573122 ἀναϊσσει
τὴν τροφὴν οὐδὲ ἡ κοιλίη , καὶ βοᾷ , καὶ ἀναΐσσει , καὶ ὀδυνᾶται τό τε ἦτρον καὶ τοὺς βουβῶνας
ἐνίοτε , καὶ οὐ δύναται ἑωυτὸν κατέχειν , ἀλλ ' ἀναΐσσει ἐνίοτε , ὅταν ἡ ὀδύνη ἔχῃ : ὅταν δὲ
5561682 γλαυκους
μικρὰ ἔχοντας , ἔσθ ' ὅτε μαδαροὺς τὸ γένειον ἢ γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τὴν δὲ φάρυγγα ἐξέχουσαν ἔχοντας καὶ
καὶ δυσειδεῖς καὶ αὐχμηροὺς ποιεῖ , Ἄρης δὲ ξανθούς , γλαυκοὺς τοὺς ὀφθαλμούς , τετανότριχας , γοργούς , ὦτα μικρὰ
5539144 ἀποσειονται
αἱ πλησίον ἀσύμφωνοιμιᾶς τῶν συμφώνων κρουσθείσης ἀναπάλλονται καὶ τὰ κάρφη ἀποσείονται , ἠρεμουσῶν τῶν πλησίον καὶ ἀπαθῶν διὰ τὴν ἀσυμφωνίαν
αἷμα παρ ' ἕκαστον τῶν μορίων καὶ ὡς ἀλλότριον αὐτὸ ἀποσείονται . ἔνθεν τῶν ἄλλων παρὰ προαίρεσιν ἐφλεβοτόμησε , καὶ
5525355 μαρμαρυγας
γοῦν Ὀδυσσεὺς προσέχει τοῖς τῶν Φαιάκων ᾀσματοποιοῖς : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς μαρμαρυγὰς θηεῖτο ποδῶν , θαύμαζε δὲ θυμῷ , καίπερ ἔχων
ἐπὶ τὰ ὀπτικὰ νεῦρα , τότε τὰ πυραυγῆ καὶ τὰς μαρμαρυγὰς καὶ τὰ μελάσματα ὁρῶσιν . εἰ δὲ ἐνεχθῇ παχυτέρα
5515805 ὁρῃ
ἔστι δὲ καὶ νοητή , καθ ' ἥν φαμεν νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει : ἄνευ γὰρ νοῦ οὐδὲ τῶν
ἀνταυγέει τὸ φῶς καὶ τὰ λαμπρὰ πάντα : τουτέῳ οὖν ὁρῇ τῷ ἀνταυγέοντι : ὅ τι δὲ μὴ λαμπρόν ἐστι
5496661 μελανοχροα
καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑπότρηχυν , στιβαρόν , μελανόχροα , πυκνόν : ἀμφὶ δέ μιν κύκλῳ περί τ
διΰγρους . γονάς : τέκνα , γενεάς . κυανόχροα : μελανόχροα , μέλανα , ἤως τὰς βδέλλας . Ἑρπετά :
5470567 ὀφρυες
γὰρ λήγει τὸ μέτωπον ἀπὸ τῶν ἄνω κατιὸν , αἱ ὀφρύες διαδέχονται , οἷον πέρατα αὐτοῦ ὑπερέχοντα καὶ τετριχωμένα .
δὲ κάτω καθέλκηται καὶ τρόμος ἐν αὐτοῖς ἐνῇ αἵ τε ὀφρύες σπῶνται καὶ τὸ ἆσθμα τραχὺ καὶ πυκνὸν ἀναφέρηται ,
5457075 ῥιψειε
καὶ τοῦ βασιλέως δικαιοδοτοῦντος ὑπαιθρίου , γενόμενος κατὰ κορυφὴν αὐτοῦ ῥίψειε τὸ ὑπόδημα εἰς τὸν κόλπον : ὁ δὲ καὶ
δέ , εἴ τις ἀσκὸν πλήσειε πνεύματος καὶ ἀποσφίγξειε , ῥίψειε δὲ εἰς ὕδωρ , οὐδὲν ἧττον ἐπιπολάζει ὁ ἀσκός
5449251 δονειν
ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντες εἰώθασι δονεῖν ψήφους αἴθωνι λογισμῷ ἄρθρων μηλείων ἐπὶ γῆν δωρήματα βάλλων
ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντες εἰώθασι δονεῖν ψήφους ὀρθῷ τε λογισμῷ ἄρθρων μηλείων ἐπ ' ἄγρην
5438718 ὠμους
ὠμόν , τὸ δὲ ὠμὸν ἄγριον , ὅθεν καὶ τοὺς ὠμοὺς τῶν καρπῶν ἀώρους φαμέν . οἱ δὲ τὸν μέγαν
, ὧν ἴσως γένωνται κάριοι , [ τοὺς ] τίτθους ὠμοὺς ἐσθίουσι , τὰ δὲ παιδία κατευωχοῦσι ” . Χαδισία
5435564 γοργον
ἄλλοις ταχύτητα καὶ ἐπιτηδειότητα . ποδῶκες ὄμμα ] ταχύτατον , γοργόν , σύντομον εἰς τὸ ὁρᾶν τῇδε καὶ ἐκεῖσε .
ἔστιν οὐδεμία , ἥτις καθ ' ἑαυτὴν ποιεῖ τὸν λόγον γοργόν , πλὴν εἰ τὴν ὀξύτητά τε καὶ δριμύτητα ὡς
5427057 ἀσπαιρει
ὁ δὲ νήχεται , ἄλλοτε μίμνει , ἄλλοτε δ ' ἀσπαίρει , ποτὲ δὲ προβλῆσιν ὑπ ' ἄκραις ῥήγνυται :
ὦρσεν : διήγειρεν , ταράσσεσθαι . Λοίσθιος : ἔσχατος . ἀσπαίρει : κινεῖται . διαξαίνει : μαστίζει . Σμερδαλέαις :
5426642 χαλινους
χαλινὸν , βιάζῃ σὺ καὶ ἀνθίστασαι , καὶ πρὸς τοὺς χαλινοὺς ἀντιμάχῃ , καὶ σφοδρύνῃ , καὶ θρασύνῃ ἐν οὐδαμινῷ
ἵν ' ᾖ τὰς ἵππους θυμοῦ πλήρεις οὔσας περὶ τοὺς χαλινοὺς ἀνακάμπτειν καὶ περιάγειν , ἤδη βουλομένας πρὸς ταῖς πύλαις
5403223 ἀμβλυ
βαρὺ ἀντίκειται φήσομεν , τὸ δὲ ἐν ὄγκῳ ᾧ τὸ ἀμβλύ , ἢ ὅπως ἂν ἄλλως ἐνδέχηται . ἔστι δὲ
σε προσηρώτα εἰ ἐπίστασθαι ἔστι μὲν ὀξύ , ἔστι δὲ ἀμβλύ , καὶ ἐγγύθεν μὲν ἐπίστασθαι , πόρρωθεν δὲ μή
5400699 φθεγμα
τὴν φωνὴν ἀνατειχίσας ἄνω . ὁ δ ' αὐτὸς καὶ φθέγμα κεκράτηκεν . καὶ σκευὴ μὲν ἡ τῶν ὑποκριτῶν στολήἡ
τοσοῦτοι Ἀθήνησι καλοὶ ἕπονται , πάντες ἐλεύθεροι , στωμύλοι τὸ φθέγμα , παλαίστρας ἀποπνέοντες , οἷς καὶ παραδακρῦσαι οὐκ ἀγεννές
5380646 ἀτενως
ὡς ἐν τούτῳ καταπληξόμενος τὸν ἀλλαντοπώλην . ΓΘ ἀσκαρδαμύκτως ] ἀτενῶς , ἀναιδῶς . Γ ἀσκαρδάμυκτος ] μὴ μύσας τοὺς
] τὰ κακά ⌈ , ἃ εἶπον . κεχηνὼς ] ἀτενῶς βλέπων καὶ ὁλοσχερῶς τούτοις ἐγκείμενος . μήλῳ βληθεὶς ]
5378733 βαδισμα
τοῦδε γὰρ καὶ τούτου τοῦ ἀνδρὸς τὸ δράμημα καὶ τὸ βάδισμα Περσικὸν φαίνεται καὶ φέρει ἡμῖν , ὥστε ἀκούειν ,
ἀμφὶ τῷ αὐχένι τοῦ πόντου ζυγὸν βαλὼν πολύγομφον ὅδισμα καὶ βάδισμα , τῶν τῆς θαλάσσης δηλονότι νώτων ἄνωθεν . ἐγεφύρωσε
5377467 ὀδοντας
οὖν , ὦ Ζεῦ , ὠχρίακας ἡμῖν καὶ συγκροτεῖς τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τοῦ τρόμου ; θαρρεῖν χρὴ καὶ τῶν τοιούτων
ὄψεις ἀποβαλὼν οὐ κεκώλυται βιοῦν , τῷ δὲ ἐκκοπέντι τοὺς ὀδόντας ἐφεδρεύει θάνατος οἴκτιστος . εἰ δή τις ἐπιβουλεύει περὶ
5376481 κνημας
βοὸς χάλκεα , ἐπῆσαν δὲ καὶ λόφοι : τὰς δὲ κνήμας ῥάκεσι φοινικέοισι κατειλίχατο . Ἐν τούτοισι τοῖσι ἀνδράσι Ἄρεος
Ἀρχίλοχός φησιν : ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν ῥοικός , ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσίν . Ἡρακλείδης δὲ
5372996 ἰξυας
ὄσχη , καὶ ὀδύνη λάζεται τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τὰς ἰξύας καὶ τοὺς βουβῶνας : καὶ ὁκόταν ἐπιγένηται χρόνος ,
ὄσχη , καὶ ὀδύνη λαμβάνει τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τὰς ἰξύας , καὶ ὁκόταν ὁ χρόνος ἐγγένηται , οὐ θέλουσιν
5371782 μαλακως
ἐκ τῆς πρὸς αὐτοὺς μάχης . τινὲς δὲ ἀντὶ τοῦ μαλακῶς . εἰρωνεύεται γὰρ ὁ Ἡρακλῆς . ὁ γὰρ Διόνυσος
δρῇν ἢ ποτὰ ἢ βρωτὰ ἢ ἃ ἂν ὁρᾷ , μαλακῶς ὅσα ψαύει : ἄλλαι : ἃ μὴ μεγάλα βλάπτει
5359601 μυζει
ἔχει ἰσχυρὴ , καὶ ἤν τι θέλῃ λιπαρὸν φαγέειν , μύζει πρὸς τὰ σπλάγχνα καὶ ἔμετον ἄγει , καὶ τὸ
, ἀλλ ' ὁκόταν μὲν ἄσιτος ᾖ , τὰ σπλάγχνα μύζει , καὶ τὰ σίαλα ὀξέα : ὅταν δέ τι
5344748 ἀναισχυντους
ἐσθιόμενοι δὲ ἐφθοὶ ὥσπερ ἰχθὺς οἱ κορκόδειλοι , ἀναιδεῖς καὶ ἀναισχύντους ποιοῦσι τοὺς ἀφυῶς φερομένους . Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ
παραυτίκα . ” ἀπὸ δὴ τούτου συνέβη πάντας τοὺς πόρνους ἀναισχύντους εἶναι . ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι τοὺς ὑπ
5333195 σφριγωντα
ἤδη χρόνου πολιὰ καθαύαινεν , ἀλλ ' ὑπ ' ἀκμῆς σφριγῶντα νέοις κλωσὶν ἦν ὥρια . τούτοις δ ' ἀνεμέμικτο
ἐβούλου τὸν φιλόσοφον ὠνήσασθαί σοι δοῦλον νέον , εὐσωματοῦντα , σφριγῶντα , ὃν ἔδει γυμνήν σε κἀν τῷ βαλανείῳ θεᾶσθαι
5331069 νυττει
: αἱ καταδύσεις . θράσσει : Βακχεῖός φησι κινεῖ , νύττει , Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος | ἐρεθίζει . ἔστι δὲ
. . . : Θράσσει . Βακχεῖός φησι κεντεῖ , νύττει . Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος ἐρεθίζει . ἔστι δὲ ὀχλεῖ
5323425 ἀμβλυτερον
: εἰ δ ' οὖν ἐκεῖνον τὸ πλῆθος τῶν πραγμάτων ἀμβλύτερον εἰς ταῦτα ποιοῖ , σύ μοι τὸν ἄνδρα ἐπεγείρειν
, καθάπερ ὁ βλέπων ὀξύτερον ἐπάγει πρὸς τὸ θέαμα τὸν ἀμβλύτερον ὁρῶντα , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἐπὶ τῶν
5312146 εὐστοχα
Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ , καὶ ἄλλοι ἄλλα πρὸς τὸν καιρὸν εὔστοχα καὶ χαρίεντα ὑποτονθορύζοντες : ἐς μέντοι τὸ φανερὸν οὐδεὶς
μηδὲν ἀφεθῆναι τῶν βλημάτων κωφόν , ἀλλ ' εὔσκοπα καὶ εὔστοχα πάντα . Ἐπάρατοι μὲν ἐν πόλεσι καὶ κώμαις ,
5301332 βλεποντες
δὲ οἱ κατοικοῦντες αὐτὰς ἄνθρωποι καὶ ἡμέρας οὐ πολύ τι βλέποντες . Περὶ δὲ τὴν ἐσχάτην κεφαλὴν τῶν Καλαίου νήσων
' ὧν δέδωκ ' εὔνοιαν ἐξηγούμενος : οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην , κλύοντες οὐκ ἤκουον , ἀλλ '
5289546 πεποικιλμενοι
ὑπὲρ τὸν ἀληθῆ ἰσχύει λόγον , ἵνα ἐξαπατῶσιν οἱ μῦθοι πεποικιλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις . ἢ καὶ δὴ καὶ τὰς φάτις
βαρέα καὶ ὑψηλὰ ὑποδεδεμένοι , χρυσαῖς δὲ ταινίαις τὴν ἐσθῆτα πεποικιλμένοι , κράνη δὲ ἐπικεί - μενοι παγγέλοια κεχηνότα παμμέγεθες
5288456 ἀσθμα
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα ,
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων
5274432 ταυρηδον
οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς
εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς
5263070 ὁπλας
θηρίων ἤθη μετέστησαν καὶ κειμέναις ἐμπεσοῦσαι ταῖς Ἀμαζόσι τάς τε ὁπλὰς ἐνήρειδον καὶ τὰς χαίτας ἔφριττον καὶ τὰ ὦτα ἐπ
τὸν ὄναγρον διαμίλλαις παντοῖός ἐστι προσέχων τοῖς λακτίσμασι καὶ τὰς ὁπλὰς φεύγειν σπεύδων . ὅ γε μὴν ἰχνεύμων τὸν πρὸς
5261125 ὀρθοπνοιη
ξηρὰ βηχία , καὶ πῦρ καὶ φρίκη ἴσχει , καὶ ὀρθοπνοίη ἔχει , καὶ πυκνὸν καὶ ἀθρόον ἀναπνεῖ , καὶ
πυρετὸς καὶ φρίκη ἴσχει , καὶ ἀναπνέει πυκνὸν , καὶ ὀρθοπνοίη ἔχει , καὶ ἀναβήσσει ὑπόχολα οἷον ἀπὸ σιδίου ,
5259054 σκελη
ποικίλοισιν ἠδὲ χρώμασι . στῆθος μὲν αὐτοῦ πορφυροῦν ἐφαίνετο , σκέλη δὲ μιλτόχρωτα , καὶ κατ ' αὐχένων κροκωτίνοις μαλλοῖσιν
εὐκαμπείας τῆς περὶ τὸ σῶμα , μάλιστα δὲ τῆς περὶ σκέλη ποιητικὸν μετὰ τοῦ καὶ ἰσχὺν περιποιεῖν τοῖς κινουμένοις μέρεσιν
5255523 σπαραττειν
σπαραγμοῦ ἢ ἀναγκάζειν τὸν στόμαχον : τὸ γὰρ ἐπὶ πλέον σπαράττειν καὶ διατείνειν μᾶλλον ἀνατρέπειν οἶδε τὴν ὄρεξιν . βέλτιον
ὧν εἰς αὐτοὺς πλημμελεῖ : δεσμοῖς γάρ τισι στρεβλοῦν καὶ σπαράττειν αὐτῶν τὴν φωνὴν ἐπιχειρεῖ . καὶ ὁ μέν τι
5235941 λαγονας
, μόσχους ὀρούσας ἐς μέσας λέων ὅπως , παίει σιδήρωι λαγόνας ἐς πλευράς θ ' ἱείς , δοκῶν Ἐρινῦς θεὰς
δαμῆναι . κεῖτο γὰρ εἱαμενῇ δονακώδεος ἐν ποταμοῖο , ψυχόμενος λαγόνας τε καὶ ἄσπετον ἰλύι νηδύν , κάπριος ἀργιόδων ,
5218044 μαλθασσῃ
: πέπονα φαρμακεύειν καὶ κινέειν μὴ ὠμά . . : μαλθάσσῃ ] Ἀγαθύνῃ , καταπραΰνῃ . : Τοῦτο καὶ Ἱπποκράτης
παρακλητικοὶ δηλονότι ἐάν ] ναί ἐν καιρῷ ] τῷ πρέποντι μαλθάσσῃ ] πραΰνῃ καὶ ἡμεροῖ τὴν τοῦ θυμουμένου ψυχήν σφριγῶντα
5211210 μηρους
, σημεῖον ἕξει περὶ τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα καὶ περὶ τοὺς μηροὺς τάσεις καὶ ὀλίγον χρόνον βιώσεται . εἰσὶ δὲ οἱ
μήκωνα τῇ δὲ ἑτέρᾳ μῆλον . τῶν δὲ ἱερείων τοὺς μηροὺς θύουσι πλὴν ὑῶν , τἄλλα δὲ ἀρκεύθου ξύλοις καθαγίζουσι
5207640 κουφα
τὰς θερινάς . ἀνάγκη γὰρ λαμπρὰ εἶναι καὶ εὐώδη καὶ κοῦφα . Διοκλῆς δέ φησι τὸ ὕδωρ πεπτικὸν εἶναι καὶ
πολυπραγμονεῖν . καί μοι λέγε : θερμὰ καὶ σκληρὰ καὶ κοῦφα καὶ γλυκέα δι ' ὧν αἰσθάνῃ , ἆρα οὐ
5202488 ληστις
† ψαῦσαι χεροῖν λειμῶνος ὀρχηστύς θ ' ἅμα κακῶν τε λῆστις . εἶτ ' ἐγὼ οὐ κυνήσομαι τοιόνδε πῶμα ,
: πρὸς δ ' ὄμμ ' ἀχλὺς ἀμβλωπὸς ἐφίζει , λῆστις δ ' ἐκτήκει μνημοσύνην πραπίδων , νοῦς δὲ παρέσφαλται
5194494 ὑγρως
σπούδασμα εἰς τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα ἐρείσαντα καὶ τῇ δεξιᾷ κυκλώσαντα ὑγρῶς ἀφεῖναι τὴν λάταγα : οὕτω γὰρ ἐκάλουν τὸ πῖπτον
γὰρ εἰς τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα ἐρείσαντα καὶ τὴν δεξιὰν ἀγκυλώσαντα ὑγρῶς ἀφεῖναι τὴν λάταγα . οὕτω γὰρ ἐκάλουν τὸ πῖπτον
5191149 παγας
χάσμα ἐνέπεσεν , οὗ δὴ καὶ μαντεῖον ἐστίν . Εἰς πάγας ὁ λύκος : ἐπὶ τῶν ἁρπαζόντων μὲν , κατασχεθέντων
„ προπέτειαν καὶ θράσος ἀναίσχυντον ἢ τὰς ἐπ ' ἐνέδρᾳ πάγας ἤ τι τῶν ὁμοιοτρόπων , ὦ | οὗτος ,
5189887 κολοιους
εἶναι πρὸς αὐτοὺς πορευθῆναι : ἡττηθέντα δὲ πάλιν εἰς τοὺς κολοιοὺς ὑποστρέψαι : τοὺς δ ' ἀγανακτήσαντας παίειν αὐτὸν λέγοντας
πάνυ ἄμουσον καὶ ἀσθενές , ὡς τοὺς κόρακας ἢ τοὺς κολοιοὺς Σειρῆνας εἶναι πρὸς αὐτούς , ᾀδόντων δὲ ἡδὺ καὶ
5180867 ἐπικαμπεις
τε ἔχουσα οὐδὲν ἡμερωτέρους θηρίου καί οἱ τῶν χειρῶν εἰσιν ἐπικαμπεῖς οἱ ὄνυχες : ἐπίγραμμα δὲ ἐπ ' αὐτῇ εἶναί
: ταπεινοί * ὑπένερθεν : κάτωθεν ὑποκάτωθεν * ἀγκύλοι : ἐπικαμπεῖς ἢ σκολιοί καμπύλοι , ἰσχυροί * γναθμοῖς : σιαγόσι
5176855 εὐμαριδας
ἀγρίου γεγονυῖαν . * ἀσκέρας εὐμαρίδας τὰ ὑποδήματα τῆς Ἑλένης εὐμαρίδας δὲ ἐπιθετικῶς διὰ τὸ εὐμαρῶς εἰσιέναι . ἀναθήσει οὖν
βοάγριον ἀσπίδα ἐκ δέρματος βοὸς ἀγρίου γεγονυῖαν . * ἀσκέρας εὐμαρίδας τὰ ὑποδήματα τῆς Ἑλένης εὐμαρίδας δὲ ἐπιθετικῶς διὰ τὸ
5173374 βλεπομεν
ἡμετέρα ὄψις προϊέναι δόξειεν , ὅτε γε πρὸς τὰ οὐράνια βλέπομεν . καὶ αὖ πάλιν ὥσπερ ἡ τῆς ἡμετέρας ὄψεως
δὲ φύσιν ἔχει καυστικὴν ἐπέχομεν . καὶ ὅτι κινεῖταί τις βλέπομεν , καὶ ὅτι φθείρεται : πῶς δὲ ταῦτα γίνεται
5172632 γεγηθος
, ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς χαροποί , τὸ ἐν αὐτοῖς ἦθος γεγηθός . Τοῦ ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτά ἐστι : λευκὸς πάνυ
, ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς χαροποί , τὸ ἐν αὐτοῖς ἦθος γεγηθός . Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ
5169324 θυμοειδεις
καὶ τοὺς ἱππικοὺς βουλομένους γενέσθαι οὐ τοὺς εὐπειθεστάτους ἀλλὰ τοὺς θυμοειδεῖς ἵππους κτωμένους . νομίζουσι γάρ , ἂν τοὺς τοιούτους
, ἐπὶ τοὺς τρώσαντας φερόμενοι , ὅτι καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θυμοειδεῖς . ὁ γὰρ θυμὸς ὁρμητικόν ἐστι πρὸς τοὺς κινδύνους
5158494 ἀμετακινητως
. ] : ἀστεμφής . . . καὶ ἀστεμφέως : ἀμετακινήτως , ἰσχυρῶς . παρὰ τὸ στέμβω , ὃ σημαίνει
τῷ συνεστάναι πλήσσοντες . τὸ ἐπισταδὸν ἀντὶ τοῦ ἐπιστατικῶς καὶ ἀμετακινήτως . φορβάδος ἀμφὶ βοός : ὑπὲρ νομάδος καὶ εὐτραφοῦς
5154500 μοχθωι
μὴ τύχοιμι δίδωμι τήνδε σοῖσι προσπολεῖν δόμοις . πολλῶι δὲ μόχθωι χεῖρας ἦλθεν εἰς ἐμάς : ἀγῶνα γὰρ πάνδημον εὑρίσκω
τιταίνων , φόρτον ἐλαφρίζων πεφυλαγμένος . ὡς δ ' ἐπὶ μόχθωι γυμνὸς ἐὼν ζωστῆρι καλύπτετο , καὶ σφυρὰ τείνων δεξιὸν
5151089 χαλινα
ἐμπειρίας τῶν ὑπηκόων , ἢ ἀνάγκη αὐτῷ ἔσται πολλάκις τὰ χαλινὰ ἐπαλλάττειν καὶ τὰς ἡνίας , καὶ τὰ μὲν πρόσω
ἄλλο μέρος τοῦ σώματος . λέγονται δὲ ψάλια κυρίως τὰ χαλινὰ τῶν ἵππων . : Νιν πληθυντικῶς , τὰ ψάλια
5148736 νειαιρην
ἢν κινήσῃ τὰ σκέλεα , χωρέει , καὶ ὀδύναι τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τὰς ἰξύας καὶ τοὺς βουβῶνας ἔχουσι ,
ἐς τὸ μέσον τῶν ἰξύων ὦσιν , ὀδύνη ἴσχει τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τὰ σκέλεα ὕστερον , καὶ ὁκόταν ἀποπατήσῃ
5147430 ὀμματ
ὕπερθ ' ἁλός , αὐτὰρ Ἰήσων δακρυόεις γαίης ἀπὸ πατρίδος ὄμματ ' ἔνεικεν . οἱ δ ' , ὥστ '
προπετῶς φύλλα τινασσόμενοι , οὓς δακρύοις κατέβρεξα : κάτομβρα γὰρ ὄμματ ' ἐρώντων . ἀλλ ' ὅταν οἰγομένης αὐτὸν ἴδητε
5147420 χειρας
κέρδιον ἠδέ οἱ αὐτῷ ἔπλετο , ὅττι πάροιθε νεμεσσηθεὶς ὑπόειξε χεῖρας ἐμάς , ἐπεὶ οὔ κεν ἀνιδρωτί γ ' ἐτελέσθη
, ἀγαθὸν ὄν , ἐπεὶ αὑτῶν γε καὶ πόδας καὶ χεῖρας ἐθέλουσιν ἀποτέμνεσθαι οἱ ἄνθρωποι , ἐὰν αὐτοῖς δοκῇ τὰ
5147166 δεδορκοτες
ὁ ἥλιος , ἀνέχοιντο δὲ οἱ ὀφθαλμοὶ πρὸς αὐτὸν διηνεκῶς δεδορκότες , τίς οὕτως ἀνόητος καὶ ἐπιμανὴς καὶ κακοδαίμων τοῦ
οὗτοι κάκιστοι : ] μεγάλοι δὲ ὀφθαλμοὶ καὶ στίλβοντες κινούμενοι δεδορκότες , οἷον θυμούμενοι δεδόρκασιν ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα
5129769 ἀναισθητον
φησὶ χρῆναι τοῦτον ἢ ὅτι διαβάλλει αὐτὸν καὶ διὰ τοῦτο ἀναίσθητον : φησὶ γὰρ τούτου χάριν δέον εἶναι τοῖς ἁλσὶ
ἄκρον τοῦ ὄνυχος , ὃ δὴ καὶ ἄζον ἐστὶ καὶ ἀναίσθητον . παρακελεύεται τοίνυν μὴ ἐν εὐωχίαις θεῶν τέμνειν τοὺς
5129518 λογχας
πρῶτον μὲν φυλακὴν κατεστήσατο περὶ ἑαυτὸν ἀνθρώπων θρασυτάτων ξίφη καὶ λόγχας φερόντων ἐπιχωρίων τε καὶ ἀλλοδαπῶν , οἳ νυκτός τε
ὁποῖος ; ὁ Βριάρεως , ὁ τοὺς καταπέλτας τάς τε λόγχας ἐσθίων , μισῶν λόγους ἄνθρωπος , οὐδὲ πώποτε ἀντίθετον
5126222 ὀνυχας
αὐτῇ , ὁ δὲ γρὺψ καὶ βοῦν σθένων ἁρπάσαι τοὺς ὄνυχας περιελίσσει . οὓς λῦσαι οὐ δύναται , καὶ μὴ
τοὺς τῶν χειρῶν δακτύλους καὶ | ὑπεσταλκότας ταῖς ῥαξὶν τοὺς ὄνυχας . γραμμάτων μὲν ἐντός [ εἶναι ] , ἵνα
5124270 φροντιστην
. μυρία ] κατὰ πολύ . πεμπαστάν ] η . φροντιστήν : σύναπτε δὲ πρὸς τὸ Περσῶν . τοῦ Σησάμα
ὀρφανοῖς καὶ γυναιξὶν ἐρήμοις συγγενῶν , οὗτος ἑαυτὸν τούτων ἀνέδειξε φροντιστήν : διά τε τῆς ἰδίας σκέψεως καὶ φροντίδος διακρίνων
5123698 ἰυγγι
κνήμης ὀστοῦν εἰ χρυσίῳ παρατεθείη , ἕλκει τε αὐτὸ καὶ ἴυγγι ἀπορρήτῳ τινὶ πρὸς ἑαυτὸ ἄγει καὶ ἕπεσθαι θέλγει ,
δακέτου τοὺς ἑαυτοῦ μυκτῆρας βιαιότατα ἐσπνεῖ , καὶ ἕλκει ὡς ἴυγγι τῷ πνεύματι , καὶ ἄκοντα προάγει , καὶ προκύπτοντα
5118279 αὐχενας
, δήσαντες δὲ τοὺς μὲν πόδας πρὸς ἀλλήλους τοὺς δὲ αὐχένας πρὸς κίονα εὖ πεπηγότα , δαμάζουσι λιμῷ : ἔπειτα
συντελεῖται δὲ οὕτως : ἡ μεσότης τοῦ ἐπιδέσμου κατ ' αὐχένας , αἱ δ ' ἀρχαὶ λοξαὶ κατὰ στέρνον εἰς
5116085 θαμβος
: ναῦται δὲ τρομέουσιν , ἀείδελα δεσμὰ θαλάσσης δερκόμενοι καὶ θάμβος ἴσον λεύσσοντες ὀνείρῳ . ὡς δ ' ὅτ '
κοινὸν ὄλεθρον γοερὸν ἐκλαυθμύριζον . ἐξ οὗ δή μοι καὶ θάμβος ἐπέρχεται , ὅταν κατὰ νοῦν λάβω τὴν ποικίλην καὶ
5114089 ὀδουϲι
, ἢ πελιδνοὶ τὰ πρόϲωπα : γνάθων τὰ λεπτὰ ποιεῖ ὀδοῦϲι προϲιζάνειν : μειδιῶϲι ἴκελοι , τὰ πάντα νεκρώδεεϲ .
ἐμεῖν , ὑφορᾶϲθαι δὲ καὶ ἐδωδάϲ , ὅϲαι μὴ ϲύμφοροι ὀδοῦϲι , ϲῦκα ξηρὰ καὶ μέλι ἑφθὸν τῷ ϲκληρὸν ἄγαν
5110765 λασιους
πηγὰς ποταμῶν , θηρῶν μέθυ , καὶ πάλιν αἶψα πρὸς λασίους οἴκους , ὅταν ἕσπερος ὕπνον ἄγῃσι . ζῆλον δ
ἐσθῆτι δὲ χρεωμένους Μηδικῇ . Τοὺς δὲ ἵππους αὐτῶν εἶναι λασίους ἅπαν τὸ σῶμα καὶ ἐπὶ πέντε δακτύλους τὸ βάθος
5106031 λεοντας
παρὰ δὲ τὸν ψόφον τοῦ ἀλεκτρυόνος φθεγξαμένου καταπτήξαςφασὶ γὰρ τοὺς λέοντας πτύρεσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀλεκτρυόνων φωνάςεἰς φυγὴν ἐτράπη .
δέ , ἐν Ἀττικῇ , φησί , τίς εἶδε πώποτε λέοντας ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον θηρίον ; οὐδὲ δασύποδ '
5102234 κενεωνας
ἴσχει ὀξείη τε καὶ σπερχνὴ τάς τε ἰξύας καὶ τοὺς κενεῶνας καὶ τὸ σκέλος , καὶ ἐπισκάζει . Ὅταν οὕτως
καὶ τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ τὰς ἰξύας , καὶ τοὺς κενεῶνας καὶ τὴν ὀσφὺν ὀξέη τε καὶ σπερχνή . Ὅταν
5100298 ἀκρασιη
κρόταφοι πηδῶσι , καὶ πυρετὸς λεπτὸς ἔχει καὶ τοῦ σώματος ἀκρασίη . Οὗτος ἀποθνήσκει τριταῖος ἢ πεμπταῖος : ἐς δὲ
σφύζουσι , καὶ πυρετὸς ἴσχει βληχρὸς , καὶ τοῦ σώματος ἀκρασίη . Οὗτος ταῦτα πάσχει , ὅταν αἱ ἐν τῇ
5100036 θηγει
μὲν ἄλλον χρόνον , πρὸς ἣν ἂν πέτραν παραγένηται , θήγει προσβαλὼν τὰ στέρνα , συμπεσὼν δὲ ἐλέφαντι ὑποδὺς τὴν
φιλοψυχοῦσιν ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ βίου . λόγος κενῶς μὲν ἐξενεχθεὶς θήγει τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας
5099869 κατεσθιειν
ἀπωθεῖν [ καὶ ] μέγα καὶ λαμπρόν , τὸ δὲ κατεσθίειν ἅ τις νέμει , θαυμαστὸν οὐδέν . Οὕτω μέν
σκαιὸς ἦν ἅνθρωπος , ἀλλ ' ἠπίστατο γραὸς καπρώσης τἀφόδια κατεσθίειν . Ταῦτ ' οὖν ὁ θεός , ὦ φίλ
5097420 ἀποσοβει
τοὺς ῥήτορας εἶπεν . βυρσίνην ] ἔδει εἰπεῖν μυρρίνην ἔχων ἀποσοβεῖ τὰς μυίας : ταύτῃ γὰρ ἐστεφανοῦντο οἱ στρατηγοί :
] ἀποδιώκει , ἀποσοβεῖ αὐτήν . ὀρθοῖ ] ἀνιστᾷ , ἀποσοβεῖ . ὀρθοῖ ] ἀνορθοῖ . ὀρθοῖ ] ἐγείρει καὶ
5092161 σαλπιγγας
: σὲ δὲ ἡ πάσας μὲν Μούσας , πάσας δὲ σάλπιγγας γλῶσσα νικῶσα , λόγοις ὑμνήσασα , οὔποτε ἀφήσει λήθην
ὀξεῖαν . ἐναντιοπαθεῖν δὲ ἀναγκαίως τὰ ἐμπνευστὰ ὄργανα οἷον αὐλοὺς σάλπιγγας σύριγγας ὑδραύλους καὶ τὰ ὅμοια τοῖς ἐντατοῖς κιθάρᾳ λύρᾳ
5086281 διακονηματα
ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν καὶ οὐδενὶ εἶναι ὅταν εἰς δουλικὰ ἐμπέσῃ διακονήματα , οἷον στρωματόδεσμον μὴ ἐπισταμένου συσκευάσασθαι μηδὲ ὄψον ἡδῦναι
περικείμεθα προβατείων δερμάτων δασεῖς , κεράμεα δὲ καὶ χαλκᾶ τὰ διακονήματα κομίζομεν κἀν τούτοις βρωτὰ καὶ ποτὰ πάντων ἀπεριεργότατα ,
5080873 ῥαιστηρια
, βουπλῆγές τε βαρύστομοι , ὅσσα τε τοῖα ἄκμοσι δυσκελάδοις ῥαιστήρια χαλκεύονται : ἐσσυμένως δ ' ἀκάτοισιν ἐϋσέλμοις ἐπιβάντες ,
, τεθναίην , ἢ λαιμὸν ἀναρτήσασα μελάθρῳ ἢ καὶ πασσαμένη ῥαιστήρια φάρμακα θυμοῦ . ἀλλὰ καὶ ὧς φθιμένῃ μοι ἐπιλλίξουσιν
5080053 κωφα
[ μοι . Νεκρὸν ἐάν ποθ ' ἴδῃς καὶ μνήματα κωφὰ παράγῃς , κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾷς : ὁ θανὼν οὕτως
αὐτὸν γεραίρειν , οὐδέν μοι δοκοῦσι διαφέρειν τῶν εἰς τὰ κωφὰ τὴν αὐτὴν ἐνδεικνυμένων φιλοτιμίαν , τὰ μὴ δυνάμενα τῆς
5077716 πυκνα
: τὰ μὲν γὰρ δῆλον ὅτι μανὰ , τὰ δὲ πυκνὰ φυτευτέον . Φιλόσκια δὲ ὧν οἱ καρποὶ ξηροί τε
καὶ ἀνιχνεύων τὸ ποθούμενον : ἀγχοῦ δὲ τοῦ μηχανήματος γεγονὼς πυκνὰ περιδινεῖται τῷ λιμῷ τυραννούμενος . Καὶ τέλος ὑπερήλατό τε
5076862 λαγνοι
ὀσφύες καὶ μηροὶ χωρὶς τῶν ἄλλων μερῶν πολύτριχές εἰσι , λάγνοι οὗτοι οἱ ἄνδρες καὶ μοιχοί . γαστέρα καὶ στήθη
ὅτι οἱ Σάτυροι καὶ οἱ Πᾶνες εὐεπίφοροι πρὸς τὰς συνουσίας λάγνοι ὄντες , καὶ Καλλίμαχός φησιν : ἔτι φὴ σινάμωρος
5074358 ἀξινας
τοὺς εὐρώστους καὶ ἀκμάζοντας ἐπιλεξάμενος ἐξήγαγε δρέπανα καὶ πελέκεις καὶ ἀξίνας ἔχοντας ὡς τεμοῦντας ὕλην εἰς πυρκαϊὰν νεκρῶν τοσούτων .
τῶν σαγιττῶν . Χρὴ τένδαν κατὰ κοντουβέρνιν καὶ δρέπανα καὶ ἀξίνας ἔχειν αὐτοὺς διὰ τὸ ἀναγκαῖον τῆς χρείας : καλὸν
5059553 ῥυγχος
δ ' ἄρα τοῦ βασιλεὺς Πλεισθενίδας ἐφάνη . κρύψαι δὲ ῥύγχος ἄκρον γᾶς ὑπένερθεν [ Θεστιάδαι ] : [ ]
ἀλεκτρυόνες οἱ συνεστραμμένοι τοῖς ὄγκοις , φοινικόλοφοί τε , καὶ ῥύγχος βραχὺ ἔχοντες , εὐχάροποί τε ταῖς ὄψεσι , καὶ
5055867 τετρυπημενον
, τελειούμενον δ ' ἔτι σκληρὸν κατὰ τὴν ἐπανάστασιν καὶ τετρυπημένον : προσεμφερὲς τρόπον τινὰ τοῦτ ' ἐστὶ καὶ ταύρου
μὴ κἀγὼ σοὶ πιστεύω τὸν ἐμαυτοῦ οἶνον : σὺ γὰρ τετρυπημένον ἔχεις τὸν πίθον . πῶς οὖν ἔτι ἴσον γίνεται
5054929 Ὀφθαλμοι
βλέμμα ὑποκινεῖται , οὗτοι ἀνδρόγυνοι ὄντες ἄνδρες εἶναι βιάζονται . Ὀφθαλμοὶ ἀνοιγόμενοι ἐπὶ μέγα καὶ ἅμα ἱστάμενοι ὡς ἐννοοῦντές τι
τὴν γλῶτταν καὶ τὸ σῶμα εἶναι τὸν ἄνδρα λέγουσι . Ὀφθαλμοὶ μικροὶ παλλόμενοι κακομηχάνους καὶ δολίους , μεγάλοι δὲ ἀνοήτους

Back