ἔστι δὲ καὶ νοητή , καθ ' ἥν φαμεν νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει : ἄνευ γὰρ νοῦ οὐδὲ τῶν | ||
ἀνταυγέει τὸ φῶς καὶ τὰ λαμπρὰ πάντα : τουτέῳ οὖν ὁρῇ τῷ ἀνταυγέοντι : ὅ τι δὲ μὴ λαμπρόν ἐστι |
τὴν τροφὴν οὐδὲ ἡ κοιλίη , καὶ βοᾷ , καὶ ἀναΐσσει , καὶ ὀδυνᾶται τό τε ἦτρον καὶ τοὺς βουβῶνας | ||
ἐνίοτε , καὶ οὐ δύναται ἑωυτὸν κατέχειν , ἀλλ ' ἀναΐσσει ἐνίοτε , ὅταν ἡ ὀδύνη ἔχῃ : ὅταν δὲ |
γίγνεται τὸ σῶμα , καὶ ὅλον ἀσθενές , καὶ κομιδῇ τρέμει , οἵ τε πόδες φέρειν σφαλλόμενοι τοῦτο ἥκιστα δύνανται | ||
καὶ ὁ ἄριστος . Ἀνάσσειν : βασιλεύειν . Πεφρίκει : τρέμει , φοβεῖτε . Πόσιν : ἄνδρα . Μυκήσαιντ ' |
Αἰσχίνα . ὥστ ' εἴ τοι κατὰ δεξιὸν ὦμον ἀρέσκει λῶπος ἄκρον περονᾶσθαι , ἐπ ' ἀμφοτέροις δὲ βεβακώς τολμασεῖς | ||
] ! ! ! ! ! ! ! ] ο λῶπος [ ! ! ! ] κον [ πεποιῆσθαι ] |
δῆτ ' ἂν ἥδιστ ' αὐτὸν ἐπεγείραιμι ; πῶς ; Φειδιππίδη , Φειδιππίδιον . τί , ὦ πάτερ ; κύσον | ||
ἀδίκους . νικᾶν ] τοὺς δικαίους . σκέψαι ] ὦ Φειδιππίδη . ὡς ] ὅτι , πῶς . δειλὸν ποιεῖ |
στροφῆς καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή | ||
. μέλει ] φροντίς ἐστί μοι ὧν εἶπον . οὐχ ὑπνώσσει κέαρ ] οὐ καταραθυμήσει καὶ οἱονεὶ τοῦ φροντίζειν χαλάσῃ |
, οὔ τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ νοεῖ , οὖλος δέ τ ' | ||
, ἐπεὶ καὶ ὁ ἐλπίζων καθάπερ ὁ πιστεύων τῶι νῶι ὁρᾶι τὰ νοητὰ καὶ τὰ μέλλοντα . εἰ τοίνυν φαμέν |
βοήσω . νέρθεν ] ὑποκάτω ὢν δηλονότι . κλύει ] ἀκούει . ἀντιστροφὴ κώλων ζʹ . γᾶ ] η . | ||
ἐμφθορέων αἰζηῶν , ὕλη δ ' ἐχθομένοιο πυρὸς κατὰ θεσμὸν ἀκούει . . ἀτμεύειν δὲ δουλεύειν , ὑποκεῖσθαι : ἀτμένες |
αὐτοῦ . . τὸ πρᾶγμα ] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . ἐπισπέρχει θεὸς ] ἐπισπεύδει ἡ τύχη , ἢ ὁ Ἀπόλλων | ||
] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . θ ἐπισπέρχει ] σπουδάζει . ἐπισπέρχει ] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει |
καὶ στωμύλματα , χελιδόνων μουσεῖα , λωβηταὶ τέχνης , ἃ φροῦδα θᾶττον , ἢν μόνον χορὸν λάβῃ , ἅπαξ προσουρήσαντα | ||
καὶ κενὸς ἤδη τοῖς ἐναντίοις ὁ πόλεμος ἦν καὶ πάντα φροῦδα ὥσπερ ἐκ ναυαγίας τινὸς ὡς ἀληθῶς . ὥσθ ' |
Ἕτερον πειρητήριον : νέτωπον ὀλίγον εἰρίῳ ἐνελίξας προσθεῖναι , καὶ ὁρῇν ἢν διὰ τοῦ στόματος ὄζῃ . Προσθετά : σκορπίου | ||
καὶ τοῖσιν ὠσὶν ὀξέως ἀκούειν οὐ δύναται οὐδὲ τοῖσιν ὀφθαλμοῖσιν ὁρῇν ὑπὸ τοῦ βάρεος : ἱδρώς τε πολλὸς καταχέεται κάκοδμος |
τοῦ μή τινα θαῦμα ποιεῖσθαι , ἐπειδὰν ποιητῶν ἢ συγγραφέων ἀκούῃ τοὺς Πελασγοὺς καὶ Τυρρηνοὺς ὀνομαζόντων , πῶς ἀμφοτέρας ἔσχον | ||
καὶ πρώτου , ἵνα μηδεὶς ὑμῶν , ἐπειδάν τι λέγοντος ἀκούῃ μου τῶν πεπραγμένων , καὶ δοκῇ δεινὸν αὐτῷ καὶ |
αἰδοῦνται κακῶς πράττοντες : ὅταν δὲ ταῦτα ᾖ , ἡ Αἰδὼς καὶ ἡ Νέμεσις ἀμφιασάμεναι φάρεα λευκὰ πρὸς οὐρανὸν ὁρμῶσι | ||
ἀνδρὶ προΐκτῃ : ἐπὶ τῶν δι ' ἐπιείκειαν βλαπτομένων . Αἰδὼς ἐν ὀφθαλμοῖς : ἢ ὅτι οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς κεκομμένοι |
γὰρ εἴ τις ἄχθεται , πλανᾶται ἢ ἀδυνατεῖ πάντως καὶ ἀλύει . οἱ γοῦν ἀλύοντες ἄχθονται μὲν ἐν τῷ ὀδυνᾶσθαι | ||
, καὶ πνεύματος ἐμπίπλαται , καὶ ἀκούει οὐδὲν , καὶ ἀλύει , καὶ ῥιπτάζει αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης : |
πρώτας ἡμέρας σφόδρα , ἔπειτα μέντοι βληχρότερος ἔχει , καὶ ψαυόμενος ἀλγέει τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ ὑποπέλιδνος αὐτέου | ||
ἦν δῆλος ἔγκοιλον ἔχων ὁ τράχηλος : καὶ ἤλγεε ταύτῃ ψαυόμενος : ἦν δὲ καὶ κατωτέρω τινὶ τοῦ ὀδόντος καλεομένου |
δὲ τὸν Μελικέρτην ποιούμενος ὡς ἐν τῇ γῇ ἔχοι , μειδιᾷ καθορμιζομένου καὶ κελεύει τὸν Ἰσθμὸν ἀναπετάσαι τὰ στέρνα καὶ | ||
νεανίαν χωροῦσιν . ὁ δ ' ἐς αὐτοὺς βλοσυρὸν ὁρῶν μειδιᾷ καὶ ὑφίσταται τὸ στῖφος καὶ τάχα που κρύψει τὸν |
πανταχῆ βλέπεται καὶ βοᾶται ὁ Ὀλυμπιακὸς ἀγών . τὸ γὰρ δέδορκεν , ἀντὶ παθητικοῦ τοῦ βλέπεται . ἵνα ταχυτὰς ποδῶν | ||
ἀκταῖς Ἑλώρου , ἔνθ ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι , δέδορκεν παιδὶ τοῦθ ' Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ : |
συνεχεῖς ταῖς λαμπάσιν ὥσπερ ὁ ἐκ Διὸς συνεχὴς ὄμβρος : σαίνει μ ' ἔννυχος : εὐθυμεῖν με ποιεῖ ἡ τῶν | ||
, οὐκ ἔστιν ἄλλη : φαιδρὰ γοῦν ἀπ ' ὀμμάτων σαίνει με προσστείχουσα , σημαίνει δέ τι : μόνης τόδ |
εἶναι φῶς νοῦ , ἤγουν ἡ τὰ ἐν τῷ νῷ φωτίζουσα : τὰ γὰρ ἐνδιάθετα καὶ κεκρυμμένα τοῦ νοῦ , | ||
τούτοις σχεδὸν γνώριμόν ἐστι , διότι κατὰ ἀνάκλασιν ἡ σελήνη φωτίζουσα οὔτε μηνοειδὴς οὔτε διχότομος οὖσα ἐφώτιζεν ἂν τὴν γῆν |
μ ' ἄπυρος : κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει , τροχοδινεῖται δ ' ὄμμαθ ' ἑλίγδην , ἔξω δὲ δρόμου | ||
τὸν ἐγκέφαλον ἀνιοῦσα συνθολοῖ τὰς φρένας καὶ τοῦ καθεστηκότος ἐξίστησιν τροχοδινεῖται ] περιφέρεται , δίκην τροχοῦ στρέφεται ὄμματ ' ] |
πολλὰ καὶ τῇ βελτίστῃ Πενίᾳ προσφιλοσοφῶν . Ὥστε διὰ ταῦτα ὑγιαίνεις τε καὶ ἔρρωσαι τὸ σῶμα καὶ διακαρτερεῖς πρὸς τὸ | ||
αὗται αἱ τομαὶ συζυγεῖς . Ἀπολλώνιος Εὐδήμῳ χαίρειν . Εἰ ὑγιαίνεις , ἔχοι ἂν καλῶς : καὶ αὐτὸς δὲ μετρίως |
εἰς τὸ παθεῖν . Ὥσπερ δὲ ὁ ἀὴρ τὸ φῶς ἀτενὲς ὂν καὶ μένον , ἕως μένει , αὐτὸς παρέρχεται | ||
πονέετόν τε καὶ ἐξέχετον ὡς ἀπαγχομένοισι , καὶ ἐκβλέπει αὐτοῖσιν ἀτενὲς , καὶ ἐπιστρέφειν οὐχ οἷός τέ ἐστιν αὐτοὺς , |
ἐπιθυμῶν . ἐρῶν ] ἐφιέμενος . ἵππος χαλινῶν : οὕτως ἀσθμαίνει καὶ σπεύδει , ὡς καὶ ἵππος πολεμιστὴς σάλπιγγος ἀκούων | ||
ἡ γονὴ οὐκ ἐγγίνεται ἐν τουτέῳ τῷ χρόνῳ , καὶ ἀσθμαίνει , ἀφρίζει τε καὶ ἀλύει , καὶ ὅταν ἔγρηται |
. Καὶ τοῖς Ἀθηναίοισι παύσασθαι λέγω ἐντεῦθεν ἐχομένοις ὅθεν νῦν ἕλκετε : οὐδὲν γὰρ ἄλλο δρᾶτε πλὴν δικάζετε . Ἀλλ | ||
[ π ] ἐνδέξια φῶτα ἕκαστον : σύντονα δ ' ἕλκετε : ἀντὶ τοῦ συντόνως , ἤγουν ἁρμοδίως καὶ προσεχόντως |
' ὁμο [ μεθ ' ὧν ς [ θυγατέρα [ ἀνάξι ' : ὑ [ μηδες ? [ καιπε ? | ||
δεινὰ τλᾶσα κοὐκ ἀνεκτὰ παρθένος , θαυμαστὰ δ ' ὡς ἀνάξι ' ἠτιμασμένη . ἐγὼ κάκιστος ἦν ἄρ ' Ἀργείων |
οὗτος , οὕτω ταῦτα πρᾶττε , ὡς ἐγγὺς τὰ αὐτὰ πεισόμενος . „ τοῦτο εἰκότως εἴποι ἂν πρὸς τὸν ἤδη | ||
, ἢ ὡς ποιήσων ὅ τι ἂν βούλῃ ; Ὡς πεισόμενος . Ἄλλο τι οὖν ἢ ἀξιοῖς ἀποθανεῖν , εἴ |
λεγόμενα : νῦν , φησὶν , ἔοικας ὑπὸ δειλίας [ τἄνδον ] ὑποκρίνεσθαι τοῖς λόγοις ἕτερα κατὰ ψυχὴν ἔχων καὶ | ||
τῆς ὀσφύος σπονδύλων ἐφήδρασται : καὶ γάρ πως καὶ σιμοῦται τἄνδον ἡ ῥάχις κατὰ τοῦτο , δι ' ὃ καὶ |
ξ . . . . . , = . : δύη : κακοπάθεια . . . ὁ δὲ Ἀπίων κάκωσις | ||
ἐκ βοῆς ἠγρευμένα , τουτέστι τῆς μάχης , λάφυρα . δύη ξ . . . . . , = . |
Ὁ μέντοι δηχθεὶς ὑπ ' αὐτοῦ πρὸς τῷ λίαν αὐτὸν ὀδυνᾶσθαι , οὐδὲ τὸν θάνατον διαφεύγει , νέμεται δὲ ὁ | ||
γίνωνται σφοδρότεραι κατ ' αὐτούς , ἐπισκέπτου κατὰ τίνα διάθεσιν ὀδυνᾶσθαι συμβαίνει τὸν ὀφθαλμὸν ἐν ταῖς φλεγμοναῖς : ἤτοι γὰρ |
σχῇς , ἕξεις : ἂν μὴ σχῇς , ἐξελεύσῃ : ἤνοικται ἡ θύρα . τί πενθεῖς ; ποῦ ἔτι τόπος | ||
' οὐδεὶς κωλύσει οἰκεῖν : ἐκείνη γὰρ ἡ οἴκησις παντὶ ἤνοικται . καὶ τὸ τελευταῖον χιτωνάριον , τοῦτ ' ἔστι |
πάϊς ἀμφιγυήεις τεύξει ' ἀσκήσας , ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει , τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων . Τὴν | ||
αὐτοκόμου λοφιᾶς λασιαύχενα χαίταν , δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων , βρυχώμενος ἥσει ῥήματα γομφοπαγῆ , πινακηδὸν ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι . Ἔνθεν |
πάντα διαλογισμὸν καὶ πρᾶξιν ἐπὶ τὰ κάλλιστα τρεπομένην κατευθύνει καὶ ἐγρηγορότος καὶ ἐν ὕπνῳ . Διὸ καὶ περὶ σὲ διὰ | ||
καὶ νοσηλεύειν τὸν τροφέα , καὶ καθεύδοντος μὲν ἡσυχάζειν , ἐγρηγορότος δὲ παρεστάναι , ἀσιτοῦντος δὲ τροφὴν μὴ προσίεσθαι . |
ἀμυντής , ἀλκηστής ὦ δέσποτ ' Ἀμφιάραε πολυτίμητ ' ἄναξ ἄψοφον ἔχειν στόμα ἀνίερος τύχη δημεχθὴς ἄνθρωπος δυσπρόσωπα ὄμματα δημοφανὲς | ||
δὲ χρώματος μὲν δεκτικὸν τὸ ἄχρουν , ψόφου δὲ τὸ ἄψοφον , ὥσπερ σχήματος τὸ μὴ ἔχον οἰκεῖον σχῆμα , |
: τὸ σίαλον παχὺ καὶ λιγνυῶδες βήσσεται , καὶ ἡ χροιὴ μέλαινα καὶ ὑποιδαλέη , καὶ ὀδύναι λεπταὶ ὑπὸ τὸ | ||
ὡς ἂν ἰσχύος ἔχωσιν , οὕτω καὶ γυῖα , καὶ χροιὴ ἐπὶ τὸ κάκιον ἢ ἄμεινον ἐπιδιδοῖ . δίκαιον δὲ |
πιτύρων , καὶ πίνειν ὕδωρ : ἢν δὲ ἐς ἄφοδον ἵζηται , ὕδατι θερμῷ διανίζειν : λούεσθαι δὲ διὰ τρίτης | ||
, ἢν μὲν ἐκ τοῦ ἔμπροσθεν μέρεος κατὰ τὸν χόνδρον ἵζηται , οἷόν τέ ἐστι καὶ ἐντιθέναι τι διόρθωμα ἐς |
πῶς ἐν ἄντρωι παῖδα σὸν λιπεῖν ἔτλης ; πῶς ; οἰκτρὰ πολλὰ στόματος ἐκβαλοῦς ' ἔπη . φεῦ : τλήμων | ||
. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων : ὁ δὲ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων , τουτέστιν ὁ εὐτελὴς καὶ πένης ἀφώνως ἠχεῖ |
ἤν γ ' ἐρωτᾶις εἰκότ ' , εἰκότ ' ἂν κλύοις . οὐκ ἄλλ ' ἐρωτῶ , καὶ σὺ μὴ | ||
; ἐς γὰρ τί μᾶλλον δεῖ προθυμίαν ἔχειν ; [ κλύοις ἂν ἤδη τῶν ἐμῶν θεσπισμάτων . ] πρῶτον δ |
ἔφη , ὦ Θεοδότη , ἔστι σοι ἀγρός ; Οὐκ ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἀλλ ' ἄρα οἰκία προσόδους | ||
τι καινὸν ἕλοιτο πόσις λέχος , ἦ μάλ ' ἂν ἔμοιγ ' ἂν εἴη στυγηθεὶς τέκνοις τε τοῖς σοῖς . |
ἀκόρητος ἔτι πνείων ὑμεναίων . Ἡρὼ δ ' ἑλκεσίπεπλος ἑοὺς λήθουσα τοκῆας παρθένος ἠματίη , νυχίη γυνή . ἀμφότεροι δὲ | ||
: τὸ δὲ νοερὸν περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί |
καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται κοὐ ταὐτόν , πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος . , . . Π . δὲ | ||
καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται κοὐ ταὐτόν , πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος . , . . Π . δὲ |
πλέον τέναγος καὶ γαλήνη ταῖς εὐδίαις ὥσπερ ἐν λίμνῃ γίγνεται σταθερά . ἐν δὲ τοῖς δεξιοῖς φαίνεται ποταμός , καὶ | ||
καλουμένη σταθερά . „ δύναται μέντοι καὶ θερμοτάτη εἶναι ἡ σταθερά , ὀξεῖα οὖσα : καὶ γὰρ τὸν ἥλιον ὅταν |
ἡ τρὺξ καὶ ὁ ῥύπος τοῦ ἐλαίου . ἀλαζών ] ἀναιδής , κενόδοξος . , ὑπερήφανος . ἀλαζών . . | ||
: κυνώπιδος , ἀναιδοῦς : κύνειρον ἁπαλόν : κυνοθρασὺς , ἀναιδής : σεσημείωται τὸ κοῖλον , ἐξ οὗ καὶ τὸ |
ὑπερφιάλοισι μιγῆναι ὕστατα καὶ πύματα : κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει . ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα ἄνδρ | ||
Αἴσωπον ἀπὸ δείπνου βαδίζονθ ' ἑσπέρας θρασεῖα καὶ μεθύση τις ὑλάκτει κύων . κἄπειτ ' ἐκεῖνος εἶπεν : “ ὦ |
μὴ εἶναι κακὸν μηδὲ ἀνόσιον ἀληθῆ μὲν λέγει οὐ μὴν ἐπάξια αὐτοῦ , ὥσπερ ὁ λέγων αὐτὸν ἀγαθὸν καὶ ἐπιστήμονα | ||
σοφοῦ ψυχῇ ἀμίαντα . καὶ καθαρά , ταύτῃ καὶ τιμῆς ἐπάξια εὑρίσκεται , ἐν δὲ ἄφρονος ἀκάθαρτα καὶ μεμιασμένα καὶ |
ὕδωρ ἀπολέσκετ ' ἀναβροχέν , ἀμφὶ δὲ ποσσὶ γαῖα μέλαινα φάνεσκε , καταζήνασκε δὲ δαίμων . δένδρεα δ ' ὑψιπέτηλα | ||
, ἀμφὶ δὲ πέτρη δεινὸν βεβρύχει , ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε ψάμμῳ κυανέη : τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει . |
φροντίδων , ἑλών μιν ὡς μεθήμων λύρης γένωμαι λαροῦ . ἄπιστ ' , ἄπιστε Χρυσέ , μάταν δόλοις με θέλγεις | ||
γὰρ ἄλλοσε . τάχ ' οὖν ἐρωτῶν ς ' εἰς ἄπιστ ' ἀφίξεται : λέγ ' οὕνεκ ' ἔλαφον ἀντιδοῦσά |
; ἦ πολλοῦ γε δεῖ . τὸν δὲ Τήλεφον οὐκ οἰόμεσθα ; εἶτα δὴ θυμούμεθα παθόντες οὐδὲν μεῖζον ἢ δεδρακότες | ||
' ἕρπομεν μιμήματα : νοῦς δ ' οὐκ ἔνεστιν , οἰόμεσθα δ ' εὖ φρονεῖν . τῇ δ ' Ἀφροδίτῃ |
ὀλίγον ἰσχύει χρόνον . τίνι δεδούλωνταί ποτε ; ὄψει ; φλύαρος : τῆς γὰρ αὐτῆς πάντες ἂν ἤρων : κρίσιν | ||
λῆρος καθ ' ἑαυτὸν , οὕτως εἴποις : λῆρος καὶ φλύαρος εἶ ταῦτα λέγων . 〛 τινὲς δέ φασιν ἐσχηματισμένως |
μιμεῖσθαι πειρώμενοι συναποβάλλουσιν ἃ εἶχον , οἷς μαθεῖν ἐπετήδευον . χρεμετίζειν μὲν γὰρ οὐκ ἔμαθον , ᾄδειν δὲ ἐπελάθοντο . | ||
τὸ γελᾶν καὶ ἄλλο τὸ γελαστικόν , καὶ ἄλλο τὸ χρεμετίζειν καὶ ἄλλο τὸ χρεμετιστικόν . Τῶν προκειμένων πραγμάτων πρὸς |
ἦν αὔλια βουφορβίων τε καὶ ποιμνίων καὶ τῶν ἄλλων καταγωγαὶ βοτήρων ἄφθονον ἀναδιδούσης πόαν τῆς αὐτόθι γῆς οὐ μόνον τὴν | ||
τιν ' ἀρδμόν , οὐ πάτον , οὐκ ἀπάνευθε κατηυγάσσαντο βοτήρων αὔλιον , εὐκήλῳ δὲ κατείχετο πάντα γαλήνῃ . ἄλλος |
καὶ κόπος ἔχει ἰσχυρὸς , καὶ πνεῦμα ἑκταῖον ἢ ἑβδομαῖον λάζεται . Τοῦτον ἢν μὴ ἑβδομαῖον ὁ πυρετὸς ἀφῇ , | ||
σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν λάζεται , καὶ τὸ φῶς φεύγει καὶ τοὺς ἀνθρώπους , |
δοιὸν ὅπλον χλωροῖς ἐστεφόμαν πετάλοις : νῦν δέ με Νικομάχῳ κεραοξόος ἥρμοσε τέκτων , ἐντανύσας ἕλικος καρτερὰ νεῦρα βοός . | ||
κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει : καὶ τὰ μὲν ἀσκήσας κεραοξόος ἤραρε τέκτων , πᾶν δ ' εὖ λειήνας χρυσέην |
ἐμπίδες , τὰ δὲ ἄλλα ἔχουσιν , οἷον κύων , ψιττακός , μύρμηξ , χελιδὼν καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα . | ||
: προνοοῦνται γὰρ τοῦ ἑαυτῶν βίου . Οἷον κύων , ψιττακός , ἵππος , ὄνος καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα . |
, τουτέστι μετὰ τοῦ προσήκοντος μέλους : τοὺς δὲ οἴκτους γοερῶς καὶ ὑφειμένως . Ἔστι δὲ οἶκτος ἐλεεινολογία καὶ ὀλοφυρμός | ||
δι ' ὅλου εἰσὶ . * ποιήσω τοῦτο δηλονότι . γοερῶς . * φώνει , θρήνει . φώνει . τὰ |
, πολυαρμόνιον , ἀνάρμοστον , ἀναρμοστία , ἀναρμοστεῖν . ῥυθμὸς ἄρρυθμος , ἀρρυθμεῖν : Πλάτων γάρ ἐστιν ὁ ὀνομάζειν οὕτω | ||
: λεία γὰρ οὖσα καὶ ὁμαλὴς ἐμμελής , τραχυνθεῖσα δὲ ἄρρυθμος : καὶ στενωτέρα μὲν ὀξύν , εὐρυτέρα δὲ βαρὺν |
καὶ φάσματα φανῆναι λέγουσι . σέλα μὲν οὖν οὐράνια καὶ κτύπους νύκτωρ πολλαχοῦ διαφερομένους καὶ καταίροντας εἰς ἀγορὰν ἐρήμους ὄρνιθας | ||
| × – ˘˘ – × – ους ] βροντῆς κτύπους [ . . . [ ] ! ! ! |
μέρος , ὃ κυρίως εἰπεῖν ψυχὴ ψυχῆς ἐστι , καθάπερ ὀφθαλμὸς ὅ τε κύκλος σύμπας καὶ τὸ κυριώτατον μέρος τὸ | ||
δὲ κατὰ χρόαν ὧδε χρὴ διαιρεῖσθαι : γλαυκὸς μὲν ὁ ὀφθαλμὸς ἤτοι διὰ μέγεθος ἢ λαμπρότητα τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ἢ προπετῆ |
, μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὢ κακοδαίμων | ||
: ἐλάμβανον δὲ καὶ αὐτοὶ μέρη τινὰ τῶν λύτρων . κωρυκίς : θύλακος , πήρα . Ἀριστοφάνης Ὁλκάσι : σπυρὶς |
ἐπὶ τῇ Κύμῃ , τῇ πρὸ τῆς Σικελίας νήσῳ . Οἷα ] Ὁποῖα . Ἀρχῷ ] Ἡγεμόνι , τῷ Γέλωνι | ||
ἐδεκάσθησαν . ἄτοπον δὲ ἑκάτερον καὶ Ἀθηναίων ἥκιστα ἄξιον . Οἷα ἐψηφίσαντο Ἀθηναῖοι , καὶ ταῦτα ἐν δημοκρατίᾳ , Αἰγινητῶν |
. Ὦ βασιλεῦ , ὁρέω σε ἀνδρὸς ἐνδεκόμενον λόγους ὃς φθονέει τοι εὖ πρήσσοντι ἢ καὶ προδιδοῖ πρήγματα τὰ σά | ||
: παρὰ τὸ Ἡσιόδου [ . ] καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ : ναυτίλους θοαί : καὶ δύο |
. . . . . , . καὶ Δημοσθένης δὲ κωφὸν καὶ φαλακρόν που λέγει , ὡς τοῦτον ὄντως ἔγραψεν | ||
ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν . παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν : παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων . παραλοῦμαι : παροιμιακῶς |
. θ δυστυχῆ ] ἐπίρρημα . δυστυχῆ ] ἄθλια , ἐλεεινά . πράσσει ] πάσχει . θ πράσσειν ] ἀντὶ | ||
ἀναίμακτον μενεῖ : οὐκ ἄπρακτον μενεῖ : γράφεται πάτραν : ἐλεεινά : ὁ ἀλλά ἀντὶ τοῦ καί : καὶ ἐάν |
[ ] πάρεστιν Ἰνάχῳ λόγ ? [ [ ] ὀλίγον ἰσχύεις ? ὅμως ? [ [ ] ! ! ! | ||
ἐπιτιθέμενον Στρατηγίῳ τῷ σοφιστῇ παῦσον ἢ πείθων ἢ ἀναγκάζων . ἰσχύεις δὲ ἀμφότερα : καὶ γὰρ λέγειν σὺ δεινὸς καὶ |
θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός εἰ δείν ' ἔδρασας , δεινὰ καὶ παθεῖν | ||
ἀπρονοησίαν εἴρων ἐν ἑτέρῳ λέγει : Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός . Πλὴν καὶ πληθὺν εἰσήγαγον ἢ καὶ μοναρχίαν |
βληχρὸν ἔχει τὸ πῦρ , ἔνδοθεν δὲ ἡ κοιλίη ἡ νειαίρη πυριφλεγέθης ἐστὶ , καὶ ἐς τὸ ἰσχίον ἐνίοτε ἀποιδέει | ||
, διαφθείρηταί τε καὶ ἀποπνίγηται , ἥ τε γαστὴρ ἡ νειαίρη ἐπανοιδέει , καὶ ἁπτομένη ἀλγέει ὡς ἕλκος , καὶ |
τινα ἐπαγγελλομένων . Ἱερὰ ἄγκυρα : ἡ μεγάλη βοήθεια . Ἰσότης φιλότης . Ἴσος πόλεμον οὐ ποιεῖ . Ἰλιὰς κακῶν | ||
κατάρχεται . καὶ γὰρ μέτρ ' ἀνθρώποισι καὶ μέρη σταθμῶν Ἰσότης ἔταξε κἀριθμὸν διώρισεν , νυκτός τ ' ἀφεγγὲς βλέφαρον |
γονὴ οὐ γίνεται τουτέου τοῦ χρόνου : ἢν δὲ καὶ ἐσαφάσσῃς τῷ δακτύλῳ , τρηχὺ τὸ στόμα εὑρήσεις τῶν μητρέων | ||
στόμα ξυμμύσῃ , γίνεται ἰσχυρὸν ὥσπερ ἐρινεὸν , καὶ ἢν ἐσαφάσσῃς τῷ δακτύλῳ , ὄψει σκληρὸν καὶ ξυνεστραμμένον , καὶ |
εὖ πείσομαι , ὄφρα τ ' ἐλαφρά γούνατα καὶ κεφαλὴν ἀτρεμέως προφέρω . Μή μοι ἀνὴρ εἴη γλώσσηι φίλος , | ||
ἤκουεν οὐδὲν οὐδ ' ὅλως : οὐδὲ ἐφρόνει , οὐκ ἀτρεμέως . Ἀλλὰ τῇ τετάρτῃ ἐκινέετο νοτὶς περὶ μέτωπόν τε |
ἢ πρὸς τὴν Πηνελόπην ἐπλάττετο ; ἴσκε ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα . καὶ μέντοι καὶ Ἴρῳ παλαῖσαι καὶ ἐκ | ||
κἂν ἐπὶ Λυσίου τις εἰπεῖν : εἶσκεν ψεύδεα πολλὰ λέγων ἐτύμοισιν ὁμοῖα . πᾶσί τε καὶ παντὸς μάλιστα τοῦτο παρεκελευσάμην |
[ μοι . Νεκρὸν ἐάν ποθ ' ἴδῃς καὶ μνήματα κωφὰ παράγῃς , κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾷς : ὁ θανὼν οὕτως | ||
αὐτὸν γεραίρειν , οὐδέν μοι δοκοῦσι διαφέρειν τῶν εἰς τὰ κωφὰ τὴν αὐτὴν ἐνδεικνυμένων φιλοτιμίαν , τὰ μὴ δυνάμενα τῆς |
μάλιϲτα τοῖϲι ἐϲ ὀργὴν ἡ παραφορή . κατάκλιϲιϲ ἢ ἐν ζόφῳ ἢ ἐν φωτὶ πρὸϲ τὸ νόϲημα τεκμαρτέη . ἢν | ||
ὕδωρ ὑποφαινομένων αὐτῶν : λαμπρὰ δὲ φαίνεται , ὅτι ἐν ζόφῳ γίγνεται . δεινοὶ γὰρ ἀνδρὶ πάντες ἐσμὲν εὐκλεεῖ ζῶντι |
κλαιούσης . κλαιομένας ] θρηνούσης . μινύθει ] ἐλαττοῦται . μινύθει ] σμικρύνεται . μινύθει ] σμικρύνεται , πάσχει . | ||
ματαία [ ] [ γλῶσς ' ] ⌊ ἀϊδὴς ⌋ μινύθει [ ] ἐλπίδι θυμὸν ἰαίν [ – ] τᾷ |
ἐρεύξιεϲ , ὀξυρεγμίη . ἐπὶ δὲ τοῖϲι καρδιώϲϲουϲι καὶ αἴϲθηϲιϲ ὀξυτέρη , ὡϲ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦϲαι μᾶλλον ἢ πρόϲθεν , | ||
ἀποτυχὼν ἀπώλεσε καὶ θυγατέρα . Δου . γυνὴ πολλὰ ἀνδρὸς ὀξυτέρη πρὸς κακοφραδμοσύνην . , Δου . κόσμος ὀλιγομυθίη γυναικί |
μὲν κεῖται αὐτῶν , ἡ δὲ ἀσπαίρει , τὴν δὲ ἀναπηδᾶν ἐρεῖς , ἡ δὲ πίπτει , βάρβαροι ταῖς χαίταις | ||
θεατῶν Ψύρα τὸν Διόνυσον ἄγοντες στημονίας κικίννους ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνόν ἀναπηδᾶν ἐν δήμῳ ἁπαλὸς εἴσπλους λιμένος ἐφιππάσασθαι λόγοις μηδὲν ὑπέρφευ |
ὡς ἐν τούτῳ καταπληξόμενος τὸν ἀλλαντοπώλην . ΓΘ ἀσκαρδαμύκτως ] ἀτενῶς , ἀναιδῶς . Γ ἀσκαρδάμυκτος ] μὴ μύσας τοὺς | ||
] τὰ κακά ⌈ , ἃ εἶπον . κεχηνὼς ] ἀτενῶς βλέπων καὶ ὁλοσχερῶς τούτοις ἐγκείμενος . μήλῳ βληθεὶς ] |
, ὑποχόνδρια σκληρὰ , καὶ πνίγεται , καὶ τοὺς ὀδόντας συνερείδει , καὶ οὐχ ὑπακούει καλεομένη : δεῖ οὖν ὑποθυμιῇν | ||
ἡρέμα βιησάμενος ] βιαζόμενος βρῦκον : τὸ μεμυκὸς στόμα : συνερείδει γὰρ τοὺς ὀδόντας : τὸ βρῦκον αὐτοῦ στόμα , |
ὀπισθίων ποδῶν ἱστάμενοι τοῖς προσθίοις ὥσπερ χειρονομέοντες ὠρχοῦντο ἐξεπιστάμενοι τὰ αὐλήματα . ταῦτ ' οὖν ἐπιστάμενος ὁ Νάρις ἐκτήσατο ἐκ | ||
, καὶ τὸ εὐανθὲς τῆς ἁρ - μονίας , ὡς αὐλήματα , ὡς κιθαρίσματα : παρορᾶται δὲ τὸ ἐν αὐτοῖς |
τοῖς κοινοῖς θροοῦμαι , τοῦτο παρὰ τοῖς ποιηταῖς θρεῦμαι καὶ θρέομαι . Ξ ἄχη ] λύπας . ἄχη ] τὰ | ||
παρθένων ἡλικία πρὸς φόβον , μάλιστα δὲ πρὸς πολιορκίαν . θρέομαι : θρηνῶ , βοῶ διὰ τὰ φοβερὰ καὶ ἐκπληκτικά |
τεταρταίης πῆμα βραδὺ μήποτε λήγειν βουλομένης , ἀλλ ' αἰὲν ὅπη πελάσῃσι μενούσης , τόνδε σύ γ ' ἰᾶσθαι δι | ||
ὥς γ ' ἐμοὶ δοκεῖ , δηλῶν , ὅτι τἀνθρώπεια ὅπη βούλεται στρέφει , καὶ οὐ πάντη τῶν προεχόντων τὰ |
' ἄρα οἱ πυμάτας ὄτρυνε φάλαγγας . τοὺς δὲ ἰδὼν γήθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων , αὐτίκα δ ' Ἰδομενῆα προσηύδα | ||
ἐπὶ Τρώων ἀΐοιεν ἰόντων . τοὺς δ ' ὃ γέρων γήθησεν ἰδὼν θάρσυνέ τε μύθῳ καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα |
. ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν ὁ ἀτενής τῷ ἀτεράμων . τὸ μέντοι ἀτεράμων κυρίως ἐπὶ τῶν δυσεψήτων ὀσπρίων | ||
μή τις ἐγγίγνηται τῶν πολιτῶν ἡμῖν οἷον κερασβόλος , ὃς ἀτεράμων εἰς τοσοῦτον φύσει γίγνοιτ ' ἂν ὥστε μὴ τήκεσθαι |
οὐκ ἀφυὴς ἔσῃ : ἕπεται καὶ ἀκολουθεῖ τῷ λόγῳ ὁ ἄωτος τῆς δίκης , ἤγουν ἡ δίκη περιφραστικῶς , αἰνεῖν | ||
φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν . ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος , ἐσλὸν αἰνεῖν , οὐδ ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ |
, θοὴν δὲ φέρει ἐπαρωγήν . μοῦνον μὴ στέρνοισιν ἔχοι ὀλοφώιον ἄλγος : δυσπονέως γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι . | ||
. . . . . . . Καί τις κερτομέων ὀλοφώιον ἔκφατο μῦθον : Ὦ κούρη Πριάμοιο , τί ἤ |
μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοὶ αἰὲν ἐόντες , τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι : ὅτι συνήθως ἑαυτῷ προθέουσιν τὰ ὀνείδη . | ||
ἑσταότ ' ἐν μέσσῃ ὑσμίνῃ δηϊοτῆτος . ἔστι γὰρ ἀμφοτέροισιν ὀνείδεα μυθήσασθαι πολλὰ μάλ ' , οὐδ ' ἂν νηῦς |
σε ὁ Ἁβραὰμ ποιῆσαι αὐτῷ , ποίησον . καὶ πάλιν ἀναβλέψας Ἁβραὰμ , εἶδεν ἄλλους ἀνθρώπους καταλαλοῦντας ἑταίρους , καὶ | ||
εἰς τὸν τόπον ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ θεός : καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδε τὸν τόπον μακρόθεν „ . ὁ |
καὶ παθῶν περιέχοντα , πάθη μὲν τὰς ἐλεεινολογίας καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς λέγοντες καὶ τοὺς ἔρωτας ἢ τὰ μίση , ἤθη | ||
ἐπιχειροῦντι καὶ εἰς φιλόσοφον . Θρήνους μὲν δὴ ᾄδειν καὶ ὀδυρμοὺς οὔτε ὑμεῖς ἐάσειν φατὲ καὶ οὐ ξυγχωρεῖ φιλοσοφία , |
καιρὸν τῆς αὐτοῦ τελευτῆς μυκήσασθαι μὲν πρῶτον τὴν θάλασσαν ὥσπερ ὀδυρομένην , εἶτα μέχρι τοῦ Ῥοιτείου ἐφ ' ἱκανὸν διάστημα | ||
δὲ κούρη ἴαχε θαμβήσασα καὶ ἀχνυμένη περ ἐοῦσα : χθιζὸν ὀδυρομένην με δόμων ἔκτοσθε φυγοῦσα κάλλιπες ὑπνώουσαν ὑπὲρ λεχέων γενετῆρος |
τρόπου . . . . ἀπαυθαδιάζω : ἐκ τοῦ αὐθάδης αὐθάδεια αὐθαδιάζω καὶ ἀπαυθαδιάζω . τοῦτο δέ , ὅτι αὐτοαδής | ||
ἐπιστήμης τὸ προειδέναι μετιοῦσιν ἡ τῶν προχείρων τὰς προγνώσεις διαβάλλειν αὐθάδεια . Οἵ τε γὰρ οἱουσδήτινας σχηματισμοὺς ἀστέρων καὶ ποιότητας |
αὐχητὴς βίαιονἀπὸ , δὲ τῶν ἄλλων ἀλαζών κομπαστής κομπαστικός κομπώδης ὑπέρκομπος , σεμνολόγος , μεγαληγόρος μεγαλορρήμων , μεγαλυνόμενος , αἰρόμενος | ||
' αὐτῷ δὲ τῷ Καπανεῖ , εἰ καὶ φλύαρος καὶ ὑπέρκομπος ἄγαν ἐστὶν , τέτακται ἀνὴρ αἴθων , ἤτοι φρόνιμος |
ἔπαυσα . βεβαρβαρῶσθαι δὲ ὅταν λέγῃς , εἰρωνεύῃ σαφῶς καὶ καταψεύδῃ τῆς Ἀθηνᾶς , ἣν δή σοι παρεῖναι πείθομαι . | ||
ἀποστερεῖς ἅ μοι οἱ νόμοι ἔδοσαν , Ἀστυφίλου δὲ τεθνεῶτος καταψεύδῃ καὶ τὸ κατὰ σαυτὸν μέρος τοὺς ἐχθίστους καθίστης τῶν |
καὶ τούτους εἰδέναι , τὴν δὲ σύμπασαν τέχνην αὐτὸς ἑωυτὸν ἐδιδάξατο , θείᾳ φύσει κεχρημένος , καὶ τοσοῦτον ὑπερβεβηκὼς τῇ | ||
ταῖς νόσοις φάρμακα παισί τε ἑαυτοῦ παρέδωκε καὶ τοὺς ξυνόντας ἐδιδάξατο , τίνας μὲν δεῖ προσάγειν πόας ὑγροῖς ἕλκεσι , |
φωτὸς ἀλλοτρίου δεομένη περίεισι [ ] κατὰ Π . αἰεὶ παπταίνουσα πρὸς αὐγὰς ἠελίοιο . . [ . ̈ . | ||
παπταίνοισα : ἤγουν ἐρωτιᾷ ὡς ὑπὸ οἴστρου πεπληγμένη . οἰστρῆ παπταίνουσα : ἤγουν ἀκολασταίνει . τὸ δὲ παπταίνουσα ἀντὶ τοῦ |
; ! [ ἔοικεν ? ἤδη κ [ ἄγ ' εἷα ? δὴ πᾶς ? ! ! [ ῥινηλατῶν ὀσμ | ||
, . ! υ ! ! ! [ ἄγ ' εἷα νυν ? [ μυχῷ σκ [ παν ? ? |
κεκλιμένος δὲ γέρων ἀντώπιον ὄμμα τανύσσας , εἰσορόων ἀκτῖνας ἐπεστηρίζετο ταύρωι , ὑγροπόρου λοφιῆς δεδραγμένος : ἄκρα δὲ χειρὸς λαιῆς | ||
τὸν Θησέα στρέφοντα καὶ μαλάττοντα τοὺς λύγους ποιῆσαι δεσμὰ τῶι ταύρωι : λέγει δὲ οὕτως : κλωστῆρσι χειρῶν ὀργάσας κατήνυσε |
χρεὼν ἂν εἴη προεπιθεῖναι τῷ λόγῳ τοὺς περὶ αἰτίας πέψεως ὥπερ ἐπαναλαβοῦσι τὸν λόγον . Τῆς τοίνυν αὐτῆς φύσεως ἀεὶ | ||
λέγων . Λέγω : ' πὶ τοῦτον ἄνδρε τώδ ' ὥπερ κλύεις , ὁ Τυδέως παῖς ἥ τ ' Ὀδυσσέως |
, ἡ δὲ ἔχιδνα θηλυμορφότατον . Εὐνούχοις τοῖς ἐκ φύσεως κακίω σημεῖά ἐστιν ἢ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις , καὶ ὡς | ||
μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη ; ἐρρέτω : ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω . ξείνια δυσμενέσιν λυγρὰ χαριζόμενοι , πολλὰ δ ' |
παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος . Κατεφάνη δὲ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν ἐπιστάμενος , καὶ τοὺς ἀγαγόντας αὐτὸν ἐκέλευσε μάστιγάς τε | ||
καταμαθεῖν ὧδε , ἵνα μή τι καὶ νῦν ἡμᾶς ἔτι τεχνάζειν ὑπονοῇς : αὐτός τε γὰρ ὁ βασιλεὺς σὺ τῷ |
' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ ἵππου . κρόνιππος : ὁ μέγας λῆρος : κατ ' ἐπίτασιν γὰρ τὸ ἵππος λαμβάνεται . | ||
' ἄγαν : ἀναιρείσθω γάρ , φησίν , ὁ ποιητικὸς λῆρος σὺν Καλλιμάχῳ τῷ λέγοντι : εἰ θεὸν οἶσθα , |
οἱονεὶ περιυβρίζουσάν τε καὶ παίζουσαν : τί πτώσσεις καὶ κρύπτῃ δολομῆτα , καὶ τὰ ἑξῆς . Μυθεῖσθαι : λέγειν . | ||
τὸν δ ' αὖτις ἀμείβετο καρτερὸς Αἴας : Ὦ Ὀδυσεῦ δολομῆτα καὶ ἀργαλεώτατε πάντων , οὔ νύ ς ' ἐκεῖς |
διὸ οὐ συνεπιφαίνεται αὐτῷ Ἀντιγόνη , ἀλλ ' ὕστερον : περισκοπῶ εἰ φαίνεται : ἀντὶ τοῦ εὐτελής : λοιδορία : | ||
. ⌈ ὅτι περιφρονῶ ⌈ δὲ εἶπε , καὶ οὐ περισκοπῶ , ἵν ' , ἐπειδὴ τὸ περιφρονῶ διπλοσήμαντόν ἐστι |
φαρμάκοις , τῶν δὲ ἐξαιρέσεις ἢ καὶ ἀλλοιώσεις , ἵνα ὑγιαίνοι τὸ πᾶν ἑκάστου διατιθεμένου οὗ δεῖ : τὸ δ | ||
σώματος ἀντιταττόμενος ταῖς προσβολαῖς : ὥστ ' εἰ μὲν οὗτος ὑγιαίνοι , καὶ τοῖς νοσοῦσιν ἐλπίδες : εἰ δ ' |