| . θ δυστυχῆ ] ἐπίρρημα . δυστυχῆ ] ἄθλια , ἐλεεινά . πράσσει ] πάσχει . θ πράσσειν ] ἀντὶ | ||
| ἀναίμακτον μενεῖ : οὐκ ἄπρακτον μενεῖ : γράφεται πάτραν : ἐλεεινά : ὁ ἀλλά ἀντὶ τοῦ καί : καὶ ἐάν |
| οὐδ ' ἱεμένοισι πάρεστιν : ἀλλήλους δ ' ὀλέκουσιν ἀμοιβαίοισι φόνοισι . καί κέ τις ἀγρονόμων ἢ βουκόλος ἤ τις | ||
| κεν ἑκὼν δελφῖσιν ἐπιφράσσηται ὄλεθρον . ἶσα γὰρ ἀνδρομέοισιν ἀπεχθαίρουσι φόνοισι δαίμονες εἰναλίων ὀλοὸν μόρον ἡγητήρων : ἶσα γὰρ ἀνθρώποισι |
| ἦν πολυανθέος ὕλης , κείμην πεπτηώς . οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων : ἀλλ ' οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον | ||
| θεσπεσίοιο νωλεμέως στρεφθεὶς ἐχόμην τετληότι θυμῷ . ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη |
| πότνια μήτηρ ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ , ἀλλ ' οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι , περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες . αὐτὰρ ἔμ | ||
| φωλεόν . οἳ δ ' αὖ προγεννήτειραν : οἱ δὲ ὠμησταὶ Ἕλληνες τοῖς βύκταις καὶ τοῖς ἀνέμοις θυσιάσουσι τὴν Ἰφιγένειαν |
| συναντόμενοι ζωὴν διέκερσαν . νυκτὶ δὲ γεινομένους καὶ παμφεγγὴς Ὑπερίων δηθάκις ἀκτίνεσσιν ἑαῖς πνοιῆς ἀπάμερσεν . πᾶσαν δ ' αὖτ | ||
| κείνων βίον ἠέξησεν : καὶ δὲ γυναικείοισιν ἐπ ' ἔργοις δηθάκις ἄνδρας ἵδρυς ' , ᾧ καὶ χρήματ ' ἰδὲ |
| ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ , καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς , Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω , κοσμήτορε | ||
| τιμὴ μεγάλη ἔσσεται . “ Πρὸς τάδε ὁ Κομβάβος αὐτίκα λίσσετο πολλὰ λιπαρέων μή μιν ἐκπέμπειν μηδὲ πιστεύειν οἱ τὰ |
| γεγράφθαι δὲ πρὸς τοὐπίγραμμαοὐ χεῖρον δὲ καὶ αὐτὸ εἰπεῖν , Τοῖα παθόντ ' οἶμαι καὶ Τάνταλον αἴθοπος ἰοῦ μηδαμὰ κοιμῆσαι | ||
| τειρόμενός περ ἀργαλέως : Ἥρη γὰρ ἐνέπνευσεν μέγα κάρτος . Τοῖα δ ' ἄρ ' ἐν μέσσοισι δολοφρονέων ἀγόρευεν : |
| καὶ χλωρὰς κλήματος ἐκφυάδας Περιπλέγδην κρεμόνεσσι Ὀπταλέα κρέα ἐκ τέφρης ἐπάσαντο τά τ ' ἀγρώσσοντες ἕλοντο . Τρὶς δ ' | ||
| ἱερὸν γένος ἠδ ' Ἀχιλῆα . Αἶψα δὲ δαῖτ ' ἐπάσαντο βοῶν ἀπὸ μῆρα ταμόντες ἀθανάτοις : ἐρατὴ δὲ θυηπολίη |
| ' ἐς δώματα Κίρκης ἤϊα : πολλὰ δέ μοι κραδίη πόρφυρε κιόντι . ἔστην δ ' εἰνὶ θύρῃσι θεᾶς καλλιπλοκάμοιο | ||
| καὶ γὰρ ἴσον τήναις θηλύνετο , καὶ τόσον ἄνθος χιονέαις πόρφυρε παρηίσι , καὶ τὸ βάδισμα παρθενικῆς ἐβάδιζε , κόμας |
| δὲ καὶ τὸν ἀοιδόν , ὃν Εὐρυπύλου πολιῆται Κῷοι χάλκειον στῆσαν ὑπὸ πλατάνῳ Βιττίδα μολπάζοντα θοήν , περὶ πάντα Φιλίταν | ||
| ἐσσυμένως ἐπίθοντο . ἱστὸν δ ' εἰλάτινον κοίλης ἔντοσθε μεσόδμης στῆσαν ἀείραντες , κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν , ἕλκον δ |
| ἀετοί , εἰκόνες βασίλειοι , στέμματα , πάντα χρυσᾶ , ἀνατεταμένα ἐπὶ ξυστῶν ἠργυρωμένων . . . . ὀξύτης : | ||
| ] καιόμενα γὰρ τὰ ξύλα πίσσαν ἀνίησιν . ἐξορθιάζων ] ἀνατεταμένα βοῶν . ταυρούμενον ] ἢ ἐμὲ ζημίαν μεμφόμενον ἢ |
| οὓς ἐπινέμονται αἱ αἶγες . πατέοντι : ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου | ||
| γὰρ ἐξέρχεται τῶν οἴκων . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι . τῶι πατοῦντι ] τῶι παραβαίνοντι τοὺς νόμους . δυσμενεῖς ] ἐχθράς |
| δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα πονήσας πρὸς τὸν ἀδελφόν . μελεοπαθὴς | ||
| Πολυνείκην . ἔκτανες ] ἐφόνευσας . ἔθανες ] ἀπέθανες . μελεόπονος ] ἄθλιον πόνον ἀγαγών . μελεόπονος ] ἀθλιόπονος . |
| τὰ φηρία . ἰδίως δὲ τὰ φήρεα λέγει ἀντὶ τοῦ φάρεα , ἅπερ εἰσὶν ἱμάτια . τετάρσωται : πεπλάτυται , | ||
| , σκύλων Φρυγίων ἐπὶ τύμβον ἀγάλματα συστολίσαι χρήιζουσα λίνωι , φάρεα πορφύρεα , δῶρα Κλυταιμήστραι , προσεῖπεν δ ' Ὀρέστας |
| δώματα : τὴν δ ' ἀνιοῦσαν Χαλκιόπη , περὶ παισὶν ἀκηχεμένη , ἐρέεινεν : ἡ δὲ παλιντροπίῃσιν ἀμήχανος οὔτε τι | ||
| μένος καὶ κῦδος ἀρέσθαι . Ἣ δέ που ἐν θαλάμοισιν ἀκηχεμένη περὶ παιδὶ ἐσθλὴ Δηιδάμεια πολύστονα δάκρυα χεῦε , καί |
| κρατερόφρονος Αἰακίδαο ἵππους ἠδὲ καὶ υἷα πελώριον , οὔ τι τοκῆος μείονα : τοῦ δ ' ἄρα θυμὸς ὑπὸ φρεσὶν | ||
| τμηθεὶς οὐχὶ στονύχεσσι λεόντων , ἀλλ ' ἐχθραῖς γενύεσσι λεοντείῃσι τοκῆος . τοῖά τις ἂν πανάποτμον ἑὸν περὶ νήπιον υἷα |
| ὕπερθε νεύει ἐπισκυνίοισι μεσόφρυα , καὶ πυρόεντες ὀφθαλμοὶ χαροπαῖσιν ὑποστίλβοντες ὀπωπαῖς : ῥινὸς ἅπας λάσιος : κρατερὸν δέμας : εὐρέα | ||
| ἀνθρώποισι πέλει περιδέξιος ὥρη χειμερίη , στείβουσί τ ' ἀμοχθήτοισιν ὀπωπαῖς , οὕνεκα καὶ νιφετοῖσι γεγραμμένα πάνθ ' ἅμ ' |
| Τρώων πολέας κτάνεν , ὃς δ ' ἄρ ' Ἀχαιῶν δάμνατο μυρία φῦλα . Δαϊκταμένων δ ' ἐνὶ χάρμῃ οἰωνοὶ | ||
| ἀτειρέα θυμὸν Ἄρηι χερσὶν ὑπ ' ἀκαμάτοισι καὶ ἔγχεϊ μαιμώωντι δάμνατο δήια φῦλα . Νεκρῶν δ ' ἐστείνετο γαῖα κτεινομένων |
| καὶ πολλὰ κακὰ διὰ γυναῖκας , μιγνύει δὲ καὶ γυναιξὶ λυγραῖς ἢ ἐπιψόγοις ἢ δούλαις , πλὴν ἃς λήψονται γυναῖκας | ||
| ' ἔκραιν ' Ἀνάγκα , πάντα δὲ Γᾶς εἶκε φραδαῖσι λυγραῖς ἑρπετά , πάνθ ' , ὅς ' ἕρπει δι |
| : ἡ διπλῆ ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον . . κεχόλωτο δαϊκταμένων αἰζηῶν : ἡ διπλῆ ὅτι λείπει ἡ περί πρόθεσις | ||
| δόρποιο ποτὶ κλισίας ἀφίκανε πατρὸς ἑοῦ . Τὰ δὲ πολλὰ δαϊκταμένων ἡρώων ἔντεά οἱ παρέκεινθ ' : αἳ δ ' |
| ? πόντῳ ? [ ] [ ] ς δ ' ὠρίνετο δοῦπος [ δυσαέι ] σίζεν Ὀφίων [ ] ! | ||
| ' ἄλλοι ἄγουσι βαθυζώνους τε γυναῖκας . τοῦ δ ' ὠρίνετο θυμὸς ἀκούοντος κακὰ ἔργα , βῆ δ ' ἰέναι |
| γέννηι τε κρήσει τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι , πάντηι συγγίνεσθαι ἀήθεα καὶ μάλα λυγρά Νείκεος ἐννεσίηισιν , ὅτι σφίσι γένναν | ||
| μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον ἐλαύνων ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα ; τί δὲ χρέος |
| παρθενικήν τε κόρην δισσούς τε συναίμους ἐν ταὐτῷ φέγγει μοιραδίῳ φθιμένους . Διοκλῆς ὁ Καρύστιος ἐν αʹ Ὑγιεινῶν φησιν : | ||
| ' : οὐ γὰρ ἀνάξεις ποτ ' ἔνερθεν κλαίων τοὺς φθιμένους ἄνω . καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι παῖδες ἐν θανάτωι |
| αὐτίκα θυμὸν ῥηιδίως κατέπαυσεν ἀνιηροῖο χόλοιο , ἔκπαγλον τὸ πάροιθε χολούμενος , ὅσς ' ἐπεπόνθει . Οἳ δέ μιν αἶψ | ||
| ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα . τοὺς μὲν ἔπειτα Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος , οὕνεκα τιμὰς οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον |
| ποθ ' ἁμαδρυάδος νύμφης ἀθέριξε λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ | ||
| , αὐτῆς κατεστοχασμένος τὸν ἔρωτα . καταψήχων : καταμαλάττων . ἀδινῷ : νῦν οἰκτρῷ , λυπηρῷ . συνημοσύνας : συγγενείας |
| ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν , παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα καὶ | ||
| , καὶ οὐ μάχεται τὸ κικλήσκους ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν . . πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους : ὅτι |
| Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Ὀρθογραφίᾳ . Ὄβριμος . βρι | ||
| ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν . τεκμήριον δέ : οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ ' |
| Ὑπό : διά . σαρκὸς ἐδωδῆς : σαρκικῆς τροφῆς . Φόνου : αἵματος . λάπτουσιν : πίνουσιν . ἀπημοσύνῃ : | ||
| σπουδῆς εἰς πλοῖα ῥέοντα ἐμβαινόντων καὶ παραβαλλομένων τῷ κινδύνῳ . Φόνου πτερόν : [ τὸν ] διὰ τῶν ὀϊστῶν πτερόεντα |
| δυσήλατα , τραχέα , δύσπορα , λιθώδη , πετρώδη , πέτρινα , ἄλιθα , ὀρεινά , βαθέα , ἔγκοιλα , | ||
| ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ δὲ πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους . ὦ θήραμα βαρβάρου |
| Α ἢ Υ παραληγόμενα εἰ μὴ κύρια εἴη ὀξύνεται : στοναχή ταραχή ἰαχή ἀμυχή διδαχή . τὸ δὲ μαλάχη βαρύνεται | ||
| Α ἢ Υ παραληγόμενα εἰ μὴ κύρια εἴη ὀξύνεται : στοναχή ταραχή ἰαχή ἀμυχή διδαχή . τὸ δὲ μαλάχη βαρύνεται |
| ποινὴν Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος : τοὺς ἐξῆγε θύραζε τεθηπότας ἠΰτε νεβρούς , δῆσε δ ' ὀπίσσω χεῖρας ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι , | ||
| , καὶ οὖν καὶ κυνηγετικὸς ἦν . καί ποτε ἐθήρα νεβρούς . καὶ οἳ μὲν ἔθεον ᾗ ποδῶν εἶχον , |
| διὰ νηὶ περάσσῃ . Οἱ δέ που ὀκρυόεντος ἀνέπνεον ἄρτι φόβοιο , ἠέρα παπταίνοντες ὁμοῦ πέλαγός τε θαλάσσης τῆλ ' | ||
| ἀλλήλοισι θορόντες δῄουν , οὐδ ' ἕτεροι μνώοντ ' ὀλοοῖο φόβοιο . πολλὰ δὲ Κεβριόνην ἀμφ ' ὀξέα δοῦρα πεπήγει |
| , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὢ κακοδαίμων | ||
| : ἐλάμβανον δὲ καὶ αὐτοὶ μέρη τινὰ τῶν λύτρων . κωρυκίς : θύλακος , πήρα . Ἀριστοφάνης Ὁλκάσι : σπυρὶς |
| : φεύγειν . Στέλλοιντο : σφίγγοιντο . Τοίους : τοιούτους ἀγρευτῆρας , ἰοχέαιρα : ἡ χαίρουσα ἐν τοῖς βέλεσιν . | ||
| καὶ μῆτις ἐπίκλοπος , ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς πολλάκις ἐξεπάφησαν ἐπίφρονας ἀγρευτῆρας καὶ φύγον ἀγκίστρων τε βίας λαγόνας τε πανάγρων , |
| παρὰ τὸ λείβω τὸ καταστάζω : δερκέσκετο δάκρυα λείβων . λειβὼν καὶ λειμών . ἔστιν δὲ περιεκτικὸν ὡς καὶ τὸ | ||
| παρὰ τὸ λείβω τὸ καταστάζω : δερκέσκετο δάκρυα λείβων . λειβὼν καὶ λειμών . ἔστιν δὲ περιεκτικὸν ὡς καὶ τὸ |
| ἀντὶ τοῦ “ εὐτελεῖς καὶ ἀδόξους ἄνδρας ” . Γ μάττοντας ] πολλὰ ἐσθίοντας . τούς θ ' Ἡρακλέας Γ | ||
| θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ καὶ τοὺς μάττοντας ἐγείρει . ὦ κακοδαίμων , ὅστις ἐν ἅλμῃ πρῶτον |
| κυανοπρῴροιο : αἶψα δ ' ἐμοῖς ' ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα ἐμβαλέειν κώπῃς ' , ἵν ' ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν : | ||
| κοντὸν ὦσα παρέξ : ἑτάροισι δ ' ἐποτρύνας ἐκέλευσα [ ἐμβαλέειν κώπῃς ' , ἵν ' ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν , |
| . . . Ἀχρής : οἷον : ἀχρὴς δ ' ἀνέπαλτο . ἔστιν ἄχρους καὶ τροπῇ Αἰολικῇ τῆς ου διφθόγγου | ||
| ἐμπεφύασι , μάλιστα δὲ καίριόν ἐστιν . ἀλγήσας δ ' ἀνέπαλτο , βέλος δ ' εἰς ἐγκέφαλον δῦ , σὺν |
| πάντας ἐπεβοᾶτο καὶ Ποινὰς καὶ Ἐρινύας καὶ νυχίαν Ἑκάτην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν , παραμιγνὺς ἅμα βαρβαρικά τινα καὶ ἄσημα ὀνόματα | ||
| ὑπακούουσιν , καὶ οὐ μάχεται τὸ κικλήσκους ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν . . πέμπον δὲ θεῶν ἱερῆας ἀρίστους : |
| : Ὀλίγοι γὰρ ἐσθλοὶ κρείσσονες πολλῶν κακῶν . Θυέστου : Γνώμης γὰρ οὐδὲν ἀρετὴ μονουμένη . Ἐκ τῆς Ὑψιπύλης : | ||
| , τὸ δὲ παχὺ τὸν μελαγχολικὸν χυμόν . γʹ . Γνώμης , μνήμης , ὀδμῆς καὶ τῶν ἄλλων καὶ πείνης |
| ' ἐθέλῃσθα . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἱκάνομαι ] ἀντὶ τοῦ ἱκάνω : ἡ δὲ λέξις ἀντὶ | ||
| ὑπέρβιον ὕβριν ἔχοντες . τοὔνεκα νῦν τὰ σὰ γούναθ ' ἱκάνομαι , αἴ κ ' ἐθέλῃσθα κείνου λυγρὸν ὄλεθρον ἐνισπεῖν |
| σὺν αὐτῷ παρόντας ἐκ τῆς πόλεως . ὡς δὲ κατέμαθεν ὀλοφυρομένους τε πολλοὺς καὶ δακρύοντας , εἰς ἱκεσίας καὶ δεήσεις | ||
| τῆς δευτέρας . . Ι . Μ . οἴκτρ ' ὀλοφυρομένους . † ) οἰκτρῶς καὶ ἐλεεινῶς ὀδυρομένους . . |
| ἐνταῦθα πηγαὶ πολλαὶ , ἶδαι πυκναὶ , θῆραι περισσαὶ , ὀπῶραι ἄφθονοι , χιόνες ἀναψύχουσαι . ἐν τούτοις ἡ στρατιὰ | ||
| ἐσιόντα καὶ ἁπλᾶ , μέγα γὰρ καὶ τοῦτο : αἱ ὀπῶραι δὲ ἐργάσιμοι , ἡλιώσιες , τὰ πινόμενα πυκνὰ , |
| καιρὸν τῆς αὐτοῦ τελευτῆς μυκήσασθαι μὲν πρῶτον τὴν θάλασσαν ὥσπερ ὀδυρομένην , εἶτα μέχρι τοῦ Ῥοιτείου ἐφ ' ἱκανὸν διάστημα | ||
| δὲ κούρη ἴαχε θαμβήσασα καὶ ἀχνυμένη περ ἐοῦσα : χθιζὸν ὀδυρομένην με δόμων ἔκτοσθε φυγοῦσα κάλλιπες ὑπνώουσαν ὑπὲρ λεχέων γενετῆρος |
| ἄδην : αὐταρκῶς , δαψιλῶς . κρυερήν : φοβεράν . φύζαν : φυγήν . νέονται : πορεύονται . Θοαί : | ||
| Φοῖβε πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν σύγχεας Ἀργείων , αὐτοῖσι δὲ φύζαν ἐνῶρσας . Ὣς οἳ μὲν παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες |
| . Τρῶες δ ' ἄστεος ἔνδον ἔσαν περὶ Μέμνονι θυμὸν ἀχνύμενοι : πόθεον γὰρ ὁμῶς ἑτάροισιν ἄνακτα . Οὐδὲ μὲν | ||
| καί μιν ταρχύσαντο παρ ' ᾐόσιν Ἑλλησπόντου πολλὰ μάλ ' ἀχνύμενοι . Περὶ δ ' ἔστενον ὄβριμοι υἷες Ἀργείων : |
| καὶ θεῖα περὶ στέρνοισι θεοῖο τεύχε ' ἐπιβρομέουσιν ἴσον πυρὶ μαρμαίροντα : τοῖος Ἀχιλλῆος κρατερὸς πάις ἤιεν ἄντην ἐσθλοῦ Δηιφόβοιο | ||
| Τηλεφάασσα περικλυτὸν ὤπασε δῶρον . ἐν τῷ δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο μαρμαίροντα : ἐν μὲν ἔην χρυσοῖο τετυγμένη Ἰναχὶς Ἰώ εἰσέτι |
| μὲν παρὰ ποσσὶ θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν , ἐσθλὰ δὲ πολλὸν ἄπωθε : πόνον δ ' ἐς μέσσον ἔλασσαν : τοὔνεκα | ||
| [ ] ον : ὦ Παλαίμονες [ ] [ ] ἄπωθε ? ? τὸν φθόρον . . . ποττὰς ἱερὰς |
| ἀγῶνος συντετελεσμένου ἠγγέλλοντο οἱ ἐν τῷ χώρῳ τῶν ἀσεβῶν κολαζόμενοι ἀπορρήξαντες τὰ δεσμὰ καὶ τῆς φρουρᾶς ἐπικρατήσαντες ἐλαύνειν ἐπὶ τὴν | ||
| μάλ ' ἠέρθησαν , ἀμείλιχα φυσιόωντες , δεσμά τ ' ἀπορρήξαντες ἴτην μεγάλα χρεμέθοντες , οἷα θεοὺς μάκαρας μαρτυρόμενοι κακότητος |
| . Κύπρις μὲν δολόμητις ἀναπτύξασα καλύπτρην καὶ περόνην θυόεντα διαστήσασα κομάων χρυσῷ μὲν πλοκάμους , χρυσῷ δ ' ἐστέψατο χαίτην | ||
| νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη [ ] ς βρεκτῶν τε κομάων : [ πολυνείκεος ] αἰθύσσηισιν [ θαλασσογενῆ ] ? |
| εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων : ὁ δέ οἱ σχεδὸν αὐτίκα θύνων πρῶτα μὲν | ||
| εἰσίν . φυλάσσων : περικαλύπτων . Ἔνδοθεν : κατά . ἑρπύζων : βαδίζων , συρόμενος . σχεδόν : τοῦ ἐχίνου |
| γενεᾶς ἰσόθεος φώς . κυάνεον δ ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' | ||
| . . . κυάνεον ] σκοτεινὸν , φοβερόν . . δέργμα ] βλέμμα . . Σύριον ] Περσικόν . διώκων |
| τά τ ' ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ . πάντ ' αὐτῷ πετεηνὰ καὶ ἑρπετὰ τεῖδε πάρεστι : χλωραὶ δὲ σκιάδες μαλακῷ | ||
| ὀδυρμοὺς ἀηδόνων φωναῖς ἀπεικάζει οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι . Οἱ μὲν οὖν Στωικοὶ τὴν ἀρετὴν τίθενται |
| ἄγρην πόρεν : ἐκ δέ νυ πάντων εὐαγέως ἱερῷ ἀνὰ διπλόα μηρία βωμῷ καῖον , ἐπικλείοντες Ἑώιον Ἀπόλλωνα . ἀμφὶ | ||
| ἑῇ φέρε χειρὶ μεμαρπώς Εὔφημος : γαίης δ ' ἀπὸ διπλόα πείσματ ' ἔλυσαν . οὐδ ' ἄρ ' Ἀθηναίην |
| . “ δάψει . ” ὅταν δὲ λέγῃ “ χρήματα δαρδάπτουσι , ” μεταφορικῶς ἀντὶ τοῦ κατεσθίουσι . δαιδαλόεν τῇ | ||
| ἐκφορά , οἷον κλῦθι κέκλυθι , κάμωσι κεκάμωσι , δάπτουσι δαρδάπτουσι , δέρκετο δεδέρκετο . Ταῦτα δὲ καὶ χάριν ἐμφάσεως |
| ἔκταμεν , ὄφρα φοροίη αὐανθέν . τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν εἰσορόωντες ὅσσον θ ' ἱστὸν νηὸς ἐεικοσόροιο μελαίνης , φορτίδος | ||
| ἥδε καταρχή . ἐσθλοὶ δ ' αὖ Μαίης ὠκὺν γόνον εἰσορόωντες παίδων τέκμαρ ἔχουσιν ἐτήτυμον . ἐν τροπικῷ δέ ζῴῳ |
| , , , . . Σ . εἴρερον εἰσανάγουσι . εἴρερον ἅπαξ εἰρημένον . . . . . , . | ||
| δέ τ ' ὄπισθε κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους εἴρερον εἰσανάγουσι , πόνον τ ' ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν : |
| φόβον αὐτῷ ἐμποιῶν . Ἐγχείῃ : δόρατι , ἔγχει . ταναηκέϊ : μακρῷ , μακρᾷ . δοχμόν : πλαγίως . | ||
| φόβον αὐτῷ ἐμποιῶν . Ἐγχείῃ : δόρατι , ἔγχει . ταναηκέϊ : μακρῷ , μακρᾷ . δοχμόν : πλαγίως . |
| [ ὥστε βίου πεδέχειν ἐν Ὀλύμπωι [ , κρέσσον [ ἐλέγχεα δ ? [ καὶ τ [ κερα [ ἁμετέρω | ||
| νυκτὶ λιπεῖν βίον ἐν θαλάμοισιν , πότμῳ ἀνωίστῳ κάκ ' ἐλέγχεα πάντα φυγοῦσαν , πρὶν τάδε λωβήεντα καὶ οὐκ ὀνομαστὰ |
| : ἐναντίαις πνοαῖς . ἔκελσαν : ὥρμισαν . καί μιν κυδαίνοντες : τὸν Δόλοπα . ὁ δὲ Δόλοψ Ἑρμοῦ υἱός | ||
| ' ἄρα τοίγε ἑσπέριοι ἀνέμοιο παλιμπνοίῃσιν ἔκελσαν : καί μιν κυδαίνοντες ὑπὸ κνέφας ἔντομα μήλων κεῖαν ὀρινομένης ἁλὸς οἴδματι , |
| συντεθέντα οὐσία ναύτου ἀνδρὸς ἦν . Τὰ κρόμμυα καὶ οἱ σαπέρδαι , ὦ Δωρίων ; Ναί : οὐ γὰρ εἶχον | ||
| τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ καὶ κωρυκίς , ἣ |
| ; Νῦν δὲ σὺ μὲν νέος ἐσσὶ καὶ οὔ πω δήια ἔργα οἶδας ἅ τ ' ἀνθρώποισιν ἀλάλκουσιν κακὸν ἦμαρ | ||
| ἀνήιεν οὐκ ἐθέλουσα . Καὶ τότε Τρῶες ἕσαντο περὶ χροῒ δήια τεύχη , τοῖσι δ ' ἅμ ' Αἰθίοπές τε |
| μακρὰ περῆσαι . παννυχίδας δ ' ὁρίσαντες ἀκοιμήτων ὑμεναίων ἀλλήλων ἀέκοντες ἐνοσφίσθησαν ἀνάγκῃ . ἡ μὲν ἔβη ποτὶ πύργον , | ||
| χρῆμα ἱρότατον καὶ οὐδὲ ψαύειν αὐτέων δικαιέουσιν : καὶ ἢν ἀέκοντες ἅψωνται , ἐναγέες ἐκείνην τὴν ἡμέρην εἰσί . τοὔνεκα |
| Μηδείας ἐπέων στίχες . ἔπταξαν δ ' ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥροες ἀντίθεοι πυκινὰν μῆτιν κλύοντες . ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου , | ||
| οἱ ἐναντίοι τοῖς θεοῖς . , . , : τὸ ἀντίθεοι μνηστῆρες , εἰ μὲν τοὺς ἀσεβεῖς δηλοῖ , πάνυ |
| τιμὴν ἑλικώπιδι Νηρηίνῃ . Ζεὺς δὲ μέγ ' Ἀργείοισι καὶ ἄτρομον ἔμβαλε θάρσος , ὄφρα μὴ ἐσθλὸν ὅμιλον ὑποδδείσωσι θεάων | ||
| ἐπιχθονίων ἡρώων , οὐδ ' εἴ περ στέρνοισι μάλ ' ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσιν , ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσι λίην καὶ χάλκεος |
| αἰθαλόεν πνείοντος ἔσω χθονός : ὣς ἄρα Λοκρῶν ἀμφεκάλυψεν ἄνακτα δυσάμμορον οὔρεος ἄκρη ὑψόθεν ἐξεριποῦσα : βάρυνε δὲ καρτερὸν ἄνδρα | ||
| γούνων ἀμφοτέρῃσι περισχομένη προσέειπεν : “ Ἔκ με φίλοι ῥύσασθε δυσάμμορον , ὧς δὲ καὶ αὐτούς ὑμέας , Αἰήταο : |
| ἴμεναι μέγαρόνδε μετὰ μνηστῆρας ἀγαυοὺς τόξον ἔχους ' ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην ἰοδόκον : πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες | ||
| χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος . ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη ἰοδόκος , πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες |
| Ἀπόλλωνος Περγάμῳ ἐν ζαθέῃ . Προπάροιθε δὲ Τρώιοι υἷες παίδων Λαοκόωντος ἀμείλιχα δῃωθέντων τεῦξαν ἅμ ' ἀγρόμενοι κενεὸν τάφον ᾧ | ||
| καὶ [ Χαρίβοιαν ] , ὅτε προλιπόντε Καλύδνας υἱέα [ Λαοκόωντος ] ὑπὲρ βωμῶν ἐπάσαντο δήεις καὶ σκυτάλην ] ἐναλίγκιον |
| ἀμφὶ δὲ θῶες σμερδαλέοι καὶ λυγρὸν ὑπ ' ὀφρύσι μειδιόωσαι πορδάλιες : τῶν δ ' ἄγχι λύκοι ἔσαν ὀβριμόθυμοι καὶ | ||
| θήκατο φῦλα . αἱ δὲ θεοῦ βουλῇσιν ἀμειψάμεναι χρόα καλὸν πορδάλιες Πενθῆα παρὰ σκοπέλοισι δάσαντο . τοιάδ ' ἀείδοιμεν , |
| ἡμᾶς , λέγουσα τάδε : σὺ δὲ στεφάνοις , ὦ Δίκα , περθέσθ ' ἐραταῖς φόβαισιν ὅρπακας ἀνήτοιο συνερραις ἁπαλαῖσι | ||
| κώλων ιβʹ . φιλεῖ ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . Δίκα ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . ἄγε δὴ βασιλεῦ ] |
| ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα τάνυσσε περίσσυτον ἠέρι πέμπων , | ||
| πλησσομένας ἀπὸ τῆς ἁλός . παραβλῶπες παραβλέπουσαι . παρθενοπῖπα παρθένους ὀπιπεύων , ὅ ἐστι περισκοπῶν . παρέξ παρεκτός . παρήπαφεν |
| ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί , γˈλεφάρων ἁδὺ κλάϊθˈρον , κατέχευας : ὁ δὲ κˈνώσσων ὑγˈρὸν νῶτον αἰωρεῖ , τεαῖς | ||
| ὀλίγου σε κύνες διεδηλήσαντο ἐξαπίνης , καί κέν μοι ἐλεγχείην κατέχευας . καὶ δέ μοι ἄλλα θεοὶ δόσαν ἄλγεά τε |
| δεινά . ὀλοὰ ] τὰ δεινά , τὰ ὀλέθρια . ὀλοὰ ] ὀλέθρια . θ ὀλοὰ ] + ἀντὶ μιᾶς | ||
| ὀλέθρια . ὀλοὰ ] θρηνητικά . ὀλοὰ ] ὀλέθρια . ὀλοὰ ] θρηνητικά . ὁρᾶν ] ὁρᾶσθαι . ὁρᾶν ] |
| , ἀλλὰ καὶ Ἰνδὸν θῆρα κελαινόρινον ὑπέρβιον ἄχθος ἀνάγκῃ κλῖναν ἐπιβρίσαντες , ὑπὸ ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν οὐρήων ταλαεργὸν ἔχειν | ||
| Τρώων ὑπὸ χείρεσιν . Οἳ δ ' ἅμα πάντες εἷλκον ἐπιβρίσαντες ἀολλέες , ἠύτε νῆα ἕλκωσιν μογέοντες ἔσω ἁλὸς ἠχηέσσης |
| ! ! ! ! ! ! ] ! ! κῶς ἄνις ? [ αὐλῶν ] [ ζητεῖ ] διὰ τίνα | ||
| κακῶν καὶ ἐπὶ ἀγαθῶν , εἰς κεφαλὴν τρέποιτο σήν . ἄνις τῶ ] χωρὶς τοῦ . Γ παίειν ἐφ ' |
| ἔπειτα δόλου πετάσασα θύρετρα , ἐξαπίνης συνέμαρψε καὶ ἔσπασεν εὐρὺ χανοῦσα ἄγρην κερδαλέην , ὅσσην ἕλεν οἰμήσασα . Καὶ μὲν | ||
| ' ἀλλήλοισιν ὁμιλῆσαι μεμαῶτε συμπεσέτην , ἔχιος δὲ κάρη κατέδεκτο χανοῦσα νύμφη φυσιόωσα : γάμῳ δ ' ἐπιγηθήσαντες ἡ μὲν |
| λήθετο θυμοῦ Πηλείδης : ἔτι γάρ οἱ ἀμαιμακέτοις ἐνὶ γυίοις ἔζεεν αἷμα κελαινὸν ἐελδομένοιο μάχεσθαι . Οὐδ ' ἄρά οἱ | ||
| ὀτρύνεσκε θάρσος ἑὸν καὶ Κῆρες . Ὑπὸ κραδίῃσι δὲ θυμὸς ἔζεεν ἀμφοτέροισι : περὶ σφίσι δ ' αἰόλα τεύχη ἔβραχεν |
| αὖ κύρτοισιν ἐπὶ φρένα μᾶλλον ἔχουσι , κύρτοις , οἳ κνώσσοντας ἑοὺς ηὔφρηναν ἄνακτας εὐκήλους : βαιῷ δὲ πόνῳ μέγα | ||
| , συστελλομένους , πεσόντας . Ὑστάτιον : καὶ τελευταῖον . κνώσσοντας : κοιμωμένους , καρηβαριῶντας , ἀνοηταίνοντας . ἀνείρυσεν : |
| μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται : αἶψα δ ' ἰαίνετο κηρός , ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἴς ἠελίοιο . οὐ | ||
| . ἐπὶ δὲ τοῦ ἐθερμαίνετο “ ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ |
| δῆθεν , ὑπότροποι ἀντιόωντες πρίν περ ἀνελθέμεναι σκοπιήν , ἥπτοντο φόνοιο Γηγενέων ἥρωες ἀρήιοι , ἠμὲν ὀιστοῖς ἠδὲ καὶ ἐγχείῃσι | ||
| μακάρων θερμοῖσι φόνοισιν . καὶ Ἐμπεδοκλῆς πού φησιν οὐ παύσεσθε φόνοιο δυσηχέος ; οὐκ ἐσορᾶτε ἀλλήλους δάπτοντες ἀκηδείῃσι νόοιο ; |
| τέκεν Ὠρείθυια ἐσχατιῇ Θρῄκης δυσχειμέρου : ἔνθ ' ἄρα τήνγε Θρηίκιος Βορέης ἀνερείψατο Κεκροπίηθεν , Ἰλισσοῦ προπάροιθε χορῷ ἔνι δινεύουσαν | ||
| οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς ἐγκρατέως |
| κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει | ||
| περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ |
| ἀνδρῶν ἀγρευτή ρων : μέλπε γένη σκυλάκων τε καὶ ἵππων αἰόλα φῦλα , βουλὰς ὠκυνόους , στιβίης ἐϋκερδέος ἔργα : | ||
| ' ἀπ ' ἀνθρώπων ἐδάην , τοῖσιν τὰ μέμηλεν , αἰόλα παντοίης ἐρατῆς μυστήρια τέχνης , ἱμείρων τάδε πάντα Σεουήρου |
| ὅτ ' ἐκείνου ἔκγονος αἰνογόνοιο πολύμνιον ἔλλαχε κῦδος . Ἀρτίχερος θηκτοῖο ξιφηφόρον ἐντύνοντος λήμμασι , καὶ σφαράγοιο παρακλιδὸν ἀθροισθέντος , | ||
| δέχεται ταναήκεϊ δοχμὸς ὑποστάς : ἡ δὲ καὶ εἰσορόωσα γένυν θηκτοῖο σιδήρου ἄγρια κυμαίνουσα κορύσσεται , ἐν δ ' ἄρα |
| τοῦδε τάφου , ὡς ὁ φιλάκρητός τε καὶ οἰνοβαρὴς φιλόκωμος παννύχιος κρούων τὴν φιλόπαιδα χέλυν κἠν χθονὶ πεπτηὼς κεφαλῆς ἐφύπερθε | ||
| θυμῷ , ὄφρ ' ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν . παννύχιος φερόμην , ἅμα δ ' ἠελίῳ ἀνιόντι ἦλθον ἐπὶ |
| οἱ τέκνα δῃώσωνται ἄντρων ἐξερύσαντες , ὃ δ ' ἀμφὶ γένυσσι βεβρυχώς , εἴ που ἔτ ' ἐν ξυλόχοισιν ἴδοι | ||
| πεπληγώς , ἑτέρῃ δ ' ἐνὶ χειρὶ τινάσσων νωλεμὲς ἀμφὶ γένυσσι μέγα κτυπέοντα χαλινόν . Ἵπποι δ ' ἐρρώοντο : |
| γλήχων , δίκταμνον , ἄσαρον , κόστος , κασία , ἀριστολοχίαι . μίσγεται δ ' ἑκάστῳ ἢ πυρῶν ἀφέψημα ἢ | ||
| ἀσάρου ἡ ῥίζα , βρυωνία , ἀνθεμίς , ἀπαρίνη , ἀριστολοχίαι , ἀρνόγλωσσον ξηρόν , ἀσφοδέλου ἡ ῥίζα , καὶ |
| μαινομένου , δεινὸν δ ' ἦλθον ὑφ ' ἡνίοχον . Οἵη μὲν Σάμιον μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην , ἑλίκων κομψὰ | ||
| πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο δέμας : ἔχουσιν . |
| βοῦς τις ε [ ἤδη ? με πνίγεις καὶ σὺ χαἰ [ βόες σέθεν . [ ! ! ! ] | ||
| τοὺς Μητρογαθὴς Ἀρκτεύς τ ' ἀγαθός , βασιλῆς δίοποι , χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν , δίρρυμά τε |
| . κείνη θηρὸς ἔφυ παλάμη : κείνῃ τὰ θέλουσι ῥηϊδίως ἔρδουσι . ποδῶν γε μὲν οὐκ ἴσα μέτρα : ὑψόθι | ||
| Κρότωνα ἐνθάδε εἰρηνέες . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς δὲ ἡμῖν |
| δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ οἱ ἐγγὺς | ||
| ἐξ αὐτοῦ λάχνη : οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός . διαψαίρουσι : διαξαίνουσι , διακινοῦσι , κινοῦσι , σκαλεύουσιν : |
| οὖν ὡς ἐγχωρίαν θεὸν ἐπικαλεῖται αὐτὴν ὁ εὐνοῦχος : ὀβρίμα ὀβρίμα : ὀβρίμαν αὐτήν φησιν , ἐπεὶ λέουσιν ὀχεῖται : | ||
| τοὐπὶ τῶιδε συμφορᾶς ἐγίγνετο ; Ἰδαία μᾶτερ μᾶτερ , ὀβρίμα ὀβρίμα Ἀνταία , φονίων παθέων ἀνόμων τε κακῶν ἅπερ ἔδρακον |
| θοοῦ Ἀχιλῆος ἐρωήν , ἢ κραιπνῶς ἵπποιο κατ ' ὠκυτάτοιο θοροῦσα λίσσεσθ ' ἀνέρα δῖον , ὑποσχέσθαι δέ οἱ ὦκα | ||
| . ἢ παρὰ τὸ πολεῖν καὶ τὸ θορεῖν , ἡ θοροῦσα ταχέως . . . . βλωμός : ὁ ψωμός |
| . ἢ περισσὸς ὁ γάρ . . . . . δεύοντο δὲ τεύχεα φωτῶν δάκρυσι : τοῖον γὰρ πόθεον μήστωρα | ||
| ' ἕρκεος αἰπεινοῖο δυσμενέας βάλλοντες ἀνιηροῖς βελέεσσι κτεῖνον ἐπασσυτέρους : δεύοντο δὲ τείχεα λύθρῳ λευγαλέῳ : στοναχὴ δὲ δαϊκταμένων πέλε |
| τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . . | ||
| πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα |
| . . . . . οὔ τοι ἐγὼ Τρώων τόσσον χόλῳ οὐδὲ νεμέσσι ἥμην ἐν θαλάμῳ . ἡ διπλῆ , | ||
| γὰρ ] καρδιακοὶ καταγματικοί , ἐν βαλανείοις ἢ πυρίκαυστοι , χόλῳ βασιλέως ἢ δυναστῶν ἢ σκολοπισμοῦ θηρίων κακώσεως τετραπόδων ἢ |
| ἐς ἄγρην , οἳ δ ' ἐς δυσμενέας , τοὺς ἄμπεχε λοίγιον ὕδρου φάρμακον αἰνομόροιο : πάροιθε δέ οἱ μέγα | ||
| δ ' ἑσπόμενος κεράιζε μέχρις ἐπὶ πτολίεθρον , ἐπεὶ φόβος ἄμπεχε λαούς . Καί νύ κε πάντας ὄλεσσε , πύλας |
| πρὸς τὰς ἄλλας γοῦν κόπρους μίξει παραμυθεῖσθαι . τρίτη ἡ ὀνεία , γονιμωτάτη τῇ φύσει οὖσα , καὶ πᾶσι τοῖς | ||
| , λιβανωτός , ἰὸς σιδήρου , κόπρος αἰγεία ξηρά , ὀνεία , ἱππεία . καὶ καυθεῖσαι δὲ ποιοῦσιν ἄσφαλτος , |
| , τῇ αὐθιγενέϊ θεῷ λέγουσαι τὰ πάτρια ἀποτελέειν , τὴν Ἀθηναίην καλέομεν : τὰς δὲ ἀποθνῃσκούσας τῶν παρθένων ἐκ τῶν | ||
| Οὐδ ' ἀλαοσκοπιὴν εἶχ ' ἀργυρότοξος Ἀπόλλων ὡς ἴδ ' Ἀθηναίην μετὰ Τυδέος υἱὸν ἕπουσαν : τῇ κοτέων Τρώων κατεδύσετο |
| παντοῖ ⌋ ' , ἄλλοτε ⌊ ⌋ μὲν γὰρ ἐν ὀρνίθεσσι φάνεσκεν αἰετός , ⌋ ἄλλοτε δ ' αὖ γινέσκετο | ||
| τ ' αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχῆλαι ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ ' ὀρνίθεσσι θόρωσι . ταὶ μέν τ ' ἐν πεδίῳ νέφεα |
| . . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα | ||
| Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει . |