| παντοῖ ⌋ ' , ἄλλοτε ⌊ ⌋ μὲν γὰρ ἐν ὀρνίθεσσι φάνεσκεν αἰετός , ⌋ ἄλλοτε δ ' αὖ γινέσκετο | ||
| τ ' αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχῆλαι ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ ' ὀρνίθεσσι θόρωσι . ταὶ μέν τ ' ἐν πεδίῳ νέφεα |
| ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται | ||
| ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ |
| συκᾶς συκάζειν : ἐπὶ δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι | ||
| καὶ ἀμπελοστατεῖν , κηπουρεῖν , ἀλσοκομεῖν , ἐλαιοκομεῖν : καὶ βωλοκοπεῖν δὲ Ἀριστοφάνης λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων |
| , μᾶλλον ἐπικρούεις σύ γε . Ἔτι μᾶλλο βοῦλις ; Ἀτταταῖ ἰατταταῖ : κακῶς ἀπόλοιο . Σῖγα , κακόδαιμον γέρον | ||
| κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς ; Εἰς |
| οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον | ||
| χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν |
| διὰ τοῦ ι γράφουσι : τὸ αὐτόχειρ : ἑκατόγχειρ : πολύχειρ , διὰ τῆς ει διφθόγγου γραφόμενα σύνθετά ἐστι παρὰ | ||
| νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα λόχοις χαλκόπους Ἐρινύς . |
| συναντόμενοι ζωὴν διέκερσαν . νυκτὶ δὲ γεινομένους καὶ παμφεγγὴς Ὑπερίων δηθάκις ἀκτίνεσσιν ἑαῖς πνοιῆς ἀπάμερσεν . πᾶσαν δ ' αὖτ | ||
| κείνων βίον ἠέξησεν : καὶ δὲ γυναικείοισιν ἐπ ' ἔργοις δηθάκις ἄνδρας ἵδρυς ' , ᾧ καὶ χρήματ ' ἰδὲ |
| κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει | ||
| περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ |
| ὁμογνωμονεῖν δὲ τῶι ποιητῆι καὶ τὸν Εὐριπίδην ἐν οἷς φησιν Εἰρήνα βαθύπλουτε , / καλλίστα μακάρων θεῶν , / ζῆλός | ||
| [ καὶ πάντα διῆπε ] ? ζώι ' ἁ φίλολβος Εἰρήνα . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι , |
| . αὐτοδάικτοι ] αὐτοφόνευτοι . αὐτοδάικτοι ] αὐτοσφαγεῖς . θ αὐτοδάικτοι ] αὐτοδαΐκτως . Ξ χθονία κόνις ] ἡ γῆ | ||
| τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους . ἐπεὶ δ ' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον |
| , ἐγχείρησις ἐμπεδορκεῖν ἐπιπταίσματα ἐπιφορήματα ἐπροξένει ἑστιοῦχον ἐσχαρίδα ἑτερεγκεφαλᾶν ἐτνήρυσις εὔειλος εὐζωρότερον εὐθετῆσαι εὐκόπως ἡμιφωσώνιον ἢ πόθεν θεοποιούς , θεοπλάστας | ||
| τροφῆς ἀνακτέον συμπαραλαμβάνοντα καὶ τὰ τοῦ ἀέρος . Ἡ γὰρ εὔειλος καὶ ἁπλῶς ἡ εὐδιεινὴ τὰ ἀσθενέστερα ἐκφέρει μᾶλλον ἡ |
| ἐμοὶ ἄνακτα ἑκατηβόλον . λείπει δὲ τὸ ἔσο ἢ τὸ χόρευε ἤ τι τοιοῦτον . ἀμφί μοι αὖτε : ἐκ | ||
| : πάλλε πόδ ' αἰθέριον : εἰς τὸν αἰθέρα , χόρευε : ἐπιλέγει δὲ Βακχικὰ ἐπιφθέγματα : εὖ ἂν εὖ |
| ' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς Ἥφαιστος ἔτευξεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους ὄντας καὶ | ||
| δὲ ἕκαστος , ἧχι ἑκάστῳ δῶμα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι : Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ ' |
| . πίονα : λιπαρόν . Ῥαφίδας : βελονίδας . φῦλα συνοδόντων : περίφρασις . πολυσπερέων : διεσπαρμένων . συνοδόντων : | ||
| σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ φῦλα πολυσπερέων συνοδόντων . σκόμβροι μὲν λεύσσοντες ἐν ἕρκεϊ πεπτηῶτας ἄλλους ἠράσσαντο |
| ναυαγῷ Ἀριστοφάνης ἔφη τί ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὥσπερ κλιντήριον ; μέρη δὲ κλίνης ἐνήλατον καὶ ἐπίκλιντρον , ὑπὸ | ||
| . τί , ὦ πονηρέ , μ ' ἐκκορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; ἐγὼ γάρ , εἴ τί ς ' ἠδίκηκ |
| ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές . | ||
| πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν |
| ] ! ! ! [ . . . ἐπεὶ ] ἄφατα κε [ ἄναυδοι δυς ! [ δύστηνα ? ? | ||
| τε τῶν Περσέων εὗρε , ἄλλα τε [ χρύσεα ] ἄφατα χρήματα περιεβάλετο . Ἀλλ ' ὁ μὲν τἆλλα οὐκ |
| τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . . | ||
| πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα |
| πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ | ||
| παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας : |
| γνάθοις Τρίτωνος ἠμάλαψε κάρχαρος κύων . ἔμπνους δὲ δαιτρὸς ἡπάτων φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας | ||
| ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν . |
| πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά , πλὴν δόκιμα : ὁ δὲ Ἀττικὸς τονθρυσμὸν καὶ | ||
| καὶ ἔπειτα : Ἀττικά . τὸ δὲ εἶτεν καὶ ἔπειτεν Ἰακά . διὸ καὶ παρ ' Ἡροδότῳ κεῖνται . ἐκμαγεῖον |
| , ὥστε περιττεύειν τινὰ μέρη αὐτοῦ καὶ ὑπερκεῖσθαι . ἃν πλαγαὶ σιδάρου : ἥντινα τὴν ναῦν συνεπέρανον αἱ τοῦ σιδήρου | ||
| ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει , τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου . μακˈρά μοι νεῖσθαι κατ ' ἀμαξιτόν : |
| ὡς ἀποροῦντα μάκτρας καὶ θυείᾳ χρώμενον . μικρὰ γὰρ ἡ θυεία , ἡ δὲ κάρδοπος μεγάλη . ἐκεῖνο δ ' | ||
| διασύρει αὐτὸν καὶ ἀποροῦντα μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν |
| ἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς . χρυσέαν βῶλον ψυκτήρια δένδρη φίλαισιν ὠλέναισι δέξεται . κρήνης πάροιθεν ἀνθεμόστρωτον λέχος ἀνθρωποκτόνος ἄγωνον | ||
| σε πυκνὴν φρένα καὶ φιλόσοφον ἐγείρειν φροντίδ ' ἐπισταμένην ταῖσι φίλαισιν ἀμύνειν . κοινῇ γὰρ ἐπ ' εὐτυχίαισιν ἔρχεται γλώττης |
| καὶ μέγα : ἔχει δὲ καὶ ὦτα μεγάλα . Μένανδρος Ἁλιεῖ : εὐποροῦμεν , οὐδὲ μετρίως : ἐκ Κυίνδων χρυσίον | ||
| οἱ ἀντάλλαγος τέξεις ὁ τούτῳ διδομένην . ” καὶ ἐν Ἁλιεῖ : „ ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός , ἀλλ |
| , ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ | ||
| περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν |
| κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις | ||
| . . . . βαθυλήϊος : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ |
| Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν , ἔκοψεν . Οἰκτρόν : ἐλεεινὸν , ἐλέους ἄξιον | ||
| τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν . ἀμάλη γὰρ λέγεται τὸ χερόβολον τῶν ἀσταχύων . |
| τετάρτῳ περὶ Μουσικῆς ᾖδον , φησίν , αἱ ἀρχαῖαι γυναῖκες Καλύκην τινὰ ᾠδήν . Στησιχόρου δ ' ἦν ποίημα , | ||
| Ἀεθλίοο κρατερὸν ] ? ? μένος ἀντιθέοιο εὐειδέα ? [ Καλύκην θαλερὴν ] ? ποιήσατ ' ἄκοιτιν : ἣ ? |
| ῥ ' οὐδ ' ἠγνοίησε δόλον : κακὰ δ ' ὄσσετο θυμῷ θνητοῖς ἀνθρώποισι , τὰ καὶ τελέεσθαι ἔμελλε . | ||
| ἀλλοφρονέων ἀλλοῖα διανοούμενος : “ ἀλλοφρονέων , κακὰ δ ' ὄσσετο θυμός . ” ἀλῆτις : “ χερνῆτις ἀλῆτις ἥ |
| πύξῳ φλοϊσθὲν δὲ μέλαν γίνεται : χρήσιμον δὲ πρὸς ὀφθαλμίας ἀκόνῃ τριβόμενον . Ἡ δὲ ἀριστολοχία παχεῖα καὶ ἐσθιομένη πικρὰ | ||
| λευκογραφίδα καλοῦϲιν . ὑπόχλωροϲ γὰρ φαινόμενοϲ οὗτοϲ , εἰ παρατριβείη ἀκόνῃ ἢ καὶ ἱματίῳ τραχυτέρῳ , λευκαίνει τὸν τόπον . |
| μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην μισητόν μοιμύλλειν , μοιμυλλᾶν μοιχοτύπη μολυβδιᾷς μονογέρων μοχλίον Μύλλος ναιδαμῶς νεοπεινής νηπτικωτάτην νοσακερόν νωδογέρων ξυλοκύμβη ἐς ὀλβίαν ὀλεκρανίζειν | ||
| Κρατῖνος ἐν Κλεοβουλίναις . Ἔστι δὲ καὶ κωμῳδιῶν ποιητὴς ὁ Μύλλος . Μυσῶν λεία : παροιμία ἐπὶ τῶν κακῶς διαρπαζομένων |
| τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν | ||
| Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι |
| , μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων | ||
| ' οὑτωσὶ λέγει : – ˘ ˘ – τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . καὶ Αἰσχύλος |
| θαῦμα ἰδέσθαι , μύρμηξ ⌋ , ἄλλοτε δ ' αὖτε μελισσέων ἀγλαὰ φῦλα , ἄλλοτε ⌋ δεινὸς ὄφις καὶ ἀμείλιχος | ||
| . Κρεμαμένης δὲ τῆς κεφαλῆς καὶ ἤδη ἐούσης κοίλης ἐσμὸς μελισσέων ἐσδὺς ἐς αὐτὴν κηρίων μιν ἐνέπλησε . Τούτου δὲ |
| , παράνομα , ἄδικα : ὃς οὐκ ὄθετ ' αἴσυλα ῥέζων . παρὰ τὴν αἶσαν , ἢ παρὰ τὸ ἄσω | ||
| οὔ νύ τ ' Ὀδυσσεὺς Ἀργείων παρὰ νηυσὶ χαρίζετο ἱερὰ ῥέζων Τροίῃ ἐν εὐρείῃ ; τί νύ οἱ τόσον ὠδύσαο |
| πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος | ||
| ' ἐλατὴρ Σοσθάνης . ἄλλους δ ' ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν : Σουσισκάνης , Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής , ὅ |
| ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες | ||
| καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου |
| καὶ τείχεος ἷζον ἰόντες : ἔνθα δὲ πῦρ κήαντο , τίθεντο δὲ δόρπα ἕκαστος . Ἀτρεΐδης δὲ γέροντας ἀολλέας ἦγεν | ||
| πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν , ἐν δ ' ἱστόν τε τίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ , ἠρτύναντο δ ' ἐρετμὰ |
| διφθέρας λέγεις : ἐπὶ τῶν μωρὰ διηγουμένων : ἡ γὰρ διφθέρα , ἐν ᾗ ὁ Ζεὺς ἐπεγράφετο τὰ γιγνόμενα , | ||
| , οἶμαι , νικήσειν τὰς δύο τὸ τρίτον , ἡ διφθέρα : ἧς εὐθὺς μὲν ἠβουλόμην ἀπολαύειν , ὁ χορὸς |
| παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . . | ||
| τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι |
| ἐοῦσι πρῶτα Ποσειδάωνι δαμήμεναι , αὐτὰρ ἔπειτα θαρσαλέῳ Πηλῆι καὶ ἀκαμάτῳ Ἀχιλῆι , τέτρατον αὖτ ' ἐπὶ τοῖσι Νεοπτολέμῳ μεγαθύμῳ | ||
| σφιν ἄφαρ βουλυτὸν ἱκέσθαι , τῆμος ἀρήροτο νειὸς ὑπ ' ἀκαμάτῳ ἀροτῆρι τετράγυός περ ἐοῦσα , βοῶν τ ' ἀπελύετ |
| πενεστέροισιν ἀπὸ τῶν ἀκανθῶν τῶν ἰχθύων τὰ οἰκία ποιέεται . Κήτεα δὲ μεγάλα ἐν τῇ ἔξω θαλάσσῃ βόσκεται , καὶ | ||
| ἐκ προτόνων , τὰ δ ' ὄπισθε χαλινωτήρια νηῶν . Κήτεα δ ' ὀβριμόγυια , πελώρια , θαύματα πόντου , |
| δυσήλατα , τραχέα , δύσπορα , λιθώδη , πετρώδη , πέτρινα , ἄλιθα , ὀρεινά , βαθέα , ἔγκοιλα , | ||
| ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ δὲ πέτρινα γύαλα κλαγγαῖσι Πανὸς ἀναβοᾶι γάμους . ὦ θήραμα βαρβάρου |
| ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν | ||
| βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ |
| οἷον Πριαμὶς , ὁ εἰς ας , οἷον Πριαμιὰς , Βυζαντιὰς , καὶ ὁ εἰς ίνη , οἷον Πριαμίνη , | ||
| οἷον Πριαμὶς , ὁ εἰς ας , οἷον Πριαμιὰς , Βυζαντιὰς , καὶ ὁ εἰς ίνη , οἷον Πριαμίνη , |
| ἐστιν ἀνθρώποις ὁ νοῦς . Κἂν ᾖ γαλεός , κἂν λειόβατος , κἂν ἔγχελυς . Ἐν τρισὶν πληγαῖς ἀπηδέσθη τὸ | ||
| , φησί , μνημονεύειν δύναμαι πολυτελῆ τὴν ἀποδημίαν ἔχων . λειόβατος . οὗτος καλεῖται καὶ ῥίνη . ἔστι δὲ λευκόσαρκος |
| φέρωμεν οἱ προτεταγμένοι τὸν νυμφίον , ὦνδρες . Ὑμήν , Ὑμέναι ' , ὤ . Ὑμήν , Ὑμέναι ' ὤ | ||
| κρατήσας καὶ πάρεδρον Βασίλειαν ἔχει Διός . Ὑμὴν ὤ , Ὑμέναι ' ὤ . Ἕπεσθέ νυν γαμοῦσιν , ὦ φῦλα |
| ἓξ ] βαλανωτοὶ εἴκοσι τέσσαρες ἐπ ' ἐγγυθήκαις πάντες καὶ ληνοὶ ἀργυραῖ δύο , ἐφ ' ὧν ἦσαν βῖκοι εἴκοσι | ||
| βανωτοὶ εἴκοσι τέσσαρες , ἐπ ' ἐγγυθήκαις πέντε , καὶ ληνοὶ ἀργυραῖ δύο , ἐφ ' ὧν ἦσαν βῖκοι εἴκοσι |
| : γινώσκεις ὅτι ἡρπάγη ὑπὸ Θησέως καὶ Ἀλεξάνδρου * . πλᾶτιν ἀπὸ τοῦ πλησιάζειν . φάσμα πτηνὸν : τινές φασιν | ||
| ταυροπάρθενον : οὐ γὰρ ταῦρος ἐγένετο , ἀλλὰ βοῦς . πλᾶτιν καὶ πλατανας , πλατῖδας καὶ λῖνας δαγῖλας τὰς νύμφας |
| χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν | ||
| Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις : ὤλετο καλὸς Ἄδωνις , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε : |
| μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον , θρῖναξ , σμινύη , πτύον ἢ πτέον : καὶ λικμητηρὶς δὲ καλεῖται | ||
| γῆς ἐντέρωι , τὴν ? [ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ . |
| ἄγνος ἀνθεῖ χὠ βότρυς πεπαίνεται . Ξάνθηι παλαιῆι γρηὶ πολλῆισιν φίληι Ἄβδηρα , καλὴ Τηίων ἀποικίη , ἐλευθέρα Κόρκυρα : | ||
| τελέσαντα . ἐν εὐεστοῖ ] ἐν εὐτυχίαι καὶ εὐθυμίαι . φίληι ] προσφιλεῖ . + εἰ οὕτω , φησί , |
| ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά | ||
| . ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν |
| ἐπύργωσε καὶ γαμέτα χαλκεοτευχέος Καπανέως ; πρὸς δ ' ἔβαν δρομὰς ἐξ ἐμῶν οἴκων ἐκβακχευσαμένα πυρᾶς φῶς τάφον τε ματεύουσα | ||
| Κρατερὸν γὰρ αὐτῆς τὸ ἄφρον . Ἀλογίστου γὰρ ὁρμῆς ὑπόπλεως δρομὰς ὣς ἐπὶ πᾶσαν ἀδικίαν ᾤετο . Παθῶν οὖν ἀνθρωπίνων |
| ' στιν ὁ βασιλεύς ; Ἀπόδοτέ μοι τὸν ἀσκόν . Λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι ' ὀστέων ὀδυρτά . Ὁρᾶτε | ||
| μέρει τοῦ ποδὸς , τουτέστι , τῷ ἄκρῳ πλήττειν . Λόγχη . παρὰ τὸ λίαν ἔχεσθαι ὑπὸ τοῦ χρωμένου Λίβανος |
| Τ ῥαψῳδίας Ὀδυσσείας , “ ἡ δ ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἤκουσεν , ” συνεχῶς ᾀδουσῶν . ἐπὶ δὲ | ||
| μειρακίων . . . . ἀληθινός : ζήτει εἰς τὸ ἀδινάων τὸν κανόνα . ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης |
| γίνονται ιθʹ : τοσούτων ἔσται ποδῶν στερεῶν τὸ μάρμαρον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν Ϛʹ , πλάτος ποδῶν εʹ , πάχος | ||
| μετρήσεως τῶν μαρμάρων καὶ ξύλων καὶ λοιπῶν ἐλθεῖν ἀναγκαῖον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν ιγʹ , πλάτος ποδῶν δʹ , πάχος |
| : διὸ ἡ διπλῆ . τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη . * ) ὅτι ὑπὸ παρθένων ἔθος ἦν τοὺς | ||
| ὀβελοὺς ἐν χερσὶν ἔχοντες . τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη , Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Νηληϊάδαο . αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν |
| . καὶ βαρύνεται μὲν Αἴας Θόας : περισπᾶται δὲ ἀρκᾶς πελεκᾶς . οὐδέποτε δὲ ὀξύνεται , χωρὶς εἰ μὴ ὦσιν | ||
| εἴη ” διὰ τὸ ἑλκόω ἑλκῶ ἕλκος , καὶ πελεκῶ πελεκᾶς : καὶ „ μὴ ἄρχοιτο ἀπὸ τριῶν συμφώνων „ |
| δίστομον . πᾶσι : πάντων . Βριαρή : ἰσχυρά . κρυερή , βαρυτάτη . ἄγχι : ἀμφί . ἀμφί : | ||
| , καὶ ἐν ὑπερβιβασμῷ χωόμενος , ὡς ὄρωρεν ὤρορεν . κρυερή : χαλεπὴ , ψυχρὰ , φρικωδεστάτη , κακή . |
| ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ | ||
| . τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς |
| ὅτι ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει . ἔστι δὲ καὶ εἶδος ὀρνέου ἀκαλανθίς . 〚 καὶ φρυγίλῳ : Ἡ τρίτη περίοδος κώλων | ||
| | κολυμβίς | ΐυγξ | κεγχρίς κίσσα | χλωρίς | ἀκαλανθίς | νῆσσα | πιπώ | δρακοντίς νυκτερίς | γλαῦξ |
| ' ἐπόρουσε καὶ ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ ' | ||
| γέ ς ' , ἢν θέληις , ὅλον πίθον . μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον ; ὃν ἂν θέληις σύ |
| ἡμᾶς , λέγουσα τάδε : σὺ δὲ στεφάνοις , ὦ Δίκα , περθέσθ ' ἐραταῖς φόβαισιν ὅρπακας ἀνήτοιο συνερραις ἁπαλαῖσι | ||
| κώλων ιβʹ . φιλεῖ ] στροφὴ ἑτέρα κώλων ιʹ . Δίκα ] ἀντιστροφὴ κώλων ιʹ . ἄγε δὴ βασιλεῦ ] |
| ὑποδήματα . Θ . . τὰ ὑποδήματα ἄφελε . . προσελθέτω : Ἔμπροσθεν . . Οὐκοῦν ἐκεῖνός εἰμ ' ἐγὼ | ||
| ' ὑπόλυσαι . Πάντα ταῦτα σοὶ λέγει . Καὶ μὴν προσελθέτω πρὸς ἔμ ' ὑμῶν ἐνθαδὶ ὁ βουλόμενος . Οὐκοῦν |
| , τοὺς δὲ σχεδὸν εἴσιδε πάντας . αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ οἵδε δὴ ἐγγὺς ἔας | ||
| δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης , αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται |
| ἴμεναι μέγαρόνδε μετὰ μνηστῆρας ἀγαυοὺς τόξον ἔχους ' ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην ἰοδόκον : πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες | ||
| χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος . ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη ἰοδόκος , πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες |
| ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ | ||
| καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους : |
| Αἰσιμίδα , λίθος οἶνος , ὦ φίλε παῖ , καὶ ἀλάθεα ἦρος ἀνθεμόεντος † ἐπάιον ἐρχομένοιο . . . ἐν | ||
| : ταῦτα δὲ σύμφωνα ποιητά , θεωρούμενα δι ' αὐτῶν ἀλάθεα . διωρισμένων δὲ τούτων τὰ μετὰ ταῦτα δεῖ νοῆσαι |
| : κριθαὶ πεφρυγμέναι . κέδρον οὐδετέρως λέγουσι τὸ θυμίαμα . κελέοντες : οἱ ἱστόποδες καὶ πάντα τὰ μακρὰ ξύλα . | ||
| . πῆχυς . ἱστόπους , ὡς Εὔβουλος λέγει : καὶ κελέοντες δ ' οἱ ἱστόποδες καλοῦνται . ἀγνῦθες δὲ καὶ |
| . ἀπόθεστος : ποθέσω πεπόθεκα πεπόθεμαι πεπόθεσαι πεπόθεσται ποθεστός καὶ ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ | ||
| ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς : δὴ τότε κεῖτ ' ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος ἐν πολλῇ κόπρῳ , ἥ οἱ προπάροιθε |
| : τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ η | ||
| ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται λεπάσται μάσμα μελαγχρής μεσόκοπον μετεκβολή μηνυτήν μικρολογήσομαι μίξοφρυν μναρόν οἰνωμένοι ὅμαιμος παναγάθη |
| ' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους | ||
| ' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους |
| καὶ διαφορητικῆς τῶν ἐκ τοῦ βάθους ἐστὶν ἡ ζύμη . Ῥάμνος ξηραίνει μὲν κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόστασιν , ψύχει δὲ | ||
| Ἥλιος ἡνίχ ' ὁδεύῃ ἕβδομον ἱππεύσας τετράζυγον ἄντυγα πώλων . Ῥάμνος ἔχει πανάκειαν ἐν οἴκοισιν παναρίστην φυομένη φραγμοῖσιν ἀκανθῆεν πετάλειον |
| τῶν τὰς ἀρχὰς μὲν ἠρεμούντων , ὕστερον δὲ ἐπιτεινόντων . Βοῦθος περιφοιτᾷ : ἐπὶ τῶν εὐήθων καὶ παχυτάτων . Βουλίας | ||
| Ἀγέλας , Ἐπίσυλος , Φυκιάδας , Ἔκφαντος , Τίμαιος , Βοῦθος , Ἔρατος , Ἰταναῖος , Ῥόδιππος , Βρύας , |
| μαινομένου , δεινὸν δ ' ἦλθον ὑφ ' ἡνίοχον . Οἵη μὲν Σάμιον μανίη κατέδησε Θεανοῦς Πυθαγόρην , ἑλίκων κομψὰ | ||
| πληγαί . ἐπιμύουσι : κλείουσιν . Πάντ ' : εἰς Οἵη : καὶ ὁποίη . Ἐλάφοιο δέμας : ἔχουσιν . |
| καὶ πολλὰ κακὰ διὰ γυναῖκας , μιγνύει δὲ καὶ γυναιξὶ λυγραῖς ἢ ἐπιψόγοις ἢ δούλαις , πλὴν ἃς λήψονται γυναῖκας | ||
| ' ἔκραιν ' Ἀνάγκα , πάντα δὲ Γᾶς εἶκε φραδαῖσι λυγραῖς ἑρπετά , πάνθ ' , ὅς ' ἕρπει δι |
| τῶν ἤτοι δοιοὶ μὲν ἐπηρέτμοισι πόνοισι μέμβλονται , τρίτατος δὲ δολόφρονα μῆτιν ὑφαίνει . θῆλυν ἀναψάμενος σύρει σκάρον ἀκροτάτοιο χείλεος | ||
| ὅ γ ' ἁρπάγδην κεχαρημένος εἰλαπινάζει δαῖτα φίλην σαίνει τε δολόφρονα θηρητῆρα . ὡς δὲ φιλοξείνοιο μετ ' ἀνέρος οἰκία |
| εἱλεῖται σφαιρηδόν , ὑφ ' ἕρκεϊ γυῖα φυλάσσων , ἔνδοθεν ἑρπύζων : ὁ δέ οἱ σχεδὸν αὐτίκα θύνων πρῶτα μὲν | ||
| εἰσίν . φυλάσσων : περικαλύπτων . Ἔνδοθεν : κατά . ἑρπύζων : βαδίζων , συρόμενος . σχεδόν : τοῦ ἐχίνου |
| εἴδεα νῶϊ φύτευσας , ὅσσα βροτοῖσιν ὄπασσας , ὅς ' εἰναλίοις νεπόδεσσιν . ὃς τόδ ' ἐμήσαο πάγχυ καμήλων αἰόλον | ||
| ἐννοσίγαιε , κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης |
| νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος | ||
| Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ ' |
| ' ὑπέροπλος ὀρκύνων γενεὴ καὶ πρημάδες ἠδὲ κυβεῖαι , καὶ κολίαι σκυτάλαι τε καὶ ἱππούροιο γένεθλα . ἐν τοῖς καὶ | ||
| ἄλλων οἱ σκληρόσαρκοι δύσφθαρτοι , οἱ ἁπαλώτεροι φθείρονται ῥᾳδίως . κολίαι εὔστομοι , κινητικοὶ κοιλίας : κράτιστοι δ ' οἱ |
| , ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν | ||
| ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε . |
| Κρόνου καὶ Τιθωνοῦ παππεπίπαππος νενόμισται . ἀρρησία κάναστρα κορδακισμός κωδωνοφορῶν σιγηλός σταφυλήν ὦ ' τάν Ἅπερ ἐσθίει ταυτὶ τὰ πόνηρ | ||
| Τὰ διὰ τοῦ ΗΛΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἁπλᾶ ἔχοντα θηλυκὰ ὀξύνεται : σιγηλός μιμηλός ἀπατηλός ὑψηλός ὑδρηλός . Τὰ διὰ τοῦ ΙΛΟΣ |
| * μαιμώσσων : διερευνώμενος * ἐπινίσσεται : πορεύεται ἀναστρέφεται * ὀκριόεντα : τραχέα τραχέα , ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά * | ||
| χαμᾶζε σκαιῇ ἔγχος ἔχων : ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν , ἧκε δ ' |
| δὲ χέζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . Ἀντιφάνης Δευκαλίωνι : σησαμίδας ἢ μελίπηκτα ἢ τοιοῦτό τι . μνημονεύει αὐτῶν καὶ | ||
| καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα . Εὔπολις : σησαμίδας ὄζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . ἐχῖνος . Ἀττικὸς |
| Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων περίζυξ πέτευρον πλεισταχόθεν πλυντρίδες προσχίσματα πρόσχορον προσῳδός πυξίον καὶ πυξίδιον πυτίνη | ||
| . ἔνιοι τὴν δοκόν , οἱ δὲ πηκτὸν ὀρνιθοτροφεῖον . πέτευρον δὲ σανίδιον λεπτὸν καὶ τεταμένον , ᾧ εἰς τοὺς |
| Αἴτνην ψολόεσσαν ἐναύλιον Ἀστερόποιο . καὶ ἔτι . λιγνύν τε ψολόεσσαν ἀϊδνήεντά τε καπνόν . καὶ Αἰσχύλος ἐν Βασσαρίσιν : | ||
| θηρῶν φολίδεσσιν ὁμοίη . τὴν δ ' ὅτε φυσιόωσαν ἔχιν ψολόεσσαν ἴδηται , ἀντία γυρώσας προκαλέσσατο θῆρα δαφοινήν . ἀσπὶς |
| “ ἀρνῶν πρωτογόνων . ” ἀρτεμέα ὑγιῆ . ἀράβησεν οἷον ἐψόφησεν . ἀργειφόντης ἢ ὁ ἀργὸς φόνου καὶ καθαρός . | ||
| μάτην . κλαυσιᾷ : Ἠχεῖ . Θ . . ματαίως ἐψόφησεν . . . σέ τοι λέγω : Τὸ λέγω |
| εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , εὐνομία , | ||
| . Ἔστιν δέ γ ' , ἔφην , ἡ μὲν εὐμαθία ταχέως μανθάνειν , ἡ δὲ δυσμαθία ἡσυχῇ καὶ βραδέως |
| τοὺς βρικέλους . οὕτω σταθερῶς τοῖς λωποδύταις ὁ πόρος πεινῶσι παφλάζει . ἐς Συρίαν δ ' ἐνθένδ ' ἀφικνεῖ μετέωρος | ||
| ἔχει διαίρεσιν , τὴν εἰς τρίμετρον καταληκτικόν . ΓΘ ἀνὴρ παφλάζει : παφλάζειν τοῦ καχλάζειν διαφέρει . παφλάζειν μὲν ἐπὶ |
| . . ] σασα [ ] σεσθαι : τὰ γὰρ ιλ ? ? [ ] σησκαιμενουτη ? [ ] ουτ | ||
| . . . [ ] δης ! [ [ ] ιλ [ [ ] 〚 η 〛 ! [ . |
| εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . θ εὐφιλήταν ] καλῶς φιλουμένην , ἀγαπητήν . εὐφιλήταν ] φίλην | ||
| ἥν ποτε ἔθου εὖ πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] προσφιλῆ . εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν |
| Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ | ||
| Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ |
| ἄρουραν : νειὸς ἀλεξιάρη παίδων εὐκηλήτειρα . εὔχεσθαι Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ . σχόλιον : εὐσεβεῖν διδάσκει τὸν | ||
| γὰρ Ἡσίοδός φησιν [ . ] εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ , ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν |
| . ἀφήμενος : πόρρω καθήμενος ' . . . . ἀφήτωρ : ὁ οὐδός , ὁ τοξότης : οὐδ ' | ||
| καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . . . . ἀφήτωρ , , : ἀφήτωρ : . . . εἴρηται |
| φέρουσι τῷ ἀνθρώπῳ , κἢν αὐανθέωσιν , ἀπέθανεν ὥνθρωπος . Ἀγχοῦ δὲ τῆς ἐκφύσιος τῶν φλεβῶν σώματα τῇσι κοιλίῃσιν ἀμφιβεβήκασι | ||
| Ὀσφῦς : ἡ ζῶσις . Πρωτεῦ : ὄνομα κύριον . Ἀγχοῦ : πλησίον . Θαλέας : ὄνομα κύριον . Σιμόεις |
| , καὶ ἀπὸ δασέος γίνεται ψιλόν . οὕτως ἵκω , ἵξω , ἴξαλος . οἷον αἷμα δασύνεται , ἄμυδις δὲ | ||
| εἶναι καὶ συνεστάναι παρέχουσι τῷ σώματι . Ἰξός . ἵκω ἵξω , ἵξομαι ἰξός . ὁ φθάνων μέχρις ὧν φθάνωσι |
| τοῦδε τάφου , ὡς ὁ φιλάκρητός τε καὶ οἰνοβαρὴς φιλόκωμος παννύχιος κρούων τὴν φιλόπαιδα χέλυν κἠν χθονὶ πεπτηὼς κεφαλῆς ἐφύπερθε | ||
| θυμῷ , ὄφρ ' ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν . παννύχιος φερόμην , ἅμα δ ' ἠελίῳ ἀνιόντι ἦλθον ἐπὶ |
| . δεκάτη πρὸς τῷ Λάτμῳ τῆς Καρίας , ἐν ᾗ Ἀδώνιον ἦν ἔχον Πραξιτέλους Ἀφροδίτην . ἑνδεκάτη κατὰ Βάκτρα . | ||
| θεράπαιναν [ ] Ἀφροδίτας [ † † ὐμήναον ὦ τὸν Ἀδώνιον ὠς δὲ πάις πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι . . . |