θαυμαστὰ γὰρ τὸ τόξον ὡς ὀλισθάνει θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός εἰ δείν ' ἔδρασας , δεινὰ καὶ παθεῖν
ἀπρονοησίαν εἴρων ἐν ἑτέρῳ λέγει : Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός . Πλὴν καὶ πληθὺν εἰσήγαγον ἢ καὶ μοναρχίαν
5763991 ὁμιλητον
ᾧ οὐ δύναταί τις ὁμιλεῖν διὰ τοῦ θορύβου . οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀνυπόστατον . οὐχ ὁμιλητὸν θράσος ] ἀλόγιστος ὁρμὴ
πολεμίους θρασυνθῆναι . . . εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής
5552168 ὑποπτησσων
τῶν ἐκ τοῦ πολλοῦ δήμου εἷς , ἀεὶ τὸν προὔχοντα ὑποπτήσσων καὶ τὸν λέγειν δυνάμενον θεραπεύων , λαγὼ βίον ζῶν
ἀλλὰ ξένον αὐτῷ δοκεῖ τὸ πρᾶγμα , πένης ἄνθρωπος οὐχ ὑποπτήσσων , τὸ δὲ παριστάμενον ἐλευθέρως λέγων . μεμνήσεται δ
5538981 τρεμει
γίγνεται τὸ σῶμα , καὶ ὅλον ἀσθενές , καὶ κομιδῇ τρέμει , οἵ τε πόδες φέρειν σφαλλόμενοι τοῦτο ἥκιστα δύνανται
καὶ ὁ ἄριστος . Ἀνάσσειν : βασιλεύειν . Πεφρίκει : τρέμει , φοβεῖτε . Πόσιν : ἄνδρα . Μυκήσαιντ '
5449593 ἐντυχω
τε καὶ κατὰ σκότος ἔρημος : αἴ κα δ ' ἐντύχω τοῖς περιπόλοις , τοῦθ ' οἷον ἀγαθὸν ἐπιλέγω τοῖς
νεύματος ἀνηρτημένοι , ἀλλ ' ἤν που καὶ ὁδῷ βαδίζων ἐντύχω τινὶ αὐτῶν , ὥσπερ τινὰ στήλην παλαιοῦ νεκροῦ ὑπτίαν
5375360 ἐνεδωκα
ἐμὸς ὁ τὸν ἀγῶνα νικήσας . τοιαύταις οὖν ψυχαγωγίαις ἠπατημένος ἐνέδωκα τῷ παιδὶ συγκαλέσαι τοὺς φίλους εἰς ἐπινίκιον εὐωχίαν ,
τοῦ δήμου . Οὐκ εἶξα , οὐχ ὑπεχώρησα , οὐκ ἐνέδωκα , οὐκ ἐφοβήθην , οὐκ ἐξεπλάγην , οὐχ ὑποκατεκλίθην
5301942 ὁρῃ
ἔστι δὲ καὶ νοητή , καθ ' ἥν φαμεν νοῦς ὁρῇ καὶ νοῦς ἀκούει : ἄνευ γὰρ νοῦ οὐδὲ τῶν
ἀνταυγέει τὸ φῶς καὶ τὰ λαμπρὰ πάντα : τουτέῳ οὖν ὁρῇ τῷ ἀνταυγέοντι : ὅ τι δὲ μὴ λαμπρόν ἐστι
5223184 ὑπνωσσει
στροφῆς καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή
. μέλει ] φροντίς ἐστί μοι ὧν εἶπον . οὐχ ὑπνώσσει κέαρ ] οὐ καταραθυμήσει καὶ οἱονεὶ τοῦ φροντίζειν χαλάσῃ
5218816 αἱμασσεται
κείμενος ; λέγε . Αἵμων ὄλωλεν : αὐτόχειρ δ ' αἱμάσσεται . Πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰκείας χερός ; Αὐτὸς
τύλοι : οἴδημα τύλος ἡ νενεκρωμένη σάρξ * ὑπαιφοινίσσεται : αἱμάσσεται πυροῦται ὑπερυθραίνεται πολλὸν ὑπὸ σπείρης : ἀντὶ τοῦ ἐντὸς
5186189 ὑπεθηκε
τοξεύσας Ἰνδὸς καταφρονήσας προσέδραμε καὶ καταφέροντος αὐτοῦ πληγὴν ὁ Ἀλέξανδρος ὑπέθηκε τῇ λαγόνι τὸ ξίφος καὶ καιρίου γενομένου τοῦ τραύματος
. Μεταχεύεται : μετὰ ταῦτα δὲ πάλιν ἀναλαμβάνει , ὃν ὑπέθηκε χαλεπὸν καὶ θανάσιμον ἰὸν , μετὰ τῆς λύσσης ἀναῤῥοφῶν
5177944 ὑπομενει
ἄν . καὶ ὁ λόγος δὲ ὡσαύτως : οὐδὲν γὰρ ὑπομένει τῶν μορίων αὐτοῦ , ἀλλ ' εἴρηταί γε καὶ
: ὁ μὲν γὰρ ἄνθρωπος μουσικὸς γενόμενος ἄνθρωπός ἐστι καὶ ὑπομένει , τὸ δὲ ἄμουσον οὐχ ὑπομένει : οὔτ '
5147375 Γερων
στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει :
κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς
5145578 αὐως
προστιθέασι τὸ υ , τὸ ἀὴρ αὐὴρ καὶ τὸ ἄως αὔως λέγοντες . ἐπεὶ οὖν οὐ μόνον ἄτη , ἀλλὰ
υ , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀήρ αὐήρ , καὶ ἄως αὔως . ὅτε δὲ σύμφωνόν ἐστι μεταξὺ , οὐκέτι .
5109734 ἱμονιαν
ξύλ ' , οὐ σκάφην , οὐ τήγανον , οὐχ ἱμονιάν , οὐ λάκκον εἶδον , οὐ φρέαρ : οὐ
ἰσχία . ἴσθμιον Ἀττικοί , περιστόμιον ἢ φρεάτιον Ἕλληνες . ἱμονιάν Ἀττικοὶ λέγουσι καὶ τὸ καλώδιον . ἰλιγγιᾶν ἀντὶ τοῦ
5105832 ὑπακουει
ἀτρέμα ἔχει ἑαυτὴν οὐδὲ ἐπὶ τὸν κυναγωγὸν ἐπάνεισιν οὐδὲ ἀνακαλοῦντος ὑπακούει , ἀλλ ' ὑπὸ μελέτης τοῦ θεῖν ἐπὶ μηδενὶ
δὲ πολλοῖς διαδίδοται κατὰ μικρά , διὸ ταῦτα ταῖς ὥραις ὑπακούει , καὶ ἔτι δὴ καὶ μάλισθ ' ὡς εἰπεῖν
5080583 ἡψον
παῖδα κατακόψασαι καὶ τὰ κρέα ἐν λέβητι συνθεῖσαι ταῦτα μὲν ἧψον , Ἀηδὼν δὲ φράσασα πρὸς ἑαυτῆς γείτονα εἰπεῖν Πολυτέχνῳ
πάσται , ζωμοί , χόλικες . Πολφοὺς δ ' οὐχ ἧψον ὁμοῦ βολβοῖς * * * * * ἵν '
5074311 ἐγρηγοροτος
πάντα διαλογισμὸν καὶ πρᾶξιν ἐπὶ τὰ κάλλιστα τρεπομένην κατευθύνει καὶ ἐγρηγορότος καὶ ἐν ὕπνῳ . Διὸ καὶ περὶ σὲ διὰ
καὶ νοσηλεύειν τὸν τροφέα , καὶ καθεύδοντος μὲν ἡσυχάζειν , ἐγρηγορότος δὲ παρεστάναι , ἀσιτοῦντος δὲ τροφὴν μὴ προσίεσθαι .
5067660 ταραντινιδιον
πρὸς τὴν χρείαν τὴν παροῦσαν βρόχον ἀποφήνασα . τὸ δὲ ταραντινίδιον λεπτόν τε ὂν καὶ ἀσθενὲς ἐπεὶ μόνον ἐτάθη ,
γε μὴ κληθεὶς ἕωθεν ἔπιέ τε πάντων ὁρώντων καὶ λαβὼν ταραντινίδιον ἐκυμβάλισε καὶ προσωρχήσατο , ἀπολώλει ἂν ὡς οὐχ ἡδόμενος
5022413 ἐξεστην
: ὥς ς ' ἰδοῦς ' ἐν ὄμμασιν πανυστάτην πρόσοψιν ἐξέστην φρενῶν . οὐ σῖγ ' ἀφεῖσα τοὺς γυναικείους γόους
ἄνδρα περιφανῶς ὀκνεῖς ἰδεῖν ; Φρονοῦντα γάρ νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ . Ἀλλ ' οὐδὲ νῦν σε μὴ παρόντ
4992590 σερφῳ
“ οὐδὲ μύρμηκι ὁδός ἐστιν ” . οὐδ ' εἰ σέρφῳ : ὅτι ἐν Ὄρνισι τινὲς τὸ μέμνηται τοῦ σέρφου
Ὡς καταφρονῶν αὐτοῦ φησι . καὶ δωρίζειν πολλάκις ἐπιτηδεύουσιν . σέρφῳ : Σέρφος μύρμηξ πτερωτός . . ἀντὶ τοῦ εὐτελεῖς
4975802 κορεννυται
μέσος παρακείμενος κέκληγα καὶ κέκλαγα . . ΑΑΤΑΙ . Ἤγουν κορέννυται : ἄημι γὰρ τὸ ἐκπνέω , καὶ τὸ παθητικὸν
. ἐβουλιμίασαν ] εἶδος νοσήματος ὅταν τις πολλὰ ἐσθίων μηδέποτε κορέννυται . . ἐπείνασαν . κνέφας ] σκότος , νύξ
4971049 δινη
ἀέρος συστροφή . . καλλίων ἐστὶν ὁ δῖνος παρὸ ἡ δίνη : οὕτω καὶ ὁ φλήναφος παρὰ τὴν φληναφίαν καὶ
τῇ κυκλοφορίᾳ αὐτὸ τοῦτ ' ἀποδιδόναι : διίστησι γὰρ ἡ δίνη τά τε βαρέα καὶ κοῦφα δέον ἅμα εἶναι τὰ
4964856 βουβαλις
Τοιάδε καί : οὕτω καὶ ἡ στρουθοκάμηλος ποιεῖ ὡς ἡ βουβαλίς . Λιβύης πτερόεν βοτόν : τὸν στρουθοκάμηλον λέγει .
Τοιάδε καί : οὕτω καὶ ἡ στρουθοκάμηλος ποιεῖ ὡς ἡ βουβαλίς . Λιβύης πτερόεν βοτόν : τὸν στρουθοκάμηλον λέγει .
4963727 φαινολις
τὸ ὄνομα [ . ] : ἕσπερε πάντα φέρων ὅσα φαινολὶς ἐσκέδας ' αὔως : οἷον : περίφερέ σου καὶ
τὸ ὄνομα [ . ] : ἕσπερε πάντα φέρων ὅσα φαινολὶς ἐσκέδας ' αὔως : οἷον : περίφερέ σου καὶ
4952127 ἐκκλινῃς
ἰχθὺς ἁδρὸς πάρεστι : τἀντός ἐστι σά . κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι , καὶ τοῦτ ' ἐστὶ σόν , ἕως
ἰχθὺς ἁδρὸς πάρεστι : τἀντός ἐστι σά . κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι , καὶ τοῦτ ' ἔστι σόν , ἕως
4945934 ἐνδακων
ἐπειδὴ ἐγγὺς ἦσαν , ἐγκύψας καὶ ἐκτείνας τὴν κέρκον , ἐνδακὼν τὸν χαλινόν , μετ ' ἀναιδείας ἕλκει : ὁ
ἑάλω . καὶ ἐρωτώμενος ὑπ ' αὐτοῦ τὴν γλῶτταν αὑτοῦ ἐνδακὼν καὶ ἀποτεμὼν προσέπτυσε τῶι τυράννωι καὶ ἐν ὅλμωι βληθεὶς
4916510 ἀτρεμει
ἐμποιεῖ οὐδὲ ἔρχεται ἐφ ' ἡμᾶς , ἀλλὰ τὰ μὲν ἀτρεμεῖ , ἡμεῖς δέ ἐσμεν οἱ τὰς περὶ αὐτῶν κρίσεις
πάσχεις ; ἔφη : καὶ τί δή ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς ; καὶ ὁ ἐλέφας , κατὰ
4891728 φλεγομενος
θηλῆς τῷ στόματι . ἐνθουσιῶν δὲ ἐς μίξιν οἴστρῳ τε φλεγόμενος ἐμπίπτει τοίχῳ καὶ ἀνατρέπει , καὶ φοίνικας κλίνει ,
' ὑπὸ φαγόν : ὡς ἄν τις , φησί , φλεγόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου εἰς σκιὰν φηγοῦ παρέλθῃ , οὕτω
4872890 σφαδᾳζων
ἐμοῦ θησαυριζόμενος χαρίζεται τοῖς δολοφονηθεῖσι . ” τοιαῦτα ἀναπολῶν καὶ σφαδᾴζων ἐκαραδόκει τῆς εἱμαρμένης τὸ πέρας : καὶ τοῦ μὲν
οὗτος ἀτιμώρητος ἐκφεύγει πομπίλου φαγών . ἀχρεῖος οὖν γίνεται καὶ σφαδᾴζων , ἐπειδὰν φάγῃ καὶ ἐπὶ τοὺς αἰγιαλοὺς ἐκκυμανθεὶς βορὰ
4872484 ναυαγειν
περιτρέπεσθαι , ὀκεῖλαι , ἐξοκεῖλαι , καθέλκεσθαι , κατασπᾶσθαι , ναυαγεῖν , περιρρῆξαί που τὴν ναῦν , προσαράξαι , περιαράξαι
ἠρώτα : Σὺ ἀπέθανες ἢ ὁ ἀδελφός σου ; Σχολαστικὸς ναυαγεῖν μέλλων ᾔτει πινακίδας , ἵνα διαθήκας γράψῃ . Σχολαστικὸς
4857629 φλεγομενη
διψᾷ , ζητεῖ πηγήν , καὶ ὡς πίνει τῇ δίψῃ φλεγομένη , τότε ὁ ἄρρην ἐπιβαίνει αὐτήν . ἀναγκαζομένη γὰρ
αὐτός , ἣ δὲ τῷ πόθῳ τοῦ τέκνου τείρεται καὶ φλεγομένη οἰστρεῖται , καὶ βουλομένη λύσασα ἀπάγειν ἐμβάλλει τὰ κέρατα
4848293 ὑποφερει
τοῦ θεοῦ τὸ δοθὲν εἰς τὴν σάρκα ταύτην λύπην οὐχ ὑποφέρει οὐδὲ στενοχωρίαν . Ἔνδυσαι οὖν τὴν ἱλαρότητα τὴν πάντοτε
πολλὰ μὲν ξηρή , ἔϲτι δὲ [ καὶ ] οἷϲι ὑποφέρει βραχέα χολώδεα : πουλὺϲ πλάδοϲ . διαρρέει δὲ καὶ
4841975 ἡρεμα
: καὶ θὲς εἰς καινὸν ἀγγεῖον περίφιμον πάντοθεν , ὑπόκαιε ἡρέμα ἕως μεσασθῇ . Εἶτα θὲς τὸ πέταλον εἰς τὸ
ἀγαγών : ἀντὶ τοῦ ὦ ὦ : λαθραίαν , ὡς ἡρέμα βαδιζουσῶν αὐτῶν : † σίγα κρυπτὰν βάσιν αἰσθάνομαι :
4812686 ὀνειροπολει
φαντάζεσθαι , ὀνειρώττειν δὲ τὸ καθ ' ὕπνους συνουσιάζειν . ὀνειροπολεῖ ] ἐν τοῖς ὀνείροις φαντάζεται . ἴσθι , ὅτι
καὶ οὕτως ἱππάζεσθαι Θ ὃ νῦν κελητιᾶν καλοῦμεν . Θ ὀνειροπολεῖ θ ' ἵππους : κἀν τοῖς ὀνείροις ἵππους περινοεῖ
4804339 καταλιπῃ
πολλοὺς πρὶν ἂν ἐξ αὑτοῦ ποιησάμενος ἄλλον ἀνθ ' ἑαυτοῦ καταλίπῃ διάδοχον τῆς κολάσεως , οἱ μὲν ἕνα , οἱ
ἀναλαβὼν ταῖς τριήρεσιν ἀπαγάγῃ , μόνην δὲ τὴν ἰδίαν ἐκεῖ καταλίπῃ οὐχ ὡς Ἀριάδνην καθεύδουσαν , οὐδὲ Διονύσῳ νυμφίῳ ,
4799754 μινυρεσθαι
τῶν κουρέων . μινυρίζειν μὲν λέγουσι τὸ ἠρέμα προσᾴδειν , μινύρεσθαι δὲ τὸ θρηνεῖν : τὸ δ ' αὐτὸ καὶ
ἀλύω . παραστατεῖ ] ἔρχεται . ἀείδειν ] λέγειν . μινύρεσθαι ] κλαίειν . ἀντίμολπον ] τὸ ἐναντιούμενον πρὸς τὸν
4794443 ἐσκεπασμενος
περιέθετο . Γλαφυρῷ : βαθυτάτῳ , κοιλῷ . κεκαλυμμένος : ἐσκεπασμένος . Μορφήν : κατὰ τὸ εἶδος . ἀλίγκιος :
ποτὸν ἴσχῃ ζοφέης ] τῆς ἀφεγγοῦς , ζοφώδους κεκαλυμμένος ] ἐσκεπασμένος ἀφραδέως δὲ ἀντὶ τοῦ ἀγνοῶν ἀφραδέως ] κακοβούλως ,
4790357 ἐργαζηται
περὶ πᾶσαν ἐργασίαν ; Ναί . Ὅταν ἄρα τὰ αἰσχρὰ ἐργάζηται , ἑκοῦσα ἐργάζεται διὰ δύναμιν καὶ τέχνην : ταῦτα
κατὰ τῶν πτερυγωμάτων , ἵνα κατ ' αὐτῶν ἡ διόπτρα ἐργάζηται . δεῖ δὲ καθιέναι τὸν λωτὸν τῆς διόπτρας εἰς
4778135 ἐγηγερται
οὔτε κεῖται καθάπερ ἐν ἀστικῷ μειρακίῳ λιπῶσα , ἀλλ ' ἐγήγερται μὲν ὑπὸ τοῦ αὐχμοῦ , παρέχεται δὲ αὐχμηρὸν οὐδὲν
πᾶν καὶ τὸ ὑγρόν , καίτοι κατωφερῆ ὄντα , ὅμως ἐγήγερται καὶ ἕστηκε τὴν οὐχ ἑαυτῶν φυσικὴν στάσιν . οὕτως
4743850 ἐκκρεμαμενου
, προστάσσῃς , προστάττεις , - ττοις . ἐκπεπληγμένου ] ἐκκρεμαμένου , ἐβροντημένου , ἐκμανοῦς . , ἔκπληξιν ⌈ καὶ
: κατάντους γὰρ οὔσης τῆς κοτύλης καὶ μεγάλου βάρους αὐτῆς ἐκκρεμαμένου τοῦ παντὸς σκέλους , ἑτοίμως αὖθις ὁ μηρὸς ἐκστήσεται
4742863 ἐξιπταται
οὔτε τι εἰπεῖν οὔτ ' ἔρξαι δύναται . πολλάκις γὰρ ἐξίπταται ὁ νοῦς τῆς ψυχῆς , καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ
διαπνεῖ δὲ ἐπὶ πλεῖστον καταιγίζουσα τῷ τοῦ λόγου πνεύματι καὶ ἐξίπταται κουφιζομένη τῷ τῆς γλώττης πτερῷ . ταῦτά με τὰ
4741616 ὑπεικει
καὶ τῷ δακτύλῳ ὑπείκοντα ” , ἐπειδὴ οὐ πᾶν μαλθακὸν ὑπείκει τῷ δακτύλῳ . τῷ δὲ εἰπεῖν “ τὰς κρίσιας
ἀθάνατος ἀλλὰ θνητός : ἐπειδὴ οὖν τῇ σῇ προστάξει πάντα ὑπείκει καὶ φρίττει καὶ τρέμει ἀπὸ προσ - ώπου δυνάμεώς
4738869 ἀμνημονει
, τῶν δ ' ἄλλων ὅσα κατὰ τὸν σωματικὸν ὄγκον ἀμνημονεῖ δήπου . κἂν ἐμποδίζωσιν αἱ αἰσθήσεις πρὸς τὴν ἀκριβῆ
. } Δούλῳ γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύειν φοβοῦ . ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ . ἐλευθέρως δούλευε : δοῦλος
4734135 τυφλα
τυφλὰ τίκτει : παρὰ τὴν παροιμίαν “ ἡ κύων σπεύδουσα τυφλὰ τίκτει ” . Γ ὁ νοῦς τοιοῦτος : ὡς
ἐρῶντες μένοντες μάχεσθε . μῶρον γὰρ τὸ κρατεῖν βουλομένους τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα ταῦτα ἐναντία τάττειν
4733490 συμμυει
παύονται , τὰ δὲ ἵστανται : τὰ δὲ χλωρὰ λίαν συμμύει καὶ ἐνέχεται ἐν τοῖς ὀδοῦσι τὰ πρίσματα καὶ ἐμπλάττει
εἰσέλθῃ τι δάκνει αὐτὴν ὥσπερ σημαίνων , ἣ δὲ δηχθεῖσα συμμύει . καὶ οὕτως τὸ ἀποληφθὲν ἔνδον κατεσθίουσι κοινῇ .
4733185 γαμῃ
τοῦ τέγους τὸν κέραμον αὐτοῦ χαλάζαις στρογγύλαις συντρίψομεν . κἂν γαμῇ ποτ ' αὐτὸς ἢ τῶν ξυγγενῶν ἢ τῶν φίλων
θεοῖς θύειν , ὅταν γυναῖκα κατορύττῃ τις , οὐχ ὅταν γαμῇ . ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς .
4732749 ἀγχομενος
καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ πελιδνὰ , καὶ ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος : ἐνίοτε καὶ τὴν χροιὴν μεταβάλλει , καὶ ἐκ
αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ
4725827 ὑπερορωντων
μῦν οὐκ ἀλεγίζει : ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ καὶ φαῦλα ὑπερορώντων ⋮ Λόγος τίς ἐστιν , ἐλέφαντα μὴ πρότερον πίνειν
ἑκατὸν ἱππέας καὶ προαγαγὼν ὑπὸ τὸ τεῖχος ἔστησεν ἀτρεμεῖν , ὑπερορώντων αὐτοὺς ἐς πολὺ τῶν πολεμίων ὡς ὀλίγους τε καὶ
4698450 ἀποστραφεισα
ἀποστραφήσονται ὧδε . „ κατὰ γὰρ τὸν δειχθέντα τέταρτον ἀριθμὸν ἀποστραφεῖσα τοῦ διαμαρτάνειν ἡ ψυχὴ κληρονόμος ἀποδείκνυται σοφίας . πρῶτος
ἐπισυναγούσης τὰ ὑγρὰ καὶ μέλανα ποιούσης καὶ μάλισθ ' ὅταν ἀποστραφεῖσα ᾖ ἡ λαμπρύνουσα τὰ οὖρα χροιά . Τοῦτο δὲ
4696734 συντεινας
Οὐκοῦν ὅ γε νοῦν ἔχων πάντα τὰ αὑτοῦ εἰς τοῦτο συντείνας βιώσεται , πρῶτον μὲν τὰ μαθήματα τιμῶν , ἃ
, κατασείων τὰς χεῖρας καὶ μένειν ὑποσημαίνων ἐβοηδρόμει . καὶ συντείνας ἄσθματος πλήρης ” ἐπεσφράγισθε ” εἶπε „ καὶ τὰς
4689531 ὑγιαινει
ἢν μὴ μεγάλα ᾖ τὰ ἕλκεα , μελεδαινομένη ἐν τάχει ὑγιαίνει . Χρὴ δὲ τὴν μελέτην ἀτρεκέως ποιέεσθαι ἑλκέων τῶν
ἀντιφάσεις ποιητέον , ἔοικεν ἐξ ἀρχῆς ἐν τοῖς παραδείγμασι τὸ ὑγιαίνει ῥῆμα διαλῦσαι εἴς τε τὴν ὑγιαίνων μετοχὴν καὶ τὸ
4683591 πεπηρωμενος
φαντασίαν οὐχ οἷός τε ὢν δέξασθαι , τὰ ψυχῆς ὄμματα πεπηρωμένος , οἷς μόνοις αἱ ἀσώματοι καταλαμβάνονται φύσεις , οὐδὲ
„ ” ἆρα , ” ἔφη „ ὦ Δάμι , πεπηρωμένος τὴν χεῖρα ὑπὸ πληγῆς τινος ἢ νόσου ; „
4682785 στεγανος
τὸν Πλάτωνα γοητεύσας . ἔπειτα ἂν μὲν ἀγαθὸν πύθῃ , στεγανὸς εἶ καὶ Ἀρεοπαγίτου σιωπηλότερος , ἐὰν δέ τινος κακοῦ
α : καὶ τοῦ π εἰς φ , σφαδάζω . στεγανὸς ὁ σκεπασμένος : λέγεται δὲ στεγανὸν καὶ τὸ στεγνότερον
4677579 σκληρυνει
παρὰ τὸ ἔθος , καὶ ὕπαιθρος εὐνὴ παρὰ τὸ ἔθος σκληρύνει τὸ σῶμα . Ἀτὰρ καὶ τὰ τῶν τοιῶνδε πάντων
Τὰς ἐπαυξέας νόσους μίξις ψύχει : ψύξις τὰς κάτω κοιλίας σκληρύνει . Ἐπαυξέας νόσους λέγει ὁ Ἱπποκράτης τὴν γενομένην ἐν
4670185 καθειρξις
. εἰρημένον ] προσταγὲν αὐτῶι . δεσμὸς ] ἤγουν ἡ κάθειρξις . γῆρας ] οὐ μόνον νεότητα ἀλλά . νήστιδες
οὐκ ἐν χρήσει . γίνεται δὲ ἐξ αὐτοῦ καθεῖρξε καὶ κάθειρξις . Πράττω τὸ ἐνεργῶ . πράττω δὲ καὶ τὸ
4668577 ὑπνωσεν
, χολώδεα . Ἐνάτῃ ψύξις : παρελήρει πουλλά : οὐχ ὕπνωσεν . Δεκάτῃ , σκέλεα ἐπωδύνως : πάντα παρωξύνθη :
Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν κόφινον τῶν σύκων ὕπνωσεν κοιμώμενος ἔτη ἑξηκονταέξ : καὶ οὐκ ἐξυπνίσθη ἐκ τοῦ
4665969 βουλωμαι
ἂν ἐγὼ ἀποσπάσαι παράσχω καὶ ἔχειν , ἐς ὅσον ἂν βούλωμαι ἀνοίγειν τε ὁ τοιοῦτος πᾶσαν θύραν δύναται καὶ ὁρᾶν
ἐμοὶ δὲ μὴ λαμβάνοντι οὐκ ἀνάγκη διαλέγεσθαι ὧι ἂν μὴ βούλωμαι ; ἢ τὴν δίαιτάν μου φαυλίζεις ὡς ἧττον μὲν
4659290 πειρητιζων
ἔρον ἕντο , τοῖς δ ' Ὀδυσεὺς μετέειπε , συβώτεω πειρητίζων , ἤ μιν ἔτ ' ἐνδυκέως φιλέοι μεῖναί τε
αἰὲν ἔφυδρος . τοῖς δ ' Ὀδυσεὺς μετέειπε , συβώτεω πειρητίζων , εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι ἤ τιν
4653877 σπαρτος
διὰ τρηματίου προσφερομένης σπάρτου βάρος ἐχούσης : ὅταν γὰρ ἡ σπάρτος ἠρεμοῦσα ἐπιψαύουσα φαίνηται τῆς κατὰ διάμετρον γραμμῆς , ἢ
σπάρτου τῷ Μ σημείῳ βάρος ἐχούσης σφαιρικόν , ὅταν ἡ σπάρτος ἠρεμοῦσα ἐπιψαύῃ καὶ τοῦ Ν , τότε καὶ ὁ
4650219 ταραχθησεται
παρασκευάζωνται , τοῦτο ποιοῦσι . στροβήσεται δὲ , ἀντὶ τοῦ ταραχθήσεται . Εὐριπίδου . . ταραχθήσεται . . ὑψιλόφων τε
καὶ φόβοις περιπεσεῖται . Αἰγοκέρωτι μετὰ μοίρας θ εὐπλοήσει , ταραχθήσεται δὲ τὴν ψυχήν . Ὑδροχόῳ βραδυπλοήσει , σω -
4646693 περιπεσουσα
τινὲς παρ ' αὐτῷ : τῶν γονάτων αὐτοῦ λαβομένη καὶ περιπεσοῦσα τέως μὲν ἔκλαιε φωνὴν οὐδεμίαν προϊεμένη , ἔπειτ '
χειμὼν Δάφνιδι καὶ Χλόῃ τοῦ πολέμου πικρότερος : ἐξαίφνης γὰρ περιπεσοῦσα πολλὴ χιὼν πάσας μὲν ἀπέκλεισε τὰς ὁδούς , πάντας
4645882 δολομητα
οἱονεὶ περιυβρίζουσάν τε καὶ παίζουσαν : τί πτώσσεις καὶ κρύπτῃ δολομῆτα , καὶ τὰ ἑξῆς . Μυθεῖσθαι : λέγειν .
τὸν δ ' αὖτις ἀμείβετο καρτερὸς Αἴας : Ὦ Ὀδυσεῦ δολομῆτα καὶ ἀργαλεώτατε πάντων , οὔ νύ ς ' ἐκεῖς
4645682 ἀναγετ
ἄλλους δανειστὰς πεπραγμένα παραβάλλοντος , ἀλλ ' ἐπὶ τὴν συγγραφὴν ἀνάγετ ' αὐτὸν καὶ τὰ ἐκ τῆς συγγραφῆς δίκαια .
δυσποτμώτερα ; τέθνηκ ' ἀδελφὴ σὴ δυοῖν παίδοιν μέτα . ἀνάγετ ' ἀνάγετε κωκυτὸν ἐπὶ κάρα τε λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν
4642831 ἰλιγγιᾳ
πρὸς τὴν θάλασσαν , οὕτω καὶ ὁ δῆμος ναυτιᾷ καὶ ἰλιγγιᾷ ἀφορῶν πρὸς τὰ πράγματα . καὶ τοῖς συναντῶσιν ἐρωτώμενοι
κυβερνήτης ὅπως χρὴ σώζειν τὴν ναῦν πολλάκις ἤδη σεσωκὼς , ἰλιγγιᾷ δὲ ὁ κρείττων ὑπὸ τοῦ χείρονος , κιχάνῃ δὲ
4636766 ἀκρις
καθίπταται τῶν πυρῶν , καὶ νέμεται τούτους , καθάπερ ἡ ἀκρίς . τῆς δὲ Καρίας ἐν Πηδάσοις ὁ σκορπίος οὗτος
καὶ τοὐναντίον . οὐ σκνίπες , οὐ κυνόμυια , οὐκ ἀκρίς , ἣ καὶ φυτὰ καὶ καρποὺς καὶ ζῷα καὶ
4636302 προσεπιπτε
. καὶ ἐπὶ τῆς ὁράσεως οὖν , εἴπερ ἔξωθεν αὐτῇ προσέπιπτε τὰ κινήσοντα αὐτὴν σώματα , καὶ μὴ αὐτὴ ἐξαπέστελλέ
ἐπεὶ ἀφανὴς ἦν ὁ Ἀπόλλων , ἐπεφάνη μὲν οὔ , προσέπιπτε δὲ αὐτῷ ἡ βοή . μετάλλασέν τέ νιν :
4633447 ψαιρει
δὲ καὶ ἐνταῦθα ἡ λέξις αὕτη . . γράφεται καὶ ψαίρει . κυρίως δὲ ἡ λέξις ἐπὶ τῶν λαιφῶν τῶν
ἵστατο ἀλλ ' εἰς ἀέρα ἐφέρετο , διὰ τοῦτο τὸ ψαίρει τὸν λευρὸν οἷμον τοῖς πτεροῖς εἶπεν . ἴσθι δ
4632510 ἀνασπασῃ
ὅταν ἐμπαγῇ εἰς τὰ μαλάγματα καὶ τὰς ῥυτὰς σανίδας καὶ ἀνασπάσῃ τὰ καλῴδια , πολλὰ ἀποσπᾶν αὐτῶν δύναται . πάντων
πολλὴ μηχανὴ λυτήριος : ἀνδρὸς δ ' ἐπειδὰν αἷμ ' ἀνασπάσῃ κόνις ἅπαξ θανόντος , οὔτις ἔστ ' ἀνάστασις .
4617577 σιγωντος
λέγειν . τὸ γὰρ σιγῶντα δύναται νοεῖσθαι καὶ ἐπὶ τοῦ σιγῶντος ἀνθρώπου καὶ ἐπὶ τῶν σιγωμένων πραγμάτων . δύναται τὸ
: Εὐτυχία γὰρ ἀνδρὶ τὸ ἐν ἔργοις εἶναι . Στόματος σιγῶντος θεὸς ἔκδικος . Ἑρμηνεία . Ἐπιείκειαν ὁ τῇ φρονήσει
4611754 πληγη
ἐὰν δὲ παραλλάξωσι καὶ μὴ κατασπῶσιν ὁμοίως , ἀσθενής : πληγὴ γὰρ οὕτως , ἐκείνως δ ' ἀφαίρεσις . ἔστι
ὀσφραίνονται προσενεγκόντες . οὕτω , φησὶν , ἥψατό μου ἡ πληγὴ , ὃν τρόπον ἅπτεται κάρφος μυκτῆρος . οὔκουν ἀνύσεις
4609577 ἐπεκαυθη
δὲ ἦν ἀσώδης , καὶ καρδιαλγικός : διψώδης : γλῶσσα ἐπεκαύθη : οὖρα λεπτὰ , μέλανα . Δευτέρῃ , ὁ
, ὀσφύν : ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς : γλῶσσα δὲ ἀρχομένῳ ἐπεκαύθη : κώφωσις αὐτίκα : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν : διψώδης
4592580 ἀνειλκον
σχοινίων Γ : ἀντιλάβοιτο . Γ σχοινίοις γὰρ αὐτὴν καταχωσθεῖσαν ἀνεῖλκον . Γ μὴ λαβεῖν ποτ ' ἀσπίδα Γ :
ἐτιτρώσκοντο . ἄλλοι μὲν ἀνέσπων τὰ πρυμνήσια , ἄλλοι δὲ ἀνεῖλκον τὰς ἀποβάθρας , ἄλλοι δὲ ἀγκύρας ἀνιμῶντο : πάντων
4590588 Κασανδρα
Ἀλέξανδρος τῆς Τροίας τόπων ἀπέπλει καὶ παραυτίκα , φησὶν ἡ Κασάνδρα ἤρξατο λέγειν * . ἐνταῦθα ἀπάρχεται τῆς διηγήσεως καί
, κἂν ἔχωσι προπύργιον τὸν Ἕκτορα . εἶτα ἑαυτὴν ἡ Κασάνδρα παρηγορεῖ καί φησιν : ἀλλ ' ἔστιν ἡμῖν βοηθὸς
4587370 συρειν
? [ ποτ ' ] ὀφείλεις ? ? ? ? σύρειν ? ? | εἰς ζῴου [ ] ? φύσιν
Ἀγαύην : σύρειν δ ' αἰνομόροισιν ἐβώστρεεν οἷς ἑτάροισι , σύρειν τε κλείειν τε , χορόν τ ' ἐλάασκε γυναικῶν
4580295 βρυκον
] μέθυσον ἦκα ] ἡσύχως , ἡρέμα βιησάμενος ] βιαζόμενος βρῦκον : τὸ μεμυκὸς στόμα : συνερείδει γὰρ τοὺς ὀδόντας
οἱονεὶ ἄνοιξον βρῦκον ] τὸ μεμυκός , ἢ τὸ βρῦχον βρῦκον ] τρίζον ὀχλίζοις ] διάνοιγε ἀνοχλίζων μὲν τὴν ἄνω
4580150 προϊδων
δὲ προϊδεῖν ἦν τότε , σοφώτερος ἂν ἦν ἡμῶν ὁ προϊδών ; Τὸ ποῖον δὴ λέγεις ; Εἰς τὸ γεγονὸς
θαλάσσης κατέπηξαν , ὥστε δεινὸν ἦν προσπλεῦσαι , μὴ οὐ προϊδών τις ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν . ἀλλὰ
4573074 ἁπτεται
ἔχει , πρὸς ἀνιαροτάτας συμφοράς : ὅσα γὰρ ἀνθρωπίνων σαρκῶν ἅπτεται θηρία , μηδενὸς ἀνείργοντος , ἐπιφοιτᾷ καὶ εὐωχεῖται τῶν
τοῦ κρατῆρος οὐκέτι ; καὶ γὰρ τούτου παραπλησίως ἀεί τι ἅπτεται , ἡ διαφορὰ δὲ ἐν τῷ σχήματι μόνον ἐστί
4572084 γνωρισασα
ἡ Ἀνθία ἐξεπλάγη τοῦ λόγου , μόγις δὲ ἀνενεγκοῦσα καὶ γνωρίσασα περιβάλλει τε αὐτοὺς καὶ ἀσπάζεται καὶ σαφέστατα τὰ κατὰ
: ὁ δὲ μίτραν κόμης ἄπο ἔρριψεν , ὥς νιν γνωρίσασα μὴ κτάνοι τλήμων Ἀγαυή , καὶ λέγει παρήιδος ψαύων
4565951 λαβη
πολὺ μέρος εἴργαστο καθάπερ ταῖς ἄλλαις φορμορραφίσιν , ἡ δὲ λαβὴ ἦν κοίλη ὥσπερ στυρακίον ἢ . . . .
ἐν τῷ περὶ Ἀναδιπλασιασμοῦ . Μυκήνη . μύκης ἐστὶν ἡ λαβὴ τοῦ ξίφους , καὶ ἀπὸ τοῦ μύκητος τοῦ ξίφους
4558881 ῥαϊσας
τηνικαῦτα ἀσθενῶν , ᾧ δὴ μάλιστα ἐβλαπτόμην . ἐπεὶ δὲ ῥαΐσας τὸν ἅπαντα ἤκουσε λόγον καὶ ὡς χειμαζοίμην , δυοῖν
αὐτόν . ἐνοσήλευσα ἐξενοσήλευσα . καὶ ἀνασφήλας , ἀνενεγκών , ῥαΐσας ἀναρραΐσας , ἐξαναστάς , ἀναβιούς . εἴποις δ '
4553946 ἐμφυτα
ταῦτα τοῖς τότε Ἀθηναίοις πάτρια οὐδ ' ἀνεκτὰ οὐδ ' ἔμφυτα , οὐδ ' ἐδυνήθη πώποτε τὴν πόλιν οὐδεὶς ἐκ
' ἐπειδήπερ ταῖς μὲν κατὰ φύσιν καὶ προσηκούσαις πέψεσι τὰ ἔμφυτα καὶ φυσικὰ ἀπογεννᾶται πνεύματα , ταῖς δ ' αὖ
4552424 ἀλγυνει
γάρ , ὥσπερ ἡ παροιμία , πόνος μονωθεὶς οὐκέτ ' ἀλγύνει βροτούς . πέλας δὲ ταύτης δεινὸς ἵδρυται Κράγος ἔνθηρος
τὸν τυγχάνοντα . ἀλγύνει ] εὑρεθείς τινι ἀλγύνει ἐκεῖνον . ἀλγύνει ] λυπεῖ . θ ἀλγύνει ] λυπεῖ ἕτερον .
4549102 ἀθυμησει
' αὐτῶν . εἰ δὲ κεκακωμένος ἐστί , λυπηθήσεται καὶ ἀθυμήσει , καὶ μάλιστα ἐὰν ἐπίκεντρος ᾖ . Εἰ δὲ
ποιεῖ , καὶ ἐὰν τύχῃ πράσσων ἀπραγήσει καὶ ταραχθήσεται καὶ ἀθυμήσει καὶ νοσήσει , καὶ κρίσεις ποιεῖ καὶ βίας καὶ
4540991 ἐξαλλεται
αὐτοῦ τίθησιν : ὁ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή
τῷ λίθῳ : ὃ δὲ οἷα βαρούμενος καὶ μὴ φέρων ἐξάλλεται , καὶ ἀνέῳγεν αὖθις τῷ προειρημένῳ ἡ φίλη ὑποδρομή
4540251 κεχηνως
εὐτραφεῖς λαρινοὺς καλεῖ : λαρινεύειν γὰρ τὸ σιτεύειν . Λάρος κεχηνώς : ἐπὶ τῶν ἁρπακτικῶν καὶ κλεπτῶν . Λακωνικὰς σελήνας
ῥῆμα προῖκα εἰπών , πρὸς λῆμμα βλέπων , πρὸς ἀργύριον κεχηνώς , μηδὲν μέρος ἔχων ἄπρατον , εὔωνος , ῥᾴδιος
4537076 φιληματα
ὦ βούτα , συγκάτθανε δῶρα τὰ Μοισᾶν , παρθενικᾶν ἐρόεντα φιλήματα , χείλεα παίδων , καὶ στυγνοὶ περὶ σῶμα τεὸν
κόρον , καὶ οὐδέν ἐστιν , ἐὰν ἐξέλῃς αὐτοῦ τὰ φιλήματα : φίλημα δὲ καὶ ἀόριστόν ἐστι καὶ ἀκόρεστον καὶ
4533070 λυκοψιαν
ξίφει : ἀπὸ κοινοῦ τὸ παμφαλᾶται καὶ ψηλαφᾶται καὶ ψηλαφᾷ λυκοψίαν κνεφαίαν . καὶ ταῦτα μὲν οὕτως , ἡ δὲ
γρώνας , οὖσα καὶ τυκίσματα σὺν Ὀρθάγῃ τε κρίμνα καὶ λυκοψίαν μόνον νέοις ἱδρῶτα , μωρὲ Λυκόφρον , οὐδὲν ἄλλο
4527710 ἁλισκεται
, ὁ δὲ εἷς ὧν αὐτὸς ἐκτήσατο . διώκων οὖν ἁλίσκεται ὑπὸ τριήρους καὶ κατήχθη εἰς Αἴγιναν , καὶ ἐκεῖ
ἀκρασίαν εἰσὶν ἀκρατεῖς . ὡς γὰρ τὰ ἀσθενῆ σώματα ῥᾳδίως ἁλίσκεται ὑπὸ τῶν παθῶν καὶ ἡττᾶται , οὕτω καὶ αἱ
4525680 πλανηθεισα
ἡ οὖν Δημήτηρ περιῄει ζητοῦσα τὴν Κόρην , καὶ πολλὰ πλανηθεῖσα ἦλθεν ἐν τῇ Ἀττικῇ . ἐλθοῦσα δὲ τὸν μὲν
ἀποροῦσαν καὶ σκεπτομένην καὶ ζητοῦσαν αὐτὴν ἰδὼν εὐλαβεῖται , μὴ πλανηθεῖσα δια - μάρτῃ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ . πάνυ τεθαύμακα
4524361 ἡττηται
βίου κατασκευάζειν . βραχύ μοι στόμα πάντ ' ἀναγήσασθαι : ἥττηταί μοι , φησί , τῶν Ἀργείων ἀνδραγαθημάτων ὁ λόγος
βίου κατασκευάζειν . βραχύ μοι στόμα πάντ ' ἀναγήσασθαι : ἥττηταί μοι , φησί , τῶν Ἀργείων ἀνδραγαθημάτων ὁ λόγος
4524047 σκηπτομενος
ἔρχεται . ὁ τοίνυν τιθασὸς ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖ , δεδιέναι σκηπτόμενος : ὁ δὲ ἔπεισι γαῦρος , οἷα δήπου κρατῶν
οὗτος ὁ τρόπος Θεοδώρου : ἀλλὰ μὴ ἀναδύου τὰ ὡμολογημένα σκηπτόμενος παίζοντα λέγειν τόνδε , ἵνα μὴ καὶ ἀναγκασθῇ μαρτυρεῖνπάντως
4523755 ἱπταμενος
καὶ ἐπὶ τῶν πτερῶν ὁμοίως , ὅτι ἀναπαυόμενος ἵπτατο καὶ ἱπτάμενος ἀνεπαύετο . Τοῖς δὲ λοιποῖς θεοῖς δύο ἑκάστῳ πτερώματα
ποιεῖ ἄκρως . Λαμπυρὶς σκώληξ ἐστὶ πτερωτός , τῷ θέρει ἱπτάμενος : καὶ λάμπει ὥσπερ ἀστὴρ τὴν νύκτα . ἔχει
4523710 ῥηξαι
ἄλλων καταδήσειεν ἢ τὸ στόμα ἀποφράξειεν , ὡς μηδὲ φωνὴν ῥῆξαι δύνασθαι , γένοιτ ' ἂν ὄφελος ἐκ τῶν συνοικούντων
. ἀπὸ τῆς ψύξεως ἐγένετο πνεύματα , ὀφείλοντα τῇ διατάσει ῥῆξαι . ἔστι δὲ καὶ βηχῶδες τὸ ψυχρὸν , καὶ
4523685 ὑλακτει
ὑπερφιάλοισι μιγῆναι ὕστατα καὶ πύματα : κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει . ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα ἄνδρ
Αἴσωπον ἀπὸ δείπνου βαδίζονθ ' ἑσπέρας θρασεῖα καὶ μεθύση τις ὑλάκτει κύων . κἄπειτ ' ἐκεῖνος εἶπεν : “ ὦ
4518707 δακνῃ
δίαιτα χρηστὴ ἔστω , ὡς μὴ τὸ οὖρον δριμὺ γενόμενον δάκνῃ τε καὶ ἐρεθίζῃ τὰ ἕλκη . Παρηγορεῖν δὲ καὶ
. Οὕτω δὲ ἰσχυρά ἐστιν , ὥσθ ' ὁπόταν τι δάκνῃ , τιτρώσκει οὐκ ἀνθρώπου δέρμα μόνον , ἀλλὰ καὶ
4516598 κἠπειτα
λέγειν , τήνωι κυδάζομαί τε κἀπ ' ὦν ἠχθόμαν . κἤπειτα πολλὰ καταφαγών , πόλλ ' ἐμπιὼν ἄπειμι : λύχνον
καὶ Σώφρων δ ' ἐν τῇ ἐπιγραφομένῃ Νυμφοπόνῳ φησίν : κἤπειτα λαβὼν προῆχε , τοὶ δ ' ἐβάλλιζον . καὶ
4514702 ἀσκεπτως
ποιεῖ κινεῖσθαι . ἁρπάζει ] ἤγουν κινεῖ . ἁρπάζει ] ἀσκέπτως κινεῖ , βιαίως ποιεῖ κινεῖσθαι . Ξ ἢ εἰ
ὁ διὰ τὸ γῆρας σώφρων καὶ φρόνιμος . τοιγαροῦν οὐκ ἀσκέπτως μετ ' αὐτῆς ἔξεισιν , ἀλλ ' ἐρημίαν παραφυλάξας
4511882 κλαται
καὶ γὰρ ξύλον , εἰ μὴ εἴκει τῷ τέκτονι , κλᾶται , καὶ κάμνων μὴ πειθόμενος ἰατρῷ , ἀπόλλυται .
κλαίω : παρὰ τὸ κλῶ , οὗ παράγωγον κλαίω : κλᾶται γὰρ ἡ τῶν ἀνθρώπων φωνὴ ἐν τῷ τοῦτο πάσχειν
4500810 ποθουσα
γὰρ κεκλήσῃ γυνή . κἀκείνη περιβλέψασα πάντας ἀπῄει δακρύουσα , ποθοῦσα τὸν Ζαριάδρην ἰδεῖν : ἐπεστάλκει γὰρ αὐτῷ ὅτι μέλλουσιν
οὐδὲν κέρδος ἐν τοῖς κακοῖς ἡ σιωπή : ἡ γὰρ ποθοῦσα : ἡ γὰρ καρδία ἐπιζητοῦσα πάντα ἀκούειν δαπανᾶται :
4498715 ἡσυχως
οἱ κινοῦντες τὰς κεφαλὰς καὶ τὰ δόρατα , καὶ μὴ ἡσύχως ἀπιόντες καὶ τὸ ὅλον ἀτρόμως , οὐκ εἰώθασιν ὑπομένειν
θεάσῃ . Αὕτως : μάτην , οὕτως , ἀπράκτως , ἡσύχως . ἀτρομέοντα : χάζοντα , ἀκινητίζοντα . λάθρη :
4498077 λιπῃ
γ ' οὔτι βίης μεθίησιν ἄεθλον , ὄφρα ἑ τεθνηῶτα λίπῃ ψυχή τε καὶ ἀλκή . δὴ τότε μιν προπεσόντα
πυρὸς μένει ἔνδοθεν ὕδωρ : εἰ δέ τις ἐν ψυχρῇσι λίπῃ κονίῃσι λέβητα , παφλάζει κρατεροῖο κυκώμενον ἔνδοθι χαλκοῦ .

Back