ὦ βούτα , συγκάτθανε δῶρα τὰ Μοισᾶν , παρθενικᾶν ἐρόεντα φιλήματα , χείλεα παίδων , καὶ στυγνοὶ περὶ σῶμα τεὸν | ||
κόρον , καὶ οὐδέν ἐστιν , ἐὰν ἐξέλῃς αὐτοῦ τὰ φιλήματα : φίλημα δὲ καὶ ἀόριστόν ἐστι καὶ ἀκόρεστον καὶ |
ἐκφυγόντεςὡς μὲν γὰρ ἐν θεάτρῳ κλωσμὸς συριττόντων , καταμωκωμένων , ἄμετρα χλευαζόντων , ὡς δὲ ἐν εἱρκτῇ πληγαὶ κατὰ τῶν | ||
ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ μετρίῳ ὄντι φίλον ὑπάρχει , τὰ δὲ ἄμετρα οὔτε ἀλλήλοις οὔτε τοῖς συμμέτροις δύναται ἐφαρμόσαι . Εἰσὶ |
καὶ στωμύλματα , χελιδόνων μουσεῖα , λωβηταὶ τέχνης , ἃ φροῦδα θᾶττον , ἢν μόνον χορὸν λάβῃ , ἅπαξ προσουρήσαντα | ||
καὶ κενὸς ἤδη τοῖς ἐναντίοις ὁ πόλεμος ἦν καὶ πάντα φροῦδα ὥσπερ ἐκ ναυαγίας τινὸς ὡς ἀληθῶς . ὥσθ ' |
αὐαίνονται , καθάπερ καὶ τῶν μὴ ὁμογενῶν τὰ ὁμοβλαστῆ καὶ σύντροφα γενόμενα ἀλλήλοις ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἀναδενδράδος ἐλέχθη καὶ τῆς | ||
: πᾶσα δ ' εὔμορφος γυνὴ ἐρῶσα φοιτᾷ τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια , ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη |
μεγάλων πέρι ; . Λάχεσι μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα . ἐνδύματα ἀμόργινα . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου | ||
παρθενίων ὑγρὰ λάφυρα πόθων , σάνδαλα καὶ μαλακαί , μαστῶν ἐνδύματα , μίτραι , ὕπνου καὶ σκυλμῶν τῶν τότε μαρτύρια |
ἔχουϲι κατὰ ϲκληρότητα καὶ μαλακότητα , τὰ δὲ περὶ τὰ ϲτέρνα θερμότερα μᾶλλον ἔχουϲιν , ὃ δὴ καὶ τοῖϲ θυμωθεῖϲιν | ||
μηροὺϲ καὶ πήχειϲ καὶ βραχίοναϲ καὶ νῶτα καὶ πλευρὰϲ καὶ ϲτέρνα τῷ πηλῷ τῆϲ γῆϲ ταύτηϲ χριόμενοι ϲαφῶϲ ὠφελοῦντο . |
ψήφους . ὧν ὁ τὰ παλαιὰ καινῶς καὶ τὰ καινὰ παλαιῶς ἐπαγγελλόμενος διδάσκειν λέγειν νῦν οὔτε τὰς ἀρχαίας πράξεις οὔτε | ||
μεγάλως εἰπεῖν τὰ δὲ μεγάλα σμικρῶς καὶ τὰ μὲν καινὰ παλαιῶς τὰ δ ' αὖ παλαιὰ καινῶς . [ , |
! ! ! ! ? ποτοῦ ] μεμεθύσμεθα [ ] κοὐκέτι φρονοῦμεν , ὁ δ ' ἔρως ἐμὲ πυρίναις [ | ||
πλεξάμενος ἄρκυς , [ καὶ κύνα τιν ' εἶχεν ] κοὐκέτι κατῆλθε πάλιν οἴκαδ ' ὑπὸ μίσους . Οὕτω τὰς |
ἦν καὶ τερπνόν ; ὅτι μὲν δρακόντων ἦν ἔφοδος καὶ νεογνὰ τὰ βρέφη δύο εἶδε καὶ ἐδυσφόρει μήποτε ἀπόλωνται . | ||
νέων τὴν βληχὴν ἔθηκεν . ὥσπερ , φησί , τὰ νεογνὰ οὐδέπω τὴν φωνὴν ἔναρθρον ἔχοντα ἀπαγόμενα πρὸς τῶν πολεμίων |
' οἶκον ] αὔξων οὔτε ? [ πρὸς κέρδος βλέπων πρόθυμα ἔπρασσε δοῦλος ὢν ἀπον˘ ? ? ? ? [ | ||
μέσον πέδον ἔστη , γέλων δ ' ἔθηκε συνδείπνοις πολὺν πρόθυμα πράσσων : ἔκ τε γὰρ κρωσσῶν ὕδωρ χεροῖν ἔπεμπε |
ἔνιοι θρήνιαν φασὶ καὶ πληθυντικῶς τὰ θρήνια , τὰ δὲ σίμβλα αὐτῶν ἐνθρήνια . τενθρηδὼν ζῷον ἐμφερὲς μελίττῃ . τερηδὼν | ||
ὅτε γαυλίδα πλήθει καὶ βότρυς ἡμερίδων θλίβων ἐπιλήνια χαίρει , σίμβλα μελισσάων ὅτε λείρια κηρία βρίθει . χείματι δ ' |
καὶ τὸ πάθος ἐκτραγῳδεῖ : καὶ τὰ ἄλλα τοῖς Ἕλλησι δυστυχήματα ἐκ τῆς Δημοσθένους πολιτείας συμβεβηκέναι λέγει : καὶ ὅλως | ||
. Τὰ ποῖα ταῦτα ; Ἅ τέ που ἔτι ζῶντι δυστυχήματα ἐγένετο πολλὰ καὶ δεινά , ὧν καὶ τέλος ἡ |
ὅτ ' ἂν τοὺς νόμους ἀντιτάττῃ πρὸς τὰ τοῦ φεύγοντος δάκρυα : ὡς ἐν τῷ κατὰ Μειδίου Δημοσθένης : ἀλλ | ||
, καὶ λανθάνειν μὲν ἐπειρᾶτο , ἐλείβετο δὲ αὐτῇ τὰ δάκρυα κατὰ τῶν παρειῶν . Ἐπεὶ δὲ καὶ πρόσθεν ὢν |
? , ἐμαί , σαί , αἵ , ἐμά , σά , ἅ . ἐντὸς δυϊκαὶ ἐκτὸς ἑνικαί , νωΐτερος | ||
ἀκριβείας ἐν τούτοις εἰρηκέναι τά τε τοῦ πατρὸς τά τε σά ; καίτοι τοῦ γε παραφρονοῦντος ἦν ἕτερα ἀνθ ' |
ἐξῆγον ὡς ἀπολέοντες , εἷς δέ τις τούτων ἐκφυγὼν τὰ δεσμὰ καταφεύγει πρὸς πρόθυρα Δήμητρος Θεσμοφόρου , ἐπιλαβόμενος δὲ τῶν | ||
. συλληφθεὶς οὖν καὶ Ἡρακλῆς τοῖς βωμοῖς προσεφέρετο τὰ δὲ δεσμὰ διαρρήξας τόν τε Βούσιριν καὶ τὸν ἐκείνου παῖδα Ἀμφιδάμαντα |
ἀναρριχᾶσθαι διὰ σχοινίου καὶ πλεῖστα ἄλλα ὁμοιότροπα . τὰ δὲ ταχέα χωρὶς εὐτονίας καὶ βίας ἐστίν : δρόμοι δ ' | ||
ἀμφότερον βασιλεὺς ἀγαθὸς κρατερός τ ' αἰχμήτης . κραιπνά : ταχέα , ταχύτατα . ἄλκιμα : ἰσχυρὰ , καὶ στερεὰ |
εἶτα θρῖον καὶ βότρυς . ἡ δημιουργὸς δ ' ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι ' ὀπτᾷ καὶ κίχλας τραγήματα . ἔπειθ ' ὁ | ||
σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρεάδι ' ἔσται τ ' οὐκ ἀπεξηραμμένα , ἔγχυλα δ |
δὴ φύεται γυναιξὶν ἔν τε τιτθοῖς καὶ ὑπὸ μασχάλαις , κρυπτὰ καρκινώδη ὀνομαζόμενα . καὶ σπονδύλων δὲ κυφώματα , ὅσα | ||
γίγνεται . Χαίρειν προσήκει τοῖς παθῶν ἐλευθέροις . Χρόνος τὰ κρυπτὰ πάντα πρὸς τὸ φῶς φέρει . Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ |
τυφλὰ τίκτει : παρὰ τὴν παροιμίαν “ ἡ κύων σπεύδουσα τυφλὰ τίκτει ” . Γ ὁ νοῦς τοιοῦτος : ὡς | ||
ἐρῶντες μένοντες μάχεσθε . μῶρον γὰρ τὸ κρατεῖν βουλομένους τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλα καὶ ἄχειρα ταῦτα ἐναντία τάττειν |
πόνοις καὶ κινήσεσιν καὶ ὑπαιθρίῳ διαίτῃ γεγυμνασμένα , τὰ δὲ ἔκλυτα καὶ ἀσυμπαγῆ , ἐνσκιᾳτροφημένα καὶ λευκὰ αἵματος ἐνδείᾳ καὶ | ||
Ἀχιλλέα πεποίηκεν ὑστερίζοντα ἐν τῷ στρατοπέδῳ τῶν Ἀχαιῶν [ οὐκ ἔκλυτα ] οὐδὲ ἐρωτικὰ μέλη ᾄδοντα : καίτοι φησί γε |
. . ὥστε πολὺ μεῖον γιγνώσκεται τὰ Ἀλεξάνδρου ἢ τὰ φαυλότατα τῶν πάλαι ἔργων . . : ἄλλοι μὲν δὴ | ||
ἐπεοικότες , ὥστε πολὺ μεῖον γιγνώσκεται τὰ Ἀλεξάνδρου ἢ τὰ φαυλότατα τῶν πάλαι ἔργων : ὁπότε καὶ ἡ τῶν μυρίων |
ἴσμεν , αἱ δὲ μηδὲν προσήκουσαι οὕτως σφόδρα κόπτονται καὶ κλαίουσιν , ” ἡ μήτηρ ἔφη : „ μὴ θαύμαζε | ||
τὰ αἰανῆ καὶ σκοτεινὰ καὶ θλίψιν καὶ ἀχλὺν ἐμποιοῦντα τοῖς κλαίουσιν . ἰστέον δὲ ὅτι μακαρίτης ὁ τεθνεὼς , μακάριος |
δεινά . ὀλοὰ ] τὰ δεινά , τὰ ὀλέθρια . ὀλοὰ ] ὀλέθρια . θ ὀλοὰ ] + ἀντὶ μιᾶς | ||
ὀλέθρια . ὀλοὰ ] θρηνητικά . ὀλοὰ ] ὀλέθρια . ὀλοὰ ] θρηνητικά . ὁρᾶν ] ὁρᾶσθαι . ὁρᾶν ] |
τὰς θερινάς . ἀνάγκη γὰρ λαμπρὰ εἶναι καὶ εὐώδη καὶ κοῦφα . Διοκλῆς δέ φησι τὸ ὕδωρ πεπτικὸν εἶναι καὶ | ||
πολυπραγμονεῖν . καί μοι λέγε : θερμὰ καὶ σκληρὰ καὶ κοῦφα καὶ γλυκέα δι ' ὧν αἰσθάνῃ , ἆρα οὐ |
ὁ δέ φησι νοῦν αὐτῇ ἐντίθημι . ἀναμνησθεῖσα δὲ ἡ μωρὰ ὅτι καθ ' ἑκάστην ἡ μήτηρ αὐτῆς νοῦν αὐτὴν | ||
Λουκιανὸς τάδ ' ἔγραψα παλαιά τε μωρά τε εἰδώς , μωρὰ γὰρ ἀνθρώποις καὶ τὰ δοκοῦντα σοφά . οὐδὲν ἐν |
ἔνδεια θερμοῦ , ἡ ξηρότης μαραίνει . διὸ καὶ τὰ πιλία θᾶττον ποιεῖ πολιούς : ἐκπίνεται γὰρ ἡ οἰκεία τῆς | ||
τοὺς πόδας : ἀσκέραι δὲ κυρίως τὰ ἐν τοῖς ποσὶ πιλία ἤτοι ἀρτάρια λέγονται . ὦ Λύκοφρον , γίνωσκε ὅτι |
ποτε φιλίας τῷ καιρῷ χρήσιμον : ἀλλ ' ἢ μόνον ἄπρακτα τῷ κειμένῳ περιαλγήσαντες πάλιν περὶ τῶν καθ ' ἑαυτοὺς | ||
Ἑλληνικῶν μεταθεὶς ὁ Θεόπομπος ἀργά τε καὶ ἀκίνητα πεποίηκε καὶ ἄπρακτα . λόγου γὰρ δύναμιν καὶ διὰ τὴν κλοπὴν ἐξεργασίαν |
ἔχω , ὅσς ' ἔμαθον καὶ ἐφρόντισα καὶ μετὰ Μουσῶν σέμν ' ἐδάην : τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια τῦφος | ||
ῥανίσιν νοτερόν : πτηνῶν τ ' ἀγέλας , αἳ βλάπτουσιν σέμν ' ἀναθήματα , τόξοισιν ἐμοῖς φυγάδας θήσομεν : ὡς |
καὶ σαφῆ ; οὐ γὰρ δυσνόητα ταῦτά φημι τὰ ποικίλα βάγματα καὶ φωνήματα , τὰ αἰανῆ καὶ σκοτεινὰ καὶ θλίψιν | ||
] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα . βάγματα ] φωνή - ματα . παντάλαν ' ] πανάθλια |
τῇ δὲ ἀληθείᾳ βαρβαρώτεροι ἡμῶν , ἔμποροι καὶ ἀγοραῖοι , ῥάκη φαῦλα καὶ οἶνον πονηρὸν εἰσκομίζοντες καὶ τά γε παρ | ||
τὰ προσωπεῖα , τὴν ἐσθῆτα , τοὺς κροκωτοὺς καὶ τὰ ῥάκη , οὕτω καὶ ψυχὴ αὐτὴ τὰς τύχας οὐ λαβοῦσα |
ἠὲ κασίγνητον ὁμογάστριον ἠὲ καὶ υἱόν : ἀλλ ' ἤτοι κλαύσας καὶ ὀδυράμενος μεθέηκε : τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν | ||
εἰμι ἀπὸ τοῦ νῦν . Καὶ ἀναστὰς κατεφίλησεν αὐτοὺς καὶ κλαύσας εἶπεν : Ἀκούσατε , ἀδελφοί μου , ἐνωτίσασθε Ῥουβὴμ |
μεγάλα σώματα ἰατρεύει . ἐπανισοῖ αὐτῶν τὸ ἄμετρον , τὰ θρυπτόμενα ἑνοποιεῖ , τὰ ὀλισθήσαντα ὑποφθὰς πιέζει , συνάγει τὰ | ||
: τοῦτ ' εἶπε Διογένης ὁ κυνικὸς πρός τινα μειράκια θρυπτόμενα καὶ κύνα αὐτὸν καλοῦντα . Οὐδὲν ἦν τἄλλα πάντα |
ζῳδίων φύσεις ὁρᾶν οὕτως . Σελήνης ἐν Κριῷ ἱμάτια , νήματα , ἔρια , τάπητας , κεφαλοδέσμια λέγε τὰ ἀπολωλότα | ||
, ἀπόχρη γε μὴν ἀλλήλας περιλιχμήσασθαι . ἄγρα δὲ αὐτῶν νήματα ἄγαν λεπτὰ καὶ ἐρραφέντα τούτοις ἀραιῶν στημονίων τὰ ἱμάτια |
τοῦ ω μεγάλου γράφεται : θρῴσκω τὸ πηδῶ : θρωμὸς ὤια δικτύου : θρωγμὸς τρίβος : θρῶσις τὸ σπαρτίον : | ||
νηϲίδιον μικρὸν [ ψωθία τὰ ὑποκάτω τοῦ [ ἄρτου ω ὤια μηλωτή [ ὤζοντεϲ [ ὤμιλλα [ νον [ ] |
ἥμισυ : τὸν δὲ ὗν καὶ τὸν ἔλαφον καὶ τὰ δελφάκια μεταξὺ ὀπτώμενα τὸ ὅμοιον ποιεῖν , ὅπερ Ὅμηρος περὶ | ||
εἴ που κλίβανος ἦν , πολὺ δέλφαξ σιτευτὸς ἔγρυξεν . δελφάκια δὲ Αἰσχίνης εἴρηκεν ἐν Ἀλκιβιάδῃ οὕτως : ὥσπερ αἱ |
. Δαίμονες , οὐκ ἄρα μοῦνον ἐν ἀνδράσι τέκνα πέλονται φίλτατα , καὶ φάεος γλυκερώτερα καὶ βιότοιο , ἀλλὰ καὶ | ||
καλεῖ τὸν ἄνδρα καὶ ἐραστήν , καὶ πάντα δὴ τὰ φίλτατα ὀνόματα : ὁ δὲ οὔτε μητρὸς τοσουτονὶ αὐτῷ μέλειν |
ἐμπειρίας τῶν ὑπηκόων , ἢ ἀνάγκη αὐτῷ ἔσται πολλάκις τὰ χαλινὰ ἐπαλλάττειν καὶ τὰς ἡνίας , καὶ τὰ μὲν πρόσω | ||
ἄλλο μέρος τοῦ σώματος . λέγονται δὲ ψάλια κυρίως τὰ χαλινὰ τῶν ἵππων . : Νιν πληθυντικῶς , τὰ ψάλια |
γυνὴ δὲ μήτηρ ἥδε τῶν κείνου τέκνων . Ἀλλ ' ὀλβία τε καὶ ξὺν ὀλβίοις ἀεὶ γένοιτ ' , ἐκείνου | ||
πλησίον κακοῦ . χαίρουσα καὶ σὺ στεῖχε , παρθέν ' ὀλβία : μακρὰν δὲ λείπεις ῥαιδίως ὁμιλίαν . λύω δὲ |
λιπαραῖς ταῖς χερσὶν ἀπευθύνειν μετὰ συμμέτρου συντονίας μαλάσσοντας τά τε ὄμματα αὐτῶν ἡσυχῆ καὶ καταψύχοντας , ἔτι τε φλεβοτομεῖν αὐτοὺς | ||
τε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξεκάλυψεν αὐτόν , καὶ ὃς τὰ ὄμματα ἔστησεν : ἰδὼν δὲ ὁ Κρίτων συνέλαβε τὸ στόμα |
πῶς ἐν ἄντρωι παῖδα σὸν λιπεῖν ἔτλης ; πῶς ; οἰκτρὰ πολλὰ στόματος ἐκβαλοῦς ' ἔπη . φεῦ : τλήμων | ||
. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων : ὁ δὲ ταπεινὰ καὶ οἰκτρὰ πνέων , τουτέστιν ὁ εὐτελὴς καὶ πένης ἀφώνως ἠχεῖ |
' ἐνοικοῦντες λύκοι . ᾠῶν δ ' ἐν αὐτῇ διέτρεχεν νεόττια . μόνος γὰρ ἦν λέγων ἄκουσμα κἀκρόαμα . καὶ | ||
καὶ ἐκ τούτων δὲ ὑποθετέον ταῖς ὄρνισι . Τὰ δὲ νεόττια ταῖς πρώταις ἡμέραις ἔσω μένειν χρή . εὐδίας δὲ |
τε καὶ ἀναπληροῖ καὶ καθίϲτηϲι τὰ τετραχυϲμένα τε καὶ οἷον διαβεβρωμένα τῆϲ γλώττηϲ μόρια , ταῦτα μεθ ' ἡδονῆϲ ἐναργοῦϲ | ||
ἐσθίοντα τὰ ξύλα : καὶ θριπήδεστατα τὰ ὑπὸ τῶν θριπῶν διαβεβρωμένα ξύλα οἷς καὶ ἀντὶ σφραγίδων ἐχρῶντο , ὅτι ἦν |
πόνον ἀγαγών . μελεόπονος ] ἀθλιόπονος . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα πονήσας πρὸς τὸν ἀδελφόν . θ μελεοπαθὴς ] ἐλεεινὰ | ||
† τοῖς ἐμοῖσι σύνοχα δάκρυα , πάθεσι πάθεα , μέλεσι μέλεα , μουσεῖα θρηνήμασι ξυνωιδά , πέμψαιτε Φερσέφασσα † φονία |
. Κύπρις μὲν δολόμητις ἀναπτύξασα καλύπτρην καὶ περόνην θυόεντα διαστήσασα κομάων χρυσῷ μὲν πλοκάμους , χρυσῷ δ ' ἐστέψατο χαίτην | ||
νοτερὴ δ ' ἀνεκήκιεν ἅλμη [ ] ς βρεκτῶν τε κομάων : [ πολυνείκεος ] αἰθύσσηισιν [ θαλασσογενῆ ] ? |
. ἔτι γοῦν καὶ νῦν τὰ μένοντα αὐτοῦ ἐρείπια καὶ λείψανα ἰδόντι θαυμάζειν ἔστι καὶ τὴν τέχνην τῶν τὴν ἀρχὴν | ||
στιγμή . . , : τάφος : ὅπου τίθεται τὰ λείψανα . παρὰ τὸ θῶ καὶ τιθῶ , παράγωγον θάπτω |
ἕλεν εἰσορόωντας ἠέρα καὶ μεγάλης νῶτα χθονὸς ἠέρι ἶσα τηλοῦ ὑπερτείνοντα διηνεκές : οὐδέ τιν ' ἀρδμόν , οὐ πάτον | ||
εἰς τὰ μὴ ἔξω . πρότερον μὲν γὰρ εἰς τὰ ὑπερτείνοντα καὶ μὴ ὑπερτείνοντα τὴν διαίρεσιν ἐνέφαινε , νῦν δὲ |
ὡς ἤκουσεν Ἀσενὲθ τὰ ῥήματα Ἰωσήφ , ἐλυπήθη σφόδρα καὶ ἀνεστέναξε καὶ ἦν ἀτενίζουσα τῷ Ἰωσὴφ καὶ ἐπλήσθησαν δακρύων οἱ | ||
ἐξέπιεν . ἄφνω δὲ ὥσπερ ὑπό τινος πληγῆς ἰσχυρᾶς πεπληγμένος ἀνεστέναξε μέγα βοήσας καὶ ὑπὸ τῶν φίλων ἀπηλλάττετο χειραγωγούμενος . |
πρὸς τὰς ἄλλας γοῦν κόπρους μίξει παραμυθεῖσθαι . τρίτη ἡ ὀνεία , γονιμωτάτη τῇ φύσει οὖσα , καὶ πᾶσι τοῖς | ||
, λιβανωτός , ἰὸς σιδήρου , κόπρος αἰγεία ξηρά , ὀνεία , ἱππεία . καὶ καυθεῖσαι δὲ ποιοῦσιν ἄσφαλτος , |
. Ἀγλαίζεται δὲ τὰ τοῦ Διὸς λόγῳ , καὶ τὰ καλλωπίσματα αὐτοῦ τὰ παρὰ τοῦ νοῦ αὐτοῦ εἰς τὴν ψυχὴν | ||
δεύτερα ἑαυτῶν εἶναι νομίζουσι . καὶ μὴν ἐκεῖνα μὲν τὰ καλλωπίσματα καὶ δαπάνης καὶ χρόνου καὶ τῆς παρὰ τῶν βαναύσων |
, ἢ ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν , μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων , ἄναξ . ἄδην με πολύπλανοι πλάναι γεγυμνάκασιν , | ||
λόγων ἐπῃσθόμην πρὸς ἔξοδον στείχουσα , Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος . Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ ' ἀνασπαστοῦ πύλης |
χεῖρα . ἐροῦσι πολλοί : πολλὰ σαυτὸν ἀσπάζου , ἐπὴν ἔχηις τι : πάντα σοι φίλων πλήρη : πλουτοῦντα γάρ | ||
, μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο , μὴ τὰ σκλήρ ' ἔχηις . καὶ πιεῖν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν , ἡμίνας δύο |
κόθορνοι μὲν τὰ τραγικὰ καὶ ἐμβάδες , ἐμβάται δὲ τὰ κωμικά . καὶ ἐσθῆτες μὲν τραγικαὶ ποικίλονοὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ | ||
〚 ἀφ ' οὗ 〛 καὶ τὰ τραγικὰ καὶ τὰ κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν |
δὲ ναὸν ὄντα τὴν οἴκησιν στεφανοῦσιν [ τὰ τῶν ἐρωμένων πρόθυρα ] : διὰ ταῦτα δὲ καὶ θύουσιν ἔνιοι ἐπὶ | ||
τῶν οἰκίας μεγαλοπρεπεῖς κατασκευαζόντων . ὥσπερ γὰρ ἐκεῖνοι εἰς τὰ πρόθυρα κίονας μεγάλας ὑποβάλλουσιν , οὕτω καὶ οὗτος ὡσπερεὶ μέγαρον |
σμικρὰ πρὸς ἡμέρην : ἄφωνος : ἵδρωσε ψυχρῷ : ἄκρεα πελιδνά : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης , ἑκταῖος ἀπέθανεν . | ||
τὰ οὖρα καὶ ἀνυπόστατα , τοῦ δὲ δεινοῦ πάνυ κεκρατηκότος πελιδνά τε καὶ μέλανα τούτοις ἂν ἀποδοθείη τὰ παρυφιστάμενα , |
γὰρ οὐδὲ τὰ χαροπὰ φαῦλά ἐστιν , οὐδὲ φαύλων κυνῶν ξύμβολα , εἰ καὶ ταῦτα τύχοι καθαρὰ καὶ γοργὰ ἰδεῖν | ||
λίθους ; | οὐκ ἀποθέμενος καὶ ἀποδυσάμενος ταῦτα ‖ τὰ ξύμβολα [ γυμνὸν ] ἡμῖν ἐπιδείξεις | σεαυτὸν ὁποῖος [ |
μηδέν τι τολμῶν , ἀλλὰ τὴν τόλμαν φράσων . Πῆι φέρομαι ; πτερόεις με δι ' ἠέρος ἔμφρονι ῥοίζωι Σειρήνων | ||
περὶ τοῖν σφυροῖν κατὰ τοὺς Περσικοὺς σατράπας . ἀλλὰ καὶ φέρομαι συνεχῶς ἐφ ' ἵππου , τὰ πρὸ τοῦ δὲ |
Ἀλέξανδρος τῆς Τροίας τόπων ἀπέπλει καὶ παραυτίκα , φησὶν ἡ Κασάνδρα ἤρξατο λέγειν * . ἐνταῦθα ἀπάρχεται τῆς διηγήσεως καί | ||
, κἂν ἔχωσι προπύργιον τὸν Ἕκτορα . εἶτα ἑαυτὴν ἡ Κασάνδρα παρηγορεῖ καί φησιν : ἀλλ ' ἔστιν ἡμῖν βοηθὸς |
ἐγένετο κυνός . σκυλακοτρόφῳ εὐνῇ : σκύλακες , τὰ μικρὰ σκυλακία . Ἐγχρίψας : πλησιάσας , προσεγγίσας , προσπελασθείς . | ||
ἐγένετο κυνός . σκυλακοτρόφῳ εὐνῇ : σκύλακες , τὰ μικρὰ σκυλακία . Ἐγχρίψας : πλησιάσας , προσεγγίσας , προσπελασθείς . |
, ῥόοϲ διπλόοϲ , ϲκληρίη , ἕλκεα , τὰ μὲν ἀϲινέα , τὰ δὲ κακοήθεα , πρόπτωϲιϲ ὅληϲ ἢ μέρεοϲ | ||
εἴϲω ϲτάξῃ , ὤκιϲτα μὲν ἑλκοῦται τὰ μέρεα , κἢν ἀϲινέα ᾖ : ὤκιϲτα δὲ ἐϲ τὸ εἴϲω νέμεται καὶ |
σε : καίτοι τὸ ὑπηρέτην ἑκόντα τε καὶ εὔνουν καὶ παραμόνιμον καὶ τὸ κελευόμενον ἱκανὸν ποιεῖν ἔχειν , καὶ μὴ | ||
ἡδὺν οἶνον πράμνιον ἔλεγε . τινὲς τὸν ὤνιον οἶνον , παραμόνιμον . τινὲς ἀπὸ ἀμπέλου πραμνίας ὀνομαζομένης : οἱ δὲ |
Ἡ δὲ ῥίζα τῶν δένδρων ἀρχή τις οὖσα καὶ τὰ περικάρπια συνεξομοιοῖ τὰ ἐφ ' ἑαυτῆς . Περὶ μὲν οὖν | ||
βλαστάνῃ , ταῦτ ' ἀποπίπτει καὶ τὰ τοῦ καρύου καλυκώδη περικάρπια γίνεται συμμεμυκότα κατὰ τοῦ μίσχου , τοσαῦτα ὅσα καὶ |
ἐφεστῶτα δὲ ὀκρίβασιν οὕτως ὑψηλοῖς τερατώδη τε τὰ περὶ αὐτὸν ἐσθήματα , οὐκ ἄφοβοι ἦσαν τοῦ σχήματος , ἐπεὶ δὲ | ||
ἱμάτια . ἐσθήματα ] ἐσθήσεις . ἐσθήματα ] ἐνδύματα . ἐσθήματα ] τὰ ὅπλα . ἐσθήματα ] τὰς πανοπλίας . |
σοι βοηθεῖν τοῖς Ἀχαιοῖς : πόθεν ; μηδέποθ ' οὕτω σμικρῶς ἴδοιμι τὰ σά : ἀλλ ' ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ | ||
εἶναι τὸ τὰ σμικρὰ μεγάλως εἰπεῖν δύνασθαι καὶ τὰ μεγάλα σμικρῶς : οὐ μὴν ἁπλῶς ἐστι χρήσιμον , ὥσπερ σχεδὸν |
, τὸ πρίν : ἀτὰρ μὲν νῦν γε πάϊς ὣς νήπια βάζεις . ἦ μὲν δὴ νῶϊ ξεινήϊα πολλὰ φαγόντες | ||
μιν αὐτὴν ῥύσκευ , ἔχες δ ' ἀλόχους κεδνὰς καὶ νήπια τέκνα , αἳ δή τοι τάχα νηυσὶν ὀχήσονται γλαφυρῇσι |
ἐκπέμπονται . ἡμῖν δὲ φαίνεται κυρίως κατὰ τὸ μυθικόν . ὀνείατα οἱ μὲν γλωσσογράφοι ψιλῶς ἀποδεδώκασι βρώματα , οὐκ ἔστι | ||
ὅ γε παντοίων ἀγαθῶν κατέθηκεν ὅμιλον , αἶψά κεν ἀμφοτέρῃσιν ὀνείατα πολλὰ κομίζων οἴκαδ ' ἀποστείχοι προφυγὼν πολύδακρυν ὀϊζύν : |
τὸ ὄνομα [ . ] : ἕσπερε πάντα φέρων ὅσα φαινολὶς ἐσκέδας ' αὔως : οἷον : περίφερέ σου καὶ | ||
τὸ ὄνομα [ . ] : ἕσπερε πάντα φέρων ὅσα φαινολὶς ἐσκέδας ' αὔως : οἷον : περίφερέ σου καὶ |
γράφεται μέγα τέρπεται . Κρέα : ὑπάρχουσι , λείπει . τερπνά : ἡδέα . εὐάντητος : ἐπιθυμητὴ , εὐσυνάντητος , | ||
τόρευσον ἔαρος κύπελλον ἤδη : τὰ πρῶτ ' ἡμῖν τὰ τερπνά ῥόδα φέρουσαν ὥρην . ἀργύρεον δ ' ἁπλώσας ποτὸν |
: ἐθέλουσι δὲ πιέμεν ἄμφω : πολλὰ δέ τ ' ἀσθμαίνοντα λέων ἐδάμασσε βίηφιν : ὣς πολέας πεφνόντα Μενοιτίου ἄλκιμον | ||
εὐόδμῳ ῥοδέῳ καὶ ἁλίπνοον ἔσβεσεν ὀδμήν . εἰσέτι δ ' ἀσθμαίνοντα βαθυστρώτοις ἐνὶ λέκτροις νυμφίον ἀμφιχυθεῖσα φιλήτορας ἴαχε μύθους : |
ἀνδρῶν ἀγρευτή ρων : μέλπε γένη σκυλάκων τε καὶ ἵππων αἰόλα φῦλα , βουλὰς ὠκυνόους , στιβίης ἐϋκερδέος ἔργα : | ||
' ἀπ ' ἀνθρώπων ἐδάην , τοῖσιν τὰ μέμηλεν , αἰόλα παντοίης ἐρατῆς μυστήρια τέχνης , ἱμείρων τάδε πάντα Σεουήρου |
δ ' ἐπέμυξαν . τὸ δὲ ἐγείρεσθαι ἀθρόως τὰς παρειμένας ὕπνωι οὐ πιθανόν : κατὰ βραχὺ οὖν ἐκ προσβάσεως τὴν | ||
πατρὸς ἐτιμωρήθη ὑπὸ Μίνωος . πνέονθ ' . . . ὕπνωι ] τὸ ἑξῆς : ἀπώλεσεν ἁ κυνόφρων Νῖσον πνέοντα |
, τὸ δὲ τραχὺ δυσβλαστές : τὰ δὲ ἄκρα καὶ ἁπαλὰ καὶ ἔνυγρα καθάπερ τὸ κλῆμα καὶ ἡ κράδη : | ||
φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς ὑγρότητας τῶν πλαδαρῶν ἑλκῶν καὶ σηπεδονωδῶν ἀλύπως καὶ |
ἐκ τῆς πατρίδος , οὔτε μητέρα αἰδεσθέντες τὴν ἐμὴν οὔτε παιδία ἐλεήσαντες οὔτ ' ἄλλο πάθος ἥμερον οὐδὲν ἐπὶ ταῖς | ||
Σφόδρα γε . Ὁρᾷς οὖν ὅτι τάδε πάντα πλὴν σοῦ παιδία ἐστίν . εἰ οὖν πεισόμεθα τῷ ἀνδρί , ἐμὲ |
ὅταν δὲ σὺ στένηις , ἡμᾶς παρόντας χρή σε νουθετεῖν φίλα : ἐπικουρίαι γὰρ αἵδε τοῖς φίλοις καλαί . ἀλλ | ||
μορφῆς καὶ μεγέθους , ἴσασιν ἄνθρωποι . Τούτοις οἱ πέρδικες φίλα σπεισάμενοι σύννομοί τε καὶ συνήθεις καὶ ὁμόσκηνοι διαμένουσιν . |
' ἀναλγησίαν ἀλλὰ διὰ μεγαλοψυχίαν : τοὐναντίον δὲ τὰ μεγάλα εὐτυχήματα προσγενόμενα τῷ ἀγαθῷ μακαριώτερον , φησί , ποιήσει τὸν | ||
, ἀλλὰ διακένους ὄντας . οὐ ῥᾴδιον φέρειν ἐμμελῶς τὰ εὐτυχήματα οἷον οὔτε πλοῦτον οὔτ ' ἄλλο τι , ὅτι |
Ἀττικῶν , ἐγὼ δ ' οἰκέω ἐν γῆι τρίβωνα καὶ ἀσκέρας σαπρὰς ἔλκων , βίηι τιν ' ἄξει τῶν ἐμῶν | ||
* βοάγριον ἀσπίδα ἐκ δέρματος βοὸς ἀγρίου γεγονυῖαν . * ἀσκέρας εὐμαρίδας τὰ ὑποδήματα τῆς Ἑλένης εὐμαρίδας δὲ ἐπιθετικῶς διὰ |
ἄγων αὐτήν . Ὅμηρος μέν νυν καὶ τὰ Κύπρια ἔπεα χαιρέτω . Εἰρομένου δέ μεο τοὺς ἱρέας εἰ μάταιον λόγον | ||
δὶς τόσα κτᾶσθαι κακά ; οὐ δῆτ ' ἔγωγε : χαιρέτω βουλεύματα . καίτοι τί πάσχω ; βούλομαι γέλωτ ' |
τὸ βλάστημα φαίνεται , γέγονεν ἡ γυνή . Ἴα τὰ πορφύρεα , καὶ τὰ ἄλλα πάντα , τά τε χρυσίζοντα | ||
μείονος ὕλης πεφυκότα . καὶ τῶν μὲν ἐρυθρῶν χείρω τὰ πορφύρεα : πάντων δὲ χείριστα τὰ μέλανα , τὸ πλέον |
ἵππων χρυσᾶ , χρυσῷ δὲ καὶ τοῖς ποσὶ τὰ ἑαυτῶν ὑποδήματα ἐκοσμήσαντο : τοσοῦτος καὶ γάρ ἐστιν αὐτοῖς ἄπειρος πλοῦτος | ||
ὑποδήματα . . συναπτούς : Τὰς συναπτούσας καὶ δεσμευούσας τὰ ὑποδήματα . παρερπύσασα : Ἠρέμα εἰσελθοῦσα . ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ |
δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων | ||
βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ , |
θεὸς εἴτε βροτῶν ἦν ὁ ταῦτα πράσσων . Ὦ πασᾶν κείνα πλέον ἁμέρα ἐλθοῦς ' ἐχθίστα δή μοι : ὦ | ||
ῥέζων ποκὰ πᾶσι θεοῖς μόνας λάθετ ' ἠπιοδώρου Κύπριδος : κείνα δὲ Τυνδαρέου κόραις χολωσαμένα διγάμους τε καὶ τριγάμους τίθησι |
τὸ α , οἷον χήρα , θύρα , μοῖρα , σαπρά , μικρά , πονηρά , μυσαρά , καὶ ὅσα | ||
γ ' ἐγὼ παρέξω . Ἐμοὶ σὺ λουτρόν , ὦ σαπρά ; Καὶ ταῦτα νυμφικόν γε . Ἤκουσας αὐτῆς τοῦ |
ἀσχολεῖται καὶ ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης βουκόρυζαν βρυχᾶται δεδείπνηκας διήρτησεν δύσριγος Ἐλευθέριος ἔμπυος ἐξανέψιοι , ἐξανέψιαι ἐπισημαίνειν ἔσχεν ἠγρηγόρειν καὶ | ||
τὰ κοινὰ καὶ ἐν βαρείᾳ τάσει ἐστί , κακόπαστος , δύσριγος , κακόπαθος . . Εἴη οὖν καὶ τὰ τῆς |
ἀντὶ ἐπιτάσεως λέγουσι , ἵν ' ᾖ : ὑπερτρέμω ἰδεῖν αἵματα , φόνους , θανάτους τῶν φίλων ὀλλυμένων τοῖς ἐναντίοις | ||
τοῦ φόνου τούτου . κικλήσκων ] καλῶν . αἱματολοιχὸς ] αἵματα λείχων , φόνων ἐπιθυμῶν . ἰχώρ ] ἤγουν φόνος |
τοῖς ἀμαυροῦν τὴν δῆξιν δυναμένοις : καὶ τὰ μὲν συνεχῶς ἐπιφερόμενα εἴργειν διὰ τῶν ἀποκρουομένων καὶ ἀναξη - ραινόντων , | ||
χρήσιμον κρίνομεν . κατειληφότες οὖν καὶ τὰ ἀπὸ τῶν αἰτιῶν ἐπιφερόμενα ἅπαντα συμπτώματα , ὡς τὸ βάρος , καὶ τὰ |
, χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν κακῶς πίτνοντα καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται . ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ ' ἐκβέβηκ ' ἀλγηδόνος | ||
τὸν πατέρα . τὸ δὲ αὐτίκα διαίξαν ἀντιδράττεται εὐθὺς καὶ ἀνθάπτεται τῆς καρδίας καὶ πειρᾶται ἐξωθεῖν τὴν ὀδύνην ἀπρὶξ ἐχομένην |
τοὺς τυράννους . ἄλλα μέν γε ἐν ἄλλῃ χώρᾳ ἐστὶν ἀξιοθέατα : ἐπὶ δὲ τούτων ἕκαστα οἱ μὲν ἰδιῶται ἔρχονται | ||
σχολὴν ἀεὶ ὁρᾶτέ μοι παροῦσαν , ὥστε καὶ θεᾶσθαι τὰ ἀξιοθέατα καὶ ἀκούειν τὰ ἀξιάκουστα καὶ ὃ πλείστου ἐγὼ τιμῶμαι |
. ” ἔνιοι μὲν , ὧν ἐστι καὶ Ἀρίσταρχος , ὀξυθύμια λέγεσθαί φασι τὰ ξύλα ἀφ ' ὧν ἀπάγχονταί τινες | ||
, οἶδας Ἕλληνες . οἰκότριψ Ἀττικοί , οἰκοτραφής Ἕλληνες . ὀξυθύμια Ἀττικοί , καθάρσια τὰ εἰς τριόδους ἐκβαλλόμενα ἢ τὰ |
. θ δυστυχῆ ] ἐπίρρημα . δυστυχῆ ] ἄθλια , ἐλεεινά . πράσσει ] πάσχει . θ πράσσειν ] ἀντὶ | ||
ἀναίμακτον μενεῖ : οὐκ ἄπρακτον μενεῖ : γράφεται πάτραν : ἐλεεινά : ὁ ἀλλά ἀντὶ τοῦ καί : καὶ ἐάν |
εἰς τήνδε τὴν ὥραν χρόνον δόσιν θεῶν λογίων νομιστέον . ἐφρόντισα μέντοι καὶ τοῦ σωφρονίσαι τὸν ἄνθρωπον δῆσαί τε αὐτὸν | ||
κατὰ πενίας † ταῦτ ' ἔχω ὅσς ' ἔμαθον καὶ ἐφρόντισα καὶ μετὰ Μουσῶν σέμν ' ἐδάην : τὰ δὲ |
γῆν χρυσῆν , καὶ τὰ δένδρα χρυσᾶ , καὶ τὰ λήϊα , καὶ τοὺς λειμῶνας , καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς | ||
ὡς ἀπαλοῖ δι ' αὐχένος . Λειμών . ἐστὶν ὅπου λήϊα καταβόσκεται . Λιρός . ὁ ἀναιδής . παρὰ τὸ |
τοῖσι φρενιτικοῖσιν ἐν ἀρχῇσι τὰ ἐπιεικῶς ἔχοντα , πυκνά τε μεταπίπτοντα , κακόν . Τῶν ἐξισταμένων μελαγχολικῶς , οἷς τρόμοι | ||
τὰ θανάσιμα , καὶ τὰ μὴ θανάσιμα , καὶ τὰ μεταπίπτοντα καὶ τὰ αὐξανόμενα καὶ τὰ μαραινόμενα , καὶ τὰ |
Γ . τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν ; τίς τοι τάδε εἵματ ' ἔδωκεν ; * ) ὅτι πρὸς τὸ τελευταῖον | ||
ἂν δή μοι ἐφοπλίσσειας ἀπήνην ὑψηλὴν εὔκυκλον , ἵνα κλυτὰ εἵματ ' ἄγωμαι ἐς ποταμὸν πλυνέουσα , τά μοι ῥερυπωμένα |
τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . . | ||
πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα |
: ζωρότερον , ταχύτερον : ζωρὸν ἀκρατεύτερον : ζωστήρ : ζώστρα , τὰ ἐνδύματα : σεσημείωται τὸ ζόφος , καὶ | ||
: ζωρότερον , ταχύτερον : ζωρὸν ἀκρατεύτερον : ζωστήρ : ζώστρα , τὰ ἐνδύματα : σεσημείωται τὸ ζόφος , καὶ |
οὗ ἕνεκα ἐργασθεὶς εἴη καὶ ἡ φορμορραφίς , καὶ τὰ ἄρμενα γίγνεσθαι . Ἤδη δέ τινες ἐν τῇ βαλανοδόκῃ οὔσης | ||
δὲ πατˈρὸς ἐνέπˈνευσεν μένος γήραος ἀντίπαλον : Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα πˈράξαις ἀνήρ . ἀλλ ' ἐμὲ χˈρὴ μναμοσύναν ἀνεγείροντα |
τίς ὄρεα βαθύκομα τάδ ' ἐπέσυτο βροτῶν ; ῥήματά τε κομψὰ καὶ παίγνι ' ἐπιδεικνύναι πάντ ' ἀπ ' ἀκροφυσίων | ||
ἢ ὅτι ἐγὼ ἔχω πολλὰς κριθὰς καὶ χόρτον ἢ ὅτι κομψὰ περιτραχήλια ; εἰ οὖν ταῦτά σου λέγοντος εἶπον ὅτι |
αὖθις τὰ ἄκρα τῶν ὀστέων , ὥσπερ δενδρέου τὰ ἀκρότατα ὕστατα ὀζοῦται : οὕτω καὶ τοῦ παιδίου διίστανται ἀπ ' | ||
αὐτῆς . ἀρκέσει δ ' ἐπιζεύξασιν εὐθεῖαν γραμμὴν ἐπὶ τὰ ὕστατα σημεῖα τοῦ ἑκατέρωθεν παράπλου τὸ πᾶν ἐκπληρῶσαι σχῆμα τῆς |
αὐλητὰς κυκλίους καὶ κιθαρῳδίαν , ἐναγώνια ταῦτα καὶ διὰ τοῦτο σεμνὰ προσειπών , φέρε νῦν ἀντεξετάσωμεν τῇ ὀρχήσει ἕκαστον αὐτῶν | ||
, εἰ δὲ περὶ τοὺς λόγους τοῦτο δράσετε , τὰ σεμνὰ ὑμῖν οἰχήσεται ; ἐγὼ μὲν οὐδ ' εἰ πάντας |
ἐν Ἐπιτρέπουσι καὶ Φιλήμων ἐν Μυρμιδόσι . σκυλάκια σιαλώδεα : κύνεια κρέα λιπαρά . ἡμιεκτέον : τὸ ἥμισυ τοῦ ἑκτέως | ||
σκορόδου φύσιγγα : τὸ ἔξωθεν λέμμα . σκυλάκια σιαλώδεα : κύνεια κρέα λιπαρά . συνέβησε : συνεβίβασεν . τολμᾶν : |
τοιοῦτον καὶ εἶναι . Καὶ ἡ θάλαττα δὲ καὶ τὰ νιτρώδη καὶ σαπρὰ καὶ ὀξέα τῶν ὑδάτων ἔχει τινὰ μίξιν | ||
ἐστὶ τὰ βραδέως τὰ ὄσπρια τήκοντα . τοιαῦτα δὲ τὰ νιτρώδη καὶ ἁλμυρά . ἐν δὲ τῷ περὶ ὑδάτων Ἱπποκράτης |
. καρδάμου χλωροῦ τὰ ἁπαλώτατα φύλλα , λιβανωτίδος χλωρᾶς τὰ ἁπαλώτατα φύλλα τρίψας , καὶ τούτων τὸ ὑγρὸν ἐκθλίψας , | ||
. καὶ τῶν πετραίων ὁ φύκης καὶ ἡ φυκίς , ἁπαλώτατα ἰχθύδια ὄντα , ἄβρωμα καὶ εὔφθαρτά ἐστιν , ἡ |