γὰρ οὐδὲ τὰ χαροπὰ φαῦλά ἐστιν , οὐδὲ φαύλων κυνῶν ξύμβολα , εἰ καὶ ταῦτα τύχοι καθαρὰ καὶ γοργὰ ἰδεῖν
λίθους ; | οὐκ ἀποθέμενος καὶ ἀποδυσάμενος ταῦτα ‖ τὰ ξύμβολα [ γυμνὸν ] ἡμῖν ἐπιδείξεις | σεαυτὸν ὁποῖος [
7488593 χρονιωτερα
οὐ προσδέχομαι τὸ λέγειν τὸν Ἱπποκράτην ὅτι τὰ ποικίλα διαχωρήματα χρονιώτερά ἐστιν ὅλως : ἐπὰν ποικίλα , αὐτόθι ἐπίκειται ὁ
τουτέστιν ὁ ὕμνος : οἷον τὰ λεγόμενα πάντα ἢ γραφόμενα χρονιώτερά ἐστι τῶν ἔργων . τὰ μὲν γὰρ ἔργα τῷ
7450589 κοιλιῃσι
ὁ ὕδρωψ ἐν τῇσι μήτρῃσι , καὶ τὰ ἐν τῇσι κοιλίῃσι , καὶ τὰ ἐν τοῖσι σκέλεσι , καὶ τἄλλα
πνιγμοὶ ἐπὶ τοῖσι προγεγραμμένοισιν , ἐκπυητικόν . Τὰ ὑστερικὰ ἐν κοιλίῃσι σκληρύσματα ἐπώδυνα , ὀξέως ὀλέθριον . Τῇσιν ἐπιφόροισιν ἤδη
7370512 ὑποσκληρα
μελισσῶν . Σῦκα δὲ ὀνομάζουσι βλαστήματά τινα στρογγύλα ἑλκώδη , ὑπόσκληρα , ἐνερευθῆ , οἷς ἀκολουθεῖ ὀδύνη . φύονται δ
ἐκχυμώματα , καὶ τὰ μελάσματα , καὶ τὰ περὶ ταῦτα ὑπόσκληρα καὶ ὑπέρυθρα ᾖ : ἢν γὰρ ξὺν σκληρύσματι πελιωθῇ
7342688 ϲτρυφνα
δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων
βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ ,
7315985 εὐηθεα
ἀϲινέα , τὰ δὲ ξένεα , λοιμώδεα καὶ κτείνοντα . εὐήθεα μὲν ὁκόϲα καθαρά ἐϲτι καὶ ϲμικρὰ καὶ ἀβαθῆ ,
' εἰ παχύ , λευκόν , οὐ κάκοδμον ἐκδιδοῖ , εὐήθεα τὰ ἀπὸ τῶνδε ἕλκεα : ἢν δὲ ἐπινέμηται ,
7290429 ψυχικα
εἰρημένων τερπνά . αἱ μὲν θεωρητικαὶ καὶ πρακτικαὶ ἀρεταὶ ὡς ψυχικὰ ἀγαθά , ὑγίεια δὲ σώματος καὶ εὐαισθησία καὶ ῥώμη
τί οἱ τερατόμορφοι καὶ ἄφρονες ; ὅτι τοῖς σωματικοῖς τὰ ψυχικὰ συμπάσχει , ὥσπερ τοῖς ψυχικοῖς τὰ σωματικά . Διὰ
7278197 πτυελα
ἀραιοῦν μὲν τὰ μέρεα μᾶλλον , πολλὸν δὲ ἄγειν τὰ πτύελα . τὸ ξύμπαν δὲ ὀλίγον ἔϲτω ποτόν : πνεύμονι
, ἀποϲιτίη , μήλων ἐρύθημα φαιδρόν , βὴξ ξηρή , πτύελα μόλιϲ ἀναγόμενα , φλέγμα ἢ χολῶδεϲ , ἢ δίαιμον
7271959 Ναννακου
τοῦ γραμματιστέωκαὶ τοιηκὰς ἠ πικρή τὸν μισθὸν αἰτεῖ κἢν τὰ Ναννάκου κλαύσω οὐκ ἂν ταχέως λήξειε : τήν γε μὴν
ἱκέτευεν . Ἡρώδης δὲ ὁ ἰαμβοποιὸς φησὶν : Ἵνα τὰ Ναννάκου κλαύσῃ . Τὰ τρία τῶν εἰς τὸν θάνατον :
7266802 ὀδυνωδεα
ἐν κύστεσι καὶ ἀσκίοισι πανταχόθεν , μάλιστα δὲ πρὸς τὰ ὀδυνώδεα , καὶ ἀλείφειν θερμῷ καὶ πολλῷ καὶ πολλάκις .
ὦτα μεγάλα ἀνίσταται . Τὰ κωματώδεα , ἀσώδεα , ὑποχόνδρια ὀδυνώδεα , ἐμετώδεα σμικρὰ , ἐν τούτοισι τὰ παρ '
7263967 βαγματα
καὶ σαφῆ ; οὐ γὰρ δυσνόητα ταῦτά φημι τὰ ποικίλα βάγματα καὶ φωνήματα , τὰ αἰανῆ καὶ σκοτεινὰ καὶ θλίψιν
] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα . βάγματα ] φωνή - ματα . παντάλαν ' ] πανάθλια
7236370 πολυτροφα
προειρημένοις καὶ πολυτροφώτερα . λέγεται δέ τινα καὶ ἄγρια ὄστρεα πολύτροφα καὶ βρομώδη καὶ εὐτελῆ τὴν γεῦσιν . Ἀριστοτέλης δὲ
λαλεῖν πόρε Φερσεφόνεια . δεῖπνά μοι ἔννεπε , Μοῦσα , πολύτροφα καὶ μάλα πολλά , ἃ Ξενοκλῆς ῥήτωρ ἐν Ἀθήναις
7228928 ἐνικμα
πως ἤδη τοῖς σώμασι , τὰ δὲ ἔτι ἁπαλὰ καὶ ἔνικμα χοῖροι . . . . , : Ἰστέον δὲ
, μήτε μανὰ ἵνα μὴ διίῃ : ταῦτα δὲ καὶ ἔνικμα καὶ πυκνότητα ἔχει , τὰ δὲ τῆς φιλύρας καὶ
7207727 ἰσχνα
οὐ κυΐσκουσιν αἱ τοιαῦται , καὶ εἰ κυήσειέν ποτε , ἰσχνὰ καὶ ἀσθενῆ τὰ παιδία τίκτουσι : πῶς οὖν ἀνακαθαίρονται
δὲ μηδὲ ἕτερον τούτων , ἀλλὰ μαλακά τε χρὴ καὶ ἰσχνὰ εἶναι τὰ ἀκρωτήρια : καὶ τὴν γαστέρα μαλθακὴν εἶναι
7206434 χρηζει
δακτύλοις καὶ αἰδοίοις ἕλκη καὶ τὰ ἄλλα , ὅσα ἀνιεμένων χρήζει φαρμάκων . Αὕτη ποιεῖ καὶ τὰς ἰάσεις ταχυτέρας .
ἑτέρου ἢ ἀμφοτέρων γίνεσθαι , ἔπειτα πότερον ξηρασίης ἢ ὑγρασίης χρήζει , ἢ τὰ μὲν τοῦ σώματος ξηρασίης , τὰ
7201990 ἀφανιζομενα
' ἕλκεσιν ἐρυσιπέλατα γίνεται , κακοήθη πάντα , καὶ τὰ ἀφανιζόμενα ὡσαύτως , καὶ οἷς πυρετοὶ συνεδρεύουσιν . οὐκ ἀγαθὸν
τῶν ἐλαττόνων καὶ τὰ μείζονα τῶν βραχυτέρων καὶ τὰ ταχέωϲ ἀφανιζόμενα τῶν πλείονα χρόνον ἐπιμενόντων , χείρω δὲ τὰ πυροῦντα
7199911 ἀνθρωπικα
ὡς ἑκούσιον ἀκουσίου . ἔτι δὲ τὰ ἄλογα πάθη καὶ ἀνθρωπικά εἰσιν , ὥσπερ ὁ λογισμός : ἀπὸ τούτων δὲ
μάλα γεννικόν , μὴ ἔχειν ἀτάκτως μηδὲ ἀπειθῶς πρὸς παιδεύματα ἀνθρωπικά : ἐπεὶ δὲ ἀπέφηνεν αὐτοὺς ὁ ὀρχηστοδιδάσκαλος καὶ μάλα
7189787 μανα
ὅσοις δ ' ἐναντίως , ἀφρονεστάτους . καὶ ὧν μὲν μανὰ καὶ ἀραιὰ κεῖται τὰ στοιχεῖα , νωθροὺς καὶ ἐπιπόνους
γίνεται , καὶ κωπεῶνες ἐκ τούτων κάλλιστοι : τὰ δὲ μανὰ μᾶλλον εἰς βάθος καὶ πάχος , δι ' ὃ
7183956 δυσνοητα
πέμποντος τὰ βάρβαρα λόγια σαφηνῆ καὶ σαφῆ ; οὐ γὰρ δυσνόητα ταῦτά φημι τὰ ποικίλα βάγματα καὶ φωνήματα , τὰ
σκότῳ ποδηγετεῖ φανεροῖ καὶ σαφηνίζει τὰ * δεινὰ καὶ * δυσνόητα . * τὸ δὲ ποδηγετεῖ δὲ ἀπὸ τῶν κυνηγῶν
7182405 σελαχια
γαλεοί τε κύνες . μαλάκια δὲ καλεῖται τὰ τευθιδώδη . σελάχια δὲ τὰ τῶν ἐρίων φῦλα . πάγουροι . Τιμοκλῆς
ἐς αὐτοὺς ἐξαπτόμενον ἐκβάλλειν πειρώμενοι τῇ συντροφίᾳ . Καλεῖται δὲ σελάχια ὅσα οὐκ ἔχει λεπίδας : εἴη δ ' ἂν
7176376 ϲηπιαι
, ἀλλὰ μαλακόν . ἐϲτὶ δὲ τοιαῦτα πολύποδέϲ τε καὶ ϲηπίαι καὶ τευθίδεϲ , ὅϲα τε τούτοιϲ ἔοικε . ϲκληρόϲαρκα
ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν εἰϲιν
7173065 κεφαλορριζα
, καὶ τὰ πλείω δὲ τῶν ταρίχων , καὶ ὅσα κεφαλόρριζα ἐν λαχάνοις , καὶ ὑφ ' ἓν εἰπεῖν ,
δεῖται τροφῆς ἐξ αὑτῶν θ ' ἱκανήν . . . κεφαλόρριζα γὰρ ὥστ ' ἐν τοῖς ἡμέροις ἡ πλείων ἀπεπτοτέρα
7142060 μελαγχολικα
, τὰ δ ' ἤδη γεγηρακότα καὶ ἀμφοτέρων χείρω , μελαγχολικά τε ὄντα καὶ περιττωματικά , καὶ μάλισθ ' ὅσῳ
, καὶ ἐπιληψίαι , καὶ τὰ μανικὰ , καὶ τὰ μελαγχολικά . Τοῦ δὲ χειμῶνος , πλευρίτιδες , περιπλευμονίαι ,
7122295 συγκεχυμενα
, ὅπερ εὐκρίνεια ἐν σαφηνείᾳ : ἐκείνη τε γὰρ τὰ συγκεχυμένα διευκρινεῖ πρὸς σαφήνειαν , ὡς ἐδείκνυμεν ἐν τῷ περὶ
νόμενα , ἀλλὰ τῷ ἑαυτοῦ ἑνὶ δεδεμένα καὶ ἔτι οἷον συγκεχυμένα , τοσοῦτόν γε προβληθέντα ὅσον ἐκεῖνο , μηκέτι ἓν
7107690 ὑποψυχρα
κωματώδης : ὑποχονδρίου δεξιοῦ ἔπαρμα ξὺν ὀδύνῃ : ἄκρεα πάντοθεν ὑπόψυχρα : σμικρὰ παρέλεγεν : λήθη πάντων , ὅ τι
καὶ φθαρτικά , τὰ δὲ νότια κρυσταλ - λώδη καὶ ὑπόψυχρα . τὸ δὲ τοῦ Ταύρου δωδεκατημόριον καθόλου μέν ἐστιν
7094943 διατεταμενα
ἱστορίαν κρῖναι δυνήσεται . ἱστορήσαντος γάρ τινος , ὅτι ἀνθρώπῳ διατεταμένα τὰ ἀγγεῖα ἔχοντι καὶ βαρυνόμενα αἱμοῤῥαγία ἐγγενομένη περιέγραψε τὸ
κάθαρσις φλεγματώδης , καὶ φανεῖται ὑμενώδης , καὶ ὥσπερ ἀράχνια διατεταμένα ἐν ταύτῃ ἔσται : καὶ πείσεται μὲν τὰ αὐτὰ
7092155 πιλια
ἔνδεια θερμοῦ , ἡ ξηρότης μαραίνει . διὸ καὶ τὰ πιλία θᾶττον ποιεῖ πολιούς : ἐκπίνεται γὰρ ἡ οἰκεία τῆς
τοὺς πόδας : ἀσκέραι δὲ κυρίως τὰ ἐν τοῖς ποσὶ πιλία ἤτοι ἀρτάρια λέγονται . ὦ Λύκοφρον , γίνωσκε ὅτι
7091718 ἀσωδεα
τὰ ἐπιῤῥιγώσαντα ἐκ τουτέων , κακά . Ἐμέσματα ἄκρητα , ἀσώδεα , πονηρά . Τὸ καρῶδες ἆρά γε πανταχοῦ κακόν
, ἐξαίφνης παρακρούσαντα ἀλυσμῷ , αἱμοῤῥαγικά . Τὰ κωματώδεα , ἀσώδεα , ὀδυνώδεα ὑποχόνδρια , θαμινὰ σμικρὰ πτύοντα , τὰ
7087769 λεπτυνουϲηϲ
τῇ λελεγμένῃ πλὴν ἀϲθενεϲτέρα . Ἀμύγδαλα τὰ μὲν πικρὰ τῆϲ λεπτυνούϲηϲ τε καὶ ἐκφρακτικῆϲ τῶν ἐν βάθει γλίϲχρων τε καὶ
ταῖϲ ψόαιϲ ἐπιτιθέντα . τὴν δίαιταν καὶ φάρμακα προϲάγειν τῆϲ λεπτυνούϲηϲ δυνάμεωϲ ἄνευ τοῦ θερμαίνειν ἐπιφανῶϲ , προϲάγειν δὲ καὶ
7083329 δωρακινα
καὶ εἰς πλάτανον , ἀφ ' ἧς γίνεται ἐρυθρὰ τὰ δωρακινά . Τὰ μῆλα ἐν διτταῖς ὥραις τοῦ ἔτους φυτευτέον
. Ὀπώρα λέγεται ἡ χλοώδη τὸν καρπὸν ἔχουσα , οἷον δωρακινά , μῆλα , ἀππίδια , δαμασκηνά , καὶ ὅσα
7082128 τευθιδεϲ
καὶ κάραβοι καρίδεϲ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα , πολύποδεϲ ϲηπίαι τευθίδεϲ καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα , βάτοι λειόβατοι ῥῖναι
ἡ ϲὰρξ καὶ κύαμοι φρυγέντεϲ καὶ τὰ καλούμενα δὲ μαλάκια τευθίδεϲ ϲηπίαι πολύποδεϲ οἱ κητώδειϲ τῶν ἰχθύων , ἐξ ὧν
7081712 κεχρωσμενα
τὰ μεμεγεθυσμένα νοῇ , ὡς σύνθετα νοεῖ : ὡς γὰρ κεχρωσμένα καὶ ὅλως πεποιωμένα . Τὸ ὅλον οὖν νοεῖ καὶ
καὶ πρὸς τὸ λαμπρότατον ἤγαγε . ἀπεσκοτωμένα : ἐσκιαγραφημένα , κεχρωσμένα . τὰς γὰρ χρίσεις σκότη καλοῦσιν οἱ ζωγράφοι .
7073994 σκοτεινα
παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα . βάγματα
λέγουσι δὲ καὶ τὸ ἀμαυρώσειν δηλοῦν : λυγαῖα γὰρ τὰ σκοτεινά . Ἀμερίας δέ φησιν ἀγνοῶν : λύγος ῥάβδος .
7068037 διεληλυθας
, αὐλητρίς . ὦ Διοσκόρω , ὀνόματα τῶν δώδεκα θεῶν διελήλυθας . Εὐρύβατε κνισολοιχέ , οὐκ ἔσθ ' ὅπως οὐκ
διὰ παντός . Παντάπασιν , ἦ δ ' ὅς , διελήλυθας βίον ἰσονομικοῦ τινος ἀνδρός . Οἶμαι δέ γε ,
7055203 στατικα
λέγεσθαι , καὶ ὡς τρόφιμα καὶ τὰ λυτικά , καὶ στατικά , καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια . Ὑγιεινὰ μὲν γὰρ
ἐπισκεπτικὰ καί , ὡς ἄν τις εἴποι , μετρητικὰ καὶ στατικά . τίς λέγει ταῦτα ; μόνος Χρύσιππος καὶ Ζήνων
7043880 παρεργα
, ἀλλὰ κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην , ἵνα μὴ τὰ πάρεργα τῶν ἔργων πλείω γένηται . ἐὰν γὰρ ἀφέμενός τις
κικίννοις , ἀλλ ' ὀρθαῖς μανίαις , ἁγεῖτο δὲ πάντα πάρεργα . πολλάκι ταὶ ὄιες ποτὶ τωὔλιον αὐταὶ ἀπῆνθον χλωρᾶς
7042625 ξυνα
ᾠδῆς . ξυναὶ θηροσύναι τε λίνων ξυναί τε ποδάγραι : ξυνὰ δέ τ ' ἀνθρώποισι ποδωκέα πάντα γένεθλα ἵπποις ἠδὲ
τῶν ἐναντίων . ἀλκὴ ] δύναμις καὶ βοήθεια . θ ξυνὰ ] κοινωφελῆ καὶ ὑμῖν καὶ ἡμῖν νομίζω λέγειν .
7039966 πολυτροφωτερα
βρομώδεις δέ . τὰ δὲ τήθη παραπλήσια τοῖς προειρημένοις καὶ πολυτροφώτερα . λέγεται δέ τινα καὶ ἄγρια ὄστρεα πολύτροφα καὶ
ἕωλα κουφότερα καὶ ὀλιγοτροφώτερα , τὰ δὲ πρόσφατα βαρύτερα καὶ πολυτροφώτερα . καὶ τοῦτο δῆλον ἐπὶ τῆς αὐτοψίας ? ?
7029790 διυγρα
ἰδίως δυσπνοϊκῶν καὶ ἀναφορικῶν οὕτω καλουμένων , ἀφρώδη τε καὶ δίυγρα καὶ γλίσχρα καὶ παχέα ἐσύστερον τὰ ἀναπτυόμενα , ἃ
] αὐτάδελφα ἢ πολυνεικῆ . ὁμώνυμα ] πολυνεικῆ . θ δίυγρα : ζῶντα πήματα χεόμενα καὶ πολλά . τριπάλτων δὲ
7002731 τροφιμα
αἱ δὲ ἄλλαι ἁλυκώτεραι . τὰ δὲ ὠτία δύσπεπτα , τρόφιμα δὲ μᾶλλον τηγανιζόμενα , αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι ,
ἔδεσμα τῶν ἐμπλαττομένων ὑπάρχον . ὥσπερ γὰρ εὔχυμά τε καὶ τρόφιμα πάντα ἐστὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἐδεσμάτων , οὕτως βλάπτει
6981188 ἀνωδυνα
τῷ λευκῷ τοῦ ὀφθαλμοῦ παρὰ φύϲιν πάντα , τὰ μὲν ἀνώδυνα , ἐφ ' ὧν τρίχεϲ πολλάκιϲ ἐκπεφύκαϲι καὶ τὰ
χυλοῦ περδικιάδος . καλῶς ποιεῖ καὶ ἀποξηραίνει καὶ ἀφλέγμαντα καὶ ἀνώδυνα τὰ ἕλκη διατίθησι . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ
6977807 ϲκληρουϲ
τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον . τοὺϲ μὲν οὖν ϲκληροὺϲ καὶ ἀντιτύπουϲ καὶ ὑποπελίουϲ καὶ κακοήθειϲ πόλυπαϲ ὡϲ ἂν
ἀλωπεκίαϲ καὶ τὰ ὅμοια θεραπεύει . ὀνίνηϲι δὲ καὶ τοὺϲ ϲκληροὺϲ ϲπλῆναϲ , ἐπιπλαττομένη πρόϲφατόϲ τε καὶ ξηρά . διδόαϲι
6970842 φυλλοβολα
. Πάντα δὲ κάρπιμα ἢ ἄκαρπα , καὶ ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα , καὶ ἀνθοῦντα ἢ ἀνανθῆ : κοιναὶ γάρ τινες
τὰ δένδρα τριχῶς ὀνομάζονται : τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν λέγονται φυλλοβόλα , τὰ δὲ ἀειθαλῆ , τὰ δὲ κρυψίφυλλα .
6970323 κακοηθεα
τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς τὸ πλευρὸν
ἡ μεταβολὴ καὶ μηδὲν ἄγαν : φιλόϲτροφα γὰρ τάδε καὶ κακοήθεα . χρὴ δὲ ϲαρκοῦν ἤδη τὸν ἄνθρωπον καὶ τὰϲ
6963817 ἐνδυματα
μεγάλων πέρι ; . Λάχεσι μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα . ἐνδύματα ἀμόργινα . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου
παρθενίων ὑγρὰ λάφυρα πόθων , σάνδαλα καὶ μαλακαί , μαστῶν ἐνδύματα , μίτραι , ὕπνου καὶ σκυλμῶν τῶν τότε μαρτύρια
6963139 θρασεα
. . ματαίᾳ ] ἀνωφελεῖ . . κυμαίνοντ ' ] θρασέα , βλάσφημα . . ξὺν δίκῃ ] δικαίως .
ταραχώδη . κυμαίνοντ ' ] ἐπηρμένα . κυμαίνοντ ' ] θρασέα , βλάσφημα . θ ἔπη ] λόγια . πέποιθα
6952107 ἐρευθη
τῆς θέρμης φλυκταίνας ποιεῖν . Ἀπολλόδωρος τὰ ἐκ τοῦ πυρὸς ἐρευθή - ματα ἢ ἐκ ψύχους ἢ τοὺς τύλους καὶ
τῆς θέρμης φλυκταίνας ποιεῖν . Ἀπολλόδωρος τὰ ἐκ τοῦ πυρὸς ἐρευθή - ματα ἢ ἐκ ψύχους ἢ τοὺς τύλους καὶ
6950419 πελιδνα
σμικρὰ πρὸς ἡμέρην : ἄφωνος : ἵδρωσε ψυχρῷ : ἄκρεα πελιδνά : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης , ἑκταῖος ἀπέθανεν .
τὰ οὖρα καὶ ἀνυπόστατα , τοῦ δὲ δεινοῦ πάνυ κεκρατηκότος πελιδνά τε καὶ μέλανα τούτοις ἂν ἀποδοθείη τὰ παρυφιστάμενα ,
6949372 μαλακοστρακα
' αὖ μαλάκια , ἕτερα δ ' ὀστρακόδερμα ὥσπερ ἕτερα μαλακόστρακα . Καὶ τῶν ἰχθύων οἱ μὲν κητώδεις καὶ πελάγιοι
τὰ λοιπὰ εὔχυμα . καί τινα τῶν πελαγίων καὶ τὰ μαλακόστρακα , ἀστακοὶ , πάγουροι , καρκίνοι , κάραβοι ,
6947206 κυνουχος
ὅτῳ ἔσονται αἱ ἄρκυς καὶ τὰ ἐνόδια καὶ τὰ δίκτυα κυνοῦχος μόσχειος , καὶ τὰ δρέπανα , ἵνα ᾖ τῆς
. καὶ κυνίζειν καὶ κυνισμὸς καὶ κυνικὸς καὶ κυνώδης καὶ κυνοῦχος , καὶ κυνήποδες ἵππων . χρῶμα δὲ κυνῶν οὔτε
6935083 σαπρα
τὸ α , οἷον χήρα , θύρα , μοῖρα , σαπρά , μικρά , πονηρά , μυσαρά , καὶ ὅσα
γ ' ἐγὼ παρέξω . Ἐμοὶ σὺ λουτρόν , ὦ σαπρά ; Καὶ ταῦτα νυμφικόν γε . Ἤκουσας αὐτῆς τοῦ
6929589 ὑποδεεστερα
: τὸ ἑξῆς οὕτως : ὅμως δὲ φαίνοιτ ' ἂν ὑποδεεστέρα πόλεως καὶ εὐτελοῦς καὶ οὔτε συνοικισθείσης καὶ τὰ ἑξῆς
τοῦ βίου πάντα δωρεῖται , ἡ δ ' ἑτέρα καὶ ὑποδεεστέρα τῶν ἐνύλων οὐκ ὀλίγα παρέχει πλεονεκτήματα . Ψυχαὶ δ
6927948 ἀσαρκα
οὐ μὴ βλάβη γένηται στομωθὲν τὸ τοιοῦτον : ἐστὶ γὰρ ἄσαρκα καὶ ὑδατώδεα , μύξης πλέα , ὅπου δὲ καὶ
μίαν ἐξ ἀμφοῖν . ” λέγεται γὰρ κρέα γλίσχρα τὰ ἄσαρκα καὶ δερματώδη . τινὲς δὲ γλίσχρον τὸ ἐπίπονον καὶ
6927143 λαμπροτερα
δοῦναι τολμῆσαι τοῦ δεδωκότας ἀποτυχεῖν τιμιώτερον : νίκη γὰρ ἀθλητοῦ λαμπροτέρα πρὸς ὃν οὐδεὶς ἀποδύεται . Ἀλλὰ ταῦτα μὲν αἱ
' ἄν . οὐ γὰρ ἦν ἑτέρα φύσις ἀμείνων οὐδὲ λαμπροτέρα πρὸς ὄψιν , ἣν δυνατὸν εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἀφικέσθαι
6921094 εὐαυξη
τοῖς εὐδιεινοῖς καὶ ἀπνευμάτοις ἔτι δὲ ὅταν ἡ φυτεία πυκνὴ εὐαυξῆ μὲν τὰ δένδρα μανὰ δὲ καὶ ὑγρὰ μᾶλλον .
καθύγροις τόποις * δήεις : μάθε * πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος
6917484 Ἀγαθα
δὲ , καὶ καρηβαρίην λύει , καὶ ῥῖνας ὑγραίνει . Ἀγαθὰ μὲν οὖν λουτρῷ τοσαῦτα πάρεστιν , ὧν πάντων δεῖ
σύριγγος σπήλαιον εἰσελθεῖν καὶ χωρὶς κλήσεως κατακεκλεῖσθαι . ” “ Ἀγαθὰ λέγεις , ” ὁ ἱερεὺς εἶπε , “ καί
6915643 Αἰτια
ταραχὴν οὐδεμίαν οὐδ ' ἔκστασιν ἀφ ' ἑαυτῶν εἰσδεχόμενοι . Αἰτία δὴ οὖν τὸ λοιπὸν γίγνεται τῷ συνθέτῳ τοῦ πάσχειν
καὶ οὐδὲ συνεζευγμένος καὶ διὰ τοῦτο κρίσιμος . υναʹ . Αἰτία συλλήψεως ἡ τῆς μήτρας σύμμετρος θερμασία καὶ ἡ πρόσφατος
6913889 παχυχυμα
οἱ λευκοί τε καὶ λεπτοί . καὶ πάντα δὲ τὰ παχύχυμα , εἰ καλῶς πεφθείη καὶ αἱματωθείη , πολύτροφα γίνεται
ἧττον οἱ λευκοὶ καὶ λεπτοί . καὶ πάντα δὲ τὰ παχύχυμα , εἰ καλῶς πεφθείη καὶ αἱματωθείη , πολύτροφα γίνεται
6913540 πλαδαρα
ἄνευ περιττωματικῆς τινος ὑγρότητος καὶ ἐπιρροῆς ἔσωνται , ἐπειδὴ ἡ πλαδαρὰ σὰρξ ἑτοιμόφθαρτός ἐστι καὶ οὐκ ἄγονται εἰς οὐλὴν τὰ
φλοιὸς καυθεὶς καὶ ἐπιπαττόμενος τὰ δι ' ὑγρότητα πολλὴν ἕλκη πλαδαρὰ καὶ ῥυπαρὰ ἰᾶται . πευκεδάνου ῥίζα τοῖς κακοήθεσιν ἕλκεσιν
6911699 ἑκταια
, τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ κʹ , ἑβδομαία ὥρας
ψυχρεύεσθαί τις δύναται λέγων ὅτι τρίτη ἡ τρισκαιδεκαταία , ὡς ἑκταία ἑκατηβόλος σελάνα , ἑκκαιδεκαταία : ἡ γὰρ μέση οὐκ
6898180 ἀτταται
δὲ καὐτός . Ἀλλ ' ἄνοιγε τὴν θύραν . Ἀτταταῖ ἀτταταῖ , στυγερὰ τάδε γε κρυερὰ πάθεα : τάλας ἐγώ
ἔπαθεν , ὁ δὲ ἅπερ ἔχει ἐν εἰρήνῃ χαρμόσυνα . ἀτταταῖ ] φεῦ . κατεγχάνοι : καταγελάσοι . Γ ἀτταταῖ
6895742 Σχηματα
. ἀλλὰ νῦν ἡμῖν περὶ τοῦ τελευταίου ὁ λόγος . Σχήματα δὲ διηγημάτων ἔστιν εʹ : ὀρθὸν ἀποφαντι - κόν
πᾶσα γὰρ λέξις ῥηματικὴ ἢ πρωτότυπός ἐστιν ἢ παράγωγος . Σχήματα δὲ ῥημάτων εἰσὶ τρία , τὸ ἁπλοῦν , τὸ
6888571 ταδι
δὲ πρὸς γονὰς βροτησίους . ταῦτα μὲν οὕτω : καὶ ταδὶ δέ μοι μάθε , ὡς ἡ παλαιὰ συγγραφὴ κωμῳδίας
τὰ καλὰ σέλινα ; ποῦ μοι ταδὶ τὰ ῥόδα , ταδὶ τὰ ἴα , ταδὶ τὰ σέλινα ; ἦν δέ
6887839 δυσωδεα
, ἐκπυητικόν : καὶ τὰ ποικίλως ἰόντα , γλίσχρα , δυσώδεα , πνιγώδεα , ἐπὶ τοῖσι προειρημένοισιν , ἐκπυητικόν :
λυγμὸς πουλύς : δίψος ἐπιπόνως . Τρισκαιδεκάτῃ , μέλανα , δυσώδεα , πουλλὰ ἤμεσεν : ῥῖγος : περὶ δὲ μέσον
6887668 ταχεα
ἀναρριχᾶσθαι διὰ σχοινίου καὶ πλεῖστα ἄλλα ὁμοιότροπα . τὰ δὲ ταχέα χωρὶς εὐτονίας καὶ βίας ἐστίν : δρόμοι δ '
ἀμφότερον βασιλεὺς ἀγαθὸς κρατερός τ ' αἰχμήτης . κραιπνά : ταχέα , ταχύτατα . ἄλκιμα : ἰσχυρὰ , καὶ στερεὰ
6886726 κομψα
τίς ὄρεα βαθύκομα τάδ ' ἐπέσυτο βροτῶν ; ῥήματά τε κομψὰ καὶ παίγνι ' ἐπιδεικνύναι πάντ ' ἀπ ' ἀκροφυσίων
ἢ ὅτι ἐγὼ ἔχω πολλὰς κριθὰς καὶ χόρτον ἢ ὅτι κομψὰ περιτραχήλια ; εἰ οὖν ταῦτά σου λέγοντος εἶπον ὅτι
6884397 ἐπετεια
ὅλη φύσις ἐν τούτοις . Ἄλλα δ ' ἐστὶν ὥσπερ ἐπέτεια μέρη τὰ πρὸς τὴν καρποτοκίαν , οἷον φύλλον ἄνθος
ἄδην αἰῶνος ἐτύχθη : Μοιράων δ ' ἔτι κεῖθι θύη ἐπέτεια δέχονται καὶ Νυμφέων Νομίοιο καθ ' ἱερὸν Ἀπόλλωνος βωμοὶ
6883831 γλιϲχρα
προϲώπου διαϲτροφή , λῆμαι περὶ τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ κολλώδειϲ , δάκρυα γλίϲχρα , ῥίγη ϲυνεχῆ , πρόπτωϲιϲ ἕδραϲ καὶ αἰδοίου ἔνταϲιϲ
, διάταϲιϲ κενεή : γαϲτὴρ ἀπολελυμένη τὰ πολλὰ χολώδεα , γλίϲχρα βραχέα . ἀεὶ δὲ ἐπαυξέα γίγνεται τὰ πάθεα :
6878188 καταντα
ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι . πολλὰ δ ' ἄναντα κάταντα κατὰ στίχας ἦλθ ' ὁ μάγειρος , σείων ὀψοφόρους
τὰ μὲν παραδραμών , τὰ δὲ βάδην ἄναντα πολλὰ καὶ κάταντα τοιαύτη γάρ , ὡς οἶσθα , ἡ πόλιςπεριελθὼν ἵδρωκάς
6876299 ὠχροϲ
ὡϲ τὸ μηδὲν οὐκ ἐπιϲτρέφειν . βάροϲ τοῦ ϲκήνεοϲ : ὦχροϲ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε : γαϲτὴρ φυϲώδηϲ : ὀφθαλμοὶ κοῖλοι
ἀμφοῖν ἴϲχει τὰ ϲημήϊα . ξύμπαϲι δὲ ὁμοῦ ξύνεϲτι , ὦχροϲ , δύϲπνοια , βὴξ ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε : νωθέεϲ
6874712 ὑποχωρηματα
λεπτή . Τῇ Ἐπιχάρμου πρὸ τόκου δυσεντερίη , πόνος , ὑποχωρήματα ὕφαιμα , μυξώδεα : τεκοῦσα , παραχρῆμα ὑγιής .
ὅμοια τοῖσιν ὑγιαίνουσιν , ἥκιστα νοσερά . Καὶ οἷσι τὰ ὑποχωρήματα , ἢν ἐάσῃς στῆναι καὶ μὴ κινήσῃς , ὑφίσταται
6872376 λειποθυμιη
τοῖσι πλείστοισιν ἀποκοπτομένοισιν ἀσινέα γίνεται , ὅσα ἂν μὴ αὐτίκα λειποθυμίη ἀνατρέψῃ , ἢ τεταρταίοισιν ἐοῦσι πυρετὸς ξυνεχὴς ἐπιγένηται .
τοῖσιν αὐχμοῖσιν ὀφθαλμίαι ἐπεδήμησαν ὀδυνώδεες . Αἵματος φλεβῶν στάσιες , λειποθυμίη , σχῆμα , ἄλλη ἀπό - ληψις , μοτώματος
6872254 τρομωδεα
καθαπτόμενοι , τρομώδεες ἢ σπασμώδεες . Τὰ ἐν φρενιτικοῖσι νεανικῶς τρομώδεα , θανάσιμα . Αἱ περὶ ἀναγκαῖα παραφροσύναι , κάκισται
δι ' ὅλου , ἆρα καὶ ἄφωνοι τελευτῶσιν ; Τὰ τρομώδεα , σπασμώδεα γενόμενα , ἐφιδροῦσι , φιλυπόστροφα : τούτοισι
6872039 διδακτεον
τὸ πλῆθος αἰτιατέον τῶν πραγμάτων , ἐὰν δὲ ἀρχαῖος , διδακτέον , ὅτι νῦν καιρὸς αὐτοῦ , ἐὰν δὲ ἀπίθανος
, πότερον τὰς οὐσίας αὐτῶν ἢ τὰς ἐνεργείας ἡμῖν προτέρας διδακτέον ; σαφέστεραι γὰρ ἐπὶ πολλῶν ἡμῖν αἱ ἐνέργειαι :
6868875 ὀστρακοδερμα
, καὶ ὀξυτάτως πηγνύων , καὶ ἔχων βέλος ὀξὺ , ὀστρακόδερμα δ ' εἰσὶν ὁ καραβὸς καὶ οἱ ἀστακοί .
εἰς τὴν ἰδίαν κοίτην , ἀλλότριον μὴ ἐπιβαίνων . Τὰ ὀστρακόδερμα πάντα γηράσαντα τὸ ὄστρακον ἀποβάλλουσι καὶ ἄλλο κάτωθεν νέον
6868275 αὐτοδηλα
δ ' αἰακτὰ πήματ ' οὐ λόγῳ . τάδ ' αὐτόδηλα , προῦπτος ἀγγέλου λόγος : διπλαῖ μέριμναι , διδύμα
χορὸς ὁρᾷ βασταζόμενα . τάδ ' ] τὰ πήματα . αὐτόδηλα ] φανερά . αὐτόδηλα ] φανερὰ καὶ οὐκ ἀμφίβολα
6863093 ὀλιγοχρονια
μέγα καὶ σεμνὸν , ἀλλὰ πάντα σμικρὰ καὶ ἀσθενῆ καὶ ὀλιγοχρόνια καὶ ἀναμεμιγμένα λύπαις μεγάλαις . Τὸ ζῆν ἔοικε φρουρᾷ
τὴν δύνουσαν , ἀλλ ' ὅμως εἰ αὕτη ἀναιρετικὴ εἴη ὀλιγοχρόνια ἔσται . εὕρομεν δὲ πολλάκις , φησίν , τῇ
6860921 φαρμακειῃσι
δὲ νήπια καὶ τὰ πρεσβύτερα εὐλαβέεσθαι χρή . Ἐν τῇσι φαρμακείῃσι τοιαῦτα ἄγειν ἐκ τοῦ σώματος , ὁκοῖα καὶ αὐτόματα
τεκμαιρόμενος πειρῶ , ὅλου τοῦ σώματος , κεφαλῆς καθάρσεσι , φαρμακείῃσι , καὶ πυρίῃσι τῆς ὑστέρης καὶ προσθέτοισι χρῆσθαι :
6858713 τμητικα
ὅτι τοῦ πολιτικοῦ λόγου καὶ γοργότης καὶ τραχύτης καὶ τὰ τμητικά , ἐν τούτῳ δὲ πολὺ τὸ ἀναβεβλημένον , εἶτα
φολεάτινον , τὰ δὲ πρὸϲ τῷ θερμαίνειν ἱκανῶϲ ξηραίνοντα καὶ τμητικά , ὥϲπερ τὸ κύπρινόν τε καὶ Ϲικυώνιον , τὰ
6856981 κεχαλασμενα
συνάγει καὶ παχύνει τὴν ὕλην , καὶ τονοῦν ἤδη τὰ κεχαλασμένα πέφυκε , παχυμερῆ τε ὄντα ἤδη καὶ ψύχοντα καὶ
γὰρ βούλεται ἡμᾶς τὰ πάθη , ἀλλὰ μὴ ἀνειμένα καὶ κεχαλασμένα φορεῖν . διὸ καὶ ἐπὶ τῆς διαβάσεως αὐτῶν ,
6852853 φλαυρα
διὰ δὲ τὰς ὑποκειμένας αὐτοῖς ἢ πονηρὰς ἢ ἀγαθὰς ἢ φλαῦρα ἢ ἀγαθὰ δοκεῖ . ὑμεῖς δὲ ταῦτα ἴστε φανερώτερον
. Τῇσιν ἐπιφόροισι κεφαλαλγικὰ , καρώδεα μετὰ βάρεος γινόμενα , φλαῦρα , ἴσως δὲ ταύτῃσι καὶ σπασμῶδές τι παθεῖν ὀφείλει
6850213 Ἠθη
βίος μελλησμῷ παραπόλλυται καὶ εἷς ἕκαστος ἡμῶν ἀσχολούμενος ἀποθνῄσκει . Ἤθη ὥσπερ τὰ ἡμῶν αὐτῶν ἴδια τιμῶμεν , ἄν τε
. Δικαίως κτῶ . Πλήθει ἄρεσκε . Σοφίᾳ χρῶ . Ἤθη δοκίμαζε . Ὑφορῶ μηδέν . Μίσει διαβολάς . Μὴ
6848779 ἀϲινεα
, ῥόοϲ διπλόοϲ , ϲκληρίη , ἕλκεα , τὰ μὲν ἀϲινέα , τὰ δὲ κακοήθεα , πρόπτωϲιϲ ὅληϲ ἢ μέρεοϲ
εἴϲω ϲτάξῃ , ὤκιϲτα μὲν ἑλκοῦται τὰ μέρεα , κἢν ἀϲινέα ᾖ : ὤκιϲτα δὲ ἐϲ τὸ εἴϲω νέμεται καὶ
6848323 μωρα
ὁ δέ φησι νοῦν αὐτῇ ἐντίθημι . ἀναμνησθεῖσα δὲ ἡ μωρὰ ὅτι καθ ' ἑκάστην ἡ μήτηρ αὐτῆς νοῦν αὐτὴν
Λουκιανὸς τάδ ' ἔγραψα παλαιά τε μωρά τε εἰδώς , μωρὰ γὰρ ἀνθρώποις καὶ τὰ δοκοῦντα σοφά . οὐδὲν ἐν
6846217 ἑτεροια
μίη καὶ οὐ μίη , ᾗ πάντα ταῦτα καὶ τὰ ἑτεροῖα διοικέεται , ἡ μὲν ἐς ζωὴν ὅλου καὶ μέρεος
δέ γε πολλὰ καὶ ἕτερα καὶ τῷ τοῦ ἑτέρου φαντάσματι ἑτεροῖα καὶ ἀνόμοια ἑαυτοῖς . Οὕτω . Καὶ ὁμοίους δὴ
6844258 ἀτιθασα
βιαίῳ πολλάκις διαφθειρόμενα προσκυνοῦσιν , οἱ ἥμεροι τὰ ἀνήμερα καὶ ἀτίθασα καὶ οἱ λογικοὶ τὰ ἄλογα καὶ οἱ συγγένειαν ἔχοντες
καὶ πτηνοῖς ἀπεικάζει τὰ πάθη , ὅτι σίνεται τὸν νοῦν ἀτίθασα καὶ ἀνήμερα ὄντα καὶ ὅτι πτηνῶν τρόπον ἐπιποτᾶται τῇ
6834588 ϲμηκτικα
τὸ διὰ βδελλίου καὶ ϲτύρακοϲ Φιλαγρίου ριδ Κολλύρια τραχωματικὰ καὶ ϲμηκτικά ριε Κολλύρια ἔνϲτακτα καλούμενα πρὸϲ ἀμβλυωπίαϲ ριϚ Κολλύριον τὸ
τὸ διὰ βδελλίου καὶ ϲτύρακοϲ Φιλαγρίου ριδ Κολλύρια τραχωματικὰ καὶ ϲμηκτικά ριε Κολλύρια ἔνϲτακτα καλούμενα πρὸϲ ἀμβλυωπίαϲ ριϚ Κολλύριον τὸ
6833046 δακρυσω
κουροβόρῳ παρέξει . ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ , πῶς σε δακρύσω ; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ ' εἴπω ;
θεόκραντόν ἐστιν ; ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ , πῶς σε δακρύσω ; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ ' εἴπω ;
6832104 ἀστεια
τομάς . ὁ μὲν οὖν ἀστεῖος ἐλάλει τῇ διανοίᾳ τὰ ἀστεῖα ὄντως , ὁ δὲ φαῦλος ἑρμηνεύει ἔστιν ὅτε παγκάλως
, ὅπως ἄν τις ἐθέλῃ , τοῦτο διέξιμεν πάλιν . ἀστεῖα μὲν οὖν λέγειν ἐκ τούτου τοῦ τόπου ἔστιν ,
6831785 παθεα
καὶ τοῦτο ἐξ Ἀνδρομέδας . ἀπὸ κοινοῦ λάβωμεν πέπονθα ἄνομα πάθεα . καὶ ταῦτα ἐξ Ἀνδρομέδας . δεομένη τοῦ βαρβάρου
τῷ λόγῳ ταύταν τὰν αἴσθασίν φαντι εἶμεν . ὁκόσα δὲ πάθεα τῶν σωμάτων ὀνυμαίνεται , ποτὶ τὰν ἁφὰν κλῄζεται ,
6831517 αἰανη
τὰ παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . . αἰανῆ ] ἀχλύος γέμοντα . βάγματα ] φωνήματα . .
πέμποντος . παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα
6825005 ὑπογεια
Δήμοις . λέγειν δ ' ἔστι καὶ κατάγεια οἰκήματα καὶ ὑπόγεια . ἔνι δ ' εἰπεῖν λίθον σκληρὸν καὶ λίθον
δίδωσι , μάλιστα καὶ τοῦ περὶ ἀποδημίας κλήρου εἰς τὰ ὑπόγεια πίπτοντος . κἂν οἱ κλῆροι πάλιν ὅ τε τῆς
6822998 ἑλκεα
παιδίοισι κῆλαι ἐπιγίγνονται μάλιστα , καὶ τοῖσιν ἀνδράσι κίρσοι καὶ ἕλκεα ἐν τῇσι κνήμῃσιν , ὥστε τὰς τοιαύτας φύσιας οὐχ
, κίνδυνος πάλιν γενέσθαι ἕλκεα . Τὰ παλινδρομήσαντα ἐν ἰσθμίοις ἕλκεα τοῖσιν ὁμοίοισι κινδυνώδη . Τοῖσι παιδίοισιν ἀξιολόγοις ἕλκεσιν ἐν
6820081 πεμπταια
ὥρας βʹ γʹ ιεʹ , τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ
ὁμοίαν ἀναπληροῖ ἡ τοῦ μηνός . οἷον ἐὰν τριταία ἢ πεμπταία ἤτοι ἀπὸ τῆς συνόδου ἢ πανσελήνου , ἔκτοτε ἔσται
6820061 χρονια
ἀφεψήματι ὡς ἐπὶ τοῦ Ἀνδρομάχου ⋖ β : εἰ δὲ χρονία εἴη ἡ διάθεσις , καὶ ἁλῶν ⋖ β .
: εἰ δὲ ψυχρότερόν ἐστι τὸ μόριον καὶ νευρωδέστερον , χρονία . ἀπὸ δὲ τῆς ὕλης : εἰ μὲν θερμή
6819640 ὀλεθρια
νοσημάτων ἰάματά ἐστι : τί γάρ , ἐὰν ἡ νόσος ὀλεθρία ᾖ ; ἄλλως τε ἔστιν ὅτε οὐ τὰ ἐναντία
θανατηφόρος . ὀλεθρία ] ἀφανιστική . ὀλεθρία ] κακή . ὀλεθρία ] φθαρτική . βουλεύσεται ] κυρωθήσεται . βουλεύσεται ]
6817794 πεπαιτερα
; ἀλλ ' οὐκ ἀνεκτόν , ἀλλὰ κατθανεῖν κρατεῖ : πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος . ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ
εἰσελθεῖν καὶ θῆρά τινα φοβουμένη . ἐπιξενοῦμαι ] φιλιοῦμαι . πεπαιτέρα ] ὡριμωτέρα , γλυκυτέρα . ἡδύτερος , φησὶν ,
6813320 Ἀναλογον
ἐστι γενέσεως , ἀρκεῖ τὸ ἀγαθὸν οὐσίας εἶναι ἀρχή . Ἀνάλογον δὲ τούτῳ μὲν ὁ δημιουργὸς θεός , ὢν αὐτοῦ
τῶν καβαλλαρίων , τοὐναντίον ποιεῖν πρὸς τὸν λεχθέντα τρόπον . Ἀνάλογον δὲ μέτρον τῶν τοιούτων γίνεται τάξεων , τὸ μὲν
6808035 ὑποπυρρα
περὶ ὧν ἂν εἴη νῦν προσῆκον φάναι . Τὰ τοίνυν ὑπόπυρρά τε καὶ ὑπόξανθα τῶν οὔρων οὐκ οἶδα ὅτι ἂν
τῶν δυσκρασίᾳ ἤδη ἑαλωκότων θερμῇ , μετρίᾳ μὲν οὔσῃ , ὑπόπυρρά τε καὶ ὑποξανθα ὀφθείη ἂν , πλείονι δὲ γεγενημένῃ
6807708 ἀτελεστερα
ἕκαστον τῶν ἐν μαθηματικῇ θεωρημάτων τὰ μὲν αὐτόθεν φαινόμενα καὶ ἀτελέστερα ὑποδείκνυσιν ὡς πρότερα , οἷον ὅτι τὸ ὀρθογώνιον τρίγωνον
τοῖσιν ἄνωθεν κυφοῖσιν : ἥβη δὲ καὶ γένειον βραδύτερα καὶ ἀτελέστερα , καὶ ἀγονώτεροι οὗτοι τῶν ἄνωθεν κυφῶν . Οἷσι
6807548 ῥυπτικα
ἐπὶ πιτυριάσεως καὶ ψώρας καὶ φθειριάσεως ἢ κονίδων ἐνοχλουσῶν . ῥυπτικὰ μὲν οὖν ἐστι νίτρον , ἀφρόνιτρον , ἅλας ,
ἰχώρων , οὓϲ ἐκδαπανῆϲαι ϲκοπόϲ ἐϲτι . διαφορητικὰ τοίνυν καὶ ῥυπτικὰ προϲακτέον φάρμακα , καθαρτικῷ φλεγμαγωγῷ πρότερον κενώϲανταϲ ὅλον τὸ

Back