Οὐκοῦν ὅ γε νοῦν ἔχων πάντα τὰ αὑτοῦ εἰς τοῦτο συντείνας βιώσεται , πρῶτον μὲν τὰ μαθήματα τιμῶν , ἃ | ||
, κατασείων τὰς χεῖρας καὶ μένειν ὑποσημαίνων ἐβοηδρόμει . καὶ συντείνας ἄσθματος πλήρης ” ἐπεσφράγισθε ” εἶπε „ καὶ τὰς |
κεράμιον ὕδωρ ἐγχέαντα ἐκκρεμάσαι ἢ ἐς σφυρίδα λίθους ἐμβαλόντα . Ἕτερος τρόπος ἐμβολῆς : ἢν ἐς τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ , | ||
, , , , , , , . , : Ἕτερος μὲν οὖν ἀποχρῆν ἂν ὑπέλαβε καὶ αὐτὰ τὰ νῦν |
φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε , μὴ πόθ ' ἕκαστον ὑμῶν δήξεται περιμένετε , ἀλλ ' ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρησάσθω . Λυκοῦργος | ||
τὰ ἡμᾶς ἄξοντα : ὑμεῖς δὲ εἴπερ πλεῖν βούλεσθε , περιμένετε ἔστ ' ἂν ἐγὼ ἔλθω : ἥξω δὲ ταχέως |
αἴσθηται ἑαυτῆς πεπλησμένης , ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον , ζητεῖ φωλεόν . ἐντεῦθέν τοι καὶ κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ | ||
: στρωμνὴν ἐν δασεῖ κατεσκεύασεν καὶ ἔκτισεν * κοῖτον : φωλεόν * βαθεῖ : δασεῖ * ἐνεδείματο : ᾠκοδόμησεν * |
δὲ προϊδεῖν ἦν τότε , σοφώτερος ἂν ἦν ἡμῶν ὁ προϊδών ; Τὸ ποῖον δὴ λέγεις ; Εἰς τὸ γεγονὸς | ||
θαλάσσης κατέπηξαν , ὥστε δεινὸν ἦν προσπλεῦσαι , μὴ οὐ προϊδών τις ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν . ἀλλὰ |
δέ ἐϲτιν ἀρθριτικοῖϲ ϲκοτωματικοῖϲ : τούτῳ ἕτερόϲ τιϲ ϲτομαχικευόμενοϲ , καταπίπτων ϲυνεχῶϲ ἐπιληπτικῶϲ ἐχρήϲατο καὶ ϲφόδρα ηὐχαρίϲτηϲεν . ἐϲτὶ δὲ | ||
, λυθέντοϲ αὐτοῖϲ τοῦ ζωτικοῦ τόνου : ἀμυδρότεροϲ γὰρ καὶ καταπίπτων ἀεὶ ἐν ταῖϲ ὀλεθρίοιϲ παρακμαῖϲ τοῦ παροξυϲμοῦ γίνεται ὁ |
πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης ἄσιτος ἡμέραν καὶ νύχθ ' ὅλην κεστρεύς , λεπισθείς , | ||
ἔχει τῆς καθάρσιος : ἢν δὲ μὴ , κακῶς : ἄσιτος δὲ ταῦτα ποιείτω . Καὶ ἢν μὴ τεκνοῦσα ἦ |
ἐμισθώσαντο , στρατιώτης καὶ μαστιγίας : ἀναγωγότερον οὖν τοῦ στρατιώτου λάκκον αὐτὴν εἰπόντος πῶς ; ἔφησεν : ἢ ὅτι δύο | ||
πτέρυξις . λαχήνας : ὀρύξας , σκάψας Βόθρον : , λάκκον . δέμας : σῶμα . εὐνήν : κοίτην . |
κακὴν ἐπιβάλλεται ἅρπην , ὅς τε καὶ ἐκ ποταμοῖο λιπὼν ζάλον ἰλυόεντα , χιλοὶ ὅτε χλοάουσι νεὸς δ ' ἀπεχεύατο | ||
ὅτι ὅλους τοὺς στάχυας τρώγει . * ἐπιβάλλεται : ἐπιτίθησιν ζάλον δὲ τὸ βορβορῶδες κῦμα . χιλοὶ ὅτε : ὅτε |
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν | ||
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον |
οὐδ ' ἔπαθεν τοιοῦτον οὐδὲν τῇ ψυχῇ , ἀλλ ' ἐπάρας τὴν φωνὴν καὶ γεγηθὼς καὶ λαρυγγίζων ᾤετο μὲν ἐμοῦ | ||
τῇ σύριγγι : ὅταν οὖν καταστήσῃ τοῦτο ἐπὶ τὸν σκοπὸν ἐπάρας , ὃν βούλεται , ἀπέκλεισεν τὴν ἀναπαυστηρίαν χειρολάβῃ τινὶ |
παρηγορεῖν ἀνιαρῶς ἔχοντα . περὶ δὲ πρώτην νυκτὸς φυλακὴν πάντας ἐπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τὸ ξίφος ἔχων , ἐπικατασφάξων ἐμαυτὸν τῇ | ||
τις τὴν θρυαλλίδα ἡμμένην εἰσπέμψειεν ἂν εἰς τὰ νεώρια , ἐπιτηρήσας βορέαν πνέοντα , καὶ οὕτω καύσει τὰς ναῦς . |
τοῖς εἰδόσιν πονηρεύωνται , ἀνόνητοι τῶν τεχνασμάτων γίνονται . λύκος λιμώττων περιῄει ζητῶν ἑαυτῷ τροφήν . ὡς δὲ ἐγένετο κατά | ||
ὥρᾳ τῶν σίτων βραχέντων οἱ μύρμηκες ἔψυχον . τέττιξ δὲ λιμώττων ᾔτει αὐτοὺς τροφήν . οἱ δὲ μύρμηκες εἶπον αὐτῷ |
. Ὁ σὸς δέ , παμμέγιστε Ῥωμανέ , στόλος τείχη στραφεὶς ἔπληττεν ἐν προθυμίᾳ , χαίρων κατασπῶν ταῦτα , ῥίπτων | ||
μετ ' αὐτοῦ , ἕνα δὲ μόνον ἀφῆκεν , ὃς στραφεὶς οἴκοι ἀπήγγειλε πάντα . ἐλθὼν δὲ εἰς Θήβας ὁ |
αὐτὸ μέρος καὶ μὴ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ : ὁ γὰρ καθεύδων Σωκράτης δυνάμει * * * ἐὰν οὖν ταῦτα πάντα | ||
δὲ αὐτήν , ἤκουσα καὶ τοὺς ἐν μυστηρίῳ λόγους , καθεύδων σὺν αὐτῇ ἐν τῇ μέθῃ μου οὓς ἐλάλησα : |
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε | ||
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους : |
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν | ||
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ |
' Ἀσιατογενής , καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια , καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων | ||
εὗρ ' Ἀσιατογενὴς ] καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων |
, χρῶντας δ ' αὐτοῖς μόνοι Λακεδαιμόνιοι . Πάντ ' ἐντραγὼν τὸν βοῦν εἰς τὴν οὐρὰν ἀπέκαμεν : ἐπὶ τῶν | ||
, χρῶντας δ ' αὐτοῖς μόνοι Λακεδαιμόνιοι . Πάντ ' ἐντραγὼν τὸν βοῦν εἰς τὴν οὐρὰν ἀπέκαμεν : ἐπὶ τῶν |
ἐκκαλεῖσθαι . διόπερ ἀναβὰς ἐπί τινα πάσσαλον καὶ ἑαυτὸν ἐνθένδε ἀποκρεμάσας προσεποιεῖτο τὸν νεκρόν . τῶν δὲ μυῶν τις παρακύψας | ||
τὸν σύλλογον , ἐμὲ δὲ ὁ Κυλλήνιος τοῦ δεξιοῦ ὠτὸς ἀποκρεμάσας περὶ ἑσπέραν χθὲς κατέθηκε φέρων ἐς τὸν Κεραμεικόν . |
εἶναι τῇ πόλει κινδύνευμα γυναῖκας ἅμα τέκνοις εἰς πολεμίων στρατόπεδον πορευομένας ἐᾶσαι : εἰ γὰρ αὐτοῖς ὑπεριδοῦσι τῶν νενομισμένων ὁσίων | ||
εἰς ταὐτὸν συντρέχουσαν δύναμιν πολιτικὴν καὶ φιλοσοφίαν , καὶ μὴ πορευομένας χωρὶς δὴ φρόνησιν καὶ ἐξουσίαν . τοῦτο γὰρ οὐκ |
: οὗτος μέν γελέγω δὲ ἰδώνξηράνας τὸν νεκρὸν σύνδειπνον καὶ συμπότην ἐποιήσατο . πολλάκις δὲ καὶ δεομένῳ χρημάτων ἀνδρὶ Αἰγυπτίῳ | ||
ὁ ποιητής : ζείδωρον ἄρουραν . ἔνιοι πόσιν ἤκουσαν τὸν συμπότην . ἐν τοῖσιν ἀλέγονται : ἀριθμοῦνται . συγκαταλέγονται ἐν |
τε πόντος ἥρπας ' : ἐν δ ' ἄντρου μυχοῖς κρύψας γυναῖκα τὴν κακῶν πάντων ἐμοὶ ἄρξασαν ἥκω , τούς | ||
, ἀλλ ' ἐγὼ οὐ πείθομαι , καὶ διὰ τοῦτο κρύψας ἔχω . ἢν οὖν παρέλθῃ τὸ νέφος καὶ τῆς |
γῆν ὑπὸ τῶν συμπαιζόντων , μετὰ ταῦτα τῆς συμφωνίας προκαλουμένης ἀνεπήδα γυμνὸς καὶ τοῖς μίμοις προσπαίζων ὠρχεῖτο τῶν ὀρχήσεων τὰς | ||
τινος δέοιτο Ἀστυάγης , πρῶτος ᾐσθάνετο Κῦρος καὶ πάντων ἀοκνότατα ἀνεπήδα ὑπηρετήσων ὅ τι οἴοιτο χαριεῖσθαι , ὥστε παντάπασιν ἀνεκτήσατο |
τούτου τὰ ὑποπτευόμενα αἴτια εἶναι . ἐπειδάν γε μὴν ὁ ἱπποκόμος τὸν ἵππον παραδῷ τῷ ἀναβάτῃ , τὸ μὲν ἐπίστασθαι | ||
τὸ ἐπιμελοῦμαι παράγεσθαι , βουκόμος καὶ βουκόλος , ὥσπερ καὶ ἱπποκόμος . . . . . . . , . |
τὸν ἐργάτην τρέμοντα , μὴ πεσὼν διαρραγῇ : ἐς δὲ διπτύχων ἀκμὰς χηλέων ἔθηκε βῶλον . . . Ναῦται ] | ||
ἀδελφή τ ' , εἰ γεγῶσα τυγχάνει ; οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν ἀνάδελφος ἔσται . τὰς τύχας τίς οἶδ ' |
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . . | ||
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ |
καὶ ἡ εἰκὼν τῷδε κατὰ τιμήν , κατάκειται δὲ ὁ εὐωχούμενος . Ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος | ||
ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . Δαιννύμενος : εὐωχούμενος . τέχνῃσιν : δόλοις . πανουργίαις . ἑλών : |
καὶ ὁ δελφὶς σὺν αὐτῷ εἰς τὴν νῆσον ἐξῆλθεν . ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ θύννος καὶ τὸν δελφῖνα λειποψυχοῦντα θεασάμενος ἔφη | ||
πρὶν εἰς τὴν οἰκίαν αὑτοῦ παραγενέσθαι : ὁ δὲ ἀπιστῶν ἐπιστραφεὶς ἐθεάσατο τὴν γυναῖκα , ἡ δὲ πάλιν ὑπέστρεψεν . |
ἀστέρ ' ὀπωρινῷ ἐναλίγκιον , ὅς τε μάλιστα λαμπρὸν παμφαίνῃσι λελουμένος ὠκεανοῖο : τοῖόν οἱ πῦρ δαῖεν ἀπὸ κρατός τε | ||
βαλανείωι ψυχρῶι καὶ φαύλωι κεκοσμημένον ἰδὼν ἡρῶιον λαμπρῶς ὡς ἐξῆλθεν λελουμένος κακῶς οὐ θαυμάζω ἔφη ὅτι πολλοὶ ἀνάκεινται πίνακες , |
οὐκ ἐλάττους δισμυρίων . παραγενόμενος δ ' ἐγγὺς τῶν πολεμίων διεπρεσβεύσατο πρὸς Ἄγυριν τὸν δυναστεύοντα τῶν Ἀγυριναίων . οὗτος δὲ | ||
τῷ Εὐμενεῖ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχων Μακεδονικὴν δύναμιν ἀξιόλογον λάθρᾳ διεπρεσβεύσατο πρὸς τοὺς περὶ τὸν Ἀντίπατρον καὶ συνθέμενος κοινοπραγίαν ἐπεβούλευσε |
τοῦ Ναυπλίου συνεὶς τὸ γιγνόμενον , ἁρπάσας τὸν Τηλέμαχον ἀπειλεῖ φονεύσειν πρόκωπον ἔχων τὸ ξίφος , καὶ πρὸς τὴν τῆς | ||
οὐκ εἶναι Πολύβου , ἔρχεται εἰς Πυθώ , ὅθεν ἀκούει φονεύσειν πατέρα . ἐκκλίνει γοῦν τὴν πρὸς τὸν Πόλυβον καὶ |
' αὐτοῦ Ἀλκιβιάδες καλεῖται . ὅτε δὲ χορηγοίη πομπεύων ἐν πορφυρίδι εἰσιὼν εἰς τὸ θέατρον , ἐθαυμάζετο οὐ μόνον ὑπὸ | ||
κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον , τὸν ἐν τῇ πορφυρίδι , τὸν ἐστεφανωμένον . Ἄγε δή , πρόσεχε πᾶς |
ὅτε δὴ λέγεται καθεύδειν ὁ Πὰν ἐκλελοιπὼς τὴν θήραν . ἐκάθευδε δ ' ἄρα πρότερον μὲν ἀνειμένος τε καὶ πρᾷος | ||
[ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος [ γράφει ] ἐκάθευδε . . γ . Α . . Ο . |
διαστολὴν : οὖρος Φροῦρος κοῦρος θοῦρος λοῦρος . τὸ δὲ κηπουρός καὶ οἰκουρός ὡς σύνθετα ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΡΟΣ | ||
κακόπαθός εἰμι ; “ Αἴσωπος λέγει ” μὴ οὐκ εἶ κηπουρός ; “ ὁ κηπουρὸς λέγει ” ναί . “ |
ἀλλ ' ἀπάνευθεν ἐπ ' ἀγροῦ πήματα πάσχειν γρηῒ σὺν ἀμφιπόλῳ , ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ , | ||
εὐπότμως οἴχεται : εὐφρόνης , ὥσπερ ἐώθει , ἅμα τῇ ἀμφιπόλῳ προϊὼν ἐκ τοῦ αὐλίου τὰ ἄστρα ἐθηεῖτο , καὶ |
κακῶς πένεσθαι . ΓΘ θαλεροῖς ] σὺν πολλοῖς . Γ πεινῇ ] πεινᾷ . θαλεροῖς ] διύγροις . φαρέτρας ] | ||
πα - ραφρονεῖν αὐτῇ ἔρχεται : ὅταν δὲ ἀπολίπωσιν , πεινῇ καὶ διψῇ , καὶ ἠπίαλος πυρετὸς ἔχει . Χρὴ |
καὶ γεωργὸς ὀνομαζόμενος , τὰς ἀμπέλους ἀποδράς , εἰς ἄστυ δραμών , ἑταίραν ἐξαίφνης κα - ταμαθὼν κάλλει καὶ χρυσῷ | ||
. καίτοι κρύπτειν μὲν ἐπιχειρεῖ τὸ πάθος ὡς ὑπὲρ εἰσφορῶν δραμών , ἐμὲ δὲ οὐ λέληθε σὲ μὲν ἔργον θέμενος |
. . : Στρεψιάδης ὁ προλογίζων . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας : καὶ τοῦτο ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ | ||
ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι , οἷον : ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε , . , . . Ἀλίωσε : μάταιον |
ἀπὸ τῶν ἐπιδημίων μαθεῖν . ἐνταῦθα μὲν γὰρ ἀὴρ λυπεῖ χρωσθεὶς μιαροῖς μιάσμασιν εἴτ ' ἀπορροίας ἄστρων εἴτ ' ἐξ | ||
τῷ ποταμῷ , καὶ ὁ Περσῶν Τίγρης τῷ Περσῶν αἵματι χρωσθεὶς ἔρρει . Λογιζέσθω δή τις τὰς ἐκείνων εἰς τὴν |
; Ἀπόδειξον . Ὥσπερ κλωστῆρ ' , ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος , ὧδε λαβοῦσαι , ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν | ||
ἐκ Πειραιῶς , οἷα δὴ ξένος καὶ βάρβαρος οὐ μετρίως τεταραγμένος ἔτι τὴν γνώμην , πάντα ἀγνοῶν , ψοφοδεὴς πρὸς |
μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , μὴ κενῶς πόνει . Φιλῶ σε Ὀνήσιμε , | ||
τὴν δικαιοσύνην . ὀρθῶς ἔφην . τοῦτο ποίει καὶ ἐπιγράψας κάθευδε ἀναπεσὼν ὥσπερ Ὀδυσσεὺς μηκέτι μηδὲν φοβούμενος . ποιήσω εἶπε |
φανὸς τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος ; Φερεκράτης : τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . φανὸν δέ τινές | ||
Οἴμοι κακοδαίμων ὁ λύχνος ἡμῖν οἴχεται . Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ ' ὥσπερ λύχνος ὁμοιότατα καθηῦδ ' |
τὰ γέλοια λεγόντων . πιὼν δὲ τὴν νύκτα πᾶσαν καὶ μεθυσθεὶς πολὺ καὶ πατάξας ἀφεὶς ἅπαντας τοὺς ἄλλους ἀπαλλάττεσθαι ἤδη | ||
τὰ ἄλλα ὀνόματα παρ ' ἡμῖν ἀγαπώμενα μεταφέροντες , τὸ μεθυσθεὶς ἐπὶ τοῦ νέκταρος καὶ ἐπὶ δαῖτα καὶ ἑστίασιν καὶ |
καὶ τὴν ναῦν μικροῦ καταδύεσθαι . τῶν δὲ πλεόντων ἕτερος περιρρηξάμενος τοὺς πατρῴους θεοὺς ἐπεκαλεῖτο μετ ' οἰμωγῆς καὶ στεναγμοῦ | ||
τοῦ φίλου , καὶ ῥίψας ἑαυτὸν εἰς τὸ ἔδαφος , περιρρηξάμενος τὸν χιτῶνα , ἀμφοτέραις χερσὶ περιελὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο |
[ ὃς σεθ ? [ ἔχεις , εὖ μοι διδοίης δεσπότηι θ ' ὃς Οἰνόης σύγχορτα ναίει πεδία ταῖσδ ' | ||
ἄρσεν ' ἐντίκτω κόρον , πλαθεῖς ' Ἀχιλλέως παιδί , δεσπότηι δ ' ἐμῶι . καὶ πρὶν μὲν ἐν κακοῖσι |
πῶς αὐτὸς ἤδη φοβερός ἐστι γινώσκω . ” Ἀνὴρ γεωργὸς ἀμπελῶνα ταφρεύων καὶ τὴν δίκελλαν ἀπολέσας ἐπεζήτει , μή τις | ||
τῷ Συλεῖ ὡς γεωργὸς δοῦλος ἐστάλη εἰς τὸν ἀγρὸν τὸν ἀμπελῶνα ἐργάσασθαι , ἀνεσπακὼς δὲ δικέλλῃ προρρίζους τὰς ἀμπέλους ἁπάσας |
μέσφα τό γ ' ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ | ||
ἔρανται . Ὥρατος δ ' ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος ἀνέρι τήνῳ παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον . οἶδεν Ἄριστις , |
, πολλῶν δὲ ἐπ ' αὐτοῦ καθαγιζομένων θυμάτων ὃ δὲ πανημέριος καὶ ἐς νύκτα ἐξάπτεται . ἕως δὲ ὑπολάμπει , | ||
: ὃς δέ κ ' ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς πανημέριος πολεμίζῃ , θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ καὶ τὰ ἑξῆς |
πεντακοσίους σταδίους διελθὼν ἐπιφαίνεται τοῖς Λυσιτανοῖς καὶ εὐθὺς ἐς μάχην ἐξέτασσε , κατάκοπον τὸν στρατὸν ἔχων . τρεψάμενος δ ' | ||
χώρας ἐξανηλωμένης τροφῶν ἠπόρει καὶ αὐτὴν αὖθις περιιὼν ἑκάστης ἡμέρας ἐξέτασσε , προκαλούμενος ἐς μάχην : Φάβιος δ ' οὐ |
ΤΕΛΟΣ ΕΞΕΛΘΟΥΣΑ , ἤτοι πληρωθεῖσα καιρῷ τινί . Εἶτα καὶ ἐκφοβῶν καὶ ἀποτρέπων τὸν Πέρσην τῆς ὕβρεως λέγει , Παθὼν | ||
καὶ ἀπὼν οἷς δίδως ἐλπίζειν εὐφραίνεις ψιλαῖς παρασκευαῖς τὸν πολέμιον ἐκφοβῶν . καί σε εἰ καὶ βραδύτερον , ἀλλὰ σεμνότερον |
εἰσέλθῃς καὶ φύγωσι πάντες τὸ τέρας ἰδόντες . “ καὶ εἰσελθοῦσα θεωρεῖ ἔτι μαχομένας τὰς συντρόφους καὶ λέγει ” τί | ||
αὐτήν . ὁ δὲ ὑπέδειξεν αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην , εἰσελθοῦσα δὲ ἐκρύπτετο εἰς τὰς γωνίας . τῶν δὲ κυνηγῶν |
μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου μοχλός ναῦται δ ' ἐμηρύσαντο ναὸς ἰσχάδα χορὸς δ ' | ||
κλεῖν : ἄλλοι δέ : παρὰ τὸ μολῶ μολὸς καὶ μοχλός : ὡς Ὅμηρος , ὀχῆα λέγων τὸν μοχλόν . |
τινὸς δὲ πυθομένου τὴν αἰτίαν ἔφη : Καιρὸν ἔχω μὴ ἀσθενήσας καὶ αἰσχύνομαι εἰς ὄψιν ἐλθεῖν τοῦ ἰατροῦ . Σχολαστικῷ | ||
Εὐκτήμων ὁ πεντηκόνταρχος , ὡς ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου ἀπεστάλη οἴκαδε ἀσθενήσας , ἐπειδὴ κατέπλευσε καὶ ἤκουσε τοῦτον ἐμοὶ διάδοχον καθεστηκότα |
ὥς φησιν ὁ Ἱεραπολίτης Θεόδωρος ἐν τοῖς περὶ ἀγώνων , ἤσθιε μνᾶς κρεῶν εἴκοσι καὶ τοσαύτας ἄρτων οἴνου τε τρεῖς | ||
εἶτα ἡμεῖς μὲν ἑστῶτες ἐδακρύομεν , ὃ δὲ ἄρτου ἐπιλαβόμενος ἤσθιε καὶ ἡμῖν προσώρεγεν . ἀπονευόντων δὲ ἡμῶν προσδέξασθαι ἔφη |
, ὃς δεινότατος ἐδόκει εἶναι τῶν ἐν τῆι πόλει : Φιλοκράτη τὸν Ἁγνούσιον , ὃς θρασύτατα καὶ ἀσελγέστατα τῆι πολιτείᾳ | ||
Ἡφαιστόδωρον , Κηφισόδωρον , ἑαυτόν , Διόγνητον , Σμινδυρίδην , Φιλοκράτη , Ἀντιφῶντα , Τείσαρχον , Παντακλέα . Μέμνησθε δέ |
, τὴν δὲ ϲφίγξιν ἀνιέντεϲ τὸν δεϲμόν , τὸν δὲ θρόμβον ἢ ἐλαίου ἐπιχύϲει ἢ τῇ τῶν δακτύλων ἐπιθάλψει διαλύοντεϲ | ||
ὁμοίωϲ φυράϲαϲ χρῶ . Πρὸϲ ϲπληνικούϲ . Ϲποδὸν κληματίνην καὶ θρόμβον τρυγίαϲ ὄξουϲ φυράϲαϲ τῇ γῇ χρῶ , ἢ ἀφεψήματι |
ἀνεπήδα καὶ τὸ κάλυμμα ἀναπεταννὺς ὡρᾶτο βλέπων καὶ τὸν Δοκειανὸν κατησπάζετο : ὁ δὲ τῷ αἰφνιδίῳ κατεπέπληκτο καὶ πλήρης χαρμονῆς | ||
, ὡς καταλαμβάνοντα τοῦτον ἐμάνθανεν ὁ Δοκειανὸς ἀπήντα μακρόθεν καὶ κατησπάζετο : ἀτενίσας δὲ καὶ πρὸς τὸν Οὐρσέλιον καὶ τὸ |
τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ , ᾗπερ ἔδοξεν κεκοιμῆσθαικαὶ καταλαβόντα τὸν ἀγρὸν πεπραμένον καὶ τὴν σκευὴν ἠλλαγμένην ἀπαίρειν εἰς τὴν πόλιν . | ||
. ἐλεύθερος δ ' ὢν δοῦλός ἐστι τοῦ λέχους , πεπραμένον τὸ σῶμα τῆς φερνῆς ἔχων . . . . |
καὶ τροφὴν ἴσχει , τεθηλός τε ἀεὶ θρύον καὶ κύπειρον δειπνεῖ . οὐκοῦν καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει | ||
κόπτει , εὕει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ , |
καὶ ἐπ ' αὐτῷ δῶρα εἰληφυῖαν Ἐριφύλην τὴν μητέρα μᾶλλον ἠγανάκτησε , καὶ χρήσαντος Ἀπόλλωνος αὐτῷ τὴν μητέρα ἀπέκτεινεν . | ||
ἔστη ἐνώπιον αὐτοῦ . ὁ δὲ βασιλεὺς ἰδὼν τὸν Αἴσωπον ἠγανάκτησε λέγων “ ἴδε τίς ἐκώλυσέ με τοσοῦτον μὴ ὑποτάξαι |
δίκην . ἡ δὲ δίκη , ἀμφορέα τις ὕδατος κομίσας καταχεῖ τῆς τοῦ παιδὸς κεφαλῆς , ἢν παῖς οὗτος ᾖ | ||
δὲ βουκόλια , ὁ μὲν κιθάραν πονεῖ , ὁ δὲ καταχεῖ μέλος τῆς σύριγγος , ἄλλος δρεπάνῃ κείρει τὰ δράγματα |
ψάμμου μαλθακῆς . Ἐν τῷδε τῷ ἀγρῷ νέμων αἰπόλος , Λάμων τοὔνομα , παιδίον εὗρεν ὑπὸ μιᾶς τῶν αἰγῶν τρεφόμενον | ||
αἵδε ὑμῖν τρισχίλιαι . Μόνον ἴστω τοῦτο μηδείς , μὴ Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν |
πεποίηται . Ἐπὰν δὲ τῷ θαλάμῳ πελάσειεν , ἵνα τὸν λαγωὸν πεπίστευκεν ἀτρεμεῖν , ἀθρόον ὡς ἀπὸ τόξου βέλος ἐξέθορεν | ||
γαστέρα σχῇς , ἡλίκην ὅτ ' εἰσῄεις . ” Κύων λαγωὸν ἐξ ὄρους ἀναστήσας ἐδίωκε , δάκνων αὐτὸν εἰ κατειλήφει |
προῖκα ἔδωκεν ὁ Τυνδάρεως : στεῖχ ' ὡς ἀθορύβως : πορεύου , ὅπως ὁ προσελθών μοι λόγος τοῦ γήρως τοῦ | ||
παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι τέλει κορωνίς . κομίζου ] πορεύου . Κασάνδραν ] τήν . ἀμηνίτως ] ἀοργήτως . |
δοκεῖ , εἰ μέν τις ἐᾷ ἡμᾶς ἀπιέναι οἴκαδε , διαπορεύεσθαι τὴν χώραν ὡς ἂν δυνώμεθα ἀσινέστατα : ἢν δέ | ||
μὴ ἐν ἴσοις χρόνοις μήτε τὸν ὁρίζοντα μήτε τὸν μεσημβρινὸν διαπορεύεσθαι : ἑκάτερον μέντοι τούτων τὴν μὲν ἐπὶ τοῦ ἑνὸς |
κατὰ ? τοῦτον τὸν τρόπον ἐκάλεσέν με καὶ ἐπελέξατο καὶ εἵλκυσεν καὶ διέστησεν ἐκ μέσου τούτων [ . παρελκύσας ] | ||
: ἀσθενής . ἐπέσπασεν : ἀντὶ τοῦ ἐσπάσατο , ἢ εἵλκυσεν , ἢ ἔσυρεν , ἐποίησεν . ἀπέσπασεν : ἐκράτησεν |
ὅς ' ἐστὶν ἀπ ' ὀβελίσκων ὀπτανά . τρίγλας καλὰς ἠγόρασα καὶ κίχλας καλάς : ἔρριψα ταύτας ἐπὶ τὸν ἄνθραχ | ||
ὅτι ἀπὸ σῶν δουλεύομαι παιδισκαρίων : ἴδε κἀγὼ σοὶ παῖδα ἠγόρασα , καὶ ὄψει κάλλος οἷον οὐδέποτε ἐθεάσω . “ |
ἵνα δηλώσῃ ὅτι συνεχῶς ἢ λίθους ἢ μέταλλα κόπτων καὶ κουφίζων ἑαυτὸν , παρέτρεψε τὴν ῥάχιν : διὸ ταύτῃ πέπονθεν | ||
τῇ στρατείᾳ , τρέφων ἐκ τῆς πολεμίας καὶ τὴν πόλιν κουφίζων τῶν δαπανημάτων , ἅμα δὲ πολλὰ καταπράξεσθαι τῇ πατρίδι |
ἀνὴρ χρηστός . τί πρῶτον ἐννοήσω καὶ διὰ τί πρῶτον ὀδύρωμαι ; ὡς ἓν ἡμᾶς οἴκημα εἶχεν Ἀθήνησιν ; ὡς | ||
ἢ ποῦ : ἔξεισί τις ἀγγέλλων αὐτὴν ζῆν ἢ θανοῦσαν ὀδύρωμαι : πόριζε : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μηχανάν : καὶ |
με ” , ἀντὶ τοῦ κινεῖ , προτρέπεται . Γ αἰκάλλει ] κινεῖ , προτρέπει . οἷός τ ' ἐπιτροπεύειν | ||
ἔτι ζῶ ; Τῶν κοράκων πονηρίᾳ . Ἀλλ ' ὥσπερ αἰκάλλει τι καρδίαν ἐμήν : μὴ ψεῦσον , ὦ Ζεῦ |
Ἀττικοὶ καὶ τὸ ἰδέ ὀξύνουσι καὶ τὸ λαβέ καὶ τὸ φαγέ , ὁμοίως τῷ ἐλθέ , εὑρέ , εἰπέ . | ||
ἰδέ ὀξυνόμενα Ἀττικά , Ἀθηναῖοι γὰρ αὐτὰ ὀξύνουσιν , οἷον φαγέ πιέ καὶ ὅσα τοῦ δευτέρου ἀορίστου . Τύπτου : |
, οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ | ||
: Οὐκοῦν , πραγματευτά , μέλαινα οἶνόν μοι κέρνα . Μέθυσος ὀνειδιζόμενος ὑπό τινος , ὅτι πολλὰ πίνων οὐ φρονεῖ |
Προπεσών : πεσών . μίμνων : περιμίμνων , περιμένων , μίμνων τὸν ἀγρεύοντα μόρον , καλεῖ κατ ' Ἀττικούς . | ||
ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅς τε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . τότε δ ' αὖτις ὑπὸ |
, ἥκων παρρησιάζῃ ” φησί “ καὶ κατακρώζεις ; ” Υἱὸν μονογενῆ δειλὸς εἶχε πρεσβύτης γενναῖον ἄλλως καὶ θέλοντα θηρεύειν | ||
δὲ τόπος ἐστὶν Ἀπόλλωνος ἱερὸς ἐν Κολοφῶνι τῆς Ἰωνίας . Υἱὸν δέ φησιν αὑτὸν Δαμαίου οὕτω λέγων : . αἰνήσεις |
οἰστρημένον ἢ τηλικῶνδε πεῖραν ὀτλῆσαι κακῶν . Ὁ δ ' αἰνόλεκτρον ἁρπαγεῖσαν εὐνέτης πλᾶτιν ματεύων , κληδόνων πεπυσμένος , ποθῶν | ||
Πακτωλοῦ ποτὰ καὶ νᾶμα λίμνης , ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι |
γανόωσα : χαίρουσα , καλλωπιζομένη , εὐφραινομένη . καγχαλόωσα : γελῶσα , εὐφραινομένη , εὐφραινομένη λίαν , ὑπερβαλλόντως χαίρουσα , | ||
φοβῇ τοὺς κύνας ; Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν οὕτως ἔφη γελῶσα : Ὅτι μὲν ἐγὼ ταῦτα πάντα κατέχω εὖ οἶδα |
ὀρῶν ἐπὶ τὰ Ἄλπεια καὶ ἐς Κελτοὺς ἀπὸ τῶν Ἀλπείων ἐπειγόμενον ὁ ἕτερος ὕπατος προλαβὼν ἐκώλυε τῆς φυγῆς , καὶ | ||
πέτρου μετεωρίζειν εἰς τὸν ἀέρα καὶ πελάζειν τοῖς οὐρανίοις τόποις ἐπειγόμενον : εἶτα μέλλοντα ψαύειν τῶν πυλῶν αἷς αἱ Ὧραι |
δέσποτα , ὁ τὸν θησαυρὸν καταθέμενος ὡς φιλόσοφος τὰ ἑπτὰ ἐχάραξε στοιχεῖα , ἃ λέγει Α ἀποβάς , Β βήματα | ||
[ λοχείῃ ] : [ ἐκταδίην ] ? δ ' ἐχάραξε τανυπλεύρου πτύχα γαίης [ στοιχάδα ] δινεύων ἐριβώλακα , |
οὐδὲ τὰ ἀληθῆ λέγων εἰσακουσθῇ . καὶ παιδίον που πρόβατα νέμον λύκον ἐρχόμενον πρὸς διαφθορὰν ὁρῶν ἐπικαλούμενον τοὺς ἀγρότας ἔλεγε | ||
δὲ φαίνει αὐτὸ τὸ ζητούμενον θαῦμα πλέω τοῦ φωτὸς ἐκλάμψεις νέμον , θησαυρὸς ὥσπερ παμπόθητος , μαργάρων πλήρης , φέρων |
? [ ! ] [ ! ] ? [ [ καλύμμασιν ] ? [ [ ] ενοις ? υ ? | ||
πλατὺ στέγαστρον ἁγνῆς παρθένου Δηοῦς κόρης , λεπτοσυνθέτοις τρυφῶντα μυρίοις καλύμμασιν , ἢ σαφῶς πλακοῦντα φράζω σοι ; πλακοῦντα βούλομαι |
ἄλλας τε ναῦς καὶ ὁπλίτας . αὐτὸς δὲ τῆς νυκτὸς ἀποβὰς εἰς τὴν Αἴγιναν πορρωτέρω τοῦ Ἡρακλείου ἐν κοίλῳ χωρίῳ | ||
παιδὶ παραδοῦναι , καὶ διὰ τοῦτο ἦλθεν εἰς Ῥόδον . ἀποβὰς δὲ τῆς νεὼς σὺν τοῖς ἥρωσι κατά τινα τῆς |
ὀβελίσκους ἡμέρας ζητουμένους δύ ' ἐχθὲς ὠμοὺς εἰς τὸ πῦρ ἀποσβέσας , καὶ πρὸς τὸ δίχορδον ἐτερέτιζες , ᾐσθόμην . | ||
ὕδατι χλιερῷ . Ἢν προσιστάμεναι πνίγωσιν , ἐλλύχνιον ἀνάψας , ἀποσβέσας , ὑπίσχειν ὑπὸ τὴν ῥῖνα , ὅκως ἂν τὸν |
δ ' ἦν παλαίσματα . ὁ μὲν γὰρ ἤθελ ' ἐξαναστῆσαι γόνυ , ἡ δ ' ἀντελάζυτ ' : εἰ | ||
. ἐπεὶ δὲ θρήνων καὶ γόων ἐπαύσατο , χρήιζων γεραιὸν ἐξαναστῆσαι δέμας προσείχεθ ' ὥστε κισσὸς ἔρνεσιν δάφνης λεπτοῖσι πέπλοις |
τῶν προβάτων ἀγέλην κράτιστος νέμειν ; τί ὄνομα αὐτῷ ; Ποιμήν . Οἱ τοῦ ποιμένος ἄρα νόμοι ἄριστοι τοῖς προβάτοις | ||
ἔστι δὲ καὶ χωρίον Κυζίκου . τὸ ἐθνικὸν ὁμοίως . Ποιμήν , ὄρος τῆς Ποντικῆς , ἀφ ' οὗ καταρρεῖ |
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν | ||
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς |
κρατούμενον ἀνάγκῃ ἀφύκτῳ , τὸν δὲ Φουφέττιον ἀγανακτοῦντα ἔτι καὶ κεκραγότα μόνον τάς τε συνθήκας ἀνακαλούμενον , ἃς αὐτὸς ἐξηλέγχθη | ||
πήραν ἔχοντα , ἀντὶ δὲ τῆς βακτηρίας ὕπερον , καὶ κεκραγότα καὶ λέγοντα ὅτι Ἀντισθένους καὶ Κράτητος καὶ Διογένους ἐστὶ |
, οὐδ ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα : λόφοι δὲ κώδων τ ' οὐ δάκνους ' ἄνευ δορός . καὶ | ||
ὠδῖνας τοὺς κύνας τίκτει τυφλούς . Γ χ ' ἡ κώδων Γ : παρὰ τὸ κραυγαστικὸν † ἡ κύων † |
, τὰ δέ γε τῆς στολῆς λευκὸν χιτῶνα ἔζωσται λεοντῆν ἐξηρτημένος καὶ κρηπῖδα ἐνῆπται , ἀκοντίῳ τε ἐπερείσας ἑαυτὸν ἕστηκε | ||
] τῶν ἀδελφῶν . οὑφ ' ἡμῖν ] ἐξημμένος , ἐξηρτημένος καὶ ἐνιστάμενος . ἰὼ ἰὼ ] φεῦ . κακὰ |
ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν : ὥστε μοι δοκῶ , ἔφη ὁ Φεραύλας , νῦν διὰ τὸ πολλὰ ἔχειν πλείω λυπεῖσθαι ἢ | ||
δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ |
καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει . οὐδ ' ἂν μαλακὴν φυρασάμενος τὴν φωνὴν πρὸς τὸν ἐραστὴν αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖν | ||
, κυδωνίοις . ἐπήνθει ] ηὔξανε , ἤκμαζε . μαλακὴν φυρασάμενος ] γυναικώδη ποιήσας . μαλακὴν ] χαλαράν . , |
ὃ θέλεις . ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ | ||
ὕστερον ἔκριναν τοὺς πάλαι διδασκάλους . Ἦν δέ τις χαλκεὺς κυνάριον κατέχων . Ὁ δὲ χαλκεύων , ὁ κύων ἐκοιμᾶτο |
οὐκ ἢν οἴκοι γε καθεύδῃς : οὐδ ' ἤν γε θύραζ ' ὥσπερ πρότερον : βίοτος γὰρ πᾶσιν ὑπάρξει . | ||
ἐστι καὶ φρονῶν οὐδὲν φρονεῖ : ἥτις γὰρ ἡμῶν καρδίαν θύραζ ' ἔχει , θᾶσσον μὲν οἰστοῦ καὶ πτεροῦ χαρίζεται |
φησὶν “ διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ἀνάβαινε ” . “ ἀνάβαινε διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ” . καὶ ταῖσι φυλλάσι | ||
μακάριε ἀλλαντοπῶλα , δεῦρο δεῦρ ' , ὦ φίλτατε , ἀνάβαινε σωτὴρ τῇ πόλει καὶ νῷν φανείς . Τί ἐστι |
, καὶ τοὺς μὲν ἐφόρους καὶ τῶν ἄλλων Σπαρτιατῶν τινας κατέκρυψε , τοῦ δὲ Παυσανίου παραγενομένου πρὸς αὐτὸν καὶ πυνθανομένου | ||
τε γὰρ Ἡραΐσκον ἐπιζητούμενον ὑπὸ Ζήνωνος βασιλέως οἴκῳ τῷ ἰδίῳ κατέκρυψε παραβαλόμενος πρὸς τὸν κίνδυνον , καὶ ἐπειδὴ ἐν τῇ |
αἴ κ ' αὐτὸν γνώω νημερτέα πάντ ' ἐνέποντα , ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά . | ||
ἐντεθετταλίσμεθα ἔλεγον τὸ χλαμυδοφοροῦμεν . χλαῖνα ἱμάτιον ἐπὶ τῷ χιτῶνι ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά , |
. τῷ δὲ ὀβελίσκῳ ἐχρῶντο ἀντὶ δόρατος . καὶ τὸν ὀβελίσκον δὲ , φησὶν , ὅστις ἐστὶν ἠμῶν δόρυ , | ||
τρίμμα μετ ' αὐτοῦ . ὄπτα δ ' ἀμφ ' ὀβελίσκον ἑλὼν ὑπογάστριον αὐτοῦ . ΤΕΥΘΙΣ . Ἀριστοτέλης εἶναί φησι |
ἡσυχία δὲ ἦν ἀκριβής , περιλαβοῦσα ἡ Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἔκλαεν ἄνερ λέγουσα καὶ δέσποτα , ἀπείληφά σε πολλὴν γῆν | ||
ἠνιᾶτο ὥσπερ εἰκὸς ἐπὶ τούτοις ἡ Ἀσπασία καὶ ἀπελθοῦσα ἔξω ἔκλαεν : ἔχουσα δ ' ἐν τοῖς γόνασι κάτοπτρον καὶ |
δρόμημα τῆς Σελήνης ἐστὶ μοιρῶν ιβʹ ∠ ʹ ιεʹ . εἰσέρχομαι εἰς τὸ σελίδιον τῆς τρίτης ὥρας , ἔνθα παράκειται | ||
, φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι . Ὁ παῖς , ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων |
ἀπόγεια , τὴν ἀποβάθραν ἀνελώμεθα , τὸ ἀγκύριον ἀνεσπάσθω , πέτασον τὸ ἱστίον , εὔθυνε , ὦ πορθμεῦ , τὸ | ||
δὲ καὶ τὴν τοῦ Ἑρμοῦ τά τε πέδιλα καὶ τὸν πέτασον ἐπὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τὸ κηρύκειον ἐν τῇ χειρί |
καὶ πρῶτον μὲν τὰ κοῖλα καὶ τὰς χαράδρας ἐπλήρωσεν ὑπελθὼν ὑποβρύχιος , ὥσπερ οἱ ὕφαλοι κολυμβηταὶ , τρέψας εἰς τὸ | ||
εἰσερχομένου τοῦ ὕδατος ἐμπλησθῇ τὰς κοιλότητας , καὶ οὕτω γένηται ὑποβρύχιος , διὰ τοῦτο φεύγων τὸν κίνδυνον στρέφει ἑαυτὸν ὕπτιον |